Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CC0143

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 24ης Οκτωβρίου 1984.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Δανίας.
    Ισότητα αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.
    Υπόθεση 143/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -00427

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:325

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ Κ.

    PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

    της 24ης Οκτωβρίου 1984 ( *1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές

    1. Αντικείμενο της προσφυγής

    Με την προσφυγή της, της 13ης Ιουλίου 1983, η Επιτροπή ζητεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης 143/83, «να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο της Δανίας, μη θεσπίζοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ». Ωστόσο, κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση μου, ανέφερε ότι το αίτημα της προσφυγής πρέπει να νοηθεί υπό τη στενότερη έννοια της αιτιολογημένης γνώμης της 25ης Οκτωβρίου 1982. Στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη, η Επιτροπή αιτιάται το Βασίλειο της Δανίας μόνο διότι « δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να επεκτείνει την αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών και επί εργασίας ίσης αξίας ».

    2. Οριοθέτηση του νομικού προβλήματος

    Η λύση του νομικού προβλήματος που έχει τεθεί υπό την κρίση σας φαίνεται εκ πρώτης όψεως απλή. Το άρθρο 1 της προαναφερθείσης οδηγίας του Συμβουλίου ορίζει σαφώς ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών « συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία ανψ οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στο φύλο » ( η υπογράμμιση δική μου). Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 1 του δανικού νόμου 32, της 4ης Φεβρουαρίου 1976, περί εφαρμογής της οδηγίας, η αρχή της ισότητας των αμοιβών ισχύει μόνο « για την ίδια εργασία ( “ samme arbejde ” ) στον ίδιο τόπο εργασίας » ( η υπογράμμιση δική μου). Φαίνεται, έτσι, εκ πρώτης όψεως σαφές ότι το Βασίλειο της Δανίας « δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να επεκτείνει την αρχή της ισότητας αμοιβών... και επί εργασίας ίσης αξίας», για να αναφέρω και πάλι το αποφασιστικό χωρίο της αιτιολογημένης γνώμης. Καίτοι η αιτιολογημένη γνώμη,

    αλλά και η προσφυγή της Επιτροπής περιλαμβάνουν μια σειρά από συμπληρωματικές διαπιστώσεις και επιχειρήματα, το σαφές αυτό, εκ πρώτης όψεως, συμπέρασμα αποτελεί το κύριο επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προς στήριξη των αιτημάτων της προσφυγής της. Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους αυτούς ισχυρισμούς της Επιτροπής, αρκούμαι να παραπέμψω στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

    3. Περιπλοκές

    Από τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Δανική Κυβέρνηση προς υπεράσπιση της προκύπτει, ωστόσο, ότι η υπόθεση δεν είναι τόσο απλή, όσο φαίνεται. Όπως ορθώς αναφέρει η Δανική Κυβέρνηση στην απάντηση της, της 1ης Φεβρουαρίου 1983, στην αιτιολογημένη γνώμη, βάσει ενδελεχούς έρευνας της νομολογίας σας, της σχετικής με το άρθρο 119 και την οδηγία 75/117/ΕΟΚ, από τη νομολογία σας προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί αποκλειστικά ως — δεσμευτική για τα κράτη μέλη — ερμηνεία του άρθρου 119, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ. Παραπέμπω επίσης, σχετικά με το θέμα αυτό, στις προτάσεις μου της 25ης Μαίου 1982, στην υπόθεση 61/81 (Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1982, σσ. 2618, 2621 ), όπου καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα μ' αυτό της Δανικής Κυβερνήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, καθώς και στη σκέψη 8 της αποφάσεως επί της υποθέσεως εκείνης.

    Αν, όμως, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως δεσμευτικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ (διάταξης που έχει άμεση εφαρμογή και που επίσης ομιλεί μόνο για « όμοια εργασία » ) το γεγονός αυτό έχει ορισμένες επιπτώσεις ως προς την εφαρμογή του σημείου αυτού της οδηγίας. Η εφαρμογή και ερμηνεία διάταξης της Συνθήκης ΕΟΚ, που έχει άμεση εφαρμογή (εν προκειμένω του άρθρου 119 όπου απαντάται ο όρος «όμοια εργασία » ), εμπίπτει κανονικά στη διαδικασία των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων. Κατά την άποψη μου το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας δεν εμποδίζουν, καταρχήν, ένα κράτος μέλος να εμπιστευτεί την εφαρμογή της οδηγίας, απλώς και μόνο στα δικαστήρια, στην περίπτωση που ανακύψει διαφορά. Το ίδιο προβλέπει και το άρθρο 6 του δανικού νόμου. Στην περίπτωση αυτή τα δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόσουν το άρθρο 1 του δανικού νόμου σύμφωνα με το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ που έχει άμεση εφαρμογή, και μάλιστα σύμφωνα με το νόημα που έχουν προσδώσει στο άρθρο αυτό το άρθρο 1 της οδηγίας και η νομολογία του Δικαστηρίου. Η διαπίστωση αυτή αποκτά πρόσθετη σημασία από το γεγονός ότι το άρθρο 119 περιέχει, στη δεύτερη και τρίτη του παράγραφο, πρόσθετες — δεσμευτικές για τα κράτη μέλη — διευκρινίσεις σχετικά με την αρχή της ισότητας των αμοιβών, τις οποίες όε-ν επαναλαμβάνει η οδηγία.

    Καίτοι νομίζω ως, καταρχήν, δυνατή μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση παραβάσεως της Συνθήκης όταν ένα κράτος μέλος προσθέτει στις προϋποθέσεις για το δικαίωμα ίσης αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών προϋπόθεση που δεν προβλέπει ούτε το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, ούτε η προαναφερθείσα οδηγία και η οποία μπορεί να έχει ως συνέπεια περιορισμό του δικαιώματος. Στην προαναφερθείσα υπόθεση 61/81 το Δικαστήριο δέχτηκε ότι υφίσταται παράβαση της Συνθήκης διότι οι διατάξεις που θεσπίστηκαν στη Βρετανία για την εφαρμογή της οδηγίας, ελλείψει ενός συστήματος επαγγελματικής κατατάξεως, δεν παρέχουν τη δυνατότητα εκτιμήσεως της εργασίας ίσης αξίας. Η δυνατότητα αυτή, όμως, υφίσταται απολύτως στη Δανία. Αντιθέτως το άρθρο 1 του δανικού νόμου περιορίζει το δικαίωμα για ίση αμοιβή επί ίσης εργασίας κατά παρέκκλιση από το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ σε περίπτωση ίσης ( και βάσει της οδηγίας και της νομολογίας και ίσης αξίας) εργασίας στον ίδιο τόπο εργασίας ( « samme arbejdsplads » ). Ο εκπρόσωπος της Δανικής Κυβέρνησης εξήγησε κατά την προφορική διαδικασία ότι σκοπός της προϋποθέσεως αυτής είναι να επιτρέψει τη διατήρηση των διαφορών που παρατηρούνται στις αμοιβές μεταξύ των διαφόρων γεωγραφικών περιοχών της Δανίας. Εφόσον οι γεωγραφικές αυτές διαφορές στο επίπεδο των αμοιβών, υπό τον όρο βέβαια ότι αφορούν ομοίως άνδρες και γυναίκες, είναι αδύνατο να θεωρηθούν ως διάκριση λόγω φύλου, δεν θεωρώ ικανοποιητική την εξήγηση αυτή. Στην περίπτωση αυτή η συμπληρωματική αυτή προϋπόθεση είναι περιττή. Από γλωσσικής απόψεως δίνει εύκολα την εντύπωση ότι πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η σύγκριση της εργασίας πρέπει να γίνει εντός των ιδίων εγκαταστάσεων μιας επιχειρήσεως. Στη μοναδική διαιτητική απόφαση (της 8ης Δεκεμβρίου 1977) που υπέβαλε η Δανική Κυβέρνηση για να αποδείξει την ευρεία ερμηνεία της έννοιας « όμοια εργασία » ( παράρτημα Γ της απαντήσεως της) αρκούσε μια τέτοια περιορισμένη σύγκριση για την επίλυση της διαφοράς. Όπως, όμως, προκύπτει ήδη από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν επαρκεί πάντοτε η σύγκριση της εργασίας που προσφέρεται στο πλαίσιο της ίδιας εγκαταστάσεως μιας επιχειρήσεως είτε στο πλαίσιο μιας και μόνο επιχειρήσεως. Υπό ορισμένες περιστάσεις, είναι αναγκαία η σύγκριση με εργασία ίσης αξίας σε άλλες επιχειρήσεις που υπάγονται στη σχετική συλλογική σύμβαση. Όπως ορθώς σημειώνεται στην ετήσια έκθεση για το 1980 του δανικού συμβουλίου για την ισότητα μεταχειρίσεως, που περιέλαβε η Επιτροπή στο παράρτημα VIII του δικογράφου της προσφυγής της, σε τομείς όπου κατά παράδοση οι γυναίκες εργαζόμενες είναι περισσότερες, είναι αναγκαία η σύγκριση με άλλους τομείς. Υπό ορισμένες περιστάσεις ο συμπληρωματικός όρος συγκρίσεως « στον ίδιο τόπο εργασίας » για εργασία ίσης αξίας μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της αρχής της ισότητας των αμοιβών που καθιερώνει το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και διευκρινίζει η οδηγία 75/117/ΕΟΚ. Η απλή προσθήκη μιας τέτοιας συμπληρωματικής προϋποθέσεως για ίση αμοιβή, η οποία δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στο άρθρο 119, ούτε στην οδηγία, συνιστά, εν πάση περιπτώσει, παράβαση της Συνθήκης. Η συμπληρωματική αυτή προϋπόθεση περιορίζει την εκ της Συνθήκης έκταση της καταρχήν αναγνωρισμένης στη Δανία — όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως του δανικού νόμου και της προαναφερθείσης διαιτητικής αποφάσεως — αρχής της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών για εργασία ίσης αξίας. Η προϋπόθεση αυτή, κατά συνέπεια, εφόσον ερμηνευτεί υπό το φως της αιτιολογημένης γνώμης της 25ης Οκτωβρίου 1982, συνιστά παράβαση, όπως ζητεί να αναγνωριστεί η Επιτροπή με την προσφυγή της.

    4. Το ζήτημα της ασφαλείας δικαίου και της εμπρόθεσμης εκτελέσεως της οδηγίας

    Από την άποψη της ασφαλείας δικαίου θα ήταν προτιμότερο αν, σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής, η Δανία μετέφερε απλώς στο εσωτερικό της δίκαιο την αρχή της ισότητας των αμοιβών όπως την ερμηνεύει η οδηγία στο υπ' αριθ. 1 άρθρο της. Στην περίπτωση αυτή δεν θα υφίστατο η παράβαση του κοινοτικού δικαίου που μόλις διαπίστωσα. Τέλος, θα είχε διασφαλιστεί η κανονική εφαρμογή της αρχής εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας.

    Όπως ήδη σημείωσα, η διεύρυνση της έννοιας της « όμοιας εργασίας » ώστε να περιλαμβάνει και την έννοια « εργασία ίσης αξίας » της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ συνιστά, σύμφωνα με πάγια νομολογία σας, μόνο νομοθετική επεξήγηση της σημασίας του απευθείας άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ που έχει άμεση εφαρμογή και πρέπει να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια. Θα ήταν βεβαίως ευκταίο να υπογραμμίσετε στην απόφαση σας τη δεσμευτική αυτή ερμηνεία του άρθρου 119 που δίνει η οδηγία και η νομολογία σας. Το γεγονός όμως ότι οι σχετικές εθνικές νομοθετικές διατάξεις δεν περιέλαβαν την ερμηνεία αυτή δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, ακόμη και με αναφορά στην επιθυμητή ασφάλεια δικαίου, να θεωρηθεί ως παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Διότι εφόσον υφίσταται υποχρέωση που πηγάζει από τη Συνθήκη και έχει άμεση εφαρμογή, η μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αναγκαίο μέτρο », κατά την έννοια του άρθρου 6, ούτε ως «αναγκαία νομοθετική ή διοικητική διάταξη », κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας.

    5. Συμπέρασμα

    Συνοψίζοντας, προτείνω το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Δανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, καθόσον περιόρισε την εφαρμογή της αρχής της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην περίπτωση όμοιας εργασίας στον ίδιο τόπο εργασίας.

    Σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας το Βασίλειο της Δανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.


    ( *1 ) Μετάφραση από τα ολλανδικά.

    Top