Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0064

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Reischl της 19ης Νοεμβρίου 1981.
    Nicolaus Corman & Fils SA κατά Hauptzollamt Gronau.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Münster - Γερμανία.
    Παγωτό.
    Υπόθεση 64/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -00013

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:278

    ΠΡΌΤΑΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΌΥ ΕΊΣΑΓΓΕΛΕύΣ GERHARD REISCHL

    ΠΟΫ ΑΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΙΣ 19 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1981 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    κύριοι δικαστές,

    Ἡ αἴτηση περί ἐκδόσεως προδικαστικῆς ἀποφάσεως, ἐπί τῆς ὁποίας πρόκειται σήμερα νά εκφράσω τήν ἄποψή μου, στηρίζεται στά έξης πραγματικά περιστατικά:

    Ή προσφεύγουσα στήν κυρία δίκη, μία βελγική εταιρία, ἐζήτησε κατά τους μήνες 'Ιανουάριο καί Φεβρουάριο 1975 ἀπό τό τελωνείο τοῦ Aachen-Autobahn-Süd τόν εκτελωνισμό καί τήν θέση σέ ελεύθερη κυκλοφορία ὁρισμένων ποσοτήτων τετηγμένου συμπυκνωμένου βουτύρου συνολικοῦ. βάρους 80 περίπου τόννων, τό όποιο είχε ἀγοράσει σύμφωνα μέ τήν διαδικασία τοῦ κανονισμοί) (ΕΟΚ) 1259/72 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 16ης 'Ιουνίου 1972, περί διαθέσεως βουτύρου σέ μειωμένες τιμές σέ ὁρισμένες ἐπιχειρήσεις μεταποιήσεως τῆς Κοινότητος (ABl. L 139 τῆς 17ης 'Ιουνίου 1972, σ. 18) καί εἶχε εἰσαγάγει στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας ἀπό τό Βέλγιο. Ταυτόχρονα ζήτησε καί ἡ γερμανική εταιρία Dr. Otto Suwelack Nachfolger KG, ή ὁποία εἶχε ἀγοράσει τά εμπορεύματα, νά τεθοῦν τά εμπορεύματα αυτά ὐπό τήν εποπτεία τῶν ἁρμοδίων άρχων, επειδή επρόκειτο νά χρησιμοποιήσει τό τετηγμένο συμπυκνωμένο βούτυρο γιά τήν παρασκευή παγωτοῦ, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ ἀνωτέρω κανονισμού. Τό τελωνείο έκανε δεκτές τίς αιτήσεις αυτές καί επέβαλε, έν όψει τοῦ σκοποῦ τῆς χρήσεως, νομισματικό εξισωτικό ποσό βάσει συντελεστού μειωμένου κατά 50 % (συνολικῶς δηλαδή 37927,09 γερμανικά μάρκα), σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 20 τοῦ κανονισμοῦ 1259/72, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1570/74 (ABl. L 167 τῆς 22ας 'Ιουνίου 1974, σ. 29).

    Τό προϊόν πού παρεσκεύασε ἡ γερμανική αύτή εταιρία, ένα παρασκεύασμα σέ σκόνη γιά την παρασκευή παγωτών, ἀπετέλεσε ἀντικείμενο ἀναλύσεων τοῦ Zolltechnische Prüfungs- und Lehranstalt (Ιδρύματος ερευνών καί εκπαιδεύσεως ἐπί τῆς δασμολογικής τεχνικής) τοῦ Μονάχου καί τοῦ Institut für Chemie der Bundesanstalt für Milchforschung (Χημικού ινστιτούτου τοῦ ὁμοσπονδιακού ιδρύματος ερευνών ἐπί τοῦ γάλακτος) τοῦ Κιέλου, μέ σκοπό νά εξακριβωθεί ἄν ἀνταποκρίνεται στίς διατάξεις τοῦ άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο C τρίτη περίπτωση τοῦ κανονισμού 1259/72, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 2815/72, τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1972 (ABl. L 297 τῆς 30ής Δεκεμβρίου 1972, σ. 3). Δυνάμει τῆς διατάξεως αὐτῆς, τό βούτυρο πού πωλείται σύμφωνα μέ τόν κανονισμό 1259/72 δέν δύναται νά μεταποιηθεί παρά μόνο

    «—

    σέ παρασκευάσματα σέ σκόνη γιά την παρασκευή παγωτών, υπαγόμενα στίς διακρίσεις 18.06 Δ ἡ 21.07 Ζ τοῦ κοινοῦ δασμολογίου, ἡ κατά βάρος περιεκτικότης τῶν ὁποίων σέ λιπαρές ουσίες προερχόμενες ἀπό τό γάλα είναι μικρότερη ἀπό 32 % καί τά όποια είναι κατάλληλα πρός κατανάλωση χωρίς άλλη επεξεργασία έκτός ἀπό την προσθήκη ύδατος καί την κατάψυξη τους».

    Στίς εκθέσεις τῶν ἀναλύσεων τῶν δύο ινστιτούτων — ὡς πρός τίς λεπτομέρειες των εκθέσεων παραπέμπω στό σκεπτικό τῆς διατάξεως περί παραπομπής — ἐπεκρί-νετο κυρίως ἡ χαμηλή περιεκτικότης τοῦ προϊόντος σέ ἀρωματικές καί γλυκαντικές ουσίες, ἡ ἀνεπαρκής περιεκτικότης σέ σταθεροποιητές καί γαλακτοποιητές, καθώς καί ἡ έλλειψη σταθερότητος τοῦ ἐπιπλήσματος. Τό προϊόν συρρικνοῦτο ἀμέσως μετά την εξαγωγή του ἀπό τήν κατάψυξη καί ἐτήκετο ταχέως. Μετά τήν τήξη τό προϊόν δέν εἶχε τήν κρεμώδη ιδιότητα πού εἶναι άλλωστε συνηθισμένη γιά τό παγωτό, άλλἀ τό παγωμένο μέρος καί τό υγρό ἀπεχωρίζοντο ἀμέσως καί ευκρινῶς, ὁπότε καθίσταντο ὁρατά ἀδιά-λυτα μόρια τῆς σκόνης. Επομένως, τό προϊόν δέν δύναται, σύμφωνα μέ τίς εκθέσεις, νά θεωρηθεί ὡς παγωτό κατάλληλο πρός κατανάλωση, σύμφωνα μέ τήν κρατούσα ἀντίληψη.

    Βάσει τῶν ἀποτελεσμάτων αυτών, τό ἁρμόδιο τελωνείο τοῦ Coesfeld, υπηρεσία τοῦ καθ' οὖ, δηλαδή τοῦ Hauptzollamt τοῦ Gronau, επέβαλε, μέ πράξη τῆς 18ης Μαρτίου 1976, τό υπόλοιπο νομισματικό εξισωτικό ποσό ύψους 37918,80 μάρκων, λόγω τοῦ ὅτι τό συμπυκνωμένο βούτυρο δέν εἶχε χρησιμοποιηθεί σύμφωνα μέ τόν προορισμό του, ἀφοῦ δέν ήταν δυνατόν νά παρασκευασθεί, σύμφωνα μέ τους επιβαλλομενους ὅρούς, παγωτό κατάλληλο πρός κατανάλωση ἀπό τά παρασκευάσματα σέ σκόνη.

    Κατά τῆς πράξεως αυτής ἤσκησε ἡ προσφεύγουσα, μετά ἀπό ἀνεπιτυχή προβολή ενστάσεως, προσφυγή, μέ τήν ὁποία ισχυρίζεται κυρίως ὅτι στό πλαίσιο τῆς εὐθηνοτέρας διαθέσεως τοῦ συμπυκνωμένου βουτύρου μειωμένης ἀξίας ὁ σκοπός γιά τόν όποιο υπάρχει τό ευνοϊκό αὐτό καθεστώς τότε ἀκριβώς εκπληρώνεται, ὅταν προκύπτει ένα προϊόν ὁρισμένης συνθέσεως, τό όποιο εἶναι κατάλληλο γιά κατανάλωση μετά ἀπό τήν προσθήκη ύδατος καί τήν κατάψυξη του. Τό ἄν γίνεται δεκτό ἀπό τόν καταναλωτή ὡς παγωτό δέν έχει ἀντιθέτως καμμία σημασία. ἡ ἔκφραση «κατάλληλο πρός κατανάλωση» σημαίνει σχεδόν τό ἴδιο μέ τίς εκφράσεις «καταναλώσιμο» ή «βρώσιμο», ἡ «μή ἀκατάλληλο πρός βρώση». 'Αντιθέτως, δέν είναι ισοδύναμη μέ τόν ὅρο «εὔγευστο», ἀφοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτελεί καθήκον τῶν άρχῶν νά εξετάζουν ἄν κάποιο προϊόν γίνεται δεκτό ἀπό τόν καταναλωτή ὡς «γευστικό». Ό ορός αυτός ἐξ άλλου πρέπει νά ἑρμηνεύεται ὁμοιομόρφως εντός τῆς Κοινότητος, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἕνα προϊόν χαρακτηρίζεται ὡς παγωτό κατάλληλο πρός κατανάλωση, ἐφ' ὅσον ανταποκρίνεται στίς προϋποθέσεις πού έχει θεσπίσει έστω καί ένα Κράτος μέλος. Τό παρασκεύασμα σέ σκόνη ὅμως τῆς εταιρίας Suwelack είναι, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό ένα πιστοποιητικό τοῦ βελγικοῦ ἐθνικοῦ ινστιτούτου γάλακτος καί γαλακτοκομικῶν προϊόντων, κατάλληλο πρός κατανάλωση στό Βέλγιο.

    Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, τό IV τμήμα τοῦ επιληφθέντος Finanzgericht τοῦ Münster, ενώπιον τοῦ ὁποίου κατετέθη ἡ προσφυγή, ανέβαλε, μέ διάταξη τῆς 16ης 'Ιανουαρίου 1981, τήν δίκη καί ἐζήτησε ἀπό τό Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή τοῦ άρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τήν ἔκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως ἐπί τῶν ἀκολούθων ερωτημάτων:

    «1.

    Ποιες ιδιότητες πρέπει νά ἔχει ἕνα “παγωτό κατάλληλο πρός κατανάλωση” κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο c τρίτη περίπτωση τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 1259/72 τῆς 'Επιτροπής, περί διαθέσεως βουτύρου σέ μειωμένες τιμές σέ ὁρισμένες επιχειρήσεις μεταποιήσεως τῆς Κοινότητος, τῆς 16ης 'Ιουνίου 1972 (ABl. L 139, σ. 18), ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2815/72 της 'Επιτροπής, τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1972 (ABl. L 297, σ. 3), καί τελικώς ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2819/74 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 8ης Νοεμβρίου 1974 (ABl. L 301, σ. 21); 'Αρκεί ὅτι τό κατεψυγμένο προϊόν “εἶναι βρώσιμο”, “είναι καταναλώσιμο”, “δέν εἶναι ἀκατάλληλο πρός βρώση” ἡ “δέν βλάπτει τήν υγεία”; 'Η πρέπει πέρα ἀπό αυτά να ἀνταποκρίνεται στίς πρόςδοκίες τοῦ καταναλωτού ἡ στην κρατούσα ἀντίληψη, δηλαδή νά γίνεται δεκτό ἀπό τόν καταναλωτή ὡς κανονικό παγωτό, ὅπως συνηθίζεται στό εμπόριο ή στίς συναλλαγές;

    2.

    'Αν τό κριτήριο εἶναι οἱ προσδοκίες τοῦ καταναλωτοῦ ἡ ἡ κρατούσα αντίληψη :

    'Αρκεί ὅτι τό προϊόν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες τοῦ καταναλωτού ή στην κρατούσα ἀντίληψη στό κράτος πού γίνεται ἡ μεταποίηση, σέ κάποιο Κράτος μέλος τῆς Ευρωπαϊκής Κοινότητος ἡ έστω σέ μία τρίτη χώρα ή πρέπει νά ανταποκρίνεται στίς προσδοκίες τοῦ καταναλωτού ἤ στην κρατούσα ἀντίληψη στό σύνολο των Κρατών μελών τῆς Ευρωπαϊκής Κοινότητος;

    3.

    'Εχει καμμία σημασία τό γεγονός ὅτι τό προϊόν εἶναι εμπορεύσιμο σέ ἕνα ἀπό τό ἀνωτέρω κράτη ἡ στό σύνολο τῶν Κρατών μελών τῆς Ευρωπαϊκής Κοινότητος σύμφωνα μέ τίς ἀγορανομικές διατάξεις πού ισχύουν σέ κάθε ένα ἀπό αυτά;»

    Μέ αυτά τά ερωτήματα, τά όποια πρόκειται κατωτέρω, προκειμένου νά δοθεί ἀπάντηση, νά ἀποτελέσουν ἀντικείμενο ενιαίας εξετάσεως, τό παραπέμπον Δικαστήριο επιθυμεί νά μάθει ποιες συμπληρωματικές προϋποθέσεις, πέραν ὅσων περιέχονται ήδη στην επίδικη διάταξη, πρέπει νά τεθούν ὡς πρός τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς «καταλληλότητος», γιά νά θεωρηθεί ὅτι τό εμπόρευμα όντως ἐχρησι-μοποιήθη σύμφωνα μέ τόν επιβαλλόμενο προορισμό του.

    Σχετικώς υπενθυμίζεται κατ' ἀρχάς ὅτι ὁ κανονισμός 1259/72 δέν περιέχει κανένα γενικό ὁρισμό ούτε γιά τό παγωτό οὔτε γιά τά επίδικα παρασκευάσματα σέ σκόνη, άλλά παραπέμπει κατ' ἀρχήν στίς διακρίσεις 18.06 Β καί 21.07 Γ τοῦ κοινοῦ δασμολογίου ή, στην περίπτωση τῶν παρασκευασμάτων σέ σκόνη, στίς διακρίσεις 18.06 Δ καί 21.07 Ζ τοῦ κοινοῦ δασμολογίου. 'Επομένως, πρέπει, ὅπως ὁρθῶς υποστηρίζει ή Ἐπιτροπή, νά ἐξασφαλίζεται κατά πρῶτο λόγο, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπιβαλλομένης περιεκτικότητος σέ λιπαρές ουσίες προερχόμενες ἀπό τό γάλα, ὅτι ἡ ἐν λόγω σκόνη συνιστά πράγματι προϊόν υπαγόμενο στίς διακρίσεις 18.06 Δ ἤ 21.07 Ζ, τό όποιο μεταβάλλεται διά προσθήκης ύδατος καί μόνο καί κατόπιν καταψύξεως σέ παγωτό υπαγόμενο στίς διακρίσεις 18.06 Β ή 21.07 Γ. 'Ορθώς επομένως τό παραπέμπον δικαστήριο ἐθεώρησε ὅτι, ὅπως δείχνουν ιδίως οἱ επεξηγηματικές σημειώσεις γιά τό κοινό δασμολόγιο τῆς επιτροπής δασμολογίου τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ελάχιστες μόνο προϋποθέσεις δύνανται νά τεθοῦν γιά τήν ιδιότητα τοῦ «παγωτοῦ» κατά τήν ἔννοια τῶν διακρίσεων αυτών. Πάντως ὅμως ἡ υπαγωγή στίς κλάσεις 18.06 — Σοκολάτα και λοιπά παρασκευάσματα διατροφῆς περιέχοντα κακάον — καί 21.07 — Παρασκευάσματα διατροφής μή ἀλλαχοῦ κατονομαζόμενα ἡ περιλαμβανόμενα — δείχνει ἤδη ὅτι τό ἐν λόγω τελικό προϊόν πρέπει νά μή εἶναι ἀκατάλληλο πρός βρώση. Στό 'ίδιο ἀποτέλεσμα οδηγεί καί ἡ ἴδια ἡ περιγραφή τοῦ προϊόντος ὡς «παγωτοῦ» (γερμ. Speiseeis: βρώσιμο παγωτό). Τό προϊόν ομως, ἡ περιγραφή τοῦ ὁποίου περιέχει τό συνθετικό «Speise » (βρώσιμο), πρέπει, ὅπως εξέθεσα ήδη στίς προτάσεις μου τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1975 στην υπόθεση 53/75, Βελγικό Δημόσιο κατά Jean Nicolas Vandertaelen καί Dirk Leopold Maes (Slg. 1975, σ. 1656), ἀπό τήν φύση του νά προορίζεται καί νά εἶναι πάντα κατάλληλο, τόσο ὡς πρός τήν σύσταση, ὅσο καί ὡς πρός τήν γεύση, πρός άμεση κατανάλωση.

    'Από τίς ἀνωτέρω σκέψεις συνάγεται ὅτι, ἄν δέν θέλουμε νά συνιστᾶ τό πρόσθετο χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς «καταλλη-λότητος» ταυτολογία καί μόνο, πρέπει νά προσδώσουμε στην προϋπόθεση αυτή, ἀντίθετα μέ τήν -άποψη τῆς προσφευγούσης, ευρύτερη ἔννοια.

    Ή ὀρθότης τῆς ἀπόψεως αυτής προκύπτει ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς επιδίκου διατάξεως σέ συνδυασμό πρός τό ὅλο σύστημα τοῦ κανονισμού. 'Όταν ἡ διάταξη αυτή ὁρίζει ὅτι τό παρασκεύασμα σέ σκόνη γιά τήν παρασκευή παγωτοῦ πρέπει νά εἶναι κατάλληλο πρός κατανάλωση χωρίς άλλη επεξεργασία έκτός ἀπό τήν προσθήκη ύδατος καί τήν κατάψυξη του, τό μόνο πού εἶναι δυνατόν νά σημαίνει, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν οικονομία τοῦ κανονισμού, εἶναι ὅτι τό τελικό προϊόν πρέπει νά εἶναι «κατάλληλο πρός κατανάλωση ὡς παγωτό». Μέ άλλα λόγια, πρέπει νά πρόκειται γιά προϊόν πού νά δύναται νά προσφέρεται στόν καταναλωτή ἀπ' ευθείας ὡς παγωτό χωρίς περαιτέρω επεξεργασία έκτἀς ἀπό τήν προσθήκη ύδατος καί τήν κατάψυξη του. Στην περίπτωση τοῦ παγωτοῦ, ὡς καταναλωτής νοείται κατ' ἀρχήν, ὁπως ορθώς υποστηρίζει καί ἡ 'Επιτροπή, ὁ τελικός καταναλωτής, ἀφού τά παγωτά συνήθως δέν χρησιμοποιούνται γιά τήν παρασκευή άλλων προϊόντων. Κατά συνέπεια, πρέπει νά τεθεί ὡς προϋπόθεση ὅτι ὁ τελικός καταναλωτής πρέπει νά εἶναι σέ θέση νά ὁναγνωρίζει τό σχετικό προϊόν πράγματι ὡς παγωτό καί ὄχι ὡς ἕνα άλλο μέσο διατροφής ἤ γευστικής ἀπολαύσεως καί ὅτι τό προϊόν αυτό πρέπει νά εἶναι βρώσιμο ὐπό τήν ιδιότητά του ὡς παγωτού.

    Τό ὅτι πρέπει νά πρόκειται γιά προϊόν τό όποιο ὁ καταναλωτής πρέπει νά δύναται νά ἀπολαύσει ἀπ' ευθείας ὡς παγωτό εκφράζεται τέλος ἀκόμη σαφέστερα στον κανονισμό αυτό μετά τήν τελευταία τροποποίηση του — πρόκειται γιά τόν κανονισμό 262/79 (ABl. L 41 τῆς 16ης Φεβρουαρίου 1979, σ. 1 ἑπ.), στό γερμανικό κείμενο τοῦ ὁποίου, παρά τό ὅτι τό σχετικό σημείο στίς άλλες κοινὅτικές γλώσσες δέν άλλαξε, δέν γίνεται πλέον λόγος γιά «κατάλληλο πρός κατανάλωση», ἀλλά γιά «έτοιμο πρός κατανάλωση».

    Υπέρ τῆς ἀπόψεως αυτής συνηγοροῦν επίσης τόσο τό γράμμα, ὅσο καί τό πνεύμα τής ρυθμίσεως τοῦ κανονισμοῦ 1259/72. Μέ τίς διατάξεις αυτές ἐπεδιώκετο, ὅπως συνάγεται ἀπό τίς αιτιολογικές σκέψεις, ή εξάλειψη τῶν ὑψηλῶν ἀποθεμάτων βουτύρου ἐκ παρεμβάσεως, ἀφοῦ ἡ χαμηλότερη τιμή πωλήσεως θά ἀποτελοῦσε κίνητρο γιά τήν χρησιμοποίηση βουτύρου, ἀντί άλλων καθαυτό εὐθηνοτέρων λιπών, γιά τήν παραγωγή ὁρισμένων προϊόντων μεταποιήσεως. Στην περίπτωση ενός τέτοιου συστήματος υφίσταται φυσικά ὁ κίνδυνος καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως τοῦ βουτύρου μειωμένης τιμής καί τῆς εκτοπίσεως τοῦ άλλου βουτύρου ἀπό τήν ἀγορά. Γιά νά αποφευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει «νά εισαχθεί», ὁπως ἀναφέρεται στίς αιτιολογικές σκέψεις, «ἕνα σύστημα έλεγχου», τό όποιο νά εγγυάται «ὅτι τό βούτυρο θά χρησιμοποιηθεί ἀποκλειστικῶς καί μόνο σύμφωνα μέ τόν προορισμό του». Ό ἔλεγχος ὅμως αυτός δύναται επίσης νά ἐπιτευχθεί μέσω μιας ὅσο τό δυνατόν ἀκριβέστερης περιγραφῆς τῶν προϊόντων για τά όποια επιτρέπεται νά χρησιμοποιηθεί τό βούτυρο, ὅπως συμβαίνει στόν κανονισμό.

    Επειδή ὅμως στην περίπτωση τῶν παρασκευασμάτων σε σκόνη εἶναι ιδιαιτέρως μεγάλος ὁ κίνδυνος νά χρησιμοποιηθεί τελικώς ἡ σκόνη αύτη γιά σκοπούς διαφορετικούς ἀπό την παρασκευή παγωτοῦ, ὁ κανονισμός ἀπαιτεί νά προκύπτει ἀπό τά προϊόντα αυτά παγωτό κατάλληλο πρός κατανάλωση μέ ἀπλή προσθήκη ύδατος καί κατόπιν καταψύξεως. Ἄν ἀντιθέτως, αρκούσε, ὅπως υποστηρίζει ἡ προσφεύγουσα τῆς κυρίας δίκης, νά υπάγεται τό προϊόν στίς διακρίσεις 18.06 Δ ἡ 21.07 Ζ τοῦ κοινοῦ δασμολογίου καί νά ἔπρεπε ἐπί πλέον νά εἶναι καί «εδώδιμο», δέν θά ἐπλη-ροῦτο ὁ σκοπός πού επεδίωκε η ἐν λόγω διάταξη, ἀφοῦ τά προϊόντα πού θά συγκέντρωναν τίς προϋποθέσεις αὐτές θά ήδύ-ναντο άνευ έτερου νά χρησιμοποιηθούν γιά σκοπούς διαφορετικούς ἀπό την παρασκευή παγωτοῦ.

    Κατά συνέπεια, ἀνακύπτει περαιτέρω τό ερώτημα ποιες προϋποθέσεις πρέπει νά τεθοῦν γιά τόν προσδιορισμό τοῦ ὅρου «παγωτό κατάλληλο πρός κατανάλωση» κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο c τρίτη περίπτωση τοῦ ἐν λόγω κανονισμοῦ. Ἐδῶ βεβαίως δέν πρόκειται νά δοθεῖ κανείς ευρύς ὁρισμός τῆς εννοίας «παγωτό», ἀλλά πρέπει νά ἐξετασθοῦν ὁρισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις πού πρέπει νά πληροῦνται ἀπό ἀπόψεως κοινο-τικοῦ δικαίου γιά νά εἶναι δυνατός ὁ χαρακτηρισμός ενός προϊόντος ὡς παγωτοῦ καταλλήλου πρός κατανάλωση κατά τήν έννοια τῆς διατάξεως αυτής.

    Σχετικῶς δέν χρειάζεται πλέον νά τονίσω ιδιαιτέρως ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο ὡς αυτόνομη έννομη τάξη κατ' ἀρχήν δέν επιτρέπει τόν προσδιορισμό τῶν εννοιῶν βάσει ὁρισμένης εθνικής έννομου τάξεως. 'Η μόνη ὀρθή λύση εἶναι μάλλον ὁ έξ ἀρχής προσδιορισμός τῆς εννοίας τῆς καταλληλότητος τοῦ παγωτοῦ βάσει τῶν ελαχίστων ἀπαιτήσεων τοῦ καταναλωτοῦ εντός τῆς Κοινότητος, ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορετικῶν ἀγορανομικών δικαίων τῶν Κρατών μελών. Οἱ εθνικές ρυθμίσεις περί παγωτοῦ ἀπο-κτοῦν σημασία, ὅπως ὁρθώς τονίζει ἡ 'Επιτροπή, μόνο ἐφ' ὅσον δέν πληροῦνται οἱ προϋποθέσεις τοῦ κανονισμοῦ 1259/72, ὅταν δηλαδή δέν επιτρέπεται ἡ διάθεση ὁρισμένου προϊόντος λόγω τῶν ἰδιοτήτων του σέ κανένα Κράτος μέλος τῆς Κοινότητος, ἄν καί ὁ καταναλωτής θά ἀπεδέ-χετο τό προϊόν αυτό ὡς παγωτό.

    'Αν κατόπιν ἀναρωτηθοθμε ποιά εἶναι τά ελάχιστα κριτήρια πού πρέπει νά τηροῦνται γιά νά ἀποδεχθεί ὁ καταναλωτής ἕνα προϊόν ὡς παγωτό, πρέπει νά θέσουμε ὡς ὅρο, ὅπως καί ἡ 'Επιτροπή, τό νά εμφανίζει τό προϊόν ἕνα ελάχιστο γευστικών ἰδιοτήτων, ὁποιεσδήποτε καί ἄν εἶναι αυτές. Αυτό συνάγεται ευκόλως ἀπό τό γεγονός ὅτι τό παγωτό δέν ἀποτελεί μέσο διατροφής ὑπό στενή έννοια, ἀλλά μέσο γευστικής ἀπολαύσεως. Τό προϊόν, ἑπομένως, ἡ γεύση τοῦ ὁποιου δέν εἶναι καθόλου ἡ εἶναι ἀνεπαισθήτως γλυκεία ή ἀρωματική, δέν ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις πού έχει ὁ καταναλωτής ἀπό ενα παγωτό.

    Πρέπει επίσης νά ἀναγνωρισθεί ὅτι ἡ 'Επιτροπή δικαίως ισχυρίζεται ὅτι δέν ἀνταποκρίνεται στίς ελάχιστες ἀπαιτήσεις πού 'έχει ὁ καταναλωτής ἀπό ἕνα παγωτό τό προϊόν τό όποιο κατά τήν τήξη διασπάται ταχέως σέ δύο σαφώς διακεκριμένα στοιχεία, ἕνα υγρό καί τό άλλο στερεό. Ἑπομένως, καί ἡ ἰδιότης αυτή έχει ἀποφασιστική σημασία γιά τόν προσδιορισμό τής καταλληλότητος τοῦ παγωτοῦ.

    'Επειδή ἡ ύπαρξη τῶν ἐλαχίστων αυτών ἀπαιτήσεων δύναται νά ελέγχεται πάντοτε χωρίς μεγάλη δυσκολία ἀπό τίς ἀρχές καί τά όργανα τά επιφορτισμένα μέ τήν ἐκτέλεση τοῦ κανονισμοί), ἡ έμμονη στά κριτήρια αυτά δέν δύναται νά ἀμφισβητηθεί, γιά νά αναφερθούμε καί σέ ἕνα άλλο επιχείρημα τῆς προσφευγούσης, οὔτε ἀπό τῆς ἀπόψεως τῆς πρακτικότητος.

    'Αντιθέτως, ὅπως ορθώς τονίζουν τόσο ή προσφεύγουσα, οσο καί ἡ 'Επιτροπή, συμφωνώντας στό σχετικό σημείο, δέν πρέπει νά προσδοθεί ἀποφασιστική σημασία στίς άλλες ιδιότητες τοῦ προϊόντος πού αναφέρονται στην διάταξη περί παραπομπής, ὅπως παραδείγματος χάρη στην συνήθη περιεκτικότητα σέ βανιλλίνη, στόν ὄγκο τοῦ ἐπιπλήσματος ἐν γένει κλπ., λόγω τῶν διαφορετικῶν δεδομένων μεταξύ τῶν Κρατῶν μελών καί τῶν περιοχών. Τό 'ίδιο ισχύει καί γιά τίς προσδοκίες καί τίς ἀπαιτήσεις ὡς πρός τήν συνεκτικότητα καί ὡς πρός τήν γεύση, οἱ όποιες έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα καί ἑπομένως δέν δύνανται, γιά λόγους ἀσφαλείας τοῦ δικαίου, νά έχουν σημασία γιά τήν ερμηνεία τῶν νομικών εννοιών έν προκειμένω.

    'Επειδή τά ἀνωτέρω κριτήρια ἀρκοῦν, βάσει τῶν προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, προκειμένου τό παραπέμπον δικαστήριο να ἀποφανθεί ἄν τό επίδικο προϊόν, τό όποιο λαμβάνεται διά προσθήκης ύδατος καί καταψύξεως, πρέπει νά θεωρηθεί ὡς παγωτό, παρέλκει ἡ περαιτέρω εξέταση τῶν υπολοίπων ιδιοτήτων, τίς όποιες επίσης πρέπει ενδεχομένως νά εμφανίζει ένα παγωτό γιά νά εἶναι κατάλληλο πρός κατανάλωση.

    Ἑπομένως προτείνω τελικῶς νά δοθεί ἡ έξης ἀπάντηση στά ερωτήματα τοῦ Finanzgericht τοῦ Münster:

    1.

    Τά παρασκευάσματα σέ σκόνη τῆς διακρίσεως 18.06 Δ ἤ 21.07 Ζ τοῦ κοινοῦ δασμολογίου, πού προορίζονται γιά τήν παρασκευή παγωτοῦ κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο c τρίτη περίπτωση τοῦ κανο-νισμοῦ (ΕΟΚ) 1259/72 τῆς Ἐπιτροπῆς, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2815/72 τῆς 'Επιτροπῆς, περιλαμβάνουν μόνο τά προϊόντα πού δύνανται νά μεταποιηθούν χωρίς άλλη επεξεργασία έκτός ἀπό τήν προσθήκη ύδατος καί τήν κατάψυξη τους σέ παγωτά τῶν διακρίσεων 18.06 Β ἤ 21.07 Γ τοῦ κοινοῦ δασμολογίου καί πού γίνονται ἀποδεκτά ἀπό τόν καταναλωτή ὡς παγωτά.

    2.

    Ή καταλληλότης ὡς παγωτοῦ κατά την έννοια τοῦ ἀνωτέρω κανονισμοῦ προσδιορίζεται, ἀνεξαρτήτως ὁποιασδήποτε εθνικής ρυθμίσεως, συναρτήσει τῶν ελαχίστων ἀπαιτήσεων τοῦ καταναλωτοῦ στήν Κοινότητα. Σύμφωνα μέ αυτές, το προϊόν πρέπει νά έχει γεύση σαφώς καί αισθητώς γλυκεία ἡ ἀρωματική καί νά μή διασπάται κατά τήν τήξη σέ δύο στοιχεία, ένα υγρό καί τό άλλο στερεό.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά γερμανικά.

    Top