Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CC0157

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Reischl της 8ης Απριλίου 1981.
    Ποινική δίωξη κατά Siegfried Ewald Rinkau.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
    Σύμβαση περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτόκολλο άρθρο II.
    Υπόθεση 157/80.

    Συλλογή της Νομολογίας 1981 -01391

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:89

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΑ GERHARD REISCHL

    ΠΟΫ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΊΣ 8 'ΑΠΡΙΛΊΟΥ 1981 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    κύριοι δικαστές,

    Ἡ παρούσα προδικαστική υπόθεση άφορᾶ ἕνα γερμανό υπήκοο, κάτοικο τῆς Ὁμοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, ὁ όποιος κλήθηκε ενώπιον τοῦ Politierechter τοῦ Zutphen (Κάτω Χῶρες), επειδή στίς 10 Μαρτίου 1977 ὁδηγούσε στην κοινότητα τοῦ Aalten ὄχημα εφοδιασμένο μέ ραδιοηλεκτρικό πομπό, χωρίες νά έχει λάβει τήν άδεια πού ἀπαιτείται πρός τοῦτο στίς Κάτω Χῶρες.

    Ἄν θεωρηθεῖ δεδομένο ὅτι στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας ἀπαιτείται άδεια γιά τήν κατοχή καί χρήση τέτοιας συσκευής, φαίνεται ὅτι ὁ κατηγορούμενος εἶχε τέτοια άδεια. Κατά τή διέλευση του ἀπό τά γερμανοολλανδικά σύνορα δέν ἀσκήθηκε δίωξη κατ' αὐτοῦ. Ἐξάλλου, κατά τό χρονικό αυτό σημείο ή συσκευή δέν εἶχε τεθεί σέ λειτουργία, ή κεραία τοῦ αυτοκινήτου εἶχε ἀφαιρεθεί καί τό μικρόφωνο βρισκόταν στό πίσω κάθισμα.

    Δέν διατάχθηκε ἡ αυτοπρόσωπη εμφάνιση τοῦ κατηγορουμένου, ὁ οποίος δέν ἐμφανίσθηκε, στό ἀκροατήριο. 'Εξ ὀνόματός του εμφανίσθηκε, ὅμως, δικηγόρος ἀπό τό Maastricht (Κάτω Χῶρες) καί ζήτησε νά τοῦ επιτραπεί νά τόν υπερασπίσει. Παρά την ἀντίθετη πρόταση τοῦ Officier van Justitie (δημοσίου κατηγόρου), ὁ Politierecher επέτρεψε στό δικηγόρο τοῦ κατηγορουμένου νά τόν υπερασπίσει σύμφωνα μέ τό άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στη σύμβαση τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά την αρμοδιότητα τῶν δικαστηρίων καί εκτέλεση τῶν ἀποφάσεων ἐπί ἀστικῶν καί εμπορικῶν υποθέσεων, δεδομένου ὅτι ὁ κατηγορούμενος είχε την κατοικία του στό έδαφος συμβαλλόμενου κράτους καί διωκόταν σέ άλλο συμβαλλόμενο κράτος. 'Εντούτοις, ὁ κατηγορούμενος καταδικάσθηκε ἐρήμην.

    Ό δικαστής ἀπέρριψε τόν Ισχυρισμό τῆς υπερασπίσεως, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο δέν ὑπήρχε υπαιτιότητα λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης. Περαιτέρω, έκρινε ὅτι ἐπρόκειτο γιά «έγκλημα ἐξ ἀμελείας» καί καταδίκασε τόν κατηγορούμενο σέ πρόστιμο 50 φιορινιών ή, σέ περίπτωση μή καταβολής του, σέ κράτηση μιας ημέρας, καθώς επίσης καί σέ δήμευση τῶν κατεσχεθέντων πειστηρίων, ἡ ἀξία τῶν ὁποίων ήταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό τό πρόστιμο.

    Κατά τῆς ἀποφάσεως αυτής ἀσκήθηκε έφεση ἀπό τό δημόσιο κατήγορο ενώπιον τοῦ Gerechtshof τοῦ Arnhem.

    Τό δικαστήριο αυτό δέ δέχθηκε τήν πρόταση τοῦ εισαγγελέα νά υποβάλει στό παρόν Δικαστήριο ερώτημα ὡς πρός τήν έννοια τοῦ «εγκλήματος ἐξ ἀμελείας» κατά τὁ άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου. 'Αποφάνθηκε ἀπεναντίας προδικαστικῶς ὅτι ή πράξη πού ἀποδιδόταν στόν κατηγορούμενο δέν ἀποτελοῦσε «έγκλημα ἐξ ἀμελείας» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ καί ὅτι ὁ Politierechter εσφαλμένα είχε ἐπιτρέψει στό συνήγορο τοῦ μή ἐμφανισθέντος κατηγορουμένου νά τόν εκπροσωπήσει. Στην ὁριστική του ἀπόφαση επικύρωσε τήν ἀπόφαση τοῦ Politierechter ἐπί τῆς ουσίας.

    Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ ἐνδιαφερόμενος άσκησε αναίρεση. Παρά τήν ἀντίθετη πρόταση τοῦ Procureur-Generaal, τό Hoge Raad ὑπέβαλε στό Δικαστήριο, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 3 παράγραφος 1 τοῦ πρωτοκόλλου περί ερμηνείας ἀπό τό Δικαστήριο τῆς συμβάσεως τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1968, τά ἀκόλουθα ἐρωτήματα:

    «1.

    Ὡς «έγκλημα ἐξ ἀμελείας» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου ΙΙ πρώτη παράγραφος τοῦ ἀνωτέρω πρωτοκόλλου, νοείται κάθε ἀξιόποινη πράξη, ὁ νομικός ὁρισμός τῆς ὁποίας δέν ἀπαιτεί συγκεκριμένο δόλο, ἀναφερόμενο σέ οἱοδήποτε ἀπό τά στοιχεία τῆς εννοίας αυτής, ἡ μήπως στην έκφραση αὐτή πρέπει νά προσδοθεί στενότερη έννοια, νά θεωρηθεί, δηλαδή, ὅτι ἀναφέρεται μόνο στίς ἀξιόποινες πράξεις, στον νομικό ὁρισμό τῶν ὁποίων γίνεται κατά οἱοδήποτε τρόπο ἀναφορά στην έννοια τῆς ἀμελείας (culpa) τοῦ δράστου;

    2.

    Όταν συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ άρθρου ΙΙ τοῦ ἀνωτέρω πρωτοκόλλου, ή ευχέρεια πού ἀναγνωρίζεται ἀπό τό άρθρο αυτό στόν «κατηγορούμενο» εἶναι ἀπεριόριστη, ἡ μήπως παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά τό μέτρο πού πρέπει νά ἀμυνθεῖ κατά πολιτικής ἀγωγής πού ἀσκείται στό πλαίσιο τῆς ἐν λόγω ποινικής δίκης, ή, τουλάχιστον, ὅταν ἡ ἀπόφαση ἐπί τῆς ποινικής δίκης άπτεται τῶν ἀστικών του συμφερόντων;»

    'Ακολουθεί ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀπόψεως μου ἐπί τῶν ερωτημάτων αυτών. Κρίνω σκόπιμο, ν' ἀρχίσω μέ τήν εξέταση τοῦ δευτέρου ερωτήματος.

    I —

    Τό άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου πού προσαρτᾶται στή σύμβαση καί τό όποῖο, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 65, ἀποτελεί ἀναπόσπαστο μέρος της, έχει ὡς έξῆς:

    «Ὑπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων, εθνικῶν διατάξεων, κάτοικοι συμβαλλομένου κράτους πού διώκονται γιά έγκλημα ἐξ ἀμελείας ενώπιον τῶν ποινικών δικαστηρίων ἄλλου συμβαλλομένου κράτους, τοῦ ὁποίου δέν έχουν την ιθαγένεια, δύνανται, έστω καί ἄν δέν ἐμφανισθοῦν αυτοπροσώπως, νά τύχουν υπερασπίσεως, ἀπό πρόσωπα πού νομιμοποιούνται πρός τοῦτο.

    Πάντως, τό ἐπιλαμβανόμενο δικαστήριο δύναται νά διατάξει την αὐτοπρόσωπη εμφάνιση σέ περίπτωση μή αυτοπροσωποι εμφανίσεως, ἡ ἀπόφαση πού εκδίδεται ἐπί τῆς πολιτικῆς ἀγωγής χωρίς νά παρασχεθεί στόν ενδιαφερόμενο ἡ δυνατότης υπερασπίσεως δύναται νά μήν ἀναγνωρισθεί οὔτε εκτελεσθεί στά άλλα συμβαλλόμενο κράτη.»

    Γιά την ἑρμηνεία τῆς διατάξεως αυτής εἶναι ιδιαίτερα χρήσιμη μία ἀναδρομή στίς προπαρασκευαστικές εργασίες.

    1.

    Οἱ διατάξεις τοῦ πρωτοκόλλου στηρίζονται κατά μέγα μέρος στίς ἀρχές πού υιοθετήθηκαν ἀπό τήν Benelux. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τό άρθρο ΙΙ.

    Ἡ συνθήκη πού υπογράφηκε στίς Βρυξέλλες στίς 24 Νοεμβρίου 1961 μεταξύ Βελγίου, Κάτω Χωρών καί Λουξεμβούργου γιά τήν ἀρμοδιότητα τῶν δικαστηρίων, πτώχευση, ἀναγνώριση καί εκτέλεση τῶν δικαστικών καί διαιτητικών ἀποφάσεων καί τῶν δημοσίων ἐγγραφων, ὁρίζει στό άρθρο 13:

    «1.   Οἱ δικαστικές αποφάσεις ἐπί ἀστικῶν καί εμπορικών υποθέσεων πού ἐκδίδονται σέ ένα ἀπό τά τρία κράτη ἀναγνωρίζονται στά άλλα δύο κράτη, ἀκόμα καί ἄν προέρχονται ἀπό ποινικό δικαστήριο, εφόσον πληροῦν τίς ἀκόλουθες προϋποθέσεις:

    ...

    4.   Οἱ διάδικοι ἐξεπροσωπήθησαν νομίμως ή διαπιστώθηκε ἡ ερημοδικία τους μετά νόμιμη κλήτευση ἄν ἡ κατοικία τους ήταν γνωστή, ἡ κλήτευση τους ἐπεδόθη εμπροθέσμως.

    ...»

    Στό άρθρο 14 ὁρίζεται:

    «1.   Οἱ δικαστικές ἀποφάσεις πού εκδίδονται ἐπί ἀστικών καί εμπορικών ὑποθέσεων σέ μία ἀπό τίς τρεις χώρες, ἀκόμα καί ἄν προέρχονται ἀπό ποινικό δικαστήριο, περιλαμβανομένων καί τῶν διατάξεων μέ τίς όποιες επιβάλλεται χρηματική ποινή, εκτελοῦνται στά δύο άλλα κράτη ἀφοῦ κηρυχθούν στά κράτη αυτά εκτελεστές.

    ...»

    Τό άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στη συνθήκη αυτή έχει ὡς έξης:

    «Ὑπό τήν επιφύλαξη ευνοϊκοτερων εθνικών διατάξεων, οἱ υπήκοοι ενός τῶν τριών κρατών, πού κατοικοῦν στην χώρα τους, δύνανται νά εκπροσωποῦνται ενώπιον τῶν δικαστηρίων τῶν δύο άλλων χωρών ἀπό εἰδικό πληρεξούσιο ἄν διώκονται ἐκεῖ γιά έγκλημα πού δέν ἐτελέσθη ἐκ δόλου.» (Στά ὀλλανδικά: «een niet opzettelijk gepleegd strafbaar feit».)

    "Οπως ἀναφέρει ἡ αιτιολογική έκθεση τοῦ ὀλλανδικοί) νόμου περί κυρώσεως τῆς ἐν λόγω συνθήκης τοῦ 1961, δυνάμει τῶν άρθρων 11 καί 12 τῆς συμβάσεως τῆς 28ης Μαρτίου 1925 μεταξύ Κάτω Χωρών καί Βελγίου δύναται νά ζητηθεί ἡ εκτέλεση τῶν δικαστικών ἀποφάσεων ἐπί αστικών καί ἐμπορικών υποθέσεων: 'Ανακύπτει τό ζήτημα ἄν εμπίπτει στή διάταξη αυτή καί ή επιδίκαση ἀποζημιώσεως πού ἀπαγγέλθηκε ἀπό τό ποινικό δικαστήριο κατόπιν αἰτήσεως τοῦ παθόντος. Τό Hoge Raad τῶν Κάτω Χωρών, μέ ἀπόφαση του τῆς 16ης Μαρτίου 1931 (Nederlandse Jurisprudentie 1931, σ. 689) εἶχε κρίνει ὅτι οἱ καταδίκες σέ ἀποζημίωση πού ἀπαγγέλλονται ἀπό βελγικά ποινικά δικαστήρια δέ δύνανται νά θεωρηθοῦν δικαστικές ἀποφάσεις ἐπί ἀστικῶν καί εμπορικῶν υποθέσεων κατά την έννοια τῆς συμβάσεως. Γιά νά εκλείψει αύτη ἡ διάσταση ἀπόψεων στήν ἑρμηνεία τῆς συμβάσεως, ἡ νέα συνθήκη προβλέπει ρητά ὅτι στό πεδίο εφαρμογής τῆς εμπίπτουν καί ἀποφάσεις ἐπί ἀστικών καί εμπορικών υποθέσεων πού ἐκδίδονται ἀπό ποινικά δικαστήρια.

    Ἡ αἰτιολογική ἔκθεση συνεχίζει:

    «Τό συμβούλιο τῆς ενώσεως τῶν ὀλλανδικών δικηγορικών συλλόγων, τήν γνώμη τοῦ ὁποίου ἐζήτησαν οι ὀλλανδοί εκπρόσωποι πού συμμετείχαν στην ἐπιτροπή μελέτης τῆς Benelux, ἐτάχθη υπέρ τῆς ἀπόψεως τοῦ Hoge Raad, μεταξύ άλλων επειδή ὁ προτεινόμενος κανών θά υποχρέωνε στην πράξη τόν όλλανδό υπήκοο πού ήταν ύποπτος εγκλήματος διαπραχθέντος στό ἔδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους νά εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστηρίου τοῦ Βελγίου ἡ τοῦ Λουξεμβούργου, πράγμα ἀσυμβίβαστο πρός τήν γενική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ὀλλανδοί υπήκοοι δέν εκδίδονται καί ἀποφασίζουν ελευθέρως ἄν θά ἐμφανισθοῦν ή ὄχι ἐνώπιον ἀλλοδαποῦ ποινικοῦ δικαστηρίου. Εἰς ἀπάντηση τῆς ἀντιρρήσεως αὐτής, τό άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου ἀναγνωρίζει στους υπηκόους καθ' ενός ἀπό τά τρία κράτη, οἱ όποιοι διώκονται γιά ἀξιόποινη πράξη πού δέν εἶναι έγκλημα ἐκ προθέσεως, τό δικαίωμα νά τυγχάνουν υπερασπίσεως ενώπιον τῶν δικαστηρίων τῶν δύο άλλων κρατών ἀπό πρόσωπα νομιμοποιούμενα πρός τοῦτο.»

    2.

    Ἡ έκθεση Jenard ἐπί τῆς συμβάσεως τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ABl. C 59 τῆς 5ης Μαρτίου 1979, σ. 1) ἐπιβεβαιώνει ὅτι οἱ εμπειρογνώμονες πού ἐπεξεργάσθηκαν τό σχέδιο τῆς συμβάσεως καθοδηγήθηκαν ἀπό τίς ίδιες σκέψεις:

    «Ἀστικές υποθέσεις πού φέρονται ενώπιον ποινικών δικαστηρίων εμπίπτουν στό πεδίο εφαρμογής τῆς συμβάσεως, ὅσον άφορᾶ τόσο τόν καθορισμό τῆς ἀρμοδιότητος ὅσο καί τήν ἀναγνώριση καί ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων πού εκδίδονται ἀπό ποινικά δικαστήρια ἐπί τῶν υποθέσεων αὐτών. Ή λύση αυτή ἀφ᾿ ενός μέν λαμβάνει ὐπ᾿ ὄψη τίς νομοθεσίες πού ἰσχύουν στην πλειονότητα τῶν συμβαλλομένων κρατών, ἀφ᾿ έτερου δέ τείνει νά ἀποκλείσει τό ενδεχόμενο ἑρμηνευτικών διαφορών ὅπως εκείνων πού ἀνέκυψαν κατά τήν ἐφαρμογή τῆς βελγοολλανδικῆς συμβάσεως τέλος, ἀνταποκρίνεται στίς σύγχρονες ἀνάγκες, πού δημιουργοῦνται ἀπό τήν αύξηση τοῦ ἀριθμού τῶν ὁδικών ἀτυχημάτων.

    ...

    Ή λύση πού υιοθέτησε ἡ επιτροπή εἶναι σύμφωνη μέ τήν σύγχρονη τάση πού ευνοεί τήν εισαγωγή στίς συμβάσεις διατάξεων περί εφαρμογής τους σέ ἀποφάσεις εκδιδόμενες ἀπό ποινικά δικαστήρια ἐπί ἀστικών ή εμπορικών υποθέσεων. Ή τάση αυτή εκδηλώνεται κυρίως στην συνθήκη τῆς Benelux τῆς 24ης Νοεμβρίου 1961 καί στίς εργασίες τῆς Διασκέψεως Ἰδιωτικοῦ Διεθνοῦς Δικαίου τῆς Χάγης.

    ...

    Τόσο ὡς πρός τήν ἀρμοδιότητα ὅσο καί ως πρός τήν ἀναγνώριση καί τήν εκτέλεση, ή σύμβαση δέν καλύπτει παρά μόνο τίς ἀξιώσεις ἀστικοῦ δικαίου πού ἀσκοῦνται ενώπιον τῶν ἐν λόγω δικαστηρίων καί τίς ἀποφάσεις πού ἐκδίδονται ἐπί τῶν ἀξιώσεων αὐτών.

    Ἐν τούτοις, γιά ν' ἀπαντήσει στίς ἀντιρρήσεις σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες υπάρχει κίνδυνος νά παρακωλυθεί ἡ προβολή τῆς ἀμύνης τοῦ διαδίκου κατά τοῦ ὁποίου ασκείται ἡ πολιτική αγωγή ὅταν στην 'ίδια διαδικασία εἶναι δυνατό νά τοῦ επιβληθεί ποινική καταδίκη, ἡ επιτροπή υιοθέτησε λύση ταυτόσημη μέ εκείνη πού εκδόθηκε ἀπό τήν συνθήκη τῆς Benelux. Τό άρθρο II τοῦ πρωτοκόλλου προβλέπει ὅτι τό πρόσωπο αυτό δύναται νά τύχει υπερασπίσεως ἡ νά εκπροσωπηθεί ενώπιον τῶν ποινικῶν δικαστηρίων. "Ετσι δέν εἶναι υποχρεωμένο νά εμφανισθεί αυτοπροσώπως γιά νά υπερασπίσει τά ἀστικά του συμφέροντα ...»

    Ὡς πρός τό άρθρο II τοῦ πρωτοκόλλου, ή έκθεση υπογραμμίζει:

    «Τό άρθρο II τοῦ πρωτοκόλλου έχει επίσης τήν προέλευση του στην συνθήκη τῆς Benelux. Ή συνθήκη αυτή εφαρμόζεται καί ἐπί ἀποφάσεων ποινικών δικαστηρίων πού ἀφοροῦν ἀστικές ὑποθέσεις, δίνοντας τέλος μέ τόν τρόπο αυτό στην ἀμφισβήτηση πού εἶχε προκαλέσει, μεταξύ Βελγίου καί Κάτω Χωρών, ἡ βελγοολλανδική συνθήκη τοῦ 1925. Ὅπως προκύπτει ἀπό τήν έκθεση πού προσαρτάται στην συνθήκη, ἡ ἀπροθυμία των ὀλλανδικῶν ἀρχων νά ἐκτελέσουν ἀποφάσεις ἀλλοδαπών ποινικών δικαστηρίων ἐπί ἀστικών διαφορών ἐπήγαζε ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ὀλλανδός πού διώκεται γιά ἀξιόποινη πράξη τελεσθείσα σέ ξένη χώρα ενδέχεται νά υποχρεωθεί νά εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον ἀλλοδαποῦ ποινικοῦ δικαστηρίου γιά νά δυνηθεί νά ἀμυνθεί καί κατά τῆς πολιτικής ἀγωγής, ἐνῶ οἱ Κάτω Χώρες δέν εκδίδουν τους υπηκόους τους. Ή ἀντίρρηση αυτή δέν έχει τόση πρακτική σημασία ὅση εμφανίζεται νά έχει ἐκ πρώτης ὄψεως, δεδομένου ὅτι σύμφωνα μέ ὁρισμένα εθνικά δίκαια, ἰδίως τῆς Γαλλίας τοῦ Βελγίου καί τοῦ Λουξεμβούργου, ἡ ποινική ἀπόφαση ἀποτελεί δεδικασμένο γιά κάθε μεταγενέστερη πολιτική δίκη.

    Στην περίπτωση αὐτή, ἡ ἀστική ἀξίωση πού ἀσκείται μεταγενεστέρως κατά Ὀλλανδοῦ στόν όποιον έχει επιβληθεί ποινική καταδίκη θά ἀποβεῖ ἀναποφεύκτως εἰς βάρος του. Ἦταν, συνεπώς, ουσιώδες νά έχει ὁ κατηγορούμενος τήν δυνατότητα νά υπερασπίζεται τόν εαυτό του ἀπό τό στάδιο τῆς ποινικής διαδικασίας.

    Γιά τόν λόγο αυτό ἡ σύμβαση, ὁπως καί ή συνθήκη τῆς Benelux, περιέλαβε στό πρωτόκολλο διάταξη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάτοικοι συμβαλλομένου κράτους δύνανται νά τύχουν υπερασπίσεως ἐνώπιον τῶν ποινικών δικαστηρίων άλλου συμβαλλομένου κράτους.

    Δυνάμει τοῦ ἄρθρου II τοῦ πρωτοκόλλου, τά πρόσωπα αυτά ἀπολαύουν τοῦ ἀνωτέρω δικαιώματος καί ἄν ἀκόμη δέν εμφανισθοῦν αυτοπροσώπως ἡ καί ἄν ὁ κώδικας ποινικής δικονομίας τοῦ ἐν λόγω κράτους δέν τους ἀναγνωρίζει αυτό τό δικαίωμα. Ἐν τούτοις, ἄν τό δικαστήριο πού ἐπελήφθηκε τῆς υποθέσεως διατάξει εἰδικῶς τήν αυτοπρόσωπη εμφάνιση, ἡ ἀπόφαση πού εκδίδεται χωρίς νά έχει δοθεί στόν ενδιαφερόμενο ἡ δυνατότης νά τύχει υπερασπίσεως, επειδή δέν ἐμφανίσθηκε αυτόπροσώπως, δέν εἶναι ὑποχρεωτικό νά ἀναγνωρισθεί ἡ νά εκτελεσθεί στά άλλα συμβαλλόμενα κράτη.

    Τό δικαίωμα αυτό, ὅμως, χορηγείται ἀπό τό άρθρο II τοῦ πρωτοκόλλου μόνο σέ πρόσωπα πού διώκονται γιά έγκλημα ἐξ ἀμελείας ἡ έννοια τοῦ ὁποίου καλύπτει καί τά τροχαῖα ἀτυχήματα.»

    3.

    Ἀπό τά κείμενα αυτά προκύπτει ήδη σαφώς ὅτι τό άρθρο II τοῦ πρωτοκόλλου έχει εφαρμογή ὄχι μόνο στίς ποινικές δίκες στίς όποιες τό δικαστήριο ἀποφαίνεται καί ἐπί ἀστικών ἀξιώσεων κατόπιν ἀσκήσεως πολιτικής ἀγωγής, άλλά καί στίς ποινικές δίκες, στίς όποιες ἡ ποινική ἀπόφαση δύναται, σύμφωνα μέ τό ἐφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, νά ἀποτελεί δεδικασμένο γιά μεταγενέστερη άσκηση ἀστικής ἀξιώσεως. 'Αφετέρου, ὅμως, ἡ διάταξη αυτή δέ δύναται νά επεκταθεί τόσο ώστε νά καλύψει ὅλες τίς ποινικές υποθέσεις καί τοῦτο διότι τό άρθρο II πρώτη παράγραφος τοῦ πρωτοκόλλου δέ δύναται νά ληφθεί ἀνεξαρτήτως τοῦ πλαισίου στό όποιο ἐντάσσεται δέ δύναται νά θεωρηθεί ως γενική διάταξη ποινικής δικονομίας, ἐφαρμοστέα στά συμβαλλόμενα κράτη. 'Η εφαρμογή του, ἀπεναντίας, περιορίζεται στό πεδίο εφαρμογής τῆς συμβάσεως, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο τῆς 1, «εφαρμόζεται ἐπί ἀστικών καί εμπορικῶν υποθέσεων», άλλά ἀποκλειστικά καί μόνο ἐπί τῶν υποθέσεων αυτῶν. Μόνο ἀπό τή σκοπιά αυτή ήταν δυνατό νά ενδιαφέρει ἡ ποινική δίκη τους συντάκτες τῆς συμβάσεως.

    Τό άρθρο II πρώτη παράγραφος πρέπει συνεπώς νά ἀναγνωσθεῖ σέ συνδυασμό μέ τή δεύτερη παράγραφο. Προκύπτει τότε ὅτι ή ευχέρεια πού ἀπονέμει ἡ πρώτη παράγραφος υπάρχει μόνο ὅταν πρόκειται νά ἐκδοθεί ἀπόφαση ἡ ὁποία άφορα ἡ δύναται νά άφορα «πολιτική ἀγωγή». Μέ τήν ἀγωγή αυτή ἐπιδιώκεται ἡ ἀποκατάσταση τῆς ζημίας πού προκάλεσε ἡ ἀξιόποινη πράξη στόν παθόντα ἡ στους ἕλκοντες δικαιώματα ἀπό αυτόν.

    Ή αίτηση περί ἀποκαταστάσεως τῆς ζημίας δύναται νά ἀσκηθεί ἀπό τόν παθόντα

    εἴτε ἐνώπιον τοῦ ἁρμοδίου ποινικοῦ δικαστηρίου — στην περίπτωση αὐτή γίνεται λόγος γιά πολιτική ἀγωγή («Adhäsions-verfahren» στή Γερμανία, «constitution de partie civile» στή Γαλλία, στό Βέλγιο καί στό Λουξεμβοῦργο)* προϋπόθεση ἐν προκειμένω εἶναι ἡ ὕπαρξη ζημίας πραγμάτων ή προσώπου ἡ ηθικής βλάβης, τήν ὁποία υπέστη κατά άμεσο τρόπο ὁ παθών λόγω τῆς ἀξιόποινης πράξεως, μέ τήν ὁποια τή συνδέει αἰτιώδης συνάφεια δέν ἀρκεῖ ἡ ζημία νά προκλήθηκε ἐπ' ευκαιρία τῆς ἀξιόποινης πράξεως*

    εἴτε ἀργότερα ενώπιον τοῦ πολιτικοῦ δικαστηρίου* καί σ' αυτήν τήν περίπτωση, πρέπει νά γίνει διάκριση μεταξύ τῆς γνήσιας, ὑπό στενή έννοια αξιώσεως πρός ἀποζημίωση ἀπό άλλες ἀστικές ἀξιώσεις πού δύνανται νά γεννήθηκαν ἐπ' ευκαιρία τῆς ἀξιόποινης πράξεως καί οἱ όποιες θεμελιώνονται πχ. στην ἀθέτηση συμβάσεως.

    Ή έννοια, ὅμως, καί ὁ σκοπός τῆς διατάξεως αυτής εἶναι νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ τήρηση τῆς ἀρχής τῆς εκατέρωθεν ἀκροάσεως — πού ἐγγυάται ἡ σύμβαση γιά τήν ἁρμοδιότητα τῶν δικαστηρίων καί ἐκτέλεση των ἀποφάσεων ἐπί ἀστικών καί εμπορικών υποθέσεων γιά ὅλες τίς ἀστικές δίκες — καί στην περίπτωση πού κρίνονται «ἀστικές καί εμπορικές υποθέσεις» στό πλαίσιο ποινικής δίκης.

    "Οταν ἡ ἀστική ἀξίωση ἀσκείται ἀργότερα ἐνώπιον πολιτικοῦ δικαστηρίου, πρέπει ἀναμφισβήτητα νά τεθεί ὡς βάση ἡ ἀρχή ὅτι στίς περιπτώσεις αυτές Ισχύουν οἱ γενικοί κανόνες τῆς συμβάσεως πού αφοροῦν τήν προστασία τοῦ ἐναγομένου. Τό ἀνωτέρω, ὅμως, πρόβλημα έννομης προστασίας ἀνακύπτει ὅταν τό πολιτικό δικαστήριο δεσμεύεται ἀπό τήν ποινική ἀπόφαση πού προηγήθηκε, εφόσον στην περίπτωση αυτή δέν ἔχουν εφαρμογή οἱ ἀνωτέρω κανόνες. Μόνο γιά τέτοιες περιπτώσεις προβλέπεται ἀπό τήν ὑπό εξέταση διάταξη ὅτι ὁ κατηγορούμενος δύναται, εφόσον συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις πού τάσσονται στή διάταξη αυτή, νά τύχει υπερασπίσεως ἀπό πρόσωπο νομιμοποιούμενο πρός τοῦτο.

    "Οπως παρατηρεί σχετικά ἡ 'Επιτροπή, δύναται νά υποστηριχθεῖ ὅτι ὅλα τά κράτη πού υπέγραψαν τή σύμβαση ἀναγνωρίζουν τόν άγραφο κανόνα σύμφωνα μέ τόν όποιο οἱ διατάξεις πού ἀνάγονται στην υπεράσπιση τοῦ κατηγορουμένου πρέπει νά ἑρμηνεύονται ευρέως καί υπέρ αὐτοῦ. Πρός ὑποστήριξη τῆς ἀπόψεως αυτής, ἡ 'Επιτροπή προσκόμισε τήν έκθεση τῆς βελγοολλανδολουξεμβουργιανῆς επιτροπής γιά τή μελέτη τῆς ἑνοποιήσεως τοῦ δικαίου στό πλαίσιο τῆς συνθήκης τοῦ 1961.

    Ὡς πρός τό άρθρο 13 τῆς συνθήκης ή έκθεση αυτή (σ. 63) ἀναφέρει ὅτι, σύμφωνα μέ τό δίκαιο τοῦ Βελγίου καί τοῦ Λουξεμβούργου, «ή ποινική ἀπόφαση ἀποτελεί δεδικασμένο γιά τή μεταγενέστερη πολιτική δίκη ... Στην περίπτωση αυτή, ή ἀστική ἀξίωση πού ἀσκείται μεταγενέστερα κατά Ὀλλανδοῦ στόν όποιο έχει ἐπιβληθεί ποινική καταδίκη θά ἀποβεί ἀναπόφευκτα εἰς βάρος του. Ἦταν συνεπώς ουσιώδες νά έχει τη δυνατότητα νά υπερασπίζεται τόν ἑαυτό του ἀπό τό στάδιο της ποινικῆς διαδικασίας» (οι σκέψεις αυτές επαναλαμβάνονται ἐπί λέξει στην έκθεση Jenard). Ή ἴδια έκθεση ἀναφέρει περαιτέρω ὡς πρός τό άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου: «Δεδομένου ὅτι ἡ διάταξη αύτη έχει προορισμό την προστασία τῶν δικαιωμάτων της υπερασπίσεως, πρέπει νά ἑρμηνεύεται πάντα υπέρ τοῦ κατηγορουμένου». Οἱ φράσεις, ὅμως, αυτές δέν πρέπει νά ἀναγνωσθοῦν ἀνεξαρτήτως τῶν συμφραζομένων τους οἱ προϋποθέσεις αυτές ἀφοροῦν τή «μεταγενέστερη πολιτική δίκη».

    Τό πεδίο ἀναφορᾶς τους δέ δύναται συνεπῶς νά θεωρηθεί ἀπόλυτο: 'Ισχύουν μόνο στην περίπτωση πού ἀσκείται πολιτική ἀγωγή ἡ χωριστή μεταγενέστερη ἀγωγή γιά τήν ἀποκατάσταση ζημίας πού προκλήθηκε σέ τρίτο ἀπό τόν ἴδιο τόν κατηγορούμενο.

    Κατά συνέπεια, τό άρθρο ΙΙ έχει εφαρμογή μόνο ὅταν τρίτος, ὁ όποιος υπέστη ζημία ἀπό ἔγκλημα ἐξ ἀμελείας, ἀσκεῖ ἡ δύναται νά ἀσκήσει πολιτική ἀγωγή εφόσον τό ποινικό δικαστήριο δέν έχει ἀκόμα εκδώσει ὁριστική ἀπόφαση ἐπί τῆς ποινικής υποθέσεως, ἡ τουλάχιστον ὅταν ήδη κατά τό στάδιο αυτό τίθεται θέμα αστικής ευθύνης τοῦ κατηγορουμένου.

    4.

    Μέ τήν επιφύλαξη τῆς εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών ἀπό τόν εθνικό δικαστή, δέν ἀντιλαμβάνομαι πώς είναι δυνατό στην προκειμένη περίπτωση νά έχει ζημιωθεί μέ άμεσο τρόπο ἕνας τρίτος ἀπό ἀξιόποινη πράξη ὅπως ἡ επίδικη, οὔτε πώς ὁ τυχόν ζημιωθείς τρίτος θά μποροῦσε σέ μεταγενέστερο χρόνο νά ἀσκήσει ἀγωγή κατά τήν εκδίκαση τῆς ὁποίας τό ζήτημα τῆς ποινικής ευθύνης τοῦ κατηγορουμένου θά μποροῦσε νά διαδραματίσει ἀποφασιστικό ρόλο στόν προσδιορισμό τῶν ἐνδεχόμενων συνεπειών.

    Δέν εἶναι δυνατό ν' ἀντιταχθεί ἐν προκειμένω ὅτι κατά τοῦ κατηγορουμένου ενδέχεται νά στραφεί μεταγενέστερα ὁ κύριος τῶν δημευθέντων ἀντικειμένων, μέ τά όποια ήταν εφοδιασμένο τό ὄχημα, στην περίπτωση πού ὁ κατηγορούμενος τό εἶχε χρησιδανεισθεῖ ἡ μισθώσει. Δέ θά επρόκειτο στήν περίπτωση αυτή γιά «πολιτική ἀγωγή» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου. Τό άρθρο αυτό προϋποθέτει ὅτι εξαιτίας τοῦ ἐγκλήματος ἐξ αμελείας προσβάλλονται τά έννομα ἀγαθά τρίτου καί ὅτι ἡ προσβολή αυτή δημιουργεί ἀξίωση τοῦ τρίτου ἡ ἐκείνων πού έλκουν δικαιώματα ἀπό αυτόν. 'Αλλά τό έννομο ἀγαθό τό όποιο προσβλήθηκε ἀπό τήν ἀξιόποινη πράξη πού εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς κύριας δίκης δέν έγκειται σέ περιουσιακό συμφέρον τρίτου. 'Ενδεχομένως νά επήλθε διατάραξη τῶν ραδιοφωνικών εκπομπών, ζήτημα πού ἀνάγεται στό κοινό συμφέρον, ή προσβολή τοῦ μονοπωλίου τοῦ ταχυδρομείου.

    Κατά τά λοιπά, κανένας ιδιώτης δέν άσκησε πολιτική ἀγωγή στην κύρια δίκη έκτός ἀπό τήν ἴδια τήν ποινική ἀπόφαση, δέν έχει ἐκδοθεῖ ούτε πρόκειται νά ἐκδοθεί δικαστική ἀπόφαση δεκτική ἀναγνωρίσεως ή εκτελέσεως σέ άλλο Κράτος μέλος.

    II —

    Τό συμπέρασμα αυτής τῆς ἐξετάσεως τοῦ δευτέρου ἀπό τά ἐρωτήματα πού υποβλήθηκαν καθιστά κατά τή γνώμη μου περιττή τήν εξέταση τοῦ πρώτου. Γιά τήν περίπτωση πού τό Δικαστήριο κρίνει άλλως, θά ἤθελα ὡς πρός τό ερώτημα αυτό νά ἀναφέρω μέ κάθε δυνατή συντομία τά έξῆς:

    Λόγω τῶν σημαντικών διαφορών πού υφίστανται μεταξύ τῶν δικαίων τῶν Κρατών μελών στό πεδίο αυτό, δέν μοῦ φαίνεται δυνατό νά δοθεί ένας πλήρης ὁρισμός τοῦ «ἐγκλήματος ἐξ ἀμελείας» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου ΙΙ πρώτη παράγραφος τοῦ πρωτοκόλλου.

    Ή έκθεση Jenard σιωπά ἐπί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Ή έκφραση «έγκλημα ἐξ ἀμελείας», ή ὁποία διατυπώνεται μέ τόν 'ίδιο τρόπο στά πρωτόκολλα τοῦ 1961 καί τοῦ 1968 (έκτός ἀπό τή διαφορά «niet opzettlijk/onopzettlijk»), διαφέρει στά δύο γαλλικά κείμενα: «infraction autre qu'une infraction intentionnelle» στό κείμενο τοῦ 1961, «infraction involontaire» στό κείμενο τοῦ 1968. Κατά τή γνώμη μου, ἡ έκφραση «infraction autre qu'une infraction intentionnelle» εἶναι περισσότερο δόκιμη ἀπό νομικῆς ἀπόψεως.

    Πρόθεση τῶν συντακτῶν τῆς διατάξεως τοῦ 1968 — ὅπως καί εκείνων τῆς διατάξεως τοῦ 1961 — ήταν νά καλυφθούν μέ τή διάταξη αύτη τά ελαφρά εγκλήματα. Στην παρούσα υπόθεση δέ χρειάζεται νά επιλυθεί τό ζήτημα ἄν εξακολουθούν νά εμπίπτουν στή διάταξη αυτή οἱ πράξεις εκείνες, οἱ όποιες, μέ τήν ἀποποινικοποίηση τῶν ὁδικῶν ιδίως παραβάσεων, δέ χαρακτηρίζονται πλέον ὡς «εγκλήματα» άλλά ὡς «διοικητικές παραβάσεις». Οἱ συντάκτες τῆς συμβάσεως τοῦ 1968 φαίνεται πάντως νά έχουν εκκινήσει ἀπό τήν ἀρχή ὅτι — ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορών μεταξύ τῶν έννομων τάξεων τῶν Κρατῶν μελῶν — οἱ πράξεις εκ δόλου δέν εμπίπτουν στό άρθρο ΙΙ τοῦ πρωτοκόλλου.

    Ὡς «έγκλημα ἐξ ἀμελείας» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου ΙΙ πρώτη παράγραφος τοῦ πρωτοκόλλου πρέπει, συνεπώς, νά νοηθεί κάθε πράξη πού εἶναι ἀξιόποινη μολονότι τελέσθηκε χωρίς δόλο. Στην έννοια αυτή εμπίπτουν, επομένως, ὄχι μόνο οἱ ἀξιόποινες πράξεις πού διαπράχθηκαν «ἐξ ἀμελείας», άλλά καί οἱ πράξεις, τό ἀξιόποινο τῶν οποίων δέν εξαρτάται ἀπό τήν ύπαρξη ή τή διαπίστωση ποινικής υπαιτιότητας.

    III —

    Κατά συνέπεια, προτείνω νά ἀποφανθεί τό Δικαστήριο ὅτι ἡ ευχέρεια πού ἀπονέμει τό άρθρο ΙΙ πρώτη παράγραφος τοῦ πρωτοκόλλου πού προσαρτᾶται στή σύμβαση τοῦ 1968 γιά την ἀρμοδιότητα τῶν δικαστηρίων καί τήν εκτέλεση τῶν ἀποφάσεων ἐπί ἀστικῶν καί εμπορικών υποθέσεων, υφίσταται μόνο ὅταν ὁ ζημιωθείς ἀπό ἀξιόποινη πράξη πού δέ διαπράχθηκε ἐκ δόλου έχει ἀσκήσει πολιτική ἀγωγή ἤ οταν εἶναι πιθανό ὅτι θά τεθεί μεταγενέστερα θέμα ἀστικῆς ευθύνης τοῦ κατηγορουμένου ἀπό τό ζημιωθέντα ἤ εκείνους πού έλκουν δικαιώματα ἀπό αυτόν.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά γερμανικά.

    Top