Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0188

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1982.
    Γαλλική Δημοκρατία, Ιταλική Δημοκρατία και Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Δημόσιες επιχειρήσεις - Διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων με το κράτος.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 188 έως 190/80.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -02545

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:257

    61980J0188

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 6ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1982. - ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ - ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 188 ΕΩΣ 190/80.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 02545
    Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00723
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00457
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00479


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 . Επιτροπή — Νομοθετική αρμοδιότης — Αρμοδιότης πού παρέχεται από διάταξη τής συνθήκης — Όρια — Κριτήρια — Έλλειψη γενικής αρχής — Ερμηνεία τής εν λόγω διατάξεως

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 4 , 145 , 155 καί 189 )

    2.Ανταγωνισμός — Δημόσιες επιχειρήσεις — Διαφάνεια τών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τών Κρατών μελών καί τών δημοσίων επιχειρήσεων — Εξουσία λήψεως πληροφοριών τής Επιτροπής — Έκταση — Εθνικές πληροφορίες πού έχουν δημοσιευθεί — Δυνατότης τής Επιτροπής νά ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες — Καθορισμός κοινών κριτηρίων γιά ολα τά Κράτη μέλη

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 90 παράγραφος 3· οδηγία τής Επιτροπής 80/723 )

    3.Ανταγωνισμός — Δημόσιες επιχειρήσεις — Ιδιωτικές επιχειρήσεις — Διαφάνεια τών οικονομικών σχέσεων μεταξύ Κρατών μελών καί δημοσίων επιχειρήσεων — Διαφορά , ως πρός τήν μεταχείριση , εν σχέσει πρός τίς ιδιωτικές επιχειρήσεις — Μή παρόμοιες συνθήκες — Έλλειψη διακρίσεως

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 90 παράγραφος 3· οδηγία τής Επιτροπής 80/723 )

    4.Ανταγωνισμός — Δημόσιες επιχειρήσεις — Διαφάνεια τών οικονομικών σχέσεων μεταξύ Κρατών μελών καί δημοσίων επιχειρήσεων — Καθορισμός τών οικονομικών σχέσεων περί τών οποίων πρόκειται — Κριτήρια — Οικονομική συμμετοχή τού δημοσίου — Θέση τού δημοσίου στή διαχείριση τής επιχειρήσεως

    ( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 90· οδηγία τής Επιτροπής 80/723 άρθρο 2 )

    Περίληψη


    1 . Δέν ευρίσκει έρεισμα στίς θεσμικές διατάξεις τής συνθήκης η άποψη , οτι δυνάμει αυτών τών ιδίων τών αρχών πού διέπουν τήν κατανομή τών εξουσιών καί τών ευθυνών μεταξύ τών κοινοτικών οργάνων , τό Συμβούλιο διαθέτει τό σύνολο τής πρωτογενούς νομοθετήκής εξουσίας ενώ η Επιτροπή διαθέτει μόνον εξουσίες εποπτείας καί εκτελέσεως . Αυτό συνεπάγεται οτι οι περιορισμοί τής αρμοδιότητος πού έχει παρασχεθεί στήν Επιτροπή από μιά ειδική διάταξη τής συνθήκης , δέν δύνανται νά συναχθούν από μιά γενική αρχή αλλά τήν ερμηνεία τού γράμματος αυτής τής ιδίας τής διατάξεως , η οποία πρέπει νά αναλυθεί υπό τό φώς τού σκοπού καί τής θέσεώς της εντός τού συστήματος τής συνθήκης .

    2 . Λαμβανομένων υπ’ όψη τών ποικίλων μορφών τών δημοσίων επιχειρήσεων στά διάφορα Κράτη μέλη καί τών πλεγμάτων τών δραστηριοτήτων τους , ειναι αναπόφευκτο οι οικονομικές τους σχέσεις μέ τό δημόσιο νά ειναι καί αυτές ποικίλες , συχνά πολύπλοκες καί , συνεπώς , δύσκολο νά ελεγχθούν , ακόμη καί μέ τήν βοήθεια δημοσιευμένων πηγών πληροφοριών . Υπ’ αυτές τίς συνθήκες , δέν ειναι δυνατόν νά μή αναγνωρισθεί στήν Επιτροπή η ανάγκη νά προσπαθήσει νά λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες γιά τίς σχέσεις αυτές , θέτοντας κοινά κριτήρια γιά ολα τά Κράτη μέλη καί γιά ολες τίς εν λόγω επιχειρήσεις .

    3 . Η αρχή τής ισότητος , οσον αφορά τίς σχέσεις γενικώς , μεταξύ τού δημοσίου καί τών ιδιωτικών επιχειρήσεων , προϋποθέτει οτι οι δύο κατηγορίες τελούν υπό ομοιες συνθήκες . Οι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου , ομως , καθορίζουν , εντός τών ορίων τής σχετικής νομοθεσίας , τήν βιομηχανική καί εμπορική στρατηγική τους , βάσει , ιδίως τών απαιτήσεων τής αποδοτικότητος . Οι αποφάσεις τών δημοσίων επιχειρήσεων , αντιθέτως , ειναι δυνατόν κατά τήν επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος , νά υφίστανται τήν επίδραση ποικίλων παραγόντων , εκ μέρους τού δημοσίου πού δύναται νά επηρεάζει τίς αποφάσεις αυτές . Οι οικονομικές καί δημοσιονομικές συνέπειες μιάς τέτοιας επιδράσεως οδηγούν στήν δημιουργία οικονομικών σχέσεων ιδιαιτέρας φύσεως μεταξύ τών επιχειρήσεων αυτών καί τού δημοσίου , διαφορετικών από τίς σχέσεις μεταξύ τού δημοσίου καί τών ιδιωτικών επιχειρήσεων . Καθώς η οδηγία 80/723 αφορά ακριβώς αυτές τίς ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις , ο λόγος ο οποίος στηρίζεται στήν υπαρξη διακρίσεως εις βάρος τών δημοσίων επιχειρήσεων εν σχέσει πρός τίς ιδιωτικές , δέν δύναται νά γίνει δεκτός .

    4 . Ο λόγος γιά τόν οποίο ετέθησαν στήν συνθήκη οι διατάξεις τού άρθρου 90 ειναι η επιρροή πού δύναται νά ασκήσει τό δημόσιο στίς αποφάσεις τών δημοσίων επιχειρήσεων πού αφορούν εμπορική δραστηριότητα . Η επιρροή αυτή ειναι δυνατόν νά ασκηθεί είτε μέσω οικονομικής συμμετοχής είτε μέσω κανόνων πού διέπουν τήν διαχείριση τής επιχειρήσεως . Επιλέγοντας τά ίδια αυτά κριτήρια γιά τόν καθορισμό τών οικονομικών σχέσεων , γιά τίς οποίες πρέπει νά ειναι σέ θέση νά λαμβάνει πληροφορίες , προκειμένου νά εκπληρώσει τό καθήκον εποπτείας πού τής επιβάλλεται δυνάμει τού άρθρου 90 , παράγραφος 3 , η Επιτροπή παρέμεινε εντός τών ορίων τής εξουσίας εκτιμήσεως πού τής παρέχει η διάταξη αυτή .

    Διάδικοι


    Στίς συνεκδικαζόμενες υποθέσεις

    188/80

    ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , εκπροσωπουμένη από τόν G . Guillaume , μέ αναπληρωτή του τόν P . Moreau Defarges , μέ τόπο επιδόσεων τήν γαλλική πρεσβεία στό Λουξεμβούργο ,

    προσφεύγουσα ,

    κατά

    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν νομικό της σύμβουλο , B . van der Esch , επικουρούμενο από τόν G . Marenco , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν νομικό της σύμβουλο O . Montalto , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

    καθ’ ης ,

    καί τών υπέρ αυτής παρεμβαινόντων

    ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ , εκπροσωπουμένου από τόν A . Bos ,

    καί

    ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ , εκπροσωπουμένης από τόν M . Seidel , Ministerialrat στό ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομικών , καί από τόν A . Deringer , δικηγόρο παρά τώ Oberlandesgericht τής Κολωνίας ,

    189/80

    ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , εκπροσωπουμένη από τόν A . Squillante , προϊστάμενο τής υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών , συνθηκών καί νομοθετικών υποθέσεων , επικουρούμενο από τόν I . M . Braguglia , Avvocato dello Stato , μέ τόπο επιδόσεων τήν ιταλική πρεσβεία στό Λουξεμβούργο ,

    προσφεύγουσα ,

    καί η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα

    ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , εκπροσωπουμένη από τόν G . Guillaume , επικουρούμενο από τόν A . Carnelutti , αναπληρωτή του ,

    κατά

    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν νομικό της σύμβουλο B . van der Esch , επικουρούμενο από τόν S . Fabro , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν νομικό της σύμβουλο O . Montalto , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

    καθ’ ης ,

    καί τών προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαινόντων

    ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ

    καί

    ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ,

    190/80

    ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ , εκπροσωπούμενο από τόν W . H . Godwin , Treasury Solicitor , μέ τόπο επιδόσεων τήν βρετανική πρεσβεία στό Λουξεμβούργο ,

    προσφεύγουσα ,

    καί η προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα

    ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , εκπροσωπουμένη από τόν G . Guillaume , επικουρούμενο από τόν A . Carnelutti , αναπληρωτή του ,

    κατά

    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν νομικό της σύμβουλο B . van der Esch , επικουρούμενο από τόν P . J . Kuyper , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν νομικό της σύμβουλο M . Cervino , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

    καθ’ ης ,

    καί τών προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαινόντων

    ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ

    καί

    ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    πού έχουν ως αντικείμενο τήν ακύρωση , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 173 τής συνθήκης ΕΟΚ , τής οδηγίας 80/723/ΕΟΚ τής Επιτροπής , τής 25ης Ιουνίου 1980 , περί τής διαφανείας τών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τών Κρατών μελών καί τών δημοσίων επιχειρήσεων ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001 , σ . 205 ),

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Μέ δικόγραφο πού κατέθεσαν στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου αντιστοίχως στίς 16 , 18 καί 19 Σεπτεμβρίου 1980 η Γαλλική Δημοκρατία , η Ιταλική Δημοκρατία καί τό Ηνωμένο Βασίλειο ήσκησαν , δυνάμει τού άρθρου 173 , πρώτη παράγραφος τής συνθήκης ΕΟΚ , τρείς προσφυγές ακυρώσεως τής οδηγίας 80/723 τής Επιτροπής , τής 25ης Ιουνίου 1980 , περί τής διαφανείας τών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τών Κρατών μελών καί τών δημοσίων επιχειρήσεων ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001 , σ . 205 ). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας καί τό Βασίλειο τών Κάτω Χωρών παρενέβησαν στίς δίκες αυτές πρός υποστήριξη τών αιτημάτων τής Επιτροπής .

    2 Η οδηγία , η οποία εξεδόθη βάσει τού άρθρου 90 , παράγραφος 3 , τής συνθήκης , υποχρεώνει τά Κράτη μέλη νά διατηρούν διαθέσιμα , επί πέντε έτη , τά στοιχεία πού αφορούν τήν διάθεση δημοσίων πόρων εκ μέρους τού δημοσίου σέ δημόσιες επιχειρήσεις , καθώς καί τά στοιχεία πού αφορούν τήν πραγματική χρησιμοποίηση τών πόρων αυτών από τίς εν λόγω επιχειρήσεις . Από τίς αιτιολογικές σκέψεις τής οδηγίας συνάγεται οτι κύριος στόχος της ειναι νά προωθήσει τήν αποτελεσματική εφαρμογή στίς δημόσιες επιχειρήσεις τών άρθρων 92 καί 93 τής συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων . Περαιτέρω , στίς αιτιολογικές αυτές σκέψεις τονίζεται η αρχή τής ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημοσίων καί ιδιωτικών επιχειρήσεων , καθώς καί η ανάγκη διαφανείας τών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τών δημοσίων επιχειρήσεων καί τών κρατών , λόγω τού πολυπλόκου χαρακτήρος τών σχέσεων αυτών .

    3 Οι λόγοι πού προέβαλαν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις , άν καί διαφέρουν ως πρός ορισμένα σημεία , δύνανται , ουσιαστικώς , νά συνοψισθούν ως εξής :

    — αναρμοδιότης τής Επιτροπής·

    — έλλειψη αναγκαιότητος καί παραβίαση τής αρχής τής αναλογικότητος·

    — διάκριση σέ βάρος τών δημοσίων επιχειρήσεων·

    — παράβαση τών άρθρων 90 , 92 καί 93 , κατά τό οτι η οδηγία ορίζει τίς έννοιες τής δημοσίας επιχειρήσεως καί τής κρατικής ενισχύσεως·

    — παράβαση τών κανόνων πού καθορίζουν τό πεδίο εφαρμογής τών συνθηκών ΕΟΚ , ΕΚΑΧ καί ΕΚΑΕ·

    — ελλιπής αιτιολογία καί παραβίαση τής αρχής τής ισότητος ως πρός τίς εξαιρέσεις πού προβλέπει η οδηγία .

    Επί τού πρώτου λόγου ( αναρμοδιότης τής Επιτροπής )

    4 Κατά τήν κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου , η Επιτροπή εκδίδοντας τήν επίμαχη οδηγία παρεβίασε αυτές τίς ίδιες τίς αρχές πού διέπουν τήν κατανομή τών εξουσιών καί τών ευθυνών μεταξύ τών κοινοτικών οργάνων . Από τίς θεσμικές διατάξεις τής συνθήκης συνάγεται οτι τό Συμβούλιο διαθέτει τό σύνολο τής πρωτογενούς νομοθετικής εξουσίας , ενώ η Επιτροπή διαθέτει μόνον εξουσίες εποπτείας καί εκτελέσεως . Αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων επιβεβαιώνεται από τούς ειδικούς περί εξουσιοδοτήσεως κανόνες τής συνθήκης πού σχεδόν ολοι επιφυλάσσουν στό Συμβούλιο τήν έκδοση κανονισμών καί οδηγιών . Όσον αφορά ιδίως τούς κανόνες περί ανταγωνισμού , απαντά η ίδια κατανομή αρμοδιοτήτων . Οι ίδιες διατάξεις αναθέτουν στήν Επιτροπή καθήκοντα εποπτείας , ενώ αυτή δέν δύναται νά νομοθετεί παρά μόνον εντός τών ορίων ειδικής καί ρητής εξουσιοδοτήσεως , περιεχομένης σέ πράξη τού Συμβουλίου .

    5 Πάντοτε κατά τήν κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου , οι διατάξεις τής συνθήκης , οι οποίες παρέχουν , εξαιρετικώς , στήν Επιτροπή τήν αρμοδιότητα νά εκδίδει οδηγίες , πρέπει νά ερμηνεύονται υπό τό φώς τών προηγουμένων συλλογισμών . Δέν πρόκειται γιά οδηγίες ιδίας φύσεως μέ τίς οδηγίες πού εκδίδει τό Συμβούλιο . Ενώ οι οδηγίες τού Συμβουλίου δύνανται νά περιέχουν γενικές διατάξεις , κανονιστικού χαρακτήρος , πού ενδεχομένως επιβάλλουν νέες υποχρεώσεις στά Κράτη μέλη , σκοπός τών οδηγιών τής Επιτροπής ειναι η αντιμετώπιση μιάς ειδικής καταστάσεως σέ ενα ή περισσότερα κράτη . Στήν περίπτωση τού άρθρου 90 , παράγραφος 3 , αυτός ο περιορισμένος σκοπός συνάγεται από τήν ίδια τήν διατύπωση τής διατάξεως , βάσει τής οποίας η Επιτροπή «απευθύνει» τίς κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις στά Κράτη μέλη .

    6 Η άποψη ομως αυτή δέν ευρίσκει έρεισμα στίς περί οργάνων θεσμικές διατάξεις τής συνθήκης . Βάσει τού άρθρου 4 , η Επιτροπή συμμετέχει στήν πραγματοποίηση τού έργου τής Κοινότητος , οπως ακριβώς καί τά άλλα όργανα , κάθε ενα από τά οποία ενεργεί εντός τών ορίων τών εξουσιών πού τού παρέχονται από τήν συνθήκη . Τό άρθρο 155 προβλέπει , μέ διατύπωση σχεδόν ταυτόσημη μέ εκείνη τού άρθρου 145 , τό οποίο περιγράφει τήν αυτή λειτουργία τού Συμβουλίου , οτι η Επιτροπή έχει ίδια εξουσία λήψεως αποφάσεων υπό τούς ορους πού προβλέπει η συνθήκη . Επί πλέον , οι διατάξεις τού κεφαλαίου πού ρυθμίζει , γενικώς , τά αποτελέσματα καί τό περιεχόμενο τών πράξεων πού εκδίδουν τά όργανα , καί ιδίως , οι διατάξεις τού άρθρου 189 δέν κάνουν τήν διάκριση , στήν οποία προβαίνει η κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου , μεταξύ τών οδηγιών γενικής εφαρμογής καί τών λοιπών , πού προβλέπουν μόνον ειδικά μέτρα . Σύμφωνα μέ τήν πρώτη παράγραφο τού άρθρου αυτού , η Επιτροπή έχει , οπως καί τό Συμβούλιο , αρμοδιότητα νά εκδίδει οδηγίες , υπό τούς ορους πού προβλέπει η συνθήκη . Αυτό συνεπάγεται οτι οι περιορισμοί τής αρμοδιότητος , πού έχει παρασχεθεί στήν Επιτροπή από μιά ειδική διάταξη τής συνθήκης , δέν δύνανται νά συναχθούν από μιά γενική αρχή , αλλά από τήν ερμηνεία αυτής τής ίδιας τής διατυπώσεως τής εν λόγω διατάξεως , στήν προκειμένη περίπτωση τού άρθρου 90 , η οποία πρέπει νά αναλυθεί υπό τό φώς τού σκοπού καί τής θέσεώς της εντός τού συστήματος τής συνθήκης .

    7 Σχετικώς , δέν πρέπει νά συναχθούν συμπεράσματα από τό γεγονός οτι η πλειονότης τών λοιπών ειδικών διατάξεων τής συνθήκης , οι οποίες προβλέπουν αρμοδιότητα θεσπίσεως πράξεων γενικού χαρακτήρος , παρέχουν τήν αρμοδιότητα αυτή στό Συμβούλιο , τό οποίο αποφασίζει κατόπιν προτάσεως τής Επιτροπής . Δέν δύναται επίσης νά γίνει διάκριση μεταξύ τών διατάξεων πού προβλέπουν τήν θέσπιση οδηγιών , αναλόγως τού άν χρησιμοποιούν τόν ορο «εκδίδει» ή «απευθύνει» . Κατά τό άρθρο 189 , οι οδηγίες , οπως καί οι αποφάσεις , τόσο τού Συμβουλίου , οσο καί τής Επιτροπής , απευθύνονται σέ αποδέκτες , οι οποίοι , οσον αφορά τίς οδηγίες , ειναι αναγκαίως Κράτη μέλη . Στήν περίπτωση , επομένως , μιάς διατάξεως πού προβλέπει συγχρόνως τήν θέσπιση οδηγιών καί αποφάσεων πού απευθύνονται στά Κράτη μέλη , η λέξη «απευθύνει» ειναι απλώς η πιό κατάλληλη κοινή έκφραση .

    8 Γιά νά στηρίξουν τόν εκ τής αναρμοδιότητος λόγο , οι τρείς προσφεύγουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται οτι οι κανόνες πού περιέχονται στήν επίμαχη οδηγία θά ηδύναντο νά έχουν εκδοθεί από τό Συμβούλιο . Επειδή σκοπός τής οδηγίας ειναι νά δύναται η Επιτροπή νά ελέγχει τήν τήρηση τής υποχρεώσεως τών Κρατών μελών , νά τής ανακοινώνουν , σύμφωνα μέ τό άρθρο 93 , παράγραφος 3 κάθε χορήγηση ή τροποποίηση κρατικής ενισχύσεως , επειδή δέ τό άρθρο 94 παρέχει στό Συμβούλιο αρμοδιότητα νά καθορίσει ιδίως τίς προϋποθέσεις εφαρμογής τής εν λόγω παραγράφου , οι εν λόγω διατάξεις εμπίπτουν στήν αρμοδιότητα τού οργάνου αυτού δυνάμει τού αναφερθέντος άρθρου . Εν πάση περιπτώσει , τέτοιοι κανόνες υπάγονται στήν αρμοδιότητα τού Συμβουλίου δυνάμει τού άρθρου 213 ή , επικουρικώς , τού άρθρου 235 . Όταν πρόκειται , επομένως γιά ενα τομέα , γιά τόν οποίο αρμόδιο ειναι τό Συμβούλιο , δέν ειναι δυνατόν κατά τίς προσφεύγουσες κυβερνήσεις νά γίνει δεκτή συντρέχουσα αρμοδιότης τής Επιτροπής δυνάμει άλλων διατάξεων τής συνθήκης .

    9 Η Επιτροπή , υπέρ τής οποίας παρενέβη η κυβέρνηση τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , επιμένει στό γεγονός οτι η οδηγία προβλέπει μέτρα πού προηγούνται τής διαδικασίας τού άρθρου 93 καί οτι , γιά τόν λόγο αυτό , δέν ειναι δυνατόν νά εφαρμοσθεί τό άρθρο 94 . Ισχυρίζεται επίσης οτι τό άρθρο 213 δέν αφορά πληροφορίες , οι οποίες ευρίσκονται στήν διάθεση τών Κρατών μελών καί τίς οποίες πρέπει νά παρέχουν στήν Επιτροπή κατόπιν αιτήσεώς της , δυνάμει τής γενικής τους υποχρεώσεως πρός συνεργασία , πού προβλέπεται στό άρθρο 5 . Ούτε τό άρθρο 235 εφαρμόζεται , διότι προϋποθέτει οτι δέν υπάρχει άλλος τρόπος ενεργείας . Η ολλανδική κυβέρνηση τονίζει κυρίως τόν ιδιαίτερο χαρακτήρα καί τήν αυτόνομη σημασία τού άρθρου 90 .

    10 Τά επιχειρήματα πού οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις αντλούν από τά άρθρα 213 καί 235 , δέν ευσταθούν . Πράγματι , τό άρθρο 213 , τό οποίο περιέχεται στό κεφάλαιο τών γενικών καί τελικών διατάξεων τής συνθήκης δέν αποτελεί εμπόδιο στίς εξουσίες πού παρέχονται στήν Επιτροπή από ειδικές διατάξεις τής συνθήκης . Γιά τόν λόγο πού ανεφέρθη από τήν Επιτροπή , τό άρθρο 235 δέν έχει εφαρμογή στήν προκειμένη περίπτωση .

    11 Αντιθέτως , γιά νά εκτιμηθεί τό επιχείρημα πού βασίζεται στό άρθρο 94 , πρέπει νά γίνει αντιπαραβολή τών διατάξεων τού άρθρου αυτού πρός τίς διατάξεις τού άρθρου 90 , αφού ληφθούν υπ’όψη τό αντικείμενο καί ο σκοπός τών δύο αυτών άρθρων .

    12 Σχετικώς , διαπιστώνεται οτι οι δύο αυτές διατάξεις έχουν διαφορετικό αντικείμενο . Τό άρθρο 94 αποτελεί μέρος ενός συνόλου διατάξεων , οι οποίες ρυθμίζουν τόν τομέα τών κρατικών ενισχύσεων , οποιες καί άν ειναι οι μορφές τών ενισχύσεων καί οι αποδέκτες αυτών . Αντιθέτως , τό άρθρο 90 δέν αφορά , παρά μόνον τίς επιχειρήσεις , γιά τήν συμπεριφορά τών οποίων τά κράτη οφείλουν νά αναλάβουν ιδιαίτερη ευθύνη , λόγω τής επιρροής πού δύνανται νά ασκούν ως πρός τήν συμπεριφορά αυτή . Τό άρθρο αυτό τονίζει οτι οι εν λόγω επιχειρήσεις , μέ τήν επιφύλαξη τών διευκρινίσεων πού δίδονται μέ τήν παράγραφο 2 , υπόκεινται στό σύνολο τών κανόνων τής συνθήκης , επιτάσσει δέ στά Κράτη μέλη νά τηρούν τούς κανόνες αυτούς στίς σχέσεις τους μέ τίς εν λόγω επιχειρήσεις καί επιβάλλει σχετικώς στήν Επιτροπή καθήκον επαγρυπνήσεως , τό οποίο , δύναται νά ασκηθεί μέσω θεσπίσεως οδηγιών καί αποφάσεων πού απευθύνονται στά Κράτη μέλη .

    13 Σ’ αυτήν τήν διαφορά αντικειμένου προστίθεται καί η διαφορά πού αναφέρεται στίς προϋποθέσεις , υπό τίς οποίες τελεί η άσκηση τών αρμοδιοτήτων πού οι δύο διατάξεις παρέχουν στό Συμβούλιο καί στήν Επιτροπή , αντιστοίχως . Τό άρθρο 94 επιτρέπει στό Συμβούλιο νά εκδώσει κάθε αναγκαίο κανονισμό για τήν εφαρμογή τών άρθρων 92 καί 93 . Αντιθέτως , η αρμοδιότης πού παρέχεται στήν Επιτροπή από τό άρθρο 90 , παράγραφος 3 , περιορίζεται στίς οδηγίες καί στίς αποφάσεις πού ειναι αναγκαίες γιά νά εκπληρώσει , αποτελεσματικά , τό καθήκον εποπτείας πού τής επιβάλλεται μέ τήν ιδία αυτή παράγραφο .

    14 Συνεπώς , εν σχέσει πρός τήν αρμοδιότητα τού Συμβουλίου δυνάμει τού άρθρου 94 , η αρμοδιότης πού παρέχεται στήν Επιτροπή από τό άρθρο 90 , παράγραφος 3 , ασκείται , εντός ειδικού πεδίου εφαρμογής καί υπό προϋποθέσεις , πού καθορίζονται σέ συνάρτηση μέ τό ιδιαίτερο αντικείμενο τού άρθρου αυτού . Από τά ανωτέρω συνάγεται οτι η αρμοδιότης τής Επιτροπής πρός έκδοση τής επιδίκου οδηγίας εξαρτάται από τίς απαιτήσεις πού απορρέουν από τό καθήκον τής εποπτείας , στό οποίο αναφέρεται τό άρθρο 90 καί οτι τό ενδεχόμενο ρυθμίσεως εκ μέρους τού Συμβουλίου κατ’ εφαρμογή τής γενικής του εξουσίας δυνάμει τού άρθρου 94 , διά διατάξεων πού αφορούν τόν ειδικό τομέα τών ενισχύσεων πού χορηγούνται στίς δημόσιες επιχειρήσεις , δέν εμποδίζει τήν άσκηση τής αρμοδιότητος αυτής από τήν Επιτροπή .

    15 Από τίς ανωτέρω σκέψεις προκύπτει οτι ο πρώτος λόγος πού προέβαλαν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις πρέπει νά απορριφθεί .

    Επί τού δευτέρου λόγου ( έλλειψη αναγκαιότητος )

    16 Η γαλλική καί η ιταλική κυβέρνηση αμφισβητούν οτι οι κανόνες τής οδηγίας ειναι αναγκαίες γιά νά δυνηθεί η Επιτροπή νά ασκήσει αποτελεσματικά τό καθήκον εποπτείας πού τής αναθέτει τό άρθρο 90 . Θεωρούν οτι , οσον αφορά τόν οικονομικό τομέα , υπάρχει πλήρης νομικός διαχωρισμός μεταξύ τού κράτους καί τών δημοσίων επιχειρήσεων . Τά κεφάλαια πού τίθενται στήν διάθεση τών δημοσίων επιχειρήσεων από τό δημόσιο εμφαίνονται στούς νόμους περί προϋπολογισμού , καθώς καί στούς ισολογισμούς καί τίς ετήσιες εκθέσεις τών επιχειρήσεων . Σέ μιά δημοκρατική κοινωνία υπάρχουν , οσον αφορά τίς σχέσεις τού κράτους μέ τίς δημόσιες επιχειρήσεις , πηγές πληροφοριών τουλάχιστον τό ίδιο πλήρεις μέ τίς πηγές πού αφορούν τίς σχέσεις μέ τίς ιδιωτικές επιχειρήσεις καί πολύ περισσότερο ακριβείς από εκείνες πού αφορούν τίς σχέσεις τών ιδιωτικών επιχειρήσεων μεταξύ τους .

    17 Η Επιτροπή παραπέμπει στήν τετάρτη καί πέμπτη αιτιολογική σκέψη τής οδηγίας , μέ τίς οποίες βεβαιώνεται οτι ο πολύπλοκος χαρακτήρας τών οικονομικών σχέσεων τού δημοσίου μέ τίς δημόσιες επιχειρήσεις δύναται νά εμποδίσει τήν εκπλήρωση τού καθήκοντος εποπτείας τής Επιτροπής καί οτι η ορθή καί αποτελεσματική εφαρμογή τών περί ενισχύσεων διατάξεων τής συνθήκης στίς δημόσιες καί ιδιωτικές επιχειρήσεις ειναι δυνατή μόνον άν καταστούν διαφανείς οι οικονομικές αυτές σχέσεις . Κατά τήν διάρκεια τής διαδικασίας ενώπιον τού Δικαστηρίου , η Επιτροπή , καθώς καί η κυβέρνηση τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , ανέφεραν παραδείγματα γιά νά καταδείξουν οτι οι σχέσεις αυτές δέν ηταν επαρκώς διαφανείς , ωστε νά δυνηθεί η Επιτροπή νά διαπιστώσει άν ειχαν χορηγηθεί ή όχι κρατικές ενισχύσεις πρός τίς δημόσιες επιχειρήσεις .

    18 Λαμβανομένων υπ’ όψη τών ποικίλων μορφών τών δημοσίων επιχειρήσεων στά διάφορα Κράτη μέλη καί τών πλεγμάτων τών δραστηριοτήτων τους , ειναι αναπόφευκτο οι οικονομικές τους σχέσεις μέ τό δημόσιο νά ειναι καί αυτές ποικίλες , συχνά πολύπλοκες καί , συνεπώς , δύσκολο νά ελεγχθούν , ακόμη καί μέ τήν βοήθεια δημοσιευμένων πηγών πληροφοριών , στίς οποίες αναφέρθησαν οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις . Υπ’ αυτές τίς συνθήκες , δέν ειναι δυνατόν νά μήν αναγνωρισθεί στήν Επιτροπή η ανάγκη νά προσπαθήσει νά λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες γιά τίς σχέσεις αυτές , θέτοντας κοινά κριτήρια γιά ολα τά Κράτη μέλη καί γιά ολες τίς αναφερθείσες επιχειρήσεις . Όσον αφορά τόν ακριβή καθορισμό τών κριτηρίων αυτών , οι προσφεύγουσες κυβερνήσεις δέν απέδειξαν οτι η Επιτροπή υπερέβη τά ορια τής εξουσίας εκτιμήσεως πού τής παρέχει τό άρθρο 90 , παράγραφος 3 .

    19 Από τά ανωτέρω συνάγεται οτι ο λόγος πού αφορά τήν έλλειψη αναγκαιότητος πρέπει νά απορριφθεί . Τό ίδιο ισχύει καί γιά τήν αιτίαση πού απηύθυνε κατά τής Επιτροπής η ιταλική , ιδίως , κυβέρνηση , περί τής παραβιάσεως τής αρχής τής αναλογικότητος .

    Επί τού τρίτου λόγου ( διάκριση εις βάρος τών δημοσίων επιχειρήσεων εν σχέσει πρός τίς ιδιωτικές επιχειρήσεις )

    20 Η γαλλική καί η ιταλική κυβέρνηση ισχυρίζονται οτι , τόσο από τό άρθρο 222 οσο καί από τό άρθρο 90 συνάγεται οτι οι δημόσιες καί οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πρέπει νά τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως . Η οδηγία , ομως , έχει ως αποτέλεσμα νά θέτει τίς πρώτες σέ κατάσταση δυσμενέστερη από ο,τι τίς δεύτερες , κυρίως διότι επιβάλλει στίς δημόσιες επιχειρήσεις ιδιαίτερες υποχρεώσεις , ιδίως λογιστικής φύσεως , οι οποίες δέν απαιτούνται από τίς ιδιωτικές επιχειρήσεις .

    21 Ως πρός τό σημείο αυτό , πρέπει νά αναφερθεί οτι η αρχή τής ισότητος , τήν οποία επικαλούνται οι κυβερνήσεις , οσον αφορά τίς σχέσεις γενικώς , μεταξύ τών δημοσίων καί τών ιδιωτικών επιχειρήσεων , προϋποθέτει οτι οι δύο κατηγορίες τελούν υπό ομοιες συνθήκες . Οι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου , ομως , καθορίζουν , εντός τών ορίων τής σχετικής νομοθεσίας , τήν βιομηχανική καί εμπορική στρατηγική τους , βάσει , ιδίως τών απαιτήσεων τής αποδοτικότητος . Οι αποφάσεις τών δημοσίων επιχειρήσεων , αντιθέτως , ειναι δυνατόν κατά τήν επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος , νά υφίστανται τήν επίδραση ποικίλων παραγόντων , εκ μέρους τού δημοσίου πού δύναται νά επηρεάζει τίς αποφάσεις αυτές . Οι οικονομικές καί δημοσιονομικές συνέπειες μιάς τέτοιας επιδράσεως οδηγούν στήν δημιουργία οικονομικών σχέσεων ιδιαιτέρας φύσεως μεταξύ τών επιχειρήσεων αυτών καί τού δημοσίου , διαφορετικών από τίς σχέσεις μεταξύ τού δημοσίου καί τών ιδιωτικών επιχειρήσεων . Καθώς η οδηγία αφορά ακριβώς αυτές τίς ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις , ο λόγος ο οποίος στηρίζεται στήν υπαρξη διακρίσεως δέν δύναται νά γίνει δεκτός .

    Επί τού τετάρτου λόγου ( παράβαση τών άρθρων 90 , 92 καί 93 , επειδή η οδηγία καθορίζει τίς έννοιες τής δημοσίας επιχειρήσεως καί τής κρατικής ενισχύσεως )

    22 Η γαλλική καί η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζουν οτι τά άρθρα 2 καί 3 τής οδηγίας συμπληρώνουν , χωρίς νόμιμο έρεισμα , τά άρθρα 90 , 92 καί 93 τής συνθήκης , καθ’ οσον ορίζουν τήν έννοια τής δημοσίας επιχειρήσεως καί καθορίζουν τίς οικονομικές σχέσεις , οι οποίες , κατά τήν Επιτροπή , δύνανται νά συνιστούν κρατικές ενισχύσεις .

    23 Οι αιτιάσεις αυτές δέν ευσταθούν . Όσον αφορά τόν καθορισμό , στό άρθρο 3 , τών οικονομικών σχέσεων πού υπόκεινται στούς κανόνες τής οδηγίας , αρκεί η διαπίστωση οτι δέν πρόκειται γιά απόπειρα τής Επιτροπής , νά καθορίσει τήν έννοια τής ενισχύσεως πού αναφέρεται στά άρθρα 92 καί 93 τής συνθήκης , αλλά απλώς γιά ακριβέστερο καθορισμό τών οικονομικών πράξεων γιά τίς οποίες η Επιτροπή θεωρεί οτι πρέπει νά ενημερώνεται ωστε νά ελέγχει άν ενα Κράτος μέλος εχορήγησε ενισχύσεις στή δεδομένη επιχείρηση , χωρίς νά τηρήσει τήν υποχρέωση ανακοινώσεως σύμφωνα μέ τό άρθρο 93 , παράγραφος 3 . Όπως αναφέρθη ανωτέρω , εν σχέσει πρός τόν δεύτερο λόγο , δέν απεδείχθη οτι , προβαίνοντας στήν ενέργεια αυτή , η Επιτροπή υπερέβη τά ορια τής εξουσίας εκτιμήσεως , πού τής επιφυλάσσει τό άρθρο 90 , παράγραφος 3 .

    24 Όσον αφορά τίς διατάξεις τού άρθρου 2 , τό οποίο οριοθετεί τήν δημόσια επιχείρηση «κατά τήν έννοια τής παρούσης οδηγίας» , πρέπει νά τονισθεί οτι οι διατάξεις αυτές δέν αποσκοπούν στόν καθορισμό τής εννοίας αυτής , οπως αναφέρεται στό άρθρο 90 τής συνθήκης , αλλά νά θέσουν τά αναγκαία κριτήρια γιά τόν καθορισμό τής κατηγορίας τών επιχειρήσεων , τών οποίων οι οικονομικές σχέσεις μέ τό δημόσιο συνεπάγονται τήν υποχρέωση παροχής πληροφοριών πού αναφέρεται στήν οδηγία . Γιά νά εκτιμηθεί επομένως αυτή η οριοθέτηση , η οποία , εξ άλλου , ειναι απαραίτητη γιά νά λάβουν γνώση τά Κράτη μέλη τής εκτάσεως τών υποχρεώσεων πού υπέχουν βάσει τής οδηγίας , πρέπει νά αντιπαραβληθούν τά τεθέντα κριτήρια μέ τίς σκέψεις , στίς οποίες στηρίζεται η υποχρέωση πρός εποπτεία πού επιβάλλει στήν Επιτροπή τό άρθρο 90 .

    25 Κατά τό άρθρο 2 τής οδηγίας , ως δημοσία επιχείρηση νοείται κάθε επιχείρηση στήν οποία τό δημόσιο δύναται νά ασκήσει άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή . Κατά τήν δεύτερη παράγραφο , τεκμαίρεται οτι υπάρχει αποφασιστική επιρροή , οταν τό δημόσιο άμεσα ή έμμεσα έχει τήν πλειοψηφία τού κεφαλαίου , διαθέτει τήν πλειοψηφία τών δικαιωμάτων ψήφου ή δύναται νά ορίζει άνω τού ημίσεος τού αριθμού τών μελών τών οργάνων διοικήσεως , διευθύνσεως ή εποπτείας τής δεδομένης επιχειρήσεως .

    26 Όπως ανεφέρθη ανωτέρω , ο λόγος γιά τόν οποίο ετέθησαν στήν συνθήκη οι διατάξεις τού άρθρου 90 ειναι ακριβώς η επιρροή πού δύναται νά ασκήσει τό δημόσιο στίς αποφάσεις τών δημοσίων επιχειρήσεων πού αφορούν εμπορική δραστηριότητα . Η επιρροή αυτή ειναι δυνατόν νά ασκηθεί είτε μέσω οικονομικής συμμετοχής , είτε μέσω κανόνων πού διέπουν τήν διαχείριση τής επιχειρήσεως . Επιλέγοντας τά ίδια αυτά κριτήρια γιά τόν καθορισμό τών οικονομικών σχέσεων , γιά τίς οποίες πρέπει νά ειναι σέ θέση νά λαμβάνει πληροφορίες , προκειμένου νά εκπληρώσει τό καθήκον εποπτείας πού τής επιβάλλεται δυνάμει τού άρθρου 90 , παράγραφος 3 , η Επιτροπή παρέμεινε εντός τών ορίων τής εξουσίας εκτιμήσεως πού τής παρέχει η διάταξη αυτή .

    27 Από τά ανωτέρω συνάγεται οτι καί ο τέταρτος λόγος πρέπει νά απορριφθεί .

    Επί τού πέμπτου λόγου ( μή τήρηση τών κανόνων πού καθορίζουν τό πεδίο εφαρμογής τών συνθηκών ΕΟΚ , ΕΚΑΧ καί ΕΚΑΕ )

    28 Η γαλλική κυβέρνηση τονίζει οτι ο ορισμός τής δημοσίας επιχειρήσεως πού αναφέρεται στό άρθρο 2 τής οδηγίας ειναι τελείως γενικός καί η εξαίρεση τού τομέως τής ενεργείας πού προβλέπει τό άρθρο 4 , περιλαμβανομένης , οσον αφορά τόν τομέα τής ατομικής ενεργείας , τής παραγωγής τού ουρανίου , τού εμπλουτισμού τού ουρανίου καί τής επανεπεξεργασίας ακτινοβοληθέντων καυσίμων , καθώς καί τής επεξεργασίας υλών δυναμένων νά παράγουν πλουτώνιο , αφήνουν νά εννοηθεί οτι η οδηγία εφαρμόζεται μέ τήν επιφύλαξη αυτή στίς δημόσιες επιχειρήσεις πού διέπονται από τίς συνθήκες ΕΚΑΧ καί ΕΚΑΕ . Επειδή μία διάταξη τού παραγώγου δικαίου , πού θεσπίζεται στό πλαίσιο τής συνθήκης ΕΟΚ δέν ειναι δυνατόν νά ρυθμίζει ενα τομέα πού διέπεται από κανόνες θετικού δικαίου τών λοιπών συνθηκών , η γαλλική κυβέρνηση , επικουρικώς , ζητεί τήν ακύρωση τής οδηγίας καθ’ οσον αφορά επιχειρήσεις πού διέπονται από τίς συνθήκες ΕΚΑΧ ή ΕΚΑΕ .

    29 Η Επιτροπή παραδέχεται οτι δυνάμει τού άρθρου 232 , παράγραφος 1 , τής συνθήκης ΕΟΚ καί βάσει τών κανόνων τής συνθήκης ΕΚΑΧ περί ενισχύσεων πού χορηγούνται στίς επιχειρήσεις πού διέπονται από τήν εν λόγω συνθήκη , η οδηγία δέν ειναι δυνατόν νά εφαρμοσθεί στίς επιχειρήσεις αυτές . Όσον αφορά τίς επιχειρήσεις τού τομέως τής ατομικής ενεργείας , υποστηρίζει οτι η συνθήκη ΕΚΑΕ δέν περιέχει διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων . Τά άρθρα 92 καί 93 τής συνθήκης ΕΟΚ καί , συνεπώς , η οδηγία εφαρμόζονται στίς επιχειρήσεις τού τομέως αυτού , μέ τήν επιφύλαξη τών εξαιρέσεων πού προβλέπει ρητώς τό άρθρο 4 τής οδηγίας .

    30 Κατά τό άρθρο 232 , παράγραφος 1 , τής συνθήκης ΕΟΚ , οι διατάξεις τής εν λόγω συνθήκης δέν τροποποιούν τίς διατάξεις τής συνθήκης ΕΚΑΧ , ιδίως οσον αφορά τά δικαιώματα καί τίς υποχρεώσεις τών Κρατών μελών , τίς εξουσίες τών οργάνων τής Κοινότητος αυτής καί τίς διατάξεις της περί τής λειτουργίας τής Κοινής Αγοράς Άνθρακος καί Χάλυβος .

    31 Δεδομένου οτι τό άρθρο 90 , παράγραφος 3 , αφορά ακριβώς τίς εξουσίες τών οργάνων καί δεδομένου οτι η προσβαλλομένη οδηγία επιβάλλει στά Κράτη μέλη ορισμένες υποχρεώσεις στόν τομέα τών ενισχύσεων , γιά τόν οποίο η ίδια η συνθήκη ΕΚΑΧ περιέχει κανόνες πού αφορούν τά Κράτη μέλη καί τίς επιχειρήσεις πού ανήκουν στήν αγορά άνθρακος καί χάλυβος , από τό άρθρο 232 τής συνθήκης ΕΟΚ συνάγεται ευθέως οτι η επίδικη οδηγία δέν ειναι δυνατόν νά εφαρμοσθεί στίς σχέσεις μέ τίς επιχειρήσεις αυτές . Επομένως , ως πρός τό σημείο αυτό η οδηγία δέν ειναι παράνομη , μολονότι θά ηταν προτιμότερο , χάριν τής ασφαλείας τού δικαίου , νά προέκυπτε η εξαίρεση τών επιχειρήσεων αυτών από τό ίδιο τό γράμμα τής οδηγίας .

    32 Αντιθέτως , οσον αφορά τήν σχέση μέ τήν συνθήκη ΕΚΑΕ , τό άρθρο 232 , παράγραφος 2 , τής συνθήκης ΕΟΚ περιορίζεται στήν διευκρίνιση οτι οι διατάξεις τής συνθήκης ΕΟΚ δέν θίγουν τήν ισχύ τών διατάξεων τής συνθήκης ΕΚΑΕ . Η γαλλική κυβέρνηση δέν απέδειξε οτι οι διατάξεις τής οδηγίας θίγουν τίς διατάξεις τής συνθήκης ΕΚΑΕ . Ο λόγος αυτός επομένως , δέν ειναι δυνατόν νά γίνει δεκτός .

    Επί τού εκτου λόγου ( έλλειψη αιτιολογίας καί παραβίαση τής αρχής τής ισότητος εν σχέσει πρός τίς εξαιρέσεις τής οδηγίας )

    33 Εκτός από τόν τομέα τής ενεργείας τό άρθρο 4 τής οδηγίας εξαιρεί από τό πεδίο εφαρμογής της τίς δημόσιες επιχειρήσεις πού ο κύκλος εργασιών τους πρίν φορολογηθούν ειναι συνολικώς μικρότερος τών 40 εκατομμυρίων ευρωπαϊκών λογιστικών μονάδων κατά τίς δύο προηγούμενες ετήσιες χρήσεις , τίς επιχειρήσεις πού παρέχουν υπηρεσίες , οι οποίες δέν επηρεάζουν αισθητώς τίς κοινοτικές συναλλαγές , καθώς καί τίς επιχειρήσεις πού ανήκουν στούς τομείς υδατος , μεταφορών , ταχυδρομείων καί τηλεπικοινωνιών , καθώς καί πίστεως .

    34 Κατά τήν ιταλική κυβέρνηση , οι εξαιρέσεις αυτές συνεπάγονται αδικαιολόγητη διάκριση . Θεωρεί οτι οι εξαιρέσεις κατά τομείς δέν επιτρέπονται , παρά μόνον σέ περίπτωση ελλείψεως ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού στόν σχετικό τομέα .

    35 Εκτός τού γεγονότος οτι ο λόγος αυτός τείνει μάλλον νά επεκτείνει τό πεδίο εφαρμογής τής οδηγίας , δέν ειναι βάσιμος . Η δωδεκάτη αιτιολογική σκέψη τής οδηγίας αναφέρει πράγματι οτι πρέπει νά εξαιρεθούν ορισμένοι κλάδοι , πού δέν τελούν υπό ανταγωνιστικές συνθήκες ή πού αποτελούν ήδη αντικείμενο ειδικών κοινοτικών ρυθμίσεων πού διασφαλίζουν κατάλληλη διαφάνεια , ορισμένοι κλάδοι πού , εκ τής φύσεώς τους , δικαιολογείται νά αποτελέσουν αντικείμενο ειδικών ρυθμίσεων , καθώς καί οι επιχειρήσεις , τών οποίων η μικρή οικονομική σημασία δέν δικαιολογεί τίς διοικητικές επιβαρύνσεις πού ειναι δυνατόν νά συνεπάγονται τά ληπτέα μέτρα . Όλοι οι συλλογισμοί αυτοί , τών οποίων τουλάχιστον ενας εφαρμόζεται σέ ολους τούς τομείς πού εξαιρεί τό άρθρο 4 τής οδηγίας , περιέχουν επαρκώς αντικειμενικά κριτήρια γιά νά δικαιολογήσουν τήν εξαίρεση από τό πεδίο εφαρμογής τής οδηγίας .

    36 Πρέπει , συνεπώς , νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι από τίς ασκηθείσες εκ μέρους τών τριών κυβερνήσεων προσφυγές δέν προέκυψαν στοιχεία ικανά ωστε νά επισύρουν τήν ακύρωση , έστω καί μερικώς , τής προσβαλλομένης οδηγίας . Οι προσφυγές πρέπει , επομένως , νά απορριφθούν .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί τών δικαστικών εξόδων

    37 Κατά τό άρθρο 69 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα , εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα τού νικήσαντος διαδίκου .

    38 Επειδή οι τρείς προσφεύγουσες κυβερνήσεις ηττήθησαν , πρέπει νά καταδικασθούν στά δικαστικά έξοδα . Τό ίδιο ισχύει καί γιά τήν γαλλική κυβέρνηση υπό τήν ιδιότητά της ως παρεμβαινούσης στίς υποθέσεις 189-190/80 .

    39 Από τίς κυβερνήσεις πού παρενέβησαν υπέρ τής Επιτροπής , μόνον η ολλανδική κυβέρνηση εζήτησε νά καταδικασθούν οι προσφεύγουσες στά δικαστικά έξοδα . Κατά συνέπεια , η Γαλλική Δημοκρατία , η Ιταλική Δημοκρατία καί τό Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει , εκτός από τά δικά τους δικαστικά έξοδα , νά καταδικαστούν στά δικαστικά έξοδα τής Επιτροπής καί τών Κάτω Χωρών .

    Διατακτικό


    Διά ταύτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνει καί αποφασίζει :

    1 ) Απορρίπτει τίς προσφυγές .

    2)Καταδικάζει τήν Γαλλική Δημοκρατία , τήν Ιταλική Δημοκρατία καί τό Ηνωμένο Βασίλειο , εκτός από τά δικαστικά τους έξοδα , στά δικαστικά έξοδα τής Επιτροπής καί τού Βασιλείου τών Κάτω Χωρών .

    Top