Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0075

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Reischl της 9ης Φεβρουαρίου 1982.
    Joseph Henri Thomas Blesgen κατά Βελγικού Δημοσίου.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Βέλγιο.
    Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Περιορισμοί στην διάθεση στο εμπόριο οινοπνευματωδών ποτών.
    Υπόθεση 75/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -01211

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:45

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ GERHARD REISCHL

    ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 1982 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    κύριοι δικαστές,

    Πηγή τῆς παρούσης υποθέσεως, στην ὁποία πρόκειται ἐκ νέου περί τῆς ἑρμηνείας τῶν άρθρων 30 καί 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, εἶναι ποινική διαδικασία, ἡ οποία ἐκινήθη ἀπό τίς βελγικές ἀρχές κατά τοῦ βέλγου ξενοδόχου καί ἑστιάτορα Joseph Blesgen. Ό τελευταῖος εἶχε καταδικασθεί μέ ἀπόφαση τοῦ πλημμελειοδικείου τοῦ Verviers τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1977 ἐπί παραβάσει των άρθρων 1, 2 καί 14 τοῦ βελγικοί) νόμου τῆς 29ης Αυγούστου 1919 περί τοῦ καθεστῶτος τῆς ἀλκοόλης — τοῦ λεγομένου νόμου Vandervelde —, διότι κατά υποτροπή, ὡς ιδιοκτήτης καταστήματος οινοπνευματωδών ποτών πρός επιτόπια κατανάλωση, κατείχε καί διέθετε στό κατάστημά του οινοπνευματώδη ποτά, τῶν ὁποίων ή περιεκτικότης σέ ἀλκοόλη υπερβαίνει τους 22 βαθμούς σέ θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου.

    Μετά την επικύρωση τῆς ἀποφάσεως ἀπό τό Cour d'appel τῆς Λιέγης — ποινικό τμῆμα —, ὁ κατηγορούμενος ἤσκησε ἀναίρεση ενώπιον τοῦ Cour de cassation τοῦ Βελγίου, υποστηρίζοντας ὅτι οἱ κανόνες τῶν άρθρων 1 καί 2 τοῦ επιμάχου νόμου, έστω καί ἄν εφαρμόζονται ἀδιακρίτως ἐπί εθνικών καί εισαγομένων προϊόντων καί δέν ἀποσκοποῦν στην προστασία τῆς εγχώριας παραγωγης, συνιστούν μέτρα ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών οινοπνευματωδών ποτών μεταξύ τῶν Κρατών μελών κατά την ἔννοια τοῦ ἄρθρου 30 της συνθήκης ΕΟΚ, διότι δημιουργούν περιορισμούς στην κατανάλωση τῶν ποτών αυτών. Τά μέτρα αυτά δέν δικαιολογούνται επίσης μέ κανέναν ἀπό τους λόγους πού προβλέπονται στό άρθρο 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, καί ἰδίως ἐκ λόγων προστασίας τῆς υγείας καί τῆς ζωής τῶν προσώπων, ἐφ᾽ ὅσον, ἀπό τήν άποψη τῆς προστασίας τῶν ὡς άνω ἀγαθών, δέν συντρέχει καμμία ἐνεστώσα καί συγκεκριμένη ἀνάγκη πού θά ἠδύνατο νά γίνει δεκτή σέ ὅλη τήν έκταση τῆς Κοινότητος.

    Τό Cour de cassation τοῦ Βελγίου, τό όποιο πρέπει νά ἀποφανθεί ἐπί τῆς συμφωνίας τῶν άρθρων 1 καί 2 τοῦ βελγικοῦ νόμου προς τό κοινοτικό δίκαιο, μέ ἀπόφαση της 18ης Μαρτίου 1981 ἀνέβαλε τήν έκδοση της ὁριστικῆς του ἀποφάσεως, καί υπέβαλε στό Δικαστήριο αίτηση περί εκδόσεως προδικαστικής ἀποφάσεως, δυνάμει τοῦ άρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ἐπί τῶν ἀκολούθων ερωτημάτων:

    «1.

    Ό ὅρος μέτρα ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών, πού αναφέρεται στό άρθρο 30 τῆς συνθήκης τῆς Ευρωπαϊκής Οικονομικῆς Κοινότητος, έχει μήπως τήν έννοια ὅτι περιλαμβάνονται στην προβλεπόμενη ἀπό τήν διάταξη αυτή ἀπαγόρευση:

    α)

    νομοθετικά μέτρα, πού ἀπαγορεύουν τήν κατανάλωση, τήν πώληση ἡ τήν προσφορά, ἀκόμη καί ἐκ χαριστικής αίτιας, οινοπνευματωδών ποτών (δηλαδή ποτών τῶν ὁποίων ἡ περιεκτικότης σέ ἀλκοόλη υπερβαίνει τους 22 βαθμούς σέ θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου) πρός επιτόπια κατανάλωση σέ ὅλα τά μέρη πού εἶναι προσιτά στό κοινό, ἰδίως στά ποτοπωλεία, ξενοδοχεία, ἑστιατόρια, τόπους διασκεδάσεως, καταστήματα, παραπήγματα, πλοῖα, σιδηροδρόμους, τροχιοδρόμους, σταθμούς, εργαστήρια ἡ εργοτάξια καθώς καί σέ δημόσιο δρόμο, ἀκόμα καί ἄν ἡ ἀπαγόρευση αυτή εφαρμόζεται ἀδιακρίτως στά εθνικά καί στά εισαγόμενα προϊόντα καί δέν ἀποσκοπεί στην προστασία της εθνικής παραγωγής;

    β)

    νομοθετικά μέτρα, πού ἀπαγορεύουν στους πωλητές ποτών πρός επιτόπια κατανάλωση νά κατέχουν ὁποιαδήποτε ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών (κατά τήν έννοια πού διευκρινίζεται ἀνωτέρω) τόσο στά οικήματα ὅπου γίνονται δεκτοί οἱ καταναλωτές καθώς καί στά άλλα μέρη τοῦ καταστήματος καί στην συνεχόμενη κατοικία, ἀκόμη καί ἄν ἡ ἀπαγόρευση εφαρμόζεται ἀδιακρίτως καί στά εθνικά καί στά εἰσαγόμενα προϊόντα καί δέν ἀποσκοπεί στην προστασία τῆς εθνικῆς παραγωγης;»

    Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στό πρώτο ερώτημα:

    «2.

    Προσήκει νά δοθεί στά μέτρα “πού δικαιολογοῦνται ἀπό λόγους προστασίας τῆς υγείας καί τῆς ζωής τῶν ἀνθρώπων”, τά όποια ἀναφέρονται στό άρθρο 36 τῆς συνθήκης τῆς Εὐρωπαϊκῆς Οικονομικῆς Κοινότητος, ή έννοια ὅτι μέτρα, ὁπως τά περιγραφόμενα ὑπό τά στοιχεία α) καί β) τοῦ ερωτήματος Ι, δύνανται ἡ πρέπει νά θεωροῦνται ὡς δικαιολογούμενα ἀπό τους λόγους πού ἀναφέρονται ἀνωτέρω στό παρόν διατακτικό;»

    Ἐπ' αυτών έχω την ἀκόλουθη γνώμη:

    Ι — Ἐπί τοῦ πρώτου ερωτήματος

    1.

    Ὑπό στοιχείο α), τό παραπέμπον δικαστήριο ἐπιθυμεῖ να γνωρίσει τά κριτήρια ερμηνείας, τά όποια θά τοῦ επιτρέψουν να ἀποφασίσει ἄν μία ἀπαγόρευση, ὅπως ἡ περιλαμβανομένη στό άρθρο 1 τοῦ νόμου Vandervelde — τό άρθρο 3 τοῦ νόμου αὐτοῦ ὁρίζει μόνον ὅτι ως οινοπνευματώδη ποτά θεωροῦνται ὅλα τά ποτά, των ὁποίων ἡ περιεκτικότης σέ ἀλκοόλη υπερβαίνει τους 22 βαθμούς σέ θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου — ἐμπίπτει στους ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εἰσαγωγῶν ή στά μέτρα ισοδυνάμου ἀποτελέσματος κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. 'Απεναντίας, τό ὑπ\ό στοιχείο β) ερώτημα αποσκοπεί στό νά παράσχει τήν δυνατότητα στό παραπέμπον δικαστήριο νά ἀποφανθεί ἐπί τῆς συμφωνίας τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ βελγικού νόμου προς τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

    Οἱ δύο διατάξεις τοῦ βελγικοῦ νόμου περί τοῦ καθεστώτος τῆς ἀλκοόλης (εφεξής θά ἀναφέρομαι ἐν συντομία στον «νόμο») έχουν ὡς κοινό χαρακτηριστικό ὅτι δέν ἀπαγορεύουν τήν διάθεση ἡ τήν κατοχή οινοπνευματωδών ποτών μέ περιεκτικότητα σέ ἀλκοόλη υπερβαίνουσα τους 22 βαθμούς καθ' εαυτές καί γενικώς στό Βασίλειο τοῦ Βελγίου, άλλα ἀπαγορεύουν μόνον τήν κατανάλωση καί τήν κατοχή τῶν ἐν λόγω προϊόντων στους ἀναφερομένους στόν νόμο χώρους. Συνεπώς, δέν πρόκειται περί ρυθμίσεως τῆς διαθέσεως τῶν προϊόντων στό εμπόριο, ἀλλά περιορίζεται μόνον ἡ διάθεση τῶν ἐν λόγω οινοπνευματωδών ποτών ὑπό τους ὡς άνω ὅρους. Ή περιλαμβανομένη στό άρθρο 2 τοῦ νόμου ἀπαγόρευση κατοχής ἀποσκοπεί προφανώς μόνον στην εγγύηση τῆς τηρήσεως τῆς ἀπαγορεύσεως καταναλώσεως, ἡ ὁποία διαφορετικά δέν θά ἠδύνατο να ελεγχθεί ἀποτελεσματικά ἀπό τίς ἀρμόδιες ἀρχές. Αυτός ὁ καθορισμός τοῦ σκοπού δικαιολογεί τήν ενιαία ἀντιμετώπιση, ἐξ ἀπόψεως τοῦ επιχειρουμενου έλεγχου, ἀμφοτέρων τῶν διατάξεων. Μέ άλλους λόγους, ἐάν προέκυπτε ὅτι ή ἀπαγόρευση καταναλώσεως πρέπει νά θεωρηθεί ὡς μέτρο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, αυτό θά ίσχυε ὁμοίως γιά τήν περιλαμβανομένη στό άρθρο 2 τοῦ βελγικού νόμου ἀπαγόρευση κατοχής, καί ἀντιστρόφως.

    2.

    Κατά τήν εξέταση τοῦ ζητήματος ἐάν ή ἐπίμαχη ρύθμιση πρέπει νά θεωρηθεί ὡς μέτρο ἰσοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς έπί τών είσαγωγών κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 20 τής συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει κατ' αρχάς νά ύπομνησθεΐ οτι, κατά τήν παγία νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ( 2 ), ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως περί τῆς παραγωγής καί τῆς θέσεως σέ κυκλοφορία ἑνός προϊόντος, ἀπόκειται στά Κράτη μέλη νά θεσπίσουν, ὅσον άφορᾶ τήν επικράτειά τους, ὅλες τίς ἀφορῶσες τήν παραγωγή, τήν διάθεση καί τήν κατανάλωση τοῦ προϊόντος διατάξεις. Όσον ἀφορᾶ τόν ὑπό εξέταση νόμο τοῦ 1919 πρέπει πλέον νά παρατηρηθεί ὅτι οἱ ἐκεῖ προβλεπόμενοι περιορισμοί, ὅπως τονίζουν τό παραπέμπον δικαστήριο καί οἱ διάδικοι, ἀποβλέπουν τόσο στην προστασία τῆς σωματικής καί πνευματικής υγείας τοῦ πληθυσμοῦ ὅσο καί στην καταπολέμηση τοῦ ἀλκοολισμοῦ γενικώς, ιδιαιτέρως ὅσον άφορᾶ τά ἐγκληματογόνα ἀποτελέσματά του πού σήμερα εἶναι ἀκόμη εντονότερα λόγω τῆς ὁδικής κυκλοφορίας, καθώς καί τίς ἀπορρέουσες βαρείες συνέπειες ἀπό κοινωνικής, ηθικής καί υλικής ἀπόψεως γιά την οικονομία καί τίς οικογένειες. Ἐφ' ὅσον ἡ Κοινότης δέν ἠδύνατο νά θεσπίσει οὔτε ἐθέσπισε στόν ἐν λόγω τομέα ἀντίστοιχες διατάξεις, πρέπει κατά συνέπεια νά γίνει γενικῶς δεκτό ὅτι τά κατ' ιδίαν Κράτη μέλη παρέμειναν ἀρμόδια γιά την ρύθμιση τῆς διαθέσεως καί τῆς κατοχής οινοπνευματωδών ποτῶν καί ὅτι ὡς ἐκ τούτου εἶναι επίσης δυνατές διαφορετικές ρυθμίσεις ἀπό κράτος σέ κράτος.

    Πάντως, ὅπως επίσης ὑπεγράμμισε τό Δικαστήριο σέ πολυάριθμες ἀποφάσεις, προϋπόθεση ἀποτελεί τό νά μη παρεμποδίζουν οἱ διατάξεις αυτές τό ενδοκοινοτικό εμπόριο, θεωρούμενες ὡς μέτρα ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών κατά την έννοια τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Είναι συνεπώς ἀποφασιστικό νά εξετασθεί ἐάν ἡ επίμαχη ρύθμιση πρέπει νά θεωρηθεί ὅτι συνιστά εμπόδιο γιά τό εμπόριο, κατά την ἔννοια τῆς ὡς άνω διατάξεως.

    Τόσο ὁ κατηγορούμενος στην κυρία δίκη ὅσο καί ἡ βρετανική καί γαλλική κυβέρνηση καθώς καί ἡ 'Επιτροπή δίδουν καταφατική ἀπάντηση στό ἐν λόγω ζήτημα, στηριζόμενοι στην διατύπωση πού εἶχε επιλεγεί ἀπό τό Δικαστήριο γιά πρώτη φορά στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως Dassonville ( 3 ) καί έκτοτε ἐπανελήφθη συχνά, κατά τήν ὁποία «κάθε εμπορική κανονιστική ρύθμιση τῶν Κρατών μελών ἡ ὁποία εἶναι ἱκανή νά παρεμποδίσει, ἀμέσως ή εμμέσως, πραγματικῶς ἡ δυνητικῶς, τό ενδοκοινοτικό εμπόριο, ... πρέπει νά θεωρηθεί ὡς μέτρο, ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς». Κατά τήν εὐρεία αύτη διατύπωση, ἡ ὁποία μάλιστα ἀργότερα, ὅπως δεικνύει παραδείγματος χάριν ἡ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῆς υποθέσεως Vriend ( 4 ), ἐπεξε-

    τάθη σέ «κάθε εθνική κανονιστική ρύθμιση» πού εμφανίζει αυτά τά χαρακτηριστικά, δέν πρέπει νά ἀποκλεισθεί, συμφώνως πρός τίς απαντήσεις τῶν ὡς άνω διαδίκων, ὅτι ἡ επίμαχη ρύθμιση παρεμποδίζει τήν διάθεση ἀλλοδαπών οινοπνευματωδών ποτών εισαχθέντων στό Βέλγιο ἀπό άλλα Κράτη μέλη.

    Οἱ γνώμες διίστανται ἀπλώς καί μόνον ὅσον ἀφορά τήν δικαιολόγηση τοῦ κατά τήν ἀνωτέρω άποψη υφισταμένου μέτρου ισοδυνάμου ἀποτελέσματος. Κατά τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῶν ὑποθέσεων Cassis de Dijon, Gilli καί Keldermann ( 5 ), υφίσταται συμφωνία ὅτι τέτοια μέτρα δύνανται νά δικαιολογηθοῦν ἐφ' ὅσον «εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ικανοποίηση επιτακτικών ἀναγκών, ἀναφερομένων ιδίως στην ἀποτελεσματικότητα τῶν φορολογικών έλέγχων, τήν προστασία τῆς δημοσίας υγείας, τήν ἐντιμότητα στίς εμπορικές συναλλαγές καί τήν προστασία τῶν καταναλωτών». Κατά τήν άποψη τῆς γαλλικής κυβερνήσεως καί, σέ τελευταία ἀνάλυση, επίσης τῆς βελγικῆς κυβερνήσεως, ἡ επίμαχη ρύθμιση συμβάλλει ἐν πρώτοις στόν ἀγώνα κατά τοῦ ἀλκοολισμοί) καί, επομένως, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία ἐκ λόγων δημοσίας υγείας συμφώνως πρός τόν ἀνωτέρω κανόνα.

    'Απεναντίας ὁ κατηγορούμενος στην κυρία δίκη καθώς καί ἡ βρετανική κυβέρνηση ἀρνούνται κατ' οὐσίαν μία τέτοια δικαιολογία. 'Εκτός τοῦ ὅτι θά ήταν ἀμφίβολο ὅτι ή κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει ἀκόμη σήμερα τόν αυτό σκοπό ὅπως κατά τήν θέσπιση της, πρέπει ἐν πάση περιπτώσει νά θεωρηθεί ὅτι δέν συνιστά τό ηπιότερο μέσο γιά την επίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, οπως δεικνύουν τά συστήματα παροχῆς ἀδειῶν τῶν άλλων Κρατῶν μελῶν. Συνεπῶς, τό μέτρο πρέπει νά θεωρηθεί στην πραγματικότητα ὡς συγκεκαλυμμένος περιορισμός τοῦ εμπορίου μεταξύ τῶν Κρατών μελών. Ή 'Επιτροπή, τέλος, επισημαίνει ἐπί πλέον ὅτι, κατά τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, τά Κράτη μέλη βαρύνονται μέ τήν ἀπόδειξη ὄτι τά επίμαχα μέτρα εἶναι ἀναγκαία γιά τήν προστασία τῆς δημοσίας υγείας, καί ὅτι ἐν τέλει τό Βασίλειο τοῦ Βελγίου δέν προσεκόμισε τήν ἀπόδειξη αυτή.

    Κατά τήν άποψη ὅλων τῶν ενδιαφερομένων, ἐφ' ὅσον ἡ δικαιολογία θά ἀνεζη-τεῖτο στό άρθρο 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τά ἀντίστοιχα επιχειρήματα ισχύουν επίσης καί γιά τήν διάταξη αυτή.

    3.

    'Αντιθέτως πρός αυτές τίς προτεινόμενες λύσεις πού στηριζόμενες στόν «τύπο Dassonville» δέχονται ὅλες λίγο πολύ ὅτι ὁ βελγικός νόμος πρέπει νά θεωρηθεί ὡς μέτρο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 30 καί ἑπομένως, επιμένουν στην εξέταση τῶν δικαιολογητικών λόγων, έχω τήν εντύπωση ὅτι εἶναι περισσότερο ἀπό ἀμφίβολο, ἐάν ἡ επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, ἡ ὁποία εφαρμόζεται ἀδιακρίτως ἐπί εισαγομένων καί εγχωρίων οινοπνευματωδών ποτών, εμπίπτει στό πεδίο εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Κατά τό γράμμα τῆς διατάξεως αυτής, ἀπαγορεύονται μόνον «οἱ ποσοτικοί περιορισμοί ἐπί τῶν εισαγωγών, καθώς καί ὅλα τά μέτρα ισοδυνάμου ἀποτελέσματος ... μεταξύ τῶν Κρατών μελών, μέ τήν επιφύλαξη τῶν ἀκολούθων διατάξεων. 'Ηδη ἀπό αυτό συνάγεται ὅτι ή διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον ὅταν ή κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων διά τῶν συνόρων εμποδίζεται ἀπό εθνικά μέτρα εἴτε διότι παρεμποδίζεται ἡ καθίσταται εντελώς ἀδύνατη ἡ εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων Κρατών μελών εἴτε διότι δυσχεραίνεται ἀπλώς ἡ διάθεση στό εμπόριο εισαχθέντων προϊόντων. Ἔτσι, καί τό άρθρο 30, ὅπως καί οἱ άλλες περιλαμβανόμενες στην συνθήκη θεμελιώδεις ελευθερίες, ὡς ειδική έκφραση μιᾶς γενικής ἀπαγορεύσεως τῶν διακρίσεων, πρέπει νά εμποδίζει εισαγόμενα εμπορεύματα νά ὑφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση «de jure» ἡ καί «de facto» κατά τήν διάθεση τους στό εμπόριο έναντι ὁμοειδών εθνικών προϊόντων. Ή σκέψη αυτή ὁδηγεί ήδη στό συμπέρασμα ὅτι στό πεδίο εφαρμογής τοῦ άρθρου 30 δύνανται νά εμπίπτουν μόνον εθνικά μέτρα, τά όποια δύνανται κατά τρόπο συγκεκριμένο νά επηρεάσουν δυσμενώς τίς εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τῶν Κρατών μελών, ἡ τά όποια, κατά τήν διατύπωση τοῦ ἄρθρου 36, ἀποτελούν μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ἡ συγκεκαλυμμένο περιορισμό στό εμπόριο τῶν Κρατών μελών.

    Ἐν προκειμένω εἶναι σέ τελευταία ἀνάλυση ἀδιάφορο, ὅπως συνάγεται ἀπό πολυάριθμες ἀποφάσεις τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τοῦ θέματος, ἐάν ἡ διάκριση εισάγεται διά μέτρων διαφορετικών, εφαρμοζομένων ἐπί εθνικών ἡ εισαγομένων προϊόντων, ἤ διά κανόνων ἑνιαίων, εφαρμοζομένων ὁμοίως ἐπί εθνικών καί εισαγομένων προϊόντων. Διαφορά μεταξύ τῶν διαφορετικὼς καί τῶν ὁμοιομόρφως εφαρμοζομένων κανόνων υφίσταται μόνον, ἐφ' ὅσον οἱ πρώτοι, στην περίπτωση πού ὁδηγοῦν σέ δυσμενή διάκριση κατά τήν διάθεση τῶν εισαγομένων προϊόντων στό εμπόριο, έχουν πάντοτε ἀνάγκη δικαιολογίας γιά τήν διαφορετική μεταχείριση, ἐνῶ κάτι τέτοιο δέν ἀπαιτείται γιά τους ὁμοιομόρφως εφαρμοζόμενους κανόνες, οἱ οποίοι στην πραγματικότητα επίσης δέν ὁδηγοῦν σέ δυσμενή διάκριση τῶν εισαγομένων έναντι τῶν εθνικών προϊόντων.

    'Εάν δέν ἀπατῶμαι, καί τό Δικαστήριο μέ την μέχρι σήμερα νομολογία του δέν προέβη στην ἐξέταση τοῦ ἐάν ένα μέτρο δικαιολογείται ἀπό τους ἀναφερομένους στό άρθρο 36 λόγους ἤ ἀπό προσθέτους λόγους παρά μόνον ὅταν ήταν βέβαιο τουλάχιστον ὅτι τό ἐν λόγω μέτρο, ἄν καί τυπικῶς ἐφηρμόζετο ὁμοιομόρφως, στην πραγματικότητα ὁδηγούσε σέ διαφορετική μεταχείριση τῶν εγχωρίων καί τῶν εισαγομένων εμπορευμάτων. Πρέπει πάντως νά γίνει δεκτό ὅτι ὁ σκοπός — πρόληψη των διακρίσεων στην ελεύθερη κυκλοφορία των ἐμπορευμάτων — εκφράζεται στην ὡς άνω νομολογία σέ κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον ἔντονο βαθμό. 'Ενώ κατ' ἀρχάς, ὅπως ἐπί παραδείγματι στην ἀπόφαση Sekt-Weinbrand ( 6 ), ἡ πάλη κατά τῶν διακρίσεων ετίθετο στην πρώτη γραμμή, σέ μία σειρά μεταγενεστέρων ἀποφάσεων, ἀρχίζοντας μέ την υπόθεση Cassis de Dijon ἡ καί μέ τίς ἀποφάσεις ἐπί τῶν υποθέσεων Gilli καί Kelderman, τό αἴτημα αυτό δέν εκφράζεται πλέον τόσο σαφῶς. Στίς υποθέσεις αυτές, οἱ όποιες εἶχαν ὡς ἀντικείμενο μία ὁμοιο-μόρφως ἐφαρμοζόμενη κανονιστική ρύθμιση τῆς διαθέσεως στό εμπόριο, τό Δικαστήριο ἀνεγνώρισε ὅτι υφίστανται στόχοι γενικού ενδιαφέροντος, ὅπως ειδικότερα ή ἀποτελεσματικότης τῶν φορολογικῶν έλεγχων, ἡ προστασία τῆς δημοσίας υγείας, ή ἐντιμότης στίς εμπορικές συναλλαγές καί ή προστασία τῶν καταναλωτῶν, οἱ όποιοι, κατά τήν στάθμιση τῶν ενδιαφερόντων, δύνανται νά υπερισχύσουν τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων. Ἐν πάση περιπτώσει, καί στίς ὡς άνω υποθέσεις τό Δικαστήριο ἐθεώρησε ὅτι τά ἐπίμαχα ἐθνικά μέτρα ἠδύναντο, ἀμέσως ἡ εμμέσως, πραγματικῶς ἡ δυνη-τικῶς, νά παρεμποδίσουν τό ενδοκοινοτικό εμπόριο, ἐφ' ὅσον ὅπως δύναται νά συναχθεί, εμπόδιζαν τήν διάθεση ἀλλοδαπών εμπορευμάτων.

    Ἔτσι, στην υπόθεση Gilli ήταν σαφές ὅτι ή ἀπαγόρευση διαθέσεως στό εμπόριο προϊόντων, τά όποια περιέχουν ὀξικό ὀξύ μή προερχόμενο ἀπό τήν ὀξική ζύμωση τοῦ οἴνου, καθιστούσε ἀδύνατη στην Ἰταλία τήν διάθεση στό ἐμπόριο άλλων εἰδῶν ὄξους ἐξ ὀπωρῶν. Στην υπόθεση Kelderman τό Δικαστήριο διεπίστωσε ὅτι «ή επέκταση, στά εισαγόμενα προϊόντα, τοῦ κανόνος κατά τόν όποιο ἀπαιτείται μία ὁρισμένη περιεκτικότης σέ ξηρά ουσία, ... δύναται νά ἀποκλείσει τήν διάθεση στό ἐν λόγω Κράτος μέλος άρτου, προερχομένου ἀπό άλλα Κράτη μέλη». Καί στην υπόθεση Cassis de Dijon, τό Δικαστήριο ἐξεκίνησε επίσης ἀπό τήν ἰδέα ὅτι διατάξεις περί τῆς ελαχίστης περιεκτικότητος σέ ἀλκοόλη τῶν οινοπνευματωδών ποτών δύνανται νά έχουν χαρακτήρα εἰσάγοντα διακρίσεις, διαπιστώνοντας ὅτι «στην πραγματικότητα ... τέτοιες διατάξεις ἐξασφαλίζουν ένα πλεονέκτημα πρό πάντων σέ ποτά μέ υψηλή περιεκτικότητα σέ ἀλκοόλη, ἀποκλείοντας ἀπό τήν εθνική ἀγορά προϊόντα άλλων Κρατών μελών πού δέν συγκεντρώνουν αυτές τίς προϋποθέσεις».

    Σέ μία άλλη ὁμάδα ἀποφάσεων πού είχαν ὡς ἀντικείμενο εθνικές ρυθμίσεις τιμών, δέν επρόκειτο ἀπεναντίας γιά τό ὅτι ἀλλοδαπά εμπορεύματα, τά όποια δέν ἠδύναντο νά έχουν ὁρισμένα ἀπαιτούμενα χαρακτηριστικά, ἀπεκλείοντο ἀπό τήν εθνική ἀγορά άλλά γιά τό ὅτι ὑφίστατο μία ἐθνική ρύθμιση τιμών γιά ὁρισμένα προϊόντα. Κατά τήν εξέταση τοῦ ἐάν μία τέτοια ρύθμιση τιμών πρέπει νά θεωρηθεί ὡς μέτρο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τό Δικαστήριο τόσο στην υπόθεση Inno ὅσο καί στίς ὑποθέσεις van Tiggele καί Danis ( 7 ) επανέλαβε τόν ήδη στην ἀπόφαση Dassonville περιλαμβανόμενο ὁρισμό τῶν μέτρων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος. 'Αλλά ἐτόνισε σαφῶς καί στίς τρεις ἀποφάσεις ὅτι μία ἐθνική ρύθμιση τιμών, εφαρμοζομένη ἀδιακρίτως ἐπί ἐθνικῶν καί εισαγόμενων προϊόντων, «δέν συνιστᾶ καθ' ἑαυτή μέτρο ἱσοδυνάμον ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς». Μία τέτοια ρύθμιση τιμῶν δύναται ἐν τούτοις, ὅπως ἀναφέρεται στην ὡς άνω ἀπόφαση, νά συνεπάγεται ένα τέτοιο ἀποτέλεσμα, ἐάν είναι διατυπωμένη κατά τέτοιον τρόπο ώστε νά καθίσταται ἀδύνατη ἡ διάθεση τῶν εισαχθέντων προϊόντων ἡ νά δυσχεραίνεται έναντι τῶν εθνικών ὁμοειδών προϊόντων. 'Από τίς ὡς άνω ἀποφάσεις, καθίσταται κατά την άποψη μου Ιδιαιτέρως σαφές ὅτι τό Δικαστήριο θεωρεί μία ἀδιακρίτως εφαρμοζομενη εθνική ρύθμιση ὡς μέτρο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος, μόνο όταν εισαγόμενα προϊόντα, κατά τήν διάθεση τους στό εμπόριο, ὑφίστανται διάκριση έναντι ἐθνικών ὁμοειδών προϊόντων.

    Στήν υπόθεση Groenveld ( 8 ), τέλος, τό Δικαστήριο εἶχε τήν ευκαιρία νά διευκρινίσει περαιτέρω τήν έννοια τῶν μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Στην υπόθεση αυτή επρόκειτο νά κριθεί ένα ἐθνικό μέτρο, μέ τό όποιο ἀπηγορεύετο μόνον σέ μία ὁρισμένη κατηγορία παραγωγών, ήτοι στους παραγωγούς ἀλλαντικών, ἡ επεξεργασία καί ἡ ἀποθεματοποίηση κρέατος ἵππου, χωρίς νά γίνεται διάκριση μεταξύ τῶν προοριζομένων πρός εξαγωγή καί τῶν προοριζομένων πρός πώληση εντός τῆς χώρας προϊόντων. Τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι τό άρθρο 34 τῆς συνθήκης ΕΟΚ «ἀναφέρεται σέ εθνικά μέτρα, τά όποια έχουν ὡς ἀντικείμενο ἡ ὡς ἀποτέλεσμα νά επιφέρουν συγκεκριμένους περιορισμούς στίς εξαγωγές καί έτσι νά δημιουργήσουν διαφορετικούς ὅρους γιά τό εσωτερικό καί τό εξωτερικό εμπόριο ενός Κράτους μέλους, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ἡ εθνική παραγωγή ἡ ἡ εσωτερική ἀγορά τοῦ ἐν λόγω κράτους νά ἀποκτά ένα ἰδιαίτερο πλεονέκτημα εἰς βάρος τῆς παραγωγής ή τοῦ ἐμπορίου άλλων Κρατών μελών». Μέ αυτό τό πρόσθετο κριτήριο τῶν συγκεκριμένων περιορισμών τον ἐμπορίου, τό Δικαστήριο άφησε σαφώς νά διαφανεί ὅτι ἀδιακρίτως εφαρμοζόμενοι εθνικοί κανόνες, οἱ όποιοι καθ' εαυτούς δέν έχουν καμμία σχέση μέ τήν διέλευση διά τῶν συνόρων τῶν εμπορευμάτων, καί ἐν πάση περιπτώσει έχουν δευτερεύουσες συνέπειες ἐπί τοῦ εμπορίου μεταξύ τῶν Κρατών μελών, δέν εμπίπτουν στην ἀπαγόρευση τῶν άρθρων 30 ἑπ. τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

    'Ακολούθως, καί στην ὡς άνω ἀπόφαση ἐπί της υποθέσεως United Foods (βλ. υποσημείωση 1) ἀναφέρεται επίσης ὅτι τό άρθρο 30 ἀποσκοπεί μεταξύ άλλων στην εξάλειψη τῶν εμποδίων, τά όποια «ἀφορούν συγκεκριμένως τά εἰσαγόμενα προϊόντα».

    'Αναφερόμενο ρητώς στόν τύπο, ὁ όποιος ἐφηρμόσθη στην ἀπόφαση Groenveld, τό Δικαστήριο ἀπεφάνθη μεταγενεστέρως στην υπόθεση Oebel ( 9 ) ὅτι τά άρθρα 30 καί 34 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν ἀντίκεινται πρός κανόνα εσωτερικού δικαίου, ὁ όποιος ἀπαγορεύει τήν νυκτερινή εργασία στίς επιχειρήσεις ἀρτοποιΐας καί ζαχαροπλαστικής, διότι ὁ κανόνας ἐμπίπτει στην σφαίρα τῆς οἰκονομικής καί κοινωνικής πολιτικής καί εφαρμόζεται βάσει ἀντικειμενικών κριτηρίων σέ ὅλες τίς έπιχειρήσεις ενός ὁρισμένου τομέως πού εἶναι εγκατεστημένες στην χώρα, χωρίς νά συνεπάγεται ὁποιαδήποτε διαφορά μεταχειρίσεως λόγω τῆς ιθαγενείας τῶν επιχειρηματιών καί χωρίς νά διακρίνει μεταξύ τοῦ εσωτερικού καί τοῦ ἐξωτερικοῦ εμπορίου τοῦ ἐν λόγω κράτους.

    Κατά την άποψη μου, αυτό τό προσφάτως προβληθέν ἀπό τό Δικαστήριο κριτήριο των συγκεκριμένων περιορισμῶν του εμπορίου, συμπίπτει ιδιαιτέρως μέ τήν ἔννοια τῶν μέτρων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πού ἀποτελεί τήν βάση τῆς ὁδηγίας 70/50/ΕΟΚ τῆς 'Επιτροπής, τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1969 (ABl. L 13 τῆς 19ης 'Ιανουαρίου 1970, σ. 29). Κατά τό άρθρο 3 παράγραφος 1 τῆς ὁδηγίας αὐτης, στην ἀπαγόρευση τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ εμπίπτουν δηλαδή μέτρα περί τῆς διαθέσεως εμπορευμάτων στό εμπόριο, εφαρμοζόμενα ἀδιακρίτως ἐπί εισαγομένων καί εθνικῶν προϊόντων, «τῶν ὁποίων τά περιοριστικά αποτελέσματα ἐπί τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων βαίνουν πέραν τοῦ πλαισίου τῶν ἀποτελεσμάτων πού εἶναι ίδια μιας κανονιστικῆς ρυθμίσεως τοῦ εμπορίου». Κατά τό άρθρο 3 παράγραφος 2 τῆς ὁδηγίας, αυτό συμβαίνει ιδιαιτέρως «ὅταν τά περιοριστικά ἀποτελέσματα ἐπί τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων εἶναι δυσανάλογα ἐν σχέσει πρός τόν επιδιωκόμενο σκοπό», ή «ὅταν ὁ αὐτός σκοπός δύναται νά επιτευχθεί μέ άλλο μέσο, τό όποιο παρεμποδίζει σέ μικρότερο βαθμό τίς συναλλαγές». Καί ἐδῶ επίσης διατυπώνεται σαφώς ὅτι στό πεδίο εφαρμογῆς τοῦ ἄρθρου 30 της συνθήκης ΕΟΚ εμπίπτουν μόνον τά ἐθνικά μέτρα, τά όποια δύνανται νά παρεμποδίσουν τό ενδοκοινοτικό εμπόριο, θέτοντας σέ δυσμενέστερη θέση κατά τήν διάθεση τους στό εμπόριο τά εισαγόμενα προϊόντα έναντι τῶν εθνικών προϊόντων.

    Σ' αυτή τήν ἀλληλουχία μένει κατ' ἀρχάς νά λεχθεί ὅσον άφορᾶ τήν επίμαχη βελγική κανονιστική ρύθμιση, ἡ ἁποία ἀναμφιβόλως εμπίπτει στην σφαίρα τῆς πολιτικῆς της υγείας καί τῆς κοινωνικής πολιτικής καί έχει ὡς σκοπό νά εμποδίσει τήν διάθεση ποτών ὑψηλῆς περιεκτικότητος σέ ἀλκοόλη στους ἐκεῖ ἀναφερομένους χώρους, ὅτι μέ αυτήν δέν παρεμποδίζεται εντός τῆς βελγικῆς επικρατείας ἡ διάθεση στό εμπόριο καθ' εαυτή τῶν ἐν λόγω οινοπνευματωδών ποτών. Κατά συνέπεια, ούτε οἱ ενδοκοινοτικές εμπορικές συναλλαγές καθ᾿ εαυτές παρεμποδίζονται διά τῆς κανονιστικῆς ρυθμίσεως μέ τόν μόνο περιορισμό ὅτι ποτά ὑψηλῆς περιεκτικότητος σέ ἀλκοόλη, τά όποια καθορίζονται βάσει ἀντικειμενικών κριτηρίων πού ισχύουν τόσο γιά εθνικά ὅσο καί γιά εισαγόμενα προϊόντα, δέν επιτρέπεται νά διατίθενται οὔτε νά κατέχονται στους χώρους, οἱ όποιοι ἀναφέρονται ἀπό τόν βελγικό νόμο.

    4.

    Μένει, συνεπώς, ἀκόμη μόνον νά εξετασθεί, ἐάν ἡ κανονιστική ρύθμιση — παρά τό ὅτι ἐφαρμόζεται ἀδιακρίτως — έχει ὡς ἀντικείμενο ἡ ὡς ἀποτέλεσμα ἕνα συγκεκριμένο περιορισμό τῶν εισαγωγών, ἐφ᾿ ὅσον δι' αὐτης, στην πραγματικότητα, εισαγόμενα προϊόντα τίθενται σέ δυσμενέστερη θέση έναντι εθνικών προϊόντων. Ένα τέτοιο προστατευτικό ἀποτέλεσμα δέν δύναται ἐν πάση περιπτώσει νά ὑφίσταται, ὅπως υποστηρίζουν ὁ κατηγορούμενος στην κυρία δίκη καί ἡ βρετανική κυβέρνηση, παρά μόνον ἐάν ἡ ἀπαγόρευση διαθέσεως ὁρίζεται έτσι ὥστε νά περιλαμβάνει ἐν πρώτοις καί κατά κύριο λόγο ἀλλοδαπά προϊόντα.

    Ὅπως ελέχθη, ὁ ἀπό τό 1919 χρονολογούμενος νόμος εἶχε μεταξύ άλλων ὡς ἀποτέλεσμα τήν μείωση τῆς παραγωγής οἰνοπνευματωδῶν ποτών στό Βέλγιο. Παρά τήν μείωση αὐτή, ὁπως δεικνύει ἕνα βλέμμα στην στατιστική, τήν ὁποία προσεκόμισε ή 'Επιτροπή, περί τῆς εισαγωγής καί της καταναλώσεως οινοπνευματωδών ποτών στά Κράτη μέλη τῆς Κοινότητος, μέγα μέρος τῶν συνολικώς καταναλισκομένων στό Βέλγιο οινοπνευματωδών ποτών ὑψηλῆς περιεκτικότητος σέ ἀλκοόλη εἶναι εγχώριας παραγωγης. Ἔτσι ἐπί παραδείγματι, κατά τό 1978 ἡ κατανάλωση ἀνήρχετο συνολικώς σέ 234000 ἑκατόλιτρα καθαρού οινοπνεύματος. 'Απεναντίας, δέν εισήχθησαν παρά μόνον 146000 εκατόλιτρα, ἐκ τῶν οποίων 140000 προήρχοντο ἀπό Κράτη μέλη τῆς Κοινότητος. Κατά τό 1979 κατηναλώθησαν 220000 εκατόλιτρα καθαρού οινοπνεύματος, ἀπό τά όποια εισήχθησαν 152000 εκατόλιτρα (146000 εκατόλιτρα ἀπό τά Κράτη μέλη). Τέλος, τό 1980 παρουσιάζει μία κατανάλωση 234000 ἑκατολίτρων καθαρού οινοπνεύματος καί μία συνολικώς εισαχθείσα ποσότητα 174000 ἑκατολίτρων, ἀπό τά όποια 170000 ἀπό χῶρες τῆς Κοινότητος.

    Οἱ ἀνωτέρω ἀριθμοί καταδεικνύουν κατ' ἀρχάς την ύπαρξη σημαντικῆς εγχώριας παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών, τά όποια ἐξ ἀπόψεως τῆς κανονιστικῆς ρυθμίσεως τῆς διαθέσεως, υφίστανται τήν αύτη μεταχείριση μέ τά εισαγόμενα προϊόντα. Ἀφ' έτερου ἡ στατιστική ἀποδεικνύει μία ὅχι ἀμελητέα αύξηση τῶν εισαγωγών έναντι μιας κατά τό μάλλον ἤ ήττον σταθεράς καταναλώσεως οινοπνευματωδών ποτών. Τό στοιχείο αυτό επίσης συνηγορεί υπέρ τοῦ ὅτι ἡ επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, κατά τό μέτρο πού δύναται ἐν γένει νά επηρεάσει τίς εισαγωγές, δέν επιδρά σέ βάρος τῆς διαθέσεως στό εμπόριο ἀλλοδαπών προϊόντων.

    'Επίσης δέν εὐσταθεί τό επιχείρημα, κατά τό όποιο ἡ ἀπαγόρευση διαθέσεως οινοπνευματωδών ποτών μέ περιεκτικότητα σέ ἀλκοόλη υπερβαίνουσα τους 22 βαθμούς εὐνοεῖ τήν βελγική βιομηχανία ζύθου. 'Από τήν έννοια καί τόν σκοπό τοῦ ἄρθρου 30 συνάγεται ήδη ὅτι ὡς μέτρα Ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών δύνανται νά θεωρηθούν μόνο οἱ κανόνες, οἱ όποιοι θέτουν σέ δυσμενέστερη θέση τά εισαγόμενα προϊόντα έναντι ὁμοειδών ἤ εὐρισκομένων σέ ἀνταγωνιστική σχέση πρός αυτά εγχωρίων προϊόντων καί, ἑπομένως, συνεπάγονται ἀνταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ τῶν τελευταίων. Αυτό εδέχθη τό Δικαστήριο, ἀκολουθώντας τίς προτάσεις μου τῆς 2ας 'Ιουλίου 1980, μέ τήν απόφαση του τῆς 10ης 'Ιουλίου 1980 ἐπί τῆς υποθέσεως 152/78 περί τῆς διαφημίσεως οἰνοπνευμα-τούχων ποτών ( 10 ). Όσον άφορἀ τό ὁμοειδές καί τήν ἀνταγωνιστική σχέση μεταξύ τῶν τότε ὑπό εξέταση προϊόντων, τό Δικαστήριο παρέπεμψε ρητώς στην ἀπόφαση του τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1980 ἐπί τῆς υποθέσεως 168/78 περί τῆς φορολογίας τῶν οινοπνευματωδών ποτών ( 11 ). 'Από τήν ἀπόφαση αὐτή συνάγεται ὅτι εντός τῆς εὐρύτερης ὁμάδας τῶν οἰνοπνευματούχων ποτών, τά οινοπνευματώδη ποτά ἀποτελούν ἰδία ὁμάδα, ἡ ὁποία έχει ὁρισμένα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ὁπως ή παραγωγή δι' ἀποστάξεως, σχετικώς υψηλή περιεκτικότης σέ ἀλκοόλη κλπ. 'Από αυτό συνάγεται ἀντιστρόφως ὅτι ὁ ζῦθος, ὁ όποιος λαμβάνεται δι' ἁπλῆς ζνμώσεως καί χαρακτηρίζεται ἀπό σχετικώς χαμηλή περιεκτικότητα σέ ἀλκοόλη, δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ὡς ποτό ὁμοειδές προς τά οινοπνευματώδη ποτά ούτε εὑρίσκεται πρός αυτά σέ ἀνταγωνιστική σχέση ὅσον άφορᾶ τήν κατανάλωση. Συνεπώς, δέν δύναται επίσης νά γίνει δεκτό ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τῆς πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών δυσχεραίνει τήν διάθεση εισαχθέντων οινοπνευματωδών ποτών πρός όφελος τοῦ εγχώριου ζύθου.

    Κατά ενός τέτοιου προστατευτικού ἀποτελέσματος συνηγορεί ἐπί πλέον, ὅπως ὀρθώς προβάλλει ἡ βελγική κυβέρνηση, τό γεγονός ὅτι οἰνοπνευματοῦχα ποτά λαμβανόμενα δι' ἀπλής ζυμώσεως, άρα καί ὁ οίνος ὡς τυπικά μή βελγικό προϊόν, δύνανται νά διατίθενται. Ἔτσι, καί ἄν ἀκόμη ἐδεχόμεθα τήν ύπαρξη προστατευτικού ἀποτελέσματος, ἀλλοδαπά προϊόντα θά ἠδύναντο επίσης νά ἐπωφεληθούν ἀπό τόν ἀνωτέρω κανόνα.

    Τέλος, ἡ ἐν λόγω κανονιστική ρύθμιση δέέ δύναται επίσης νά χαρακτηρισθεί ὡς μέτρο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών γιά τόν λόγο, ὁπως προβάλλεται, ὅτι τό Βέλγιο εἶναι ἡ μόνη χώρα στην Κοινότητα στην ὁποία ισχύει μία τέτοια ἀπαγόρευση πωλήσεως, ἐνῶ τά άλλα Κράτη μέλη ἀντιμετωπίζουν τόν ἀλκοολισμό μέ ἕνα διαφορετικό σύστημα παραχωρήσεως άδειων γιά τήν εκμετάλλευση ποτοπωλείων. 'Οπως εδέχθη τό Δικαστήριο μέ τήν ἀπόφαση van Dam ( 12 ) καθώς καί στην ἀπόφαση Oebel, ή ἐφαρμογή εθνικών νομικῶν διατάξεων δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς παραβίαση τῆς ἀρχής τῆς μή διακρίσεως μόνον λόγω τοῦ ὅτι άλλα Κράτη μέλη εφαρμόζουν ὀλιγότερο αυστηρές διατάξεις.

    Γιά τους λόγους αυτούς καί λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη τήν εκτεθείσα νομολογία, καταλήγω στό συμπέρασμα ὅτι ἡ επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, εφαρμοζόμενη ἀδιακρίτως, δέν εἶναι καθ' εαυτή Ικανή νά περιορίσει κατά συγκεκριμένο τρόπο τίς εισαγωγές οινοπνευματωδῶν ποτών υψηλής περιεκτικότητος σέ ἀλκοόλη. Ειδικότερα, τά εισαγόμενα προϊόντα δέν υφίστανται κατά τήν διάθεση τους στό εμπόριο διαφορετική μεταχείριση ἐν σχέσει πρός τά ομοειδή εγχώρια προϊόντα. Κατά συνέπεια, ή κανονιστική ρύθμιση δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ὡς ἀπηγορευμένο μέτρο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγών κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 30 της συνθήκης ΕΟΚ.

    ΙΙ — Κατόπιν τούτων, δέν χρήζει εξετάσεως ἐάν τό ἐν λόγω μέτρο δικαιολογείται ἀπό τους λόγους πού ἀναφέρονται στό άρθρο 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἡ ἀπό τους ἀναπτυχθέντες ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου.

    Στην περίπτωση κατά τήν ὁποία τό Δικαστήριο δέν θά ἐτάσσετο μέ τήν άποψη μου, επιτρέψτε μου νά παρατηρήσω επικουρικώς ὅτι μία κατά τά ὁριζόμενα ἀπό τήν νομολογία στάθμιση συμφερόντων μεταξύ τοῦ σκοπού τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων ἀφ' ενός καί τῶν ἐπιταγών πολιτικής τῆς υγείας καί κοινωνικής πολιτικής πού ἀκολουθοῦνται μέ τήν εθνική κανονιστική ρύθμιση ἀφ' έτερου, θά έπρεπε νά ὁδηγήσει στό νά θεωρηθεί ὡς δικαιολογημένο τό ἐν λόγω μέτρο. Ἐξ άλλου, ὑπό τήν αὐτή έννοια ἐξεφράσθη επίσης ἡ 'Επιτροπή, ἀντιθέτως πρός ὅσα υποστηρίζει τώρα, στην ἀπάντηση τῆς 27ης Ἰανουαρίου 1978 ἐπί τῆς γραπτής ερωτήσεως τοῦ Cousté ὅσον άφορᾶ τήν πώληση οινοπνευματωδών ποτών στό Βέλγιο (ABl. C 56 τῆς 6ης Μαρτίου 1978, σ. 8).

    ΙΙΙ — Προτείνω κατά συνέπεια νά δοθεί ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση στά υποβληθέντα ερωτήματα:

    Μία κανονιστική ρύθμιση, ὅπως ἡ περιλαμβανομένη στό άρθρο 1 παράγραφος 1 καί στά άρθρα 2 καί 3 τοῦ βελγικοῦ νόμου, τῆς 29ης Αυγούστου 1919, περί τοῦ καθεστῶτος τῆς ἀλκοόλης, ὅπως ἐτροποποιήθησαν μέ τόν νόμο τῆς 2ας 'Απριλίου 1965, δέν ἀντίκειται πρός τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά γερμανικά.

    ( 2 ) Μεταξύ τῶν προσφάτων ἀποφάσεων ἀναφέρονται σχετικῶς:

    'Απόφαση τῆς 7ης 'Απριλίου 1981 ἐπί τῆς υποθέσεως 132/80 — NV United Foods κατά Βελγικοῦ Δημοσίου, 1981, σ. 995.

    Ἀπόφαση τῆς 17ης 'Ιουνίου 1981 ἐπί τῆς υποθέσεως 113/80: — 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, Συλλογή 1981, σ. 1625.

    Ἀπόφαση τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1981 ἐπί τῆς υποθέσεως 272/80: — ποινική διαδικασία κατά Frans-Nederlandse Maatschappij voor Biologische Producten BV, μή ἀκόμη δημοσιευθείσα στην Συλλογή τῆς Νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου.

    ( 3 ) 'Απόφαση τῆς 11ης 'Ιουλίου 1974 ἐπί τῆς υποθέσεως 8/74: — Procureur du Roi κατά Benoît καί Gustave Dassonville, Slg. 1974, σ. 837.

    ( 4 ) 'Απόφαση τῆς 26ης Φεβρουαρίου 1980 ἐπί τῆς υποθέσεως 94/79: — Ποινική διαδικασία κατά Pieter Vriend, Slg. 1980, σ. 327.

    ( 5 ) 'Απόφαση τῆς 20ῆς Φεβρουαρίου 1979 ἐπί τῆς υποθέσεως 120/78: — Rewe-Zentral AG κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein, Slg. 1979, σ. 649, 662 — σκέψη 8.

    Ἀπόφαση τῆς 26ης 'Ιουνίου 1980 ἐπί τῆς ὑποθέσεως 788/79: — ποινική διαδικασία κατά Herbert Gilli καί Paul Andres, Slg. 1980, σ. 2071.

    'Απόφαση τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1981 ἐπί τῆς ὑποθέσεως 130/80: — ποινική διαδικασία κατά Fabriek voor Hoogwaardige Voedingsprodukten Kelderman BV, Slg. 1981, σ. 527.

    ( 6 ) 'Απόφαση τῆς 20ης Φεβρουαρίου 1975 ἐπί τῆς υποθέσεως 12/74: — 'Επιτροπή κατά 'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, Slg. 1975, σ. 181.

    ( 7 ) 'Απόφαση τῆς 16ης Νοεμβρίου 1977 ἐπί τῆς υποθέσεως 13/77: — GB Inno ΒΜ κατά Vereniging van de Kleinhandelaars in Tabak (ATAB), Slg. 1977, σ. 2115. 'Απόφαση τῆς 24ης 'Ιανουαρίου 1978 ἐπί τῆς υποθέσεως 82/77: — Openbaar Ministerie van het Koninkrijk der Nederlanden κατά Jacobus Philippus van Tiggele, Slg. 1978, σ. 25. 'Απόφαση τῆς 6ης Νοεμβρίου 1979 ἐπί τῶν συνεκδι-καζομένων υποθέσεων 16 έως 20/79: — ποινική διαδικασία κατά Joseph Danis κ.λ., Slg. 1979, σ. 3327.

    ( 8 ) 'Απόφαση τῆς 8ης Νοεμβρίου 1979 ἐπί τῆς υποθέσεως 15/79: — P.B. Groenveld κατά Produktschap voor Vee en Vlees, Slg. 1979, σ. 3409.

    ( 9 ) 'Απόφαση τῆς 14ης Ἰουλίου 1981 ἐπί τῆς υποθέσεως 155/80: — Sergius Oebel, Συλλογή 1981, σ. 1993.

    ( 10 ) 'Απόφαση τῆς 10ης 'Ιουλίου 1980 ἐπί τῆς υποθέσεως 152/78: — Ἐπιτροπή κατά Γαλλικῆς Δημοκρατίας, Slg. 1980, σ. 2299.

    ( 11 ) 'Απόφαση τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1980 ἐπί τῆς ὑποθέ-σεως 168/78: — 'Επιτροπή κατά Γαλλικῆς Δημοκρατίας, Slg. 1980, σ. 347.

    ( 12 ) 'Απόφαση τῆς 3ης 'Ιουλίου 1979 ἐπί τῶν συνεκδικασδεισῶν ὑποθέσεων 185 έως 204/78: — ποινική διαδικασία κατά εταιρίας J. van Dam en Zonen, Slg. 1979, σ. 2345.

    Top