Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61982CJ0222

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1983.
    Apple and Pear Development Council κατά K.J. Lewis Ltd και λοιπών.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: County Court, Tunbridge Wells - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Εθνικά μέτρα για την ανάπτυξη της παραγωγής και της πώλησης εγχώριων μήλων και αχλαδιών.
    Υπόθεση 222/82.

    Συλλογή της Νομολογίας 1983 -04083

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1983:370

    Στην υπό9εση 222/82,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tunbridge Wells County Court προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρ9ρου 177, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου μεταξύ

    Apple and Pear Development Council

    και

    Κ. J. Lewis Ltd. και λοιπών,

    η έκδοση προδικαστικής απόφασης, μεταξύ άλλων, ως προς το αν συμβιβάζονται προς ορισμένες διατάξεις της συνθήκης ΕΟΚ, της Πράξης Προσχώρησης του 1972 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1972, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250), η ίδρυση και διατήρηση οργανισμού με τη σύνθεση και/ή τις δραστηριότητες του Apple and Pear Development Council, κα9ώς και ένα σύστημα χρηματοδότησης, όπως αυτό στο οποίο στηρίζονται οι δραστηριότητες του εν λόγω οργανισμού,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους J. Menens de Wilmars, πρόεδρο, Τ. Koopmans και Κ. Bahlmann, προέδρους τμήματος, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, A. O' Keeffe, G. Bosco, O. Due και U. Everling, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: S. Rozès

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοίκησης

    εκδίδει την ακόλου9η

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    Περιστατικά

    Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις, που κατατέθηκαν δυνάμει του άρ9ρου 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, συνοψίζονται ως εξής:

    I — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    Το Apple and Pear Development Council (στο εξής: «το Συμοούλιο Ανάπτυξης») ιδρύοηκε δυνάμει του «Apple and Pear Development Council Order» της 6ης Μαίου 1980 (Statutory Instrument του 1980, αριθ. 623, στο εξής: «το Order του 1980»), όπως τροποποιήθηκε με το Order της 17ης Δεκεμβρίου 1980 (Statutory Instrument του 1980, αριθ. 2001). Το Order του 1980 αντικατέστησε το Apple and Pear Development Council Order του 1966. Τα πιο πάνω δύο Orders θεσπίστηκαν βάσει του «Industrial Organisation and Development Act» του 1947 (στο εξής: «το Act του 1947»).

    Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Act του 1947, ο υπουργός γεωργίας, αλιείας και τροφίμων (στο εξής: «ο υπουργός»), μπορεί να εκδώσει απόφαση για την ίδρυση συμβουλίου ανάπτυξης («Development Council Order») σε τομέα της βιομηχανίας που θεωρεί πρόσφορο

    «προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα ή η παραγωγικότητα της βιομηχανίας, να βελτιωθούν ή διευρυνθούν οι υπηρεσίες που παρέχει ή είναι δυνατό να παρέχει στο κοινωνικό σύνολο ή να την καταστήσει ικανή να προσφέρει τις εν λόγω υπηρεσίες οικονομικότερα».

    Πριν από την έκδοση της απόφασης του, ο υπουργός οφείλει να διαβουλευτεί με τις οργανώσεις που εκπροσωπούν μεγάλο αριθμός προσώπων, ασχολούμενων αυτοτελώς ή ως μισθωτών στην εν λόγω βιομηχανία (άρθρο 1, παράγραφος 3, του Act του 1947).

    Ο υπουργός δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση, εκτός αν έχει τη βεβαιότητα ότι «την ίδρυση συμβουλίου ανάπτυξης για τη βιομηχανία επιθυμεί μεγάλος αριθμός των ασχολούμενων στη βιομηχανία προσώπων» (άρθρο 1, παράγραφος 4, του Act του 1947).

    Πάντως, τουλάχιστον τρία έτη μετά τη θέσπιση του Order και στη συνέχεια κάθε πέντε έτη, ο υπουργός οφείλει να εξετάσει αν το συμβούλιο ανάπτυξης πρέπει να διατηρηθεί και στην περίπτωση αυτή, αν πρέπει να τροποποιηθεί το σχετικό Order Ο υπουργός οφείλει να προβεί σε ευρείας κλίμακας διαβουλεύσεις με εκείνους που αφορά το Order (άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου του 1947).

    Το 1966, καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών, εκπρόσωποι της National Farmers' Union, ανέλαβαν την πρωτοβουλία να έλθουν σε επαφή με τον υπουργό, προκειμένου να του ζητήσουν να ιδρύσει, δυνάμει του Act του 1947, συμβούλιο ανάπτυξης για τα μήλα και τα αχλάδια.

    Δεδομένου ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Act του 1947, ο υπουργός αποδέχθηκε το αίτημα των καλλιεργητών και εξέδωσε το Apple and Pears Development Council Order του 1966 (Statutory Instrument του 1966, αριθ. 1579), το οποίο ενέκριναν δεόντως τα δύο νομοθετικά σώματα του κοινοβουλίου και το οποίο άρχισε να ισχύει στις 23 Δεκεμβρίου 1966.

    Το θέμα της διατήρησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης επανεξετάστηκε το 1969, το 1974 και το 1979. Επ' ευκαιρία, ο υπουργός έκρινε ότι ήταν σκόπιμο να βεβαιωθεί αν οι καλλιεργητές επιθυμούσαν πράγματι τη διατήρηση του Συμβουλίου. Κατά την επανεξέταση του 1979, διενεργήθηκε ψηφοφορία, σύμφωνα με την οποία το 55 ο/ο του 82 ο/ο των καλλιεργητών που ψήφισαν (οι οποίοι εκπροσωπούσαν το 65% των καλλιεργήσιμων εδαφών), τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης αποτελείται από μέλη που διορίζει ο υπουργός με τον ακόλουθο τρόπο: 8 καλλιεργητές, 2 μισθωτούς, 2 ανεξάρτητα μέλη και 2 μέλη που διαθέτουν ειδικές γνώσεις σε θέματα εμπορίας και διανομής.

    Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα του Order του 1980, είναι οι ακόλουθες:

    «1.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών.

    2.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή ερευνών σχετικά με τα υλικά και τον εξοπλισμό, καθώς και με τις μεθόδους παραγωγής, διαχείρισης και χρησιμοποίησης της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανεύρεσης και ανάπτυξης νέων υλικών, εξοπλισμού και μεθόδων, καθώς και της βελτίωσης των ήδη χρησιμοποιούμενων, τη στάθμιση των πλεονεκτημάτων διαφόρων εναλλακτικών λύσεων, και τη διοίκηση πειραματικών εγκαταστάσεων και τη διενέργεια δοκιμών σε εμπορική κλίμακα.

    3.

    Η προώθηση της παραγωγής και εμπορίας τυποποιημένων προϊόντων.

    α)

    Η παροχή συμβουλών σε πρόσωπα που συμμετέχουν σε οιασδήποτε μορφής ομάδες προώθησης της παραγωγής και της εμπορίας τυποποιημένων προϊόντων σχετικά με τις τιμές στις οποίες θα πρέπει να πωλούν τα εν λόγω προϊόντα, καθώς και η διεξαγωγή ερευνών ώστε να καταστεί δυνατό στο Συμβούλιο να παρέχει τις εν λόγω συμβουλές.

    4.

    Η επίτευξη καλύτερου ορισμού των εμπορικών διακριτικών γνωρισμάτων και της κατά συνέπεια ομοιόμορφης χρήσης τους.

    5.

    Η έκδοση πιστοποιητικών για τα προϊόντα, η καταχώρηση των πιστοποιούμενων εμπορικών σημάτων και τα καθήκοντα των δικαιούχων των εν λόγω σημάτων.

    6.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή ερευνών για τη βελτίωση των συμφωνιών εμπορίας και διανομής των προϊόντων.

    7.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή ερευνών σε θέματα που έχουν σχέση με την κατανάλωση ή τη χρήση των προϊόντων της βιομηχανίας αυτής.

    8.

    Η προώθηση της σύναψης συμφωνιών συνεταιριστικών οργανώσεων για την προμήθεια υλικών και εξοπλισμού, καθώς επίσης και συμφωνιών συντονισμού της παραγωγής και εμπορίας και διανομής των προϊόντων.

    9.

    Η περαιτέρω ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης και της προώθησης ή της σύναψης συμφωνιών που αφορούν διαφημιστικά δημοσιεύματα στο εξωτερικό.

    10.

    Η προώθηση ή η σύναψη συμφωνιών για την καλύτερη εξοικείωση του κοινού στο Ηνωμένο Βασίλειο με τα προϊόντα της εν λόγω βιομηχανίας και τις χρήσεις τους.

    11.

    Η προώθηση ή η διενέργεια της συλλογής και κατάρτισης στατιστικών.

    12.

    Η σύναψη συμφωνιών για τη διάθεση των συλλεγόμενων πληροφοριών και για την παροχή συμβουλών σε θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Συμβουλίου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του».

    Οι δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης χρηματοδοτούνται μέσω νόμιμης εισφοράς που το τελευταίο εξουσιοδοτείται να επιβάλει, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του Order του 1980, στους παραγωγούς της Αγγλίας και Ουαλίας. Από την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το ανώτατο όριο της επιβάρυνσης, το οποίο πρέπει να εγκρίνει ο υπουργός, καθορίστηκε ως εξής:

    Ημερομηνία

    Ποσό

    Statutory Instrument

    Προσχώρηση

    3 UKL ανά acre

    S.I. 1970, αριθ. 830, άρ8ρο 2

    1 Απριλίου 1975

    6 UKL ανά acre

    S.I. 1975, αριθ. 142, άρ9ρο 2

    1 Απριλίου 1976

    14,50 UKL ανά εκτάριο (1)

    S.I. 1975, αριθ. 142, άρθρο 2

    7 Μαΐου 1980

    29 UKL ανά εκτάριο

    S.1.1980, αριθ. 623, άρθρο 9, παράγραφος 1

    18 Δεκεμβρίου 1980

    40 UKL ανά εκτάριο

    S.I. 1980, αριθ. 2001, άρθρο 2

    Οι καλλιεργητές που κατέχουν έκταση μικρότερη των δύο εκταρίων φυτευμένων με 50 ή περισσότερες μηλιές και αχλαδιές (εκείνοι δηλαδή το οικονομικό μέγεθος των οποίων είναι κατώτερο από το ελάχιστο βιώσιμο), εξαιρούνται από την καταβολή της εισφοράς. Το κατώτατο όριο κυμαινόταν καθ' όλη τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος. Η εισφορά δεν βαρύνει τις εισαγωγές.

    Οι αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής για τη δίκαιη και ορθή επιβολή της εισφοράς έναντι όλων των καλλιεργητών, ανάλογα με την έκταση που κατέχουν, περιέχονται σε ορισμένες διατάξεις του Order του 1980. Συγκεκριμένα προβλέπεται:

    α)

    η δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, υποχρέωση των καλλιεργητών να εγγράφονται στα οικεία βιβλία και η δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, υποχρέωση του Συμβουλίου Ανάπτυξης να διενεργεί τις εγγραφές'

    β)

    η δυνάμει του άρθρου 11 υποχρέωση των προσώπων που ασχολούνται αυτοτελώς με την εν λόγω βιομηχανία να προσκομίζουν γραπτή δήλωση, εφόσον το ζητήσει το Συμβούλιο Ανάπτυξης, για την είσπραξη των επιβαρύνσεων

    γ)

    οι κατά το άρθρο 12 κυρώσεις.

    Δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο 6, του Apple and Pear Development Council (Amendment) Order του 1980, το Συμβούλιο Ανάπτυξης μπορεί να καταφύγει στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του όχι μόνο στην υποχρεωτική ετήσια επιβάρυνση αλλά και σε εισφορές που καταβάλλουν προαιρετικά τα μέλη του.

    Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του Συμβουλίου Ανάπτυξης, οι κύριες δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από εισφορά συνίστανται στη διαφήμιση, την εμπορική προώθηση και τα διαφημιστικά δημοσιεύματα, έξοδα τα οποία απορροφούν το 70 0/0 περίπου των εσόδων που προέρχονται από την εισφορά. Οι σχετικοί αριθμοί έχουν ως εξής:

    Έτος

    Έσοδα από την εισφορά

    Έξοδα διαφήμισης, εμπορικής προώθησης και διαφημιστικών δημοσιευμάτων

    1976/77

    277 959 UKL

    189 276 UKL

    1977/78

    241 346 UKL

    155 191 UKL

    1978/79

    347 980 UKL

    293 748 UKL

    1979/80

    346 984 UKL

    253 035 UKL

    1980/81

    633 356 UKL

    420 542 UKL

    Η διαφήμιση και η εμπορική προώθηση, στις οποίες επιδίδεται το Συμβούλιο, περιλαμβάνει ορισμένα τηλεοπτικά διαφημιστικά προγράμματα («Polish up your English» [φρεσκάρετε τα αγγλικά σας] είναι ένα πρόσφατο δημοφιλές διαφημιστικό σύνθημα), διαφήμιση διά του τόπου (κυρίως γυναικεία περιοδικά κλπ.), καθώς και την εγκατάσταση σε καταστήματα ειδικών χώρων πώλησης και έκθεσης εμπορικού και διαφημιστικού υλικού. Η διαφήμιση αυτή συνίσταται στην προώθηση ποικιλιών που καλλιεργούνται στην Αγγλία και Ουαλία, όπως οι ποικιλίες Cox, Bramley, Worcester Pearmain και τα αχλάδια τόπου «Conference».

    Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου Ανάπτυξης σχετικά με την προώθηση των οικείων προϊόντων, πρέπει επίσης να αναφερθεί και το «Kingdom Scheme». Το νομικό αυτό σχήμα προωθήθηκε το 1980 με σκοπό τη βελτίωση των κανόνων και της παρουσίας των μήλων και αχλαδιών. Η συμμετοχή σ' αυτό είναι προαιρετική. Οι καλλιεργητές που συμμετέχουν συμφωνούν ότι πρέπει να συμμορφώνονται προς ορισμένους ελάχιστους κανόνες που αφορούν την κατάταξη και το μέγεθος των φρούτων, καθώς και ότι πρέπει να χρησιμοποιούν «συσκευασία» που φέρει διακριτικό γνώρισμα. Το σχήμα έχει τα δικά του χωριστά γραφεία και τη διοίκηση του. Οι καλλιεργητές που συμμετέχουν καταβάλλουν συμβατική εισφορά. Όταν ιδρύθηκε το σχήμα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συνεισέφερε στο ταμείο του ποσό 300000 UKL. Προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα του σχήματος, το Συμβούλιο Ανάπτυξης συνέβαλε με συνεισφορά του και κατά το δεύτερο έτος λειτουργίας του (1981-1982). Προβλέπεται πάντως ότι, χάρη στις εισφορές που επιβάλλονται στους καλλιεργητές το σχήμα θα καταστεί δυνατό να αυτοχρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το τρίτο έτος λειτουργίας του (1982-1983) και εντεύθεν.

    Όπως προκύπτει από το παράρτημα 3 των παρατηρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, το «Kingdom Scheme» κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, η οποία διεμήνυσε ότι δεν είχε την πρόθεση να το σχολιάσει, αλλ' ότι επιφυλασσόταν να επανέλθει επί του θέματος αφού θα εξέταζε τη μορφή αυτή ενίσχυσης σε σχέση με το άρθρο 93, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ.

    Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του Συμβουλίου Ανάπτυξης, μεταξύ των καθηκόντων που ανέλαβε περιλαμβάνονται η έρευνα, οι μελέτες, δημόσιες σχέσεις, η συλλογή πληροφοριών και παρόμοιες δραστηριότητες.

    Σύμφωνα με την έκθεση του 1980, στόχος του Information Group [ομάδας πληροφοριών] είναι ο διαρκής έλεγχος των κανόνων ποιότητας που πέτυχαν οι άγγλοι καλλιεργητές για τα αποστελλόμενα προς πώληση φρούτα. Έτσι, η έκθεση του Συμβουλίου Ανάπτυξης για το 1981 αναφέρει:

    «Προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα προσφερόμενα προς πώληση φρούτα είναι ώριμα, η ομάδα συνέστησε, όπως και κατά το προηγούμενο έτος, ελάχιστα μεγέθη για όλες τις ποικιλίες. Οι εν λόγω συστάσεις για ελάχιστο μέγεθος επεξέτειναν βασικά, όπως και κατά το παρελθόν, το κοινοτικό σύστημα παρέκκλισης από τα ελάχιστα επιτρεπόμενα μεγέθη. Το Συμβούλιο είναι στην ευχάριστη θέση να αναφέρει ότι, μολονότι στις αγορές χονδρικής πώλησης βρέθηκαν φρούτα μικρότερα του ελάχιστου μεγέθους που είχε συσταθεί, είναι σπάνιο καλλιεργητής να εμπορεύεται εκ νέου τα φρούτα αυτά αφότου του επεστήθη η προσοχή σχετικά με την εκτροπή ...

    Επίσης, εξετάστηκαν αναφορές σχετικά με την πώληση από χονδρεμπόρους φρούτων μικρότερων από το ελάχιστο τυποποιημένο μέγεθος, ενώ τα ονόματα των χονδρεμπόρων που περιλαμβάνονται σε περισσότερες αναφορές γνωστοποιήθηκαν στο «National Federation of Fruit and Potato Traders.»

    Με έγγραφο της 17ης Αυγούστου 1981, ο Poul Dalsager, μέλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γνωστοποίησε στον James Scott Hopkins, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ότι η εισφορά που βάρυνε τους εγγεγραμμένους καλλιεργητές δεν απαγορεύεται από τα άρθρα 12 και 95 της συνθήκης και ότι τα μέτρα που θέσπισε το Συμβούλιο Ανάπτυξης δεν αντιτίθενται στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Πάντως, η Επιτροπή επιφυλάχθηκε να λάβει μεταγενέστερα απόφαση ως προς το αν συμβιβάζεται προς το άρθρο 92, παράγραφος 3, της συνθήκης η ενίσχυση που χρηματοδοτείται με «εισφορές φορολογικού χαρακτήρα».

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης άσκησε αγωγή ενώπιον του Tunbridge Wells County Court, ζητώντας να καταδικάσει τρεις παραγωγούς να του καταβάλουν την οφειλόμενη εισφορά για το οικονομικό έτος 1980-1981. Με ανταγωγή που άσκησαν οι εναγόμενοι, ζήτησαν την επιστροφή των ετήσιων εισφορών που κατέβαλαν από την 1η Ιανουαρίου 1973. Ισχυρίστηκαν ότι η διατήρηση του Συμβουλίου Ανάπτυξης αντέκειτο στο κοινοτικό δίκαιο ήδη από την ημερομηνία προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και ότι η εν λόγω εισφορά έπρεπε να καταργηθεί το αργότερο την 1η Φεβρουαρίου 1973, σύμφωνα με το άρθρο 60 της Πράξης Προσχώρησης, δεδομένου ότι συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου με δασμό αποτελέσματος. Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, το Tunbridge Wells County Court αποφάσισε να υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τα ακόλουθα ερωτήματα:

    Πρώτο ερώτημα

    Τα άρθρα 30 και 34 και/ή 38 μέχρι 47 της συνθήκης ΕΟΚ και/ή τα άρθρα 42 και 60, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης και/ή ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε, απαγορεύουν σε κράτος μέλος να θεσπίζει και/ή να διατηρεί νομοθετικά μέτρα με τα οποία:

    α)

    ιδρύεται και/ή διατηρείται σε τμήμα του εν λόγω κράτους μέλους οργανισμός (στο εξής: «το Συμβούλιο Ανάπτυξης») με τη σύνθεση και/ή τις λειτουργίες που ορίζονται από το Statutory Instrument του 1966, αριθ. 1579 και/ή του 1980, αριθ. 623, του Ηνωμένου Βασιλείου;

    και/ή

    6)

    επιβάλλεται στα πρόσωπα που ασχολούνται με τη βιομηχανική καλλιέργεια μήλων και αχλαδιών («τη βιομηχανία») και τα οποία α) πριν από την 1η Απριλίου 1976 (αλλά μετά την 1η Απριλίου 1971) κατέχουν στο τμήμα αυτό του κράτους μέλους έκταση γης 5 ή περισσοτέρων acres φυτευμένη με 50 ή περισσότερες μηλιές ή αχλαδιές και/ή 6) μετά την 1η Απριλίου 1976 κατέχουν στο τμήμα αυτό του κράτους μέλους έκταση 2 ή περισσοτέρων εκταρίων φυτευμένη με 50 ή περισσότερες μηλιές ή αχλαδιές, η υποχρέωση να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του Συμβουλίου Ανάπτυξης, ανάγεται δε σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη τους να εγγραφούν;

    και/ή

    γ)

    επιτρέπεται στο Συμβούλιο Ανάπτυξης, αφού προηγουμένως λάβει την έγκριση του υπουργού γεωργίας, αλιείας Kat τροφίμων, να απαιτεί από τους εγγεγραμμένους καλλιεργητές την υποβολή δηλώσεων και την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες τους που αφορούν τη βιομηχανία, ανάγεται δε σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη της υποβολής των δηλώσεων αυτών ή της παροχής των πληροφοριών

    και/ή

    δ)

    επιτρέπεται στο Συμβούλιο Ανάπτυξης να επιβάλλει στους καλλιεργητές, που οφείλουν να εγγράφονται στα οικεία βιβλία, υποχρεωτική ετήσια εισφορά, με βάση το εμβαδόν της καλλιεργήσιμης έκτασης τους, που να επιτρέπει στο Συμβούλιο Ανάπτυξης να καλύπτει τα διοικητικά και λοιπά έξοδα του

    και/ή

    ε)

    εξαιρούνται από την εφαρμογή των μέτρων οι καλλιεργητές που κατέχουν έκταση μικρότερη από 2 εκτάρια ή έκταση φυτευμένη με λιγότερες από 50 μηλιές ή αχλαδιές;

    Δεύτερο ερώτημα

    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο σύνολο ή σε μέρος του πρώτου ερωτήματος, η απάντηση αυτή επηρεάζεται, και αν ναι, κατά ποιο τρόπο, από το γεγονός (εφόσον αποδειχθεί) ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης ιδρύθηκε και/ή διατηρήθηκε με τη ρητή υποστήριξη εκείνων από τους καλλιεργητές οι οποίοι, σύμφωνα με την έρευνα που προαναφέρθηκε, τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης, εκπροσωπούσαν δε το αναφερόμενο στην εν λόγω έρευνα ποσοστό γης και ύστερα από διαβουλεύσεις με τις οργανώσεις που φαίνεται ότι εκπροσωπούν αριθμό προσώπων ασχολούμενων αυτοτελώς ή ως μισθωτών με τις δραστηριότητες του σχετικού τομέα;

    Τρίτο ερώτημα

    Αν μέτρο όπως το περιγραφόμενο στο ερώτημα 1 είναι εν όλω ή εν μέρει ασυμβίβαστο προς μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες στο ερώτημα 1 διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει η διάταξη του κοινοτικού δικαίου προς την οποία είναι ασυμβίβαστο το εν λόγω μέτρο εν όλω ή εν μέρει άμεσο αποτέλεσμα εντός των κρατών μελών της Κοινότητας, ώστε να απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα απορρέοντα από το κοινοτικό δίκαιο, που οι τελευταίοι μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους, και αν ναι,

    α)

    μπορεί ένας καλλιεργητής να αντιτάξει προς υπεράσπιση του την εν λόγω διάταξη έναντι απαιτήσεως του Συμβουλίου Ανάπτυξης για καταβολή της εν λόγω ετήσιας εισφοράς και αν ναι, μπορεί η εν λόγω κοινοτικού δικαίου διάταξη να αποτελέσει συναφώς μέσο άμυνας που συνεπάγεται πλήρη ή μερική απαλλαγή και στην τελευταία αυτή περίπτωση πώς πρέπει να προσδιοριστεί η μερική αυτή απαλλαγή;

    και/ή

    6)

    μπορεί η κοινοτικού δικαίου διάταξη αυτή να στηρίξει αξίωση για επιστροφή των εν λόγω ετήσιων εισφορών που κατέβαλε ο καλλιεργητής και αν ναι,

    α)

    μπορεί η εν λόγω κοινοτικού δικαίου διάταξη να στηρίξει αξίωση για επιστροφή του συνόλου ή μόνον μέρους των εισφορών αυτών και αν μόνο μέρους, πώς πρέπει να προσδιοριστεί το μέρος αυτό;

    6)

    υφίσταται παρόμοια αξίωση για επιστροφή των καταβληθεισών ετήσιων εισφορών πριν από την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, ή μόνο των καταβολών εκείνων (αν υπάρχουν) που ενδέχεται να γίνουν μετά την έκδοση της απόφασης αυτής;

    και/ή

    γ)

    κατά τη λήψη της απόφασης του ως προς το αν 9α διατάξει την επιστροφή των ετήσιων εισφορών που κατέβαλε ένας καλλιεργητής μπορεί το δικαστήριο κράτους μέλους να λάβει υπόψη του ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης διέθεσε τα χρήματα που προέρχονται από τις ετήσιες εισφορές για σκοπούς που απέφεραν ή θα μπορούσαν να αποφέρουν όφελος στον καλλιεργητή;

    Τέταρτο ερώτημα

    Αν οποιοδήποτε μέτρο από τα περιγραφόμενα στο ερώτημα 1 είναι στο σύνολο του ή εν μέρει ασυμβίβαστο προς το άρθρο 30 ή το άρθρο 34 της συνθήκης ΕΟΚ, το εν λόγω ασυμβίβαστο υφίσταται από την ημερομηνία που προβλέπει το άρθρο 42 της Πράξης Προσχώρησης ή από την ημερομηνία που προβλέπει το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Πράξης;

    Η απόφαση παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιουνίου 1982.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις το Apple and Pear Development Council, εκπροσωπούμενο από τον D. Vaughan, Queen's Councel, και τον G. Barling, Barrister, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον R. Ν. Ricks, του Treasury Solicitor's Department, η δανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Mikaelsen, νομικό σύμβουλο στη διεύθυνση εξωτερικών οικονομικών σχέσεων του υπουργείου εξωτερικών, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Lamoureux και Ρ. Oliver, μέλη της νομικής της υπηρεσίας.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή Kat μετά από ακρόαση της γενικής εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Πάντως, το Δικαστήριο κάλεσε το Συμβούλιο Ανάπτυξης, την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τη δανική κυβέρνηση και την Επιτροπή να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    Επί τον πρώτον ερωτήματος

    Οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν όχι μόνο το αν η ίδρυση του Συμβουλίου Ανάπτυξης και οι μέθοδοι χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων του συμβιβάζονται με τα άρθρα 30 μέχρι 34 και 38 μέχρι 47 της συνθήκης ΕΟΚ, με τα άρθρα 42 και 60 της Πράξης Προσχώρησης και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μαίου 1972, «περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών» (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250), αλλ' επίσης και το αν συντρέχει παράβαση και άλλων διατάξεων της συνθήκης, ειδικότερα των άρθρων 92 και 93. Συνεπώς, η σύνοψη που ακολουθεί βασίζεται στην παραπάνω υποδιαίρεση.

    1. Τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης ΕΟΚ

    Το Σνμβονλιο Ανάπτνξης τονίζει ότι, εφόσον κανένας από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεν υπαινίσσεται την ύπαρξη ποσοτικών περιορισμών είτε επί των εισαγωγών είτε επί των εξαγωγών, πρέπει απλώς να εξεταστεί η δεύτερη περίπτωση και συγκεκριμένα αν υφίστανται «μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος».

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης αναφέρει, σχετικά με τα άρθρα 30 και 34, ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου και ειδικότερα την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 8/74, Dassonville, ECR 1974, σ. 837, η οποία αφορά τις εισαγωγές και συνδέεται με το άρθρο 30 της συνθήκης, καθώς και την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1979 στην υπόθεση 15/79, Groenveld, ECR 1979, σ. 3409, η οποία αφορά τις εξαγωγές και συνδέεται με το άρθρο 34 της συνθήκης. Τη στάση που τήρησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Groenveld επιβεβαιώνει, κατά το Συμβούλιο Ανάπτυξης, η απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981 στην υπόθεση 155/80, Oebel, Συλλογή 1981, σ. 1993, καθώς και η απόφαση της 1ης Απριλίου 1982, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 141 μέχρι 143/81, Holdijk, Συλλογή 1982, σ. 1299.

    Στην υπόθεση Groenveld, το Δικαστήριο ερμήνευσε στενότερα το άρθρο 34 απ' ό,τι το άρθρο 30 στην υπόθεση Dassonville. Στην υπόθεση Groenveld το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 34 «αφορά εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίσουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών», έκρινε δε περαιτέρω ότι πρέπει να συντρέχει περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ εγχώριου και εξαγωγικού εμπορίου, καθώς και ότι πρέπει να θίγεται το εμπόριο των άλλων κρατών μελών. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος μη εφαρμογής mutatis mutandis στο άρθρο 30 του νομολογιακού προηγουμένου της υπόθεσης Groenveld.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης υπογραμμίζει ότι πρόκειται απλώς για οργανισμό παροχής συμβουλών, διεξαγωγής ερευνών και προώθησης, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης στην αγορά ή επιβολής κανόνων που αφορούν την εμπορία, τις τιμές ή την παραγωγή, και σημειώνει ότι είναι αδιανόητο, ακόμα και υπό το πρίσμα της ευρείας ερμηνείας που έγινε δεκτή στην υπόθεση Dassonville, το ίδιο το συμβούλιο ως οργανισμός ή ένα από τα μέτρα ή τις δραστηριότητες του να μπορούν να παρεμποδίσουν, έμμεσα ή δυνητικά, τις εξαγωγές. Η θέση αυτή γίνεται ακόμη σαφέστερη με την εφαρμογή του «στενότερου» νομολογιακού προηγουμένου στην υπόθεση Groenveld. Το να υποστηρίζεται ότι ο «ειδικός σκοπός ή αποτέλεσμα» του Συμβουλίου Ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων του συνίστανται στον περιορισμό του ρεύματος εξαγωγών των μήλων και αχλαδιών όχι μόνο είναι τελείως αβάσιμο, αλλά είναι αδύνατο να αποδειχθεί η συνδρομή του πρόσθετου αναγκαίου στοιχείου της δημιονργίας διάκρισης μεταξύ του εγχώριου και του εξαγωγικού εμπορίου μήλων και αχλαδιών ή της ζημίας που υφίστανται ως εκ τούτου τα άλλα κράτη μέλη. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι είναι αρκετά σαφές ότι οι δραστηριότητες του αφορούν αδιακρίτως όλη την αγγλική και ουαλική παραγωγή, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται να εξαχθεί ή να καταναλωθεί στο εσωτερικό. Συναφώς, παραπέμπει στη σκέψη 11 της απόφασης στην υπόθεση Holdijk.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης υπογραμμίζει περαιτέρω ότι η εγχώρια παραγωγή μήλων και αχλαδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει την ικανότητα να εφοδιάζει μόνο το 40o/ο περίπου του συνόλου της αγοράς, γεγονός που, κατά την άποψη του, αποκλείει οποιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική δημιουργίας σημαντικού εξωτερικού εμπορίου στο εγγύς μέλλον.

    Με βάση τις παρατηρήσεις που συνόψισε ανωτέρω, το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι οιοδήποτε επειχείρημα στηριζόμενο στο άρθρο 34 είναι απορριπτέο.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης αρνείται επίσης ότι συντρέχει οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου 30. Οι αρμοδιότητες και δραστηριότητες του Συμβουλίου αφορούν μόνο τους εγκατεστημένους στην Αγγλία και Ουαλία καλλιεργητές και τα προϊόντα τους. Οι εξαγωγείς των άλλων κρατών μελών είναι τελείως ελεύθεροι να διαθέτουν τα μήλα και αχλάδια τους στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παρατηρεί συναφώς ότι το 1972 οι εισαγωγές από τα άλλα κράτη μέλη αυξήθηκαν: κατά 170 ο/ο περίπου για τα μήλα και κατά 120 ο/ο περίπου για τα αχλάδια, αντιπροσωπεύοντας συνεπώς το σημαντικότερο τμήμα κατανάλωσης μήλων και αχλαδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    Το ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 30 καθίσταται σαφές όχι μόνο από λύση που το Δικαστήριο επέλεξε στην υπόθεση Dassonvilk. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η εφαρμογή της απόφασης στην υπόθεση Groenveld, που αφορά τόσο το άρθρο 30, όσο και το άρθρο 34. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στο εγχώριο και εξαγωγικό εμπόριο στον τομέα των μήλων και αχλαδιών, τονίζοντας για μια ακόμη φορά ότι οι δραστηριότητες του αφορούν αποκλειστικά την εθνική παραγωγή. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ζημίας της παραγωγής ή του εμπορίου των άλλων κρατών μελών.

    Τέλος, ισχυρίζεται ότι, μολονότι η χρήση από το Δικαστήριο της έκφρασης «όλες οι εμπορικές ρυθμίσεις» στην υπόθεση Dassonville δεν είναι προφανώς οριστική, πάντως αποτελεί εύλογη ένδειξη της ιδιαίτερης σφαίρας εφαρμογής των άρθρων 30 και 34. Υπό το πρίσμα αυτό, καμία από τις δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω άρθρων, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι «εμπορικές» και το Συμβούλιο δεν διαθέτει εξουσία επιβολής κανόνων.

    Όσον αφορά την επιβάρυνση, το Συμβούλιο Ανάπτυξης, στηριζόμενο στην απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973 στην υπόθεση 2/73, Geddo, ECR 1973, σ. 865, καθώς και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση 177/78, Pigs and Bacon Commission κατά McCarren, EC R 1979, σσ. 2209 και 2210, υποστηρίζει ότι η εν λόγω επιβάρυνση δεν μπορεί να συνιστά «μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος», δοθέντος ότι από τις εν λόγω υποθέσεις προκύπτει ότι οι χρηματικοί φραγμοί στο εμπόριο πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο των άρθρων 12 μέχρι 16 της συνθήκης.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παρατηρεί συναφώς ότι στην υπόθεση Geddo το δικαστήριο έκρινε επίσης ότι εσωτερικός φόρος που πλήττει αποκλειστικά την εθνική παραγωγή και που έχει ως σκοπό τη χρηματοδότηση ταμείου αρωγής της εθνικής παραγωγής δεν συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με εξαγωγικό δασμό.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παραπέμπει επίσης στην απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1981 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 36 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association, Συλλογή 1981, σ. 735, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι μια εθνική φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τους γεωργούς ανάλογα με την αξία ορισμένων γεωργικών προϊόντων δεν συνιστά μέτρο ισοδύναμου με εξαγωγικούς δασμούς αποτελέσματος, αν πλήττει εξίσου, κατά τρόπο συστηματικό, τόσο τα προοριζόμενα προς πώληση στην εγχώρια αγορά προϊόντα, όσο και τα προς εξαγωγή, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί, επομένως, ότι η επιβάρυνση είναι παράνομη μόνο αν επιτρέπει τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων, οι οποίες είναι και οι ίδιες παράνομες. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ποσού που αποφέρει η ετήσια επιβάρυνση διατίθεται για την εμπορική προώθηση και για διαφημιστικά δημοσιεύματα με σκοπό τη διατήρηση και ενδυνάμωση της συνείδησης των καταναλωτών ότι υφίστανται αγγλικά μήλα και αχλάδια, το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι η επιβάρυνση συμβιβάζεται απόλυτα με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου (βλέπε προαναφερθείσα υπόθεση Geddo). Το Συμβούλιο Ανάπτυξης επικαλείται επίσης σχετικά την απόφαση της 26ης Ιουνίου 1979 στην υπόθεση 177/78, Pigs and Bacon Commission κατά McCarren, ECR 1979, σ. 2161, με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε έμμεσα ότι στόχοι που έχουν καθαρά χαρακτήρα προώθησης και για την υλοποίηση των οποίων οι εθνικές αρχές καταφεύγουν στην εν λόγω επιβάρυνση, είναι παραδεκτοί σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, άποψη την οποία υποστήριξε με τις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή και ο γενικός εισαγγελέας (βλέπε σ. 2214). Τέλος, το Συμβούλιο Ανάπτυξης υπογραμμίζει τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της απόφασης της 10ης Ιουλίου 1980 (υπόθεση 152/78, Επιτροπή κατά ΓαΑΑίας, ECR 1980, σ. 2299).

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης διευκρινίζει περαιτέρω ότι δεν διαθέτει εξουσία επιβολής περιορισμών οιουδήποτε είδους ή επηρεασμού με οιονδήποτε τρόπο της ελευθερίας εισαγωγής ή εξαγωγής. Ισχυρίζεται ότι, εφόσον τα άρθρα 30 μέχρι 36 της συνθήκης αναφέρονται σε «μέτρα» (άρθρα 30 και 34) και «απαγορεύσεις» (άρθρο 36), οι έννοιες αυτές δεν είναι δυνατό να καλύπτουν τις δραστηριότητες του. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης είναι απόλυτα ελεύθερο να αποφασίζει για τον τρόπο διάθεσης των χρημάτων του και για την καλύτερη προώθηση των ειδικών τύπων μήλων και αχλαδιών που παράγουν οι καλλιεργητές στην Αγγλία και Ουαλία.

    Τέλος, το Συμβούλιο Ανάπτυξης δεν αντιλαμβάνεται πως είναι δυνατό η ασήμαντη και παρεμπίπτουσα σχέση του με το δημόσιο να καθιστά τις νόμιμες και πραγματικά αξιέπαινες δραστηριότητες των καλλιεργητών — οι οποίες συμβιβάζονται απόλυτα με τους «βασικούς στόχους» της οργάνωσης αγοράς — μέτρο ισοδύναμου με τους περιορισμούς επί των εισαγωγών ή εξαγωγών αποτελέσματος. Είναι αυτονόητο ότι η αγορά μήλων και αχλαδιών αποτελεί έναν ελάχιστο τομέα της οικονομίας.

    Συναφώς, το Συμβούλιο Ανάπτυξης παραπέμπει και στην οδηγία 70/50/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1969, η οποία εξεδόθη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33, παράγραφος 7, περί καταργήσεως των μέτρων ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών αποτελέσματος τα οποία δεν προβλέπονται από άλλες διατάξεις που θεσπίστηκαν δυνάμει της συνθήκης ΕΟΚ (OJ, English Special Edition του 1970 (Ι), σ. 17), και ειδικότερα στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο κ, της οδηγίας. Ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η οδηγία έχει απευθείας εφαρμογή και το Συμβούλιο Ανάπτυξης μπορεί να θεωρηθεί ούτως ειπείν ως «δημόσια αρχή», οι δραστηριότητες του δεν θα συνιστούσαν ενθάρρυνση κατά την έννοια της οδηγίας. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε επαρκής αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ενθάρρυνσης αυτής και της συμπεριφοράς των καταναλωτών.

    Με τις παρατηρήσεις του, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το ουσιαστικό ζήτημα που εγείρει το πρώτο ερώτημα συνίσταται στη νομιμότητα της υποχρεωτικής εισφοράς. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο προβαίνει καταρχάς σε ανάλυση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εισφορά αυτή αντιτίθεται στις συναφείς διατάξεις της συνθήκης, προτού προχωρήσει στην εξέταση των ουσιαστικών ζητημάτων που προκύπτουν από την είσπραξη της σε σχέση με την κοινή οργάνωση της αγοράς.

    Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι η εισφορά δεν είναι αντίθετη προς τα άρθρα 12, 16 ή 95 της συνθήκης ΕΟΚ, ενώ περαιτέρω, στηριζόμενο στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 78/76, Steinike und Weinlig, ECR 1977, σ. 595, θεωρεί ότι η εισφορά πρέπει καταρχήν να θεωρηθεί ως μέρος ενός συστήματος ενισχύσεων, επί των οποίων εφαρμόζονται τα άρθρα 92 μέχρι 94 της συνθήκης' στη συνέχεια, εξετάζοντας λεπτομερέστερα τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης ΕΟΚ, παρατηρεί ότι, όπως προκύπτει σαφώς από την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 74/76, Iannelli & Volpi, ECR 1977, σ. 557, μέτρα φορολογικής φύσης ή μέτρα που προβλέπουν σύστημα ενισχύσεων συνήθως δεν εμπίπτουν σε καμία περίπτωση στα άρθρα 30 ή 34. Το Ηνωμένο Βασίλειο παραπέμπει επίσης στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση Pigs and Bacon Commission κατά McCarrcn, και ειδικότερα στην παρατήρηση του (στη σ. 2209) ότι δεν υπήρξε υπόθεση στην οποία παρόμοιο χρηματικό εμπόδιο στις συναλλαγές όπως η επιβάρυνση να έχει θεωρηθεί ότι είναι αντίθετο προς τα άρθρα 30 ή 34 καθώς και στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Geddo (σσ. 875 μέχρι 879).

    Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να υποστηρίζεται βάσιμα ότι η εισφορά για την οποία πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση ανταποκρίνεται στο κριτήριο που θεσπίστηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Oebel (στη σ. 2009), επ' ευκαιρία της οποίας το Δικαστήριο περιόρισε την εφαρμογή του άρθρου 34 στα «εθνικά μέτρα που έχουν ως ειδικό σκοπό ή αποτέλεσμα τον περιορισμό των ρευμάτων εξαγωγών».

    Από την ανάλυση όχι μόνο των άρθρων 30 και 34, αλλά και όλων των διατάξεων της συνθήκης που θεωρεί συναφείς, το Ηνωμένο Βασίλειο συμπεραίνει ότι προκύπτει σαφώς ότι η νομιμότητα της επίδικης εισφοράς δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή δεν εκφράζει ρητά τις απόψεις της σχετικά με το ερώτημα αν συντρέχει παράβαση των άρθρων 30 μέχρι 34, αλλ' εξετάζει την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 και το συνεπαγόμενο διακριτικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκαλέσει η προώθηση των πωλήσεων αποκλειστικά της εγχώριας παραγωγής αχλαδιών και μήλων.

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η οανική κυβέρνηση δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης. Διευκρινίζει, πάντως, ότι μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου ένα σύστημα, όπως το επίδικο, να μην απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο, είναι ότι το σύστημα αυτό δεν πρέπει να παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

    2. Τα άρθρα 38 μέχρι 47 της συνθήκης ΕΟΚ και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παραπέμπει σε δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στην προαναφερθείσα Pigs and Bacon Commission κατά McCarren, καθώς και στην απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 83/78, Pigs Marketing Board, ECR 1978, σ. 2347, και παρατηρεί ότι το άρθρο 40 της συνθήκης πρέπει να ερμηνευτεί και να εξεταστεί σε συνδυασμό με τον κανονισμό περί κοινής οργανώσεως αγοράς που αφορά την εν λόγω παραγωγή, καθώς και με τις διατάξεις της συνθήκης που αφορούν την κατάργηση των τελωνειακών και εμπορικών φραγμών στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, που πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινής οργάνωσης των αγορών. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης αναφέρεται στην αρχή, σύμφωνα με την οποία, από τη στιγμή που η Κοινότητα θέσπισε, δυνάμει του άρθρου 40 της συνθήκης, ρύθμιση για κοινή οργάνωση των αγορών σε δεδομένο τομέα, τα κράτη μέλη φέρουν την υποχρέωση να μη λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο ικανό να την υπονομεύσει ή να θεσπίσει εξαιρέσεις. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης επικαλείται σχετικά τις προαναφερθείσες υποθέσεις Pigs and Bacon Commission και Pigs Marketing Board. Παραπέμπει επίσης στην απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1979 στην υπόθεση 5/79, Buys και Αοιποί, ECR 1979, σ. 3203, υπογραμμίζοντας ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η ύπαρξη κοινής οργάνωσης των αγορών σε δεδομένο τομέα σαφώς δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα που αφορούν τον τομέα αυτό, υπό τον όρο ότι δεν τίθενται σε κίνδυνο ή δεν διακυβεύονται για το λόγο αυτό οι σκοποί ή οι λειτουργίες της κοινής οργάνωσης.

    Ενόψει της αρχής αυτής, το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί αναγκαίο να εξετάσει τη σύνθεση του, τις εξουσίες και τις δραστηριότητες του υπό το φως των διατάξεων του κανονισμού που καθιερώνει την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών, λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις της συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η εξέταση αυτή επιβεβαιώνει την άποψη ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης και οι δραστηριότητες του συμβιβάζονται απόλυτα με τους οικείους κανόνες κοινοτικού δικαίου.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης αναλύει τα σχετικά σημεία του τροποποιηθέντος κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 και σημειώνει ότι η πρωτοβουλία για την ίδρυση οργάνωσης που έχει ως σκοπό να προωθεί τα προϊόντα που πληρούν κανόνες ποιότητας, να ενθαρρύνει την έρευνα της αγοράς και της κατανάλωσης, καθώς και να συλλέγει και να καθιστά προσιτές τις συναφείς πληροφορίες και στατιστικές, προήλθε από καλλιεργητές της Αγγλίας και Ουαλίας.

    Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Ανάπτυξης συνοψίζει τις δραστηριότητες του, όπως περιλαμβάνονται στο Order του 1980. Στις εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνονται:

    η τυποποίηση των προϊόντων,

    τα διαφημιστικά δημοσιεύματα,

    η βελτίωση της παραγωγής, της διανομής και της εμπορίας (συμπεριλαμβανομένης και της προώθησης συνεταιριστικών οργανώσεων παραγωγών),

    η συλλογή και διάθεση συναφών στατιστικών και άλλων πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον εν λόγω τομέα.

    Επ' αυτού, το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί αναγκαίο να υπογραμμίσει εξαρχής ορισμένα σημεία που αφορούν τη νομική φύση του καταστατικού του, τα οποία έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης είναι κυρίως οργανισμός εμπορικής προώθησης, παροχής συμβουλών, έρευνας και συντονισμού. Δεν επηρεάζει το εμπόριο ή δεν παρεμβαίνει με οιοδήποτε τρόπο στην αγορά μήλων και αχλαδιών ή δεν επιβάλλει στους καλλιεργητές του τομέα αυτού την υποχρέωση να συμμορφώνονται με ορισμένους κανόνες είτε αυτοί αφορούν την παραγωγή, την εμπορία, τη διαμόρφωση των τιμών, τη διανομή είτε οιοδήποτε άλλο θέμα. Κατά συνέπεια, οι καλλιεργητές είναι απολύτως ελεύθεροι έναντι του Συμβουλίου Ανάπτυξης να ασκούν τις επειχειρηματικές δραστηριότητες τους όπως αυτοί νομίζουν καλύτερα. Επιπλέον δε, το Συμβούλιο Ανάπτυξης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο σε θέματα εισαγωγής ή εξαγωγής μήλων και αχλαδιών. Υπό την έννοια αυτή, το Συμβούλιο Ανάπτυξης υποστηρίζει ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει τελείως από τις άλλες υποθέσεις που ήχθησαν ενώπιον του δικαστηρίου, με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά μέτρα δεν συμβιβάζονται προς την κοινή οργάνωση της συγκεκριμένης αγοράς, όπως επί παραδείγματι οι αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 1974 (υπόθεση 190/73, Van Haaster, ECR 1974, σ. 1123), της 22ας Ιανουαρίου 1976 (υπόθεση 60/75, Russo, ECR 1976, σ. 45), της 23ης Ιανουαρίου 1975 (υπό3εση 51/74, Van der Huhn lonen, ECR 1975, σ. 79), της 23ης Ιανουαρίου 1975 (υπόθεση 31/74, Galli, ECR 1975, σ. 47) και της 18ης Μαΐου 1977 (υπόθεση 111/76, Van den Hazel, ECR 1977, σ. 901), καθώς και οι προαναφερθείσες υποθέσεις Buys, Pigs Marketing Board και Pigs and Bacon Commission.

    Στις υπο3έσεις αυτές, τα προσβαλλόμενα εθνικά μέτρα ενέπιπταν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

    α)

    μέτρα συνεπαγόμενα ποσόστωση για προϊόν υποκείμενο στην κοινή οργάνωση αγοράς·

    6)

    μέτρα απαγορεύοντα στον παραγωγό την εμπορία, εκτός αν μεσολαβεί ειδικός οργανισμός·

    γ)

    μέτρα περιορίζοντα με άλλους τρόπους το δικαίωμα των παραγωγών να εμπορεύονται ελεύθερα·

    δ)

    μέτρα παρεμποδίζοντα το μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών των προϊόντων που υπόκεινται στην κοινή οργάνωση ·

    ε)

    πριμοδότηση των εξαγωγών.

    Οι σημαντικοί περιορισμοί στις εξουσίες του Συμβουλίου Ανάπτυξης, όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, αρκούν από μόνοι τους για να αντικρούσουν οιονδήποτε ισχυρισμό ότι οι δραστηριότητες του Συμβουλίου δεν συμβιβάζονται προς την κοινή οργάνωση ή ότι προσβάλλουν τις διατάξεις της συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Επιπλέον, από μια λεπτομερή εξέταση των εξουσιών και δραστηριοτήτων του Συμβουλίου Ανάπτυξης προκύπτει ότι οι τελευταίες συμβιβάζονται απόλυτα με την κοινή οργάνωση αγοράς. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων στην κύρια δίκη ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης ή οι λειτουργίες του υπονομεύουν ή θέτουν σε κίνδυνο την κοινή οργάνωση αγοράς ή θεσπίζουν εξαιρέσεις από αυτήν.

    Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Ανάπτυξης, συγκρίνοντας τους «βασικούς στόχους» του τροποποιηθέντος κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 με τις δικές του δραστηριότητες, παρατηρεί τα ακόλουθα:

    Όσον αφορά την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης

    Κατά το Συμβούλιο Ανάπτυξης, ορισμένες από τις λειτουργίες του αφορούν την προσφορά και τη ζήτηση. Καμία από αυτές και με κανένα τρόπο δεν έρχεται σε σύγκρουση με τους κοινοτικούς στόχους' είναι μάλλον συμπληρωματικές τους. Επιπλέον, κανένα από τα μέτρα, που έλαβε το Συμβούλιο Ανάπτυξης σχετικά με τα εν λόγω θέματα, δεν παρεμποδίζει ή είναι δυνατόν να παρεμποδίσει με οιονδήποτε τρόπο τη λειτουργία του κοινοτικού μηχανισμού στον τομέα αυτό. Στην πραγματικότητα, οι συμβουλευτικές δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης προάγουν, στο μέτρο που υποβοηθούν την αύξηση της αποτελεσματικότητας στην παραγωγή και εμπορία και την εξασφάλιση της προτίμησης του καταναλωτικού κοινού, το κοινοτικό συμφέρον.

    Όσον αφορά τις οίκαιες τιμές για τον καταναλωτή και τη βελτίωση της αποδοτικότητας της παραγωγής

    Κατά την άποψη του Συμβουλίου Ανάπτυξης, καμία ενέργεια του δεν συνεπάγεται οποιοδήποτε άμεσο αποτέλεσμα επί των τιμών ή επί της αποδοτικότητας της παραγωγής. Το μόνο πιθανό αποτέλεσμα μπορεί να είναι έμμεσο, στο μέτρο που το Συμβούλιο Ανάπτυξης επιδιώκει με τις διαφημιστικής φύσης δραστηριότητες του την αύξηση της ζήτησης. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης φέρει τη ρητή υποχρέωση της βελτίωσης και διεύρυνσης των υπηρεσιών που ο εν λόγω τομέας προσφέρει στο καταναλωτικό κοινό, καθώς και την υποχρέωση να επιτρέπει στον εν λόγω τομέα να παρέχει οικονομική εξυπηρέτηση, πράγμα που γίνεται. Όλα αυτά τα θέματα συμβιβάζονται τελείως με τους «βασικούς στόχους» της κοινής οργάνωσης της αγοράς και προάγουν το κοινοτικό συμφέρον.

    Όσον αφορά την προώθηση της εξειδίκευσης avo εσωτερικό της Κοινότητας

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παρατηρεί ότι οι βασικές ποικιλίες μήλων και αχλαδ jv στο Ηνωμένο Βασίλειο διακρίνονται εταξύ τους από την ποιότητα και τη γει τους. Προς το συμφέρον του καταναλωτικού κοινού απ' άκρου σ' άκρο της Κοινότητας, οι εν λόγω ποικιλίες πρέπει να επιβιώσουν εμπορικά και πολλές από τις δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης που αφορούν την παροχή συμβουλών και την εμπορική προώθηση επιδιώκουν την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού.

    Σε απάντηση των ερωτήσεων που έθεσε το Δικαστήριο, το Συμβούλιο Ανάπτυξης διευκρίνισε ότι οι διαφημιστικές εκστρατείες προώθησης («Friends of the Cox» και «The Bramley Queen Contest») είχαν ελάχιστη σημασία στο πλαίσιο των γενικών δραστηριοτήτων του Συμβουλίου Ανάπτυξης για εμπορική προώθηση. Κατά κανόνα, η διαφήμιση του Συμβουλίου Ανάπτυξης έχει γενικό χαρακτήρα.

    Όσον αφορά τη θέσπιση κοινών κανόνων

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης επικαλείται συναφώς την προμνησθείσα απόφαση στην υπόθεση Vriend, με την οποία το Δικαστήριο έκανε έμμεσα δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα εθνικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ενός προϊόντος επιδιώκουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό με εκείνον του κανονισμού για την κοινή οργάνωση αγοράς στον οικείο τομέα. Περαιτέρω, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης Vriend διαφέρουν από εκείνα του Συμβουλίου Ανάπτυξης, το οποίο δεν διαθέτει εξουσία θέσπισης υποχρεωτικών κανόνων δικαίου, αλλά μπορεί μόνο να την ενθαρρύνει.

    Η κατά την παράγραφο 3 του παραρτήματος 1 της απόφασης του 1980 λειτουργία συνίσταται στη βελτίωση της παραγωγής και εμπορίας τυποποιημένων προϊόντων. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παραδέχεται ότι οι καλλιεργητές πρέπει να έχουν κατά νου τη σημασία της διατήρησης των κανόνων ποιότητας, προκειμένου να εξασφαλίζουν στα παραγόμενα στην Αγγλία και Ουαλία μήλα και αχλάδια που διατίθενται προς πώληση τη δυνατότητα σύγκρισης τους από άποψη ποιότητας, παρουσίασης και συσκευσίας με τα εισαγόμενα φρούτα. Στην παράγραφο 7 της έκθεσης του Συμβουλίου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος που έληξε στις 31 Μαρτίου 1980, περιγράφονται ορισμένα από τα μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο Ανάπτυξης, συμβάλλοντας στο θέμα αυτό. Μια από τις μνημονευόμενες στην εν λόγω παράγραφο πρωτοβουλίες συνίσταται στη συγκρότηση, τα Μάιο του 1979, ομάδας πληροφοριών αποτελούμενης από καλλιεργητές και άλλους εκπροσώπους συμφερόντων στον εν λόγω τομέα. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης αναφέρει σχετικά ότι ένα από τα καθήκοντα της εν λόγω ομάδας είναι η αποθάρρυνση των καλλιεργητών να θέτουν σε εμπορία άγουρα φρούτα και παρατηρεί ότι οι κοινοτικοί κανονισμοί, οι οποίοι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, προβλέπουν αύξηση των συνήθων ελάχιστων κοινοτικών μεγεθών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη κάθε περιόδου εμπορίας. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών μπορούν να αποδεχθούν ή όχι την εν λόγω παρέκκλιση, επιπλέον δε είναι ελεύθερες να παρατείνουν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο για τις περιοχές τους στο εσωτερικό της Κοινότητας. Όσον αφορά τις ποικιλίες που δεν εμπίπτουν στους εν λόγω κανονισμούς ΕΟΚ, η ομάδα πληροφοριών συνιστά ελάχιστα μεγέθη για τα ίδια διαστήματα, ενώ για εξαιρετικές περιστάσεις συνιστά, όταν πρόκειται για ποικιλία που ρυθμίζεται από τους κανονισμούς ΕΟΚ, παράταση των χρονικών διαστημάτων παρέκκλισης που καθορίζει ο εν λόγω κανονισμός όταν οι επιτόπιες συνθήκες καθιστούν το μέτρο αυτό επιθυμητό. Οι συστάσεις αυτές θεμελιώνονται στις ίδιες αρχές των κοινοτικών κανονισμών, στο μέτρο που αυξάνουν τα ελάχιστα μεγέθη, σε καμία όμως περίπτωση δεν συγκρούονται ή δεν επικαλύπτουν καν την κοινοτική σφαίρα εφαρμογής. Οι συστάσεις δεν έχουν υποχρεωτική ισχύ και, προβαίνοντας σ' αυτές, η ομάδα δράττεται της ευκαιρίας για να υπενθυμίσει στους καλλιεργητές τους κοινοτικούς κανονισμούς που αφορούν τα ελάχιστα μεγέθη.

    Όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικών αναγνώρισης, την καταχώριση των εμπορικών σημάτων των αναγνωρισμένων προϊόντων και τα καθήκοντα των δικαιούχων των σημάτων αυτών, το Συμβούλιο Ανάπτυξης υπογραμμίζει ότι, αν και με το ονομαζόμενο «Kingdom Scheme» διαθέτει την εξουσία αναγνώρισης εμπορικών σημάτων, δεν άσκησε καμία από τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες. Η εξουσία που διαθέτει σχετικά με τα εμπορικά σήματα είναι αδύνατο να θέτει σε κίνδυνο ή να υπονομεύει την εν λόγω κοινή οργάνωση ή να παρεμποδίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Αυτό θα ήταν δυνατό μόνο αν το Συμβούλιο Ανάπτυξης ασκούσε τα εν λόγω δικαιώματα κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο, στην παρούσα όμως υπόθεση δεν τίθεται παρόμοιο θέμα.

    Όσον αφορά την εμπορική προώ&ηοη και τψ οργάνωση της αγοράς

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι είναι αβάσιμος οποιοσδήποτε ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο οι εν λόγω δραστηριότητες είναι δυνατό να υπονομεύσουν, να θεσπίσουν παρεκκλίσεις από ή να θέσουν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο σε κίνδυνο την κοινή οργάνωση των αγορών στον εν λόγω τομέα. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 σιωπά όσον αφορά τα διαφημιστικά δημοσιεύματα, παρόλον ότι, στο βαθμό που ενθαρρύνει την ίδρυση οργανώσεων παραγωγών, επιδοκιμάζει έμμεσα τις δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται οι εν λόγω οργανώσεις και έχουν χαρακτήρα προώθησης. Περαιτέρω, οι δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του «θεμιτού ανταγωνισμού» και της «εξειδίκευσης» που περιλαμβάνονται στον πίνακα των στόχων του εν λόγω κανονισμού.

    Εξάλλου, σε άλλα κράτη μέλη υπάρχουν επιχορηγούμενες από το κράτος οργανώσεις που διενεργούν διαφημιστικές εκστρατείες στο εξωτερικό, για την προώθηση των φρούτων που παράγονται στη χώρα τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης υποστηρίζει ότι η υποχρέωση των καλλιεργητών να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του με κανένα τρόπο δεν έρχεται σε σύγκρουση ούτε θίγει την κοινή οργάνωση και δεν είναι δυνατό να παραβιάζει ούτε το άρθρο 30 ούτε το άρθρο 34 της συνθήκης. Λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, είναι αδύνατο να διανοηθεί κανείς πως η υποχρέωση αυτή μπορεί να συνεπάγεται, πραγματικά ή δυνητικά, αποτέλεσμα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς είτε επί των εισαγωγών είτε επί των εξαγωγών περιορισμούς. Στην υπόθεση Pigs Marketing Board, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση εγγραφής ήταν παράνομη, επειδή αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα ενός εθνικού συστήματος εμπορίας το οποίο ήταν προφανώς ασυμβίβαστο προς τους κοινοτικούς κανόνες, στο μέτρο που προοριζόταν να κατευθύνει όλο το εμπόριο ενός προϊόντος μέσω ενός εθνικού οργανισμού.

    Όσον αφορά την απόφαση στην προαναφερθείσα υπόθεση Vriend, το Συμβούλιο Ανάπτυξης ισχυρίζεται ότι, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, στην περίπτωση εκείνη η υποχρέωση εγγραφής ήταν τέτοιας φύσης, ώστε στους εμπόρους που παρέλειπαν να εγγραφούν και που δεν ήταν παραγωγοί, απαγορευόταν να συνάπτουν εμπορικές πράξεις οιασδήποτε μορφής Kat ότι η υποχρεωτική εγγραφή ως μέλους σε επίσημο οργανισμό επιτήρησης συνεπαγόταν για τα μέλη του την υποχρέωση να συμμορφώνονται με τους κανόνες και τις γενικές οδηγίες που εξέδιδε ο εν λόγω οργανισμός. Επιπλέον, στην υπόθεση Vriend οι οικείοι κανόνες αναγνώριζαν στους εγγεγραμμένους παραγωγούς μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι καλλιεργητές είναι ελεύθεροι να ασκούν τις εμπορικές τους δραστηριότητες όπως αυτοί αρέσκονται και η υποχρέωση εγγραφής σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει την ποσότητα μήλων και αχλαδιών που διατίθενται στην αγορά.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης δηλώνει ότι υπό τις περιστάσεις αυτές η υποχρέωση εγγραφής πρέπει να θεωρηθεί ως απλό διοικητικό μέτρο που συνδέεται με την καταβολή της ετήσιας επιβάρυνσης και την πραγματοποίηση εσόδων. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι, αν οι άλλες δραστηριότητες του δεν είναι ασυμβίβαστες προς το κοινοτικό δίκαιο, κατά παρόμοιο τρόπο και η υποχρέωση εγγραφής δεν είναι ασυμβίβαστη προς αυτό.

    Τέλος, το Συμβούλιο Ανάπτυξης υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την παρέκκλιση από τα εθνικά μέτρα που προβλέπεται για τους καλλιεργητές που κατέχουν λιγότερο από δύο εκτάρια έκταση γης ή γη φυτευμένη με λιγότερο από πενήντα μηλιές ή αχλαδιές, η παρέκκλιση αυτή συνάδει προς την κοινή λογική, τη χρηστή διοίκηση και προς την αρχή της αναλογικότητας και δεν μπορεί να συνιστά διάκριση, έτσι ώστε να προσβάλλει το άρθρο 40, παράγραφος 3, ή οιαδήποτε άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Στην πραγματικότητα, οι παραγωγοί που εξαιρούνται δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως καλλιεργητές με την ιδιότητα του εμπόρου. Η εν λόγω παρέκκλιση δεν συνιστά ασφαλώς παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που περιέχει το άρθρο 40, παράγραφος 3, που εφαρμόζεται, όπως το Δικαστήριο τόνισε στην υπόθεση Holdijk, στους στόχους που επιδιώκει η εν λόγω κοινή οργάνωση των αγορών. Με την απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1980 (υπόθεση 76/80, Schneider-Import, ECR 1980, σ. 3469), αναγνωρίζονται υπέρ ορισμένων μικροπαραγωγών κάποια πλεονεκτήματα.

    Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι η ίδια η ύπαρξη της κοινής οργάνωσης αγοράς δεν αποκλείει ipso facto όλα τα εθνικά μέτρα που αφορούν τα εν λόγω γεωργικά προϊόντα. Παραπέμπει συναφώς στην απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1977 στην υπόθεση 50/76, Amsterdam Bulb, ECR 1977, σ. 137, καθώς και στην απόφαση στην προαναφερθείσα υπόθεση Holdijk.

    Όσον αφορά τις προαναφερθείσες υποθέσεις Pigs and Bacon Commission και Buys, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι ένα εθνικό μέτρο είναι ασυμβίβαστο προς την κοινή οργάνωση των αγορών, όταν την υπονομεύει ή θεσπίζει παρεκκλίσεις από αυτήν ή θέτει σε κίνδυνο τους σκοπούς και τη λειτουργία της.

    Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, το ουσιώδες ζήτημα είναι αν η υποχρεωτική εθνική φορολογική επιβάρυνση, που προορίζεται να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες προώθησης μήλων και αχλαδιών, έρχεται κατά τόσο προφανή τρόπο σε αντίθεση με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72, ώστε οι ιδιώτες να έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν το ασυμβίβαστο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    Σχετικά, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης δεν έχει εξουσία να θεσπίζει, αλλά και δεν θεσπίζει, δεσμευτική ρύθμιση σχετικά με τους κοινούς κανόνες ποιότητας, ότι δεν διαθέτει εξουσία σε σχέση με τις οργανώσεις των παραγωγών και ότι με κανένα τρόπο δεν επηρεάζει την ίδρυση ή της δραστηριότητες τους και ότι επίσης καμία από τις δραστηριότητες του Συμβουλίου δεν παραβιάζει το μηχανισμό παρέμβασης και διαμόρφωσης των τιμών που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72.

    Όσον αφορά τα άρθρα 92 και 93 της συνθήκης που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παραπέμπει στην προαναφερθείσα υπόθεση Pigs and Bacon Commission, σύμφωνα με την οποία, κατά την άποψη της, δεν σημαίνει ότι όλες οι κρατικές ενισχύσεις είναι μη νόμιμες, αλλ' ότι η ενίσχυση, εκτός του ότι υπάγεται στα άρθρα 92 μέχρι 94, πρέπει από τη φύση της να μην είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή οργάνωση αγοράς. Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη εισφορά δεν είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή οργάνωση. Πάντως, με βάση την προαναφερθείσα υπόθεση Stanike, η εισφορά εξακολουθεί να υπόκειται στην εξέταση της Επιτροπής, κατά το άρθρο 93 της συνθήκης.

    Κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, η εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω κανονισμού δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίδικη εισφορά είναι ασυμβίβαστη προς τους ειδικούς μηχανισμούς του κανονισμού. Περαιτέρω, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμία αρχή κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία η εισφορά που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση διαφημιστικών και συναφών δραστηριοτήτων είναι από τη φύση της ασυμβίβαστη προς τον εν λόγω κανονισμό. Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Geddo, καθώς και στην υπόθεση Pigs and Bacon Commission, που προαναφέρθηκαν. Εν συμπεράσματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν συντρέχει α priori λόγος για τον οποίο φορολογική επιβάρυνση όπως η επίδικη, να είναι αντίθετη προς τις αρχές της κοινής οργάνωσης των αγορών.

    Ενώ, λοιπόν, το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχεται απόλυτα ότι η θεμελιώδης αρχή στην οποία στηρίζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 είναι η ελευθερία του εμπορίου και των εμπορικών συναλλαγών, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού αυτού, δεν θεωρεί ότι η επίδικη εισφορά θέτει σε κίνδυνο την εν λόγω αρχή.

    Όσον αφορά την υποχρέωση των καλλιεργητών να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του Συμβουλίου Ανάπτυξης, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι η εγγραφή αυτή καθαυτή δεν είναι δυνατό να εγείρει αντιρρήσεις, υπό τον όρο ότι η εισφορά συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο. Καθ' όμοιο τρόπο, δεν μπορεί να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο τρόπος είσπραξης της εισφοράς είναι δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η όανική κνβερνηοη δηλώνει ότι η παρούσα υπόθεση αφορά κατά κύριο λόγο το ερώτημα αν οι εθνικές διατάξεις με τις οποίες ιδρύεται οργανισμός, όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης, συμβιβάζονται με την κοινή γεωργική πολιτική. Θεωρεί ότι σκοπός του Συμβουλίου Ανάπτυξης φαίνεται να είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας του τομέα στο σύνολο του και παρατηρεί ότι για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται μέχρι ποιο σημείο οι εθνικές διατάξεις που αφορούν τα γεωργικά προϊόντα, για τα οποία υφίσταται κοινή οργάνωση αγοράς, επιτρέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Συνοψίζει σχετικά τις αρχές που καθιέρωσε με τη νομολογία του το Δικαστήριο, όπως παραδείγματος χάρη με τις αποφάσεις του στις υποθέσεις Van der Hülst's Zonen, Pigs Marketing Board και Irish Creamery, που προαναφέρθηκαν.

    Από την ανάλυση της νομολογίας αυτής, η δανική κυβέρνηση συμπεραίνει ότι, από τη στιγμή που η κοινή οργάνωση αγοράς θεσπίζεται για ορισμένο προϊόν, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη οιουδήποτε μέτρου, το οποίο θα μπορούσε να παρεκκλίνει από την κοινή οργάνωση ή να την επηρεάσει. Εξάλλου, η ύπαρξη κοινής οργάνωσης αγοράς δεν αποκλείει όλα τα εθνικά μέτρα. Τα κράτη μέλη, λοιπόν, είναι υποχρεωμένα να θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις εφαρμογής των κοινών κανόνων, όπως για παράδειγμα διατάξεις που επιβάλλουν κυρώσεις, διαδικαστικούς κανόνες, καθώς και διατάξεις ελέγχου. Ακόμη και στην περισσότερο περιορισμένη σφαίρα των μέτρων που ρυθμίζουν την αγορά αυτή καθαυτή, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένες εξουσίες. Η έκταση των συμπληρωματικών αυτών εξουσιών εξαρτάται από την εκτίμηση τόσο των ρητών διατάξεων της κοινής οργάνωσης της αγοράς, όσο και των στόχων της.

    Τέλος, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν φόρους και δασμούς, πάντοτε όμως στα όρια που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα υπό τον όρο ότι οι φόροι και οι δασμοί αυτοί δεν πρέπει να παρεμποδίζουν τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης των αγορών.

    Στη συνέχεια, η δανική κυβέρνηση παραπέμπει στις υπόλοιπες βασικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 και σημειώνει ότι ο κανονισμός περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τη χορήγηση ενισχύσεων για την ίδρυση οργανώσεων παραγωγών με σκοπό τη σταθεροποίηση της θέσης των παραγωγών μέσω μιας συγκέντρωσης της προσφοράς και διαμόρφωσης των τιμών στο στάδιο της παραγωγής.

    Η Κοινότητα θεωρεί ότι, όσον αφορά ειδικά την αγορά στον τομέα των οπωροκηπευτικών, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η θέση των παραγωγών.

    Η δανική κυβέρνηση αναφέρεται στην προαναφερθείσα υπόθεση Van der Hulst's Zonen και τονίζει ότι η οικεία οργάνωση αγοράς δεν αναφέρει τίποτε θετικό ή αρνητικό σχετικά με το αν συμβιβάζονται ή μη εθνικές ρυθμίσεις, ισχύουσες ή μελλοντικές, προς την κοινή οργάνωση. Αυτό ισχύει και για την οργάνωση της αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών.

    Η δανική κυβέρνηση θεωρεί ότι τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με το Συμβούλιο Ανάπτυξης συμβιβάζονται με το στόχο της κοινής οργάνωσης αγορών και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεση της, δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ότι τα επίδικα μέτρα περιορίζουν την παραγωγή ή το δικαίωμα των παραγωγών να διαθέτουν τα προϊόντα τους ελεύθερα στο εμπόριο. Τα μέτρα δεν θίγουν τους κανόνες της οργάνωσης αγοράς, ούτε τις διατάξεις της συνθήκης για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, καθώς και με τις τρίτες χώρες.

    Τέλος, είναι αβάσιμο να υποστηρίζεται ότι οποιοδήποτε άλλο σημείο των εθνικών μέτρων στην παρούσα υπόθεση συνεπάγεται διακριτική μεταχείριση, αντίθετη προς τις αρχές που θέτει η συνθήκη.

    Όσον αφορά την επιβολή της επιβάρυνσης, η δανική κυβέρνηση θεωρεί ότι, ελλείψει οιωνδήποτε συναφών διατάξεων, δεν είναι αντίθετη προς τις σχετικές με την κοινή οργάνωση αγοράς διατάξεις. Είναι ορθό τα έξοδα χρηματοδότησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης να κατανέμονται ισομερώς μεταξύ των ενδιαφερόμενων καλλιεργητών, οι οποίοι αποκομίζουν όφελος από αυτόν.

    Υποτίθεται ότι η επιβάρυνση δεν είναι τόσο επαχθής, ώστε να θίγει τη λειτουργία της οργάνωσης της αγοράς, στην οποία περιλαμβάνεται και το σύστημα τιμών της.

    Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει αν εθνικό μέτρο παράγει πράγματι αποτελέσματα που παρεμποδίζουν τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς.

    Η Επιτροπή παρατηρεί εξάλλου ότι, αν η προώθηση των πωλήσεων στην οποία επιδίδεται το Συμβούλιο Ανάπτυξης αφορούσε γενικά τα μήλα και αχλάδια, δεν θα διατύπωνε καμία αντίρρηση τόσο όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο γενικά, όσο και την κοινή οργάνωση αγοράς ειδικότερα. Πάντως, το Συμβούλιο Ανάπτυξης επιδίδεται αποκλειστικά σε δραστηριότητες προώθησης των πωλήσεων για τα παραγόμενα στην Αγγλία και Ουαλία μήλα και αχλάδια γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της συμμετοχής του στην αγορά εις βάρος των ανταγωνιστικών προϊόντων που προέρχονται από τα λοιπά κράτη μέλη. Πράγματι, από την έκθεση λογαριασμών του Συμβουλίου Ανάπτυξης για το οικονομικό έτος 1981 προκύπτει σαφώς ότι σκοπός της διαφημιστικής εκστρατείας προώθησης «είναι η επανάκτηση, προς όφελος των καλλιεργητών, του δίκαιου τμήματος της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου που τους ανήκει». Η Επιτροπή, λοιπόν, θεωρεί ότι η διαφημιστική εκστρατεία φαίνεται να προσανατολίζεται συγκεκριμένα σε ορισμένες ποικιλίες μήλων και αχλαδιών εις βάρος των λοιπών.

    Η Επιτροπή δεν επιθυμεί να διατυπώσει οριστικές θέσεις στο παρόν στάδιο σχετικά με το αν συμβιβάζεται η εν λόγω διαφημιστική εκστρατεία με την κοινή οργάνωση αγοράς και υπενθυμίζει τις δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου στις προαναφερθείσες υποθέσεις Geddo και Van der Hulst's Zonen. Αν η αναγνώριση από το Δικαστήριο αφορά τις διαφημιστικές εκστρατείες, όπως πιστεύει η Επιτροπή, τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι στο σημείο αυτό η δεύτερη υπόθεση ανατρέπει την υπόθεση Geddo, στο μέτρο που το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές διατάξεις έρχονται σε σύγκρουση με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων «όταν το προερχόμενο από την επιβάρυνση ποσό προορίζεται να δέσει την εθνική παραγωγή σε πλεονεκτικότερη θέση». Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης και στην προαναφερθείσα υπόθεση Pigs atici Bacon Commission, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η εισφορά χρησιμοποιείται για σκοπούς ασυμβίβαστους προς την κοινή οργάνωση αγοράς, είναι και η ίδια ασυμβίβαστη προς αυτήν, καθώς και στην υπόθεση Irish Creamery, που επίσης προαναφέρθηκε και που η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν έχει απόλυτη σχέση με την παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι αφορούσε επιβάρυνση που απορροφούσε ο γενικός προϋπολογισμός του κράτους και συνεπώς δεν προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί έτσι, ώστε να θίγεται καθ' οιονδήποτε τρόπο η λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς.

    Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι, ακόμα και μετά την εξέταση της συναφούς νομολογίας, δεν είναι σε θέση να διατυπώσει άποψη ως προς το αν διαφημιστική εκστρατεία όπως η υπό εξέταση συμβιβάζεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72. Αν η εκστρατεία είναι ασυμβίβαστη], τότε και η εισφορά είναι ασυμβίβαστη, στο μέτρο που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας.

    Όσον αφορά την επίδραση που το Συμβούλιο Ανάπτυξης ασκεί επί της ποιότητας των παραγόμενων στο Ηνωμένο Βασίλειο μήλων και αχλαδιών, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτή είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών. Τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν εκτεταμένες εξουσίες για να παρεκκλίνουν από τους κανόνες ποιότητας που ορίζει η Κοινότητα.

    Πράγματι, τα κράτη μέλη διαθέτουν κάποια διακριτική εξουσία, όπως προκύπτει από την έκφραση ότι «οι καρποί πρέπει να παρουσιάζουν ανάπτυξη και ωριμότητα τέτοια ώστε να μπορούν να αντέχουν τη μεταφορά και τη μεταχείριση, εξασφαλίζοντας την άφιξη τους σε ικανοποιητική κατάσταση στον τόπο προορισμού» (όπως διατυπώνεται στο παράρτημα ΙΙ.Α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1641/71 της Επιτροπής, της 27. 7. 1971, περί καθορισμού των κανόνων ποιότητας για τα επιτραπέζια μήλα και αχλάδια (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 8).

    Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν κοινοτικός κανονισμός προβλέπει παρέκκλιση από τους κοινοτικούς κανόνες ποιότητας, μπορεί να παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μην εφαρμόζουν την εν λόγω παρέκκλιση (βλέπε άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1677/82, ΕΕ L 186, 1982, σ. 11). Πάντως, το μέτρο αυτό πρέπει να περιβληθεί τον τύπο επίσημης απόφασης του κράτους μέλους και να μη συνίσταται σε απλό διοικητικό μέτρο που θεσπίζει κάποια οργάνωση, όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης.

    Κατά την Επιτροπή, από την ετήσια έκθεση του για το 1981 προκύπτει ότι το Συμβούλιο ασκεί επιρροή επί των καλλιεργητών με σκοπό να τους ωθήσει να συμμορφώνονται προς κανόνες ποιότητας που δεν είναι κατ' ανάγκη κοινοτικοί. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω «συστάσεων», οι οποίες φαίνεται να είναι περισσότερο υποχρεωτικές απ' όσο αφήνει να εννοηθεί η συνήθης σημασία του όρου, δεδομένου ότι στην έκθεση αναφέρεται ότι «είναι σπάνιο καλλιεργητής να εμπορεύεται εκ νέου τα φρούτα αφότου του επεστήθη η προσοχή σχετικά με την εκτροπή» και ότι τα ονόματα χονδρεμπόρων που εφοδιάζουν επανειλημμένα με φρούτα «μικρότερου από το οριζόμενο με τους κανόνες μεγέθους» γνωστοποιούνται στο National Federation of Fruit and Potato Traders.

    Επιπλέον, το Συμβούλιο Ανάπτυξης δεν περιλαμβάνεται στις αρχές εκείνες που το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε στην Επιτροπή ότι είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των κανόνων ποιότητας κατά το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού και παρατηρεί ότι, αν το Συμβούλιο Ανάπτυξης παρακινεί ή επιδιώκει να παρακινήσει τους παραγωγούς να συμμορφώνονται με κανόνες ποιότητας διαφορετικούς από εκείνους που καθορίζουν οι κοινοτικοί κανονισμοί, αυτό μπορεί να υπονομεύσει τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης της αγοράς. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η εισφορά εφαρμόζεται για παρόμοιους σκοπούς, είναι επίσης ασυμβίβαστη προς την κοινή οργάνωση αγοράς.

    Όσον αφορά την απαλλαγή από την εισφορά και την προϋπόθεση εγγραφής στα οικεία βιβλία, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι ασυμβίβαστα προς το άρθρο 40, παράγραφος 3, της συνθήκης. Είναι σαφώς θεμιτό να εξαιρούνται από τους όρους αυτούς οι παραγωγοί που δεν εμπλέκονται στην εμπορική παραγωγή, καθώς και εκείνοι που παράγουν μικρές ποσότητες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο όρος της εγγραφής στα οικεία βιβλία έχει σχεδόν παρεμπίπτοντα χαρακτήρα στην είσπραξη της εισφοράς, έστω κι αν η μη συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή συνιστά ειδικό ποινικό αδίκημα κατά το αγγλικό δίκαιο. Στην υπό κρίση υπόθεση, η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό της δυνατότητας των καλλιεργητών να έχουν πρόσβαση στην αγορά. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Vriend που προαναφέρθηκε είναι άσχετη, δεδομένου ότι στην υπόθεση αυτή, κατά την Επιτροπή, ο όρος της συμμετοχής συνιστούσε περιορισμό της εμπορίας. 'Αρα, η νομιμότητα της υποχρέωσης συμμετοχής εξαρτάται από τη νομιμότητα της εισφοράς.

    3. Τα άρθρα 92 μέχρι 94 της συνθήκης

    Όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 92 μέχρι 94, που αφορούν τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, το Σνμβούλιο Ανάπτυξης παρατηρεί ότι το θέμα πρέπει να εξεταστεί, μολονότι δεν το ήγειραν οι εναγόμενοι στην κύρια δίκη, υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας απόφασης στην υπόθεση Steinike und Weinlig.

    Παρόλον ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Pigs and Bacon Commission, τα άρθρα 92 μέχρι 94 εφαρμόζονται στην κοινή οργάνωση αγοράς (βλέπε άρθρο 31 του κανονισμού 1035/72), «δεν μπορούν να υπερισχύουν των διατάξεων του κανονισμού για την οργάνωση του εν λόγω τομέα της αγοράς». Κατά την άποψη του Συμβουλίου Ανάπτυξης, πρέπει να υπερισχύουν ο οικείος κανονισμός και οι διατάξεις της συνθήκης σχετικά με τους εμπορικούς φραγμούς στην ελευθερία των συναλλαγών.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης τονίζει ότι, ακόμη και αν η ετήσια επιβάρυνση μπορούσε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση (πράγμα το οποίο δεν δέχεται), αρκεί να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή ετηρείτο ανέκαθεν ενήμερη από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για την ύπαρξη και τις λειτουργίες του Συμβουλίου Ανάπτυξης, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο το τελευταίο διεκπεραιώνει τα καθήκοντα του, ενώ η Επιτροπή δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση.

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παρατηρεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα υπόθεση Steinike und Weinlig, το αν συμβιβάζεται η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης με τη συνθήκη είναι θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Επιτροπής (ή στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μετά από προσφυγή) και δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων.

    Με τις παρατηρήσεις του, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 αποτελεί εφαρμογή των άρθρων 92 μέχρι 94 της συνθήκης και εμμένει στο ότι το αποτέλεσμα του άρθρου 31 πρέπει να εξεταστεί υπό το φως της προαναφερθείσας απόφασης στην υπόθεση Pigs and Bacon Commission.

    Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πριμοδότηση της εξαγωγής είναι από τη φύση της ασυμβίβαστη προς τις αρχές της κοινής οργάνωσης αγοράς. Πάντως, θα ήταν εντελώς αντίθετο προς την εν λόγω αρχή να υποστηριχθεί ότι όλες οι κρατικές ενισχύσεις αποκλείονται για το απλό γεγονός και μόνο της ύπαρξης κοινής οργάνωσης αγοράς. Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, η απόφαση Pigs and Bacon Commission συνεπάγεται όχι ότι αποκλείονται όλες οι κρατικές ενισχύσεις, αλλ' ότι διασφαλίζεται ότι η ενίσχυση αυτή, εκτός του ότι υπόκειται στη ρύθμιση των άρθρων 92 μέχρι 94, πρέπει από τη φύση της να μην είναι ασυμβίβαστη με την κοινή οργάνωση αγοράς.

    Όπως προκύπτει από τις άλλες παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, η επίδικη εισφορά δεν είναι ασυμβίβαστη προς τον κανονισμό (ΕΟΚ.) 1035/72. Πάντως, με βάση την απόφαση στην υπόθεση Steinike mid Wein/ig, η επιβάρυνση υπόκειται στην εξέταση της Επιτροπής, κατά το άρθρο 93 της συνθήκης. Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή είναι απόλυτα ενήμερη των λειτουργιών και της χρηματοδότησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης.

    Απαντώντας στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, το Ηνωμένο Βασίλειο παραπέμπει στην απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982 στην υπόθεση 249/81, Επιτροπή κατά Ιρλανοίας, Συλλογή 1982 (υπόθεση «Buy Irish»), και τονίζει ότι η παρούσα δίκη αφορά ενίσχυση για τη γεωργία και σε παρόμοιες περιπτώσεις η Επιτροπή συχνά υποστήριξε την άποψη ότι η ενίσχυση δεν είναι ασυμβίβαστη ούτε με τη συνθήκη ούτε με τους προς εκτέλεση της θεσπισθέντες κανονισμούς. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι αν, αντί της πολύπλοκης διαδικασίας εξέτασης κατά τα άρθρα 92 και 93, εφαρμοζόταν η άκαμπτη διαδικασία («the blunt instrument») του άρθρου 30, τότε θα ανέκυπταν σοβαρά προβλήματα.

    Η εφαρμογή του άρθρου 30 καταργεί τα άρθρα 92 και 94, γεγονός που οδηγεί όχι μόνο σε σημαντική διαφορά ουσίας, αλλ επίσης και σε σοβαρή διαφορά δικονομικής φύσης. Σύμφωνα με τα άρθρα 92 Kat 94, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ανακοινώνουν τη χορήγηση ενίσχυσης στην Επιτροπή, η οποία με τη σειρά της μπορεί να αποφασίζει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με τη συνθήκη, ενώ αντίθετα το άρθρο 30 συνεπάγεται καθολική απαγόρευση ορισμένων εθνικών μέτρων. Η εφαρμογή του άρθρου 30 δεν θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να αποδείξουν, όπως προβλέπεται από το άρθρο 92, παράγραφος 3, ότι η επίδικη ενίσχυση ευνοεί την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

    Όσον αφορά τη σχετική κοινοποίηση, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί ότι ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης: οι αλλαγές στο συντελεστή της εισφοράς κοινοποιήθηκαν δεόντως στην Επιτροπή, η οποία τηρούνταν επαρκώς ενήμερη αδιαλείπτως, προκειμένου να μπορέσει να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 93, παράγραφος 2, διαδικασία, αν το έκρινε σκόπιμο.

    Το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρεται και στη διάκριση μεταξύ κρατικής ενίσχυσης για την εγχώρια παραγωγή, που αντίκειται στη Συνθήκη, Kat ενίσχυσης για τις εξαγωγές, που συμβιβάζεται με τη συνθήκη, διάκριση που υιοθέτησε η Επιτροπή στην υπόθεση «Buy Irish». Θεωρεί ότι η εν λόγω διάκριση είναι εσφαλμένη και πρέπει να απορριφθεί επειδή οδηγεί σε παραλογισμούς. Υπό την évvota αυτή, είναι παραδείγματος χάρη θεμιτό η γαλλική κυβέρνηση να επιχορηγεί την προώθηση γαλλικών μήλων και αχλαδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλ' αθέμιτο το Συμβούλιο Ανάπτυξης να προωθεί τα αγγλικά μήλα και αχλάδια στην ίδια αγορά. Περαιτέρω, η εφαρμογή διαφορετικών νομικών καθεστώτων (άρθρο 30 αντί των άρθρων 92 και 93), με βάση αποκλειστικά τα παλιά εθνικά σύνορα, περιέχει διάκριση και είναι αντίθετη προς την ενότητα της αγοράς και το πνεύμα που διαπνέει την κοινή οργάνωση επιπλέον, είναι και άδικη για τις βιομηχανίες που κάνουν ασήμαντες εξαγωγές, αγνοεί το γεγονός ότι η προώθηση της εγχώριας παραγωγής τείνει στην αύξηση των εξαγωγών, καθώς και το ζήτημα των ενισχύσεων περιφερειακής πολιτικής, ενώ διακρίνει κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα μεταξύ «εγχώριου εμπορίου» και «εξαγωγικού εμπορίου».

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα άρθρα 92 μέχρι 94 της συνθήκης, έστω και αν το εθνικό δικαστήpio δεν ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν μέτρα, όπως τα επίδικα, συμβιβάζονται με τα εν λόγω άρθρα. Κατά την Επιτροπή, υπηρεσίες, όπως οι παρεχόμενες από το Συμβούλιο Ανάπτυξης, συνιστούν ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης, ακόμη και αν χρηματοδοτούνται μέσω επιβάρυνσης που επιβάλλεται στους παραγωγούς. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στην απόφαση του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα υπόθεση Steinike und Weinlig.

    Παρατηρεί ότι οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται ήδη πριν από την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις Κοινότητες και, συνεπώς, το 1973 αποτελούσαν «ενίσχυση που υφίσταται» κατά το άρθρο 93. Σημειώνει ότι το ανώτατο όριο της εισφοράς αυξήθηκε τρεις φορές από τότε, και συγκεκριμένα την 1η Απριλίου 1975, στις 7 Μαΐου 1975 και στις 18 Δεκεμβρίου 1975, και σημειώνει ότι η αύξηση της εισφοράς φορολογικού χαρακτήρα που προορίζεται για τη χρηματοδότηση μιας ενίσχυσης συνιστά τροποποίηση της ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3. Επ' αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει την άποψη που εξέφρασε ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του στην υπόθεση Pigs and Bacon Commission κατά McCarren (ECR 1979, σ. 2195, στις σσ. 2204 και 2205). Η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε προηγουμένως, όπως απαιτεί το άρθρο 93, παράγραφος 3, για καμία από τις τρεις προαναφερθείσες αυξήσεις της εισφοράς. Γίνεται αποδεκτό ότι ενίσχυση που θεσπίζεται κατ' αντίθεση προς την τελευταία πρόταση του άρθρου 93, παράγραφος 3, είναι όχι μόνο παράνομη, αλλά μπορεί να προσβληθεί από τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964 (υπόθεση 6/64, Costa, ECR 1964, σ. 585), της 19ης Ιουνίου 1973 (υπόθεση 77/72, Capolongo, ECR 1973, σ. 611) και της 11ης Δεκεμβρίου 1973 (υπόθεση 120/73, Lorenz, ECR 1973, σ. 1471). Έπεται ότι η επίδικη ενίσχυση κατέστη παράνομη από την 1η Απριλίου 1975, όταν τροποποιήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3.

    Στηριζόμενη στις προηγούμενες παρατηρήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι στην παρούσα περίπτωση η υποχρέωση που περιλαμβάνει το άρθρο 93, παράγραφος 3, εφαρμόζεται και στην περίπτωση της τροποποίησης του ανώτατου και όχι του πραγματικού συντελεστή της εισφοράς φορολογικού χαρακτήρα, επειδή ο προσδιορισμός του ανώτατου ύψους, σε αντίθεση με τον καθορισμό της πραγματικής επιβάρυνσης από το Συμβούλιο Ανάπτυξης, συνιστά κατ' ουσία νομοθετικό μέτρο. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω ενίσχυση ήταν παράνομη για κάποιο διάστημα, δεδομένου ότι το πραγματικό ύψος της εισφοράς, αυξήθηκε αρκετές φορές από την 1η Ιανουαρίου 1973, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3.

    Παραθέτοντας την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 1970 στην υπόθεση 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, ECR 1970, σ. 487, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, απόρροια του παράνομου χαρακτήρα της ενίσχυσης αυτής είναι ότι η εισφορά φορολογικού χαρακτήρα που επιβλήθηκε στους άγγλους καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών κατέστη επίσης παράνομη από την ίδια ημερομηνία.

    4. Οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στα υποβληθέντα ερωτήματα

    Ενόψει των παρατηρήσεων που συνόψισε ανωτέρω, το Συμβούλιο Ανάπτυξης παρατηρεί ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και ότι για το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να απαντήσει στα υπόλοιπα ερωτήματα.

    Το Ηνωμένο Βασίλειο καταλήγει ότι η απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος πρέπει να είναι η ακόλουθη:

    «Εθνική φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τους καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών και προορίζεται κατ' ουσία για τη διαφήμιση, την προώ9ηση, τα διαφημιστικά δημοσιεύματα και τα συναφή, δεν αντίκειται στα άρθρα 30 ή 34 της συνθήκης ή τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72».

    Η őav/κή κυδέρνηοη ζητεί από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τους ακόλουθους παράγοντες:

    Η υποχρέωση που επιβάλλεται στους καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών να εγγράφονται στα οικεία βιβλία ενός οργανισμού, αντικείμενο του οποίου είναι inter alia η αύξηση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας στον τομέα των οπωροκηπευτικών και ο οποίος παρέχει προς το σκοπό αυτό υπηρεσίες στους καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών, δεν είναι ασυμβίβαστη ούτε προς τις διατάξεις της συνθήκης ΕΟΚ ούτε προς την κοινή οργάνωση της εν λόγω αγοράς.

    Επίσης, το να απαιτείται από τους καλλιεργητές να καταβάλλουν εισφορά για την κάλυψη των εξόδων του οργανισμού συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρεμποδίζεται η λειτουργία των μηχανισμών που θεσπίζει η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών και δεν παρακωλύεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

    Το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται αν και μέχρι ποιο βαθμό ο εν λόγω οργανισμός συνεπάγεται πράγματι τέτοια αποτελέσματα.

    Η Επιτροπή προτείνει να δοθούν οι εξής απαντήσεις στα ερωτήματα:

    1.

    Η αύξηση μιας εισφοράς η οποία προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενίσχυσης, συνιστά τροποποίηση της ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, και συνεπώς πρέπει να κοινοποιείται πριν αρχίσει να εφαρμόζεται. Σε περίπτωση που η τροποποίηση αυτή επήλθε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της Επιτροπής, οι ιδιώτες μπορούν να την αμφισβητήσουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    2.

    Η υποχρέωση που συνίσταται σε εγγραφή στα οικεία βιβλία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά απλώς μέσο που διασφαλίζει την είσπραξη της εισφοράς και συνεπώς δεν είναι καθαυτή αντίθετη προς τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72.

    3.

    Η ίδρυση ενός οργανισμού που διαθέτει την εξουσία να επιβάλλει στους καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών την υποχρέωση προσκόμισης στατιστικών και άλλων πληροφοριών συμβιβάζεται προς τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72.

    4.

    Η επίδικη εισφορά είναι ασυμβίβαστη προς τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72, στο μέτρο που αποσκοπεί στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων οι οποίες είναι, καθαυτές, αντίθετες προς τον κανονισμό.

    Επί τον δεύτερου ερωτήματος

    Σχετικά με το ζήτημα αν η ρητή έγκριση εκείνων από τους παραγωγούς, οι οποίοι, με την ευκαιρία δημοσκόπησης για τη διατήρηση του Συμβουλίου Ανάπτυξης, τάχθηκαν υπέρ αυτής, θίγει την έννομη κατάσταση, το Συμβούλιο Ανάπτυξης θεωρεί ότι η ρητή υποστήριξη της ίδρυσης και διατήρησης του Συμβουλίου από μεγάλη μερίδα καλλιεργητών, καθώς και ο πρωταρχικός ρόλος που διαδραματίζουν οι καλλιεργητές στο θέμα της διαχείρισης του, έχουν μεγάλη σημασία για την εκτίμηση του αν ο οργανισμός αυτός συμβιβάζεται με την κοινή οργάνωση της επίδικης αγοράς. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης παραπέμπει αναλογικά στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72, που ενθαρρύνουν την ίδρυση οργανώσεων παραγωγών «με την πρωτοβουλία των ιδίων».

    Ενόψει της απαντήσεως του στο πρώτο ερώτημα, το Ηνωμένο Βαοίλειο δεν απάντησε στο δεύτερο ερώτημα.

    Καθ' όμοιο τρόπο, η όανική κνΰέρνηοη δεν εξέφρασε οιαδήποτε άποψη επί του δεύτερου ερωτήματος.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν τα επίδικα μέτρα δεν συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν προσλαμβάνουν νομιμότητα από το γεγονός ότι τα υποστήριξε η πλειοψηφία των καλλιεργητών που τα υπερψήφισαν κατά τη διάρκεια δημοψηφίσματος. Ούτε η έγκριση αυτή, ούτε a fortiori οι διαβουλεύσεις με άλλες ενδιαφερόμενες πλευρές μπορούν να εξαφανίσουν το ασυμβίβαστο των εν λόγω μέτρων προς το κοινοτικό δίκαιο.

    Επί του τρίτον ερωτήματος

    Το Συμοούλιο Ανάπτυξης δέχεται ότι τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης, καθώς και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 έχουν άμεσο αποτέλεσμα, παρέχοντας στους ιδιώτες δικαιώματα, τα οποία οι τελευταίοι μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους, αναφέρει δε ως παράδειγμα την προαναφερθείσα υπόθεση Pigs Marketing Board. Πάντως, σε περίπτωση και στο βαθμό που οι εναγόμενοι στην κύρια δίκη επικαλούνται την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που περιλαμβάνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, της συνθήκης, το Συμβούλιο Ανάπτυξης ισχυρίζεται ότι, χωρίς να θίγονται οι αρχικές του εκτιμήσεις, το εν λόγω άρθρο δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα. Παραπέμπει, συναφώς, στην προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Geado, καθώς και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στο σημείο αυτό (ειδικότερα στις σελίδες 886 μέχρι 889).

    Το Ηνωμένο Βαοίλειο υπογραμμίζει ότι, σε περίπτωση που η φορολογική επιβάρυνση θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 30 ή 34 ή με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72, το εν λόγω ασυμβίβαστο μπορεί να προβληθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ως μέσο άμυνας, αντιτάξιμο σε οιαδήποτε απαίτηση καταβολής της εισφοράς.

    Η δανική κυβέρνηση δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί του τρίτου ερωτήματος.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το γεγονός ότι κράτος μέλος παρέλειψε να κοινοποιήσει την τροποποίηση μιας ενίσχυσης, πριν αρχίσει να την εφαρμόζει. Το ίδιο ισχύει και για το ασυμβίβαστο εθνικού μέτρου προς την κοινή οργάνωση αγοράς. Μπορεί να το επικαλεστεί καλλιεργητής σε περίπτωση άσκησης αγωγής για καταβολή της εισφοράς. Η Επιτροπή παρατηρεί στη συνέχεια ότι οι ίδιες απαντήσεις πρέπει να δοθούν και στα υπόλοιπα σκέλη του ερωτήματος, πέραν του ότι μια απόφαση βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, θα καθιστούσε την εισφορά εξ ολοκλήρου παράνομη, ενώ όταν περιορίζεται στο αν συμβιβάζονται τα μέτρα αυτά με την κοινή οργάνωση της αγοράς ενδέχεται να καταστήσει την εισφορά μόνο εν μέρει παράνομη.

    Στηριζόμενο στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1976 στην υπόθεση 43/75, De/renne, ECR 1976, σ. 455, και της 27ης Μαρτίου 1980 στην υπόθεση 61/79, Denkavit Italiana, ECR 1980, σ. 1205, καθώς και στην απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980 στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις 66, 127 και 128/79, Salumi, Vasanelli και^ Ultrocchi, ECR 1980, σ. 1237, το Συμβούλιο Ανάπτυξης υποστηρίζει την άποψη ότι, αν το Δικαστήριο αναγνώριζε ότι η επίδικη εισφορά είναι εν όλω ή εν μέρει ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό, θα έπρεπε επίσης να αποφανθεί ότι τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης δεν επεκτείνονται στα πριν από την έκδοση της οικονομικά έτη.

    Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει σαφώς και από την υπόθεση Pigs and Bacon Commission, μπορεί να απαιτηθεί επιστροφή της εισφοράς μόνον κατά το μέρος που είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο ή κατά το μέρος που αφορά δραστηριότητες που είναι ασυμβίβαστες προς αυτό.

    Κατά το Συμβούλιο Ανάπτυξης, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική δικονομία αν και σε ποιο βαθμό είναι δυνατή η επιστροφή της εισφοράς στον καλλιεργητή, καθώς επίσης και το να αποφασίσει ποια από τα ποσά που καταβλήθηκαν στον καλλιεργητή ή υπέρ αυτού — εφόσον υπάρχουν τέτοια — πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το Συμβούλιο παραπέμπει επίσης στην υπόθεση Denkavk Italiana που προαναφέρθηκε, εφιστώντας την προσοχή επί της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει άρνηση για επιστροφή, όταν, παραδείγματος χάρη, οι επίδικες εισφορές έχουν ήδη μετακυλιστεί στους πελάτες του ενάγοντος ή όταν ο τελευταίος αποκόμισε κάποιο όφελος σε αντάλλαγμα των εισφορών.

    Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι οι παράγραφοι 6 και γ του τρίτου ερωτήματος είναι θέματα εθνικού δικαίου και παραπέμπει γενικότερα στην απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980 στην υπόθεση 811/79, Ariete, ECR 1980, σ. 2545.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η άμεση εφαρμογή των υπό κρίση διατάξεων σημαίνει ότι η επιβολή εισφοράς σε καλλιεργητή δεν μπορεί να είναι έγκυρη, όταν η εισφορά είναι ασυμβίβαστη προς τις εν λόγω διατάξεις (6λέπε την υπόθεση Pigs and Bacon Commission). Ο παραγωγός έχει το δικαίωμα να αξιώσει την επιστροφή οιουδήποτε ποσού που κατέβαλε κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

    Εξάλλου, σε περίπτωση που η εισφορά θεωρηθεί ότι είναι εν μέρει νόμιμη και εν μέρει παράνομη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει το ποσοστό της εισφοράς που πρέπει να εισπραχθεί ή να επιστραφεί. Η Επιτροπή αναφέρεται στην προαναφερθείσα υπόθεση Pigs and Bacon Commission και ζητεί από το Δικαστήριο να ακολουθήσει την απόφαση αυτή, η οποία κατά την άποψη της αναγνωρίζει ότι το ζήτημα του υπολογισμού της είσπραξης ή επιστροφής πρέπει να επιλύεται από το εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη. Άρα, το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να λάβει υπόψη του το όφελος που αποκόμισε ή μπορούσε να αποκομίσει ο καλλιεργητής από το προϊόν της ετήσιας αυτής επιβάρυνσης.

    Όσον αφορά το ζήτημα αν απόφαση του Δικαστηρίου εφαρμόζεται εν προκειμένω και σε περιστατικά προγενέστερα της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης, η Επιτροπή παραπέμπει στις προαναφερθείσες υποθέσεις Denkavk italiana και De/renne, και υπογραμμίζει ότι η παρούσα υπόθεση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι είναι ορθό ή αναγκαίο το Δικαστήριο να περιορίσει την αναδρομικότητα της απόφασης του, όπως μπορεί να το πράξει σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις.

    Επί τον τέταρτον ερωτήματος

    Το Σνμοονλιο Ανάπτυξης δέχεται ότι, κατά το άρθρο 60 της Πράξης Προσχώρησης , το κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η 1η Φεβρουαρίου 1973. Αυτό συνιστά ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της λύσεως που επελέγη επ' ευκαιρία της διαφοράς στην προαναφερθείσα υπόθεση De/renne, διότι, σε περίπτωση που το Συμβούλιο Ανάπτυξης όφειλε να επιστρέψει στους καλλιεργητές όλες τις επιβαρύνσεις που εισέπραξε από την 1η Φεβρουαρίου 1973, θα του ήταν αδύνατο να διενεργήσει όλες αυτές τις πληρωμές. Σε περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο της προκειμένης δίκης, οι εναγόμενοι στην κύρια δίκη εισέπρατταν στο ακέραιο τα εν λόγω ποσά, θα περιέρχονταν κατ' άδικο τρόπο σε πλεονεκτικότερη θέση, από εμπορική άποψη, έναντι των άλλων καλλιεργητών, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν θα διέθετε τα χρηματικά μέσα για την εξόφληση των τελευταίων.

    Ενόψει των απαντήσεων τους επί του πρώτου ερωτήματος, το Ηνωμένο Βαοίλεω και η δανική κνοέρνηοη δεν απαντούν στο τέταρτο ερώτημα.

    Μετά την απάντηση της επί του πρώτου ερωτήματος, η Επιτροπή τονίζει ότι τα επίδικα μέτρα κατέστησαν παράνομα από την 1η Απριλίου 1975, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει ότι τα επίδικα μέτρα δεν συμβιβάζονται προς την κοινή οργάνωση αγοράς, το ασυμβίβαστο αυτό, πρέπει, κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης, να θεωρηθεί ότι ισνύει από την In Φεβρουαρίου 1973.

    5. Απαντήσεις επί των ερωτήσεων και προφορική διαδικασία

    Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που της έθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προτίμηση ορισμένων ποικιλιών μήλων μέσω διαφημιστικών εκστρατειών μπορεί να επηρεάσει την ίδια τη λειτουργία του μηχανισμού της κοινής οργάνωσης αγοράς στο μέτρο που σαφής πρόθεση των εν λόγω εκστρατειών είναι ο αποκλεισμός από την αγορά των άλλων ποικιλιών. Πράγματι, αν αποκλείονταν οι άλλες ποικιλίες, θα υπήρχε κίνδυνος διαταραχής των τιμών εκείνων των ποικιλιών που διατίθενται όχι μόνο στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλ' επίσης σε όλες τις άλλες αγορές της Κοινότητας, γεγονός που είναι δυνατό να οδηγήσει άλλα κράτη μέλη να αγοράζουν, επιβαρύνοντας τον κοινοτικό προϋπολογισμό, μήλα, την εμπορία των οποίων εμποδίζουν τα ευνοούντα ορισμένες ποικιλίες εθνικά μέτρα. Επιπλέον, οι διαφημιστικές εκστρατείες υπέρ των μήλων τόπου «Cox» και «Bramley» έρχονται σε αντίθεση προς την αρχή του άρθρου 40, παράγραφος 3, της συνθήκης, εφόσον αποσκοπούν ή συνεπάγονται τον αποκλεισμό από την αγορά ποικιλιών μήλων, τα οποία παράγονται επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο και αντιπροσωπεύουν το 30% της συνολικής παραγωγής.

    Κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαίου 1983, οι ενάγοντες στην κύρια δίκη εκπροσωπούμενοι από τον D. Vaughan, Q. C, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκπροσωπούμενη από τον C Bellamy, Barrister, η κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας εκπροσωπούμενη από τον L. Mikaelsen, κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών εκπροσωπούμενη από τον D. Keur, και η Επιτροπή εκπροσωπούμενη από τον R. Wainwright, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

    Η γενική εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις της στη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1983.

    Σκεπτικό

    1

    Με διάταξη της 19ης Ιουλίου 1982, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Αυγούστου 1982, το Tunbridge Wells County Court υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ιδίως των άρθρων 30, 34 και 38 μέχρι 47 της συνθήκης ΕΟΚ, των άρθρων 42 και 60, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης του 1972, καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1972, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250), προκειμένου να κρίνει: α) αν οι εν λόγω διατάξεις συμβιβάζονται με τους βρετανικούς κανόνες που αφορούν το: Apple and Pear Development Council [Συμβούλιο Ανάπτυξης στον τομέα των μήλων και αχλαδιών] και 6) αν το ενδεχόμενο ασυμβίβαστο έχει συνέπειες για τη χρησιμοποιούμενη προς χρηματοδότηση του εν λόγω Συμβουλίου εισφορά.

    2

    Το Apple and Pear Development Council (στο εξής: «το Συμβούλιο Ανάπτυξης»), ιδρύθηκε με Statutory Instrument [υπουργική απόφαση], η οποία εξεδόθη δυνάμει του Industrial Organisation and Development Act [νόμου περί βιομηχανικής οργανώσεως και αναπτύξεως] του 1947, ο οποίος εξουσιοδοτεί τον αρμόδιο υπουργό να εκδώσει «απόφαση για την ίδρυση συμβουλίου ανάπτυξης» σε τομέα της βιομηχανίας που θεωρεί πρόσφορο «προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα ή η παραγωγικότητα της βιομηχανίας, να 6ελτιω9ούν ή αναπτυχθούν οι υπηρεσίες που παρέχει ή είναι δυνατό να παρέχει στο κοινωνικό σύνολο ή να την καταστήσει ικανή να προσφέρει τις εν λόγω υπηρεσίες οικονομικότερα». Πριν από την έκδοση της απόφασης του, ο υπουργός οφείλει να συμβουλευτεί πρόσωπα που εκπροσωπούν σημαντικό αριθμό ασχολουμένων αυτοτελώς ή ως μισθωτών στην εν λόγω βιομηχανία. Ο υπουργός δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση, εκτός αν έχει πεισθεί ότι «την ίδρυση συμβουλίου ανάπτυξης για τη βιομηχανία επιθυμεί σημαντικός αριθμός ασχολουμένων στη βιομηχανία προσώπων». Περιοδικώς, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο συνεχίζεται η υποστήριξη για τη διατήρηση του συμβουλίου ανάπτυξης.

    3

    Το 1966, καλλιεργητές μήλων και αχλαδιών ανέλαβαν την πρωτοβουλία να έλθουν σε επαφή με τον υπουργό γεωργίας, αλιείας και τροφίμων (στο εξής: «ο υπουργός»), προκειμένου να του ζητήσουν να ιδρύσει Συμβούλιο Ανάπτυξης για τον οικείο τομέα της βιομηχανίας. Αφού προέβη στις σχετικές διαβουλεύσεις που προβλέπει ο νόμος, ο υπουργός εξέδωσε το Apple and Pear Development Council Order του 1966 (Statutory Instrument 1966, αριθ. 1579), το οποίο άρχισε να ισχύει από τις 23 Δεκεμβρίου 1966. Στη συνέχεια, το θέμα της διατήρησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης εξετάστηκε σε πολλές περιπτώσεις σύμφωνα με το νόμο, οι εφαρμοστέες δε σχετικά διατάξεις περιέχονται στο Order που θεσπίστηκε στις 6 Μαρτίου 1980 (Statutory Instrument 1980, αριθ. 623, στο εξής: «το Order του 1980»).

    4

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης συντίθεται από τα ακόλουθα μέλη που διορίζει ο Υπουργός: 8 καλλιεργητές, 2 μισθωτοί, 2 ανεξάρτητα μέλη και 2 μέλη που διαθέτουν ειδικές γνώσεις σε θέματα εμπορίας και διανομής.

    5

    Σύμφωνα με το παράρτημα Ι του Order του 1980, οι λειτουργίες του Συμβουλίου Ανάπτυξης είναι οι ακόλουθες:

    «1.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών.

    2.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή ερευνών σχετικά με τα υλικά και τον εξοπλισμό, καθώς και με τις μεθόδους παραγωγής, διαχείρισης και χρησιμοποίησης της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανεύρεσης και ανάπτυξης νέων υλικών, εξοπλισμού και μεθόδων, καθώς και της βελτίωσης των ήδη χρησιμοποιούμενων, η στάθμιση των πλεονεκτημάτων διαφόρων εναλλακτικών λύσεων και η διοίκηση πειραματικών εγκαταστάσεων και η διενέργεια δοκιμών σε εμπορική κλίμακα.

    3.

    Η προώθηση της παραγωγής και εμπορίας τυποποιημένων προϊόντων.

    α)

    Η παροχή συμβουλών σε πρόσωπα που συμμετέχουν σε οιασδήποτε μορφής ομάδες προώθησης της παραγωγής και της εμπορίας τυποποιημένων προϊόντων σχετικά με τις τιμές στις οποίες θα πρέπει να πωλούν τα εν λόγω προϊόντα, καθώς και η διεξαγωγή ερευνών ώστε να καταστεί δυνατό στο Συμβούλιο να παρέχει τις εν λόγω συμβουλές.

    4.

    Η επίτευξη καλύτερου ορισμού των εμπορικών διακριτικών γνωρισμάτων και της κατά συνέπεια ομοιόμορφης χρήσης τους.

    5.

    Η έκδοση πιστοποιητικών για τα προϊόντα, η καταχώρηση των πιστοποιούμενων εμπορικών σημάτων και τα καθήκοντα των δικαιούχων των εν λόγω σημάτων.

    6.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή ερευνών για τη βελτίωση των συμφωνιών εμπορίας και διανομής των προϊόντων.

    7.

    Η προαγωγή ή διεξαγωγή ερευνών σε θέματα που έχουν σχέση με την κατανάλωση ή τη χρήση των προϊόντων της βιομηχανίας αυτής.

    8.

    Η προώθηση της σύναψης συμφωνιών συνεταιριστικών οργανώσεων για την προμήθεια υλικών και εξοπλισμού, καθώς επίσης και συμφωνιών συντονισμού της παραγωγής και εμπορίας και διανομής των προϊόντων.

    9.

    Η περαιτέρω ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης και της προώθησης ή της σύναψης συμφωνιών που αφορούν διαφημιστικά δημοσιεύματα στο εξωτερικό.

    10.

    Η προώθηση ή η σύναψη συμφωνιών για την καλύτερη εξοικείωση του κοινού στο Ηνωμένο Βασίλειο με τα προϊόντα της εν λόγω βιομηχανίας και τις χρήσεις τους.

    11.

    Η προώθηση ή η διενέργεια της συλλογής και κατάρτισης στατιστικών.

    12.

    Η σύναψη συμφωνιών για τη διάθεση των συλλεγομένων πληροφοριών και για την παροχή συμβουλών σε θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Συμβουλίου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του».

    6

    Οι δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης χρηματοδοτούνται με εισφορές που το τελευταίο εξουσιοδοτείται να επιβάλλει, βάσει του Order του 1980, στους παραγωγούς της Αγγλίας και Ουαλίας. Από της προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το ετήσιο μέγιστο ύψος των εισφορών, οι οποίες πρέπει να εγκρίνονται από τον υπουργό, αυξήθηκε διαδοχικά από 3 λίρες ανά acre (περίπου 7,50 λίρες ανά εκτάριο) σε 40 λίρες ανά εκτάριο. Εξαιρούνται από την καταβολή οι καλλιεργητές που κατέχουν έκταση λιγότερη από 2 εκτάρια, φυτευμένα με 50 μηλιές ή αχλαδιές.

    7

    Οι εν λόγω καλλιεργητές οφείλουν να εγγράφονται στα οικεία βιβλία και να προσκομίζουν στο Συμβούλιο Ανάπτυξης δηλώσεις και πληροφορίες επί των δραστηριοτήτων που ασκούν στο βιομηχανικό αυτό τομέα.

    8

    Το Συμβούλιο Ανάπτυξης άσκησε ενώπιον του Tunbridge Welles County Court αγωγές κατά τριών καλλιεργητών, ζητώντας να του καταβάλουν την οφειλόμενη για το οικονομικό έτος 1980-1981 εισφορά. Με ανταγωγή που άσκησαν οι εναγόμενοι, ζήτησαν επιστροφή των ετήσιων εισφορών που κατέβαλλαν από την 1η Ιανουαρίου 1973. Ισχυρίστηκαν ότι η διατήρηση του Συμβουλίου Ανάπτυξης αντέκειτο στο κοινοτικό δίκαιο ήδη από την ημερομηνία προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου και ότι η εν λόγω εισφορά έπρεπε να είχε καταργηθεί το αργότερο την 1η Φεβρουαρίου 1973, σύμφωνα με το άρθρο 60 της Πράξης Προσχώρησης, δεδομένου ότι συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου με δασμό αποτελέσματος.

    9

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το County Court αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    Πρώτο ερώτημα:

    Τα άρθρα 30 και 34 και/ή 38 μέχρι 47 της συνθήκης ΕΟΚ και/ή τα άρθρα 42 και 60, παράγραφος 1 της Πράξης Προσχώρησης και/ή ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε, απαγορεύουν σε κράτος μέλος να θεσπίζει και/ή να διατηρεί νομοθετικά μέτρα με τα οποία:

    α)

    ιδρύεται και/ή διατηρείται σε τμήμα του εν λόγω κράτους μέλους οργανισμός (στο εξής: «το Συμβούλιο Ανάπτυξης») με τη σύνθεση και/ή τις λειτουργίες που ορίζονται από το Statutory Instrument του 1966, αριθ. 1579 και/ή του 1980, αριθ. 623, του Ηνωμένου Βασιλείου;

    και/ή

    β)

    επιβάλλεται στα πρόσωπα που ασχολούνται με τη βιομηχανική καλλιέργεια μήλων και αχλαδιών («τη βιομηχανία») και τα οποία α) πριν από την 1η Απριλίου 1976 (αλλά μετά την 1η Απριλίου 1971) κατέχουν στο τμήμα αυτό του κράτους μέλους έκταση γης 5 ή περισσοτέρων acres φυτευμένη με 50 ή περισσότερες μηλιές ή αχλαδιές και/ή 6) μετά την 1η Απριλίου 1976 κατέχουν στο τμήμα αυτό του κράτους μέλους έκταση 2 ή περισσοτέρων εκταρίων φυτευμένη με 50 ή περισσότερες μηλιές ή αχλαδιές, η υποχρέωση να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του Συμβουλίου Ανάπτυξης, ανάγεται δε σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη τους να εγγραφούν;

    και/ή

    γ)

    επιτρέπεται στο Συμβούλιο Ανάπτυξης, αφού προηγουμένως λάβει την έγκριση του υπουργού γεωργίας, αλιείας και τροφίμων, να απαιτεί από τους εγγεγραμμένους καλλιεργητές την υποβολή δηλώσεων και την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες τους που αφορούν τη βιομηχανία, ανάγεται δε σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη της υποβολής των δηλώσεων αυτών ή της παροχής των πληροφοριών

    και/ή

    δ)

    επιτρέπεται στο Συμβούλιο Ανάπτυξης να επιβάλλει στους καλλιεργητές, που οφείλουν να εγγράφονται στα οικεία βιβλία, υποχρεωτική ετήσια εισφορά, με βάση το εμβαδόν της καλλιεργήσιμης έκτασης τους, που να επιτρέπει στο Συμβούλιο Ανάπτυξης να καλύπτει τα διοικητικά και λοιπά έξοδα του

    και/ή

    ε)

    εξαιρούνται από την εφαρμογή των μέτρων οι καλλιεργητές που κατέχουν έκταση μικρότερη από 2 εκτάρια ή έκταση φυτευμένη με λιγότερες από 50 μηλιές ή αχλαδιές;

    Δεύτερο ερώτημα

    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο σύνολο ή σε μέρος του πρώτου ερωτήματος, η απάντηση αυτή επηρεάζεται, και αν ναι, κατά ποιο τρόπο, από το γεγονός (εφόσον αποδειχθεί) ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης ιδρύθηκε και/ή διατηρήθηκε με τη ρητή υποστήριξη εκείνων από τους καλλιεργητές, οι οποίοι, σύμφωνα με την έρευνα που προαναφέρθηκε, τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης του Συμβουλίου Ανάπτυξης, εκπροσωπούσαν δε το αναφερόμενο στην εν λόγω έρευνα ποσοστό γης και ύστερα από διαβουλεύσεις με τις οργανώσεις που φαίνεται ότι εκπροσωπούν αριθμό προσώπων ασχολούμενων αυτοτελώς ή ως μισθωτών με τις δραστηριότητες του σχετικού τομέα;

    Τρίτο ερώτημα

    Αν μέτρο όπως το περιγραφόμενο στο ερώτημα 1 είναι εν όλω ή εν μέρει ασυμβίβαστο προς μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες στο ερώτημα 1 διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει η διάταξη του κοινοτικού δικαίου προς την οποία είναι ασυμβίβαστο το εν λόγω μέτρο εν όλω ή εν μέρει άμεσο αποτέλεσμα εντός των κρατών μελών της Κοινότητας, ώστε να απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα απορρέοντα από το κοινοτικό δίκαιο, που οι τελευταίοι μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους, και αν ναι,

    α)

    μπορεί ένας καλλιεργητής να αντιτάξει προς υπεράσπιση του την εν λόγω διάταξη έναντι απαιτήσεως του Συμβουλίου Ανάπτυξης για καταβολή της εν λόγω ετήσιας εισφοράς και αν ναι, μπορεί η εν λόγω κοινοτικού δικαίου διάταξη να αποτελέσει συναφώς μέσο άμυνας που συνεπάγεται πλήρη ή μερική απαλλαγή και στην τελευταία αυτή περίπτωση πώς πρέπει να προσδιοριστεί η μερική αυτή απαλλαγή;

    και/ή

    β)

    μπορεί η κοινοτικού δικαίου διάταξη αυτή να στηρίξει αξίωση για επιστροφή των εν λόγω ετήσιων εισφορών που κατέβαλε ο καλλιεργητής και αν ναι,

    α)

    μπορεί η εν λόγω κοινοτικού δικαίου διάταξη να στηρίξει αξίωση για επιστροφή του συνόλου ή μόνον μέρους των εισφορών αυτών και αν μόνο μέρους, πώς πρέπει να προσδιοριστεί το μέρος αυτό;

    β)

    υφίσταται παρόμοια αξίωση για επιστροφή των καταβληθεισών ετήσιων εισφορών πριν από την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόδεση, ή μόνο των καταβολών εκείνων (αν υπάρχουν) που ενδέχεται να γίνουν μετά την έκδοση της απόφασης αυτής;

    και/ή

    γ)

    κατά τη λήψη της απόφασης του ως προς το αν θα διατάξει την επιστροφή των ετήσιων εισφορών που κατέβαλε ένας καλλιεργητής μπορεί το δικαστήριο κράτους μέλους να λάβει υπόψη του ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης διέθεσε τα χρήματα που προέρχονται από τις ετήσιες εισφορές για σκοπούς που απέφεραν ή 9α μπορούσαν να αποφέρουν όφελος στον καλλιεργητή;

    Τέταρτο ερώτημα

    Αν οποιοδήποτε μέτρο από τα περιγραφόμενα στο ερώτημα 1 είναι στο σύνολο του ή εν μέρει ασυμβίβαστο προς το άρ3ρο 30 ή το άρθρο 34 της συνθήκης ΕΟΚ, το εν λόγω ασυμβίβαστο υφίσταται από την ημερομηνία που προβλέπει το άρ9ρο 42 της Πράξης Προσχώρησης ή από την ημερομηνία που προβλέπει το άρ9ρο 60, παράγραφος 1, της Πράξης;

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    10

    Με το ερώτημα αυτό, το Tunbridge Wells County Court ερωτά, πρώτον, αν οι αναφερόμενες στο ερώτημα κοινοτικές διατάξεις αντιτίθενται στην ίδρυση ή διατήρηση οργανισμού με σύνθεση όπως του Συμβουλίου Ανάπτυξης, όταν ο εν λόγω οργανισμός χρηματοδοτείται με την είσπραξη εισφορών από τους καλλιεργητές, οι οποίοι διαθέτουν παραγωγικό δυναμικό που υπερβαίνει ορισμένα όρια και όταν οι εν λόγω καλλιεργητές οφείλουν να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του οργανισμού, να του υποβάλλουν δηλώσεις και να του παρέχουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους στον εν λόγω τομέα. Δεύτερον το County Court ερωτά αν, λόγω των δραστηριοτήτων του, ο οργανισμός αυτός μπορεί να είναι αντίθετος προς τις εν λόγω διατάξεις.

    11

    Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι το αν ο εν λόγω οργανισμός συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο εξαρτάται προπάντων από τις δραστηριότητες του. Για να δοθεί, λοιπόν, απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει πρώτα να εξεταστούν οι δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης, όπως περιγράφονται στο παράρτημα 1 του Order του 1980.

    Γενικά περί των δραστηριοτήτων του Συμβονλίον Ανάιτνν§ης

    12

    Όπως προκύπτει από την περιγραφή αυτή, το Συμβούλιο Ανάπτυξης δεν είναι οργάνωση παραγωγών, κατά την έννοια του τίτλου II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72, συμμετέχοντας στη διαμόρφωση των τιμών και στο σύστημα παρεμβάσεων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός. Σκοπός του Συμβουλίου Ανάπτυξης δεν είναι να ενεργεί ως μεσάζων για την πώληση προϊόντων ή να παρεμβαίνει στην αγορά. Επομένως, η εξέταση των ανατεθειμένων στο Συμβούλιο Ανάπτυξης αρμοδιοτήτων πρέπει να περιοριστεί στο κατά πόσο η άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων είναι δυνατό να παρεμποδίσει κατά κάποιο τρόπο το ενδοκοινοτικό εμπόριο ή τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγορών που θεσπίστηκε στον εν λόγω τομέα βάσει των κανόνων της συνθήκης περί της γεωργικής πολιτικής.

    13

    Επ' αυτού, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι οι δραστηριότητες που έχουν σχέση με την επιστημονική ή τεχνική έρευνα, την κατάρτιση στατιστικών και τη διάδοση μεταξύ των καλλιεργητών των πληροφοριών που έχουν συλλεγεί, καθώς και οι αμιγώς συμβουλευτικές αρμοδιότητες δεν είναι δυνατό, λόγω της φύσεως τους, να παρεμποδίζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο ή τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγορών.

    14

    Εξάλλου, η περιγραφή των λοιπών ανατεθειμένων στο Συμβούλιο Ανάπτυξης αρμοδιοτήτων, στο παράρτημα του Order του 1980, δεν αποκλείει καθαυτή το ενδεχόμενο άσκησης των εν λόγω αρμοδιοτήτων κατά τρόπο που να μπορεί να παρεμποδίσει είτε το ενδοκοινοτικό εμπόριο είτε την ορθή λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγορών, και συνεπώς μια κατάσταση που 3α μπορούσε να είναι ασυμβίβαστη προς τις κοινοτικές διατάξεις στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα.

    15

    Πάντως, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το Συμβούλιο Ανάπτυξης ασχολείται κατ' ουσία με διαφημιστικά δημοσιεύματα, την εμπορική προώθηση στη βρετανική αγορά και τη βελτίωση της ποιότητας των εγχώριων φρούτων που διατίθενται στο εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι ανάγκη, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσο οι εν λόγω δραστηριότητες ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστες προς τις κοινοτικές διατάξεις, στις οποίες αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο. Όσον αφορά τα διαφημιστικά δημοσιεύματα και την εμπορική προώθηση, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ερμηνεία του άρθρου 30 της συνθήκης, το οποίο, μεταξύ άλλων, απαγορεύει όλα τα μέτρα ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών αποτελέσματος. Εξάλλου, οι δραστηριότητες του Συμβουλίου Ανάπτυξης στο θέμα της ποιότητας πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των κανόνων ποιότητας που προβλέπονται από τη ρύθμιση της κοινής οργάνωσης αγοράς των οπωροκηπευτικών.

    Ειοικόνερα ως προς τις διαφημιοτικες οραατηριόνηνες

    16

    Σχετικά με τα διαφημιστικά δημοσιεύματα και την εμπορική προώθηση, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το Συμβούλιο Ανάπτυξης, εκτός από τη διαφημιστική εκστρατεία για τα μήλα και αχλάδια γενικά, οργανώνει και εκστρατείες ειδικά για τα αγγλικά και ουαλικά μήλα και αχλάδια και συγκεκριμένα για ορισμένες τυπικές ποικιλίες της αγγλικής και ουαλικής παραγωγής.

    17

    Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 24ης Νοεμβρίου 1982 στην υπό3εση 249/84 {Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1982, σ. 4005), η διαφημιστική εκστρατεία για την προώθηση της πώλησης και αγοράς εγχώριων προϊόντων ενδέχεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 30 της συνθήκης, εφόσον η διαφημιστική αυτή εκστρατεία υποστηρίζεται από τις δημόσιες αρχές. Πράγματι, ένας οργανισμός, όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης, που ιδρύει η κυβέρνηση κράτους μέλους και χρηματοδοτείται από εισφορές, οι οποίες επιβάλλονται στους καλλιεργητές, δεν μπορεί, από άποψη κοινοτικού δικαίου, να απολαμβάνει την ίδια ελευθερία που διαθέτουν οι ίδιοι οι παραγωγοί ή οι ενώσεις παραγωγών που ιδρύονται με ιδιωτική πρωτοβουλία, όσον αφορά τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους διαφήμισης.

    18

    Ειδικότερα, ένας τέτοιος οργανισμός έχει το καθήκον να απέχει από οποιουδήποτε είδους διαφήμιση, η οποία αποσκοπεί στο να αποτρέψει την αγορά προϊόντων από άλλα κράτη μέλη ή να τα υποτιμήσει στα μάτια των καταναλωτών. Ακόμη, δεν πρέπει να προτρέπει τους καταναλωτές να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα αποκλειστικά και μόνο λόγω της εθνικής τους καταγωγής.

    19

    Αντιθέτως, το άρθρο 30 δεν απαγορεύει σε έναν τέτοιο οργανισμό να προβάλλει με τα διαφημιστικά δημοσιεύματα του τα ειδικά προτερήματα των φρούτων που παράγονται στο εν λόγω κράτος μέλος ή να διοργανώνει διαφημιστικές εκστρατείες με σκοπό την προώθηση της πώλησης ορισμένων ποικιλιών, τονίζοντας τις ιδιαίτερες ιδιότητες τους, ακόμη και όταν αυτές οι ποικιλίες είναι τυπικές ποικιλίες της εθνικής παραγωγής.

    20

    Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι εκστρατείες για την προώθηση ορισμένων ποικιλιών μπορεί να οδηγήσουν στον αποκλεισμό από την αγορά άλλων ποικιλιών και να καταστήσουν αναγκαία την εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους ή άλλων κρατών μελών που εξάγουν τις ποικιλίες αυτές εφαρμογή μέτρων παρέμβασης που προβλέπονται στην κοινή οργάνωση αγοράς σε σχέση με τις εν λόγω ποικιλίες.

    21

    Παρόλον ότι είναι αληθές ότι η στρέβλωση αυτή των όρων του ανταγωνισμού, η οποία δεν συμβιβάζεται με την ορθή λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγορών, ενδέχεται να παρατηρηθεί σε μια αγορά, στην οποία τα διαφημιστικά δημοσιεύματα αφορούν αποκλειστικά ή κυρίως ορισμένες ποικιλίες, αποκλείοντας τις υπόλοιπες, η σκέψη όμως αυτή δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει την απαγόρευση όλων των διαφημιστικών εκστρατειών μέσω των οποίων ένας οργανισμός, όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης, προβάλλει τις ιδιότητες ορισμένων ποικιλιών και επισημαίνει για ποιες χρήσεις οι εν λόγω ποικιλίες είναι ιδιαίτερα κατάλληλες.

    Ως προς ης δραστηριότητες πον έχουν σχέση με την ποιότητα

    22

    Όσον αφορά την ποιότητα των εγχώριων φρούτων που διατίθενται στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι εμφανές ότι το Συμβούλιο Ανάπτυξης προβαίνει σε συστάσεις όσον αφορά το μέγεθος των φρούτων που διατίθενται στο εμπόριο κατά την έναρξη της περιόδου και ότι οι εν λόγω συστάσεις βαίνουν πέραν των όσων απαιτούν οι κοινοτικοί κανόνες ποιότητας. Επιπλέον, οι ετήσιες εκθέσεις του Συμβουλίου Ανάπτυξης καταδεικνύουν ότι το Συμβούλιο διενεργεί επιθεωρήσεις ποιοτικού ελέγχου στις αγορές χονδρικού εμπορίου και αναφέρει τις περιπτώσεις μη τήρησης των εν λόγω συστάσεων στους οικείους καλλιεργητές καθώς και στις οργανώσεις, μέλη των οποίων είναι οι ενδιαφερόμενοι χονδρέμποροι.

    23

    Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι η ρύ9μιση της κοινής οργάνωσης αγοράς των οπωροκηπευτικών περιλαμβάνει σύστημα κανόνων ποιότητας που εφαρμόζεται στα εν λόγω προϊόντα και έχει χαρακτήρα εξαντλητικό. Υπό την επιφύλαξη ότι η οικεία ρύ9μιση δεν περιλαμβάνει αντίθετες διατάξεις, απαγορεύεται, επομένως, στα κράτη μέλη και a fortiori σε οργανισμούς όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης, να επιβάλλουν μονομερώς διατάξεις σχετικά με την ποιότητα των φρούτων που διατίθενται στο εμπόριο από τους καλλιεργητές.

    24

    Ασφαλώς, οι κοινοτικοί κανόνες δεν απαγορεύουν τον ανταγωνισμό σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων μεταξύ καλλιεργητών κράτους μέλους ή μεταξύ αυτών και των εισαγωγέων. Ούτε απαγορεύουν στους καλλιεργητές να ενδιαφέρονται οι ίδιοι για την καλή φήμη των εθνικών προϊόντων ή σε οργανισμό όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης να παρέχει σχετικές συμβουλές στους καλλιεργητές υπό μορφή απλών συστάσεων σχετικά με την ποιότητα και τη συσκευασία φρούτων που διατίθενται στο εμπόριο. Αντιθέτως, οιαδήποτε απόπειρα του οργανισμού να επιβάλει τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω συστάσεις, εφαρμόζοντας οποιασδήποτε μορφής κυρώσεις ή ασκώντας την εξουσία που του παρέχει η πράξη ίδρυσης του, προκειμένου να ασκήσει πίεση στους καλλιεργητές ή στους εμπόρους, είναι παράνομη ενόψει του εξαντλητικού χαρακτήρα της κοινοτικής ρύθμισης.

    25

    Βάσει των πιο πάνω ερμηνευτικών κριτηρίων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει αν και κατά πόσο η άσκηση των καθηκόντων του Συμβουλίου Ανάπτυξης που του ανέθεσαν οι εθνικοί κανόνες είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο.

    Ως προς την υποχρεωτική συμμετοχή

    26

    Υπό τα στοιχεία 6 και ε του πρώτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά ειδικότερα αν οι αναφερόμενες στο εν λόγω ερώτημα κοινοτικές διατάξεις καθιστούν αθέμιτη την υποχρέωση που επιβάλλεται στους παραγωγούς, η παραγωγική ικανότητα των οποίων υπερβαίνει ορισμένα όρια, να εγγράφονται στα οικεία βιβλία οργανισμού όπως το Συμβούλιο Ανάπτυξης.

    27

    Επ' αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχετικές με τις οργανώσεις παραγωγών διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72 δεν απαγορεύουν τη σύσταση άλλων οργανώσεων, στις οποίες οι παραγωγοί πρέπει να γίνουν μέλη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ο εν λόγω οργανισμός δεν ασκεί δραστηριότητες που αφορούν το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

    28

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η υποχρέωση συμμετοχής σε τέτοιο οργανισμό δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις που αναφέρονται στο ερώτημα, εκτός αν οι δραστηριότητες του εν λόγω οργανισμού είναι οι ίδιες αντίθετες προς τις εν λόγω διατάξεις.

    Ως προς την εισφορά που επιβάλλεται οτονς καλλιεργητές

    29

    Υπό το στοιχείο δ του πρώτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν εισφοράς όπως η υπό κρίση, είναι υπό την έννοια αυτή ασυμβίβαστη προς τις κοινοτικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται το ερώτημα αυτό.

    30

    Όσον αφορά τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης, αρκεί επ' αυτού να τονιστεί, όπως έπραξε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με την απόφαση του της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 74/76 (Iannelli και Volpi κατά Meroni, ECR 1977, σ. 557), ότι οι επιβαρύνσεις που συνιστούν μέτρα φορολογικής φύσης ή ισοδύναμου αποτελέσματος δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων αυτών, αλλά σ' εκείνο των άρθρων 9 μέχρι 16 και 95 της συνθήκης. Δεδομένου ότι η επίδικη εισφορά δεν εφαρμόζεται στα εισαγόμενα προϊόντα και θίγει μόνο τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή, όπως ακριβώς και τα προϊόντα που πωλούνται στην εγχώρια αγορά δεν δημιουργεί ζητήματα ούτε σε σχέση με τα προαναφερθέντα άρθρα.

    31

    Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, ειδικότερα με την απόφαση του της 26ης Οκτωβρίου 1983 στην υπόθεση 297/82 {De Samvirkende Danske Landboforeninger, Συλλογή σ. 3299), επιβάρυνση που επιβάλλεται σε γεωργοπαραγωγούς είναι ασυμβίβαστη προς τις περί γεωργικής πολιτικής κοινοτικές διατάξεις, στο μέτρο που συνεπάγεται την παρακώλυση της λειτουργίας των μηχανισμών που προβλέπονται στο πλαίσιτο της κοινής οργάνωσης αγορών, λόγω της επιρροής της στη διαμόρφωση των τιμών ή λόγω δομικών αλλαγών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που ενδέχεται να επιφέρει. Μολονότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν και κατά πόσο η επιβάρυνση για την οποία καλείται να αποφανθεί έχει επιφέρει πράγματι τέτοια αποτελέσματα, πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι κατά γενικό κανόνα επιβάρυνση, το προϊόν της οποίας χρησιμοποιείται κατ' ουσίαν για διαφημιστικά δημοσιεύματα, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση 9α έπρεπε να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, δεν είναι δυνατό να συνεπάγεται τέτοια αποτελέσματα.

    32

    Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η επιβολή επιβάρυνσης, όπως η επίδικη, αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο που προορίζεται να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τις διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης.

    33

    Άρα, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δο9εί η ακόλουθη απάντηση:

    α)

    Οι διατάξεις της συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και περί γεωργίας, καθώς και η κανονιστική ρύθμιση περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους των κρατών μελών θέσπιση ή διατήρηση μέτρων:

    αα)

    με τα οποία ιδρύεται Συμβούλιο Ανάπτυξης στον τομέα της παραγωγής φρούτων, συγκείμενο από μέλη διοριζόμενα από τον αρμόδιο υπουργό, ιδίως μεταξύ των ενδιαφερομένων καλλιεργητών, και

    66)

    με τα οποία υποχρεώνονται μόνο οι καλλιεργητές φρούτων οι οποίοι κατέχουν φυτευμένη έκταση μεγαλύτερη από τα καθορισμένα κατώτατα όρια, να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του εν λόγω συμβουλίου, να του υποβάλλουν δηλώσεις και να του παρέχουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους στον τομέα, τέλος δε να χρηματοδοτούν, καταβάλλοντος ετήσια εισφορά, τις διοικητικές και λοιπές δαπάνες του συμβουλίου,

    στο μέτρο που οι δραστηριότητες του συμβουλίου αυτού συνίστανται στην κατάρτιση στατιστικών, ενθάρρυνση ή διενέργεια ερευνών, διάθεση των κατ' αυτόν τον τρόπο συγκεντρούμενων αποτελεσμάτων στους καλλιεργητές και στην παροχή στους τελευταίους τεχνικών συμβουλών που αφορούν την καλλιέργεια φρούτων.

    6)

    Οι εν λόγω διατάξεις δεν αντιτίθενται στη διαφημιστική προβολή εκ μέρους ενός τέτοιου οργανισμού των ειδικών προτερημάτων των παραγόμενων εντός του οικείου κράτους μέλους φρούτων, ούτε στη διοργάνωση εκστρατειών για την προώθηση της πώλησης ορισμένων ποικιλιών, τονίζοντας τις ιδιαίτερες ιδιότητες τους, ακόμη και όταν οι ποικιλίες αυτές είναι τυπικές ποικιλίες της εθνικής παραγωγής θα αντέβαινε στο άρθρο 30 της συνθήκης, αν ο εν λόγω οργανισμός επεδίωκε με διαφημιστικά δημοσιεύματα να αποτρέψει την αγορά προϊόντων από άλλα κράτη μέλη, να τα υποτιμήσει στα μάτια των καταναλωτών ή να προτρέπει τους καταναλωτές να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα αποκλειστικά και μόνο λόγω της εθνικής τους καταγωγής.

    γ)

    Οι εν λόγω διατάξεις δεν αντιτίθενται επίσης στην παροχή εκ μέρους ενός τέτοιου οργανισμού — στο πλαίσιο του γενικού συμβουλευτικού του ρόλου — συμβουλών στους καλλιεργητές σχετικά με την ποιότητα και τη συσκευασία των φρούτων που διατίθενται στο εμπόριο- αντιθέτως, θα αντέβαινε στον εξαντλητικό χαρακτήρα του συστήματος κοινών κανόνων ποιότητας, η προσπάθεια ενός τέτοιου οργανισμού να επιβάλει συμμόρφωση προς κανόνες διαφορετικούς από αυτούς τους κοινούς κανόνες, εφαρμόζοντας οποιεσδήποτε κυρώσεις ή ασκώντας την εξουσία που τους παρέχει η πράξη ίδρυσης του, προκειμένου να ασκήσει πίεση στους καλλιεργητές ή στους εμπόρους.

    δ)

    Οι εν λόγω διατάξεις καθιστούν παράνομη την υποχρέωση των καλλιεργητών να συμμετέχουν σε τέτοιο οργανισμό ή να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητες του, με την καταβολή εισφοράς, όταν και στο μέτρο που οι δραστηριότητες αυτές είναι αντίθετες προς τις εν λόγω διατάξεις.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    34

    Από τα προηγηθέντα είναι εμφανές ότι η δοθείσα στο πρώτο ερώτημα απάντηση λαμβάνει υπόψη αφενός τη φύση των καθηκόντων που επιτελεί ο εν λόγω οργανισμός και αφετέρου το γεγονός ότι πρόκειται για οργανισμό που ιδρύθηκε από την κυβέρνηση κράτους μέλους και χρηματοδοτείται μέσω εισφορών που επιβάλλονται στους καλλιεργητές δυνάμει εθνικών διατάξεων. Αντιθέτως, η διαδικασία που ακολούθησε η κυβέρνηση κατά την ίδρυση του οργανισμού αυτού και ειδικότερα η φύση και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων στις οποίες προέβη πριν λάβει τις αποφάσεις της σχετικά με την ίδρυση ή τη διατήρηση του οργανισμού είναι άσχετα με την απάντηση που πρέπει να δοθεί.

    35

    Η απάντηση που πρέπει να δοθεί, επομένως, στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι το γεγονός ότι το εν λόγω συμβούλιο ιδρύθηκε και διατηρήθηκε με τη ρητή έγκριση καλλιεργητών εκπροσωπούντων περισσότερο από το ήμισυ των φυτευμένων εκτάσεων και ύστερα από διαβουλεύσεις με οργανώσεις προδήλως αντιπροσωπευτικές μεγάλου αριθμού προσώπων ασχολούμενων αυτοτελώς ή ως μισθωτών με τις δραστηριότητες του σχετικού τομέα, δεν επηρεάζει την απάντηση που δίδεται στο πρώτο ερώτημα.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    36

    Με το εν λόγω ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να του παράσχει τα κριτήρια ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που του είναι αναγκαία προκειμένου να εκτιμήσει τις συνέπειες από ενδεχόμενο ασυμβίβαστο της επίδικης ρύ9μισης προς τις κοινοτικές διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο ερώτημα του.

    37

    Επ' αυτού, πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρ9ρα 30 και 34 της συνθήκης απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα, που οι τελευταίοι μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών. Όσον αφορά τους κανονισμούς για την κοινή οργάνωση αγορών, το ίδιο άμεσο αποτέλεσμα απορρέει από το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 189 της συνθήκης, οι κανονισμοί ισχύουν άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    38

    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί, όπως έπραξε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με την απόφαση του της 27ης Μαρτίου 1980 στην υπόθεση 61/79 (Amministrazione delle Finanze dello Stato κατά Denkavit Italiana, ECR 1980, σ. 1205), ότι η ερμηνεία των κανόνων του κοινοτικού δικαίου στην οποία προέβη το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της συνθήκης, μπορεί και πρέπει να ακολουθείται από τα εθνικά δικαστήρια ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν και καταρτίστηκαν πριν από την έκδοση της ερμηνευτικής απόφασης, εφόσον κατά τα λοιπά πληρούνται οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων διαφορά σχετική με την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων.

    39

    Από τις πιο πάνω σκέψεις έπεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου μπορούν να προβληθούν ως άμυνα κατά αξιώσεως καταβολής εισφοράς, η οποία είναι ασυμβίβαστη προς τις εν λόγω διατάξεις, και ότι επίσης μπορούν να στηρίξουν και αξίωση για την επιστροφή τέτοιας εισφοράς, όταν καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

    40

    Όταν η εισφορά προορίζεται για τη χρηματοδότηση οργανισμού, μερικές από τις δραστηριότητες του οποίου κρίνονται αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν, ενόψει της σημασίας των εν λόγω δραστηριοτήτων, το γεγονός αυτό θίγει τη νομιμότητα της εισφοράς και πρέπει να οδηγήσει σε πλήρη ή μερική απαλλαγή.

    41

    Εναπόκειται επίσης στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να επιστραφεί μια τέτοια εισφορά και αν και μέχρι ποίου βαθμού το εν λόγω δικαίωμα προς επιστροφή αντισταθμίζεται από τα άμεσα πλεονεκτήματα που συνεπάγονται οι δραστηριότητες του εν λόγω οργανισμού υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.

    42

    Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

    α)

    Τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης και οι κανονισμοί περί κοινής οργανώσεως αγορών απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα, που οι τελευταίοι μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

    6)

    Οι πιο πάνω διατάξεις, μπορούν να προβληθούν ως άμυνα κατά αξιώσεως καταβολής εισφοράς, η οποία είναι ασυμβίβαστη προς τις εν λόγω διατάξεις και μπορούν να στηρίξουν αξίωση για την επιστροφή τέτοιας εισφοράς, έστω και αν η καταβολή έγινε πριν προκύψει αυτό το ασυμβίβαστο από δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της συνθήκης.

    γ)

    Όταν η εισφορά προορίζεται για τη χρηματοδότηση οργανισμού, μερικές από τις δραστηριότητες του οποίου κρίνονται αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν, ενόψει της σημασίας των εν λόγω δραστηριοτήτων, το γεγονός αυτό θίγει τη νομιμότητα της εισφοράς και πρέπει να οδηγήσει σε πλήρη ή μερική απαλλαγή.

    δ)

    Υπό τις ίδιες περιστάσεις, εναπόκειται επίσης στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να επιστραφεί μια τέτοια εισφορά, και αν και μέχρι ποίου βαθμού το εν λόγω δικαίωμα προς επιστροφή αντισταθμίζεται από τα άμεσα πλεονεκτήματα που συνεπάγονται οι δραστηριότητες του εν λόγω οργανισμού υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    43

    Με το τελευταίο ερώτημα του, το εθνικό δικαστήριο, ερωτά, κατ' ουσίαν, αν η προβλεπόμενη από τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης απαγόρευση των μέτρων ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος, για τα προϊόντα που κατά το χρόνο προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου στις Κοινότητες υπάγονταν στην κοινή οργάνωση αγοράς, άρχισε να ισχύει την 1η Φεβρουαρίου 1973, όπως προβλέπει το άρ3ρο 60, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης, ή την 1η Ιανουαρίου 1975, ημερομηνία την οποία προβλέπει ο γενικός κανόνας του άρθρου 42, δεύτερη παράγραφος της Πράξης Προσχώρησης.

    44

    Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 29ης Μαρτίου 1979 στην υπόθεση 231/78 {Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βαοιλείον, ECR 1979, σ. 1447), οι διατάξεις του άρθρου 60 συνιστούν εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες που θέτει το άρθρο 42.

    45

    Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όσον αφορά τα προϊόντα που κατά το χρόνο προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου υπάγονταν στην κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, οι διατάξεις της συνθήκης που απαγορεύουν μέτρα ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος, κατέστησαν εφαρμοστέες στο Ηνωμένο Βασίλειο την 1η Φεβρουαρίου 1973, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    46

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η δανική κυβέρνηση, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Διά ταύτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tunbridge Wells County Court, με απόφαση της 19ης Ιουλίου 1982, αποφαίνεται:

     

    1.

    α)

    Οι διατάξεις της συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και περί γεωργίας, καθώς και η κανονιστική ρύθμιση περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους των κρατών μελών θέσπιση ή διατήρηση μέτρων:

    αα)

    με τα οποία ιδρύεται Συμβούλιο Ανάπτυξης στον τομέα της παραγωγής φρούτων, συγκείμενο από μέλη διοριζόμενα από τον αρμόδιο υπουργό, ιδίως μεταξύ των ενδιαφερόμενων καλλιεργητών, και

    66)

    με τα οποία υποχρεώνονται μόνο οι καλλιεργητές φρούτων οι οποίοι κατέχουν φυτευμένη έκταση μεγαλύτερη από τα καθορισμένα κατώτατα όρια, να εγγράφονται στα οικεία βιβλία του εν λόγω συμβουλίου, να του υποβάλλουν δηλώσεις και να του παρέχουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους στον τομέα, τέλος δε να χρηματοδοτούν, καταβάλλοντος ετήσια εισφορά, τις διοικητικές και λοιπές δαπάνες του συμβουλίου,

    στο μέτρο που οι δραστηριότητες του συμβουλίου αυτού συνίστανται στην κατάρτιση στατιστικών, ενθάρρυνση ή διενέργεια ερευνών, διάθεση των κατ' αυτόν τον τρόπο συγκεντροόμενων αποτελεσμάτων στους καλλιεργητές και στην παροχή στους τελευταίους τεχνικών συμβουλών που αφορούν την καλλιέργεια φρούτων.

    6)

    Οι εν λόγω διατάξεις δεν αντιτίθενται στη διαφημιστική προβολή εκ μέρους ενός τέτοιου οργανισμού των ειδικών προτερημάτων των παραγόμενων εντός του οικείου κράτους μέλους φρούτων, ούτε στη διοργάνωση εκστρατειών για την προώθηση της πώλησης ορισμένων ποικιλιών, τονίζοντας τις ιδιαίτερες ιδιότητες τους, ακόμη και όταν οι ποικιλίες αυτές είναι τυπικές ποικιλίες της εθνικής παραγωγής* θα αντέβαινε στο άρθρο 30 της συνθήκης, αν ο εν λόγω οργανισμός επεδίωκε με διαφημιστικά δημοσιεύματα να αποτρέψει την αγορά προϊόντων από άλλα κράτη μέλη, να τα υποτιμήσει στα μάτια των καταναλωτών ή να προτρέπει τους καταναλωτές να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα αποκλειστικά και μόνο λόγω της εθνικής τους καταγωγής.

    γ)

    Οι εν λόγω διατάξεις δεν αντιτίθενται επίσης στην παροχή εκ μέρους ενός τέτοιου οργανισμού — στο πλαίσιο του γενικού συμβουλευτικού του ρόλου — συμβουλών στους καλλιεργητές σχετικά με την ποιότητα και τη συσκευασία των φρούτων που διατίθενται στο εμπόριο* αντιθέτως, θα αντέβαινε στον εξαντλητικό χαρακτήρα του συστήματος κοινών κανόνων ποιότητας, η προσπάθεια ενός τέτοιου οργανισμού να επιβάλει συμμόρφωση προς κανόνες διαφορετικούς από αυτούς τους κοινούς κανόνες, εφαρμόζοντας οποιεσδήποτε κυρώσεις ή ασκώντας την εξουσία που του παρέχει η πράξη ίδρυσης του, προκειμένου να ασκήσει πίεση στους καλλιεργητές ή στους εμπόρους.

    δ)

    Οι εν λόγω διατάξεις καθιστούν παράνομη την υποχρέωση των καλλιεργητών να συμμετέχουν σε τέτοιο οργανισμό ή να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητες του, με την καταβολή εισφοράς, όταν και στο μέτρο που οι δραστηριότητες αυτές είναι αντίθετες προς τις εν λόγω διατάξεις.

     

    2.

    Το γεγονός ότι το εν λόγω συμβούλιο ιδρύθηκε και διατηρήθηκε με τη ρητή έγκριση καλλιεργητών εκπροσωπούντων περισσότερο από το ήμισυ των φυτευμένων εκτάσεων και ύστερα από διαβουλεύσεις με οργανώσεις προδήλως αντιπροσωπευτικές μεγάλου αριθμού προσώπων ασχολούμενων αυτοτελώς ή ως μισθωτών με τις δραστηριότητες του σχετικού τομέα, δεν επηρεάζει την απάντηση που δίδεται στο πρώτο ερώτημα.

     

    3.

    α)

    Τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης και οι κανονισμοί περί κοινής οργανώσεως αγορών απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα, που οι τελευταίοι μπορούν να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών·

    6)

    οι πιο πάνω διατάξεις, μπορούν να προβληθούν ως άμυνα κατά αξιώσεως καταβολής εισφοράς, η οποία είναι ασυμβίβαστη προς τις εν λόγω διατάξεις και μπορούν να στηρίξουν αξίωση για την επιστροφή τέτοιας εισφοράς, έστω και αν η καταβολή έγινε πριν προκύψει αυτό το ασυμβίβαστο από δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της συνθήκης·

    γ)

    όταν η εισφορά προορίζεται για τη χρηματοδότηση οργανισμού, μερικές από τις δραστηριότητες του οποίου κρίνονται αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν, ενόψει της σημασίας των εν λόγω δραστηριοτήτων, το γεγονός αυτό θίγει τη νομιμότητα της εισφοράς και πρέπει να οδηγήσει σε πλήρη ή μερική απαλλαγή·

    δ)

    υπό τις ίδιες περιστάσεις, εναπόκειται επίσης στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να επιστραφεί μια τέτοια εισφορά, και αν και μέχρι ποίου βαθμού το εν λόγω δικαίωμα προς επιστροφή αντισταθμίζεται από τα άμεσα πλεονεκτήματα που συνεπάγονται οι δραστηριότητες του εν λόγω οργανισμού υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.

     

    4.

    Όσον αφορά τα προϊόντα που κατά το χρόνο της προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου υπάγονταν στην κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, οι διατάξεις της συνθήκης που απαγορεύουν τα μέτρα ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς αποτελέσματος κατέστησαν εφαρμοστέες στο Ηνωμένο Βασίλειο την 1η Φεβρουαρίου 1973, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης.

     

    Mertens de Wilmars

    Koopmans

    Bahlmann

    Pescatore

    Mackenzie Stuart

    O'Keeffe

    Bosco

    Due

    Everling

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1983.

    Κατ' εντολή του γραμματέα

    Η. Α. Rühi

    Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    Ο πρόεδρος

    J. Mertens de Wilmars

    Top