This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61981CC0092
Opinion of Mr Advocate General VerLoren van Themaat delivered on 28 January 1982. # Antonia Caracciolo (née Camera) v Institut national d'assurance maladie-invalidité and Union nationale des mutualités socialistes. # Reference for a preliminary ruling: Cour de cassation - Belgium. # Social security for migrant workers - Invalidity pension. # Case 92/81.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 28ης Ιανουαρίου 1982.
Antonia Camera, σύζυγος Caracciolo, κατά Institut national d'assurance maladie-invalidité και Union nationale des mutualités socialistes.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση των δικαιουμένων εργαζομένων - Σύνταξη αναπηρίας.
Υπόθεση 92/81.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 28ης Ιανουαρίου 1982.
Antonia Camera, σύζυγος Caracciolo, κατά Institut national d'assurance maladie-invalidité και Union nationale des mutualités socialistes.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση των δικαιουμένων εργαζομένων - Σύνταξη αναπηρίας.
Υπόθεση 92/81.
Συλλογή της Νομολογίας 1982 -02213
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:23
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ
PIETER VERLOREN VAN THEMAAT
ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 28 'ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 1982 ( 1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Εισαγωγή
Τήν 12η 'Ιουλίου 1965, ἡ Camera ἐκρίθη ἀνίκανη πρός εργασία. Τήν 9η Νοεμβρίου τοῦ ιδίου έτους, ὁ Ιατρός τοῦ ασφαλιστικοῦ της φορέως, τῆς Union nationale des mutualités socialistes (UNMS), τῆς επέτρεψε νά παραμείνει στην Ἰταλία ἀπό 15 Νοεμβρίου μέχρι 14 Δεκεμβρίου. Δέν επανῆλθε ἀπό τήν χώρα αυτή μετά τό πέρας τῆς ἀδείας. Ἀφοῦ δέν ἀνταπεκρίθη σέ πρόσκληση νά υποβληθεί σέ ἰατρική εξέταση στό Βέλγιο, ἐξη-τάσθη ἀπό τό ιταλικό ἵδρυμα ἀσφαλίσεως κατ' ἀσθενείας, ἁρμόδιο στό πλαίσιο διμεροῦς διοικητικῆς συμφωνίας, συναφθείσης μεταξύ Βελγίου καί Ἰταλίας τό 1950. Κατόπιν τῆς εξετάσεως αυτής ἡ Camera εκρίθη ικανή πρός εργασία την 5η 'Ιανουαρίου 1966, ἡ δέ καταβολή τῆς ἀποζημιώσεως τῆς διεκόπη τήν ἴδια ημερομηνία. Τήν 31η 'Ιανουαρίου 1966, υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας, μέσω της αρμοδίας ιταλικής ἀρχής, πρός τό Institut national d'assurance maladie-invalidité (INAMI). Ἡ αἴτηση αυτή υπεβλήθη κατά τά φαινόμενα ἐν ἀγνοία τῶν δυνατοτήτων προσφυγής κατά τῆς ἀνωτέρω ἀποφάσεως μέ τήν ὁποία διεκόπη ἡ καταβολή τῆς ἀποζημιώσεως υπέρ τῆς ενδιαφερόμενης. Τήν 26η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου έτους, ἡ ἀναπηρία τῆς ἀνεγνωρίσθη στήν 'Ιταλία. Τήν 31η Μαΐου 1968, ἡ ὑποβληθείσα στό INAMI αίτηση χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας ἀπερρίφθη, βάσει πάντως, ὅπως διεπιστώθη στην συνέχεια, ἐλλιποῦς φακέλου. Τήν 12η Μαΐου 1969 ἠκολούθησε νέα ἀπορριπτική ἀπόφαση, τήν φορά αὐτή διότι ἡ ενδιαφερομενη οὔτε υπέβαλε αίτηση, οὔτε έλαβε ἀσφαλιστικές παροχές κατά τῶν κινδύνων ἀσθενείας. Ό βελγικός νόμος τοῦ 1963 χορηγεί σύνταξη ἀναπηρίας μόνον ἄν κατεβλήθησαν ἀσφαλιστικές παροχές κατά τῶν κινδύνων ἀσθενείας ἐπί ένα έτος. Ἀφοῦ ἡ υπόθεση ἤχθη ενώπιον διαφόρων δικαστηρίων, τό Cour du travail των Βρυξελλών ἀπέρριψε τήν προσφυγή τήν 24η Νοεμβρίου 1977. Στό πλαίσιο αἰτή-σεως ἀναιρέσεως πού υπεβλήθη κατά τῆς ἀνωτέρω ἀποφάσεως τό Cour de Cassation υπέβαλε τήν 6η 'Απριλίου 1981 ὁρισμένα προδικαστικά ερωτήματα.
2. Τά προδικαστικά ερωτήματα καί τό πλαίσιο στό ὁποῖο εντάσσονται
Τά υποβληθέντα ερωτήματα εἶναι διατυπωμένα ὡς έξης:
1. |
Στην περίπτωση εργαζομένου, ὁ όποιος σέ ἕνα Κράτος μέλος τῆς Ευρωπαϊκής Κοινότητος έτυχε παροχῶν σέ χρήμα λόγω ἀσφαλίσεως κατά ἀσθενείας καί ἀναπηρίας καί στόν όποιο εδόθη ή ἔκριση νά παραμείνει σέ άλλο Κράτος μέλος γιά νά υποβληθεί σέ θεραπεία, διέ-μεινε δέ σ᾿ αυτό τό άλλο κράτος μετά τήν λήξη τῆς καθορισμένης προθεσμίας καί μάλιστα ὑπό ἀντικανονικές συνθήκες ἐξ ἐπόψεως νομοθεσίας τοῦ πρώτου κράτους καί ἐξ ἐπόψεως μιας διοικητικής συμφωνίας μεταξύ τῶν δύο κρατών, ἡ ὁποία εξακολούθησε νά ισχύει δυνάμει τῶν κανονισμών 3 καί 4 περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως τῶν διακινουμένων εργαζομένων, πρέπει τό άρθρο 83 τοῦ ἀνωτέρω κανονισμοῦ 4 νά ἑρμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι ἡ διάταξη αυτή καθορίζει ὄχι μόνο τήν ημερομηνία κατά τήν ὁποία θεωρείται ὅτι έγινε μία δήλωση ἡ προσφυγή πρός τήν ἀρμόδια νά επιληφθεί ἀρχή, όργανο ἡ φορέα, ἀλλά καί τό νομότυπο τῆς αἰτήσεως, ὅταν αυτή ἀπευθύνεται σέ ἀρχή, όργανο ή φορέα Κράτους μέλους διαφορετικού ἀπό τό κράτος τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή τό όργανο ἡ ὁ φορέας εἶναι ἀρμόδιοι νά ἐπιληφθοῦν; |
2. |
Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό πρώτο ερώτημα, πρέπει ἡ διάταξη αυτή νά ἑρμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι πρέπει νά θεωρηθεί έγκυρη ἡ αἴτηση πού υπεβλήθη ὅπως εξετέθη ἀμέσως ἀνωτέρω, ἄν καί ὁ αἰτῶν, σύμφωνα μέ τήν νομοθεσία τοῦ κράτους τῆς αρμοδίας ἀρχής διέμενε κατά ἀντικανονικό τρόπο στό άλλο κράτος; |
3. |
Στην ίδια περίπτωση, ἀντίκεινται οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοί) 3 περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως τῶν διακινουμένων εργαζομένων στην εφαρμογή ἐκ μέρους τοῦ ἀσφαλιστικού φορέως τοῦ ἀρχικοῦ κράτους τῆς ἀρχής τῆς ἐδαφικότητος τῶν παροχών πού προβλέπει ἡ ἐθνική νομοθεσία καί στη συγκεκριμένη περίπτωση ὁ βελγικός νόμος τῆς 9ης Αυγούστου 1963 στό άρθρο 70, παράγραφος 1; |
Τά ἀνωτέρω ἐρωτήματα πρέπει νά εξετασθούν λαμβανομένης ὑπ᾽ ὄψη τῆς ἀποφάσεως τοῦ Cour du travail τῶν Βρυξελλῶν, στην ὁποία τό δικαστήριο αυτό θεωρεί ὅτι την 31η 'Ιανουαρίου 1966, ἡμερομηνία υποβολής τῆς αιτήσεως χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας, ἡ προσφεύγουσα ὑπήγετο ἀκόμη στό βελγικό σύστημα κοινωνικής ἀσφαλίσεως. Όπως τονίζεται στην ἀπόφαση, κατά τό βελγικό δίκαιο, τό δικαίωμα συντάξεως ἀναπηρίας εἶναι συνάρτηση τοῦ ἄν ἡ προσφεύγουσα ελάμβανε ἀσφαλιστικές παροχές κατά κινδύνων ἀσθενείας. Ἄν ὅμως ἡ αίτηση χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας θεωρηθεί ὡς προσφυγή κατά τῆς ἀποφάσεως τῆς 5ης Ἰανουαρίου 1966 μέ τήν ὁποία ἀνεγνωρίσθη ἐκ νέου ἡ Ικανότης της πρός εργασία, τότε εφαρμόζεται τό άρθρο 83 τοῦ κανονισμού 4 τοῦ Συμβουλίου (ΡΒ 1958, ἀριθ. 30, σ. 597), κατά τό όποιο — κατά τό μέτρο πού αυτό ενδιαφέρει τήν προκειμένη περίπτωση —: «Ή ημερομηνία υποβολής τῶν... αιτήσεων ενώπιον ἀρχῆς... ἄλλου Κράτους μέλους, θεωρείται ὡς ἡμερομηνία υποβολής ενώπιον τῆς ἁρμοδίας νά επιληφθεί ἀρχής». Τό αυτό ισχύει ἄν ἡ αἴτηση τῆς προσφευ-γούσης στην κυρία δίκη θεωρηθεί πράγματι ως αἴτηση χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας.
Ή εφαρμογή τοῦ ἀνωτέρω άρθρου, ἐφ᾽ ὅσον ἡ αίτηση θεωρηθεί ὡς προσφυγή, συνεπάγεται τήν τήρηση τῆς προθεσμίας τῶν 30 ήμερων πού προβλέπει τό βελγικό δίκαιο. Τό INAMI πάντως υποστηρίζει ὅτι ή διάταξη αυτή ισχύει μόνον ἐπί κανονικών αιτήσεων. Δεδομένου, ὅτι ἡ αίτηση τῆς Camera δέν παρουσίαζε, κατά τόν ἀνωτέρω φορέα, αυτό τόν χαρακτήρα κανονικότητος λόγω τοῦ ὅτι ἡ ἐνδιαφερομένη παρέμεινε ἀντικανονικῶς στην Ἰταλία, τό ἄρθρο 83 εἶναι ἀνεφάρμοστο. Πρακτική συνέπεια αὐτοθ εἶναι τό ἀπαράδεκτο τῆς θεωρούμενης ὡς ενδίκου μέσου αιτήσεως χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας, πρᾶγμα πού συνεπάγεται ὅτι δέν ἐπληρώθη ἡ προϋπόθεση πρός καταβολή ἀσφαλιστικών παροχών κατά κινδύνων ἀσδενείας. Τό Cour de Cassation υπέβαλε ἐπί τοῦ θέματος δύο ερωτήματα:
1) |
τό άρθρο 83 ἀναφέρεται ἀποκλειστικῶς στον χρόνο υποβολής τῆς αιτήσεως ἡ ή διάταξη αύτη άφορᾶ επίσης τήν κανονικότητα τῆς αιτήσεως; |
2) |
σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως, μία αίτηση ὅπως ἡ ὑποβληθείσα ἀπό τήν Camera, πρέπει νά θεωρηθεί ὡς κανονική; |
Τό τρίτο ερώτημα άφορᾶ ἕνα άλλο εμπόδιο γιά τήν χορήγηση συντάξεως ἀναπηρίας. Τό άρθρο 70, παράγραφος 1, τοῦ ἐν λόγω βελγικού νόμου ὁρίζει μεταξύ άλλων ὅτι ή διαμονή ἐπί τῆς βελγικής επικρατείας ἀποτελεί προϋπόθεση γιά τήν χορήγηση παροχής αὐτοῦ τοῦ είδους.
3. Έπί τοῦ πρώτου ερωτήματος
Τό πρῶτο ἐρώτημα τοῦ Cour de Cassation θέτει τό πρόβλημα τοῦ ἄν τό άρθρο 83 τοῦ κανονισμού 4 καί τό πρός αυτό συνδεόμενο άρθρο 47 τοῦ κανονισμού 3, πρέπει νά ερμηνευθοῦν ὑπό τήν έννοια ὅτι γιά τίς αιτήσεις χορηγήσεως παροχών κοινωνικής ἀσφαλίσεως στίς όποιες ἀναφέρονται οἱ ἀνωτέρω διατάξεις επιβάλλονται επίσης ὅροι πού ἀφοροῦν τό περιεχόμενό τους. Στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως 40/74 (Βέλγιο, Costers καί Vounckx κατά Berufsgenossenschaft Feinmechanik, Jurispr. 1974, σ. 1323 ἑπ.), τό δικαστήριο ἐτόνισε ὅτι οἱ διατάξεις αυτές ἀποσκοπούν κυρίως στην προστασία τῶν ενδιαφερομένων έναντι τῶν συνεπειών τῶν διαφορών πού παρουσιάζουν τά εθνικά συστήματα κοινωνικής ἀσφαλίσεως καί ὅτι πρέπει νά ερμηνευθούν «λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν Ιδιαιτέρων δυσκολιών τίς όποιες συναντούν οἱ εργαζόμενοι πού διαμένουν εντός άλλου Κράτους μέλους καί οἱ όποιοι ενδεχομένως ἀγνοούν τους κανόνες αυτής τῆς κατανομής ἁρμοδιοτήτων (σ. 1329)». 'Αν ἀπό τήν ανωτέρω σκέψη εἶναι ήδη δυνατό νά συναχθεί ὅτι οἱ ἐν λόγω διατάξεις εἶναι μόνο διοικητικοί) χαρακτῆρος, ἡ ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως 108/75 (Balsamo κατά INAMI, Jurispr. 1976, σ. 378 ἑπ.) εἶναι σχετικῶς σαφέστερη. Στήν ἀνωτέρω ἀπόφαση, τό Δικαστήριο ἐδέχθη ὅτι ἄν ἡ αίτηση υπεβλήθη κανονικῶς σύμφωνα μέ τά ὁριζόμενα ἀπό τήν νομοθεσία τοῦ κράτους διαμονής, πληροῦνται ὅλες οἱ προϋποθέσεις ὅσον άφορᾶ τήν υποβολή τῆς αιτήσεως. Τό άρθρο 83 συνιστᾶ ως ἐκ τούτου διάταξη πού ἀφορᾶ ἀπλώς τήν εξομοίωση τῶν ημερομηνιών.
Προτείνω συνεπῶς νά δοθεί ἡ έξῆς ἀπάντηση στό πρῶτο ερώτημα τοῦ Cour de Cassation: «Τό άρθρο 83 τον) κανονισμοί) 4/58 ἀναφέρεται μόνον στην ἡμερομηνία κατά την ὁποία οἱ ἀναφερόμενες στό άρθρο αιτήσεις ἤ ένδικα μέσα υπεβλήθησαν ἐνώπιον τῆς ἀρχής τοῦ άλλου Κράτους μέλους».
4. Ἐπί τοῦ δευτέρου ερωτήματος
'Αν καί τό δεύτερο ερώτημα υπεβλήθη μόνον γιά τήν περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό πρώτο ερώτημα, διατηρεί πράγματι τήν σημασία του καί στό πλαίσιο τής προταθείσης ἀπαντήσεως στό πρώτο ερώτημα, ἐφ᾽ ὅσον κατά τήν εξέταση τής σχετικής ἐπί τοῦ θέματος εθνικής νομοθεσίας ὑπό τό πρίσμα τοῦ κοινοτικοί) δικαίου ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψη καί άλλες διατάξεις πλην τοῦ ἄρθρου 83 τοῦ κανονισμοί) 4/58. Τό παραπέμπον δικαστήριο επιθυμεί κυρίως νά διαφωτισθεῖ ἐπί τοῦ τί προβλέπει τό κοινοτικό δίκαιο ὅσον άφορά τήν κανονικότητα μιᾶς αιτήσεως ἡ ἑνός ενδίκου μέσου, ὅπως αυτά στην προκειμένη περίπτωση.
Ὅπως ὁ μεταγενέστερος κανονισμός 1408/71, ἡ οικονομία τῶν κανονισμών 3 καί 4 συνεπάγεται ὅτι, έκτός τῆς περιπτώσεως πού ὁρίζεται άλλως, οἱ πράξεις αυτές Ὅντικαθιστοῦν τίς προγενέστερες διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ἐπί θεμάτων κοινωνικής ἀσφαλίσεως. Όσον άφορᾶ τίς εκτελεστικές διατάξεις, τό άρθρο 6 τοῦ κανονισμοῦ 4 προβλέπει ὅτι εξακολουθούν νά ισχύουν μόνον ἄν περιλαμβάνονται στό παράρτημα D. Ή βελγο-ἰταλική διοικητική συμφωνία τοῦ 1950 ἀναφέρεται στό παράρτημα μόνον ὅσον άφορᾶ τους εργαζομένους στή γεωργία. Δεδομένου ὅτι ὁ χαρακτηρισμός αυτός δέν ισχύει γιά τήν προσφεύγουσα στην κυρία δίκη, τό πρόβλημα τοῦ ἄν ἡ παράταση τῆς διαμονής της στην Ἰταλία εἶναι κανονική πρέπει νά κριθεί ἀποκλειστικώς βάσει τῶν διατάξεων τῶν κανονισμών 3 καί 4. Ὅπως καί ἡ Ἐπιτροπή, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι ἡ μόνη διάταξη πού 'ίσως εφαρμόζεται ἐν προκειμένω, εἶναι εκείνη τοῦ ἄρθρου 19, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ 3. Ή διάταξη αυτή ὁρίζει τά έξῆς:
«2) μισθωτός ἡ πρός αυτόν εξομοιούμενος εργαζόμενος ὁ όποιος δικαιοῦται παροχών, καταβαλλομένων ύπό ὀργάνου ἑνός Κράτους μέλους, κατοικεί δέ στην επικράτεια τοῦ ὡς άνω κράτους, διατηρεί τό δικαίωμα αυτό, ὅταν μεταφέρει τήν κατοικία του στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους πάντως, πρό τῆς μεταφοράς, ὁ εργαζόμενος ὀφείλει νά λάβει τήν έγκριση τοῦ ἁρμοδίου οργάνου, τό όποιο λαμβάνει δεόντως ὑπ᾽ ὄψη τους λόγους τῆς μεταφοράς».
Ἐπιθυμώ πάντως νά τονίσω ιδιαιτέρως ὅτι ἐξ ὅσων ελέχθησαν δέν πρέπει νά συναχθεί ὅτι τό άρθρο 19, παράγραφος 2, ἐφαρμόζεται πράγματι καί στην προκειμένη περίπτωση. 'Απόκειται στον εθνικό δικαστή νά τό κρίνει. Ή δυνατότης εφαρμογῆς τῆς διατάξεως αυτής εξαρτᾶται ἰδιαιτέρως ἀπό την ύπαρξη κεκτημένου δικαιώματος ἐπί των παροχών έναντι τοῦ INAMI. Ό φορέας αυτός άπαντᾶ ἀρνητικώς στό ἐν λόγω ἐρώτημα, δεδομένου ὅτι ἡ Camera εκρίθη ἐκ νέου ικανή πρός εργασία τήν 5η 'Ιανουαρίου. Ή 'Επιτροπή, ὁπως συνάγεται ἀπό τίς γραπτές καί προφορικές παρατηρήσεις της, θεωρεί ἐν προκειμένω ὅτι πρόκειται γιά αίτηση χορηγήσεως ἀσφαλιστικών παρο-χῶν κατά κινδύνων ἀσθενείας ἡ ἀκόμη γιά προσφυγή κατά τῆς ἀρνήσεως χορηγήσεως ή συνεχίσεως τῆς χορηγήσεως τέτοιων παροχών, καί συνεπώς καταλήγει σέ διαφορετικό συμπέρασμα.
Τό γεγονός, πάντως, ὅτι «ενδεχομένη εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 19, παράγραφος 2, εναπόκειται στόν εθνικό δικαστή» δέν συνεπάγεται, ὅπως υποστήριξε τό INAMI κατά τήν προφορική διαδικασία, ὅτι τό Δικαστήριο δέν δύναται σέ καμμία περίπτωση νά ἀποφανθεί ἐπί τῆς διατάξεως αυτής, ἐφ᾿ ὅσον τό Cour de Cassation δέν υπέβαλε σχετικό ερώτημα. Φυσικά, ἡ διακριτική ευχέρεια τοῦ Δικαστηρίου ἐν προκειμένω δέν εἶναι ἀπεριόριστη. Ὅπως παρετήρησε ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Warner στην ὑπόθεση Greenwich Film Production κατά SACEM (υπόθεση 22/79, Jurispr. 1979, σ. 3275, 3295), τό Δικαστήριο δέν δύναται νά ἀποφανθεί ἐπί ερωτημάτων τά όποια δέν τοῦ υπεβλήθησαν, πράγμα τό όποιο πάντως δέν σημαίνει ὅτι δέν δύναται νά επιστήσει τήν προσοχή ἐπί διατάξεως τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἡ ὁποία, λαμβανομένων ὑπ᾿ ὄψη τῶν πραγματικών περιστατικών, δύναται προφανώς νά τυγχάνει εφαρμογής. Στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως Schwarze (υπόθεση 16/65, Jurispr. 1965, σ. 1081), τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι ἀποτελεί καθήκον του νά διαφωτίσει ἀμέσως τό εθνικό δικαστήριο ἀντί νά τό υποχρεώσει σέ μία τυπολατρεία, ἡ ὁποία θά ἐπεβράδυνε ἀπλώς τήν διαδικασία τοῦ ἄρθρου 177 καί θά ήταν ἀσυμβίβαστη πρός τήν ἴδια τή φύση τοῦ μηχανισμοῦ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ.
'Εκκινώντας ἀπό τήν ὑπόθεση ὅτι ὁ ἐθνικός δικαστής θά έκρινε ὅτι εφαρμόζεται τό άρθρο 19, παράγραφος 2, δέν συμφωνώ μέ τήν ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδει ἡ 'Επιτροπή στην διάταξη αυτή.
Ή 'Επιτροπή, ἀναφερομένη στην ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῆς υποθέσεως 117/77 (Algemeen Ziekenfonds Drenthe-Platteland κατά Pierik, Jurispr. 1978, σ. 825), υποστηρίζει ὅτι ἡ άρνηση εγκρίσεως γιά τήν παράταση τῆς παραμονής, στην προκειμένη περίπτωση, προσκρούει σέ δυσχέρειες ἐν ὄψει τοῦ περιορισμού ὁ όποιος περιλαμβάνεται στην σκέψη 17 τῆς ἀνωτέρω ἀποφάσεως. Κατά τήν άποψη μου, πάντως, δέν είναι δυνατό νά ἀγνοηθεί άνευ ἑτερου ή τελευταία φράση τῆς παραγράφου 2, τοῦ άρθρου 19 τοῦ κανονισμοῦ 3. Ὅπως προκύπτει ἀπό τόν φάκελο τῆς υποθέσεως, ή ενδιαφερομενη ἐζήτησε μόνο καί τῆς επετράπη νά παραμείνει προσωρινώς στην 'Ιταλία, συμφώνως πρός τό άρθρο 19, παράγραφος 1. Δέν ἐζήτησε πάντως έγκριση γιά τήν μεταφορά τῆς κατοικίας τῆς στην 'Ιταλία, ἡ ὁποία ἀπαιτείται κατά τό άρθρο 19, παράγραφος 2. Κατά τοῦτο, ήτοι κατά τό ὅτι καμμία τέτοια έγκριση δέν εἶχε ζητηθεί ἐν προκειμένω, ὅπως προκύπτει ἀπό τόν φάκελο, διαφέρει θεμελιωδώς ή προκειμένη περίπτωση ἀπό εκείνη στην ὁποία ἀναφέρεται ἡ 'Επιτροπή, στην ὁποία ή έγκριση είχε ζητηθεί. Ό συλλογισμός τῆς 'Επιτροπής αἴρει τήν δυνατότητα τῶν Κρατών μελών νά θέσουν τήν ἐν λόγω προϋπόθεση, ἐφ᾿ ᾿ὅσον δέν κρίνει πλέον τό ἀρμόδιο όργανο, άλλά ὁ 'ίδιος ὁ αἰτών, περί τῆς σκοπιμότητος τῆς διατηρήσεως τῶν κεκτημένων δικαιωμάτων του μετά την μεταφορά τῆς κατοικίας του σέ άλλο Κράτος μέλος. Τό κοινοτικό δίκαιο δέν προβλέπει ποιες εἶναι οι νομικές συνέπειες ἐκ τῆς μη τηρήσεως τῆς προϋποθέσεως πού συνίσταται στην υποβολή αιτήσεως γιά τήν έγκριση μεταφοράς τῆς κατοικίας.
Συνεπώς, είμαι τῆς γνώμης ὅτι στό δεύτερο ερώτημα πρέπει νά δοθεί ή ἀπάντηση ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον πληροῦνται οἱ λοιπές προϋποθέσεις γιά την εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 19, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοί) 3, στόν εθνικό δικαστή ἀπόκειται νά εξετάσει ποιες εἶναι κατά τό εθνικό δίκαιο οἱ έννομες συνέπειες ἐκ της μή υποβολῆς αιτήσεως γιά τήν χορήγηση ἐγκρίσεως μεταφορᾶς τῆς κατοικίας, κατά τό άρθρο 19, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοί) 3, ὅσον άφορα τήν χορήγηση ἀσφαλιστικῶν παροχών κατά κινδύνων ἀσθενείας, αναγνωριζομένων βάσει τοῦ ίδιου ἐθνικοῦ δικαίου.
5. 'Επί τοῦ τρίτου ερωτήματος
Καί τό τρίτο ερώτημα υπεβλήθη γιά τήν περίπτωση πού θά ἐδίδετο καταφατική ἀπάντηση στό πρῶτο ερώτημα. Λαμβανομένης ὑπ᾽ ὄψη τῆς ἀπαντήσεως ἡ ὁποία προετάθη γιά τό πρῶτο ερώτημα, τό τρίτο ερώτημα καθίσταται συνεπώς άνευ ἀντικειμένου. Θεωρώ ἐν τούτοις ὅτι, έστω καί ἄν τό άρθρο 83 τοῦ κανονισμού 4 'έχει ἁπλώς διοικητικό χαρακτήρα, εἶναι περαιτέρω οὐσιώδες τό ζήτημα ἄν τό άρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού 3 εμποδίζει τήν ἐκ μέρους τοῦ ἀσφαλιστικού φορέως τοῦ ἀρχικοῦ κράτους εφαρμογή τῆς ἀρχῆς της ἐδαφικότητος, ἡ ὁποία καθιερώνεται ἀπό τίς ἐν λόγω διατάξεις.
'Υπογραμμίζω μία ἀκόμη φορά ὅτι ἡ κανονικότης ἤ μή τῆς παραμονῆς τῆς ενδιαφερομενης στήν 'Ιταλία εἶναι άνευ σημασίας γιά τήν ἀπάντηση στό ἀνωτέρω ερώτημα. Πρόκειται ἐν προκειμένω γιά ἕνα δεύτερο εμπόδιο γιά τήν χορήγηση συντάξεως ἀναπηρίας, στην περίπτωση κατά τήν ὁποία ή αίτηση θά εθεωρείτο πράγματι ὡς αίτηση χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας.
Τό άρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 3 ἀναφέρεται στην καταβολή «συντάξεων ἡ προσόδων καί επιδομάτων θανάτου».
'Από τήν ἀνωτέρω διάταξη συνάγεται ἀναμφιβόλως ὅτι αὐτή δέν ἀναφέρεται στίς ἀσφαλιστικές παροχές κατά κινδύνων ἀσθενείας. Καί στό πλαίσιο τοῦ κανονισμοῦ 1408/71, τό Δικαστήριο εδέχθη στήν 16η σκέψη τῆς ἀποφάσεως ἐπί της υποθέσεως 41/77 (The Queen κατά National Insurance Commissioner, ex parte Warry, Jurispr. 1977, σ. 2095), ὅτι ἡ προϋπόθεση διαμονῆς δύναται νά τύχει εφαρμογῆς γιά τήν ἀναγνώριση καί τήν καταβολή ἀσφαλιστικών παροχών κατά κινδύνων ἀσθενείας. Ὑφίστανται ἐν τούτοις ἀμφιβολίες ὅσον άφορᾶ τίς παροχές λόγω ἀναπηρίας. Τό άρθρο 10, παράγραφος 1, ἀναφέρεται βεβαίως σέ «συντάξεις ἡ προσόδους» καί ὁ ὅρός «συντάξεις» ευρίσκεται μετά τήν έκφραση «γήρας καί θάνατος» στην επικεφαλίδα τοῦ κεφαλαίου 3, κατά τρόπο ώστε θά ἠδύνατο νά δοθεί ἀρνητική ἀπάντηση στό ἄν δύναται νά τύχει ἐφαρμογῆς ἡ ἀπαγόρευση υπαγωγῆς τῆς χορηγήσεως παροχών ἡ συντάξεων λόγω ἀναπηρίας ὑπό τόν ὅρο τῆς διαμονής, ὅπως υποστηρίζει άλλωστε τό INAMI. Ἀφ' ἑτερου ὅμως, ἐκ τοῦ ἄρθρου 26 τοῦ κανονισμοῦ 3 δύναται νά συναχθεί ὅτι οἱ παροχές λόγω ἀναπηρίας εξομοιώνονται εὐρύτατα πρός τίς παροχές λόγω γήρατος καί θανάτου. Ἐν ἀντιθέσει πρός τίς παροχές λόγω ἀσθενείας, ἡ εξομοίωση αύτη ἀπορρέει ἀπό την 'ίδια την φύση τῶν ἐν λόγω παροχῶν κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως. Αυτό συνάγεται επίσης ἀπό τό ἀρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού 1408/71, τό όποιο ὁρίζει — ἐν ἀντιθέσει πρός την ἀντίστοιχη διάταξη τοῦ κανονισμού 3 — ὅτι στίς περιπτώσεις παροχῶν λόγω ἀναπηρίας δέν 'έχει ἐφαρμογή ὁ ὅρος τῆς διαμονῆς. Προς αιτιολογία τῆς ἀνωτέρω διατάξεως τό Δικαστήριο ἐτόνισε στην ἀπόφαση ἐπί της υποθέσεως 51/73 (Sociale Verzekeringsbank κατά Smieja, Jurispr. 1973, σ. 1213), ὅτι σκοπός τῆς διατάξεως εἶναι ἡ εγγύηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ενδιαφερομένου ἐπί των παροχών, ἀκόμη καί μετά τήν μεταφορά της κατοικίας του, σέ άλλο Κράτος μέλος, ἐπί παραδείγματι στην χώρα καταγωγής του. Ἐφ᾿ ὅσον 'έτσι 'έχουν τά πράγματα, φαίνεται δικαιολογημένο νά θεωρήσουμε ὅτι ή ἀπαγόρευση εφαρμογής τοῦ ὅρού τῆς διαμονῆς, στον όποιο ἀναφέρεται τό άρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 3, ισχύει επίσης καί ἐπί συντάξεων λόγω ἀναπηρίας. Καί ἡ 'Επιτροπή φαίνεται ὅτι δέν ἀποκλείει αυτή τήν ερμηνεία, ὁπως δύναται νά συναχθεί ἀπό τίς γραπτές παρατηρήσεις της. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν 'Επιτροπή, πάντως θεωρώ ὅτι τό πρόβλημα τῆς εφαρμογής τοῦ άρθρου 10, παράγραφος 1, ἐπί τῶν παροχών λόγω ἀναπηρίας πράγματι εἶναι σχετικό ἐκ μόνου τοῦ γεγονότος ὅτι ή ἀπάντηση μου στό δεύτερο ερώτημα τοῦ Cour de Cassation δέν ἀποκλείει άνευ έτερου τήν ύπαρξη δικαιώματος ἐπί παροχών λόγω ἀσθενείας εἰς χρήμα. Κατά τόν τρόπο αυτό θά ἐπληροῦτο ἡ κατά τό βελγικό δίκαιο ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τή χορήγηση συντάξεως ἀναπηρίας. Ἐπί πλέον, τό ζήτημα εἶναι σχετικό επίσης γιά τήν περίπτωση κατά τήν ὁποία ἡ αἴτηση, ἀντιθέτως πρός ὅ,τι υποστηρίζει ἡ 'Επιτροπή, θά έπρεπε νά θεωρηθεί ὄχι ὡς προσφυγή γιά τήν περαιτέρω καταβολή τῶν παροχών ἀσθενείας, ἀλλ᾿ ἀποκλειστικώς ὡς αίτηση χορηγήσεως συντάξεως ἀναπηρίας. Σχετικώς, θεωρώ σκόπιμο νά ἀναφερθώ καί πάλι στην ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῆς υποθέσεως Warry, στην ὁποία παρέπεμψα ἤδη ἀνωτέρω. Στην 29η σκέψη τῆς ἀποφάσεως αυτής, τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι θά ήταν ἀντίθετο πρός τόν σκοπό καί τήν οικονομία τοῦ κανο-νισμοῦ 1408/71 νά ἀπορριφθεί αἴτηση γιά τή χορήγηση παροχών λόγω ἀναπηρίας ἐκ τοῦ λόγου ὅτι δέν προηγήθη αἴτηση γιά τή χορήγηση παροχών λόγω ασθενείας. 'Αν δέν υπεβλήθη αίτηση γιά χορήγηση παροχών λόγω ἀσθενείας, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἐπληροῦτο ἡ ἐν προκειμένω ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς διαμονής, ἀρκεί, ὅπως, συνάγεται ἀπό τήν 30ή σκέψη τῆς ἰδίας ἀποφάσεως, ὅτι ἡ αἴτηση γιά τή χορήγηση παροχών λόγω ἀναπηρίας υπεβλήθη κανονικώς, συμφώνως πρός τίς εκτελεστικές διατάξεις, μέσω τοῦ ἀρμοδίου ὀργάνου τοῦ κράτους διαμονής. Βάσει τῆς ἀνωτέρω ἀποφάσεως, καί στην ὑπό εξέταση περίπτωση τό γεγονός ὅτι ἐκ τῆς μή πληρώσεως τῆς προϋποθέσεως τῆς διαμονής δέν υφίσταται δικαίωμα ἐπί παροχών λόγω ἀσθενείας τό όποιο ἀποτελεί προϋπόθεση γιά τήν χορήγηση παροχών λόγω ἀναπηρίας, δέν δύναται νά δικαιολογήσει τήν άρνηση χορηγήσεως παροχών λόγω ἀναπηρίας.
Κατά συνέπεια, προτείνω νά δοθεί ἡ έξης ἀπάντηση στό τρίτο ερώτημα τοῦ Cour de Cassation: «Τό άρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοί) 3/58 ἔχει την έννοια ὅτι ἡ διάταξη αύτη ισχύει επίσης ἐπί παροχῶν λόγω ἀναπηρίας. Τό γεγονός ὅτι ὁ κατά τό δίκαιο ενός Κράτους μέλους ἰσχύων ὅρός γιά τήν χορήγηση παροχῶν λόγω ἀναπηρίας, ὅτι δηλαδή πρέπει νά υφίσταται δικαίωμα ἐπί παροχῶν λόγω ἀσθενείας, δέν ἐπληρώθη λόγω μή πληρώσεως τῆς προϋποθέσεως τῆς διαμονής, δέν δύναται νά δικαιολογήσει τήν άρνηση χορηγήσεως παροχῶν λόγω ἀναπηρίας.
( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὀλλανδικά.