Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0006

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 25ης Νοεμβρίου 1981.
    BV Industrie Diensten Groep κατά J.A. Beele Handelmaatschappij BV.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Gerechtshof 's-Gravenhage - Κάτω Χώρες.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Δουλική απομίμηση.
    Υπόθεση 6/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -00707

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:281

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

    PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

    ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 25 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1981 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    κύριοι δικαοτές,

    Ι — Εισαγωγή

    Μέ ἀπόφαση τῆς 11ης Δεκεμβρίου 1980, τό Gerechtshof Χάγης σᾶς ἐκάλεσε νά ἀποφανθείτε

    «ἐπί τῆς ερμηνείας τῶν διατάξεων της συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων καί τῶν άρθρων 85 καί 86 τῆς συνθήκης αυτής, ὅσον άφορᾶ τό ἀκόλουθο ερώτημα:

    'Αν υποτεθεί:

    α)

    ὅτι ένας ἔμπορος διαθέτει στό εμπόριο στίς Κάτω Χῶρες προϊόντα, τά όποια δέν καλύπτονται πλέον ἀπό οἱοδήποτε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας καί πού, χωρίς νά υφίσταται ἀνάγκη, εἶναι σχεδόν ταυτόσημα μέ προϊόντα, τά όποια πρό μακρού χρόνου έχουν ήδη διατεθεί στό εμπόριο στίς Κάτω Χῶρες ἀπό άλλον έμπορο καί τά όποια διακρίνονται ἀπό άλλα παρόμοια προϊόντα καί ὅτι ὁ πρώτος έμπορος δημιουργεί έτσι, ἀνω-φελῶς, σύγχυση,

    β)

    ὅτι, κατά τήν ὀλλανδική νομοθεσία, ὁ πρώτος έμπορος διαπράττει έτσι, λόγω ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί), παράνομη πράξη έναντι τοῦ δευτέρου έμπόρου,

    γ)

    ὅτι ὁ ὀλλανδικός νόμος παρέχει τό δικαίωμα στόν δεύτερο έμπορο νά επιτύχει ἐπί τῆς βάσεως αυτής ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου, μέ τήν ὁποία νά ἀπαγορεύεται στόν πρῶτο έμπορο ἡ συνέχιση τῆς διαθέσεως στό εμπόριο τῶν προϊόντων αυτών στίς Κάτω Χῶρες,

    δ)

    ὅτι τά προϊόντα τοῦ δευτέρου έμπόρου κατασκευάζονται στην Σουηδία καί τά προϊόντα τοῦ πρώτου έμπορου στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας,

    ε)

    ὅτι ὁ πρώτος έμπορος εισάγει τά προϊόντα του ἀπό τήν 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ὅπου τά προϊόντα αυτά διετέθησαν κανονικά στό εμπόριο ἀπό πρόσωπο διάφορο τοῦ δευτέρου έμπόρου, τόν σουηδό κατασκευαστή ἡ άλλον πού συνδέεται μαζί τους ἡ πού έλαβε ἀπό τόν έναν ἀπό αυτούς άδεια πρός τόν σκοπό αυτόν,

    οἱ περιεχόμενοι στην συνθήκη ΕΟΚ κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, παρά τά προβλεπόμενα στό άρθρο 36, εμποδίζουν άραγε τόν δεύτερο έμπορο νά επιτύχει μία τέτοια ἀπόφαση κατά τοῦ πρώτου έμπόρου;»

    Μέ τό ερώτημα αυτό, ένας εθνικός δικαστής φέρει τό Δικαστήριό σας γιά πρώτη φορά ἀντιμέτωπο μέ τό πρόβλημα τῶν ἀπόψεων τοῦ κοινοτικού δικαίου περί τυφλής μή νόμιμης ἀπομιμήσεως. Στην μελέτη συγκριτικού δικαίου τοῦ Ulmer, μεταξύ άλλων, ὡς πρός τους Ισχύοντες κανόνες περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ ἐντός τῶν Κρατών μελών τῆς ΕΟΚ, πού ἀποτελεί αὐθεντία, ἡ έννοια τῆς τυφλής ἡ μή νόμιμης ἀπομιμήσεως χαρακτηρίζεται ως ένα ἀπό τά δυσκολότερα θέματα τοῦ δικαίου τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμού (Ulmer-Reimer, Das Recht des unlauteren Wettbewerbs in den Mitgliedstaaten der EWG, τόμ. ΙΙΙ: Γερμανία, Μόναχο 1968, σ. 190). Ή ἀνάλυση τοῦ συγχρόνου συγκριτικού δικαίου καταδεικνύει ὅτι καί τά δέκα Κράτη μέλη δέχονται τήν ἔννοια αύτη καί τό συμπέρασμα ὡς πρός τίς δυσκολίες πού χαρακτηρίζουν τήν ἐξέταση της, στό όποιο οἱ Ulmer καί Reimer κατέληξαν γιά τό γερμανικό δίκαιο, εἶναι επίσης ὀρθό γιά τά περισσότερα Κράτη μέλη.

    Μόνο ἡ 'Ιταλία, μέ τό άρθρο 2598 τοῦ ἀστικού τῆς κώδικα προβλέπει ρητώς τήν ἀπαγόρευση τῆς τυφλής ἀπομιμήσεως. Όλα τά άλλα Κράτη μέλη συνάγουν μιά τέτοια ἀπαγόρευση εἴτε ἀπό ειδική νομοθεσία περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ ἐν γένει εἴτε ἀπό γενικές έννοιες ὅπως εἶναι ή ευθύνη ἐξ ἀδικοπραξίας. Ή έκφραση «τυφλή ἀπομίμηση», πού επικρατεί στην θεωρία παρουσιάξεται ἐξ άλλου κάπως παραπλανητική, καθ᾽ ὅσον 1) ἀκόμα καί ή πλήρης ἀπομίμηση προϊόντος άλλου προσώπου δέν εμπίπτει κατ᾽ ἀνάγκην στην ἀπαγόρευση καί 2) ὅλα τά νομικά συστήματα τῶν Κρατών μελῶν ξεκινοθν ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἐλλείψει εἰδικοῦ δικαιώματος βιομηχανικής Ιδιοκτησίας ὅπως τό δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, ὁ καθένας είναι ελεύθερος νά εμπνέεται, ἐπ᾽ ευκαιρία των βιομηχανικών ἡ βιοτεχνικῶν δραστηριοτήτων του, ἀπό τά επιτεύγματα τῶν άλλων. Ή ελευθερία αυτή περιλαμβάνει, κατ' ἀρχήν, τό δικαίωμα ἀπομιμήσεως προϊόντος ἀνταγωνιστού. Μόνον ὅταν ή ἀπομίμηση αύτη δύναται νά δημιουργήσει σύγχυση στους ἀγοραστές ὡς πρός τήν ταυτότητα ἡ τήν καταγωγή τοῦ προϊόντος τότε ὅλα τά νομικά συστήματα τῶν Κρατών μελών ἀπαγορεύουν τήν ἀπομίμηση. Σχετικά μέ τό θέμα αυτό, ἡ φύση τοῦ προϊόντος καί τῶν χαρακτηριστικών του ἡ τῶν ἀπομιμουμένων συστατικών, ή ἀναγκαιότης ἡ ὁ λειτουργικός χαρακτήρας τῆς ἀπομιμήσεως, καθώς καί ὁ μικρότερος ή μεγαλύτερος βαθμός τεχνικής ικανότητος τῶν συνήθων ἀγοραστών ὁδηγούν σέ πλήρη πανοπλία λεπτών διακρίσεων ὡς πρός τά ἀποτελέσματα τοῦ δικαστικού έλεγχου. Τά ἐφαρμοζόμενα κριτήρια κατά τήν διενέργεια τοῦ έλεγχου αὐτοῦ παρουσιάζουν μᾶλλον ἡ ήττον σημαντικές διαφορές ἀπό τό ένα Κράτος μέλος στό άλλο. 'Ισως οἱ διαφορές αυτές νά ἐξηγοῦν, μεταξύ άλλων, για ποιό λόγο, στην περίπτωση τῶν

    ἐντοιχιζομένων σωληνώσεων γιά καλώδια περί τῶν ὁποίων πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, καμμἰα διαδικασία δέν ἐκινήθη ποτέ κατά τῆς ἀπομιμήσεως τοῦ σουηδικού προϊόντος ἀπό γερμανό κατασκευαστή στην Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας. Τουναντίον, προκύπτει ἀπό τήν δικογραφία ὅτι στην χώρα αυτή, αντιστρόφως, ὁ ἀπομιμηθείς διεξήγαγε μέ επιτυχία δίκη γιά ἀθέμιτο ἀνταγωνισμό κατά τοῦ σουηδού κατασκευαστοῦ διότι ὁ τελευταίος έκαμε μνεία σέ διαφημιστικό έγγραφο διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τό όποιο, κατά τήν δημοσίευση τῆς ἐν λόγω διαφημίσεως είχε ἤδη λήξει. Αὐτό αιτιολογεί τό ὅτι τό Gerechtshof Χάγης ξεκινᾶ ρητώς ἀπό τήν υπόθεση, στό σημεἶο ε τοῦ ερωτήματος, ὅτι τό ἐν λόγω προϊόν διετέθη κανονικώς στό εμπόριο ἐντός άλλου Κράτους μέλους, ἐν προκειμένω στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας. Ὡς πρός τήν σπουδαιότητα τοῦ στοιχείου αὐτοθ γιά τήν ἀπόφαση σας θά επανέλθω ἀργότερα.

    Τό κριτήριο τοῦ κινδύνου συγχύσεως, πού ἐφαρμόζεται σέ ὅλα τά Κράτη μέλη γιά τήν διακρίβωση τῆς υπάρξεως τυφλής ἀπομιμήσεως, στηρίζεται επίσης στό άρθρο 10bis τῆς «συνθήκης τοῦ Παρισιού περί τῆς προστασίας τῆς βιομηχανικής ιδιοκτησίας τῆς 20ής Μαρτίου 1883», πού ἀνεθεωρήθη στην Στοκχόλμη στίς 14 Ἰουλίου 1967 (ὀλλανδικό κείμενο στό Tractatenblad τοῦ Βασιλείου τῶν Κάτων Χωρών, έτος 1970, ἀριθ. 187).

    Κατά τό άρθρο 1 εδάφιο δεύτερο τῆς συμβάσεως αυτής ἡ προστασία τῆς βιομηχανικής ιδιοκτησίας έχει επίσης ἀντικείμενο τόν κολασμό τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ. Ή ἀπάντηση στό ἐρώτημα ἄν, ἐπί τῆς βάσεως αυτής, ἡ ταυτόσημη έκφραση, πού χρησιμο-ποιεῖτει στό άρθρο 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ληφθεί ὑπό τήν ἰδία έννοια, είναι ἀβέβαιη. Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ καθώς καί ἐπί τῆς ἐνδεχομένης σπουδαιότητός του γιά τήν ἀπόφαση σας θά ἐπανέλθω επίσης ἀργότερα. Τό άρθρο 10bis τῆς ιδίας συμβάσεως φρονώ ὅτι ἀποτελεῖ, ὅπως ήδη παρετήρησα, σημαντικότερη διάταξη γιά νά καθορισθεί ἄν υφίσταται δικαιολογία γιά λόγους γενικοῦ συμφέροντος, ὅπως ἀπαιτούν τό άρθρο 36 καί ἡ νομολογία σας ἐπί τοῦ άρθρου 30 στην περίπτωση παρακωλύσεως τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων. Ή τρίτη παράγραφος τοῦ άρθρου αυτού ὁρίζει ὅτι (μέσα στό πλαίσιο της γενικῆς υποχρεώσεως πού ἡ πρώτη καί δευτέρα παράγραφος επιβάλλουν στά μέλη τῆς Ἑνώσεως νά διασφαλίσουν ἀποτελεσματική προστασία έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ) πρέπει κυρίως «νά ἀπαγορευθοῦν:

    1)

    οιαδήποτε πράξη φύσεως ικανῆς νά δημιουργήσει σύγχυση, μέ οιοδήποτε μέσο, ὡς πρός τήν εγκατάσταση, τά προϊόντα ἡ τήν εμπορική ἡ βιομηχανική δραστηριότητα ἀνταγωνιστοῦ,

    ...

    3)

    οἱ ενδείξεις ἡ οἱ Ισχυρισμοί, ἡ χρήση τῶν ὁποίων κατά τήν άσκηση τῆς εμπορίας εἶναι Ικανή νά παραπλανήσει τό κοινό ὡς πρός τήν φύση, τόν τρόπο κατασκευής, τά χαρακτηριστικά, τήν καταλληλότητα γιά τήν χρήση ἡ γιά τήν ποσότητα τῶν εμπορευμάτων».

    Τό κριτήριο του κινδύνου συγχύσεως παίζει επίσης πρωταρχικό ρόλο στό δίκαιο των εμπορικῶν σημάτων, ὅπως ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἀπό τήν νομολογία σας ἀλλα καί ἀπό τό άρθρο 6bis τῆς συνθήκης τοῦ Παρισιοῦ. Στό μέτρο αὐτό εἶναι δυνατό νά λεχθεί ὅτι ἡ διδομένη σέ ἕνα προϊόν μορφή πληροί σχεδόν λειτουργία ἐμπο-ρικοῦ σήματος, τό όποιο προστατεύεται ἀπό τήν έννοια τῆς τυφλής ἡ παρανόμου ἀπομιμήσεως.

    Ἐπι τοῦ ερωτήματος ἄν κατά πόσο δύναται νά συναχθεί ἀπό τά προεκτεθέντα ὅτι ή νομολογία σας ἐπί τοῦ κινδύνου συγχύσεως, πού έχει καθιερωθεῖ γιά τό δίκαιο των εμπορικών σημάτων, εφαρμόζεται επίσης στό πλαίσιο πού μας ἀπασχολεί θά επανέλθω επίσης ἀργότερα.

    Πολύ δυσχερέστερο εἶναι νά επιλυθεί τό πρόβλημα μέχρι ποίου σημείου πρέπει νά ἀποδοθεί στην έννοια τῆς τυφλής ἡ παράνομης ἀπομιμήσεως, έκτός ἀπό τήν λειτουργία σχεδόν ταυτόσημη μέ τήν λειτουργία ἑνός εμπορικού σήματος, μία λειτουργία σχεδόν ταυτόσημη μέ τήν λειτουργία ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Τά πραγματικά περιστατικά τῆς διαφορᾶς στην κυρία δίκη καταδεικνύουν ὅτι ή άποψη αυτή εἶναι επίσης σημαντική γιά τό προδικαστικό ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη. Ἔγινε λόγος περί αὐτοῦ ὄχι μόνο στην παρούσα υπόθεση, άλλά επίσης σέ πολλές άλλες διαφορές ἐπί τῶν ὁποίων οἱ εθνικοί δικαστές ὤφειλαν νά ἀποφανθούν. Είναι, πράγματι, πρόδηλο ὅτι ὁ ἀρχικός κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας θά θεωρήσει γρήγορα, μετά τήν λήξη τῆς ισχύος τοῦ διπλώματός του, ὅτι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μόλις άλλοι χρησιμοποιήσουν τό ἀντικείμενο τοῦ διπλώματος ευρεσιτεχνίας του. Κατά γενικό τρόπο δύναται ἁπλώς νά λεχθεί ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ ὅτι ή έννοια τῆς τυφλής ἡ παράνομης ἀπομιμήσεως δέν δύναται νά θίξει τό δικαίωμα ελεύθερης χρησιμοποιήσεως τοῦ ἀντικειμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τοῦ ὁποίου έληξε ἡ ισχύς. Στην αντίληψη αυτή ἀντιστοιχεί μέχρις ὁρισμένου σημείου, στην νομολογία πολλών Κρατών μελών, ἡ διάκριση μεταξύ τῶν ἀναγκαίων τεχνικώς γιά τήν λειτουργία τοῦ προϊόντος στοιχείων, ή τουλάχιστον τῶν λειτουργικών στοιχείων, τά όποια δύνανται νά ληφθούν ἀπό ἀνταγωνιστικό προϊόν καί τῶν τεχνικώς ουχί ἀναγκαίων ἡ λειτουργικών εξωτερικών χαρακτηριστικών, πού δέν δύνανται νά ληφθούν ἀπό ἀνταγωνιστικό προϊόν. Πράγματι, ἡ προστασία τοῦ διπλώματος ευρεσιτεχνίας δέν εἶναι δυνατή, ὑπό ὁρισμένες προϋποθέσεις πού θέτει ἡ νομοθεσία περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας παρά μόνο γιά τά πρώτα ἀναφερόμενα στοιχεία. Ή ἀντιστοιχία δέν είναι, πάντως, ολική διότι ή έννοια τῆς τυφλής ἀπομιμήσεως δύναται επίσης νά ἐφαρμοσθεί έκτός τοῦ τομέως τῆς χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Τό πραγματικό περιστατικό ἄν, ἐν προκειμένω, τό ένδικο προϊόν SVT έλαβε ἁπλώς τεχνικώς ἀναγκαία στοιχεία ἀπό τό ἀπομιμηθέν προϊόν MCT, ἡ ἄν επίσης έλαβε τεχνικώς μή ἀναγκαία εξωτερικά χαρακτηριστικά, στερείται σημασίας γιά τό Δικαστήριό σας στό πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας. Ἐξ ἴσου μικρή σημασία ἔχει γιά σᾶς τό γεγονός ὅτι σύμφωνα μέ τήν γερμανική ἀπόφαση τύπο τῆς 3ης Μαρτίου 1968 ἐπί τῆς ὑποθέσεως «Pulverbehälter» (ή ὁποία ἐδημοσιεύθη, μέ κατατοπιστική περίληψη τῆς νομολογίας τοῦ Bundesgerichtshof ἀπό τον Droste, στό GRUR 1968, 1, σ. 591 ἑπ.) ἡ προκειμένη περίπτωση θά ἀντιμετωπίζετο πιθανώς στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας βάσει κριτηρίων διατυπουμένων κατά τρόπο διάφορο ἀπό τά κριτήρια τής υποθέσεως α τοῦ ὑποβληθέντος ἀπό τό Gerechtshof Χάγης ερωτήματος, Μία πραγματική κατάσταση πού παρομοιάζει πολύ μέ τήν προκειμένη (άλλά άφορα ἐνσωματωμένους λαμπτήρες) προεκάλεσε τήν ἀπόφαση τοῦ Bundesgerichtshof τῆς 11ης Φεβρουαρίου 1977 (GRUR 1977, σ. 642). Ό γάλλος δικαστής ἐπίσης ἀφήνει στόν ἀπομιμούμενο, σύμφωνα, έκτός άλλων, μέ ἀπόφαση τοῦ Cour de cassation τῆς 25ης Ἰανουαρίου 1977 (Ann. 1977, σ. 63), πολύ μεγαλύτερη ελευθερία ἀπό τήν παρεχόμενη ἀπό τά ὀλλανδικά δικαστήρια. Ὅπως τό ἐπεσημάνατε προηγουμένως, μέ τήν ἀπόφαση Terrapin κατά Terranova (υπόθεση 119/75, Rec. 1976, σ. 1039), δέν εναπόκειται στό Δικαστήριο, ἐντός τοῦ πλαισίου τής ἑρμηνείας τῶν άρθρων 30 καί 36 τής συνθήκης, νά ἐπιχειρεί τήν πραγματοποίηση εναρμονίσεως τῶν εθνικῶν δικαίων ὅσον άφορᾶ τήν έννοια τοῦ «κινδύνου συγχύσεως». Δύναται, πάντως, νά παρατηρηθεῖ ἀπό τήν άποψη αὐτή ὅτι ἡ έλλειψη ἀνάγκης υπάρξεως πλήρους ταυτότητος μέ τό ἀπομιμούμενο προϊόν καί ἡ ἀνωφελής δημιουργία ἀπό τό προϊόν αυτό συγχύσεως στίς ἀναφερόμενες στό υποβληθέν ἐρώτημα περιπτώσεως, ἀνάγονται στην ερμηνεία τῶν εννοιών «ἀναγκαιότης», «ἀνωφελής» καί «σύγχυση», πού έχει δοθεί μέ μακρά σειρά ἀποφάσεων τοῦ Hoge Raad (HR 26 Ἰουνίου 1953, NJ 1954, σ. 90, HR 21 Δεκεμβρίου 1956, NJ 1960, σ. 414 HR 8 Φεβρουαρίου 1960, NJ 1960, σ. 415 HR 15 Μαρτίου 1968, NJ 1968, σ. 268 HR 12 'Ιουνίου 1970, NJ 1970, σ. 434 καί HR 22 Νοεμβρίου 1974, NJ 1975, σ. 176). Ή νομολογία αυτή δέν εἶναι ἀσφαλώς υποχρεωτική γιά σᾶς, ὅταν οἱ έννοιες «ἀναγκαιότης» καί «δικαιολογία» ἡ άλλες παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται στό άρθρο 36 τῆς συνθήκης καί στην νομολογία σας ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ ἄρθρου 30. Ή ἑρμηνεία τῶν ἐφαρμοστέων στήν προκειμένη περίπτωση κοινοτικών κανόνων στηρίζεται, πράγματι, ἐπί ἐκτιμήσεως παντελώς διαφορετικής τῆς γενομένης στό εθνικό δίκαιο περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ. Σέ άλλους τομείς τοῦ δικαίου περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ ἡ τοῦ δικαίου περί βιομηχανικής ιδιοκτησίας έχετε πάντοτε προσδώσει ἀποφασιστική σημασία στην εκτίμηση τῶν προστατευομένων συμφερόντων ἀπό τίς διατάξεις περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ ή βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, ἐν σχέσει πρός τά συμφέροντα τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων. Παρ' ὅλον ὅτι ἐσεβάσθητε τήν ὕπαρξη, τό ἀντικείμενο ἡ τους ουσιώδεις στόχους τῶν ἐθνικών δικαίων γιά τά όποῖα επρόκειτο, δέν ἐδιστάσατε ποτέ νά ἐλέγξετε τήν εφαρμογή τῶν δικαίων αυτών ἐν σχέσει μέ τους στόχους τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Θεωρώ περιττό νά σᾶς ὑπομνήσω ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτής πλείστες ἀποφάσεις, πού ἐξεδόθησαν ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ. Ἐφ᾿ ὅσον παρουσιάζουν ἀμεσότερο ἐνδιαφέρον ὡς πρός τό υποβληθέν ερώτημα θά επανέλθω αργότερα.

    Κατόπιν τῶν εισαγωγικών γενικών αυτών σκέψεων ἔχω τήν πρόθεση νά ἐξετάσω διαδοχικώς τά ἀκόλουθα σημεία.

    Στό δεύτερο μέρος τῆς ἐκθέσεώς μου θά προβώ ἀκόμα σέ ὁρισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις ἐπί τοῦ ερωτήματος, πού υπέβαλε τό Gerechtshof Χάγης. Θά εξετάσω επίσης, μέ τήν ευκαιρία αύτη, μέχρι ποίου σημείου τά άρθρα 85 καί 86 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τά όποια ἀναφέρονται στην ἀρχή τοῦ ερωτήματος δύνανται νά έχουν σημασία γιά τήν ἀπάντηση πού θά δοθεί στό ερώτημα αυτό.

    Στό τρίτο μέρος τῆς εκθέσεώς μου, θά εξετάσω τό σημαντικό γιά την ἀπάντηση πού θά δώσετε στό υποβληθέν ερώτημα πρόβλημα ἄν ἡ ἀπάντηση αύτη πρέπει νά στηριχθεῖ αποκλειστικῶς ἐπί τοῦ ἄρθρου 30 ή επίσης καί ἐπί τοῦ ἄρθρου 36 της συνθήκης ΕΟΚ; ὅπως τόσο ὁ παραπέμπων δικαστής ὅσο καί ἡ 'Επιτροπή καί ή κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου φαίνεται νά τό πιστεύουν, ὑπό τήν επιφύλαξη πάντως ὅτι ἡ κυβέρνηση τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου τό σκέπτεται μόνο γιά τήν περίπτωση κατά τήν ὁποία τό Δικαστήριο σας θά έκρινε, ἀντίθετα πρός τήν άποψη της ἐν λόγω κυβερνήσεως, ὅτι τό μέρος τοῦ εφαρμοστέου στην προκειμένη περίπτωση δικαίου περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ συνδέεται μέ τό άρθρο 30. Θά επανέλθω επίσης, στό τρίτο αυτό μέρος τῆς εκθέσεως μου, ἐπί, τοῦ ήδη θιγέντος προβλήματος σημαντικῶν ὁμοιοτήτων καί διαφορών, πού υφίστανται ἐπί τοῦ πεδίου προσδιορισμοί) τῶν ὁρίων, μεταξύ, ἀφ᾽ ενός, τοῦ κοινοτικού δικαίου καί ἀφ᾽ έτερου, διαφόρων μερών τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου περί βιομηχανικής ιδιοκτησίας ὑπό τήν στενή της έννοια, τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου στό θέμα τῆς τυφλῆς ἀπομιμήσεως καί τοῦ δικαίου στό θέμα τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ κατά γενικότερο τρόπο.

    Στό ἴδιο αυτό τρίτο τμήμα τῆς εκθέσεως μου, θά ἀναλύσω περαιτέρω, τόσο γιά τήν υπόθεση κατά τήν ὁποία εἶναι επίσης εφαρμοστέο καί τό άρθρο 36 ὅσο καί γιά τήν υπόθεση τῆς ἐφαρμογής μόνο τοῦ άρθρου 30 τά συμπεράσματα στά όποια ὁδηγεί ή κάθε μία ἀπό τίς υποθέσεις αυτές. Θά επισημάνω επίσης μέχρι ποίου σημείου δύνανται νά ἀναφανούν σημαντικές διαφορές ἀποτελέσματος καί μέχρι ποίου σημείου εἶναι δυνατή ἡ εξεύρεση λύσεων τῶν ενδεχομένων διαφορών ἐπί τοῦ πεδίου αὐτοῦ. Τέλος, θά επισημάνω στό μέρος αυτό γιά ποίους λόγους θά ήταν τελικώς δυνατή ἡ επιλογή τῆς μιας ἀπό τίς δύο υποθέσεις.

    Στό τελευταίο μέρος τῆς εκθέσεως μου θά διατυπώσω καί θά αἰτιολογήσω τήν τελική μου εκτίμηση.

    Ή σύνοψη αυτή τῶν προτάσεων μου σᾶς καθίστα εμφανές ὅτι δέν θά ἀφιερώσω χωριστή παράγραφο στά πραγματικά περιστατικά τῆς υποθέσεως.

    Ή διαφορά άφορᾶ ἐντοιχιζόμενες σωληνώσεις γιά καλώδια ἑνός τύπου πού, βάσει διπλώματος ευρεσιτεχνίας, κατεσκευ-άσθη ἀποκλειστικώς στην ἀρχή στην Σουηδία, άλλά πού, μετά τήν λήξη τῆς ἰσχύος τοῦ διπλώματος ευρεσιτεχνίας, έγινε ἀντικείμενο ἀπομιμήσεως ἀπό γερμανό κατασκευαστή. 'Εκτός τῆς Γερμανίας, τό γερμανικό προϊόν SVT διετέθη στό εμπόριο, μεταξύ άλλων, στίς Κάτω Χώρες. Γιά τήν εξέλιξη τῶν πραγματικών περιστατικών δύναμαι κατ' ἀρχήν νά παραπέμψω, ὅπως συνήθως, στην έκθεση γιά τήν ἐπ᾽ ἀκροατηρίου συζήτηση. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ έκθεση γιά τήν ἐπ᾽ ἀκροατηρίου συζήτηση δέν ἀνεφέρθη παρά κατά τό πέρας τῆς προφορικής διαδικασίας, πρέπει νά τήν συμπληρώσω ὡς πρός ένα πραγματικό σημείο. Οἱ ἐντοιχιζόμενες σωληνώσεις χρησιμοποιοῦνται, ὄχι μόνο γιά κτίρια, άλλά επίσης καί ἐπί πλοίων. 'Εν ἀντιθέσει πρός τά κτίρια, τά πλοία υποχρεοῦνται επίσης νά ευρίσκονται ἐν πλῶ. 'Επομένως, τίθεται τό ερώτημα μέχρι ποίου σημείου ή ἀπόφαση πού ἐξεδόδη πρωτοδίκως καί κατά τῆς ὁποίας ἠσκήθη έφεση ενώπιον τοῦ Gerechtshof Χάγης, εφαρμόζεται επίσης καί εἰς τήν παράδοση τῶν συστατικών τοῦ ἐπικρινομένου προϊόντος SVP σέ επισκευαζόμενα εντός ὀλλανδικοῦ λιμένος πλοία καί ἐπί τῶν ὁποίων έχει τοποθετηθεί εντοιχισμένη σωλήνωση SVP πού έχει πωληθεί κανονικώς σέ άλλη χώρα τῆς Κοινότητος. 'Η ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς Χάγης κατά τῆς ὁποίας ἠσκήθη ἡ έφεση ενώπιον τοῦ Gerechtshof Χάγης, δέν εἶναι σαφής ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ καθ' ὅσον «ἀπαγορεύει στην καθ' ης νά διαθέτει στό ἐμπόριο ή ἰδία ἡ μέσω τρίτου προσώπου στίς Κάτω Χώρες τίς προπεριγραφόμενες ένδικες ἐντοιχιζόμενες σωληνώσεις καί καταδικάζει τήν καθ' ἧς νά καταβάλει στην αἰτοῦσα χρηματική ποινή... γιά κάθε μονάδα ἐντοιχιζομένης σωληνώσεως ή τμήμα τέτοιας σωληνώσεως πού ἡ καθ' ἧς θά διαθέσει στό εμπόριο ἡ ἰδία ἡ μέσω τρίτου προσώπου κατά παράβαση τῆς ἀπαγορεύσεως αυτής ... κλπ. Ἐν τούτοις, ή βραχεία προφορική συζήτηση ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ ἀπεκάλυψε σαφώς ὅτι τό παραδεκτό ἀπό ἀπόψεως κοινοτικοί) δικαίου περιορισμού στην διάθεση στό εμπόριο συστατικών, ἐξαρτημάτων ή, σέ ἐνδεχομένη περίπτωση, βοηθητικών υλικών, ὁπως χρωμάτων, δέν απορρέει υποχρεωτικώς οὔτε αυτομάτως ἀπό την ἀπάντηση, ἡ ὁποία εφαρμόζεται στό τελικό προϊόν γιά τό όποιο τά τεμάχια ἡ τά υλικά αυτά χρησιμοποιούνται. Τό εμπόριο των συστατικών ἡ εξαρτημάτων δέν ἀποτελεί πραγματικά, στην παρούσα υπόθεση, σχετικά δευτερεῦον λεπτομερειακό σημείο. Σέ άλλες περιπτώσεις, ὅπως γιά την διάθεση στό εμπόριο εξαρτημάτων αυτοκινήτων ἤ γιά την διάθεση στό εμπόριο στοιχείων ταμειακῶν μηχανών, περί τῶν ὁποίων επρόκειτο στην ἀπόφαση σας ἐπί τῆς ὑποθέσεως Hugin κατά Ἐπιτροπῆς (υπόθεση 22/78, Rec. 1979, σ. 1869), ἡ εκτίμηση τῶν περιορισμών στό ἐμπόριο αυτό δύναται νά είναι πολύ σημαντικότερη. Γιά την εφαρμογή τῶν άρθρων 85 καί 86, σημαντικό πρόβλημα φαίνεται νά εἶναι τό ἄν ὑφίσταται διακεκριμένη ἀγορά γιά την διάθεση στό εμπόριο ἀνταλλακτικών. Τό ίδιο ζήτημα δύναται νά εἶναι σημαντικό, στίς ἀναφερόμενες ὑπό μορφή παραδείγματος περιπτώσεις γιά τήν ἐφαρμογή τῶν άρθρων 30 ἡ 36 ἐν περιπτώσει εισαγωγής προϊόντων, τά όποια ἀποκρούονται στην χώρα εισαγωγής βάσει τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου περί τυφλής ή παράνομης ἀπομιμήσεως. 'Ασφαλώς ἄν υφίσταται διακεκριμένη ἀγορά γιά τά ἀνταλλακτικά, δέν εἶναι πρόδηλο ὅτι ἐν περιπτώσει ἀπαγορεύσεως, πού ἐνδεχομένως έχει κριθεί παραδεκτή ὅσον άφορα τήν εισαγωγή τοῦ τελικού προϊόντος, δύναται επίσης νά ἀπαγορευθεί αὐτομάτως ή εισαγωγή ἀνταλλακτικών. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ἀπίθανο νά δύναται νά γίνει λόγος περί διακεκριμένης ἀγορᾶς γιά ἀνταλλακτικά ἐντοιχιζομένων σωληνώσεων. Ή διάθεση στό ἐμπόριο τῶν ἀνταλλακτικών χωρίς ἀμφιβολία θά ευρίσκεται στά χέρια τῶν ιδίων προσώπων πού ἀσχολούνται καί μέ τήν διάθεση στό εμπόριο τοῦ τελικοῦ προϊόντος. 'Αλλά ἀκόμη καί τότε δέν εἶναι, πάντως, πρόδηλο ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τῆς διαθέσεως στό εμπόριο τοῦ τελικοῦ προϊόντος, πού έχει ἐνδεχομένως κριθεί παραδεκτή, αιτιολογεί ἐπίσης αὐτομάτως τήν ἀπαγόρευση τῆς διαθέσεως στό ἐμπόριο τῶν ἀνταλλακτικών. Γιά τόν λόγο αυτόν θά ἐπανέλθω καί ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ στό τελευταίο μέρος τῶν προτάσεών μου.

    II — Παρατηρήσεις ἐπί τῆς διατυπώσεως τοῦ ερωτήματος

    Τό υποβληθέν ἐρώτημα επισημαίνει μέ παραδειγματικό ἀφηρημένο τρόπο τά πραγματικά περιστατικά χαρακτηριζόμενα σύμφωνα μέ τό ὀλλανδικό δίκαιο (ὑπόθεση α), καθώς καί τίς ὀλλανδικές νομικές έννοιες, πού έχουν σημασία γιά τήν παρούσα υπόθεση (μέρη β καί γ) καί τά πραγματικά περιστατικά, τά ὁποία τό Gerechtshof Χάγης κρίνει ὡς εξαιρετικά σημαντικά ἀπό ἀπόψεως κοινοτικοῦ δικαίου (υποθέσεις δ καί ε).

    Τό κείμενο τοῦ τελευταίου μέρους τοῦ ἐρωτήματος εἶναι επίσης υποδειγματικό κατά τό μέτρο πού μέ τήν γενική καί σαφή διατύπωση του καθίστα περιττή τήν ἐκ νέου διατύπωση τῆς ἀπό ἐσᾶς ώστε νά ἀποφευχθεί ἀπόφαση ἀποφαινομένη ἐπί συγκεκριμένης περιπτώσεως. Τό γεγονός ὅτι τό Gerechtshof υποθέτει προδήλως, σύμφωνα μέ τήν διατύπωση αυτή, ὅτι εἶναι δυνατή ή επίκληση ἐν προκειμένω τοῦ ἄρθρου 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, δέν πρέπει, κατά τό υπόλοιπο μέρος τοῦ ἐρωτήματος, νά σᾶς ἐμποδίσει νά εξετάσετε μήπως δέν εἶναι ἴσως δυνατή ἡ ἐπίκληση μέ επιτυχία τῶν ἐξαιρέσεων, ἀπό τόν αυστηρό βασικό κανόνα τῆς ἀποφάσεως Dassonville (υπόθεση 8/74, Rec. 1974, σ. 837), τίς όποιες ἐδέχθητε μέ προηγούμενες ἀποφάσεις, στό πλαίσιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἄρθρου 30. 'Αντιστρόφως, δέν είναι σαφές ποία σημασία πρέπει νά δώσετε μέ τήν ἀπάντηση σας, στό προοίμιο τοῦ ερωτήματος, ὅπου τό Gerechtshof ζητεί επίσης ἑρμηνεία τῶν άρθρων 85 καί 86.

    Κατά τήν ἀπόφαση περί παραπομπής, έχει ἀποδειχθεί ὅτι ἡ αιτούσα στην κυρία δίκη εἶναι ὁ ἀποκλειστικός εἰσαγωγεύς τοῦ σουηδικού προϊόντος MCT, τοῦ ὁποίου ή ἀπομίμηση ἀποτελεί ἀντικείμενο τῆς δίκης. Ἐπί πλέον, προκύπτει ἀπό τό σημείο 16 τῆς ἀποφάσεως περί παραπομπῆς ὅτι τό Gerechtshof ἀπέρριψε τό μέσο ἀμύνης, πού προέβαλε ἡ καθ' ης IDG κατά την πρωτόδικο στάση τῆς κυρίας δίκης καί πού συνίσταται στόν Ισχυρισμό ὅτι ἡ συμπεριφορά της αἰτούσης Beele ήταν ἀντίθετη πρός τά άρθρα 85 καί 86 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, «διότι ή IDG δέν ἰσχυρίσθη καί δέν δύναται νά συναχθεί ἀπό τά πραγματικά περιστατικά ὅτι υφίσταται ἡ ὅτι ἠδύνατο νά υφίσταται συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, ἀπόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ἡ εναρμονισμένη πρακτική κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 85 ή δεσπόζουσα θέση ἐντός τῆς κοινής ἀγοράς ή σημαντικοῦ τμήματός τῆς κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 86». Δεδομένου, πάντως, ὅτι τό Gerechtshof ζητεῖ επίσης, στό προοίμιο τοῦ ερωτήματος του, ερμηνεία τῶν άρθρων 85 καί 86 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἐν σχέσει μέ τό τελικό του ερώτημα, θεωρώ χρήσιμο νά εἴπω επίσης μερικά λόγια ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ.

    Δέν διετυπώθη ὁ ισχυρισμός καί ούτε είναι ἀληθοφανές βάσει τῶν πραγματικών περιστατικών ὅτι ἡ ἰδιότης τοῦ ἀποκλειστικοῦ εἰσαγωγέως τῆς αἰτούσης στην κυρία δίκη, πού στηρίζεται πιθανώς ἐπί συμβάσεως ἀποκλειστικής εκμεταλλεύσεως, δέν εμπίπτει στό πεδίο εφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ της Ἐπιτροπής ἀριθ. 67/67/ΕΟΚ περί της εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 85 παράγραφος 3 σέ κατηγορίες συμβάσεων ἀποκλειστι-κότητος. Οἱ εξαιρέσεις, ἰδίως, πού προβλέπονται στό άρθρο 3 ἀπό τήν χορηγούμενη ἀπό τό άρθρο 1 τοῦ κανονισμοῦ αὐτοῦ ἀπαλλαγή δέν φαίνεται νά εφαρμόζονται ἐν προκειμένω. Ὑπό τήν ἐπιφύλαξη άλλων πορισμάτων, ἀπορρεόντων ἀπό γεγονότα πού δέν διαφαίνονται στά έγγραφα της δικογραφίας φαίνεται, κατά συνέπεια, ὅτι ένας ἐθνικός δικαστής δύναται νά ξεκινήσει ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ ἐν λόγω σύμβαση ἀποκλειστικής εκμεταλλεύσεως είναι νόμιμη. Παρ' ὅλον λοιπόν ὅτι εἶναι πιθανό νά ευρισκόμεθα ἀντιθέτως ἀπό ὅ,τι δέχεται τό Gerechtshof, ενώπιον συμφωνίας ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 85, τά γνωστά πραγματικά περιστατικά δέν παρέχουν κανένα στοιχείο, πού θά επέτρεπε τό συμπέρασμα ὅτι υφίσταται συμφωνία, ἡ ὁποία ἀπαγορεύεται ἀπό τό άρθρο 85. Τό συμπέρασμα αυτό δέν ἀναιρείται ούτε ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά τό άρθρο 7 τοῦ κανονισμοῦ αριθ. 19/65/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου (JO 553/65), ἡ 'Επιτροπή δύναται νά θέσει τέρμα στην ἰσχύ συμβάσεως ἀποκλειστικής εκμεταλλεύσεως, ἀναγόμενης στό πεδίο εφαρμογής τοῦ προαναφερθέντος κανονισμοῦ, ὅταν φαίνεται ὅτι οι προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 85 παράγραφος 3 δέν πληροῦνται συγκεκριμένως. Αυτό θά ἠδύνατο λόγου χάριν νά συμβεί ὅταν, ἰδίως βάσει τῆς ἀσκήσεως δικαιωμάτων ἀπορρεόντων ἀπό πράξη ἀθεμίτου ἀνταγωνισμού, ἡ ἐν λόγω σύμβαση ἀποκλειστικής εκμεταλλεύσεως παρέχει σέ μία επιχείρηση τήν δυνατότητα νά καταργήσει τόν ἀνταγωνισμό ἐντός τῆς ἀγοράς τῶν ἐνδίκων προϊόντων γιά σημαντικό μέρος τῶν προϊόντων γιά τά όποια πρόκειται (άρθρο 85 παράγραφος 3 ὑπό τό στοιχεῖο β). Δεδομένου ὅτι κανένα στοιχείο δέν άφησε νά διαφανεί ἡ ύπαρξη μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως καί ὅτι ἡ εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 85 παράγραφος 3 καθώς καί τοῦ ἀναφερθέντος άρθρου 7 τοῦ κανονισμού ἀριθ. 19/65 τοῦ Συμβουλίου ἀνήκει στην ἀρμοδιότητα της 'Επιτροπής, ὁ παραπέμπων δικαστής δέν ὀφείλει νά λάβει ὑπ' ὄψη του, κατά τήν γνώμη μας, τό ενδεχόμενο αυτό.

    Ή λεκτική διατύπωση τοῦ τεθέντος ἀπό τόν παραπέμποντα δικαστή ερωτήματος ἐν σχέσει μέ τά άρθρα 85 καί 86 περιλαμβάνει πάντως τό ερώτημα αυτό στην αιτουμένη ερμηνεία τῶν διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων. Τίθεται λοιπόν τό ερώτημα μήπως, στην περίπτωση αὐτή, ἡ άπόφαση σας ἐπί τῆς υποθέσεως Inno/Atab (υπόθεση 13/77, Rec. 1977, σ. 2115) δύναται νά έχει σημασία.

    Στην ἀπόφαση αυτή, τό Δικαστήριο, ἀφοῦ διεπίστωσε ὅτι ἡ καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως, πού ευνοείται ἀπό ἐθνική νομοθετική διάταξη, ἀπαγορεύεται επίσης ἀπό τό άρθρο 86, έκρινε μεταξύ άλλων ὅτι «γιἀ νά εκτιμηθεί ἄν συμβιβάζεται μέ τό άρθρο 86 ἐν συνδυασμῶ μέ τά άρθρα 3 στ) καί 5 ἐδάφιο 2 τῆς συνθήκης, ἡ εισαγωγή ἡ ἡ διατήρηση ἐν ἰσχύι ἐθνικού μέτρου, το όποιο ἐπιβάλλει κατά τήν πώληση κατειργασμένων καπνῶν πρός τόν καταναλωτή, τήν τήρηση τῶν ὁριζομένων ἀπό τόν κατασκευαστή ἡ τόν εισαγωγέα τιμῶν, πρέπει νά καθορισθεί, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη τά ἐμπόδια στίς συναλλαγές, πού δύνανται νά ἀπορρέουν ἀπό τήν φύση του' φορολογικού καθεστώτος στό όποιο ὑπόκεινται τά προϊόντα, ἄν, έκτός τῆς καταχρηστικῆς ἐκμεταλλεύσεως δεσποζούσης θέσεως, τήν ὁποία ένα τέτοιο σύστημα δύναται ενδεχομένως νά ευνοεί, είναι επίσης ικανό νά ἐπηρεάσει τό ἐμπόριο μεταξύ Κρατών μελών». Περαιτέρω εδέχθη επίσης ὅτι «ή κανονιστική ρύθμιση Κράτους μέλους, ἡ όποια γιά τήν πώληση πρός τόν καταναλωτή κατειργασμένων καπνών, τόσο εισαγομένων ὅσο καί κατασκευαζομένων ἐντός τῆς χώρας, επιβάλλει ὁρισμένη τιμή πού έχει ελευθέρως επιλεγεί ἀπό τόν κατασκευαστή ἡ τόν εισαγωγέα, δέν συνιστά μέτρο Ισοδυνάμου ἀποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό ἐπί τῶν εισαγωγών παρά μόνο όταν ... ένα τέτοιο σύστημα ὁρισμένων τιμών εἶναι ικανό νά εμποδίσει εμμέσως ἡ ἀμέσως, πραγματικῶς ή δυνητικῶς, τίς εισαγωγές μεταξύ Κρατών μελών».

    Κατ' ἀναλογίαν μέ τήν ἀπόφαση αυτή, θά έπρεπε νά εξετασθεί στην ὑπόθεση αυτή ἄν μία ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως, ὅπως ἡ προκειμένη, δύναται νά ευνοήσει τήν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 86 ἡ ἄν σέ μία περίπτωση ὅπως ἡ προκειμένη, ἡ εφαρμογή μιᾶς ἀπαγορεύσεως ἀπομιμήσεως επιβάλλει σέ ἐπιχείρηση μία συμπεριφορά, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη καθ' ἑαυτή πρός τά άρθρα 85 καί 86. Ὅπως ήδη παρετήρησα καμμία ένδειξη δέν ἐπιτρέπει τό συμπέρασμα ὅτι υφίσταται ἐπιβεβλημένη συμπεριφορά επιχειρήσεως πού εἶναι ἀπό νομικής ἀπόψεως ἀντίθετη καθ' εαυτή πρός τό άρθρο 85. Τό περισσότερο πού ἠδύνατο νά συμβεί εἶναι ή Ἐπιτροπή νά κηρύξει ἀπηγορευμένη τήν ἐν λόγω σύμβαση ἀποκλειστικῆς ἐκμεταλλεύσεως βάσει τοῦ κανονισμού ἀριθ. 19/65. Ἐν σχέσει μέ τό άρθρο 86, μία ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως θά ἠδύνατο ἀσφαλώς νά ευνοήσει τήν δημιουργία δεσποζούσης θέσεως τῆς αιτούσης στην κυρία δίκη ἐπιχειρήσεως. Τό άρθρο 86 δέν ἀπαγορεύει, πάντως, τήν δημιουργία δεσποζούσης θέσεως, άλλα ἀποκλειστικώς τήν καταχρηστική εκμετάλλευση τῆς καί αυτό μόνον ὅταν ἡ καταχρηστική αυτή ἐκμετάλλευση είναι ικανή νά επηρεάσει ἀρνητικά τό μεταξύ κρατών εμπόριο. Δεδομένου ὅτι, ἀντιθέτως πρός τήν υπόθεση Inno κατά Atab τό ὑποβληθέν ἀπό τόν παραπέμποντα δικαστή ερώτημα δέν ὁμιλεί περί συγκεκριμένης Ικανότητος καταχρηστικῆς εκμεταλλεύσεως δεσποζούσης θέσεως ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 86, ἡ ὁποία ευνοείται ή επιβάλλεται ἀπό τήν εφαρμογή ἀπαγορεύσεως ἀπομιμήσεως, φρονώ ὅτι δέν ὀφείλετε τελικά, στην καθ' ἑαυτή ερμηνευτική σας ἀπόφαση, νά ἀντιμετωπίσετε τήν εφαρμογή ἐν προκειμένω τῶν διδαγμάτων τῆς ἀποφάσεως Inno κατά Atab.

    ΙΙΙ — Ἐξέταση ἀπαγορεύσεως ἀπο-μιμήσεως, ὅπως ἡ προκειμένη, ἐν σχέσει πρός τά άρθρα 30 καί 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ

    α)

    Ή Ἐπιτροπή παρατηρεί ὀρθώς, στίς παρατηρήσεις της, ὅτι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις στό θέμα τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί), οἱ ὁποῖες ἐπιτρέπουν σέ κατασκευαστή νά επιτύχει δικαστική ἀπόφαση περί ἀπαγορεύσεως τῆς διαθέσεως, ἐντός Κράτους μέλους, εισαγομένων προϊόντων λόγω τοῦ ὅτι τά προϊόντα αυτά ἀποτελούν τυφλή ἀπομίμηση τῶν κατασκευαζόμενων ἀπό αυτόν προϊόντων, δύνανται νά ἀποτελέσουν μέτρο ἰσοδυνάμου ἀποτελέσματος ὑπό τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης. Τό ίδιο συμβαίνει φυσικά ὅταν, ὅπως ἐν προκειμένω, ἡ δικαστική ἀπαγορευτική ἀπόφαση προκαλείται ἀπό τόν ἀποκλειστικό εισαγωγέα τῶν ἀπομιμου-μένων προϊόντων. Λαμβάνοντας ὑπ᾽ όψη τόν βασικό κανόνα τῆς ἀποφάσεως σας Dassonville (υπόθεση 8/74, Rec. 1974, σ. 837), δέν δικαιολογείται ἀμφιβολία ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Γίνεται, πράγματι, σαφώς λόγος στην ἀπόφαση αύτη περί «εμπορικής κανονιστικής ρυθμίσεως Κράτους μέλους, ή ὁποία εἶναι ικανή νά παρεμβάλει ἐμπόδια ἀμέσως ἡ ἐμμέσως, πραγματικῶς ἡ δυνη-τικῶς, στό ενδοκοινοτικό ἐμπόριο». Τό 'Ηνωμένο Βασίλειο εἶναι τῆς γνώμης ὅτί μία κανονιστική ρύθμιση, ὅπως ἡ ἐξεταζομενη, δέν δύναται νά ἀποτελέσει καθ' εαυτή μέσο ισοδυνάμου ἀποτελέσματος. Στό πλαίσιο τῆς παρούσης υποθέσεως δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ λήψη θέσεως ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Τό ἀποφασιστικό σημείο είναι ἄν ἡ εθνική κανονιστική ρύθμιση συγκρούεται ἡ δύναται νά συγκρουσθεί μέ τόν προαναφερθέντα βασικό κανόνα, πού ἐτέθη μέ τήν ἀπόφαση Dassonville. Ή ἀπάντηση στό ρητό ερώτημα ἄν ἡ εθνική κανονιστική ρύθμιση αὐτη καθ' ἑαυτή ἡ ή ἑρμηνεία τῆς καί ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀπό τόν δικαστή προκαλεί συγκεκριμένως τήν σύγκρουση αὐτή θά ἐξαρτηθεί ἀπό τίς περιστάσεις τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως. Θεωρώ περιττό νά ἐξετάσω περαιτέρω τό σημείο αὐτό στην παρούσα υπόθεση, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἐφαρμογή ἐν προκειμένω τῆς νομοθετικής ρυθμίσεως συγκρούεται ἐν πάση περιπτώσει μέ τόν βασικό κανόνα τῆς ἀποφάσεως Dassonville.

    Τό ἀληθώς ἀποφασιστικό ἐν προκειμένω ζήτημα εἶναι μέχρι ποίου σημείου μία δικαστική ἀπόφαση περί ἀπαγορεύσεως τῆς πωλήσεως, ἐκδοθείσα ὑπό τέτοιες περιστάσεις, δύναται νά δικαιολογηθεί εἴτε βάσει τοῦ ἄρθρου 36 εἴτε βάσει τῶν ἐξαιρέσεων πού ἐδέχθητε ἐν σχέσει μέ τόν βασικό κανόνα, έκτός άλλων μέ τήν ἀπόφαση Dassonville (υπόθεση 8/74 Rec. 1974, σ. 837) καί τήν ἀπόφαση Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78, Rec. 1979, σ. 649). Τους δικαιολογητικούς αυτούς λόγους, πού διακρίνονται ευχερώς στην πρωτόδικη στάση τῆς δίκης, προτίθεμαι νά τους ἐξετάσω διαδοχικώς. Πάντως, θά ήθελα νά παρατηρήσω ἀμέσως ὅτι ὁ δεύτερος δικαιολογητικός λόγος δέν έχει τήν έκταση τοῦ πρώτου. Παραπέμπω ὡς πρός τό θέμα αὐτό στίς σκέψεις 9 μέ 18 τῆς ἀποφάσεως σας ἐπί τῆς υποθέσεως Ἐπιτροπή κατά 'Ιρλανδίας τῆς 17ης'Ιουνίου 1981 (υπόθεση 113/80 πού δέν έχει ἀκόμη δημοσιευθεί στην Συλλογή). 'Αναφερόμενοι στην προηγουμένη νομολογία σας ἐπί τοῦ θέματος, ἐπεσημάνατε σαφῶς, στίς ἀνωτέρω σκέψεις, ὅτι ὁ «Rule of Reason», πού ἀναφέρεται στην ἀπόφαση σας Dassonville δέν δύναται ποτέ νά δικαιολογήσει διάκριση ἐπί ζημία των εισαγωγῶν.

    β)

    Ή εφαρμογή τον ἄρθρον 36 στά ερωτήματα πού ἀνεφύησαν στην παρούσα υπόθεση δύναται νά υποστηριχθεί βάσει δύο λόγων.

    Πρώτον, δύναται νά υποστηριχθεί, βάσει τῶν άρθρων 1 παράγραφος 2 καί 10bis τῆς ἀναθεωρηθείσης Συμβάσεως τῆς 'Ενώσεως Παρισιοῦ, πού μόλις ἀνέφερα, ὅτι ἡ έννοια τῆς «προστασίας τῆς βιομηχανικής ιδιοκτησίας» πού ἀναφέρεται στό άρθρο 36 περιλαμβάνει επίσης καί τήν προστασία κατά τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί). Τό πρώτο αυτό επιχείρημα δέν μοῦ φαίνεται βάσιμο. Πράγματι, δέν δύναται νά συναχθεί ἀπό τήν Σύμβαση τοῦ Παρισιοῦ ἀπαγόρευση κανονιστικής ρυθμίσεως τῆς προστασίας κατά τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ κεχωρι-σμένως, παντελώς ἐκτος τῶν κανόνων πού προστατεύουν τήν βιομηχανική ιδιοκτησία ὑπό στενότερη έννοια. Ἄλλωστε, ἡ εξέταση τοῦ δικαίου τῶν Κρατών μελών καταδεικνύει ὅτι αυτή εἶναι ἡ κανονική κατάσταση. Ὑπό τίς συνθήκες αὐτές, είναι χωρίς αμφιβολία πολύ πιθανό ὅτι ἀναφέροντας περί τοῦ δικαιώματος προστασίας τῆς βιομηχανικής καί εμπορικής ιδιοκτησίας, τό άρθρο 36 εννοούσε ἁπλώς τήν ειδική νομοθεσία, πού ἀποσκοπεί στην προστασία τῶν ἀδιαφιλονίκητων δικαιωμάτων βιομηχανικῆς καί ἐμπορικής ιδιοκτησίας. Πρέπει τότε ἡ σκέψη νά στραφεί, ἰδίως, στό δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, στό δικαίωμα ἐπί τοῦ σήματος, στό δικαίωμα τοῦ δημιουργοῦ καί ενδεχομένως στό δικαίωμα ἐπί σχεδίου, καθώς καί σέ ειδικά δικαιώματα, δυνάμενα νά συγκριθούν μέ τά προηγούμενα καί στά όποια διακρίνεται σαφώς ἀντικείμενο δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

    Φρονώ, πάντως, ὅτι βαρύτερο εἶναι ἕνα δεύτερο επιχείρημα, τοῦ ὁποίου δύναται νά γίνει επίκληση γιά νά ὑποστηριχθεί ἡ εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 36 στην έννοια τῆς τυφλής ἀπομιμήσεως. Ή νομολογία ὅλων τῶν Κρατών μελών καταδεικνύει, πράγματι, ὅτι ἡ ειδική δικαιολογία ἡ τό ἀντικείμενο τῆς ἀπαγορεύσεως τυφλής ἀπομιμή-σεως δύνανται καλύτερα νά καθορισθοῦν ἀναζητώντας τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές πού υφίστανται μεταξύ, τῆς ἀπαγορεύσεως αυτής καί τῶν ἀπαγορεύσεων πωλήσεως πού ἀπορρέουν ἀπό τό δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, τό δικαίωμα ἐπί σχεδίου, τό δικαίωμα τοῦ δημιουργοῦ ἡ τό δικαίωμα ἐπί σήματος. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ὅτι εἶναι σημαντική ειδικώς ή σύγκριση μέ τό δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, τό δικαίωμα ἐπί σχεδίου καί τό δικαίωμα ἐπί ἐμπορικοῦ σήματος.

    Δύναται, τότε, νά παρατηρηθεί στην ἀρχή ὅτι ἡ δικαιολογία μιᾶς ἀπαγορεύσεως ἀπο-μιμήσεως δέν δύναται νά στηριχθεί στην προστασία κατά ἀπομιμήσεως λειτουργικών τεχνικών στοιχείων ἡ τρόπων παρουσιάσεως ενός προϊόντος πού δέν λαμβάνονται ὑπ' ὄψη ἡ πού δέν λαμβάνονται πλέον ὑπ' ὄψη γιά νά καλυφθοῦν ἀπό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Πράγματι, δέν είναι τυχαίο ὅτι ἡ νομοθεσία περί διπλώματος εὑρεσιτεχνίας ἀπαιτεί μία εφεύρεση νά ἀνταποκρίνεται σέ ειδικές προϋποθέσεις γιά νά ἀπολαύει τῆς προστασίας διπλώματος εὑρεσιτεχνίας. Δέν εἶναι τυχαίο ὅτι τό ἀποκλειστικό δικαίωμα, τό όποιο έτσι παρέχεται στον εφευρέτη νά θέτει πρώτος σέ κυκλοφορία τό προϊόν γιά τό όποιο πρόκειται περιορίζεται χρονικώς. Ἐπί πλέον, τό προσωρινό νόμιμο μονοπώλιο τοῦ ἐφευ-ρέτου έχει ὡς ἀντάλλαγμα τήν συνεισφορά, πού ἀποτελεί ἡ εφεύρεση του, στην τεχνολογική οικονομική πρόοδο καί κυρίως, τήν υποχρέωση νά δημοσιεύσει τήν ἐφεύρεση του. Ἀκριβώς ὅταν ένα προϊόν ἐπροστα-τεύθη στό παρελθόν μέ δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ὁπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, ἡ πιθανότης τυποποιήσεως τοῦ προϊόντος γιά τό όποιο πρόκειται είναι εξαιρετικά μεγάλη. Πρέπει, επομένως, νά καταβληθεί φροντίδα ώστε ἡ παρεχομένη ἀπό τό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προστασία νά μή ἐπεκτείνεται στην πραγματικότητα μέ εὑρέως ἑρμηνευομένη ἀπαγόρευση ἀπο-μιμήσεως. Ή διάκριση, στην ὁποία συνήθως προβαίνει ἡ νομολογία, μεταξύ τῶν λειτουργικών στοιχείων ενός προϊόντος, πού πρέπει νά κρίνονται ἀναγκαία γιά νά ὑπάρχουν ίσες πιθανότητες ἀνταγωγισμοῦ έναντι τῶν ἀγοραστῶν καί πού δέν δύνανται νά εμπίπτουν στην ἀπαγόρευση ἀπο-μιμήσεως καί τῶν μή λειτουργικών στοιχείων, τά όποια δύνανται νά εμπίπτουν στην ἐν λόγω ἀπαγόρευση, φαίνεται ὅτι εὑρίσκει τήν νομολογία τῆς σέ έναν τέτοιο συλλογισμό. Ή ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως δέν έχει καί δέν πρέπει νά έχει λειτουργία, πού θά ἦταν σχεδόν λειτουργία διπλώματος εὑρεσιτεχνίας, διότι ἡ γενική οἰκονο-μική ὠφελιμότης μιᾶς τέτοιας απαγορεύσεως εἶναι μᾶλλον μικρότερη παρά μεγαλύτερη ἀπό τήν οικονομική ὠφελιμότητα προστασίας πού παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας καί ἡ ὁποία ἐν πάση περιπτώσει ἀμφισβητεῖται ήδη ἀπό πολλούς οικονομολόγους.

    Ὅταν ένα προϊόν δέν συγκεντρώνει τίς προϋποθέσεις γιά νά ἐπιτύχει τήν νομική προστασία ὡς πρότυπο δέν θά δύναται ἐπίσης ἡ ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεώς του νά θεωρηθεί ὡς λειτουργία σχεδόν ταυτόσημη πρός τήν λειτουργία τοῦ προτύπου. Αυτή ή διπλή βασική έννοια ἀπαντάται επίσης στην ἀπόφαση Thole-Hijster τοῦ Hoge Raad (HR 26 'Ιουνίου 1953, NJ 1954, σ. 90 ἑπ). Ἐν τούτοις διετυπώθη κατά τρόπο ἐξαιρετικώς σαφή στην ἀπόφαση τοῦ Cour de Paris τῆς 10ης 'Απριλίου 1962, (Ann. 162, σ. 240 ἑπ.): « 'Επειδή ἡ ἀναπαραγωγή ἀντικειμένων, τά όποια δέν προστατεύονται οὔτε ἀπό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ούτε ἀπό κατάθεση προτύπου δέν εἶναι παρά ή άσκηση δικαιώματος μέσα στό πλαίσιο τῆς ελευθερίας τοῦ εμπορίου καί τῆς βιομηχανίας ...».

    Ἀπομένει, ἑπομένως, ὡς δυνατή δικαιολογία ἀπαγορεύσεως ἀπομιμήσεως ειδικώς ὁ περιττός κίνδυνος συγχύσεως, ὁ όποιος βασίμως υποτίθεται στό υποβληθέν ἀπό τόν παραπέμποντα δικαστή ἐρώτημα. 'Επεσήμανα ήδη προηγουμένως ὅτι τό άρθρο 10bis τῆς ἀναθεωρημένης Συμβάσεως τοῦ Παρισιοῦ ἀνέφερε ἐκείνο ρητῶς, στην παράγραφο 3, τόν ἐν λόγω κίνδυνο συγχύσεως ὡς αἰτιολογία τῶν ἀπαγορευτικῶν κανόνων. Τό γεγονός ὅτι ὁρισμένος ἀριθμός νομικών συστημάτων προβλέπουν ἐπιπροσθέτως άλλες αιτιολογίες γιά τήν ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως, ὅπως ἡ ἀδικαιολόγητη οικειοποίηση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς προσπaθείας άλλου προσώπου ἡ ή εκμετάλλευση τοῦ κύρους καί τῆς καλής φήμης τοῦ έργου τρίτου προσώπου, εἶναι άνευ σημασίας ἐν σχέσει μέ τό ερώτημα πού τίθεται στην προκειμένη περίπτωση. Συνιστά πάντως προειδοποίηση έναντι κάθε προσπaθείας υἱοθετήσεως γενικού ὁρισμοῦ τῆς δικαιολογίας τῆς τυφλής ἀπομιμήσεως. Ἔτσι παραδείγματος χάριν τό Bundesgerichtshof ἠρνήθη πάντοτε νά δώσει γενικό ὁρισμό τῆς εννοίας αυτής.

    Ό δικαιολογητικός λόγος πού έχει σημασία ἐν προκειμένω, δηλαδή ὁ κίνδυνος συγχύσεως, εμφανίζει μία σχετική ἀναλογία μέ τόν δικαιολογητικό λόγο τοῦ δικαίου τῶν εμπορικών σημάτων. Στην σκέψη 6 τῆς ἀποφάσεως σας ἐπί τῆς υποθέσεως Terrapin κατά Terranova (υπόθεση 119/75, Rec. 1976, σ. 1039), ἐδέχθητε πράγματι ήδη ὅτι ἡ βασική λειτουργία τοῦ εμπορικοῦ σήματος συνίσταται «στην παροχή εγγυήσεως πρός τους καταναλωτές τῆς ταυτότητος καταγωγής τοῦ προϊόντος». Προκειμένου περί τῆς δικαιολογίας ἀπαγορεύσεως ἀπομιμήσεως ὀρθώς, ἑπομένως, κατά τήν γνώμη μου ἡ 'Επιτροπή κατέληξε στό συμπέρασμα, βάσει παρομοίων σκέψεων, ὅτι ἡ δικαιολογία αὐτή έπρεπε νά ἀναζητηθεί στην φροντίδα νά ἀποφευχθεί ή δημιουργία στό κοινό συγχύσεως ὡς πρός τήν καταγωγή ὁρισμένων προϊόντων». Γιά τους λόγους πού μόλις επεσήμανα φρονώ ὅτι θά ήταν πάντως ὀρθότερο ἄν ἡ 'Επιτροπή περιόριζε τήν δικαιολογία αὐτή σέ ειδικές περιπτώσεις, ὅπως ἡ ὑπό κρίση περίπτωση. Ή 'Επιτροπή ἀναφέρεται επίσης, γιά νά στηρίζει τήν άποψη της, μεταξύ άλλων στό άρθρο 10bis τῆς ἀναθεωρημένης Συμβάσεως τῆς 'Ενώσεως τοῦ Παρισιοῦ. Κατά τό μέτρο αυτό δύναται νά λεχθεί ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως έχει λειτουργία σχεδόν ταυτόσημη μέ τήν λειτουργία τοῦ ἐμπορικοῦ σήματος πού πρέπει νά περιλαμβάνει ὅρια τουλάχιστο παρόμοια μετατιθέμενα στην λειτουργία τοῦ δικαιώματος ἐπί ἐμπορικοῦ σήματος. Ή συγγένεια πού υφίσταται, ὡς πρός τήν δικαιολογία τους, μεταξύ τῆς ἀπαγορεύσεως τυφλής ἀπομιμήσεως καί τοῦ δικαιώματος ἐπί ἐμπορικοῦ σήματος επισημαίνεται καί ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου στίς γραπτές του παρατηρήσεις.

    Σ' αυτόν τόν παραλληλισμό ὅσον άφορᾶ τήν δικαιολογία ἡ τήν λειτουργία πρέπει πάντως νά προστεθεί ὅτι υφίσταται επίσης μία σημαντική οικονομική διαφορά μεταξύ τῆς ἀπαγορεύσεως παραποιήσεως ἑνός ἐμπορικοῦ σήματος καί τῆς ἀπαγορεύσεως ἀπομιμήσεως ενός προϊόντος. Τήν πρώτη ἀπαγόρευση ένας παραγωγός ἡ ένας έμπορος δύναται κατά γενικό κανόνα νά ἀποφύγει, χωρίς νά προβεί σέ παραγωγικές επενδύσεις, επιλέγοντας γιά τήν εθνική αγορά γιά τήν ὁποία πρόκειται ένα διαφορετικό εμπορικό σῆμα, πού δέν δημιουργεί κίνδυνο συγχύσεως. Ύπό τήν επιφύλαξη ἐνδεχομένως ἀναγκαίας εγκρίσεως τοῦ δικαιούχου τοῦ ἐμπορικοῦ σήματος παράγωγοῦ, ὁ εἰσαγωγεύς θά δυνηθεί στίς περισσότερες περιπτώσεις νά ἐπιλέξει ὁ ίδιος ένα άλλο εμπορικό σήμα καί νά τό καταθέσει. 'Αντιστρόφως, ἡ ἀπαγόρευση τυφλής ἀπομιμήσεως ὑποχρεώνει πάντοτε τόν παραγωγέα, ὁ όποιος ἀπομιμείται ένα προϊόν νά επιφέρει στην μέθοδο παραγωγής του τροποποιήσεις πού λογικά δέν δύναται πάντοτε νά ἀπαιτηθούν ἀπό αυτόν. 'Ιδίως ὅταν ὁ παραγωγός, πού έχει προβεί στην ἀπομίμηση, διέθεσε νομίμως στό εμπόριο τό προϊόν του ἐντός άλλου Κράτους μέλους, ὅπως τό υποθέτει στην προκειμένη περίπτωση ὁ παραπέμπων δικαστής, αισθητά εμπόδια δύνανται τότε νά εμφανισθούν στό διακρατικό εμπόριο. Πράγματι ὁ ἐν λόγω παραγωγός δύναται νά ἀντιμετωπίσει στην περίπτωση αύτη ενδεχομένως υπέρογκα έξοδα επενδύσεως γιά νά παραγάγει μία διάφορη σειρά γιά τήν πώληση στην χώρα εισαγωγής, ἡ ὁποία δέχεται εὐκολότερα ἀπό τήν χώρα παραγωγῆς τήν ύπαρξη τυφλής ἀπομιμή-σεως. Μία ἀγωγή στηριζόμενη στην παραποίηση εμπορικού σήματος δέν συνεπάγεται τόσο γρήγορα ἀπαγορευτικό ἀποτέλεσμα ἐπί τῆς εἰσαγωγῆς τῶν προϊόντων γιά τά όποια πρόκειται, διότι ἡ επιλογή ἑνός άλλου ἐμπορικοῦ σήματος, συνοδευομένη ἐν πάση περιπτώσει ἀπό τίς ἀναγκαίες ἐνέργειες «marketing» δέν συνεπάγεται ἀμέσως υπέρογκα έξοδα. Ἐξ άλλου, ὅπως ήδη ἀνέφερα, αυτό δύναται νά ἀνατεθεί στόν ἴδιο τόν εἰσαγωγέα κατά γενικό κανόνα.

    Όπως ήδη τό Δικαστήριο τό έκρινε ἀδύνατο στην περίπτωση τῆς ἐννοίας τοῦ «κινδύνου συγχύσεως» προκειμένου περί τοῦ δικαίου περί ἐμπορικών σημάτων, δέν δύνασθε νά επιλύσετε τό πρόβλημα αὐτό στην προκειμένη περίπτωση ἐπιβάλλοντας τήν ἐναρμόνιση τῶν κανόνων περί προστασίας έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμού γιά τους οποίους πρόκειται. Γιά τόν λόγο αυτόν νομίζω ὅτι ἡ προτεινομένη ἀπό τήν Ἐπιτροπή ἀπάντηση στό υποβληθέν ερώτημα δέν δύναται νά δοθεί στόν παρα-πέμποντα δικαστή στό παρόν στάδιο τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Αυτό πάντως δέν ἀποκλείει, βάσει τῆς δευτέρας περιόδου τοῦ άρθρου 36, νά θεωρηθεί ἀπαράδεκτη ή πλήρης στεγανοποίηση ὁρισμένων εθνικῶν ἀγορῶν έναντι τῆς εισαγωγής προϊόντων πού έχουν κατασκευασθεί καί διατεθεί στό ἐμπόριο νομίμως σέ ένα άλλο Κράτος μέλος. Κατά τό μέτρο αυτό, ἡ ἀρχή τοῦ άρθρου 85, κατά τήν ὁποία ὁ ἀνταγωνισμός δέν θά πρέπει νά καταργηθεί γιά ένα σημαντικό μέρος τῶν προϊόντων γιά τά όποια πρόκειται, νομίζω ὅτι ενέχει επίσης σημασία γιά τα ὅρια πού τό κοινοτικό δίκαιο πρέπει νά θέσει στην εφαρμογή τῆς εννοίας τῆς τυφλής ἀπομιμήσεως. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση πού ἐν προκειμένω έχει εφαρμογή τό άρθρο 36 προτείνω νά δοθεί στό ερώτημα τοῦ Gerechtshof Χάγης ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση:

    «Δύναται νά γίνει λόγος περί συγκεκαλυμμένου περιορισμοῦ στό ἐμπόριο μεταξύ Κρατών μελών, ὑπό τήν έννοια τοῦ άρθρου 36, δεύτερη περίοδος, τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ὅταν κατά τήν εξέταση ἐν σχέσει μέ τό σημαντικό γιά τό εθνικό δίκαιο ἐρώτημα ἄν ὁ ἀπομιμούμενος ἠδύνατο νά ἀκολουθήσει άλλη μέθοδο χωρίς νά βλάψει τίς ιδιότητες ἡ τίς δυνατότητες χρησιμοποιήσεως τοῦ προϊόντος του, δέν λαμβάνεται ὑπ᾽ ὄψη τό πρόσθετο κόστος πού ἡ εναλλακτική αυτή μέθοδος συνεπάγεται γιά τόν ἐν λόγω παραγωγό σέ ένα Κράτος μέλος όπου τό προϊόν κατεσκευάσθη καί διετέθη στό εμπόριο νομίμως.»

    Μέ άλλα λόγια, ἡ ἐναλλακτική μέθοδος παραγωγής πρέπει νά εἶναι ἐφικτή, σέ μιά τέτοια περίπτωση, ὄχι μόνο ἀπό τεχνικής ἀπόψεως ἀλλά ἐπίσης καί ἀπό οἰκονομικῆς ἀπόψεως. Μία τέτοια ἀπάντηση σέβεται ἀπολύτως τίς θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ εσωτερικού δικαίου, άλλά υποχρεώνει τόν ἐθνικό δικαστή, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ἀνωφελῶς» ἡ «χωρίς νά υφίσταται ἀνάγκη», νά εξετάζει τήν υφισταμένη στην άλλη πλευρά τῶν συνόρων κατάσταση καί νά λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψη του, ἐκτός τῶν τεχνικών ἀναγκών καί τίς οικονομικές ἀνάγκες. Θά ἐπανέλθω στό τελευταίο μέρος τῶν προτάσεων μου ἐπί συμπληρωματικών ἐπεξηγήσεων σχετικά μέ τήν ἀπάντηση σας.

    γ)

    Υπέρ τῆς ἀπόψεως εφαρμογής ἐν προκειμένω, ὄχι τοῦ ἄρθρου 36, ἀλλά ἀποκλειστικώς τοῦ ἄρθρου 30 ἐν συνδυασμῶ μέ τόν κανόνα τοῦ «λογικοῦ χαρακτῆρος» πού ἐφαρμόζετε, δύνανται επίσης νά προβληθούν σοβαρά επιχειρήματα. Όπως προκύπτει ἀπό τήν νομολογία σας, ὁ «Rule of reason» πού εφαρμόζετε μέσα στό πλαίσιο αυτό Ισχύει ἀποκλειστικώς, ὡς πρός ὅ,τι ἐνδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, ἐφ᾽ ὅσον δέν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση τοῦ θέματος γιά τό όποιο πρόκειται καί ὅταν πρόκειται περί μέτρων πού αποβλέπουν στην ἀποτροπή κάθε ἀθέμιτου ἀνταγω-νισμοῦ καί πού εἶναι λογικά καί, ἐπί πλέον, δέν συνιστούν ούτε μέσο αὐθαίρετης διακρίσεως ούτε συγκεκαλυμένο περιορισμό στό εμπόριο μεταξύ τῶν Κρατῶν μελών. Ἐθεωρήσατε πάντοτε την προστασία έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί), μέ τήν προηγουμένη νομολογία σας, ὡς ἐπιτακτικό γενικό συμφέρον, τό ὁποῖο δύναται νά δικαιολογήσει μέτρα εξαναγκασμοί), δυνάμενα να δημιουργήσουν ὁρισμένα ἐμπόδια στίς ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Παραπέμπω ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ στην ήδη ἀναφερθείσα ἀπόφαση σας ἐπί τῆς υποθέσεως Dàssonville (υπόθεση 8/74, Rec. 1974, σ. 837), καθώς καί στίς ἀποφάσεις σας ἐπί τῶν υποθέσεων Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78, Rec. 1979, σ. 649), Gilli-Andres (υπόθεση 788/79, Rec. 1980, σ. 2071) καί 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (υπόθεση 113/80 πού δέν ἐδημοσιεύθη ἀκόμη στην συλλογή τῆς νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου). Στην τελευταία αὐτή ἀπόφαση σας ἀποσαφηνίσατε ἐξ άλλου ρητῶς ὅτι τό ἐν λόγω μέτρο πρέπει νά εφαρμόζεται μέ τόν ίδιο τρόπο στά εισαγόμενα καί στά ἐθνικά προϊόντα. 'Από ἀπόψεως προστατευομένου γενικοί) συμφέροντος ἡ καταγωγή τοῦ προϊόντος δέν πρέπει νά ἀσκεῖ καμμία επίδραση. Μέτρα γενικοῦ ενδιαφέροντος, τά ὁποία θίγουν ειδικώς τήν εισαγωγή, δέν δύνανται νά δικαιολογηθοῦν παρά μέσα στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 36, τό όποιο στην ἐξεταζόμενη περίπτωση δέν έχει πάντως εφαρμογή.

    'Ηδη στην ἀπόφαση Dàssonville, άλλα ἀκόμα σαφέστερα στίς δύο αποφάσεις πού ανέφερα περαιτέρω, ἀποδίδετε ἐπί πλέον, κατά τήν ἀντιμετώπιση τῆς δικαιολογίας ἑνός λογικού μέτρου γενικού συμφέροντος, ὅπως τό προκείμενο, καί τῶν εμποδίων στίς συναλλαγές πού δημιουργεί, μεγάλη σημασία στό ἄν τό προϊόν γιά τό όποιο πρόκειται κατεσκευάσθη καί διετέθη στό εμπόριο νομίμως εντός άλλου Κράτους μέλους. Οἱ ἀποφάσεις σας ἐπί τῶν υποθέσεων Béguelin (υπόθεση 22/71, Rec. 1971, σ. 949) καί Dansk Supermarked-Imerco (υπόθεση 58/80, Rec. 1981, σ. 181) επιτρέπουν μάλιστα ἀκόμα σαφέστερη άποψη. Αυτό σημαίνει, γιά τήν περίπτωση πού μᾶς ἀπασχολεί, ὅτι τό δικαίωμα προστασίας έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί) δέν δύναται ποτέ νά καταστήσει ἀδύνατη τήν εισαγωγή ἀπομιμούμενου προϊόντος, ὅταν τό τελευταίο έχει κατασκευασθεί καί διατεθεί στό εμπόριο νομίμως εντός άλλου Κράτους μέλους. Τότε μόνον ὅταν συνθήκες πού διακρίνονται ἀπό τήν καθαυτή εισαγωγή καί, επομένως, ξένες στην περίπτωση ἀπομιμουμένου προϊόντος, πρός τήν σύνθεση καί τήν μορφή τοῦ προϊόντος, ὅπως ἡ διαφήμιση, οἱ προσφορές ἡ ἡ έλλειψη σαφούς ἐνδείξεως τῆς καταγωγής, δημιουργούν κίνδυνο συγχύσεως μέ τό ἀπομιμούμενο προϊόν δύνανται νά προβληθοῦν ἀντιρρήσεις βάσει τοῦ ἐθνικοί) δικαίου τῆς χώρας εισαγωγής σέ περίπτωση τυφλής ἀπομιμή-σεως. Μία τέτοια λύση ευρίσκει έρεισμα στην σκέψη 16 τῆς ἀποφάσεως ἐπί τῆς ῦποθέσεως Dansk Supermarked-Imerco, πού παραπέμπει στην υπόθεση Béguelin, σκέψη 15. Μέ τήν σκέψη αύτη τό Δικαστήριο δέχεται πράγματι ὅτι: «πρέπει πάντως νά υπογραμμισθεί, ὁπως τό Δικαστήριο ἐτό-νισε μέ τήν ἀπόφαση του τῆς 25ης Νοεμβρίου 1971 (Béguelin, ὑπόθ. 22/71, Rec. 1971, σ. 949), ὅτι τό γεγονός καθ' ἑαυτό τῆς εισαγωγής εμπορεύματος, τό όποιο διετέθη νομίμως στό εμπόριο εντός άλλου Κράτους μέλους, δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς ἀντικανονική ἡ ἀνέντιμη εμπορική πράξη, δεδομένου ὅτι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δέν δύναται νά ἀποδοθεί στην διάθεση πρός πώληση παρά μόνο λόγω συνθηκών ἀνεξαρτήτων τῆς εισαγωγῆς, αυτής καθ' ἑαυτής». Ή λογική ἑρμηνεία τῆς σκέψεως αὐτής φρονώ ὅτι σημαίνει ὅτι ὁ εἰσαγωγεύς ἑνός τέτοιου προϊόντος, πού εισήχθη νομίμως, δύναται νά κηρυχθεί υπεύθυνος μόνο ὡς πρός τίς πράξεις του ἐπ᾽ ευκαιρία τῆς δραστηριότητός του ὡς πωλητού ἡ ὡς πρός ὅ,τι παρέλειψε νά πράξει γιά νά ἀποτρέψει τόν κίνδυνο συγχύσεως. Ή περίληψη τῆς προηγούμενης νομολογίας σας, περί τῆς οποίας ἡ σκέψη 10 τῆς ἀποφάσεως σας ἐπί τῆς ὑποθέσεως 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (ὑπόθ. 113/80 μή δημοσιευθείσα ἀκόμα στην συλλογή τῆς νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου), επιτρέπει, κατά την γνώμη μου, τό συμπέρασμα ὅτι εντός τοῦ πλαισίου τοῦ ἄρθρου 30 δέν έχετε ποτέ τήν πρόθεση νά δεχθείτε έμμεσα εμπόδια στην εισαγωγή, ὅπως τά εμπόδια γιά τά όποια πρόκειται στήν παρούσα υπόθεση. Ἄν ένας επίσημος εἰσαγωγεύς τοῦ ἀπομι-μουμένου προϊόντος σέ ένα Κράτος μέλος ἠδύνατο νά εμποδίσει κάθε εισαγωγή των ἀπομιμουμένων προϊόντων πού κατασκευάζονται καί διατίθενται στό εμπόριο νομίμως σέ άλλη κοινοτική χώρα, θά ἠδύνατο επίσης νά γίνει λόγος, ὅπως ήδη παρετήρησα, περί «συγκεκαλυμένου εμποδίου στό ἐμπόριο» ὑπό τήν έννοια τῆς ἀποφάσεώς σας Dassonville.

    Όπως προκύπτει ἀπό πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Bundesgerichtshof (ἀπόφαση τῆς 23ης 'Ιανουαρίου 1981 ἐπί τῆς υποθέσεως «Rollhocker», Monatsschrift für Deutsches Recht 1981, σ. 821), μία ἑρμηνεία ὁπως ἡ ἀπορρέουσα ἀπό τήν προηγουμένη νομολογία σας θέτει σαφές όριο στον κανόνα τοῦ εθνικού δικαίου. Στην προαναφερθείσα ἀπόφαση οἱ κανόνες περί τυφλής ἀπομιμήσεως ἐκηρύχθησαν πράγματι εφαρμοστέοι ρητώς καί χωρίς περιορισμό καί ἐπί τῶν εισαγωγέων. Ἐν τούτοις ένα τέτοιο ὅριο τοῦ κοινοτικού δικαίου στην εφαρμογή των εθνικῶν κανόνων ήδη έγινε δεκτό ἀπό σᾶς σέ ἀναρίθμητες περιπτώσεις, τόσο μέ τήν νομολογία σας βάσει τοῦ ἄρθρου 30 ὅσο καί μέ τήν σχετική μέ τό άρθρο 36 νομολογία σας.

    Τέλος, καί πάντοτε γιά τήν περίπτωση ἀποκλειστικής εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, θά ήθελα επίσης νά ἀσχοληθῶ ἐν συντομία μέ τήν οδηγία τῆς 'Επιτροπής, τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1969, περί καταργήσεως τῶν μέτρων Ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἐπί τῶν εισαγωγῶν (ὁδηγία 70/50/ΕΟΚ JO 1970, L 13/29). Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ δέχομαι ὡς ἀρχήν ὅτι ἡ ἐν λόγω ὁδηγία τῆς 'Επιτροπής δέν μειώνει φυσικά σέ τίποτε τήν ἀπαγόρευση τοῦ ἄρθρου 30, ὅπως τήν ερμηνεύσατε καί ἡ ὁποία τυγχάνει ἀπ᾽ εὐθείας εφαρμογῆς.

    Αυτό εἶναι ιδιαιτέρως σημαντικό ἐν σχέσει μέ τήν κάπως διαφορετική ἀντιμετώπιση τῶν κανονιστικῶν ρυθμίσεων πού εφαρμόζονται ἀδιακρίτως ἐπί τῶν εθνικών καί τῶν εἰσαγομένων προϊόντων. Σύμφωνα μέ τήν ένατη αιτιολογική σκέψη τῆς ὁδηγίας αυτά τά «ἀδιακρίτως ἐφαρμοζόμενα μέτρα» δέν εμπίπτουν κατ' ἀρχήν στην ἀπαγόρευση τοῦ ἄρθρου 30, ἐνῶ κατά τήν νομολογία σας δέν εμπίπτουν στην ἀπαγόρευση αύτη μόνο ὑπό πολυάριθμες προϋποθέσεις, τίς όποιες διευκρινίσατε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τῆς ἀποφάσεως Dassonville. 'Αντιστρόφως, τά μέτρα αυτά υπόκεινται στόν βασικό κανόνα πού ἐθέσατε μέ τήν ἀπόφαση Dassonville. Δεύτερον, πρέπει νά τονισθεί ἐν προοιμίω ὅτι ἡ ἀναφερθείσα ὁδηγία καί οι προγενέστερες ὁδηγίες πού δέν ενδιαφέρουν πάντως τήν παρούσα υπόθεση, καί πού ἐξεδόθησαν σέ ἐκτέλεση τῆς παραγράφου 7 τοῦ ἄρθρου 33 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, δεν παρέχουν τήν ἐγγύηση τῆς πληρότητος έναντι τοῦ συνόλου τῶν προβλημάτων, πού ἀνακύπτουν στην πρακτική. Οἱ αἰτιολογικές σκέψεις τῆς ὁδηγίας 70/32/ΕΟΚ (JO 1970, L 13/1) τό ἀναφέρουν άλλωστε ρητώς. Οἱ κανονιστικές ρυθμίσεις πού ἀποβλέπουν στην προστασία έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ καί συνεπάγονται ἀνωφελές εμπόδιο στό ἐμπόριο, δέν ἀναφέρονται απολύτως στην ἐξεταζόμενη ὁδηγία. Ή δοθείσα, κατά τήν προφορική διαδικασία, ἀπό τήν 'Επιτροπή ἀπάντηση στό ερώτημά σας επιτρέπει τό συμπέρασμα ὅτι αυτό ὀφείλεται στην ἀντίληψη τῆς κατά την ὁποία τό άρθρο 36 δέν έχει εφαρμογή ἐν προκειμένω. Οὐχ ήττον ὅμως τό άρθρο 3 τῆς ὁδηγίας 70/50/ΕΟΚ ἀναφέρει τύπον κανονιστικής ρυθμίσεως, ὁ όποιος εμφανίζει μία κάποια ὁμοιότητα μέ τό πρόβλημα πού μᾶς ἀπασχολεί.

    Τό άρθρο αὐτό ἔχει ως έξῆς:

    «Ή παρούσα ὁδηγία άφορᾶ επίσης τά μέσα πού διέπουν τήν διάθεση στό ἐμπόριο των προϊόντων καί ἀναφέρονται κυρίως στόν τύπο, στίς διαστάσεις, στό βάρος, στήν σύνθεση, στην εμφάνιση, στήν διαπίστωση τῆς ταυτότητος, στην συσκευασία, πού ἐφαρμόζονται δέ ἀδιακρίτως ἐπί τῶν ἐθνικῶν καί τῶν εισαγομένων προϊόντων καί τῶν ὁποίων τά περιοριστικά ἀποτελέσματα ἐπί τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων βαίνουν πέραν τοῦ πλαισίου τῶν ἀποτελεσμάτων μιας εμπορικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

    Αυτό συμβαίνει ἰδίως:

    ὅταν τά περιοριστικά ἀποτελέσματα ἐπί τῆς ἐλευθέρας κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων εἶναι δυσανάλογα σέ σχέση μέ τό ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα,

    ὅταν ὁ ίδιος στόχος δύναται νά επιτευχθεί μέ άλλο μέσο πού παρεμβάλλει ὀλιγότερα ἐμπόδια στίς συναλλαγές.»

    Παρ' ὅλον ὅτι ἡ διάταξη αὐτή άφορα προδήλως τά ἀποκαλούμενα τεχνικά εμπόδια στό εμπόριο καί ὄχι τους κανόνες πού ἀποβλέπουν στην προστασία έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί), δύναται νά διαπιστωθεί ὅτι μία ἀπαγόρευση τυφλής ἀπομιμήσεως ἀναφέρεται καί ἐκείνη, μεταξύ άλλων, στόν τύπο, στίς διατάξεις, στην σύνθεση, στην εμφάνιση καί στην διαπίστωση τῆς ταυτότητος. Όταν, βάσει τῆς ὁμοιότητος αυτής, άλλά λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν διαφορών, εφαρμοσθεί ἡ διάταξη αὐτη στό ὑπό κρίση πρόβλημα, θά πρέπει νά καθορισθεί ιδίως ἄν τό περιοριστικό ἀποτέλεσμα ἐπί τῆς ελευθέρας

    κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων πού συνεπάγεται ἡ ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως είναι δυσανάλογο, σέ μία περίπτωση ὅπως ή προκειμένη, ἐν σχέσει μέ τό επιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα (ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος). Θά πρέπει ἐξ άλλου νά εξετασθεί ἄν ὁ ίδιος στόχος δέν δύναται νά επιτευχθεί μέ άλλο μέσο πού νά παρεμβάλλει ὀλιγότερα εμπόδια στίς συναλλαγές (ἀρχή τῆς ἐπικου-ρικότητος).

    Εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι μία εφαρμογή τῆς ἀπαγορεύσεως ἀπομιμήσεως πού νά καθιστά ἐμμέσως ἀδύνατη τήν εισαγωγή προϊόντων πού έχουν κατασκευασθεί καί διατεθεί στό ἐμπόριο νομίμως σέ άλλα μέρη, εἶναι πράγματι ἀντίθετη τόσο πρός τήν διατυπωθείσα ἀρχή τῆς ἀναλογι-κότητος ὅσο καί πρός τήν διατυπωθείσα ἀρχή τοῦ επικουρικού μέσου. Είναι ἀντίθετη πρός τήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητος διότι ὁ θεμιτός σκοπός τῆς προλήψεως συγχύσεως ὡς πρός τήν καταγωγή καί τήν ταυτότητα τοῦ προϊόντος δέν εἶναι Ικανός νά δικαιολογήσει έναν τέτοιο περιορισμό τῶν εισαγωγών. Είναι ἀντίθετη πρός τήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητος κατά τό ὅτι ὁ κίνδυνος συγχύσεως δύναται νά εξαφανισθεί πλήρως μέ τήν επιβολή μέτρων στόν εισαγωγέα μετά τήν εισαγωγή. Τόσο ἡ μία ὅσο καί ἡ άλλη ὄψη δύνανται νά εκτιμηθούν μέ διαφορετικό τρόπο ὅταν δύναται νά ἀποδειχθεί ὅτι ὁ εἰσαγωγεύς μόνος δέν είναι σέ θέση νά προλάβει τόν κίνδυνο συγχύσεως καί ὅτι εἶναι τεχνικώς καί οικονομικώς δυνατή ἡ ἐκ μέρους τοῦ παραγωγού λήψη μέτρων πού ἀποκλείουν τήν σύγχυση. Ἐν τέλει, ἡ ἀνάλογη εφαρμογή τοῦ άρθρου 3 τῆς ὁδηγίας 70/50/ΕΟΚ δέν ὁδηγεί, κατά τήν γνώμη μου σέ συμπεράσματα ἀπέχοντα ουσιαστικώς ἀπό τά συναγόμενα ἀπό τήν προηγούμενη νομολογία σας ἐπί τοῦ άρθρου 30. Ὅπως ήδη παρετήρησα, ἡ διάταξη στηρίζεται πάντως ἐπί διαφορετικοῦ σημείου εκκινήσεως έναντι τῶν μέτρων πού εφαρμόζονται ἀδιακρίτως ἐπί τῶν εθνικών καί εισαγομένων προϊόντων, ἀπό ἐκεῖνο πού συνάγεται ἀπό τήν νομολογία σας. Δεδομένου ἰδίως ὅτι τό ἀναφερθέν άρθρο 3 άφορᾶ προδήλως ἐμπορικές κανονιστικές ρυθμίσεις ὅλως διάφορες τῶν προκειμένων, δέν θά βασίσω την τελική μου πρόταση, μεταξύ άλλων, ἐπί τῆς ὁδηγίας αυτής.

    Υπέρ τῆς ἀπόψεως κατά την ὁποίαν, ἐν περιπτώσει προβολής τοῦ δικαιώματος προστασίας ἔναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοί) δύναται νά γίνει επίκληση μόνο τοῦ άρθρου 30, συνηγορούν βεβαίως ιδίως οἱ σκέψεις 7 καί 8 τῆς ἀποφάσεως σας, πού δέν ἐδημοσιεύθη ἀκόμη στην συλλογή, ἐπί τῆς υποθέσεως 113/80 ('Επιτροπή κατά Ἰρλανδίας). Πράγματι, μετά τήν ἐκεῖ ἀναφερομένη διαπίστωση ὅτι τό άρθρο 36 είναι στενής ερμηνείας, ἐδέχθητε ὅτι «ἐν ὄψει τοῦ ὅτι ούτε ἡ προστασία τῶν καταναλωτών ούτε ἡ ἐντιμότης τῶν εμπορικῶν συναλλαγών ἀναφέρονται μεταξύ τῶν εξαιρέσεων, οἱ όποιες προβλέπονται στό άρθρο 36, δέν δύναται νά γίνει επίκληση τῶν λόγων αυτών εντός τοῦ πλαισίου τοῦ προαναφερθέντος άρθρου».

    Ὅπως ἤδη ἀνέφερα, ὁ ὁρισμός αυτός τῶν θέσεων τῶν κανόνων περί ἀθεμίτου ανταγωνισμού πού κατά τήν γνώμη μου εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικός γιά τό υποβληθέν στην προκειμένη υπόθεση ερώτημα, δέν ἀποκλείει ἀναγκαστικά, προκειμένου νά δοθεῖ ἀπάντηση στό ερώτημα αυτό, τήν άντληση διδάγματος ιδίως ἀπό τήν σκέψη σας ἐπί τοῦ ἄρθρου 36.

    'Ηδη μέ τήν σκέψη 7 τῆς ἀποφάσεως σας Dassonville ἐπεσημάνατε ὅτι ἡ εφαρμογή τῆς δεύτερης περιόδου τοῦ ἄρθρου 36 έχει επίσης σχέση μέ λογικά μέτρα πού δέχεσθε εντός τοῦ πλαισίου τῆς ἑρμηνείας τοῦ άρθρου 30.

    Στην σκέψη 8 τῆς ἀποφάσεως σας ἐπί τῆς υποθέσεως Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78) ἀναφέρετε ἐξ άλλου μέτρα σχετικά μέ τήν εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών, πού εκτιμᾶτε βάσει τοῦ ἄρθρου 30, ταυτόχρονα μέ μέτρα πού ἀποβλέπουν στην προστασία τῆς δημοσίας υγείας πού έχουν σχέση μέ τό άρθρο 36. Γιά τά δύο πλαίσια διατυπώνετε μέ τήν σκέψη αυτή τόν ἀκόλουθο κανόνα:

    «τά εμπόδια στην ενδοκοινοτική κυκλοφορία πού προκύπτουν ἀπό τίς διαφορές μεταξύ τῶν εθνικών νομοθεσιών ἐν σχέσει μέ τήν διάθεση στό εμπόριο τῶν ἐν λόγω προϊόντων πρέπει νά γίνουν δεκτά κατά τό μέτρο πού οἱ νομοθετικές αυτές διατάξεις δύνανται νά χαρακτηρισθοῦν ὡς ἀναγκαίες γιά τήν ικανοποίηση επιτακτικών ἀναγκών πού ἀναφέρονται, ἰδίως, στην ἀποτελεσματικότητα τῶν φορολογικών έλεγχων, στην προστασία τῆς δημοσίας υγείας, στην εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών καί στην προστασία τῶν καταναλωτών».

    Θά ἠδύνατο νά υποστηριχθεί επίσης ὅτι στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 30 ἀποδίδετε στό γεγονός ἄν ἕνα προϊόν κατεσκευάσθη καί διετέθη στό εμπόριο νομίμως εντός άλλου Κράτους μέλους πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 36.

    Τό συμπέρασμά μου, επομένως, γιά τήν περίπτωση τῆς αποκλειστικής εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 30, εἶναι ὅτι προκειμένου περί τοῦ υποβληθέντος στην παρούσα υπόθεση ερωτήματος, ἡ ἀνάλυση τῆς νομολογίας σας μέσα στό πλαίσιο αυτό δέν πρέπει νά ὁδηγήσει ἀναγκαστικῶς σέ ἀπάντηση διάφορη ἀπό εκείνη πού θά ἐστηρίζετο σέ επιχειρήματα βάσει τῶν άρθρων 30 καί 36 ὁμοῦ, παρ' ὅλον ὅτι ἰδίως οἱ ἀποφάσεις σας ἐπί τῶν υποθέσεων Dansk Supermarked (υπόθεση 58/80) καί 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (υπόθεση 113/80) δύνανται νά δημιουργήσουν κάποια ἀμφιβολία ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ. Στό τελευταίο μέρος τῆς εκθέσεως μου θά διευκρινίσω τό συμπέρασμά του γιά τήν περίπτωση τῆς ἀποκλειστικής εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 30.

    δ)

    Πρίν φθάσω στό τελευταίο τμήμα τῶν προτάσεων μου, ἔχω τήν πρόθεση νά διατυπώσω κατ' ἀρχάς τήν προσωπική μου άποψη ἐπί τῆς εφαρμογής τῶν δύο εξεταζομένων υποθέσεων.

    Φρονώ ὅτι ἰδίως ἡ ήδη ἀναφερθείσα σκέψη 8 τῆς ἀποφάσεως σας ἐπί τῆς υποθέσεως Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78) επιτρέπει τό συμπέρασμα ὅτι ἡ νομολογία σας βάσει τοῦ ἄρθρου 36 δέν εφαρμόζει κριτήρια αισθητώς διάφορα ἀπό τά κριτήρια τῆς νομολογίας σας βάσει τοῦ ἄρθρου 30, ὅταν πρόκειται περί μέτρων τά ὁποια εφαρμόζονται μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπί τῶν εθνικῶν καί τῶν εισαγομένων προϊόντων. Τό μέτρο πού άφορᾶ ἡ προκειμένη περίπτωση ἀνταποκρίνεται στην τελευταία αυτή προϋπόθεση. Καί στίς δύο περιπτώσεις εφαρμόζετε τότε κριτήρια ὁπως ἡ ανάγκη παρεμβολής εμπορικῶν εμποδίων γιά επιτακτικούς λόγους γενικοῦ συμφέροντος μή οικονομικού χαρακτῆρος, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος, ἡ ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητος καί τό ἀπαράδεκτο συγκεκαλυμένων περιορισμών στό εμπόριο μεταξύ κρατών καί αυθαιρέτων διακρίσεων. Ή σημασία τῆς θεμιτής διαθέσεως στό εμπόριο ἑνός προϊόντος εντός άλλου Κράτους μέλους λαμβάνεται ὑπ' ὄψη τόσο στην νομολογία σας βάσει τοῦ ἄρθρου 36, στόν τομέα των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ὅσο καί στην νομολογία σας βάσει τοῦ άρθρου 30, στον τομέα τῆς προστασίας έναντι τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ.

    'Αν οἱ πρόσφατες ἀποφάσεις σας ἐπί των υποθέσεων Dansk Supermarked (ὑπόθεση 58/80) καί 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (υπόθεση 113/80) δέν είχαν ρίψει ἐν τω μεταξύ νέο φῶς ἐπί τοῦ προβλήματος τῆς προκειμένης υποθέσεως, τό συμπέρασμά σας θά ἦταν ὅπως στην ἀπόφαση σας Dassonville ὅτι τό πρόβλημα τῆς εφαρμογής ἡ μή τοῦ άρθρου 36 δέν πρέπει νά επιλυθεί. Δεδομένου, πάντως, ὅτι μέ τήν σκέψη 8 τῆς τελευταίας αυτής ἀποφάσεως σας, ἐδέχθητε ρητώς ὅτι ὁ λόγος πού βασίζεται στην εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών δέν δύναται νά καταταγεί μεταξύ τῶν εξαιρέσεων τοῦ ἄρθρου 36, ἡ λύση αύτη δέν μοῦ φαίνεται πλέον δυνατή. Γιά τόν λόγο αυτόν τάσσομαι τελικώς υπέρ τῆς ἀποκλειστικής εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 30. Πρό τῆς εκδόσεως τῆς ἀποφάσεως σας ἐπί τῆς υποθέσεως Dansk Supermarked (υπόθεση 58/80), ή επιλογή αυτή δέν θά ὁδηγοῦσε, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τήν γνώμη μου, ὅπως ήδη ἀνέφερα, σέ ἀποτέλεσμα ουσιαστικώς διάφορο ἀπό τό ἐπιτυγχανόμενο σέ περίπτωση εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 36. Ὅπως τό ἀνέφερα επίσης, ἡ τελευταία αυτή ἀπόφαση δημιουργεί πάντως μία ἀμφιβολία ὡς πρός τό σημείο αυτό. Μέ τήν σκέψη 15 τῶς ἀποφάσεως αυτής γίνεται βεβαίως δεκτό ὅτι ἡ διάθεση στό εμπόριο εισαγομένων εμπορευμάτων δύναται νά απαγορευθεί ὅταν οἱ συνθήκες ὑπό τίς όποιες πραγματοποιείται ἡ πώληση τους συνιστοῦν παράβαση τῶν εμπορικών εθίμων πού θεωροῦνται κανονικά καί έντιμα στό Κράτος μέλος εισαγωγής. 'Αλλά, περαιτέρω, μέ τήν σκέψη 16 προστίθεται: «πρέπει πάντως νά τονισθεί, ὅπως τό Δικαστήριο τό επεσήμανε σέ άλλη περίπτωση μέ τήν ἀπόφαση του τῆς 25ης Νοεμβρίου 1981 (Beguelin, υπόθεση 22/71, Rec. 1971, σ. 949), ὅτι τό γεγονός αυτό καθαυτό τῆς εισαγωγής εμπορεύματος, πού έχει νομίμως διατεθεί στό εμπόριο ενός άλλου Κράτους μέλους, δέν δύναται νά θεωρηθεί ὡς ἀντικανονική ἡ ἀνέντιμη εμπορική πράξη, ὁ δέ χαρακτηρισμός αυτός δέν δύναται νά ἀποδοθεί στην διάθεση πρός πώληση παρά μόνο λόγω συνθηκών ἀνεξαρτήτων τῆς εισαγωγής αυτής καθ' εαυτής». Στό διατακτικό τῆς ἀποφάσεως ή διατύπωση αυτή επαναλαμβάνεται στό σημείο 2 μέ κάπως διαφορετικούς ὅρούς. Τό ἀποφασιστικό στοιχείο τῆς διατυπώσεως αυτής γιά τήν προκειμένη υπόθεση είναι ἄν μία ἀπαγόρευση ἀπομιμήσεως πού ισχύει επίσης, ακόμα καί ἄν κατ' ἀρχήν ὄχι ἀποκλειστικώς, ἐπί εισαγομένων εμπορευμάτων, άφορᾶ περιστάσεις, ἐν προκειμένω τήν ἀπομίμηση, ἀνεξάρτητες τῆς εισαγωγής αυτής καθ᾽ εαυτής. 'Αν ληφθεί ὑπ' ὄψη ή προηγουμένη νομολογία σας καί οἱ ειδικές περιστάσεις περί τῶν ὁποίων επρόκειτο στην υπόθεση Dansk Supermarked, έχω τήν γνώμη ὅτι δέν ἀποκλείεται τελικώς ἡ καταφατική ἀπάντηση στό ερώτημα αυτό. Στην άφθονη νομολογία σας ἐπί τοῦ θέματος ουδέποτε πράγματι ἀπεκλείσατε κατ' ἀρχήν τήν δυνατότητα ὁρισμένες διατάξεις γενικοῦ συμφέροντος, ὅπως οἱ ἀναφερόμενες στην σκέψη 8 τῆς ἀποφάσεώς σας ἐπί τῆς υποθέσεως Cassis de Dijon, νά συνεπάγονται ἔμμεσα εμπόδια στίς συναλλαγές. Τέτοια ὅμως εμπόδια στό εμπόριο πρέπει τότε νά εξετάζονται βάσει τῶν αυστηρών κριτηρίων πού μόλις ἀνέφερα στό τμῆμα αυτό τῆς εκθέσεώς μου.

    ΙV — Περίληψη καί συμπέρασμα

    α)

    'Αν ἡ ἀπάντηση στό ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη στηριχθεί, σύμφωνα μέ τήν ὑπόθεση τοῦ παραπέμποντος δικαστοῦ, τόσο ἐπί τοῦ ἄρθρου 30 ὅσο καί ἐπί τοῦ άρθρου 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἡ εξέτασή μου ὁδηγεί στην ἀκόλουθη ἀπάντηση:

    «Ὑπό συνθήκες ὅπως οἱ ἀναφερόμενες ἀπό τό Gerechtshof Χάγης στά σημεία α μέχρι ε συμπεριλαμβανομένου, τά άρθρα 30 καί 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ερμηνευθοῦν ὑπό τήν έννοια ὅτι μία δικαστική ἀπαγορευτική ἀπόφαση ὅπως ή ἀναφερομένη στό ἐρώτημα δύναται, παρά τήν φύση τῆς ὡς μέτρου ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πρός ποσοτικό περιορισμό ἐπί τῶν εισαγωγῶν κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 30, νά δικαιολογηθεί βάσει τοῦ ἄρθρου 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ὑπό τόν ὅρο νά ληφθεί ὑπ' ὄψη, κατά τήν εξέταση τῆς δυνατότητος εναλλακτικῆς κατασκευής, ἐκτος τῆς τεχνικής ἀπόψεως, επίσης ὅ,τι δύναται λογικῶς νά ἀπαιτηθεί ἀπό οικονομικῆς ἀπόψεως ἀπό ἕναν παραγωγό, ὁ όποιος κατε-σκεύασε καί διέθεσε νομίμως στό εμπόριο τό ένδικο προϊόν εντός άλλου Κράτους μέλους. Όταν τά συστατικά στοιχεία τοῦ ενδίκου προϊόντος διατίθενται κεχωρισμένως στό εμπόριο πρέπει νά ἀποτελέσουν τό ἀντικείμενο χωριστής εξετάσεως σέ σχέση μέ τά προαναφερθέντα κριτήρια. Τά συστατικά ἰδίως στοιχεία πού προορίζονται σέ προϊόντα κτηθέντα νομίμως εντός άλλων κρατών τῆς Κοινότητος, δέν δύνανται νά υπαχθούν σέ προϋποθέσεις τέτοιες ώστε ἡ διάθεση τους στό εμπόριο νά καθίσταται πρακτικώς ἀδύνατη.»

    β)

    'Αν ἡ ἀπάντηση στό ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη στηριχθεί, γιά τους λόγους πού μόλις επεσήμανα, ἀποκλειστικώς στό άρθρο 30 ἐπιβάλλεται, ἀντιθέτως, βάσει τῆς προαναφερθείσης νομολογίας σας ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση:

    «Ὑπό περιστάσεις ὅπως οἱ ἀναφερόμενες στό ερώτημα τοῦ Gerechtshof Χάγης στά σημεία α μέχρι ε συμπεριλαμβανομένου, τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ πρέπει, στό σημερινό στάδιο τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι τό άρθρο αυτό εμποδίζει μία ἀπαγορευτική δικαστική ἀπόφαση ὅπως ή ἀναφερομένη στό ερώτημα ὅταν τό ένδικο προϊόν εισάγεται ἀπό άλλο Κράτος μέλος ὅπού κατεσκευάσθη καί διετέθη στό ἐμπόριο νομίμως. Ή ἀπαγόρευση πάντως αύτη δέν ισχύει, ὅταν οἱ διαπιστωθέντες λόγοι τοῦ κινδύνου συγχύσεως, πρέπει νά αποδοθούν ἀποκλειστικώς στην συμπεριφορά τοῦ εθνικοῦ ἐμπόρου γιά τόν όποιο πρόκειται ἡ στήν μη λήψη ἐκ μέρους του μέτρων, καί ὅταν δύνανται νά ἀποκλεισθοῦν ἀπό αυτόν χωρίς την συνεργασία τοῦ παραγωγοῦ.»

    Τό διαφορετικό ἀποτέλεσμα τῶν δύο εξεταζομένων υποθέσεων δέν μέ ικανοποιεί πάντως ἀπόλυτα. Δέν θεωρῶ, ἰδίως, ἀρκούντως ικανοποιητικό τό γεγονός ὅτι στην δευτέρα υπόθεση δέν λαμβάνεται ὑπ᾽ ὄψη τό δίδαγμα ἀπό την εξέταση των ὁμοιοτήτων καί τῶν διαφορῶν πού υφίστανται μεταξύ, ἀφ᾽ ἑνός, τῶν κανόνων πού ἀφορούν τήν ἀπομίμηση καί ἀφ᾽ έτερου, τῶν κανόνων περί διπλώματος ευρεσιτεχνίας καί ἐμπορικοῦ σήματος καί τῆς νομολογίας σας ἐπί τοῦ θέματος. Παρ' ὅλον ὅτι εντάσσονται στίς διατάξεις περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ, οἱ κανόνες πού ἀφοροῦν τήν ἀπομίμηση εμφανίζουν, παρά τίς ἐπισημανθεῖσες διαφορές καί ὁρισμένες άλλες ἀκόμα, τόσες ὁμοιότητες ιδίως μέ τό δίκαιο περί εμπορικῶν σημάτων ώστε δύναται, ἐν προκειμένω, νά υποστηριχθεί άποψη ολιγότερη αυστηρή ἀπό εκείνη πού συνάγεται ἰδίως ἀπό τήν ἀπόφαση ἐπί της υποθέσεως Dansk Supermarked. Πρόκειται πράγματι ἐδῶ, σύμφωνα μέ τήν ἀνάλυση μου, περί κανόνων στόν τομέα τοῦ ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ πού τοποθετείται πλησίον τοῦ ὁρίου μέ τό δίκαιο περί τῶν εμπορικών σημάτων. Θά ἠδύνατο επομένως νά γίνει συγκερασμός τῶν δύο υποθέσεων μέ τήν προσθήκη στην προτεινομένη ἀπάντηση γιά τήν υπόθεση πού επέλεξα τελικώς τῆς ἀποκλειστικής εφαρμογῆς τοῦ άρθρου 30 ἡ ἀκόλουθη περικοπή: «Ή ἀπαγόρευση δέν ισχύει επίσης ὅταν δύναται λογικώς καί λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψη ὄχι μόνο τίς τεχνικές δυνατότητες άλλά επίσης καί τίς οικονομικές δυνατότητες πού συνδέονται μέ τό πρόγραμμα παραγωγῆς τοῦ ἀλλοδαποῦ παραγωγοῦ, νά ἀπαιτηθεί ἀπό τόν παραγωγό αυτό μία άλλη κατασκευή. Όταν τά συστατικά στοιχεία τοῦ ἐνδίκου προϊόντος διατίθενται στό εμπόριο κεχω-ρισμένως, πρέπει νά ἀποτελέσουν τό ἀντικείμενο χωριστῆς εξετάσεως σέ σχέση μέ τά προαναφερθέντα κριτήρια. Τά συστατικά ἰδίως στοιχεία πού προορίζονται γιά προϊόντα κτηθέντα νομίμως εντός άλλου κράτους τῆς Κοινότητος δέν δύνανται νά ὑπαχθοῦν σέ τέτοιες προϋποθέσεις ώστε ή διάθεση τους στό εμπόριο νά καθίσταται πρακτικώς ἀδύνατη.»

    Παρετήρησα ήδη ὅτι ἡ ἀπόφαση Dansk Supermarked επιτρέπει ἀμφιβολίες ὡς προς τό ἄν ἡ τελευταία αύτη περικοπή συμβιβάζεται μέ τήν ἀπόφαση αύτη. Ἐπεσήμανα πάντως επίσης γιά ποίους λόγους, ὑπό τό φῶς τῆς προηγουμένης νομολογίας σας, δύναται ἐν τούτοις νά συναχθεί τελικώς τό συμπέρασμα ὅτι ἡ περικοπή αυτή δύναται νά γίνει ἀποδεκτή. Ή περικοπή αύτη νομίζω ὅτι δύναται ἰδίως νά υποστεί μέ επιτυχία τόν έλεγχο σέ σχέση μέ τήν ἀρχή της ἀναλογικότητος, τήν οποία ἐφηρμόσατε συχνά στην νομολογία σας στον τομέα κανονιστικών ρυθμίσεων γενικοῦ συμφέροντος πού εκρίθησαν κατ' ἀρχήν εύλογες καθώς καί σέ σχέση μέ τήν ἀρχή τῆς ἐπι-κουρικότητος, τήν ὁποία επίσης ἐφηρμόσατε στόν τομέα αυτόν. Τέλος, θεωρώ επίσης ὅτι συμβιβάζεται μέ τήν δεύτερη περίοδο τοῦ ἄρθρου 36, τήν ὁποία εφαρμόζετε ωσαύτως, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση σας Dassonville, στό πλαίσιο τοῦ άρθρου 30.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὀλλανδικά.

    Top