Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61979CJ0056

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1980.
    Siegfried Zelger κατά Sebastiano Salinitri.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
    Υπόθεση 56/79.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1980:I 00057

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1980:15

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 17ης Ιανουαρίου 1980 ( *1 )

    Στην υπόθεση 56/79,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου του 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Siegfried Zeiger, εμπόρου, Thalkirchener Straße 81, Großmarkthalle, München 75,

    και

    Sebastiano Salinitri, εμπόρου, ταχυδρομική θυρίδα 10, Mascali, Ιταλία,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 5 και 17 της ανωτέρω συμβάσεως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. O'Keeffe και Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, G. Bosco, T. Koopmans και Ο. Due, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. Capotorti

    γραμματέας: A. Van Houtte

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    (Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

    Σκεπτικό

    1

    Με Διάταξη της 15ης Μαρτίου 1979, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 1979, το Bundesgerichtschof υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (στο εξής: Σύμβαση), ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 5, αριθ. 1 και 17 της Συμβάσεως αυτής.

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο εμπόρων, από τους οποίους ο ένας κατοικεί στο Μόναχο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και ο άλλος στο Mascari της Ιταλίας, σχετικής με την εξόφληση εκ μέρους του εναγομένου της κυρίας δίκης δανείου που του είχε χορηγήσει ο ενάγων της κυρίας δίκης. Ο τελευταίος, στηριζόμενος σε προφορική συμφωνία με την οποία είχε καθορισθεί ως τόπος εξοφλήσεως το Μόναχο, άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht του Μονάχου, το οποίο απεφάνθη ότι είναι αναρμόδιο λόγω του ότι, αφενός, μόνη η προφορική συμφωνία για τον τόπο εκπληρώσεως δεν αρκεί για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας και του ότι, αφετέρου, η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας παρά μόνον εφόσον έχει τηρηθεί ο τύπος του άρθρου 17 της Συμβάσεως. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Oberlandesgericht του Μονάχου και ο ενάγων της κυρίας δίκης άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof, το οποίο υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα:

    «Αρκεί μία σύμβαση που καταρτίσθηκε άτυπα μεταξύ εμπόρων (εχόντων την εμπορική ιδιότητα, Vollkaufleute) σχετικά με τον τόπο εκπληρώσεως της επίδικης υποχρεώσεως, της οποίας το κύρος αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο εν προκειμένω το γερμανικό δίκαιο — για να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία — κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, ή η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει μίας τέτοιας συμβάσεως εξαρτάται από την τήρηση του τύπου που προβλέπει το άρθρο 17 της Συμβάσεως;»

    2

    Από τη διατύπωση του ερωτήματος αυτού προκύπτει ότι το ζήτημα που απασχολεί το εθνικό δικαστήριο είναι αν το αποτέλεσμα μιας συμβάσεως όπως αυτή που περιγράφεται, εξαρτάται, προς θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 5 της Συμβάσεως, από τον τύπο του άρθρου 17 της Συμβάσεως, το οποίο προβλέπει ότι το Δικαστήριο του συμβαλλομένου κράτους μέλους που έχουν υποδείξει τα μέρη — από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μέλους — για την εκδίκαση διαφορών που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποδειχθεί με γραπτή συμφωνία ή με προφορική συμφωνία που έχει επιβεβαιωθεί γραπτώς.

    3

    Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 5, αριθ. 1, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 της Συμβάσεως υπό τον τίτλο «ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας», θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 της Συμβάσεως· η διάταξη του άρθρου 5, κατά την οποία πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, εισάγει κριτήριο περί διεθνούς δικαιοδοσίας, ως προς το οποίο η επιλογή εξαρτάται από την προτίμηση του ενάγοντος και δικαιολογείται από την ύπαρξη απευθείας συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να την εκδικάσει.

    4

    Αντίθετα, το άρθρο 17, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 6 της Συμβάσεως που τιτλοφορείται «παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», κατά το οποίο το δικαστήριο που υπέδειξαν τα μέρη κατά τους προβλεπόμενους τύπους έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, παραμερίζει έτσι τόσο τους γενικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας — του άρθρου 2 της Συμβάσεως — όσο και τους ειδικούς — του άρθρου 5 — και αγνοεί κάθε αντικειμενικό στοιχείο συνάφειας μεταξύ της επίδικης σχέσεως και του υποδειχθέντος δικαστηρίου. Έτσι, φαίνεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου εκπληρώσεως (την οποία προβλέπει το άρθρο 5, αριθ. 1) και η διεθνής δικαιοδοσία του επιλεγέντος δικαστηρίου (την οποία προβλέπει το άρθρο 17) θεμελιώνονται σε δύο διαφορετικές ιδέες και ότι η τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 17 της Συμβάσεως είναι υποχρεωτική μόνο για τις συμφωνίες περί επιλογής δικαστηρίου.

    5

    Κατά συνέπεια, αν ο εφαρμοστέος νόμος επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη υπό τις προϋποθέσεις πού θέτει, να προσδιορίσουν τόπο εκπληρώσεως μιας υποχρεώσεως χωρίς να επιβάλλει καμιά ειδική τυπική προϋπόθεση, η συμφωνία για τον τόπο εκπληρώσεως υποχρεώσεως αρκεί για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας σε συνάρτητη με τον ίδιο τόπο κατά την έννοια του άρθρου 5, αριθ. 1 της Συμβάσεως.

    6

    Επομένως, στο ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αν ο τόπος εκπληρώσεως συμβατικής υποχρεώσεως έχει προσδιορισθεί από τα μέρη με ρήτρα έγκυρη κατά το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο του τόπου αυτού έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διαφορών που έχουν σχέση με την υποχρέωση αυτή δυνάμει του άρθρου 5, αριθ. 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, ανεξάρτητα από την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 17.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesgerichtshof, με Διάταξη της 15ης Μαρτίου 1979, αποφαίνεται:

     

    Αν ο τόπος εκπληρώσεως συμβατικής υποχρεώσεως έχει προσδιοριστεί από τα μέρη με ρήτρα έγκυρη κατά το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο του τόπου αυτού έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διαφορών που έχουν σχέση με την υποχρέωση αυτή δυνάμει του άρθρου 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, ανεξάρτητα από την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 17.

     

    Kutscher

    O'Keeffe

    Touffait

    Mertens de Wilmars

    Pescatore

    Mackenzie Stuart

    Bosco

    Koopmans

    Due

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιανουαρίου 1980.

    Ο γραμματέας

    Α. Van Houtte

    Ο πρόεδρος

    Η. Kutscher


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top