Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0054

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 21ης Ιανουαρίου 1982.
    Firma Wilhelm Fromme κατά Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
    Πριμοδοτήσεις μετουσιώσεως καταβληθείσες άνευ νομίμου αιτίας - Τόκοι υπερημερίας.
    Υπόθεση 54/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -01449

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:15

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

    PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

    ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 21 'ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 1982 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι δικαονές,

    1. Εισαγωγή

    Ἡ ὐπόθεοη Fromme, πού μᾶς ἀπασχολεί σήμερα, έχει ὁρισμένες πλευρές πού δέν Ικανοποιούν το κοινό περί δικαίου αἴσθημα. Προφανῶς καί ὁ παραπέμπων δικαστής διεπίστωσε επίσης στήν παρούσα ἀξίωση τόκων έναν ὁρισμένο ἀριθμό στοιχείων πού προσκρούουν στό περί δικαίου αίσθημά του. Όλες οἱ προσβολές αυτού τοῦ αισθήματος ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά αντιμετωπισθούν βάσει τοῦ κοινοτικού δικαίου. Ἀκόμη καί ἡ προσφεύγουσα στην κυρία δίκη παρεδέχθη, κατά τήν διαδικασία ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου, ὅτι σύμφωνα μέ τά τεθέντα ερωτήματα καί τίς παρασχεθείσες ἐπ᾿ αυτῶν διευκρινίσεις, ὁ παραπέμπων δικαστής ἀναμένει ὑπερβο-λικῶς πολλά ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο. Σημασία έχει, προκειμένου περί πιθανών προσβολών τοῦ περί δικαίου αισθήματος, ὅπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, νά γίνει σαφής διάκριση μεταξύ:

    α)

    παραβάσεως άρχων τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου, ἐπί τῆς ὁποίας τό Δικαστήριο δέν δύναται νά ἀποφανθεί στό πλαίσιο τῆς διαδικασίας τοῦ ἄρθρου 177 της συνθήκης·

    β)

    παραβάσεως κανόνων τοῦ γραπτού δικαίου καί άγραφων ἀρχων τοῦ κοινο-τικοῦ δικαίου, συμπεριλαμβανομένων τῶν ὁρίων πού τό κοινοτικό δίκαιο θέτει στην Ισχύ ἡ στό περιεχόμενο τῶν εθνικών νομικών κανόνων. Οἱ ἀπαντήσεις σας στά τεθέντα ερωτήματα πρέπει κυρίως νά δοθοῦν ὑπ᾿ αυτό τό πρίσμα. Ὄχι μόνο ἡ προσφεύγουσα στην κυρία δίκη, ἀλλά καί ἡ Ἐπιτροπή επέμεναν σ᾿ αυτό τό σημείο γιά νά εἶναι ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τόσο ἀκριβής ώστε ὁ παραπέμπων δικαστής νά δυνηθεί νά ἀποφανθεί, ἐπ᾿ αυτής τῆς βάσεως, σέ ὅλα τά σχετικά θέματα κοινοτικοῦ δικαίου πού ἀνακύπτουν·

    γ)

    τῶν πλευρών τῆς υποθέσεως πού δέν ἱκανοποιοῦν τό περί δικαίου αίσθημα καί τίς ὁποίες μόνο ὁ εθνικός ἡ κοινοτικός νομοθέτης δύναται νά επιλύσει.

    Τά κύρια πραγματικά περιστατικά τῆς παρούσης υποθέσεως, πού ἔχουν σημασία γιά σᾶς, εἶναι τά ἀκόλουθα:

    Τό 1970, ὁ εμπορευόμενος Fromme έλαβε ἀπό τό Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung (Ὁμσπονδιακό Ἵδρυμα ὀργανώσεως γεωργικών ἀγορών) (ἐφ᾿ έξῆς: BALM) πριμοδότηση ύψους 128497,62 γερμανικών μάρκων (DM). Ή ἐν λόγω πριμοδότηση κατεβλήθη βάσει τοῦ κανονισμοῦ 172/67 τοῦ Συμβουλίου (PB 1967, σ. 2602), ὁ όποιος θεσπίζει τους γενικούς κανόνες περί μετουσιώσεως. Μετά ἀπό εξέταση τῶν λογιστικών βιβλίων, κατά τήν ὁποία ἀπεκαλύφθη ὅτι ὁ Fromme εἶχε προσθέσει, γιά τήν μετουσίωση αυτή, ποσότητα μπλε χρωστικής ουσίας, κατώτερη ἀπό τήν προβλεπομένη ἀπό τόν εκτελεστικό κανονισμό ΕΟΚ 1403/69 τῆς Επιτροπής (PB 1969, L 180, σ. 3) ἐζητήθη ἡ ἐπιστροφή τῆς πριμοδοτήσεως στά τέλη τοῦ 1977. Δέν ἀμφισβητείται ὅτι ὁ σκοπός τοῦ ἐν λόγω κανόνος μετουσιώσεως, ὁ όποιος εἶναι ἡ εξασφάλιση ἀποκλειστικής χρησιμοποιήσεως μετουσιωμένου μαλακοῦ σίτου γιά τήν διατροφή τῶν ζώων, επετεύχθη ἐν προκειμένω. Ἐν τούτοις, μέ ἀπόφαση τῆς 8ης Δεκεμβρίου 1977, ἐζητήθη ἡ επιστροφή τῆς πρίμοδοτήσεως τήν ὁποία καί ἀπέδωσε ή Fromme. Γι' αυτόν τόν λόγο, ἐξ άλλου, ή διαδικασία ἡ ὁποία ὡδήγησε στην προδικαστική αἴτηση δέν άφορᾶ τό κύριο αυτό αίτημα. Τό 1980, τό BALM ἐζήτησε, ἐπί πλέον, ἐπί τῆς άνευ νομίμου αίτιας καταβληθείσης πριμοδοτήσεως, τόκους οἱ όποιοι, συνεπεία τοῦ διελθόντος ἐν τω μεταξύ χρόνου, ἀντιπροσωπεύουν συνολικά, κατά τήν προσφεύγουσα στην κυρία δίκη, 70 έως 80 ο/ο τοῦ ἀρχικοῦ ποσοῦ. Τά ερωτήματα πού σας υπέβαλε ὁ παραπέμπων δικαστής ἀναφέρονται ἀποκλειστικά στην συμπληρωματική αυτή ἀξίωση.

    Ή ἀξίωση τόκων στηρίζεται στό άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο τῆς ἀποφάσεως τοῦ γερμανοῦ ὑπουργοῦ γεωργίας, τῆς 8ης Αυγούστου 1968, περί πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως τῶν δημητριακῶν, ὅπως ἐτροποποιήθη μέ τήν ἀπόφαση τοῦ ἰδίου υπουργού, τῆς 14ης Φεβρουαρίου 1973, «Verordnung zur Anpassung von Zinsregelungen in Verordnungen zur Durchführung der gemeinsamen Marktorganisationen» (ἀπόφαση περί προσαρμογής τῶν περί τόκων διατάξεων, πού περιέχονται στίς εκτελεστικές ἀποφάσεις περί κοινής ὀργανώσεως των ἀγορών). Τό νόμιμο έρεισμα τῆς ἀποφάσεως αυτής εἶναι τό «Gesetz zur Durchführung der gemeinsamen Marktorganisationen» (νόμος περί μέτρων εφαρμογής τῶν κοινῶν ὀργανώσεων ἀγορών) (ἐφ᾿ ἑξῆς MOG), τῆς 31ης Ὀκτωβρίου 1972.

    Τό κύριο ζήτημα γιά τό Δικαστήριο, στην παρούσα διαδικασία, εἶναι ἄν ρυθμίσεις, ὅπως αυτές πού Ισχύουν στην Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, συμβιβάζονται με τό κοινοτικό δίκαιο. Οἱ ρυθμίσεις αυτές γιά θέματα τόκων προβλέπουν, σέ περίπτωση ἀγωγής περί ἀναζητήσεως πριμοδοτήσεων καταβληθέντων άνευ νομίμου αιτίας, ὅπως οἱ επίδικες, ένα σταθερό επιτόκιο γιά τήν περίοδο μεταξύ καταβολής καί ἀποδόσεως τῆς πριμοδοτήσεως (περίπου 7 έτη, ἐν προκειμένω) τό ὁποῖο εἶναι κατά 3 % ἀνώτερο τοῦ προεξοφλητικού τόκου τῆς Deutsche Bundesbank καί τουλάχιστον ἴσο πρός 6,5 %.

    Οἱ σχετικοί γερμανικοί κανόνες στηρίζονται μέ τήν σειρά τους στόν κανονισμό 729/70 τοῦ Συμβουλίου (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/005, σ. 93) ἡ πρέπει, ἐν πάση περιπτώσει νά επαληθεύονται μέ αναφορά στό κείμενο αὐτό, τό άρθρο 8 τοῦ ὁποίου Ιδίως ἀναφέρει:

    1.

    Τά Κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα μέ τίς νομοθετικές, κανονιστικές καί διοικητικές διατάξεις τους, τά ἀναγκαία μέτρα προκειμένου νά:

    εξασφαλίσουν τήν πραγματοποίηση καί τήν κανονικότητα τῶν χρηματοδοτουμενων ἀπό τό Ταμείο πράξεων,

    προλάβουν καί διώξουν ἀνωμαλίες,

    ἀνακτήσουν τά ἀπολεσθέντα ἐξ αίτιας ἀνωμαλιών ἡ ἀμελειών ποσά.

    Τά Κράτη μέλη ἐνημερώνουν τήν Ἐπιτροπή γιά τά ληφθέντα μέτρα πρός τόν σκοπό αυτόν καί Ιδίως γιά τήν πορεία τῶν διοικητικών καί δικαστικών διαδικασιών.

    2.

    Σέ περίπτωση μή πλήρους ἀνακτήσεως, οἱ οἰκονομικές συνέπειες τῶν ἀνωμαλιών ἡ ἀμελειών ἀναλαμβάνονται ἀπό τήν Κοινότητα, έκτος εκείνων πού προκύπτουν ἀπό ανωμαλίες ἡ ἀμέλειες-καταλογιστέες στά διοικητικά ὄργανα/ἤ ὀργανισμούς τῶν Κρατών μελών.

    Τά ἀνακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στίς υπηρεσίες ἡ ὀργανισμούς πού ενεργούν πληρωμές, οἱ ὁποῖοι τά εγγράφουν ως ἀπομείωση τῶν χρηματοδοτούμενων ἀπό τό Ταμείο δαπανών.

    3.

    Τό Συμβούλιο, μέ εἰδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως τῆς Επιτροπής θεσπίζει τους γενικούς κανόνες ἐφαρμογής τοῦ παρόντος άρθρου.

    Οἱ κανόνες εφαρμογής κατά τήν έννοια τῆς παραγράφου 3 τοῦ ἄρθρου αυτού δέν έχουν ἀκόμη θεσπισθεί, πράγμα πού εἶναι ἐξαιρετικά λυπηρό ὡς πρός τήν ἀποτελεσματικότητα καί ἐνότητα τοῦ ἀγώνος κατά τῆς ἀπάτης σέ ὅλα τά Κράτη μέλη. Θά ἐπανέλθω σ' αυτό τό σημείο ἐν σχέσει μέ ὁρισμένες πλευρές τῶν επιδίκων ρυθμίσεων σέ θέματα τόκων. Ό κανονισμός ΕΟΚ 1403/69 τῆς Ἐπιτροπῆς (PB 1969, L 180, σ. 3) περιέχει κανόνες εφαρμογῆς τοῦ κανονισμοί), ἀλλά γιά διαφορετικά ἀπό τά ἐν προκειμένω ἐπίδικα θέματα.

    Τό Verwaltungsgericht τῆς Φραγκφούρτης ἐπί τοῦ Μαιν, ἀνέστειλε την διαδικασία στην κυρία δίκη γιά νά σᾶς υποβάλλει τά ακόλουθα ερωτήματα:

    1)

    Συμβιβάζεται μέ την συνθήκη περί ιδρύσεως τῆς Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος τό γεγονός ὅτι ἡ Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας επιβάλλει τόκους σέ πριμοδοτήσεις μετου-σιώσεως πού κατεβλήθησαν άνευ νομίμου αίτιας, οἱ όποιοι ὑπολογίζονται ἀπό τήν ήμερα καταβολής καί ἀνέρχονται σέ 3 % πέρα ἀπό τόν ἐκάστοτε προεξοφλητικό τόκο τῆς Deutsche Bundesbank, πάντως δέ τουλάχιστον σέ 6,5 % χωρίς νά ἔχει σχετική εξουσιοδότηση ἀπό κανόνα τοῦ κοινοτικού δικαίου;

    2)

    Ἄν ὄχι:

    Περιέχει τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού 729/70 ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου τῆς 21. 4. 1970 περί χρηματοδοτήσεως τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/005, σ. 93) ἐξουσιοδοτικό έρεισμα, βάσει τοῦ ὁποίου δύναται ή 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία νά επιβάλλει τους τόκους πού ἀναφέρονται στό πρῶτο ερώτημα;

    3)

    'Αν ὄχι:

    Υπάρχει άλλη διάταξη ἡ γενική αρχή τοῦ κοινοτικού δικαίου ἀπό τήν ὁποία νά προκύπτει σχετική εξουσιοδότηση;

    2. Ἀνάλυση τῶν υποβληθέντων ἐρωτημάτων

    Ή προσφεύγουσα στην κυρία δίκη, ἡ γερμανική ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση καί ή 'Επιτροπή υπογραμμίζουν ὁμόφωνα, στίς γραπτές τους παρατηρήσεις, ὅτι τά υποβληθέντα ερωτήματα, καθώς καί οἱ νομικές ἀπόψεις πού ἀνέπτυξε ἐπ' ἀὐτῶν ὁ παρα-πέμπων δικαστής καί οἱ όποιες σημειώνονται στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ακροατηρίου συζήτηση, παρουσιάζουν μία θεμελιώδη παρανόηση ὅσον άφορᾶ τήν γενική σχέση μεταξύ κοινοτικού δικαίου καί ἐθνικοῦ δικαίου στόν τομέα τῆς ὀργανώσεως τῶν γεωργικῶν ἀγορών. Στό παρόν στάδιο εξελίξεως τοῦ κοινοτικού δικαίου, ή γενική αυτή σχέση δέν δύναται νά ἀποδοθεί λέγοντας ὅτι ὁ εθνικός νομοθέτης εἶναι ἀποκλειστικά ἀρμόδιος στόν τομέα αυτόν, ἐφ' ὅσον υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση πρός τόν σκοπό αυτόν ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο. Κατά τήν ἀπάντηση στά ερωτήματα, πρέπει νά ληφθεί ὑπ' ὄψη ή παρανόηση αύτη. Δεδομένου δέ ὅτι στην παρανόηση αύτη στηρίζονται τά υποβληθέντα ερωτήματα, οἱ σχετικές ἑρμηνευτικές κατευθύνσεις πρός τόν παραπέμποντα δικαστή πρέπει νά διατυπωθούν κατά τρόπο, κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον, ἀνεξάρτητο ἀπό τά ὑποβληθέντα ερωτήματα. Πρέπει πάντως νά ἐξετασθοῦν μέ τήν ευκαιρία αύτη ὅλα τά ζητήματα κοινοτικοῦ δικαίου πού ἀνέκυψαν κατά τήν διαδικασία καί τά όποια εἶναι σημαντικά γιά τόν παραπέμποντα δικαστή.

    Γιά νά καταστεῖ δυνατή μιά χρήσιμη ἀπάντηση γιά τόν παραπέμποντα δικαστή, τά ερωτήματα δύνανται συνεπώς νά διατυπωθοῦν ἐκ νέου ως ἑξῆς: «Ή ἁρμοδιότης ενός Κράτους μέλους νά επιβάλλει, σέ περίπτωση ἀξιώσεως επιστροφής, τόκους ἐπί πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως πού κατεβλήθησαν άνευ νομίμου αίτιας, οἱ όποιοι υπολογίζονται ἀπό τήν ήμερα καταβολής τῆς πριμοδοτήσεως μέ επιτόκιο υπερβαίνον κατά 3 ο/ο τόν προεξοφλητικό τόκο πού εἶχε καθορισθεί τότε ἀπό τήν σχετική κεντρική τράπεζα, άλλά τουλάχιστον ἴσο πρός 6,5 %, περιορίζεται ἀπό:

    1.

    τήν συνθήκη περί ιδρύσεως τῆς Ευρωπαϊκής Οἰκονομικῆς Κοινότητος·

    2.

    τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τοῦ κανο-νισμοῦ ΕΟΚ 729/70 τοῦ Συμβουλίου της 21ης 'Απριλίου 1970 περί χρηματοδοτήσεως τῆς κοινῆς γεωργικής πολιτικής (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/005, σ. 93) ἤ ἀπό

    3.

    άλλους κανόνες ἡ γενικές ἀρχές τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου;»

    Θά πραγματευτῶ τά ερωτήματα αυτά μέ τήν ἀκόλουθη σειρά. Λόγω τῶν παρανοήσεων πού ὅλα αυτά τά ερωτήματα παρουσιάζουν ἐν προκειμένω θά εξετάσω κατ' ἀρχάς μερικές βασικές ἀρχές τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου σχετικά μέ τήν ἐφαρμογή τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής ἀπό τίς ἐθνικές ἀρχές. Ἐν συνεχεία θά ἐξετάσω μέχρι ποίου σημείου τό άρθρο 8 τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 729/70 ὁδηγεί ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ σέ διαφορετικά ἀποτελέσματα.

    Μετά θά ἀναλύσω τους δύο πιό σημαντικούς περιορισμούς πού συνήχθησαν, σέ ὅλες τίς γραπτές παρατηρήσεις, ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, ἄν καί μέ διαφορετικά ἀποτελέσματα για τήν παρούσα υπόθεση. Τέλος θά εξετάσω, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψη τό υποβληθέν τρίτο ερώτημα, ἄν καί άλλοι κανόνες ἡ γενικές ἀρχές τοῦ κοινοτικού δικαίου, έκτος ἀπό αυτούς πού ἔπαιξαν κάποιον ρόλο στην προηγουμένως ἀναλυθεῖσα νομολογία σας, συνεπάγονται περιορισμούς γιά τίς εθνικές ἀρχές. 'Ιδιαίτερα, θά ερευνήσω, στό πλαίσιο αὐτό, τό ζήτημα τῆς εφαρμογής, ἐν προκειμένω, τῆς ἀρχής τῆς ἀναλογικότητος ἡ ὁποία ἀνε-πτύχθη μέ άλλες ἀποφάσεις τοῦ Δικαστηρίου.

    3. Βασικές ἀρχές τοῦ κοινοτικού δικαίου ὡς πρός τήν εφαρμογή τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής ἀπό τίς εθνικές ἀρχές

    Σέ ὅλες τίς γραπτές παρατηρήσεις διαπιστώνεται ὅτι σύμφωνα μέ τήν διατύπωση των υποβληθέντων ερωτημάτων, ὁ παραπέμπων δικαστής εκκινεί εσφαλμένως ἀπό τήν ἰδέα ὅτι τά Κράτη μέλη δέν δύνανται νά εισπράττουν τόκους, σέ περίπτωση ἀξιώσεως επιστροφής πριμοδοτήσεων καταβληθέντων άνευ νομίμου αίτιας, παρά μόνον ἄν ἔχουν ρητῶς ἐξουσιοδοτηθεί ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο.

    Σέ εντελώς γενικό επίπεδο, ἀπό τήν πρώτη φράση τοῦ ἄρθρου 5 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δύναται νά συναχθεί ὅτι τά Κράτη μέλη έχουν υποχρέωση νά λαμβάνουν τά κατάλληλα γενικά ἡ ειδικά μέτρα γιά νά εξασφαλίσουν τήν εκτέλεση τῶν κανονισμών στόν τομέα τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής. Ὑπ᾿ αὐτό τό πρίσμα, δέν ἀπαιτείται εξουσιοδότηση.

    Τό Δικαστήριο, πάντως, στίς ἀποφάσεις ἐπί τῶν ὑποθέσεων Bollmann (υπόθεση 40/69, Jurispr. 1970, σ. 69) καί Krohn (υπόθεση 74/69, Jurispr. 1970, σ. 451), έχει ήδη διευκρινίσει ὅτι τά ἐν λόγω εθνικά μέτρα εκτελέσεως δέν δύνανται νά θίξουν, τροποποιήσουν ἡ επεκτείνουν τήν έκταση ἐφαρμογής τοῦ κοινοτικού κανονισμοῦ. Στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως Balkan-Import-Export (υπόθεση 118/76, Jurispr. 1977, σ. 1177), τό Δικαστήριο ἐπανέλαοε ἐκ νέου τόν περιορισμό αυτόν τῆς εθνικής ἀρμοδιότητος. Ό περιορισμός αυτός δύναται νά θεωρηθεῖ ὡς διευκρίνιση τοῦ δευτέρου εδαφίου τοῦ άρθρου 5 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

    Όσον άφορᾶ τήν παρούσα προβληματική, ή ἐν λόγω ἀρχή συγκεκριμενοποιήθηκε στην ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῶν υποθέσεων Lippische Hauptgenossenschaft (119 καί 126/79, Jurispr. 1980, σ. 1863), μέ τήν ὁποία εδέχθη ὅτι, καθ' ὅσον άφορᾶ τήν χορήγηση τῶν πριμοδοτήσεων, εναπόκειται στίς ἐθνικές ἀρχές νά ἀπαιτήσουν τήν επιστροφή κάθε πριμοδοτήσεως, καταβληθείσης άνευ νομίμου αίτιας (σημείο 7 τοῦ σκεπτικού). Ή συνέχεια τῆς αποφάσεως επιτρέπει τήν διαπίστωση ὅτι ἡ ἁρμοδιότης αυτή τῶν Κρατών μελών δέν άφορα μόνο τήν θέσπιση διαδικαστικών μέτρων σχετικά μέ τήν επιστροφή, ἐνῶ ἡ θέσπιση τῶν ουσιαστικών προϋποθέσεων επιφυλάσσεται στην Κοινότητα. Ἁπλώς διευκρινίσθη ὅτι οι εθνικές ἀρχές ὀφείλουν νά ἐνεργοῦν, ἐν προκειμένω, μέ την ἴδια επιμέλεια την ὁποία επιδεικνύουν προκειμένου νά εφαρμόσουν τίς ἀντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες, έτσι ὥστε νά ἀποφεύγεται νά θίγεται ή ἀποτελεσματικότης τοῦ κοινοτικού δικαίου (σημείο 8). Ὑπ' αύτη την σχέση, ὁ καθορισμός προθεσμιών παραγραφῆς ἡ εκπτώσεως εκρίθη ρητά ὡς επιτρεπτός ἀπό τό Δικαστήριο. 'Αναφερόμενο στην καθιερού-μενη ἀπό τό άρθρο 5 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἀρχή, σύμφωνα μέ την ὁποία τά εθνικά εκτελεστικά μέτρα δέν εἶναι δυνατόν νά θέσουν σέ κίνδυνο τό κοινοτικό δίκαιο, στην ἀπόφαση Ferwerda (υπόθεση 265/78, Jurispr. 1980, σ. 617) τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι εναπόκειται στά Κράτη μέλη νά ὁρίσουν τόν ἀρμόδιο δικαστή καί νά ρυθμίσουν τίς διαδικαστικές λεπτομέρειες, οἱ όποιες ὅμως δέν δύνανται νά εἶναι δυσμενέστερες ἀπό αυτές πού ἀφορούν παρεμφερή ἐθνικά ένδικα μέσα καί δέν δύνανται μέ κανέναν τρόπο νά καθορισθούν κατά τρόπο πού νά καθιστούν πρακτικά ἀδύνατη τήν άσκηση τῶν δικαιωμάτων, τά όποια ὁ εθνικός δικαστής έχει υποχρέωση νά διασφαλίσει (σκέψη 10). Στην σκέψη 17 τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση Express Dairy Foods (υπόθεση 130/79, Jurispr. 1980, σ. 1887), τό Δικαστήριο εδέχθη κατά τήν ιδία λογική συνέπεια ὅτι εναπόκειται στά Κράτη μέλη, καί ἰδίως στόν εθνικό δικαστή νά ρυθμίσει ὅλα τά παρεπόμενα θέματα πού έχουν σχέση μέ τίς άνευ νομίμου αιτίας καταβολές, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς καταβολής τόκων.

    Παράλληλα μέ τήν ἀπαίτηση τῆς ἀποτελεσματικότητος καί τήν ἀπαγόρευση νά θιγεῖ, τροποποιηθεί ἡ επεκταθεί ἡ έκταση εφαρμογής τοῦ κοινοτικού δικαίου, ἡ προηγούμενη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου εδέχθη επίσης καί τό μή επιτρεπτό τῶν διακρίσεων. Αυτό έχει προδήλως πιό συγκεκριμένο χαρακτήρα ἀπό τό μή επιτρεπτό «κάθε διακρίσεως μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών ἐντός τῆς Κοινότητος» πού περιλαμβάνεται στό άρθρο 40 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Ή ἐν λόγω απαγόρευση τῶν διακρίσεων, ἡ ὁποία ἀποβλέπει στην νομική προστασία ὅλων τῶν κοινοτικών πολιτών τῆς Κοινότητος, εφαρμόζεται ἀσφαλώς καί στά εθνικά μέτρα ἐκτελέσεως τῆς κοινής γεωργικής πολιτικῆς. Στην νομολογία, πού ἐξετάζεται ἐδῶ, ἡ ἀπαγόρευση τῶν διακρίσεων διατυπώνεται πάντως μέ τήν μορφή εξομοιώσεως τῶν εκτελεστικών μέτρων τοῦ κοινοτικού δικαίου πρός άλλους παρόμοιους ἐθνικούς κανόνες. Στην ἀπόφαση Ferwerda (υπόθεση 265/78, Jurispr. 1980, σ. 617), τό Δικαστήριο εξέφρασε τήν ἰδέα αύτη, στό σημείο 12 τοῦ σκεπτικού, ὡς ἀκολούθως: «ή ρητή παραπομπή στίς εθνικές νομοθεσίες υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς πού ισχύουν γιά τήν σιωπηρά παραπομπή, ἡ ἀναγκαιότης τῆς ὁποίας ἀνεγνωρίσθη ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ή εφαρμογή τῆς εθνικής νομοθεσίας πρέπει νά γίνεται κατά τρόπο μή συνιστῶντα διάκριση ἐν σχέσει μέ τίς διαδικασίες πού ἀποσκοπούν στην επίλυση διαφορών τοῦ ἰδίου τύπου, αλλά ἀμιγώς εθνικών». Ἐπίσης ήδη στην σκέψη 8 τῆς 'ίδιας ἀποφάσεως, τό Δικαστήριο εδέχθη τό μή επιτρεπτό τῶν διακρίσεων ὅσον άφορᾶ τίς προϋποθέσεις τύπου καί ουσίας ὑπό τίς όποιες ... οἱ ἀρχές τῶν Κρατών μελών δύνανται νά εἰπράττουν τίς ἐν λόγω επιβαρύνσεις καί, ενδεχομένως, νά ἀξιοῦν επιστροφή οἰκονομικῶν ὀφελών τά όποια είχαν χορηγηθεί ἀντικανονικά. Στην υπόθεση Express Dairy Foods (υπόθεση 130/79, Jurispr. 1980, σ. 1887), τό Δικαστήριο εδέχθη επίσης, στην σκέψη 12, ὅτι «ή εφαρμογή τῆς εθνικής νομοθεσίας πρέπει νά γίνεται κατά τρόπο μή συνιστῶντα διάκρίση ἐν σχέσει μέ τίς διαδικασίες πού ἀποσκοποῦν στήν επίλυση διαφορών τοῦ ίδιου τύπου, άλλά ἀμιγώς εθνικών». Στίς υποθέσεις, τέλος, Lippische Hauptgenossenschaft (119 καί 126/79, Jurispr. 1980, σ. 1863), τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι «εναπόκειται ... στίς εθνικές ἀρχές νά εκτιμήσουν, σύμφωνα μέ τούς κανόνες καί τίς ἀρχές τοῦ εθνικού τους δικαίου, μία κατάσταση ὅπως αυτή πού έχει ἀχθεῖ ενώπιον τοῦ Verwaltungsgericht, ὑπό τόν ὅρο πάντοτε ὅτι δέν κάνουν διάκριση μεταξύ τῶν καταστάσεων πού διέπονται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο καί ἀναλόγων καταστάσεων πού ἀνάγονται στήν εφαρμογή μόνον τοῦ εθνικού δικαίου».

    Ἀπό τήν προηγούμενη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου συνάγεται, ἐπομένως, ἀφ᾿ ενός ὅτι ὁ τρόπος εφαρμογής τοῦ κοινοτικού δικαίου ἀπό τίς εθνικές ἀρχές δέν πρέπει νά θέτει σέ κίνδυνο τήν ἀποτελεσματικότητά του, δέν δύναται δέ, συνεπώς, νά εἶναι ὀλιγώτερο ἀποτελεσματική ἀπό τόν τρόπο εφαρμογής παρεμφερών ἐθνικών ρυθμίσεων. Τούτο συνάγεται κυρίως ἀπό τήν σκέψη 8 τοῦ σκεπτικού τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου στίς υποθέσεις Lippische Hauptgenossenschaft. Ἀφ᾿έτερου, οἱ σκέψεις πού ἀνεπτύχθησαν στά σκεπτικά, πού έχω στην συνέχεια παραθέσει, τῶν ἀποφάσεων πού ἐξεδόθησαν στίς υποθέσεις Ferwerda, Express Dairy Foods καί Lippische Hauptgenossenschaft νομίζω ὅτι σημαίνουν ὅτι ούτε τά ὑποκείμενα δικαίου δύνανται νά ἀντιμετωπίζονται κατά λιγώτερο ευνοϊκό τρόπο ἀπό ὅ,τι σέ περίπτωση εφαρμογής παρεμφερών ἀμιγώς εθνικών κανόνων. Δεδομένου ὅτι υφίσταται μεγάλη διάσταση ἀπόψεων ἐπί τῆς ἀκριβούς σημασίας τοῦ μή επιτρεπτού τῶν διακρίσεων στην συγκεκριμένη περίπτωση, θά εξετάσω επίσης, ως πρός τό τρίτο ερώτημα πού σας υπεβλήθη, μέχρι ποίου σημείου εἶναι δυνατές, ἐν προκειμένω, συμπληρωματικές διευκρινίσεις. Ἐπί πλέον, θά ἐπανέλθω επίσης στό πρόβλημα τῆς ἀποτελεσματικότητος, βάσει τῶν επιχειρημάτων πού προεβλήθησαν κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας.

    4. Οἱ κανόνες περί ἁρμοδιότητος τοῦ ἄρθρου 8 τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 729/70

    Οἱ ἀρχές πού ἀπορρέουν ἀπό τήν προηγούμενη νομολογία, στίς όποιες ἀνεφέρθην ἀνωτέρω, φυσικά εφαρμόζονται ἐφ᾿ ὅσον τό κοινοτικό δίκαιο δέν περιλαμβάνει ἀντίθετες διατάξεις. Γι' αυτό καί προτίθεμαι νά εξετάσω τώρα μέχρι ποιοῦ σημείου τό άρθρο 8 τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 επιτρέπει τήν συναγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων ἤ τήν διευκρίνιση τῶν άρχων πού έχουν συναχθεί μέχρι τώρα.

    Στίς υποθέσεις BayWa καί Raiffeisenbankgenossenschaft (υποθέσεις 146, 192 καί 193/81) τό 'ίδιο τό παραπέμπον δικαστήριο υπέβαλε, μεταξύ άλλων, σχετικώς, τό ἀκόλουθο ερώτημα: «Περιέχει τό άρθρο 8 τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 729/70 ... υποχρέωση τῶν Κρατών μελών νά ἀπαιτοῦν τήν ἀπόδοση πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως σέ κάθε περίπτωση πού ἐχορηγήθησαν παράνομα ἡ παρέχει ὁ κανονισμός στά Κράτη μέλη τήν δυνατότητα στην συγκεκριμένη περίπτωση, νά ἀναθέτουν μέ διατάξεις ἐθνικοῦ δικαίου τήν ἀπαίτηση ἀποδόσεως στην διακριτική ἐξουσία τῶν ἁρμοδίων άρχων;»

    Ἐπειδή ἡ προφορική διαδικασία στίς πιό πρόσφατες αὐτές υποθέσεις δέν εἶχε ἀκόμη διεξαχθεί ὅταν συνετάγησαν οἱ παρούσες προτάσεις, δέν εἶναι δυνατόν νά ληφθούν ὑπ᾿ ὄψη σ᾿ αὐτές, αὐτά πού θά προκύψουν κατά τήν προφορική αύτη διαδικασία. 'Αντίθετα, δύναται ενδεχομένως νά τά λάβει ὑπ᾿ ὄψη ἡ ἀπόφαση στην παρούσα ὑπόθεση. Τό ερώτημα πού υπεβλήθη ὡς πρός τό άρθρο 8 στην παροῦσα υπόθεση στηρίζεται στην 'ίδια παρανόηση περί τῆς κατανομής τῶν ἁρμοδιοτήτων μέ αύτη πού ήδη ἐτό-νισα προηγουμένως. Δέν πρόκειται γιά τό ἄν τό άρθρο 8 παρέχει εξουσιοδότηση, άλλά γιά τό ἄν περιέχει περιορισμούς τῆς εθνικής ἁρμοδιότητος, οἱ όποιοι ἀπομακρύνονται ἀπό τίς γενικές ἀρχές, πού μόλις ἀνέφερα καί οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου.

    Τό κείμενο τοῦ ἄρθρου 8 καθορίζει έἐ πάση περιπτώσει την ήδη μνημονευθείσα γενική υποχρέωση πού περιλαμβάνεται στό άρθρο 5 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 8, τά Κράτη μέλη λαμβάνουν μεταξύ άλλων, σύμφωνα μέ τίς ἐθνικές νομοθετικές, κανονιστικές καί διοικητικές διατάξεις, «τά ἀναγκαία μέτρα προκειμένου νά:

    «...

    ...

    ἀνακτήσουν τά ἀπολεσθέντα ἐξ αἰτιας ἀνωμαλιών ἡ ἀμελειῶν ποσά».

    Ἐν συνεχεία, ἡ δεύτερη παράγραφος τοῦ άρθρου 8 ὁρίζει μεταξύ άλλων ὅτι τά ἀνακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στίς υπηρεσίες ἡ ὀργανισμούς πού έχουν ενεργήσει τίς ἀρχικές πληρωμές, ἐνῶ οἱ ἐν λόγω υπηρεσίες ἡ ὀργανισμοί εγγράφουν τά ποσά αυτά ὡς ἀπομείωση τῶν χρηματοδοτούμενων ἀπό τό Ταμείο δαπανῶν.

    Παρά τήν πρόταση τῆς Ἐπιτροπῆς σχετικά ἀκριβώς μέ τό θέμα τοῦ υπολογισμοῦ τῶν τόκων, πού ἀποτελεί τό ἀντικείμενο τῆς παρούσης διαφοράς, τό Συμβούλιο δέν έκανε χρήση τῆς δυνατότητος, πού προβλέπεται στην τρίτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου 8, νά θεσπίσει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ.

    Ὅπως ἡ Ἐπιτροπή, δέν δύναμαι νά ἀνεύρω στό κείμενο τοῦ ἄρθρου 8 ὁποιοδήποτε στοιχείο πού θά ἀπέκλειε τήν ἀρμοδιότητα τῶν Κρατών μελών, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἀμέσως προηγουμένως παρατεθεῖσα νομολογία, νά ρυθμίζουν επίσης καί τήν πληρωμή τόκων σέ περιπτώσεις ἀξιώσεων επιστροφής. Ή Ἐπιτροπή ὀρθώς παρατηρεί ἐπί πλέον ὅτι ούτε ὁ κανονισμός 281/72 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 7ης Φεβρουαρίου 1972, πού άφορα τίς πλημμέλειες καί τήν ἀνάκτηση (PB 1972, L 36, σ. 1), ὁ όποιος είναι επίσης ἐφαρμοστέος ἐν προκειμένω, δέν περιέχει περιοριστικούς κανόνες. Ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου καί ιδιαίτερα ἀπό τίς ἀποφάσεις Roquette (υπόθεση 26/74, Jurispr. 1976, σ. 677) καί Express Dairy Foods (υπόθεση 131/77, Jurispr. 1980, σ. 1887), δύναται ήδη νά συναχθεί ὅτι τά Κράτη μέλη εἶναι κατ' ἀρχήν ἀρμόδια νά ρυθμίζουν τήν πληρωμή τόκων. Ἀλλά καί ἐν προκειμένω ἐπίσης εφαρμόζονται πάντως οἱ περιορισμοί πού ἀνέφερα προηγουμένως, παρόμοιες δηλαδή ρυθμίσεις δέν δύνανται νά θίξουν, νά τροποποιήσουν ή νά επεκτείνουν τήν έκταση εφαρμογής τῶν κοινοτικών κανονισμών, τοῦ ἄρθρου 8 τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70, ἐν προκειμένω. Ὅπως καί ἡ 'Επιτροπή, θεωρώ ὅτι ἡ προσφεύγουσα στην κυρία δίκη καί τό παρα-πέμπον δικαστήριο στην ἀπόφαση του, δίδουν πεπλανημἐνως, ὑπ' αὐτό τό πρίσμα συσταλτική, γραμματική ἑρμηνεία, στό άρθρο 8. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία αυτή, μόνο τά ποσά πού κατεβλήθησαν άνευ νομίμου αίτιας δύνανται νά ἀναζητηθούν.

    Ἤδη στην υπόθεση Κάτω Χώρες κατά Ἐπιτροπής (υπόθεση 11/76, Jurispr. 1979, σ. 245), τό Δικαστήριο έκρινε (σκέψη 6) «ὅτι τό κείμενο τοῦ ἄρθρου 8 ὅπως ἀποδίδεται στίς διάφορες γλώσσες ... περιέχει υπερβολικά ἀντιφατικά καί διφορούμενα στοιχεία γιά νά δοθεῖ ἀπάντηση στά επίδικα (τότε) ερωτήματα γιά τήν ερμηνεία τῆς διατάξεως πρέπει επομένως νά εξετασθεί τό πλαίσιο στό όποιο ευρίσκεται καί ὁ επιδιωκόμενος ἀπό τίς ἐν λόγω ρυθμίσεις σκοπός». Στην επόμενη σκέψη, τό Δικαστήριο δέχεται «ὅτι τό άρθρο 8 ὁρίζει τίς ἀρχές σύμφωνα μέ τίς όποιες ἡ Κοινότης καί τά Κράτη μέλη ὀφείλουν νά ὀργανώσουν τόν ἀγώνα κατά τῆς ἀπάτης καί τῶν άλλων πλημμελειών σχετικά μέ τά χρηματοδοτούμενα ἀπό τό ΕΓΤΠΕ σχέδια προβλέπει τόσο τά μέτρα πού ἀποσκοπούν στην ἀνάκτηση ποσών άνευ νομίμου αίτιας καταβληθέντων ὅσο καί τήν δίωξη, μέ διοικητικές καί δικαστικές διαδικασίες, τῶν ὑπευθύνων προσώπων».

    Σχετικά μ' αυτό, ἡ Ἐπιτροπή υποστηρίζει ὀρθώς νομίζω, ὅτι ἡ εκτίμηση τῶν εθνικών μέτρων εκτελέσεως πρέπει νά ἀναφέρεται κατά κύριο λόγο στην ἀποτελεσματικότητά τους ὅσον άφορᾶ τους σκοπούς τοῦ άρθρου 8 (ὅπως έχουν διευκρινισθεί ἀπό τό Δικαστήριο).

    Τέλος, ἡ προσφεύγουσα στην κυρία δίκη επέμεινε πολύ, κυρίως κατά τήν προφορική διαδικασία, στην διαπίστωση τοῦ παραπέ-μποντος δικαστηρίου ὅτι οἱ ἀναζητηθέντες τόκοι δέν ἀποδίδονται στην Κοινότητα ἀλλά εἰσέρχονται στον προϋπολογισμό τῆς Ὁμοσπονδιακής Δημοκρατίας. Δύναται ὄντως, νά διερωτηθεί κανείς ἄν τούτο είναι σύμφωνο μέ τήν δεύτερη παράγραφο τοῦ άρθρου 8. Πάντως, συμμερίζομαι τήν άποψη τῆς γερμανικής ὁμοσπονδιακής κυβερνήσεως καί τῆς Ἐπιτροπῆς ὅτι τό θέμα τούτο δέν έχει σημασία γιά τήν σχέση μεταξύ τῆς προσφευγούσης στην κυρία δίκη καί τοῦ BALM. Γιά τήν ἐν λόγω σχέση, ενδιαφέρει μόνο τό πρῶτο μέρος τῆς δευτέρας παραγράφου καί ὄχι ἡ σχέση μεταξύ εθνικών ὀργανισμῶν επιφορτισμένων μέ τήν εκτέλεση καί ΕΓΤΠΕ, ή ὁποία ρυθμίζεται στό τέλος τῆς ἐν λόγω παραγράφου.

    Τό άρθρο 8 δέν διαφωτίζει περαιτέρω τους δύο' γενικούς περιορισμούς πού τό κοινοτικό δίκαιο θεσπίζει γιά τά ἐθνικά μέτρα εκτελέσεως καί οἱ ὁποιοι ἀναγνωρίζονται κατά κανόνα σέ ὅλες τίς γραπτές παρατηρήσεις (δέν πρέπει νά θίγεται ἡ έκταση εφαρμογής τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί δέν πρέπει νά γίνεται διάκριση). Ὑπ᾿ αυτό τό πρίσμα, τό άρθρο 8 ἀφήνει άθικτες τίς γενικές ἀρχές πού περιέχονται στην προηγουμένη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου. Όπως έχω ήδη ἀναφέρει, θά επανέλθω καί πάλι στό θέμα, τοῦ μέχρι ποιοῦ σημείου οἱ γενικές αυτές ἀρχές πρέπει νά εξειδικεύονται πρό καταστάσεων, ὅπως ἡ παροῦσα.

    Ξεχωριστά θά εξετάσω περαιτέρω, στην ἀνάλυση μου ἐπί τοῦ τρίτου ερωτήματος τοῦ Verwaltungsgericht, ὅπως τό ἀναμόρφωσα, μέχρι ποιοῦ σημείου δύναται νά συναχθεί ἀπό τό κείμενο τοῦ ἄρθρου 8 ὅτι ή ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος, ἡ ὁποία έχει τονισθεί σέ άλλα σημεία τῆς νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου, δύναται επίσης νά εφαρμοσθεῖ ἐν προκειμένω καί ποιά σημασία πρέπει συνεπῶς νά τῆς ἀποδοθεί.

    5. Διασαφήνιση τῶν γενικῶν περιορισμών, πού καθιερώθησαν ἀπό τήν νομολογία, σέ ἀναφορά μέ τήν παρούσα κατάσταση

    5.1.

    Ἐν σχέσει μέ τό ερώτημα ἄν τά γερμανικά εκτελεστικά μέτρα θίγουν, τροποποιούν ἡ επεκτείνουν τήν έκταση τοῦ άρθρου 8 τοῦ κανονισμού ΕΟΚ 729/70, ὁ όποιος έχει εφαρμογή ἐν προκειμένω, προ-τίθεμαι νά ἐξετάσω ἀκόμη, μετά ἀπ᾿ ὅσα ἀνέφερα ἐπί τοῦ θέματος, μόνον ἄν τό ἐν λόγω άρθρο 8 επιτρέπει νά συναχθεί ένας ὁποιοσδήποτε υπέρτερος περιορισμός τῶν τόκων πού δύνανται νά ζητηθοῦν. Ό εκπρόσωπος τῆς γερμανικῆς ὁμοσπονδιακῆς κυβερνήσεως ἠρνήθη τήν ύπαρξη τέτοιου περιορισμοῦ, μέ ἀρκετά κατηγορηματικές λέξεις, κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας. Ἀπό ἀπόψεως προλήψεως, οἱ τόκοι δέν πρέπει νά εἶναι πολύ υψηλοί. Ή Ἐπιτροπή περιωρίσθη νά δεχθεί ὅτι οἱ κανόνες περί τῶν τόκων πρέπει νά είναι ἀποτελεσματικοί («wirksam») καί ὅτι παρεμφερής ρύθμιση, μέ ὁποιονδήποτε τρόπο καί ἄν καθορισθεί, εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀποτελεσματική εφαρμογή τοῦ άρθρου 8. Στό τέλος τῆς προφορικής διαδικασίας, ὁ εκπρόσωπος τῆς Ἐπιτροπής ἀνεγνώρισε πάντως ὅτι οἱ τόκοι δέν δύνανται νά καθορισθούν σέ ἀπεριόριστα υψηλό επίπεδο, ἐπί παραδείγματι σέ 30 %. ''Ενα επιτόκιο πού θά ἀπεμακρύνετο κατά πολύ ἀπό τό γενικό επίπεδο τῶν επιτοκίων στό ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος θά δημιουργούσε, καί κατά τήν δική μου γνώμη, ἀπειλή γιά τήν νομική γαλήνη καθώς καί τό ενδεχόμενο, λόγω τῶν πολύ ηὐξημένων κινδύνων, οἱ επιχειρηματίες νά ἀπόσχουν ἀπό τήν μετουσίωση. Στό μέτρο αυτό, τό επιτόκιο περιορίζεται συνεπώς, κατά τήν άποψη μου, ἀπό τό μή ἐπιτρεπτό τῶν διακρίσεων, γιά τό όποιο μοῦ ἀπομένει ἀκόμη νά μιλήσω.

    Ή προσφεύγουσα στην κυρία δίκη υπεστήριξε πάντως μία άλλη άποψη, ὅτι δηλαδή τόκοι δύνανται νά ζητηθούν μόνο ἐφ᾿ ὅσον ὁ ενδιαφερόμενος ὠφελήθη ἀπό τήν ἀντικανονικός χορηγηθείσα πριμοδότηση, ἐνῶ θά πρέπει νά λαμβάνονται ὑπ' ὄψη επίσης καί άλλες ιδιομορφίες τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως. Θά πρέπει ἰδιως νά λαμβάνεται ὑπ' ὄψη ἡ ἐλλειψη δόλου ἤ ὁ ἐντελῶς τυπικός ἡ ἀσήμαντος χαρακτῆρας τῆς πλημμελείας, γιά την ὁποία πρόκειται.

    Στην υπόθεση Balkan-Import-Export, τό Δικαστήριο ουσιαστικά έκρινε παραδεκτή μία εθνική ρήτρα χαλεπότητος καί, στην υπόθεση Ferwerda, τήν εφαρμογή τῆς ἀρχής της ἀσφαλείας τοῦ δικαίου ὑπό τήν έννοια ὅτι οἱ καλοπίστως κτηθεῖσες παροχές δέν δύνανται νά ἀποτελέσουν ἀντικείμενο ἀξιώσεως επιστροφής.

    Στή σκέψη 10 τῆς ἀποφάσεως στην υπόθεση Lippische Hauptgenossenschaft τό Δικαστήριο εδέχθη ἐξ άλλου, σχετικά μέ τήν ἀρχή τῆς παραγραφής, ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο δέν περιορίζει τήν ελευθερία των ἀρμοδίων εθνικών ἀρχῶν νά εφαρμόζουν, κατά τήν ἀναζήτηση ωφελημάτων χορηγηθέντων άνευ νομίμου αίτιας βάσει τῆς κοινοτικής νομοθεσίας, ... τους περιορισμούς πού εἶναι δυνατόν νά συνάγονται ἀπό τήν εφαρμογή γενικών άρχων, ἀνεγνωρισμένων στό δίκαιο τῆς ενδιαφερόμενης χώρας. Κατά τήν γνώμη μου, εἶναι ἀπολύτως δυνατόν νά ἀποδοθεί στην φράση αύτη, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη τίς ἀποφάσεις στίς υποθέσεις Balkan καί Ferwerda, μία ευρύτερη σημασία, πού υπερβαίνει τόν τομέα τῆς παραγραφής.

    Σέ ὅλες τίς προηγούμενες αυτές ἀποφάσεις, επρόκειτο πάντως γιά ἀποφάσεις πού έκριναν εθνικές ρυθμίσεις ὡς επιτρεπτές. Σέ περίπτωση πού τό γερμανικό δίκαιο θά ἐγνώριζε παρεμφερείς γενικές ἀρχές, θά ήταν ενδεχομένως δυνατόν νά γίνει ἀναφορά σ' αυτές, κατ' ἐφαρμογήν τῆς ἀρχής τοῦ μή ἐπιτρεπτοῦ τῶν διακρίσεων. Οἱ ἀρχές αυτές πάντως στίς ἐν λόγω ἀποφάσεις, δέν συνιστούν ἀρχές τοῦ κοινοτικοῦ, άλλά τοῦ ἐθνικού δικαίου πού εκρίθησαν ώς επιτρεπτές.

    Ἐκείνο πού πρέπει νά εξετασθεῖ ἀκόμη στην παρούσα υπόθεση, πέρα ἀπό τή σημασία πού πρέπει νά δοθεί ἐν προκειμένω στό μή επιτρεπτό τῶν διακρίσεων, είναι τό ζήτημα ἄν εἶναι επίσης δυνατόν νά γίνει σχετικά ἀναφορά στην ἀρχή τῆς ἀνα-λογικότητος, ὁπως ἀνεπτύχθη στην νομολογία τοῦ Δικαστηρίου σέ σχέση μέ άλλους τομείς τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής. Ὅπως ἀνέφερα, θά επανέλθω επίσης σ' αὐτό τό ζήτημα στά επόμενα μέρη τοῦ τμήματος αυτού τῶν προτάσεων μου.

    5.2.

    Όσον ἀφορᾶ τήν ἀρχή τῆς μή διακρίσεως, ἀπό τήν προηγούμενη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου συνήγαγα ὅτι κατά τήν εφαρμογή τοῦ κοινοτικού δικαίου καί συνεπώς καί σέ περιπτώσεις ἀξιώσεων επιστροφής καταβολών πραγματοποιηθεισών άνευ νομίμου αἰτίας δυνάμει διατάξεως τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, τά υποκείμενα δικαίου δέν δύνανται νά τυγχάνουν ούτε περισσότερο ούτε ὀλιγώτερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως ἀπό ὅ,τι τοῦ συνήθους κατά τήν εφαρμογή ἀμιγώς εθνικών διατάξεων. Δέν εἶναι ἀσφαλώς καθήκον τοῦ Δικαστηρίου νά διαφωτίσει τό παραπέμπον δικαστήριο ἐπί τοῦ ἀμφισβητουμένου κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας ζητήματος, μέ ποιους άλλους εθνικούς κανόνες πρέπει νά γίνει ἐν προκειμένω σύγκριση. Πρόκειται γιά θέμα πού πρέπει νά επιλυθεί κατά τό εθνικό δίκαιο. Βάσει τῆς συστηματικής θεωρήσεως τοῦ προβλήματος ἀπό τήν Ἐπιτροπή στίς γραπτές καί προφορικές τῆς παρατηρήσεις, νομίζω πάντως ὅτι εἶναι ἀπολύτως δυνατόν νά δοθούν μερικές ἀφηρημένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις στηριζόμενες στην προηγούμενη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου.

    Κατά πρώτον, νομίζω ὅτι ἡ επιχειρηματολογία τῆς Ἐπιτροπής, κατά τήν ὁποία ἡ Ιδιάζουσα φύση τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί τά ἀνακύπτοντα ιδιαίτερα προβλήματα έλεγχου δικαιολογοῦν αυστηρότερη ρύθμιση ἐπί τοῦ θέματος τῶν τόκων, ἀντιβαίνει πρός τήν ἀρχή τοῦ μή ἐπιτρεπτοῦ τῶν διακρίσεων, ὅπως διετυπώθη σαφέστατα στίς υποθέσεις Express Dairy Foods καί Lippische Hauptgenossenschaft.

    Κατά την προφορική διαδικασία, ὁ εκπρόσωπος τῆς Ἐπιτροπής ἀνέπτυξε λεπτομερώς την άποψη του σέ τέσσερα σημεία.

    Κατά πρῶτο λόγο, τό κοινοτικό δίκαιο ἀντιτίθεται σέ δυσμενέστερη μεταχείριση του, σέ σχέση μέ τό εφαρμοστέο ἐθνικό δίκαιο ἐπί (παρομοίων) εθνικών περιστατικών. Ἀντιθέτως, ευνοϊκότερη μεταχείριση ἀπό τήν προβλεπόμενη ἀπό παρόμοιους κανόνες περί τόκων, ἀμιγῶς ἐθνικούς, δέν είναι μεμπτή ἀπό ἀπόψεως κοινοτικοῦ δικαίου. Τό πρώτο αυτό στοιχείο τῆς ἀπόψεως τῆς Ἐπιτροπῆς μοῦ φαίνεται ἀσυμβίβαστο, ὅπως ήδη ἀνέφερα, μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ Δικαστηρίου πού παρέθεσα ἀμέσως ἀνωτέρω. Ὁμοίως, ὁ προβληθείς πρός υποστήριξη τοῦ πρώτου στοιχείου Ισχυρισμός, δηλαδή ὅτι δύναται ούτως νά ευνοηθεί ἡ εναρμόνιση μέ τό δίκαιο άλλων Κρατών μελών, μοῦ φαίνεται επίσης ὅτι δέν ευσταθεί. Κατ' ἀρχάς, σέ μία ἀπόφαση σχετικά μέ τό άρθρο 92, στίς υποθέσεις 6 και 11/69 (γαλλικό ἀναπροεξοφλητικό επιτόκιο, Jurispr. 1969, σ. 523), τό Δικαστήριο ἀπέρριψε μία τέτοια εναρμόνιση τῶν επιτοκίων τονίζοντας ὅτι θά ἐνόθευε τόν ἀνταγωνισμό. Παρ' ὅλο πού ἐκεῖ ἐπρόκειτο γιά εναρμόνιση πρός τά κάτω, τό ἴδιο Ισχύει γι̤ μία προσαρμογή τῶν επιτοκίων σέ υψηλότερα ποσοστά άλλων Κρατών μελών. Διαφορές συγκεκριμένων επιτοκίων, πού ἀποκλίνουν ἀπό τίς διαφορές τῶν γενικών επιτοκίων μεταξύ τῶν Κρατών μελών, ὁδηγούν σέ στρεβλώσεις τοῦ ἀνταγωνισμού κατά τήν ἔννοια τόσο τοῦ ἄρθρου 92 τῆς συνθήκης ΕΟΚ (σέ περίπτωση προσαρμογής πρός τά κάτω), ὅσο καί τοῦ άρθρου 101 (σέ περίπτωση προσαρμογής πρός τά άνω). Ἐπί πλέον, παρ' ὅλο πού μία εναρμόνιση τῶν κανόνων περί τόκων εἶναι ευκταία, τά Κράτη μέλη δέν εἶναι σέ θέση νά τήν πραγματοποιήσουν, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες πού εδόθησαν κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας ἀπό τήν ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση καί ἀπό τήν Ἐπιτροπή έπί τοῦ θέματος τῆς ελλείψεως σαφών γενικών κατευθύνσεων. Ούτε εἶναι, ἐξ άλλου, καθήκον τους. Μόνο τό Συμβούλιο θά ἠδύ-νατο καί θά εἶχε ἁρμοδιότητα νά τό κάνει, βάσει τοῦ ἄρθρου 8 παράγραφος 3 τοῦ ἐν λόγω κανονισμοῦ. Παραπέμπω ἐπίσης σχετικώς, στην σκέψη 12 τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου πού ήδη ἀνέφερα στην υπόθεση Express Dairy Foods. Σέ περίπτωση ἐναρμονίσεως τῶν ειδικών ἐπιτοκίων, πού ἀποτελούν τό ἀντικείμενο τῆς παρούσης διαφοράς, τό Συμβούλιο θά ὤφειλε επίσης νά ἀποφύγει τίς συγκεκριμένες στρεβλώσεις πού δημιουργούνται ἀπό τίς ἀποκλίσεις ἀπό τό γενικό επιτόκιο, πού ποικίλλουν ἀπό τό ἕνα Κράτος μέλος στό άλλο. Ή έκταση μιᾶς ενιαίας αυξήσεως, πού θά ἐκρίνετο ενδεχομένως ως ἀναγκαία, τοῦ κανονικού εθνικού επιτοκίου σέ παρεμφερείς ἀξιώσεις επιστροφής, θά περιωρίζετο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τοῦ κοινοτικού συμφέροντος.

    Τό δεύτερο σημείο τῆς ἀπόψεως τῆς Ἐπιτροπής, κατά τήν προφορική διαδικασία, ήταν ὅτι ένας λόγος ἀντικειμενικής διαφοροποιήσεως τῶν επιτοκίων δύναται νά ἀνευρεθεῖ στό γεγονός ὅτι ἡ εφαρμογή τοῦ κοινοτικού δικαίου εἶναι σαφώς δυσκολώ-τερη καί θέτει προβλήματα ἐλέγχου πιό σημαντικά ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ ἐθνικού διοικητικού δικαίου, διότι προϋποθέτει τήν συνεργασία δύο άρχων πού διέπονται ἀπό διαφορετικές έννομες τάξεις. Όσον άφορᾶ αὐτό τό σημείο, ἀμφιβάλλω κατ' ἀρχάς ὅτι ή ἀξίωση ἐπιστροφής πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως πού ἐχορηγήθησαν κατά παράβαση τοῦ κοινοτικού δικαίου εἶναι πράγματι δυσκολώτερη ἀπό τήν ἀξίωση επιστροφής επιδοτήσεων, συχνά κατά πολύ υψηλοτέρων, πού χορηγούνται σέ βιομηχανικές επιχειρήσεις κατά παράβαση εἴτε τοῦ κοινοτικού εἴτε τοῦ ἐθνικού δικαίου. Ἀπό τήν δικογραφία πάντως φαίνεται νά προκύπτει ὅτι ἡ ἀξίωση ἐπιστροφής επιδοτήσεων τοῦ τελευταίου τύπου πού κατεβλήθησαν άνευ νομίμου αιτίας, ρυθμίζεται στην Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας ἀπό κανόνες περί τόκου, λιγώ-τερο αυστηρούς. Ἀνεξαρτήτως αὐτοῦ, ή ἀντίληψη ὅτι ἡτήρηση τῶν κοινοτικών διατάξεων πρέπει νά εξασφαλισθεί, γιά τους προαναφερθέντες θεσμικούς λόγους, μέ βαρύτερες κυρώσεις ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ τήρηση διατάξεων τοῦ ἐθνικοῦ οἰκονομικοῦ δικαίου, αναλόγων κατά τό περιεχόμενο, μοῦ φαίνεται κατ᾿ ἀρχήν ἀμφισβητήσιμη καί δέν ευνοεί την ἀποδοχή τοῦ κοινοτικού δικαίου στά Κράτη μέλη. Καί πάλι υποθέτοντας ὅτι οἱ διαφορές περιεχομένου ἡ τά Ιδιαίτερα κοινοτικά συμφέροντα ἀπαιτούν αυστηρότερες κυρώσεις σέ περίπτωση πλημμελειών, τούτο πρέπει νά εκφράζεται μέ εκτελεστικό κανονισμό δυνάμει τοῦ ἄρθρου 8 παράγραφος 3.

    Ούτε τό τρίτο σημείο τῆς ἀποφάσεως τῆς Επιτροπής κατά τήν προφορική διαδικασία, ὅτι δηλαδή μία προσαρμογή σέ ἕνα ἀπό τά επιτόκια μεταξύ 8 έως 12 % πού τό ἴδιο τό κοινοτικό δίκαιο προβλέπει σέ άλλους τομείς θά ήταν επιτρεπτή, δέν μοῦ φαίνεται νά συμβιβάζεται μέ τίς ἀρχές πού διεμορφώθησαν ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου.

    Τό ίδιο Ισχύει, νομίζω, καί γιά τό τέταρτο στοιχείο, τοῦ μή επιτρεπτού τῶν διακρίσεων, ὅπως διεμορφώθη ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, τό όποιο προέβαλε ή Ἐπιτροπή, ἄν υποτεθεί ὅτι τό στοιχείο αυτό προσθέτει ένα καινούριο στοιχεῖο στά τρία πρώτα. Ή Ἐπιτροπή θεωρεῖ αύτη τήν φορά ὅτι ένα σταθερό ἡ πλασματικό ἐπιτόκιο, πού περιλαμβάνεται σέ εἰδικό νόμο προς εφαρμογή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, ἀπομακρυνόμενο ἀπό τό λοιπό ἐθνικό δίκαιο, δέν ἀποτελεί διάκριση.

    Όλες οἱ διευκρινίσεις πού έδωσε διαδοχικά ή Ἐπιτροπή ὡς πρός τήν ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεῖ στό Verwaltungsgericht τῆς Φραγκφούρτης, νομίζω ὅτι εἶναι ἀσυμβίβαστες μέ τήν προηγούμενη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου. Ἀφ' έτερου, τόσο λεπτομερείς διευκρινίσεις στην ἀπάντηση τοῦ Δικαστηρίου δέν μοῦ φαίνονται ούτε ἀναγκαίες, ούτε επιθυμητές. Ἀντιστρόφως, δεδομένου ὅτι ἡ προηγούμενη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ενδέχεται νά ὁδηγήσει σέ ἀμφισβητούμενες ερμηνείες, νομίζω ὅτι επιβάλλεται νά συγκεκριμενοποιήσει τό Δικαστήριο τίς προηγούμενες διατυπώσεις του. Τοῦτο δύναται νά γίνει ενδεχομένως διευκρινίζοντας ὅτι ὅσον άφορα τόν υπολογισμό τῶν τόκων κατά τήν ἀναζήτηση ποσών πού κατεβλήθησαν άνευ νομίμου αιτίας, τά υποκείμενα δικαίου δέν δύνανται νά τύχουν ούτε περισσότερο οὔτε ὀλιγώ-τερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως ἀπ᾿ ὅ,τι θά ετύγχαναν σύμφωνα μέ τους κανόνες τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου καί τίς εφαρμοστέες γενικές ἀρχές τοῦ δικαίου σέ περιπτώσεις ουσιαστικά παρόμοιες εντός τοῦ ἀμιγώς ἐθνικοῦ νομικοῦ πλαισίου.

    5.3.

    Θά εξετάσω τώρα, ὅπως προανέφερα, ἄν ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος, ἡ όποια ἀνεπτύχθη στην νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ἐν σχέσει μέ πολλούς τομείς τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, δύναται επίσης νά έχει σημασία, ὡς γενική ἀρχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, γιά τήν παροῦσα υπόθεση. Ἐκτός ἀπό πολυάριθμες ἀποφάσεις στόν τομέα τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής, ἡ ἀρχή ἀνεπτύχθη κυρίως στην νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ὡς πρός τήν εφαρμογή τῶν ρητρών διασφαλίσεως. Ἐπί πλέον, ἐφαρμόζεται κανονικά ἀπό τήν Ἐπιτροπή στό πλαίσιο τῆς πολιτικής τοῦ ἀνταγωνισμού, ή ὁποία ἀσκείται βάσει τῶν άρθρων 85, παράγραφος 3 ἐδάφιο α, καί 92, παράγραφος 3, τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

    Ἐν προκειμένω, επρόκειτο πάντοτε, γιά τήν εφαρμογή κοινοτικών διατάξεων, τῶν ὁποίων τό κείμενο ἡ ἡ ἑρμηνεία πού τους ἐδίδετο ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ἡ ἀπό τήν πρακτική τῆς Ἐπιτροπής περιείχε τόν περιορισμό ὅτι οἱ παρεμβάσεις έπρεπε νά εἶναι «ἀναγκαίες» (άρθρο 40, παράγραφος 3, πρώτη φράση), «ἀπαραίτητες» (άρθρο 85, παράγραφος 3) ἤ «δικαιολογημένες καί ἀναγκαίες γιά τήν επίτευξη τοῦ επιδιωκομένου σκοποῦ» (ρήτρες διασφαλίσεως δημοσίας τάξεως). Παρόμοια ρήτρα διατυπώνεται επίσης στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου 8 τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 729/70 τοῦ Συμβουλίου, ὁ όποιος εφαρμόζεται ἐν προκειμένω. Γιά τόν λόγο αυτόν θεωρώ ὅτι ἡ αρχή τῆς ἀναλογικότητος, ὁπως ἀνεπτύχθη ἀπό τό Δικαστήριο σέ μεγάλο ἀριθμό ἀποφάσεων, συνιστά καί στην προκειμένη περίπτωση μιά γενική ἀρχή τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει περιορισμούς στην κατά τό εθνικό δίκαιο εκτέλεση τοῦ αναφερθέντος άρθρου.

    Ἀπό τήν ἐν λόγω ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος ἀπορρέει, κατά τήν γνώμη μου, ὅτι μεταξύ των ζητουμένων τόκων καί τοῦ κτηθέντος ὀφέλους πρέπει νά υφίσταται επαρκής σχέση ἀναλογίας, ἐνῶ ἡ εφαρμογή μιᾶς ἐθνικῆς ρήτρας χαλεπότητος ἡ άλλων τρόπων μετριασμοῦ υπερβολικής αὐστη-ρότητος, ἡ ὁποία εἶναι εφαρμοστέα σέ παρόμοιες περιπτώσεις, δύναται νά δικαιολογείται ἐφ' ὅσον διαπιστούται ὅτι παρά τήν ἀσήμαντη παράβαση τῶν σχετικών κοινοτικών κανόνων, ὁ σκοπός τοῦ συστήματος μετουσιώσεως, ἡ χρησιμοποίηση δηλαδή της ἐν λόγω ποσότητος μαλακοῦ σίτου γιά τήν διατροφή ζώων, επετεύχθη πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση.

    Δεδομένου ὅτι δέν έγινε επίκληση τῆς ἐνταύθα ἀναφερομένης ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητος, ἡ τουλάχιστον δέν έγινε ρητώς κατά τήν παροῦσα διαδικασία, δέν προτείνω στό Δικαστήριο νά περιλάβει στην ἀπάντηση του διευκρινίσεις τέτοιας εκτάσεως. ''Ισως κατά τήν προφορική διαδικασία στίς υποθέσεις 146, 192 καί 193/81 νά διευκρινισθεί πάντως αυτό τό θέμα έτσι ώστε ἡ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση νά δύναται νά εἶναι περισσότερο διευκρινιστική. Ἰδίως ἡ συζήτηση ἐπί τοῦ τρίτου ερωτήματος πού υπεβλήθη στίς προαναφερθείσες υποθέσεις Baywa καί λοιποί δύναται νά επιφέρει περισσότερη σαφήνεια ἐπ' αυτού τοῦ σημείου.

    6. Πρόταση απαντήσεως στά υποβληθέντα ερωτήματα

    Ἰδού, τώρα, ἡ συγκεκριμένη πρόταση μου ἀπαντήσεως στά ερωτήματα πού υπεβλήθησαν στό Δικαστήριο κατά τήν παρούσα υπόθεση. Οἰ ἀπαντήσεις αὐτές δύνανται νά εἶναι παράλληλες, κατά τόν ὑποδειχθέντα στην εισαγωγή μου τρόπο, μέ τά τρία ἐρωτήματα πού υπεβλήθησαν καί νά δίδουν στό παραπέμπον δικαστήριο Ικανοποιητικές ἑρμηνευτικές κατευθύνσεις, κατά τήν γνώμη μου, ἑφ' ὅλων τῶν θεμάτων τοῦ κοινοτικού δικαίου πού ἀνέκυψαν κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας. Υπενθυμίζω ὅτι είχα ἀναδιατυπώσει τά τεθέντα ερωτήματα ὡς έξῆς:

    «Ή ἁρμοδιότης ενός Κράτους μέλους νά επιβάλλει, σέ περίπτωση ἀξιώσεως επιστροφής, τόκους ἐπί πριμοδοτήσεων μετουσιώσεως πού κατεβλήθησαν άνευ νομίμου αἰτιας, οἱ όποιοι υπολογίζονται ἀπό τήν ήμέρα καταβολής τῆς πριμοδοτήσεως μέ επιτόκιο υπερβαίνον κατά 3 % τόν προεξοφλητικό τόκο πού είχε καθορισθεί τότε ἀπό τήν σχετική κεντρική τράπεζα άλλά τουλάχιστον ἴσο πρός 6,5 %, περιορίζεται ἀπό:

    1.

    τήν συνθήκη περί ἱδρύσεως τῆς Ευρωπαϊκής Οἰκονομικῆς Κοινότητος

    2.

    τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τοῦ κανο-νισμοῦ ΕΟΚ 729/70 τοῦ Συμβουλίου της 21ης Ἀπριλίου 1970 περί χρηματοδοτήσεως τῆς κοινῆς γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. ἔκδ. 03/005, σ. 93) ἡ ἀπό

    3.

    άλλους κανόνες ἡ γενικές ἀρχές τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου;

    Στά ερωτήματα πού διατυπώνονται έτσι προτείνω νά δοθεί ἡ ακόλουθη ἀπάντηση:

    1.

    Ἐφ' ὅσον τό κοινοτικό δίκαιο δέν περιλαμβάνει ἀποκλίνουσες διατάξεις ἤ περιορισμούς τά Κράτη μέλη έχουν ὄχι μόνο ἀρμοδιότητα, άλλά καί υποχρέωση, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 5 πρώτη παράγραφος τῆς συνθήκης ΕΟΚ, νά λαμβάνουν κάθε γενικό ἤ εἰδικό μέτρο κατάλληλο νά εξασφαλίσει τήν εκπλήρωση τῶν υποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό την συνθήκη αυτή ἡ ἀπό τήν κοινή ὀργάνωση τῶν γεωργικῶν ἀγορών. Ή παροῦσα γενική κατάσταση τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου έχει ως συνέπεια ὅτι τοῦτο ἰσχύει επίσης, κατ' ἀρχήν, καί γιά τους κανόνες περί τόκων πού εφαρμόζονται σέ περίπτωση ἀναζητήσεως καταβολῶν πού ἐπραγματοποιήθησαν άνευ νομίμου αιτίας, ὅπως ἐν προκειμένω.

    2.

    Ή ὑποχρέωση πού πηγάζει ἤδη ἀπό τό άρθρο 5 πρώτη παράγραφος τῆς συνθήκης ΕΟΚ διευκρινίζεται βεβαίως στό ἄρθρο 8 τοῦ κανονισμοί) ΕΟΚ 729/70 (ΕΕ ειδ. ἔκδ. 03/005, σ. 93), δέν περιορίζεται ὅμως ἀπ' αυτό ὅσον άφορᾶ τους κανόνες περί τόκων, ὅπως τους ἐν προκειμένω, τουλάχιστον ἐφ' ὅσον δέν 'έχει εφαρμοσθεί ἡ τρίτη παράγραφος τοῦ ἄρθρου 8 καί ὑπό τήν ἐπιφύλαξη τῶν ερμηνευτικών ἀρχων πού ἐσημειώθησαν ἀνωτέρω.

    3.

    Ή εξουσία ἑνός Κράτους μέλους νά θεσπίζει καί νά ἐφαρμόζει κανόνες περί τόκων, ὅπως οἱ ἐν προκειμένω, περιορίζονται ἰδίως ἀπό τίς ἀκόλουθες γενικές ἀρχές τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, οἱ όποιες ἀπορρέουν, μεταξύ άλλων, ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου:

    α)

    Ή έκταση εφαρμογής τῶν σχετικών κοινοτικών κανονισμών ἀπαγορεύεται νά θίγεται, τροποποιείται ἡ επεκτείνεται ἀπό εθνικά εκτελεστικά μέτρα.

    β)

    Ἀπαγορεύεται ἡ μεταχείριση τῶν υποκειμένων δικαίου, κατά τήν ἀναζήτηση ποσών πού ἐκτήθησαν ἀπό αυτά άνευ νομίμου αίτιας ἡ κατά τόν υπολογισμό τῶν ἀποδοτέων ἀπ' αυτά τόκων κατά τρόπο περισσότερο ή λιγώτερο ευνοϊκό ἀπ' αὐτόν πού θά ετύγχαναν σύμφωνα μέ τους εθνικούς κανόνες δικαίου καί τίς εφαρμοστέες εθνικές γενικές ἀρχές τοῦ δικαίου σέ περιπτώσεις ουσιαστικά παρόμοιες εντός τοῦ ἀμιγώς ἐθνικοῦ νομικοῦ πλαισίου.

    γ)

    Ή ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος πού περιέχεται στό κοινοτικό δίκαιο καί ἀνεπτύχθη ἀπό τήν κοινοτική νομική πρακτική.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὁλλανδικά.

    Top