Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CJ0053

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 1982.
    D.M. Levin κατά Staatssecretaris van Justitie.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες.
    Δικαίωμα παραμονής.
    Υπόθεση 53/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -01035

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:105

    61981J0053

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 23ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1982. - D. M. LEVIN ΚΑΤΑ STAATSSECRETARIS VAN JUSTITIE. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟΥ RAAD VAN STATE). - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 53/81.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 01035
    Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00219
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00335
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00351


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 . Ελεύθερη κυκλοφορία τών προσώπων — Εργαζόμενος — Μισθωτή δραστηριότης — Έννοιες — Συσταλτική ερμηνεία — Ανεπίτρεπτη

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 48 )

    2 . Ελεύθερη κυκλοφορία τών προσώπων — Εργαζόμενος — Έννοια — Άσκηση γνησίας καί πραγματικής μισθωτής δραστηριότητος — Εισοδήματα κατώτερα τού νομίμου κατωτάτου μισθού — Άνευ επιρροής

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 48 )

    3 . Ελεύθερη κυκλοφορία τών προσώπων — Εργαζόμενος — Επιδιωκόμενοι σκοποί κατά τήν αναζήτηση εργασίας σέ άλλο Κράτος μέλος — Άνευ επιρροής επί τού δικαιώματος εισόδου καί παραμονής

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 48 )

    Περίληψη


    1 . Οι οροι «εργαζόμενος» καί «αμειβομένη δραστηριότης» ορίζουν τό πεδίο εφαρμογής μιάς από τίς θεμελιώδεις ελευθερίες πού εξασφαλίζει η συνθήκη καί γιά τόν λόγο αυτό δέν δύνανται νά ερμηνευθούν συσταλτικώς .

    2.Οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου αφορούν καί τόν υπήκοο Κράτους μέλους , πού εργάζεται επί μισθώ στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους , εκ τής εργασίας του δέ αυτής αποκομίζει εισοδήματα κατώτερα τού ελαχίστου ορίου συντηρήσεως , οπως τό εννοεί τό τελευταίο αυτό κράτος , είτε συμπληρώνει τά εκ τής εν λόγω εργασίας του εισοδήματα μέ άλλα , μέχρι τού εν λόγω ελαχίστου ορίου είτε αρκείται σέ μέσα συντηρήσεως κατώτερα τού ορίου αυτού , αρκεί νά ασκεί μιά πραγματική καί γνησία δραστηριότητα .

    3.Τά κίνητρα πού ώθησαν τόν εργαζόμενο ενός Κράτους μέλους νά αναζητήσει εργασία σέ άλλο Κράτος μέλος ειναι αδιάφορα , οσον αφορά τό δικαίωμά του εισόδου καί παραμονής στό έδαφος τού τελευταίου αυτού κράτους , εφ’ οσον ασκεί ή επιθυμεί νά ασκήσει πραγματική καί γνησία δραστηριότητα .

    Διάδικοι


    Στήν υπόθεση 53/81 ,

    πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού ολλανδικού Raad van State , afdeling rechtspraak , πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής δίκης πού εκκρεμεί ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    D . M . LEVIN , Άμστερνταμ ,

    καί

    STAATSSECRETARIS VAN JUSTITIE ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 48 τής συνθήκης ΕΟΚ καθώς καί ορισμένων διατάξεων κοινοτικών οδηγιών καί κανονισμών περί τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών προσώπων στό εσωτερικό τής Κοινότητος ,

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Μέ παρεμπίπτουσα απόφαση τής 28ης Νοεμβρίου 1980 , η οποία περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 11 Μαρτίου 1981 , τό ολλανδικό Raad van State υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , τρία προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 48 τής συνθήκης , καθώς καί ορισμένων διατάξεων κοινοτικών κανονισμών καί οδηγιών περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών προσώπων στό εσωτερικό τής Κοινότητος .

    2 Η Levin , αιτούσα στήν κυρία δίκη , βρετανικής υπηκοότητος , σύζυγος υπηκόου τρίτης χώρας , εζήτησε άδεια παραμονής στίς Κάτω Χώρες . Η άδεια αυτή δέν τής εδόθη , σύμφωνα μέ τήν ολλανδική νομοθεσία , επειδή δέν ήσκει επάγγελμα στίς Κάτω Χώρες καί , επομένως , δέν ηδύνατο νά θεωρηθεί ως «προνομιούχος υπήκοος ΕΟΚ» κατά τήν έννοια τής ανωτέρω νομοθεσίας .

    3Η Levin υπέβαλε αίτηση επανεξετάσεως τής αποφάσεως αυτής ενώπιον τού Staatssecretaris van Justitie , μετά τήν απόρριψη τής οποίας ήσκησε προσφυγή , ενώπιον τού Raad van State , υποστηρίζουσα οτι εν τώ μεταξύ ειχε αρχίσει νά εργάζεται επί μισθώ στίς Κάτω Χώρες καί οτι , εν πάση περιπτώσει , η ίδια καί ο σύζυγός της διέθεταν περιουσιακά στοιχεία καί εισοδήματα υπερεπαρκή γιά τήν συντήρησή τους , ακόμη καί χωρίς νά εργάζονται .

    4 Τό Raad van State , εκτιμώντας οτι η εκδοθησομένη απόφαση εξηρτάτο από τήν ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου , υπέβαλε τά ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα :

    «1 . Ο ορος «begunstigde EEG-onderdaan» ( προνομιούχος υπήκοος ΕΟΚ ), μέ τόν οποίο , στήν ολλανδική νομοθεσία , νοείται ο υπήκοος Κράτους μέλους , σύμφωνα μέ τόν ορισμό τού άρθρου 1 τής οδηγίας 64/221 , τού Συμβουλίου τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , τής 25ης Φεβρουαρίου 1964 , καί ο οποίος χρησιμοποιείται στήν νομοθεσία αυτή γιά τόν προσδιορισμό τής κατηγορίας τών προσώπων επί τών οποίων εφαρμόζεται τό άρθρο 48 τής συνθήκης περί ιδρύσεως τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος , καί ο κανονισμός 1612/68 τής 15ης Οκτωβρίου 1958 , τόν οποίο εξέδωσε τό Συμβούλιο τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ’ εφαρμογή τού ανωτέρω άρθρου , καθώς καί οι οδηγίες 64/221 τής 25ης Φεβρουαρίου 1964 καί 68/360 τής 15ης Οκτωβρίου 1968 , έχει τήν έννοια οτι αφορά καί τόν υπήκοο Κράτους μέλους , ο οποίος ασκεί στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους μισθωτή , ή όχι δραστηριότητα ή πού παρέχει εκεί υπηρεσίες , σέ βαθμό τόσο περιορισμένο , ωστε νά πορίζεται εισόδημα κατώτερο από εκείνο τό οποίο στό τελευταίο αυτό Κράτος μέλος θεωρείται ως τό ελάχιστο οριο γιά τήν συντήρησή του ;

    2.Γιά νά δοθεί απάντηση στό πρώτο ερώτημα , πρέπει νά γίνει διάκριση μεταξύ αφ’ ενός τών προσώπων τά οποία , παράλληλα ή επί πλέον τών εσόδων πού έχουν από τήν περιορισμένη δραστηριότητά τους , έχουν καί άλλα εισοδήματα ( πχ . εισοδήματα πού προέρχονται από τά περιουσιακά στοιχεία ή από τήν εργασία τού συζύγου τους , ο οποίος τά συνοδεύει καί ο οποίος δέν ειναι υπήκοος Κράτους μέλους ), έτσι ωστε νά διαθέτουν επαρκή μέσα συντηρήσεως κατά τήν έννοια τού ερωτήματος 1 καί αφ’ ετέρου τών προσώπων πού δέν διαθέτουν άλλα παρόμοια πρόσθετα εισοδήματα , αλλά πού γιά ιδιαίτερους λόγους , αρκούνται σέ εισόδημα κατώτερο εκείνου πού θεωρείται γενικά ως τό κατώτατο οριο ;

    3.Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στό πρώτο ερώτημα , ειναι δυνατό νά γίνει επίκληση μέ τήν αυτή ισχύ τού δικαιώματος ενός τέτοιου εργαζομένου περί ελευθέρας εισόδου καί εγκαταστάσεως στό Κράτος μέλος , στό οποίο ασκεί ή επιθυμεί νά ασκήσει δραστηριότητα ή εντός τού οποίου παρέχει ή επιθυμεί νά παρέχει υπηρεσίες σέ περιορισμένο βαθμό , οταν αποδεικνύεται ή πιθανολογείται οτι , μέ τήν εγκατάσταση στό εν λόγω Κράτος μέλος , επιδιώκονται κυρίως σκοποί διάφοροι από τήν άσκηση δραστηριότητος ή τήν παροχή υπηρεσιών σέ περιορισμένο βαθμό;»

    5 Καίτοι τά ερωτήματα αυτά , οπως ειναι διατυπωμένα , αφορούν τόσο τήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εργαζομένων , οσο καί τήν ελευθερία εγκαταστάσεως καί τήν ελεύθερη παροχή υπηρεσιών , από τά στοιχεία τής κυρίας δίκης προκύπτει οτι ο εθνικός δικαστής αναφέρεται πράγματι μόνο στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εργαζομένων . Επομένως , οι απαντήσεις πρέπει νά περιορισθούν σέ ο,τι αφορά τήν ελευθερία αυτή .

    Επί τού πρώτου καί τού δευτέρου ερωτήματος

    6 Μέ τό πρώτο καί τό δεύτερο ερώτημα , πού πρέπει νά εξετασθούν μαζί , τό εθνικό δικαστήριο ερωτά κυρίως , άν οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου αφορούν καί τόν υπήκοο Κράτους μέλους πού εργάζεται μέν επί μισθώ στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους , από τήν εργασία του ομως αυτή αποκομίζει εισοδήματα κατώτερα τού ελαχίστου ορίου συντηρήσεως , κατά τήν έννοια τής νομοθεσίας τού δευτέρου Κράτους μέλους . Συγκεκριμένα ερωτάται άν , οι διατάξεις αυτές αφορούν τό ανωτέρω πρόσωπο , στήν περίπτωση πού είτε συμπληρώνει τά εκ τής εν λόγω επί μισθώ εργασίας του εισοδήματα μέ άλλα , μέχρι τού ανωτέρω ελαχίστου ορίου είτε αρκείται σέ μέσα συντηρήσεως κατώτερα τού ορίου αυτού .

    7 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 48 τής συνθήκης , εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία τών εργαζομένων εντός τής Κοινότητος . Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται τήν κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ τών εργαζομένων τών Κρατών μελών , οσον αφορά τήν απασχόληση , τήν αμοιβή καί τούς άλλους ορους εργασίας , περιλαμβάνει δέ τό δικαίωμα , υπό τήν επιφύλαξη τών περιορισμών πού δικαιολογούνται γιά λόγους δημοσίας τάξεως , δημοσίας ασφαλείας καί δημοσίας υγείας , νά αποδέχονται πραγματικές προσφορές εργασίας , νά διακινούνται ελεύθερα , γιά τόν σκοπό αυτόν εντός τού εδάφους τών Κρατών μελών , νά διαμένουν σέ ενα από τά Κράτη μέλη μέ τόν σκοπό νά εργάζονται εκεί καί νά παραμένουν εκεί μετά τό πέρας τής εργασίας αυτής .

    8 Η διάταξη αυτή εφηρμόσθη , μεταξύ άλλων , από τόν κανονισμό 1612/68 τού Συμβουλίου , τής 15ης Οκτωβρίου 1968 περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων στό εσωτερικό τής Κοινότητος ( ΕΕ ειδ . έκδ . 05/001 , σ . 33 ) καί από τήν οδηγία 68/360 τού Συμβουλίου , τής ιδίας ημερομηνίας , περί καταργήσεως τών περιορισμών στήν διακίνηση καί στήν διαμονή τών εργαζομένων τών Κρατών μελών καί τών οικογενειών τους στό εσωτερικό τής Κοινότητος ( ΕΕ ειδ . έκδ . 05/001 , σ . 43 ). Σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 τού κανονισμού 1612/68 , κάθε υπήκοος Κράτους μέλους , ανεξαρτήτως τού τόπου διαμονής του , έχει τό δικαίωμα νά αναλαμβάνει μισθωτή δραστηριότητα καί νά τήν ασκεί στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους , συμφώνως πρός τίς νομοθετικές , κανονιστικές καί διοικητικές διατάξεις πού ρυθμίζουν τήν απασχόληση τών ημεδαπών εργαζομένων τού κράτους αυτού .

    9 Ναί μέν τά εκ τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων δικαιώματα , καί ειδικώτερα , τό δικαίωμα εισόδου καί παραμονής στό έδαφος Κράτους μέλους , συνδέονται αντιστοίχως μέ τήν ιδιότητα τού εργαζομένου ή τού προσώπου πού ασκεί ή επιθυμεί νά ασκήσει μία αμειβομένη δραστηριότητα , πλήν ομως οι οροι «εργαζόμενος» καί «αμειβομένη δραστηριότης» δέν ορίζονται ρητώς σέ καμμία σχετική διάταξη . Πρέπει , επομένως , νά κριθεί η σημασία τους μέ αναδρομή στίς γενικώς αναγνωρισμένες ερμηνευτικές αρχές , μέ αφετηρία τήν συνήθη έννοια πού πρέπει ν’ αποδοθεί στούς ορους αυτούς εντός τού συνόλου τών διατάξεων οπου κείνται καί υπό τό φώς τών στόχων τής συνθήκης .

    10 Η ολλανδική καί η δανική κυβέρνηση υπεστήριξαν αντιστοίχως οτι , τίς διατάξεις τού άρθρου 48 τής συνθήκης δύνανται νά επικαλεσθούν μόνο τά πρόσωπα πού εισπράττουν μισθό τουλάχιστον ίσο πρός τά μέσα συντηρήσεως πού θεωρούνται αναγκαία από τή νομοθεσία τού Κράτους μέλους οπου εργάζονται ή οσοι εργάζονται τουλάχιστον επί τόν αριθμό ωρών πού θεωρείται κανονικός γιά πλήρη απασχόληση στόν σχετικό τομέα . Γιά τόν ορισμό τού κατωτάτου μισθού καί τού κατωτάτου αριθμού ωρών ειναι αναγκαία η προσφυγή σέ εθνικά κριτήρια , δεδομένου οτι δέν υπάρχουν σχετικές διατάξεις στήν κοινοτική νομοθεσία .

    11 Τό επιχείρημα αυτό δέν δύναται , πάντως , νά γίνει δεκτό . Όπως έχει ήδη δεχθεί τό Δικαστήριο , μέ τήν απόφαση τής 19ης Μαρτίου 1964 ( Unger , 75/63 , Jurispr . σ . 347 ), οι οροι «εργαζόμενος» καί «αμειβομένη δραστηριότης» δέν δύναται νά ορισθούν διά παραπομπής στίς νομοθεσίες τών Κρατών μελών , αλλά έχουν κοινοτική έννοια . Άλλως , οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων κοινοτικοί κανόνες θά απέβαιναν μάταιοι , διότι τό περιεχόμενο τών ορων αυτών θά ηδύνατο νά ορισθεί καί νά τροποποιηθεί μονομερώς , χωρίς έλεγχο εκ μέρους τών οργάνων τής Κοινότητος , από τίς εθνικές νομοθεσίες , οι οποίες θά ειχαν έτσι τήν δυνατότητα νά αποκλείσουν , κατά τό δοκούν , ωρισμένες κατηγορίες προσώπων , από τήν εφαρμογή τής συνθήκης .

    12 Αυτό θά συνέβαινε ιδίως στήν περίπτωση πού η απόλαυση τών δικαιωμάτων πού παρέχονται βάσει τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων θά ηδύνατο νά εξαρτηθεί από τό κριτήριο ενός μισθού , τόν οποίο η νομοθεσία τού κράτους υποδοχής ορίζει ως κατώτατο , οπότε τό πεδίο εφαρμογής , ratione personae , τών σχετικών κοινοτικών κανόνων θά εποίκιλε από τού ενός Κράτους μέλους στό άλλο . Επομένως , η έννοια καί η έκταση τών ορων «εργαζόμενος» καί «αμειβομένη δραστηριότης» πρέπει νά αποσαφηνισθούν υπό τό φώς τών αρχών τής κοινοτικής εννόμου τάξεως .

    13 Σχετικώς , πρέπει νά υπογραμμισθεί οτι οι οροι αυτοί ορίζουν τό πεδίο εφαρμογής μιάς από τίς θεμελιώδεις ελευθερίες πού εξασφαλίζει η συνθήκη καί γιά τόν λόγο αυτό δέν δύνανται νά ερμηνευθούν συσταλτικώς .

    14 Σύμφωνα μέ τήν αντίληψη αυτή , οι αιτιολογικές σκέψεις τού κανονισμού 1612/68 αναγνωρίζουν γενικώς τό δικαίωμα ολων τών εργαζομένων τών Κρατών μελών νά ασκούν τήν δραστηριότητα τής εκλογής τους στό εσωτερικό τής Κοινότητος , ανεξαρτήτως άν πρόκειται γιά μονίμους , εποχιακούς ή μεθοριακούς εργαζομένους πού ασκούν τήν δραστηριότητά τους επ’ ευκαιρία παροχής υπηρεσιών . Περαιτέρω , η οδηγία 68/360 αναγνωρίζει , στό άρθρο 4 , τό δικαίωμα διαμονής στούς εργαζομένους , μέ απλή επίδειξη τού εγγράφου μέ τό οποίο εισήλθαν στό έδαφος τού συγκεκριμένου κράτους καί μιάς δηλώσεως προσλήψεως τού εργοδότου ή ενός πιστοποιητικού εργασίας , χωρίς νά εξαρτά τό εν λόγω δικαίωμα από καμμία προϋπόθεση οσον αφορά τό ειδος τής εργασίας ή τό υψος τών εσόδων πού αποφέρει .

    15 Μία ερμηνεία πού αποδίδει στούς ορους αυτούς ολη τους τήν έκταση ειναι σύμφωνη καί μέ τούς σκοπούς τής συνθήκης , μεταξύ τών οποίων αναφέρεται , στά άρθρα 2 καί 3 , η εξάλειψη τών εμποδίων στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών προσώπων , μεταξύ τών Κρατών μελών , μέ σκοπό μεταξύ άλλων , τήν προαγωγή τής αρμονικής αναπτύξεως τών οικονομικών δραστηριοτήτων στό σύνολο τής Κοινότητος καί τήν ανύψωση τού βιοτικού επιπέδου . Δεδομένου οτι η εργασία κατά μερική απασχόληση , καίτοι συνήθως πηγή εισοδημάτων κατωτέρων από τό θεωρούμενο ως ελάχιστο οριο συντηρήσεως , αποτελεί , γιά μεγάλο αριθμό προσώπων , αποτελεσματικό μέσο γιά τήν βελτίωση τών συνθηκών διαβιώσεώς τους , η αποτελεσματικότης τού κοινοτικού δικαίου θά εβλάπτετο καί θά ετίθετο υπό αμφισβήτηση η πραγματοποίηση τών σκοπών τής συνθήκης , άν η απόλαυση τών δικαιωμάτων πού παρέχονται στό πλαίσιο τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων επεφυλάσσετο μόνο σέ οσους εργάζονται κατά πλήρη απασχόληση καί κερδίζουν , συνεπώς , μισθό ίσο τουλάχιστον , πρός τόν κατώτατο μισθό πού εξασφαλίζεται στόν συγκεκριμένο τομέα .

    16 Επομένως , οι οροι τού «εργαζομένου» καί τής «αμειβομένης δραστηριότητος» πρέπει νά λαμβάνονται υπό τήν έννοια οτι , οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων διατάξεις αφορούν καί εκείνους , οι οποίοι ασκούν ή επιθυμούν νά ασκήσουν μία αμειβομένη δραστηριότητα κατά μερική απασχόληση , καί οι οποίοι , γιά τόν λόγο αυτό , κερδίζουν ή θά εκέρδιζαν αμοιβή κατώτερη τής ελαχίστης αμοιβής πού εξασφαλίζεται στόν συγκεκριμένο τομέα . Καμμία διάκριση δέν δύναται νά γίνει σχετικώς , μεταξύ τών προσώπων πού επιθυμούν νά αρκούνται στά εισοδήματα πού αποκομίζουν από μιά τέτοια δραστηριότητα καί εκείνων πού συμπληρώνουν τά εισοδήματα αυτά μέ άλλα , είτε προερχόμενα από αγαθά είτε από τήν εργασία κάποιου μέλους τής οικογενείας τους πού τά συνοδεύει .

    17 Πρέπει πάντως νά διευκρινισθεί οτι , ναί μέν η εργασία κατά μερική απασχόληση δέν εξαιρείται τού πεδίου εφαρμογής τών κανόνων περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων , οι κανόνες ομως αυτοί καλύπτουν μόνο τήν άσκηση πραγματικών καί αποτελεσματικών δραστηριοτήτων , κατ’ αποκλεισμόν τόσο περιορισμένων απασχολήσεων , πού εμφανίζονται ως καθαρώς περιθωριακές καί επουσιώδεις . Πράγματι , οπως προκύπτει από τήν διατύπωση τής αρχής τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων , καθώς καί από τήν θέση τών σχετικών κανόνων εντός τού ολου συστήματος τής συνθήκης , οι κανόνες αυτοί εξασφαλίζουν τήν ελεύθερη κυκλοφορία τών προσώπων εκείνων πού ασκούν ή πού επιθυμούν νά ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα .

    18 Επομένως , στό πρώτο καί στό δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση οτι οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου αφορούν καί τόν υπήκοο Κράτους μέλους , πού εργάζεται επί μισθώ στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους , εκ τής εργασίας του δέ αυτής αποκομίζει εισοδήματα κατώτερα τού ελαχίστου ορίου συντηρήσεως , οπως τό εννοεί τό τελευταίο αυτό κράτος , είτε συμπληρώνει τά εκ τής εν λόγω εργασίας του εισοδήματα μέ άλλα , μέχρι τού εν λόγω ελαχίστου ορίου είτε αρκείται σέ μέσα συντηρήσεως κατώτερα τού ορίου αυτού , αρκεί νά ασκεί μία πραγματική καί γνησία δραστηριότητα .

    Επί τού τρίτου ερωτήματος

    19 Τό ερώτημα αυτό αναφέρεται κυρίως στό άν τό δικαίωμα εισόδου καί παραμονής στό έδαφος Κράτους μέλους δύναται νά μή χορηγείται στόν εργαζόμενο ο οποίος , μέ τήν είσοδο καί παραμονή του επιδιώκει προπαντός άλλους σκοπούς από τήν άσκηση μιάς αμειβομένης δραστηριότητος , οπως ορίζεται ο ορος αυτός στήν απάντηση στά δύο πρώτα ερωτήματα .

    20 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 48 παράγραφος 3 τής συνθήκης , τό δικαίωμα ελευθέρας διακινήσεως εντός τού εδάφους τών Κρατών μελών παρέχεται στούς εργαζομένους «προκειμένου» νά αποδέχονται πραγματική προσφορά εργασίας . Οι εργαζόμενοι απολαύουν τού δικαιώματος παραμονής σέ ενα από τά Κράτη μέλη «μέ τόν σκοπό» τής ασκήσεως μιάς εργασίας εκεί . Επί πλέον , ο κανονισμός 1612/68 αναφέρει στό προοίμιό του οτι η ελεύθερη κυκλοφορία συνεπάγεται τό δικαίωμα τών εργαζομένων νά διακινούνται ελεύθερα στό εσωτερικό τής Κοινότητος «γιά νά» ασκήσουν μισθωτή δραστηριότητα , ενώ η οδηγία 68/360 , άρθρο 2 επιβάλλει στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση νά επιτρέπουν στούς εργαζομένους νά εγκαταλείπουν τήν επικράτειά τους «προκειμένου» νά αναλάβουν ή νά ασκήσουν μισθωτή δραστηριότητα στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους .

    21 Οι εκφράσεις αυτές πάντως διατυπώνουν μόνο τήν συνυφασμένη μέ αυτή τήν αρχή τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων επιταγή , νά μή δύνανται νά επικαλεσθούν τά πλεονεκτήματα πού παρέχει τό κοινοτικό δίκαιο στό πλαίσιο τής εν λόγω ελευθερίας παρά μόνο εκείνοι πού ασκούν πράγματι ή επιθυμούν σοβαρώς νά ασκήσουν μιά αμειβομένη δραστηριότητα . Οι εκφράσεις αυτές δέν συνεπάγονται πάντως , οτι η απόλαυση τής ελευθερίας αυτής δύναται νά εξαρτηθεί από τούς σκοπούς πού επιδιώκει ο υπήκοος ενός Κράτους μέλους ζητώντας άδεια εισόδου ή παραμονής στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους , αρκεί πράγματι νά ασκεί ή νά επιθυμεί νά ασκήσει στό κράτος αυτό μία δραστηριότητα πού νά ανταποκρίνεται στά ανωτέρω κριτήρια , δηλαδή μία πραγματική καί γνησία αμειβομένη δραστηριότητα .

    22 Εφ’ οσον πληρούται ο ορος αυτός , τά κίνητρα πού ώθησαν , ενδεχομένως , τόν εργαζόμενο νά αναζητήσει εργασία στό συγκεκριμένο Κράτος μέλος ειναι αδιάφορα καί δέν πρέπει νά λαμβάνονται υπ’ όψη .

    23 Επομένως , στό τρίτο από τά ερωτήματα πού υπέβαλε τό Raad van State προσήκει η απάντηση οτι τά κίνητρα πού ώθησαν τόν εργαζόμενο ενός Κράτους μέλους νά αναζητήσει εργασία σέ άλλο Κράτος μέλος ειναι αδιάφορα , οσον αφορά τό δικαίωμά του εισόδου καί παραμονής στό έδαφος τού τελευταίου αυτού κράτους , εφ’ οσον ασκεί ή επιθυμεί νά ασκήσει πραγματική καί γνησία δραστηριότητα .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί τών δικαστικών εξόδων

    Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η ολλανδική , η δανική , η γαλλική καί η ιταλική κυβέρνηση , καθώς καί η Επιτροπή , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστήριου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα .

    Διατακτικό


    Διά ταύτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε , μέ παρεμπίπτουσα απόφαση τής 28ης Νοεμβρίου 1980 , τό ολλανδικό Raad van State , afdeling rechtspraak , αποφαίνεται :

    1 ) Οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας τών εργαζομένων διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου αφορούν καί τόν υπήκοο Κράτους μέλους , πού εργάζεται επί μισθώ στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους , εκ τής εργασίας του δέ αυτής αποκομίζει εισοδήματα κατώτερα τού ελαχίστου ορίου συντηρήσεως , οπως τό εννοεί τό τελευταίο αυτό κράτος , είτε συμπληρώνει τά εκ τής εν λόγω εργασίας του εισοδήματα μέ άλλα , μέχρι τού εν λόγω ελαχίστου ορίου είτε αρκείται σέ μέσα συντηρήσεως κατώτερα τού ορίου αυτού , αρκεί νά ασκεί μιά πραγματική καί γνησία δραστηριότητα .

    2)Τά κίνητρα πού ώθησαν τόν εργαζόμενο ενός Κράτους μέλους νά αναζητήσει εργασία σέ άλλο Κράτος μέλος ειναι αδιάφορα , οσον αφορά τό δικαίωμά του εισόδου καί παραμονής στό έδαφος τού τελευταίου αυτού κράτους , εφ’ οσον ασκεί ή επιθυμεί νά ασκήσει πραγματική καί γνησία δραστηριότητα .

    Top