EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61979CC0814

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner της 8ης Οκτωβρίου 1980.
Κάτω Χώρες κατά Reinhold Rüffer.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Σύμβαση των Βρυξελλών 1968.
Υπόθεση 814/79.

Αγγλική ειδική έκδοση 1980:III 00493

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1980:229

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JEAN-PIERRE WARNER

της 8ης Οκτωβρίου 1980 ( *1 )

Περιεχόμενα

 

Εισαγωγή

 

Ερώτημα Α

 

Ερώτημα Β

 

Ερώτημα Γ

 

Ερώτημα Δ

 

Ερώτημα Ε

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Εισαγωγή

Το Hoge Raad των Κάτω Χωρών υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, κατ' εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Όπως γνωρίζετε, κύριοι, η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται προς το παρόν μόνο μεταξύ των αρχικών κρατών μελών και αυθεντικά θεωρούνται μόνο τα κείμενα της Συμβάσεως στη γερμανική, γαλλική, ιταλική και ολλανδική γλώσσα. Γνωρίζετε επίσης ότι, στις 9 Οκτωβρίου 1978, υπογράφηκε σύμβαση προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στη Σύμβαση του 1968 και στο Πρωτόκολλο του 1971 και τελεί τώρα υπό επικύρωση. Θα την αποκαλέσω «σύμβαση προσχωρήσεως». Περιλαμβάνει σε παράρτημα γλωσσική απόδοση της Συμβάσεως του 1968 και του Πρωτοκόλλου του 1971 στα δανικά, αγγλικά και ιρλανδικά και ορίζει (στο άρθρο 37) ότι οι αποδόσεις αυτές είναι αυθεντικές υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τα πρωτότυπα κείμενα της Συμβάσεως του 1968 και του Πρωτοκόλλου του 1971. Γι' αυτό επιτρέψτε μου, όποτε χρειαστεί, να αναφέρομαι στο δανικό, αγγλικό και ιρλανδικό αυθεντικό κείμενο, όπως θα ισχύουν όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επικυρώσεως.

Προσφεύγον στην κύρια διαδικασία ενώπιον του Hoge Raad είναι το Ολλανδικό Δημόσιο, που θα αποκαλώ απλώς το «Δημόσιο». Στο δικόγραφο της παραπομπής αναφέρεται ως καθού ο «Reinhold Ruf fler», o δικηγόρος του, όμως, μας δήλωσε ότι το όνομα του είναι στην πραγματικότητα «Rüffer». Είναι γερμανός υπήκοος, «έχει την κατοικία του» (κατά την έννοια που δίνει στον όρο αυτό η Σύμβαση του 1968) στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ήταν ιδιοκτήτης και πλοίαρχος του γερμανικού πλοίου «Otrate» που βυθίστηκε τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1971 στον κόλπο του Βατούμ στις εκβολές του Εμς, συνεπεία συγκρούσεως με το ολλανδικό πλοίο «Vechtborg» και μετατράπηκε σε ναυάγιο. Το Κράτος ισχυρίζεται ότι η σύγκρουση οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, σε αμέλεια κατά την οδήγηση του «Otrate», παρά το ότι κατά την ώρα της συγκρούσεως βρισκόταν στο τιμόνι του πλοίου τοπικός πλοηγός.

Τα προβλήματα που ανεφύησαν στην υπόθεση αυτή οφείλονται στο περίεργο γεγονός ότι τα σύνορα μεταξύ Κάτω Χωρών και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στις εκβολές του ποταμού Εμς, είναι αντικείμενο αμφισβητήσεως. Ο κόλπος του Βατούμ βρίσκεται σε ζώνη, επί της οποίας τα δύο κράτη διεκδικούν κυριαρχικά δικαιώματα. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν καλείται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, δεν υπάρχει, κύριοι, κανένας λόγος να σας απασχολήσω με τις αιτίες και τις λεπτομέρειες του ζητήματος, όσο ενδιαφέρον και αν έχουν.

Με συνθήκη που υπογράφηκε από τις Κάτω Χώρες και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 8 Απριλίου 1960 στη Χάγη (τη «Συνθήκη «Ems-Dollart») που συμπληρώθηκε με μεταγενέστερες πράξεις, οι διατάξεις των οποίων είναι χωρίς σημασία για την υπό κρίση υπόθεση, τα δύο κράτη προήλθαν σε συμφωνία για συνεργασία στις εκβολές του Εμς, επιφυλασσόμενα ως προς τις αντίστοιχες εδαφικές διεκδικήσεις τους. Οι διατάξεις της Συνθήκης Ems-Dollart, που έχουν εδώ σημασία, συνοψίζονται ως εξής:

Το άρθρο 16 ορίζει «κάθε συμβαλλόμενο μέρος βαρύνεται με τις δαπάνες που αντιστοιχούν στα έργα και στα μέτρα που έχει δικαίωμα να εκτελεί ή που οφείλει να εκτελεί ή να λαμβάνει με την παρούσα Συνθήκη».

Το άρθρο 19 καθορίζει τις ζώνες, «εντός των οποίων κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να μεριμνά γι' αυτό που η Συνθήκη αποκαλεί τα καθήκοντα της ακτοφυλακής». Οι Κάτω Χώρες ασκούν τα καθήκοντα αυτά μέσα στον κόλπο του Βατούμ. Κατά το άρθρο 20 τα «καθήκοντα της ακτοφυλακής» περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, «την αναζήτηση, τη σηματοδότηση και την ανέλκυση των ναυαγίων». Το άρθρο 20 ορίζει ότι «κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ακτοφυλακής, κάθε συμβαλλόμενο μέρος εφαρμόζει τη δική του κανονιστική ρύθμιση».

Το άρθρο 32 προβλέπει εφαρμογή ορισμένων κανόνων «όταν η εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου εξαρτάται από την επικράτεια στην οποία βρίσκεται ένα πλοίο ή από την οποία περνά το δρομολόγιο του». Στην περίπτωση αυτή «πλην αντιθέτου διατάξεως άλλων διεθνών συνθηκών στις οποίες προσχώρησαν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ... λογίζεται ότι τα γερμανικά πλοία βρίσκονται στη γερμανική επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και τα ολλανδικά πλοία στην επικράτεια του Βασιλείου των Κάτω Χωρών». Η κατάσταση ενός πλοίου τρίτης χώρας προσδιορίζεται από το λιμάνι του προορισμού του ή από το λιμάνι μέσα στις εκβολές, από το οποίο ανεχώρησε». Το άρθρο 33 προβλέπει ότι «το άρθρο 32 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στις αρμοδιότητες των αστυνομικών αρχών, εισαγγελικής αρχής και των δικαστηρίων».

Το άρθρο 46, παράγραφος 1 ορίζει: «Οι διατάξεις της παρούσας Συνθήκης δεν επηρεάζουν το ζήτημα της μεθοριακής γραμμής στις εκβολές του Εμς. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατηρεί σχετικά τη νομική του θέση.» Το άρθρο 46, παράγραφος 2, επιτρέπει σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος να προσφύγει για το ζήτημα αυτό στο Διεθνές Δικαστήριο ή σε διαιτησία, απ' ό,τι φαίνεται όμως καμία πλευρά δεν το έκανε ακόμα.

Κατά τα άρθρα 19 έως 21 της συνθήκης, επομένως, η ολλανδική αρχή, δηλαδή το Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από το «Ministerie van Verkeer en Waterstaat» (Υπουργείο Συγκοινωνιών και πλωτών οδών) ήταν αρμόδιο να ασχοληθεί με το ναυάγιο του Otrate, σύμφωνα με τη σχετική ολλανδική νομοθεσία που ήταν το «Wrakkenwet» (νόμος περί ναυαγίων) της 19ης Ιουνίου 1934. Δυνάμει των εξουσιών που του απονέμει ο νόμος αυτός και ιδίως το άρθρο 6, το υπουργείο ανέθεσε την ανέλκυση των υπολειμμάτων του πλοίου και του φορτίου του και τη μεταφορά στο λιμάνι του Delfzijl, όπου πωλήθησαν από το δήμαρχο. Το κόστος της ανέλκυσης ανήλθε τα 113994,55 ολλανδικά φιορίνια και το καθαρό προϊόν της πωλήσεως τους τα 6530,37 φιορίνια. Το Δημόσιο ζήτησε από τον Rüffer το υπόλοιπο των 107564,18 φιορινιών δυνάμει του άρθρου 10 του Wrakkenwet που ορίζει:

«Οι δαπάνες που προέκυψαν δυνάμει του παρόντος νόμου, καθόσον δεν επιστράφηκαν από τους ενδιαφερόμενους ή δεν μπορούν να καλυφθούν από το προϊόν της πωλήσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 6, βαρύνουν το διαχειριστή, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του να αναζητήσει τις δαπάνες που τον βαρύνουν δυνάμει του άρθρου αυτού από τον κατά νόμο υπεύθυνο.»

Απ' όσα το Hoge Raad εκθέτει, στη Διάταξη περί παραπομπής, και ακόμα απ' όσα εξήγησε το Δημόσιο, στο υπόμνημα που υπέβαλε στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι η ευθύνη που αναφέρεται στο τελευταίο μέρος του άρθρου 10 είναι ευθύνη του κοινού δικαίου και στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άποψη του κράτους, ευθύνη που απορρέει από το άρθρο 780 του «Wetboek van Koophandel» (ολλανδικός εμπορικός κώδικας) που επιβάλλει στον πλοιοκτήτη ευθύνη εκ πταίσματος προστιθέντος, για ζημίες που προκαλούν εκ πταίσματος κατά την εργασία τους οι μόνιμα και προσωρινά εργαζόμενοι επί του πλοίου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1401 και 1403 του «Burgelijk Wetboek» (ολλανδικός αστικός κώδικας) που πραγματεύεται τις αδικοπραξίες.

Εν πάση περιπτώσει, το Hoge Raad βεβαιώνει ρητά ότι η αξίωση που προβάλλει το Κράτος κατά του Rüffer είναι, κατά το ολλανδικό δίκαιο, ενοχή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας («Als Verbintenis uit Onrechtmatige Daad»).

Δεδομένου ότι o Rüffer αρνήθηκε κάθε ευθύνη, το κράτος τον ενήγαγε ενώπιον του Arrondissementsrechtbank της Χάγης για να τον υποχρεώσει να εκτελέσει την υποχρέωση του. Ο δικηγόρος του Rüffer προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου αυτού. Με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1976 το Arrondissementsrechtbank κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να κρίνει επί της αγωγής. Το Δημόσιο άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof της Χάγης, το οποίο, με απόφαση της 16ης Μαρτίου 1978 επικύρωσε την απόφαση του Arrondissementsrechtbank. Δεν θεωρώ σκόπιμο, κύριοι, να σας απασχολήσω με τις λεπτομέρειες των απόψεων που αναπτύχθηκαν εξ ονόματος των διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων αυτών ή με το σκεπτικό των αποφάσεων τους.

Τώρα πλέον το Δημόσιο έχει ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού θεμελιώνει την άποψη του εξ ολοκλήρου επί του άρθρου 5, περίπτωση 3, της Συμβάσεως του 1968. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

(3)

ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός.

...»

Ενώπιον του Hoge Raad, το Δημόσιο προβάλλει τέσσερις ισχυρισμούς. Κατ' αρχάς ισχυρίστηκε ότι, εφόσον από τη σκοπιά της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ο κόλπος του Βατούμ αποτελεί μέρος της ολλανδικής επικρατείας, ένα ολλανδικό δικαστήριο πρέπει να κρίνει ότι το μέρος όπου βυθίστηκε το Otrate και από το οποίο ανελκύστηκε το ναυάγιο του πρέπει να θεωρηθεί ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3. Τότε ο τόπος αυτός κείται στην ολλανδική επικράτεια. Επικουρικά ισχυρίστηκε ότι, όταν το ολλανδικό Δημόσιο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ενεργώντας βάσει των άρθρων 19 έως 21 της συνθήκης Ems-Dollart και κατ' εφαρμογή του ολλανδικού νόμου περί ναυαγίων, ανέλκυσε ένα ναυάγιο από μέρος των εκβολών του Ems, στο οποίο οι Κάτω Χώρες είναι υπεύθυνες — δυνάμει της συνθήκης Ems-Dollart — για τα καθήκοντα της ακτοφυλακής, η λογική και τελολογική («Redelijke en Doelmatige») ερμηνεία του άρθρου 5, περίπτωση 3 απαιτεί για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής να θεωρηθεί ότι, ο τόπος στον οποίο ανελκύστηκε ένα ναυάγιο βρίσκεται στην ολλανδική επικράτεια. Με τον επόμενο ισχυρισμό, το ολλανδικό Δημόσιο υποστήριξε ότι η σύγκρουση μεταξύ Otrate και Vechtborg ήταν μέρος του «ζημιογόνου γεγονότος», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, και αν το Otrate ως γερμανικό πλοίο λογίζεται δυνάμει του άρθρου 32 της συνθήκης Ems-Dollart ότι βρίσκεται στη γερμανική επικράτεια, το Vechtborg, ολλανδικό πλοίο, βρίσκεται δυνάμει της ίδιας διατάξεως στην ολλανδική επικράτεια, ώστε το «ζημιογόνο γεγονός» συνέβη και στην ολλανδική επικράτεια. Το Δημόσιο υποστήριξε, τέλος, ότι «ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, δεν ήταν ο τόπος, όπου βυθίστηκε το Otrate, αλλά ο τόπος στον οποίο το κράτος υπέστη τη ζημία που συνίστατο στις δαπάνες ανέλκυσης του ναυαγίου, καθόσον οι δαπάνες αυτές δεν καλύφθηκαν από το προϊόν της πωλήσεως του ναυαγίου και του φορτίου του και ότι ο τόπος αυτός ήταν είτε η Χάγη, όπου το Κράτος έχει την έδρα της Κυβέρνησης του είτε το Delfzijl, όπου προέκυψε ότι το προϊόν της πωλήσεως δεν θα αρκούσε για να καλύψει τις δαπάνες ανέλκυσης του ναυαγίου.

Η άποψη του Rüffer επί της ουσίας είναι ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5, περίπτωση 3, και ότι μπορεί να εναχθεί μόνο ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων.

Στηρίζεται κυρίως (καθόσον αυτό έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση) στα άρθρα 32 και 33 της Συνθήκης Ems-Dollart και στο άρθρο 57 της Συμβάσεως του 1968 που ορίζει:

«Η παρούσα σύμβαση δεν θίγει τις συμβάσεις των οποίων τα συμβαλλόμενα κράτη είναι ή θα γίνουν μέρη και οι οποίες, σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων.»

Ο Rüffer υποστηρίζει ότι η συνθήκη Ems-Dollart και ιδίως τα άρθρα της 32 και 33, είναι συνθήκη ρυθμίζουσα τη διεθνή δικαιοδοσία «σε ειδικά θέματα» ώστε δυνάμει του άρθρου 57 αποκλείεται η εφαρμογή της Σύμβασης του 1968. Επικουρικά, ισχυρίζεται, αν κατάλαβα καλά, ότι δυνάμει του άρθρου 32, το «ζημιογόνο γεγονός», δηλαδή το ναυάγιο του Otrate, λογίζεται ότι συνέβη στη γερμανική επικράτεια, οπότε το άρθρο 5, παράγραφος 3, δεν θεμελιώνει αρμοδιότητα των ολλανδικών δικαστηρίων.

Αυτές είναι οι συνθήκες, υπό τις οποίες το Hoge Raad υπέβαλε στο Δικαστήριο πέντε ερωτήματα υπό στοιχεία Α έως Ε.

Ερώτημα Α

Το ερώτημα Α έχει ως εξής:

«Ο όρος “αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης, καλύπτει και αγωγή όπως η ασκηθείσα από το Δημόσιο κατά του Rüffer;»

Όλοι εκείνοι, που κατέθεσαν στο Δικαστήριο παρατηρήσεις (δηλαδή το Δημόσιο, ο Rüffer, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή) συμφώνησαν ότι στο ερώτημα αυτό επιβάλλεται καταφατική απάντηση. Στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε ο εκπρόσωπος του Rüffer ανεφε-ρόταν ότι, όπως έχουν τα πράγματα, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να απαντήσει στο ερώτημα, αλλά κατά την προφορική διαδικασία ο δικηγόρος του Rüffer, εμμένοντας στο ότι το ερώτημα είναι χωρίς αντικείμενο λόγω του άρθρου 57, δέχτηκε την άποψη ότι πρόκειται για «αστική» υπόθεση. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τασσόμενη με την άποψη αυτή, δήλωσε ότι προτίθεται να υποβάλει παρατηρήσεις μόνο επί του ερωτήματος Β· επί του ερωτήματος Α δεν ανέπτυξε κανένα επιχείρημα. Έτσι, μόνο το Δημόσιο και η Επιτροπή προέβαλαν επιχειρήματα επί του ερωτήματος Α.

Το επιχείρημα του Δημοσίου συνοψίζεται στο ότι η διαχείριση μιας πλωτής οδού δεν είναι απαραίτητο να ανατίθεται σε δημόσια αρχή. Αλλοτε υπήρχαν στις Κάτω Χώρες διώρυγες που ανήκαν και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες και τις διαχειρίζονταν. Η επίμαχη αγωγή, εξάλλου, ήταν αγωγή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, δηλαδή χαρακτηριστική «αστική» υπόθεση. Το Δημόσιο, ασκώντας την αγωγή αυτή, δεν ενήργησε ως δημοσία αρχή κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας ώστε η υπόθεση να εμπίπτει στην αρχή που αποκρυστάλλωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση 29/76 (LTU κατά Eurocontrol, Eer. 1976, σ. 1541).

Το επιχείρημα της Επιτροπής ήταν κάπως διαφορετικό, καθόσον δέχτηκε ότι μια δημόσια αρχή, με την ανέλκυση ενός ναυαγίου από μία δημόσια πλωτή οδό, ασκεί δημόσια εξουσία κατά την έννοια που έδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση LTU κατά Eurocontrol. Κατά τη γνώμη όμως της Επιτροπής, αυτό δεν έχει ως επακόλουθο ότι αγωγή βάσει του άρθρου 10 του Wrakkenwet συνιστά αγωγή ασκούμενη κατά την εκτέλεση δημοσίας εξουσίας. Πρόκειται για αγωγή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας που τείνει στην αποκατάσταση, από τους υπεύθυνους για την ύπαρξη του ναυαγίου, της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από υπαιτιότητα τους. Η αγωγή αυτή είναι ανάλογη με κάθε αγωγή που θα ασκούσε το θύμα μιας θαλάσσιας συγκρούσεως κατά του υπαίτιου της συγκρούσεως αυτής.

Δεν νομίζω ότι η απάντηση είναι τόσο απλή. Πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μη λησμονείται ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί το άρθρο 1, που καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, καλύπτουν έννοιες «αυτοτελείς», σε σχέση με το δίκαιο οποιουδήποτε επιμέρους κράτους μέλους και ότι, «πρέπει να ερμηνεύονται σε συνάρτηση αφενός με τους στόχους και το σύστημα της συμβάσεως και αφετέρου με τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών συστημάτων δικαίου» — βλ. LTU κατά Eurocontrol, υποθέσεις 9 και 10/77, Bavaria Fluggesellschaft και Germanair κατά Eurocontrol (Eer. 1977, σ. 1517) και υπόθεση 133/78, Gourdain κατά Nadler (Eer. 1979, σ. 733). Όπως έκρινε το Δικαστήριο σε καθεμιά από τις υποθέσεις αυτές, η ερμηνεία αυτή «είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, της ισότητας και ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα συμβαλλόμενα κράτη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα». Στην υπόθεση LTU κατά Eurocontrol το Δικαστήριο προχώρησε λέγοντας ότι «ναι μεν ο όρος “αστικές και εμπορικές υποθέσεις” ερμηνεύεται κατά τέτοιον τρόπο ..., πρέπει όμως να θεωρείται ότι μερικές δικαστικές αποφάσεις αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, λόγω των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς». Με βάση αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι «αν και ορισμένες αποφάσεις εκδιδόμενες σε διαφορές μεταξύ δημοσίας αρχής και ιδιώτη εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η δημοσία αρχή ενεργεί κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας».

Για να εξακριβωθεί λοιπόν αν μία αγωγή, όπως η ασκηθείσα από το Δημόσιο κατά του Rüffer, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, δεν αρκεί να εξεταστεί πού κατατάσσεται κατά το ολλανδικό δίκαιο. Απαιτείται να εξεταστούν τα συστήματα δικαίου του συνόλου των κρατών μελών, για να αποδειχτεί αν απορρέει κάποια γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία μια τέτοια αγωγή πρέπει να θεωρείται «αστική» ή «εμπορική» υπόθεση.

Από την εξέταση των δικαίων των αρχικών κρατών μελών προκύπτει ότι, μεταξύ αυτών, το ολλανδικό δίκαιο είναι το μόνο που αναγνωρίζει σε λιμενική ή ποτάμια αρχή τέτοιας μορφής αγωγή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας.

Στο Βέλγιο, ο τομέας αυτός διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 49, 102 και 109, παράγραφος 4, ενός «Arrêté Royal» (βασιλικό διάταγμα) της 15ης Οκτωβρίου 1935 περί «γενικής ρυθμίσεως των πλωτών οδών του Βασιλείου», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 220, 221 και 224 του «Code des Droits d'Enregistrement, ď Hypothèque et de Greffe». Συνοψίζοντας, οι διατάξεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα, όταν ένα ναυάγιο δεν ανελκύεται από τον πλοιοκτήτη, να έχει το «Office de la Navigation» το δικαίωμα να το ανελκύσει και να αξιώσει από τον πλοικτήτη να καλύψει τις δαπάνες που προέκυψαν από αυτό. Αν δεν πληρώσει, το ποσό εισπράττεται από την «Administration de 1' Enregistrement et des Domaines» διά της οδού της «Contrainte», την εκτέλεση της οποίας μπορεί να εμποδίσει ο ιδιοκτήτης μόνον αν ο ίδιος προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια. Επομένως, η διαδικασία είναι τυπικά διοικητική. Απ' ό,τι φαίνεται, καμία δημόσια αρχή δεν έχει δικαίωμα ασκήσεως αγωγής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας κατά του πλοικτήτη ή άλλου προσώπου, όταν η διαδικασία αυτή δεν οδηγήσει σε πλήρη απόδοση της δαπάνης.

Δύο από τους νόμους της Γερμανίας ενδιαφέρουν εδώ, ο ένας της 18ης Μαΐου 1874, το «Strandungsordung» (διάταγμα περί ναυαγίων) και ο άλλος της 2ας Απριλίου 1968, ο «Bundeswasserstrassengesetz» (νόμος περί ομοσπονδιακών πλωτών οδών). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουν τα άρθρα 25 και επόμενα του πρώτου νόμου (όπως τροποποιήθηκαν) και τα άρθρα 24, παράγραφος 1, 25, 28 και 30 του δευτέρου. Κατά τις διατάξεις αυτές αντιμετωπίζονται δύο δυνατότητες:

ι)

Η αρμόδια αρχή μπορεί, με διοικητική πράξη, υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων («Verwaltungsgericht») να επιβάλλει στον κύριο του ναυαγίου ή σε κάθε άλλο πρόσωπο που θεωρεί υπεύθυνο για την παρουσία του ναυαγίου να ανελκύσουν το ναυάγιο με δικά τους έξοδα. Αν αυτοί δεν το πράξουν μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, η αρχή μπορεί να το ανελκύσει αυτή η ίδια, και να χρεώσει με τα έξοδα που προέκυψαν τον κύριο του ναυαγίου και πάλι με διοικητική πράξη υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

ιι)

Σε επείγουσες περιπτώσεις, η αρχή μπορεί να ανελκύσει η ίδια το ναυάγιο, χωρίς να προειδοποιήσει τον κύριο του ναυαγίου ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Τότε αποκτά προνομιούχα αξίωση επί του ναυαγίου μέχρι του ποσού του κόστους της ανέλκυσης. Η προνομιούχα αυτή αξίωση μπορεί να εκτελεστεί με διοικητική διαδικασία αναζητήσεως της οφειλής που καλείται «Verwaltungszwangsverfahren» (διοικητική αναγκαστική εκτέλεση). Αν το κόστος υπερβαίνει την αξία του ναυαγίου, το υπόλοιπο δεν αναζητείται (βλ. απόφαση του Bundesverwaltungsgericht της 22ας Αυγούστου 1975 που αναφέρεται στο «Die öffentliche Verwaltung» 1976, σ. 100).

Επομένως, και εκεί η όλη υπόθεση είναι διοικητικής φύσεως, παρά το ότι αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε. Μέχρις εκδόσεως του νόμου του 1968 υπήρχαν περιπτώσεις, στις οποίες μπορούσε να ασκηθεί αγωγή, όπως η υπό κρίση, δυνάμει των διατάξεων του «Bürgerliches Gesetzbuch» (γερμανικός Αστικός Κώδικας) περί διοικήσεως αλλότριων και όχι περί αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας.

Στη Γαλλία, το δίκαιο που εφαρμόζεται στα ναυάγια απορρέει από ένα νόμο της 24ης Νοεμβρίου 1961 σχετικά με την «Police des épaves maritimes» (αρμόδια για τα ναυάγια αστυνομία) και δύο σχετικά εκτελεστικά κείμενα του νόμου, ένα διάταγμα της 26ης Δεκεμβρίου 1961 και μία απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1965. Όσον αφορά τα ναυάγια σε πλωτές οδούς του εσωτερικού, το δικαίωμα απορρέει από το «Règlement général de la navigation intérieure» που εκδόθηκε με διάταγμα της 21ης Σεπτεμβρίου 1973. Το βασικό του σημείο είναι ότι, αν ο κύριος του ναυαγίου δεν το ανελκύσει, η αρμόδια αρχή μπορεί να αναθέσει την ανέλκυση του και να εκδώσει «εκτελεστό τίτλο» που παρέχει το δικαίωμα στην αρχή να αναζητήσει από τον πλοικτήτη κάθε δαπάνη που το ύψος της υπερβαίνει το προϊόν της πωλήσεως του ναυαγίου. Ο κύριος του ναυαγίου μπορεί να προσφύγει κατ' αυτού του «εκτελεστού τίτλου».ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Απ' ό,τι φαίνεται η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να εναγάγει τον πλοιοκτήτη η οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων.

Στην Ιταλία το «Codice della navigazione» [«κώδικας ναυτικού δικαίου» που θεσπίστηκε με το «Decreto reale» (βασιλικό διάταγμα)] 327 της 30ής Μαρτίου 1942, παρέχει στην αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που ο κύριος του ναυαγίου δεν προβαίνει στην ανέλκυση του, ή σε επείγουσα περίπτωση, την εξουσία να προβαίνει σε ανέλκυση του ναυαγίου, οπότε η ιδιοκτησία του ναυαγίου μεταβιβάζεται στην αρχή. Αν το κόστος της ανέλκυσης υπερβαίνει το προϊόν της πωλήσεως του ναυαγίου και αν η χωρητικότητα του ήταν άνω των 300 τόνων, η αρχή έχει το δικαίωμα, δυνάμει των άρθρων 73 και 84 του κώδικα, να εκδώσει μία «ingiunzione» (είδος διαταγής πληρωμής) καλώντας τον κύριο του ναυαγίου (αλλά κανέναν άλλο) να καταβάλει τη διαφορά. Αυτή η ingiunzione καθίσταται εκτελεστή αφού περιαφθεί τον εκτελεστήριο τύπο από τον Pretore. Φαίνεται ότι, το ζήτημα κατά πόσο η ανάγκη περιαφής από τον Pretore του εκτελεστηρίου τύπου μετατρέπει αυτό που ξεκινά ως διοικητική σε δικαστική πράξη αμφισβητείται μεταξύ των Ιταλών νομικών, αλλά η ορθότερη άποψη φαίνεται πως είναι ότι η περιαφή δεν παράγει τέτοιο αποτέλεσμα, κυρίως επειδή, από τη στιγμή που η «ingiunzione» καθίσταται εκτελεστή, εναπόκειται στον κύριο του ναυαγίου να την αμφισβητήσει, αν το κρίνει απαραίτητο, ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής που δεν είναι κατ' ανάγκη ο Pretore. Απ' ό,τι φαίνεται, η αρμοδία αρχή δεν μπορεί να ασκήσει κατά οποιουδήποτε αγωγή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας ή από άλλη αιτία ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, ακόμη κι αν το σκάφος ήταν χωρητικότητας μικρότερης των 300 τόνων ή όταν ο κύριος του ναυαγίου δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να πληρώσει το κόστος της ανέλκυσης.

Είναι προφανές ότι στο Λουξεμβούργο το πρόβλημα τίθεται μόνο για το Μοζέλα. Η μόνη σχετική νομοθεσία είναι ο «Reglement de police pour la navigation de la Moselle» (αστυνομικός κανονισμός πλεύσεως επί του Μοζέλα) που εκδόθηκε με «Arrêté Grand-Ducal» (διάταγμα του Μεγάλου Δούκα) της 18ης Ιουνίου 1971. Υποχρεώνει τον πλοίαρχο ναυαγήσαντος πλοίου να ανελκύσει το ναυάγιο, δίνει, όμως, στην αρμόδια αρχή το δικαίωμα να προβεί στην ανέλκυση σε επείγουσες περιπτώσεις. Οι δαπάνες, στις οποίες υποβάλλεται η αρχή για το σκοπό αυτό, βαρύνουν τον κύριο του ναυαγίου ή, όταν το ναυάγιο είναι συνέπεια συγκρούσεως, τον πλοιοκτήτη, τον οποίο η αρχή θεωρεί ως υπαίτιο. Η αρχή, ωστόσο, δεν έχει δικαίωμα να πωλήσει το ναυάγιο ή να εκδώσει «εκτελεστό τίτλο». Αν η αρχή είναι υποχρεωμένη να προβάλει τα δικαιώματα της, πρέπει να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο. Φαίνεται ότι αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, διότι όλα τα πλοία που πλέουν στο Μοζέλα είναι ασφαλισμένα. Ως εκ τούτου το σχετικό δίκαιο δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά.

Το πρόβλημα είναι αν, εφόσον γίνει δεκτό ότι αυτό συνιστά ορθή περίληψη των νομοθεσιών των αρχικών κρατών μελών, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι συντάκτες της συμβάσεως του 1968 είχαν την πρόθεση ο όρος «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» του άρθρου 1 της συμβάσεως αυτής να καλύπτει αγωγή, όπως η επίμαχη. Θεωρώ ότι είναι αδύνατον να δοθεί στο ερώτημα αυτό καταφατική απάντηση. Πρόκειται για αγωγή, ασκούμενη από δημοσία αρχή κατά ιδιώ-του, που έχει ως βάση αυτό που θεωρείται από τα εθνικά δίκαια όλων των αρχικών κρατών μελών, με εξαίρεση, ενδεχομένως, των Κάτω Χωρών, ως άσκηση από την αρχή αυτή δημοσίας εξουσίας. Πρόκειται, εξάλλου, για ουσιαστικά άγνωστο είδος αγωγής στα δίκαια των λοιπών, πλην των Κάτω Χωρών, αρχικών κρατών μελών. Κατά συνέπεια, ο μόνος πραγματικός λόγος που θα επέτρεπε να εκληφθεί ως «αστική» ή «εμπορνκή» υπόθεση είναι ότι έτσι τη θεωρεί το ολλανδικό δίκαιο. Αυτό όμως, μου φαίνεται, ότι δεν συμβιβάζεται ούτε με τις αρχές που αποκρυστάλλωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση LTU κατά Eurocontrol ούτε και με την περί αμοιβαιότητας αντίληψη που διασφαλίζεται στο προοίμιο της Σύμβασης.

Αμφιβάλλω αν, έναντι ενός τέτοιου ερωτήματος μπορούν να έχουν κάποια σημασία τα δίκαια των νέων κρατών μελών ή οι διατάξεις της συμβάσεως προσχωρήσεως, αλλά, προκειμένου να δώσω μια πλήρη εικόνα, θα μιλήσω με συντομία γι' αυτά.

Το δανικό δίκαιο φαίνεται να είναι σύμφωνο με τα δίκαια της πλειοψηφίας των αρχικών κρατών μελών. Τα δίκαια της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, εξάλλου, συμφωνούν ευρέως με το ολλανδικό δίκαιο· επιτρέπουν σε μία λιμενική ή ποτάμια αρχή, ανεξάρτητα από τις εξουσίες που της απονέμει ο νόμος, να ασκήσει αγωγή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας για δαπάνες ανελκύσεως ναυαγίου κατά προσώπου, το οποίο λόγω αμελείας κατά τον πλου — ή λόγω αμελείας, κατά τον πλου, άλλου προσώπου, για τις πράξεις του οποίου ευθύνεται το πρώτο πρόσωπο — ευθύνεται για την παρουσία του ναυαγίου [βλ. σχετικά με το ιρλανδικό δίκαιο The edith (1883) 11 L.R.IR. 270, σχετικά με το βρετανικό δίκαιο, The Ella (1915) σ. Ill και Dee conservancy board κατά Mc Connell (1928) 2 K.B. 159, και, σχετικά με το δίκαιο της Σκωτίας τον Lord Murray στο Clyde navigation trustees κατά Kelvin shipping Co. (1927) S.C. σελίδα 626].

Η σύμβαση προσχωρήσεως «προσαρμόζει» το άρθρο 1 της Σύμβασης του 1968, συμπληρώνοντας την παράγραφο 1 με μία φράση που ορίζει ότι η Σύμβαση «δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις». Στην εισηγητική έκθεση αυτής της σύμβασης, ο καθηγητής Peter Schlosser, εισηγητής της αρμόδιας για την επεξεργασία του σχεδίου ομάδας εργασίας, εκφράστηκε με τον ακόλουθο τρόπο επί της πραγματικής αλληλουχίας στην οποία προτάθηκε η προσαρμογή αυτή (ΕΕ C 298 της 24ης Νοεμβρίου 1986, σ. 99 επ.):

«Στα πλαίσια της έννομης τάξης των αρχικών κρατών μελών είναι γνωστή η διάκριση μεταξύ αστικών και εμπορικών υποθέσεων αφενός και υποθέσεων δημοσίου δικαίου αφετέρου. Παρά τις σημαντικές διαφορές, η διάκριση αυτή βασίζεται γενικά σε ανάλογα κριτήρια. 'Ετσι, η έννοια του αστικού δικαίου καλύπτει σημαντικά θέματα που δεν υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο, ιδιαίτερα ορισμένα τμήματα του εργατικού δικαίου. Για το λόγο αυτό οι συντάκτες του αρχικού κειμένου της συμβάσεως, καθώς και η έκθεση Jenart, απέφυγαν να καθορίσουν ειδικά τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Αρκέστηκαν να προσδιορίσουν ότι οι αποφάσεις των διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων υπάγονται στο πλαίσιο εφαρμογής της συμβάσεως στο μέτρο που τα δικαστήρια αυτά εκδίδουν αποφάσεις αστικού και εμπορικού περιεχομένου, πράγμα που δεν συμβαίνει σπάνια. Από την άποψη αυτή, η προσχώρηση των τριών νέων κρατών μελών δεν δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Όσον αφορά όμως τη βασική διάκριση που αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές.

Πράγματι, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία αγνοούν ουσιαστικά τη διάκριση

που είναι συνηθισμένη στα πλαίσια της έννομης τάξης των αρχικών κρατών μελών

μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Τα προβλήματα προσαρμογής δεν μπορούσαν λοιπόν να λυθούν με απλή παραπομπή στις αρχές του νομικού χαρακτηρισμού. Έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 4ης Οκτωβρίου 1976 που είχε εκδοθεί κατά την τελική φάση των διαπραγματεύσεων και όπου το Δικαστήριο έκανε δεκτή ερμηνεία, που δεν αναφέρεται σε ένα “εφαρμοστέο” εθνικό δίκαιο, η ομάδα αρκέστηκε να σημειώσει, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, ότι οι φορολογικές, τελωνειακές και διοικητικές υποθέσεις δεν αποτελούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια της συμβάσεως.»

Δεν βρίσκω σε όλα αυτά κάτι που να επηρεάζει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα με βάση την εξέταση των όρων της Σύμβασης του 1968, οι οποίοι «δεν προσαρμόστηκαν» και των διατάξεων των αρχικών κρατών μελών.

Για το λόγο αυτό, προτείνω να δοθεί στο ερώτημα Α η απάντηση ότι αγωγή, όπως η αναφερόμενη στο ερώτημα αυτό, δεν εμπίπτει στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» του άρθρου 1, της Σύμβασης του 1968.

Αν αυτό ευσταθεί, παρέλκει η απάντηση στα επόμενα ερωτήματα του Hoge Raad. Για την περίπτωση, όμως, που το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή επί του ερωτήματος Α, πρέπει να τα πραγματευθώ.

Ερώτημα Β

Το ερώτημα Β, το οποίο το Hoge Raad υπέβαλε μόνο για την περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ερώτημα Α, αφορά το αν μια αγωγή, όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, εμπίπτει στην έννοια των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» του άρθρου 5, περίπτωση 3, της Σύμβασης.

Το Δημόσιο και ο Rüffer προέβαλαν περιορισμένα επιχειρήματα επί του ερωτήματος αυτού. Το Δημόσιο περιορίστηκε να βεβαιώσει, αν σωστά κατάλαβα, ότι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική, διότι αυτό συμβαίνει κατά το ολλανδικό δίκαιο. Για λογαριασμό του Rüffer υποστηρίχθηκε, πρώτον, ότι το ερώτημα είναι χωρίς αντικείμενο, διότι το Otrate είχε πράγματι συμμορφωθεί με τους κανονισμούς της ναυσιπλοΐας που έχουν εδώ σημασία, ώστε δεν ευθύνεται για καμία αδικοπραξία, δεύτερον, ότι το ερώτημα έχει μικρή σημασία λόγω του άρθρου 57 και των διατάξεων της Συνθήκης Ems-Dollart, τρίτον δε, ότι — αν και στο μέτρο που το ερώτημα αποδειχθεί σημαντικό — επιβάλλεται σαφώς η απάντηση ότι η αγωγή αφορά ενοχή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, βασιζόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 12/76, Tessili κατά Dunlop (Eer. 1976, σ. 1473), ισχυρίστηκε ότι πρέπει να εξεταστεί πρώτα το ζήτημα αν ο όρος «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» του άρθρου 5, περίπτωση 3, πρέπει (σύμφωνα με τη 10η σκέψη της απόφασης αυτής) να ερμηνεύεται «αυτοτελώς και επομένως κατά τρόπο ενιαίο για το σύνολο των κρατών μελών ή ως παραπέμπων στις ουσιαστικές διατάξεις του εφαρμοστέου σε κάθε υπόθεση δικαίου, δυνάμει των διατάξεων συγκριτικού δικαίου του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται πρώτο της υποθέσεως», και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε ότι η τελευταία αυτή ερμηνεία είναι η ορθή. Πράγματι, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, σε πλήρη αντίθεση με όσα έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση 33/78, Somafer κατά Saa-Ferngas (Eer. 1978, σ. 2183, 5η και 6η σκέψη της αποφάσεως), έφθασε να υποστηρίξει ότι «τέτοιος προσδιορισμός σύμφωνα με τη Lex Fori πρέπει να υιοθετηθεί για την ερμηνεία όλων των ειδικών δικαιοδοσιών που απαριθμούνται στο άρθρο 5 της Σύμβασης του 1968, εκτός αν ιδιαίτεροι λόγοι επιβάλλουν το αντίθετο». Δεν νομίζω, κύριοι, ότι είναι ανάγκη να σας απασχολήσω, επαναλαμβάνοντας με λεπτομέρειες τα επιχειρήματα που προέβαλε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προς στήριξη της απόψεως της. Τα διαβάσατε και συνοψίζονται στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Κατά τη γνώμη μου ορισμένα έχουν κάποιο βάρος, άλλα λιγότερο. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι, αν ένα εθνικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει το εσωτερικό του δίκαιο για να ερμηνεύσει έννοιες που περιέχονται στη Σύμβαση, θα προκύψουν αντιφάσεις μεταξύ της έννοιας που δίνει σε έναν όρο η Σύμβαση και αυτής που δίνει το εθνικό δίκαιο, μου φαίνεται λιγότερο σημαντική άποψη από την ανάγκη που υπογραμμίζει το Δικαστήριο στις υποθέσεις που ανέφερα πιο πάνω, να εξασφαλίζεται στο μέτρο του δυνατού η ισότητα και ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Οι συντάκτες της Σύμβασης δέχτηκαν ρητά ότι οι χρησιμοποιούμενοι από τη Σύμβαση όροι μπορούν να έχουν άλλη, διαφορετική έννοια απ' ό,τι στο εθνικό δίκαιο. Το αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη λέξη «Domiciled» (έχουν την κατοικία τους) με έννοια προφανώς διαφορετική από την έννοια του ιρλανδικού ή του βρετανικού δικαίου.

Κατά τη γνώμη μου, όμως, δύο προφανείς λόγοι δικαιολογούν την απόρριψη αυτής της απόψεως της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές, βάσει των οποίων το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σε υποθέσεις μεταγενέστερες της υποθέσεως Tessili κατά Dunlop. Είναι αληθές ότι, στην υπόθεση Tessili κατά Dunlop, που ήταν η πρώτη που αφορούσε τη Σύμβαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο τόπος, όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης, προσδιορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την ενοχή αυτή κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου». Το Δικαστήριο έκρινε με αυτό το πνεύμα, επειδή «ενόψει των υφιστάμενων μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών διαφορών επί συμβατικών θεμάτων και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπάρχει, σ' αυτό το στάδιο νομικής εξελίξεως, ενοποίηση του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, δεν φαίνεται δυνατό να διευρυνθεί περισσότερο η ερμηνεία αυτής της φράσης» (σκέψη 14 της απόφασης). Και το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι «αυτό είναι αληθές ακόμη περισσότερο επειδή ο προσδιορισμός του τόπου εκπληρώσεως των ενοχών είναι συνάρτηση του συμβατικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσονται οι ενοχές αυτές». Η απόφαση στην υπόθεση Tessili κατά Dunlop παραμένει, ωστόσο, απομονωμένη και εξηγείται μάλλον με τις ιδιόμορφες περιπλοκές που υφίστανται στο συμβατικό τομέα. Σε κάθε μεταγενέστερη υπόθεση, όπου τέθηκε το ερώτημα αν μία έκφραση που χρησιμοποιείται από τη Σύμβαση έχει «αυτοτελή» έννοια, ή αν πρέπει να ερμηνεύεται ως παραπέμπουσα σε εθνικές έννοιες, το Δικαστήριο άλλοτε πήρε σιωπηρά ως βάση ότι η πρώτη άποψη ήταν η ορθή — όπως στην υπόθεση 14/76, De Bloos κατά Bouyer, Eer. 1976, σ. 1497 και στην υπόθεση 21/76, Bier κατά Mines de potasse d'Alsace (ίδιος τόμος σ. 1735) — σε καθεμιά, όμως, από αυτές το ζήτημα συζητήθηκε από το γενικό εισαγγελέα — είτε εκφράστηκε ρητά υπέρ αυτής της απόψεως — όπως στην υπόθεση LTU κατά Eurocontrol (που αναφέρθηκε ήδη), στην υπόθεση 43/77, Industrial Diamond Supplies κατά Riva (Eer. 1977, σ. 2175), στην υπόθεση 144/77, Bertrand κατά OTT (Eer. 1978, σ. 1431): Somafer κατά Saar-Ferngas (που αναφέρθηκε ήδη) και Goudain κατά Nadler (που αναφέρθηκε ήδη). Στις τελευταίες αυτές υποθέσεις το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι προέχει η άποψη, ότι είναι αναγκαία η ισότιμη και ομοιόμορφη εφαρμογή της Σύμβασης σε όλα τα κράτη μέλη καθώς και, όσον αφορά το άρθρο 5, ότι είναι ανάγκη να αποφεύγεται η σώρευση ειδικών δικαιοδοσιών που αντίκειται σε έναν από τους πρωταρχικούς σκοπούς της Σύμβασης. Σε ορισμένες από τις υποθέσεις αυτές (Industrial Diamond Supplies κατά Riva και Bertrand κατά OTT) έγινε επίκληση διαφορών μεταξύ εθνικών νομικών εννοιών, για να δικαιολογηθεί η άποψη, ότι υπήρχε λόγος να δοθεί αυτοτελής έννοια σε έναν όρο της Σύμβασης. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, ένας τέτοιος όρος δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως παραπομπή στις έννοιες του εσωτερικού δικαίου, παρά μόνον όταν είναι αδύνατο, για οποιοδήποτε λόγο, να του δοθεί αυτοτελής έννοια. Όσο βάρος κι αν έχουν ορισμένες από τις απόψεις που προέβαλε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν νομίζω να πηγαίνουν τόσο μακριά.

Ο δεύτερος λόγος που με παροτρύνει να απορρίψω την άποψη της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου — και, κατά τη γνώμη μου, το σημείο αυτό έχει αποφασιστική σημασία — είναι ότι η φράση «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως παραπομπή στις εθνικές νομικές έννοιες, παρά μόνον αν η αντίστοιχη φράση, στο αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης στην επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες κάθε κράτους μέλους, περιέχει έννοια γνωστή στο δίκαιο του κράτους αυτού. Στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Τα αυθεντικά κείμενα στις γλώσσες των αρχικών κρατών μελών χρησιμοποιούν τις αντίστοιχες φράσεις:

γέρμα νικά:«wenn eine unerlaubte Handlung oder eine Handlung die einer unerlaubten Handlung gleichgestellt ist, oder wenn Ansprüche aus einer solchen Handlung den Gegenstand des Verfahrens bilden;»

γαλλικά:«en matière délictuelle ou quasi délictuelle;»

ιταλικά:«in materia, di delitti o quasi-delitti;»

ολλανδικά:«ten aanzien van verbindtenissen uit onrechtmatige daad.»

Δεν παρουσιάζεται καμία δυσκολία για τη γαλλική ή την ολλανδική γλώσσα. «En matière délictuelle ou quasi délictuelle» είναι φράση κατάλληλη να υποδηλώσει την αντίστοιχη έννοια του γαλλικού δικαίου και, επίσης στα γαλλικά, τις αντίστοιχες έννοιες του βελγικού και λουξεμβουργια-νού δικαίου. Η φράση «ten aanzien van verbindtenissen uit onrechtmatige daad» είναι κατάλληλη για να υποδηλώσει τις αντίστοιχες έννοιες του ολλανδικού δικαίου και, στα ολλανδικά, του βελγικού δικαίου. Στο γερμανικό όμως κείμενο, παρά το ότι η φράση «eine unerlaubte Handlung» καλύπτει τη γερμανική έννοια της ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, η περίφραση «eine Handlung die einer unerlaubten Handlung gleichgestellt ist» δεν παραπέμπει, νομίζω, σε καμία γνωστή έννοια του γερμανικού δικαίου. Η ιταλική φράση «in materia di delitti o quasi-delitti», παρά το ότι είναι κατανοητή για τον Ιταλό νομικό που είναι εξοικειωμένος με τον Ιουστινιάνειο και το Ναπολεόντειο Κώδικα και τον παλιό ιταλικό αστικό κώδικα, δεν ανταποκρίνεται στο σύγχρονο ιταλικό δίκαιο, όπου ο τεχνικός όρος είναι «fatti illeciti».

Και σ' αυτό το σημείο δεν νομίζω ότι έχουν σημασία τα δίκαια των νέων κρατών μελών, αλλά, προκειμένου να εξαντλήσω το θέμα, θα τα εξετάσω με συντομία. Στο αγγλικό κείμενο η λέξη «Tort» ανταποκρίνεται προφανώς στο αγγλικό και το ιρλανδικό δίκαιο, ενώ η φράση «delict or quasi-delict» φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στο δίκαιο της Σκωτίας. Το ιρλανδικό κείμενο έχει την εξής διατύπωση «in abhair a bhaineann le tort, mighiniomh no samhail mhighnimh», πράγμα που συνιστά, αν το κατάλαβα σωστά, απευθείας μετάφραση από τα αγγλικά. Οι τέσσερις τελευταίες λέξεις που ανταποκρίνονται στο «delict or quasi-delict» δεν καλύπτουν καμία γνωστή στο ιρλανδικό δίκαιο έννοια. Το δανικό, τέλος, κείμενο ορίζει «i sager om erstatning uden for Rontract», πράγμα που σημαίνει κατά λέξη «σε θέματα αποζημιώσεως εκτός συμβατικής σχέσεως». Αν σωστά κατάλαβα, η φράση αυτή, ή παρόμοιες φράσεις χρησιμοποιούνται στη Δανία μόνο σε ορισμένες δικονομικές διατάξεις, με σκοπό να καλύψουν ευρεία και κάπως αόριστη ποικιλία αγωγών από εξωσυμβατική αιτία.

Νομίζω, επομένως, ότι είναι αδύνατο η φράση «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» του άρθρου 5, περίπτωση 3, να ερμηνευθεί ως παραπέμπουσα σε εθνικές νομικές έννοιες και ότι πρέπει να της δοθεί αυτοτελής έννοια.

Η Επιτροπή, που επίσης συμμερίζεται την άποψη αυτή, προσπάθησε να δώσει έναν ορισμό αυτής της αυτοτελούς έννοιας. Όπως όμως προκύπτει από την εισαγωγή του καθηγητή Andre Tunc στον τόμο IX της «Διεθνούς Εγκυκλοπαίδειας Συγκριτικού Δικαίου», δηλαδή του τόμου που είναι αφιερωμένος στις «αδικοπραξίες και τις οιονεί αδικοπραξίες», κανείς δεν κατόρθωσε ποτέ, έστω και στο πλαίσιο οποιασδήποτε εθνικής έννομης τάξης, να διατυπώσει ακριβή ορισμό, χωρίς να ανακύψουν ένα ή περισσότερα προβλήματα. Όπως ο ελέφαντας της παροιμίας, είναι ευκολότερο να αναγνωρίσεις παρά να δώσεις τον ορισμό της αδικοπραξίας.

Δεν νομίζω στην υπό κρίση υπόθεση ότι χρειάζεται να γίνει απόπειρα να δοθεί ορισμός της έννοιας της αδικοπραξίας, ή της οιονεί αδικοπραξίας, ενόψει των στόχων της Σύμβασης. Περιορίζομαι να παρατηρήσω ότι, στα τρία κράτη μέλη, όπου το αντικείμενο μιας αγωγής, όπως η προκείμενη, δεν θεωρείται ότι εμπίπτει αποκλειστικά στον τομέα του δημοσίου ή του διοικητικού δικαίου (Κάτω Χώρες, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), θεωρείται ότι ανήκει στον τομέα της αδικοπραξίας ή της οιονεί αδικοπραξίας.

Για τους λόγους αυτούς, νομίζω, ότι, αν υποτεθεί ότι τέτοια αγωγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, τότε πρόκειται για το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, περίπτωση 3.

Προχωρώ στο ερώτημα Γ του Hoge Raad, το οποίο μπορώ να πραγματευθώ με μεγαλύτερη συντομία.

Ερώτημα Γ

Το ερώτημα αυτό έχει ως εξής:

«Τι προκύπτει από το άρθρο 5, περίπτωση 3, όταν το ζημιογόνο γεγονός συνέβη στη ζώνη που, σύμφωνα με τη συνθήκη Ėms-Dollart θεωρείται από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ως τμήμα της επικράτειας των Κάτω Χωρών και από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως τμήμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας; Το άρθρο 5, περίπτωση 3, έχει ως συνέπεια ότι ο ολλανδός δικαστής πρέπει να θεωρήσει ότι ο τόπος αυτός βρίσκεται (επίσης) στις Κάτω Χώρες; Σε συνάρτηση με τη φύση της αγωγής, για την οποία πρόκειται, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σχετικά το γεγονός ότι ο εν λόγω τόπος βρίσκεται εντός της ζώνης, όπου, λόγω της συνθήκης Ems-Dollart, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση των πλωτών οδών και, επομένως, υποχρεούται να προβεί σε ανέλκυση ναυαγίου που κείται στη ζώνη αυτή;»

Το ερώτημα υποβλήθηκε προφανώς με την προϋπόθεση ότι το αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης και του άρθρου 5, περίπτωση 3. Υπαγορεύτηκε από τους δύο πρώτους ισχυρισμούς που προέβαλε το Δημόσιο ενώπιον του Hoge Raad, στους οποίους αναφέρθηκα.

Νομίζω, πάντως, ότι, το ερώτημα ξεκινά από την εσφαλμένη υπόθεση ότι αν, σε ειδική περίπτωση, «ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 3, βρίσκεται σε έδαφος, την κυριαρχία επί του οποίου διεκδικούν δύο κράτη μέλη, το πρόβλημα, αν, ενόψει αυτής της περιπτώσεως, ο τόπος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο έδαφος του ενός ή του άλλου από τα κράτη αυτά, μπορεί να επιλυθεί ως πρόβλημα ερμηνείας του άρθρου 5, περίπτωση 3. Κατά τη γνώμη μου, η Σύμβαση του 1968 σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκει να λύσει τέτοιας φύσεως ζητήματα. Οι διατάξεις της είναι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, «ουδέτερες» σχετικά με αυτό. Η Σύμβαση συντάχθηκε με το πνεύμα ότι η ένταξη ενός συγκεκριμένου τόπου στο έδαφος του ενός ή του άλλου κράτους μέλους έχει καθοριστεί ή θα καθοριστεί «aliunde». Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να δοθεί ως απάντηση στο ερώτημα Γ, εκτός αν, κύριοι, η απάντηση που θα δώσετε στα ερωτήματα Α και Β επιβάλλει πραγματικά μία απάντηση στο ερώτημα Γ.

Ερώτημα Δ

Το ερώτημα Δ, που επίσης υποβλήθηκε για την περίπτωση που θα δοθεί καταφατική απάντηση στα ερωτήματα Α και Β, έχει ως εξής:

«Είναι δυνατό να θεωρηθεί ως “τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός” ο τόπος όπου επήλθε η ζημία, την οποία επικαλείται το Δημόσιο, δηλαδή είτε η Χάγη, όπου το Κράτος έχει την έδρα του, είτε το Delfzijl (στην περιφέρεια του Groningen), όπου το Δημόσιο πώλησε τα υπολείμματα του ναυαγίου, πράγμα που επέτρεψε να διαπιστωθεί ποιο ποσό από τις δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε το Δημόσιο για την ανέλκυση του ναυαγίου, δεν καλύφθηκε;»

Το ερώτημα αυτό προφανώς αντικατοπτρίζει τον τέταρτο ισχυρισμό του Δημοσίου ενώπιον του Hoge Raad. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα αυτό είναι αβάσιμο. Το Δημόσιο επικαλέστηκε, προς στήριξη του ισχυρισμού του, την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Bier κατά Mines de potasse ď Alsace (που αναφέρθηκε ήδη). Κατά τη γνώμη μου, όμως, η νομολογία αυτή δεν στηρίζει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκφραση «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» στο άρθρο 5, περίπτωση 3, αφορούσε συγχρόνως «τον τόπο επελεύσεως της ζημίας» και τον «τόπο επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος». Η ζημία, όμως, που είχε σημασία στην υπόθεση εκείνη ήταν η βλάβη που προκλήθηκε στις φυτείες της προσφεύγουσας εταιρίας στις Κάτω Χώρες από τη ρύπανση του Ρήνου. Ο τόπος επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος ήταν η Αλσατία, όπου η καθής έριχνε στο Ρήνο λύματα από αλάτι. Ποτέ όμως δεν προβλήθηκε στην υπόθεση εκείνη, και ακόμη λιγότερο κρίθηκε από το Δικαστήριο, ότι ο τόπος επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος μπορούσε να είναι ο τόπος, όπου η προσφεύγουσα εταιρία είχε την έδρα της, ή έστω ο τόπος όπου καθορίστηκε το ποσό της ζημίας που προκλήθηκε από τη δραστηριότητα της. Όπως παρατήρησαν κατά τη διάρκεια της συζητήσεως οι δικηγόροι του Rüffer και της Επιτροπής, το να κριθεί εδώ ότι ο τόπος της έδρας του Κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», θα ισοδυναμούσε με τον ισχυρισμό ότι, δυνάμει της Συμβάσεως, ο αιτών αποζημίωση μπορεί να επιλέξει αν θα ασκήσει την αγωγή του ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας του, πράγμα που θα ήταν απολύτως ασυμβίβαστο προς την οικονομία των άρθρων 2 και επομένων της Συμβάσεως. Ως προς τη σκέψη ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι το «ζημιογόνο γεγονός», στην προκειμένη περίπτωση, συνέβη στο Delfzijl, νομίζω ότι αρκεί να υπογραμμίσω ότι η πώληση του ναυαγίου από το δήμαρχο δεν ήταν ζημιογόνο γεγονός, αλλά μέσο μειώσεως pro tanto της ζημίας που υπέστη το Δημόσιο.

Προτείνω, επομένως, να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα Δ, κατά το μέτρο που αυτό έχει σημασία.

Έρχομαι, τέλος, στο ερώτημα Ε.

Ερώτημα Ε

Το ερώτημα Ε έχει ως εξής:

«Αν η συνθήκη Ems-Dollart έχει την έννοια ότι τα ολλανδικά δικαστήρια καθίστανται αρμόδια για να επιληφθούν αγωγής, όπως η προκείμενη (ερώτημα που δεν υποβλήθηκε στο Δικαστήριο για έκδοση αποφάσεως), τότε το άρθρο 57 της Σύμβασης των Βρυξελλών αφήνει περιθώρια, όσον αφορά τη δικαιοδοσία του δικαστή, για την εφαρμογή του άρθρου 5, initio, περίπτωση 3;»

Ομολογώ ότι δεν είμαι βέβαιος για το τι κρύβεται πίσω από το ερώτημα αυτό. Αμφιβάλλω αν πρόκειται για οποιοδήποτε ισχυρισμό του Rüffer, εφόσον η άποψη που υποστηρίζει είναι ότι η συνθήκη Ems-Dollart καθιστά αρμόδια τα γερμανικά δικαστήρια. Μπορεί να είναι ο τρίτος ισχυρισμός, τον οποίο προβάλλει το Δημόσιο, εννοώντας ότι η εμπλοκή του Vechtborg στη σύγκρουση σημαίνει ότι, δυνάμει της συνθήκης Ems-Dollart, το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να θεωρείται ότι συνέβη τόσο σε ολλανδικό όσο και σε γερμανικό έδαφος.

Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίχθηκε εξ ονόματος του Rüffer ότι η συνθήκη Ems-Dollart συνιστούσε «lex specialis», ρυθμίζουσα τις αντίστοιχες δικαιοδοτικές αρμοδιότητες των ολλανδικών και γερμανικών δικαστηρίων σε μία υπόθεση όπως η προκείμενη ώστε, δυνάμει του άρθρου 57, αποκλείεται οποιαδήποτε εφαρμογή της Σύμβασης του 1968. Υποστηρίχθηκε, εξάλλου, εξ ονόματος του Δημοσίου και της Επιτροπής, ότι η συνέπεια αυτή θα επερχόταν μόνον αν οι διατάξεις της συνθήκης Ems-Dollart σχετικά με τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων είχαν ως σκοπό να αποκλείσουν την εφαρμογή άλλης πιθανής διατάξεως σχετικά με το θέμα αυτό.

Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το Δημόσιο και η Επιτροπή έχουν δίκιο στο σημείο αυτό. Το άρθρο 57 αποτελεί τμήμα του τίτλου VII της Σύμβασης που φέρει τον τίτλο «σχέσεις με άλλες συμβάσεις». Ο τίτλος αυτός αρχίζει με το άρθρο 55 που απαριθμεί ονομαστικά τις συμβάσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών, τις οποίες πρέπει να «αντικαταστήσει» η Σύμβαση του 1968. Ακολουθεί το άρθρο 56 που ορίζει ότι, πάντως, οι συμβάσεις αυτές «συνεχίζουν να παράγουν αποτελέσματα στα θέματα στα οποία η παρούσα σύμβαση δεν εφαρμόζεται» καθώς και (συνοψίζοντας) ως προς τις αποφάσεις και έγγραφα που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως. Ακολούθως, τα άρθρα 57 και 58 ορίζουν αντιστοίχως ότι η Σύμβαση «δεν θίγει» ορισμένες άλλες συμβάσεις. Οι αντίστοιχοι όροι στα άλλα κείμενα είναι: στα γερμανικά: «Lässt ...Unberührt» στο άρθρο 57, «Berührt... nicht» στο άρθρο 58' στα ιταλικά «non deroga alle» στο άρθρο 57, «non pregiudicano Ι» στο άρθρο 58· στα ολλανδικά «Laat Onverlet» στο άρθρο 57, «Maken Geen Inbreuk» στο άρθρο 58. Τα κείμενα στα δανικά, αγγλικά και ιρλανδικά χρησιμοποιούν την ίδια έκφραση στα δύο άρθρα, αντίστοιχα: «Beroren Ikke», «Shall not affect» και «ni dheanfaidh... seo difear». Αν μία σύμβαση, αφορώσα «ειδικά θέματα» κατά την έννοια του άρθρου 57, όπως η Συνθήκη Ems-Dollart, περιέχει διατάξεις περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, η εφαρμογή των οποίων αποκλείει την εφαρμογή κάθε άλλης διατάξεως, προφανώς θίγεται η σύμβαση αυτή αν οι διατάξεις της Σύμβασης του 1968 θεωρηθούν επίσης εφαρμοστέες, κατ' επιλογή του ενάγοντος. Αυτό όμως δεν θα συμβεί, αν η επίμαχη Σύμβαση δέχεται ότι μπορούν να εφαρμοστούν και άλλες διατάξεις από εκείνες που περιέχει.

Προτείνω, επομένως, κύριοι, καθόσον κρίνετε σημαντικό το ερώτημα Ε, να δοθεί σ' αυτό η απάντηση ότι η ύπαρξη συμβάσεως, η οποία ρυθμίζει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε ειδικά θέματα, δεν αποκλείει την εναλλακτική εφαρμογή των διατάξεων περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση του 1968, εκτός αν πρέπει να δοθεί στην πρώτη αναφερόμενη σύμβαση η ερμηνεία ότι περιέχει διατάξεις που η εφαρμογή τους αποκλείει την εφαρμογή κάθε άλλης πιθανής διατάξεως.


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

Top