Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61978CC0238

    Κοινές προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti της 12ης Σεπτεμβρίου 1979.
    Ireks-Arkady GmbH κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Quellmehl - Ευθύνη.
    Υπόθεση 238/78.
    DGV, Deutsche Getreideverwertung und Rheinische Kraftfutterwerke GmbH και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Gritz αραβοσίτου - Ευθύνη.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 241, 242, 245 έως 250/78.
    Interquell Stärke-Chemie GmbH & Co. KG και Diamalt AG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Quellmehl - Ευθύνη.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 261 και 262/78.
    P. Dumortier frères SA και λοιποί κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Gritz αραβοσίτου - Ευθύνη.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 64 και 113/76, 167 και 239/78, 27, 28 και 45/79.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1979:II 00451

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1979:203

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    FRANCESCO CAPOTORTI

    της 12ης Σεπτεμβρίου 1979 ( 1 )

    Κύριε Πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    1. 

    Οι αγωγές επί των οποίων αναπτύσσω σήμερα προτάσεις ασκήθηκαν από γαλλικές, γερμανικές, βελγικές και ολλανδικές επιχειρήσεις, μερικές από τις οποίες παράγουν Gritz και άλλες Quellmehl. Ως γνωστόν, το πρώτο προϊόν είναι σιμιγδάλι αραβοσίτου, χρησιμοποιούμενο για τη ζυθοποιία· το δεύτερο προϊόν προέρχεται από μεταποίηση αραβοσίτου ή μαλακού σίτου και χρησιμοποιείται κυρίως για την αρτοποιία. Οι δύο κατηγορίες επιχειρήσεων τυγχάνουν από καιρό της ίδιας μεταχειρίσεως, στο πλαίσιο της κοινοτικής ρυθμίσεως των επιστροφών στην παραγωγή· ιδίως το άρθρο 11 του κανονισμού 120/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1967 (περί της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα των σιτηρών) καθιέρωσε υποχρεωτικές επιστροφές υπέρ των δύο αυτών κατηγοριών, καθώς και υπέρ των παραγωγών αμύλου, λόγω των «δυνατοτήτων υποκαταστάσεως που υφίστανται ανάμεσα στα κάθε είδους άμυλα, αφενός, και στο Quellmehl, καθώς και στα πλιγούρια και σιμιγδάλια αραβοσίτου, αφετέρου» (βλ. τη 10η αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού). Στη συνέχεια όμως, ενώ η επιστροφή διατηρήθηκε στον τομέα του αμύλου, καταργήθηκε για την παραγωγή Quellmehl και Gritz· πράγματι, οι κανονισμοί 1125/74 της 29ης Απριλίου 1974 και 665/75 της 4ης Μαρτίου 1975 του Συμβουλίου τροποποίησαν τη διατύπωση του άρθρου 11 του κανονισμού 120/67 που αναφέρθηκε προηγουμένως, έτσι ώστε δεν προβλεπόταν πλέον επιστροφή υπέρ του πρώτου και στη συνέχεια και του δεύτερου από τα εν λόγω προϊόντα.

    Οι επιχειρήσεις τις οποίες έθιξε η κατάργηση της κοινοτικής βοηθείας αντέδρασαν, από νομικής απόψεως, ακολουθώντας δύο διαφορετικές οδούς: ορισμένες προσέφυγαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατά των εθνικών οργανισμών που είναι αρμόδιοι για τη χορήγηση των επιστροφών στην πράξη, και άλλες προσέφυγαν στο Δικαστήριο, κατά του Συμβουλίου, για να επιτύχουν, κατά το άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ, την αποκατάσταση των ζημιών που τους προκάλεσαν τα καταργητικά μέτρα. Ως προς αυτό ας σημειωθεί ότι, δύο από τις υποθέσεις που υποβάλλονται τώρα στην κρίση του Δικαστηρίου ανάγονται σε αγωγές που ασκήθηκαν κατά του Συμβουλίου ήδη από το έτος 1976· πρόκειται για τις αγωγές που άσκησαν οι εταιρίες DUMORTIER FRÈRES και MAÏSERIES DU NORD στις 8 Ιουλίου και 2 Δεκεμβρίου του έτους αυτού, αντιστοίχως. Όμως, πριν αποφασίσει επί των αγωγών αυτών, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί, βάσει αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν εθνικά δικαστήρια (το FINANZEGERICHT του Αμβούργου, αφενός, και τα διοικητικά δικαστήρια του NANCY και του CHÂLONS-SUR-MARNE, αφετέρου), και που οδήγησαν στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 117/76-16/77 και 124/76-20/77.

    Υπενθυμίζω ότι οι υποθέσεις αυτές περατώθηκαν με δύο παράλληλες αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 (RACCOLTA 1977, σ. 1753 και 1795)· το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε με τους δύο αναφερθέντες κανονισμούς 1125/74 και 665/75, καταργώντας σιωπηρά τις διατάξεις που προέβλεπαν υποχρεωτικές επιστροφές στους τομείς του Quellmehl και του Gritz, δεν συμβιβαζόταν προς την αρχή της ισότητος, διότι η επιστροφή διατηρήθηκε στον ανταγωνιστικό τομέα του αμύλου. Όσον αφορά τα αναγκαία μέτρα για την άρση του ασυμβιβάστου αυτού, το Δικαστήριο δήλωσε ότι έπρεπε να ληφθούν από τα κοινοτικά όργανα που είναι αρμόδια για ζητήματα κοινής γεωργικής πολιτικής. Έτσι το Δικαστήριο δεν κήρυξε ανίσχυρες τις διατάξεις σιωπηρής καταργήσεως που περιέχονται στους κανονισμούς που μόλις ανέφερα, χαρακτήρισε όμως ως μη νόμιμη τη συμπεριφορά του κοινοτικού νομοθέτη, στο μέτρο που αυτός κατήργησε τις επιστροφές για το Gritz και το Quellmehl, και δήλωσε ότι ήταν έργο του Συμβουλίου και της Επιτροπής να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της ελλείψεως νομιμότητας.

    Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, οι κανονισμοί 1125 και 1127/78 του Συμβουλίου — όπως συμπληρώθηκαν από τον εκτελεστικό κανονισμό 1570/78 της 4ης Ιουλίου 1978 της Επιτροπής — αποκατέστησαν την ίση μεταχείριση του αμύλου, του Quellmehl και του Gritz έως το τέλος της περιόδου εμπορίας 1978-1979, επανεισάγοντας τις επιστροφές στην παραγωγή για τον αραβόσιτο και το μαλακό σίτο που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του Quellmehl, του προορισμένου για την αρτοποιία, καθώς και για τον αραβόσιτο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του Gritz, του προορισμένου για τη ζυθοποιία. Το μέτρο αυτό έπρεπε να ισχύσει από τις 19 Οκτωβρίου 1977· κατ' αίτηση των ενδιαφερομένων, οι επιστροφές μπορούν να χορηγούνται από την ημερομηνία αυτή (η οποία συμπίπτει με την ημερομηνία των αποφάσεων του Δικαστηρίου που αναφέρθηκαν). Αντίθετα, η κατάσταση που δημιούργησαν τα καταργητικά μέτρα του 1974 και 1975 δεν μεταβλήθηκε για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κατά την οποία τα μέτρα αυτά άρχισαν να ισχύουν (1η Αυγούστου 1974 για το Quellmehl, 1η Αυγούστου 1975 για το Gritz) μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977. Επομένως, οι ενάγουσες ζητούν αποζημίωση όσον αφορά την περίοδο αυτή.

    Το κοινό σημείο όλων των αγωγών είναι το αίτημα να υποχρεωθεί η Κοινότητα να καταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούν στις επιστροφές που δεν καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρθηκε. Ορισμένες από τις γαλλικές επιχειρήσεις που παράγουν Gritz ζητούν επί πλέον την αποκατάσταση μεταγενέστερων ζημιών, τις οποίες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της καταργήσεως των επιστροφών μεταξύ Αυγούστου 1975 και Οκτωβρίου 1977· η κατάργηση αυτή τους προκάλεσε πράγματι σοβαρές δυσκολίες λειτουργίας και σημαντικές οικονομικές απώλειες και, σε μία περίπτωση, υποχρέωσε την επιχείρηση να σταματήσει τελείως τη δραστηριότητά της. Ο όμιλος γερμανικών, βελγικών και ολλανδικών επιχειρήσεων που παράγουν Gritz, και μαζί τους η ενάγουσα στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady, που παράγει Quellmehl, ζητούν επί πλέον, επικουρικώς, να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να «εξουσιοδοτήσει και υποχρεώσει» τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Βέλγιο, Ολλανδία) να τους καταβαλουν τα ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στις επιστροφές που δεν τους χορηγήθηκαν. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι οι ενάγουσες στις υποθέσεις 238/78, 261/78 και 262/78 εκτιμούν τη ζημία σε σχέση με την ποσότητα Quellmehl που χρησιμοποιείται σε όλον τον τομέα της ανθρώπινης διατροφής και όχι μόνο για την αρτοποιία. Η επιχείρηση Ireks-Arkady θεώρησε σκόπιμο να διατυπώσει σχετικά και ένα αναγνωριστικό αίτημα: ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 1570/78 της Επιτροπής κατά την έννοια ότι η επιστροφή στην παραγωγή για το Quellmehl οφείλεται κάθε φορά που αυτό πωλείται για την ανθρώπινη διατροφή. Η επιχείρηση Interquell, τέλος, συμπεριέλαβε στην αιτούμενη αποζημίωση το ποσό που αντιστοιχεί στις επιστροφές στην παραγωγή για το Quellmehl που προορίζεται για ζωοτροφές και όχι μόνο για την ανθρώπινη διατροφή.

    2. 

    Τα εναγόμενα θεσμικά όργανα προέβαλαν ορισμένες ενστάσεις απαραδέκτου. Νομίζω ότι οι ενστάσεις αυτές μπορούν να εξεταστούν πριν από την εξέταση της ουσίας· θ' αρχίσω εξετάζοντας εκείνες που έχουν γενικό χαρακτήρα (ακόμη και αν δεν προβλήθηκαν όλες σε όλες τις υποθέσεις) και στη συνέχεια θα εξετάσω εκείνες που αναφέρονται ειδικά σε ορισμένες αγωγές.

    Μία πρώτη ένσταση είναι η εξής: οι ενάγουσες ζητούν το ποσό των επιστροφών στην παραγωγή για την περίοδο που αναφέρθηκε προηγουμένως· όμως η καταβολή των γεωργικών επιστροφών εντάσσεται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων των εθνικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της γεωργικής πολιτικής της Κοινότητας στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους και, για το λόγο αυτό, τα αιτήματα έπρεπε να απευθυνθούν στους οργανισμούς αυτούς, ενδεχομένως με αγωγές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στη συνέχεια, τα δικαστήρια αυτά, αν το έκριναν αναγκαίο, μπορούσαν να υποβάλουν στο Δικαστήριο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Πιστεύω ότι για να κριθεί η βασιμότητα της ενστάσεως αυτής είναι απαραίτητο να ερευνηθεί ο χαρακτήρας των αγωγών που άσκησαν οι ενάγουσες, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το PETITUM, δηλαδή το αίτημα, αλλά επίσης και την CAUSA PETENDI, δηλαδή το έρεισμα του αιτήματος αυτού. Όμως, παρόλο που τα ποσά, τα οποία απαιτούν οι ενάγουσες αντιστοιχούν στις επιστροφές που δεν εισέπραξαν κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία άρχισαν να ισχύουν τα καταργητικά μέτρα και της 19ης Οκτωβρίου 1977, οι ενάγουσες ωστόσο απαιτούν σήμερα τα ποσά αυτά ως αποζημίωση, γνωρίζοντας κάλλιστα ότι η έλλειψη ειδικής ρυθμίσεως που να αφορά την εν λόγω περίοδο δεν τους επέτρεπε να τα απαιτήσουν ως επιστροφές! Η παραπομπή των εναγουσών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων θα αποτελούσε στην περίπτωση αυτή υπόδειξη μέσου έννομης προστασίας καταδικασμένου σε αποτυχία: πράγματι, μία αγωγή αποζημιώσεως κακώς θα εγείρετο ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, στο μέτρο που η ζημία προκύπτει από πράξεις των κοινοτικών οργάνων και πρέπει, επομένως, να κριθεί από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώ μία αγωγή καταβολής των επιστροφών θα απορριπτόταν αναγκαστικά, εφόσον για την επίδικη περίοδο δεν υπάρχουν διατάξεις παράγωγου κοινοτικού δικαίου που να επιτρέπουν ή να υποχρεώνουν τους εθνικούς οργανισμούς να καταβάλλουν επιστροφές για το Gritz και το Quellmehl.

    Η νομολογία του Δικαστηρίου που επικαλείται το Συμβούλιο προς υποστήριξη της απόψεώς του δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποδείξει τη βασιμότητα της απόψεως αυτής. Στην υπόθεση Société des Grands Moulins des Antilles κατά Επιτροπής (υπόθεση 99/74), που κρίθηκε με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1975 (RACCOLTA 1975, σ. 1531), η ενάγουσα υποστήριζε ότι συγκέντρωνε, βάσει του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου, όλες τις προϋποθέσεις που της χορηγούσαν δικαίωμα επί συγκεκριμένων επιστροφών δεδομένου ότι τις είχε ζητήσει μάταια από τις εθνικές διοικητικές αρχές και έπειτα από την Επιτροπή, άσκησε κατά της τελευταίας αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας που της προκάλεσε η σιωπηρή άρνηση του εν λόγω οργάνου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ενάγουσα επιδίωκε να της καταβάλει η Επιτροπή, στη θέση της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερομένου κράτους, τα ποσά που της οφείλονταν δυνάμει του κοινοτικού δικαίου (σκέψη 21)· αποφάσισε, επομένως, ότι ήταν έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων να κρίνουν τη νομιμότητα των πράξεων αυτών, κατ' εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (σκέψη 23) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «επειδή η ενάγουσα δεν ισχυρίστηκε ότι υπέστη ζημία προερχόμενη από βλαπτική πράξη ή παράλειψη της Επιτροπής, η αγωγή της είναι απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 178 της Συνθήκης» (σκέψη 25).

    Στις υπό κρίση υποθέσεις η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Οι ενάγουσες επιχειρήσεις δεν υποστηρίζουν καθόλου ότι η ισχύουσα κοινοτική ρύθμιση περί των επιστροφών στην παραγωγή στον τομέα των σιτηρών τούς παρέχει δικαίωμα για τέτοιες επιστροφές για το Quellmehl και το Gritz που παρήχθησαν κατά την περίοδο μεταξύ του Αυγούστου 1974 (1975 για το Gritz) και της 19ης Οκτωβρίου 1977, και, επομένως, δεν θέτουν θέμα εσφαλμένης εκτιμήσεως των προϋποθέσεων που απαιτείται να συγκεντρώνουν για να τύχουν της κοινοτικής βοηθείας. Αντίθετα, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία λόγω του ότι το Συμβούλιο παρέβη την αρχή της ισότητας, παράβαση η οποία δεν ήρθη ακόμη για την περίοδο κατά την οποία οι κανονισμοί 125 και 1127/78 δεν αποκατέστησαν την ίση μεταχείριση μεταξύ των παραγωγών αμύλου, Quellmehl και Gritz. Γι' αυτό προκύπτει λογικά από τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στη σκέψη 25 της αποφάσεως που αναφέρθηκε ότι οι υπό κρίση αγωγές είναι, από την άποψη αυτή, παραδεκτές.

    Σε ανάλογες σκέψεις οδηγεί η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1976 επί της υποθέσεως 46/75 IBC (RACCOLTA 1976, σ. 65). Στην υπόθεση αυτή η ενάγουσα επιχείρηση, η οποία αναγκάστηκε να καταβάλει στις ιταλικές τελωνειακές αρχές ορισμένα ποσά κατ' εφαρμογή ενός κοινοτικού κανονισμού, του οποίου την ισχύ αμφισβητούσε, επιδίωκε την απόδοση των καταβληθέντων ποσών, ασκώντας αγωγή αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αφορούσε τη νομιμότητα της εισπράξεως των επίδικων ποσών και επιδίωκε την απόδοση από την Κοινότητα των ποσών που εισπράχθησαν αχρεωστήτως· αναγνώρισε ότι, βάσει του κοινοτικού δικαίου, οι εθνικές αρχές ήταν αρμόδιες για την είσπραξη και, κατά συνέπεια, αποφάσισε ότι ήταν έργο των εθνικών δικαστηρίων να κρίνουν τη νομιμότητα των πράξεων των αρχών αυτών, έπειτα από ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, όσον αφορά το κύρος των εφαρμοζομένων κοινοτικών διατάξεων. Όμως, στις υποθέσεις που υποβάλλονται τώρα στην κρίση του Δικαστηρίου, η δυνατότητα των εναγουσών να λάβουν τα ποσά που απαιτούν δεν εξαρτάται από το αν ισχύουν ή όχι οι κοινοτικές διατάξεις, οι οποίες ανάγκασαν τις εθνικές αρχές να απορρίψουν τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων. Ας μην ξεχνάμε ότι το Δικαστήριο κλήθηκε ήδη να αποφανθεί επί του κύρους των διατάξεων που καταργούν τις επιστροφές στους τομείς του Quellmehl και του Gritz, οι οποίες περιέχονται στους κανονισμούς 1125/74 και 665/75, και ότι έκρινε μη νόμιμη τη νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε από την εν λόγω κατάργηση, αντί να κηρύξει ανίσχυρα τα άρθρα που ίσχυαν ως καταργητικά μέτρα. Επομένως, όπως είδαμε, στη βάση. των αγωγών που εξετάζονται σήμερα βρίσκεται το ασυμβίβαστο του κοινοτικού δικαίου προς τη διαφορετική μεταχείριση των παραγωγών Quellmehl και Gritz σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου· και φαίνεται λογικό, εκτός από νόμιμο, να προσβάλλονται έναντι των κοινοτικών οργάνων οι ζημιογόνες για τους ιδιώτες συνέπειες μιας επιλογής των οργάνων αυτών, αντίθετης προς το δίκαιο, με τη βοήθεια αγωγών αποζημιώσεως. Ως προς αυτό, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω επίσης στις προτάσεις μου στην πρόσφατη υπόθεση 90/78, GRANARIA.

    Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, αν θεωρούσε κανείς ότι οι υπό κρίση αγωγές έχουν ως σκοπό να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των κανονισμών 1125 και 1127/78, στο μέτρο που επανεισήγαγαν τις επιστροφές υπέρ των παραγωγών Quellmehl και Gritz μόνο από τις 19 Οκτωβρίου 1977. Θα επανέλθω αργότερα στο σημείο αυτό για να διευκρινίσω τα χαρακτηριστικά της μη νόμιμης πράξεως, την οποία αφορούν οι αγωγές αποζημιώσεως. Εν τούτοις, θεωρώ σκόπιμο να υπογραμμίσω ήδη από τώρα ότι οι αγωγές αυτές — όπως αναφέρθηκε πολλές φορές κατά τη γραπτή και την προφορική διαδικασία — επιδιώκουν την αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από την έλλειψη νομιμότητας που διαπίστωσε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 και η οποία συνίσταται στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τους παραγωγούς Gritz και Quellmehl.

    3. 

    Μία δεύτερη ένσταση απαραδέκτου συνίσταται στην ουσία στον ισχυρισμό ότι αυτό που επιδιώκουν πράγματι οι ενάγουσες — να λάβουν την ωφέλεια των επιστροφών για την περίοδο κατά την οποία δεν τις εισέπραξαν — δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την έκδοση ενός νέου κανονισμού· ένας τέτοιος όμως σκοπός, εφόσον δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω των προσφυγών των άρθρων 173 και 175 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε μέσω αγωγής αποζημιώσεως. Συγχρόνως με την ένσταση αυτή πρέπει να εξεταστεί η τρίτη ένσταση που προτάθηκε σε κείνη την ομάδα των υποθεσεων στις οποίες οι ενάγουσες ζήτησαν, επικουρικώς, από το Δικαστήριο να εξουσιοδοτήσει και να υποχρεώσει το Συμβούλιο, τη γερμανική, βελγική και ολλανδική Κυβέρνηση να καταβάλλουν τα ποσά που αντιστοιχούν στις επιστροφές, οι οποίες χορηγήθηκαν μέχρι τώρα· ως προς αυτό, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι το να ζητηθεί η έκδοση αποφάσεως που να απευθύνεται σε υποκείμενα άλλα από τους προσφεύγοντες αποκλείεται από το άρθρο 175, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, και όμοια πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκλείεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 178.

    Το λογικό έρεισμα αυτών των δύο ενστάσεων είναι το ίδιο στο μέτρο που μεταθέτει κανείς στον τομέα της αγωγής αποζημιώσεως τις περιοριστικές προϋποθέσεις που ορίζει η Συνθήκη για τις προσφυγές ακυρώσεως κοινοτικών πράξεων ή για τις προσφυγές κατά παραλείψεως των οργάνων, και αυτό βάσει της επιχειρηματολογίας κατά την οποία, εάν το αποτέλεσμα που επιδιώκει ο ενάγων είναι στην ουσία το ίδιο με αυτό στο οποίο θα κατέληγαν οι δύο τελευταίες προσφυγές, και οι περιορισμοί πρέπει να είναι ίδιοι. Στην πραγματικότητα μια τέτοια μετάθεση είναι αυθαίρετη. Πολλές φορές το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η αγωγή αποζημιώσεως των άρθρων 178 και 215 της Συνθήκης καθιερώθηκε ως αυτόνομο βοήθημα, με ιδιαίτερη αποστολή στο πλαίσιο του συστήματος των ενδίκων βοηθημάτων και υποβάλλεται σε προϋποθέσεις ασκήσεως που ορίστηκαν εν όψει του ειδικού της αντικειμένου: βλ. τις αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1971 στην υπόθεση 5/71, AKTIEN-ZUCKERFABRIK SCHOEPPENSTEDT (RACCOLTA 1971, σ. 975), της 13ης Ιουνίου 1972 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 9 και 11/71, COMPAGNIE D'APPROVISIONNEMENT, DE TRANSPORT ET DE CRÉDIT (RACCOLTA 1972, σ. 391), της 24ης Οκτωβρίου 1973 στην υπόθεση 43/72, MERKUR (RACCOLTA 1973, σ. 1055), και της 2ας Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 153/73, HOLTZ & WILLEMSEN (RACCOLTA 1974, σ. 675).

    Σε όλες αυτές τις υποθέσεις η αγωγή αποζημιώσεως κρίθηκε παραδεκτή, παρόλον ότι τα εναγόμενα όργανα αντέταξαν το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτή επιδίωκε αποτέλεσμα ανάλογο προς αυτό προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως, αποφεύγοντας τις περιοριστικές προϋποθέσεις που ορίζουν τα άρθρα 173 και 175 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Αφού γίνει αυτό δεκτό, πρέπει να παρατηρηθεί, λαμβάνοντας υπόψη την ένσταση απαραδέκτου γενικού χαρακτήρα που προηγουμένως εξετέθη, ότι δεν φαίνεται σωστό να θεωρηθεί ότι τα αιτήματα των εναγουσών επιδιώκουν την έκδοση νέου κανονισμού και, ακόμη λιγότερο, να θεωρηθεί ότι η αναγνώριση της βασιμότητας των αιτημάτων αυτών θα οδηγούσε αναγκαστικά στην έκδοση ενός τέτοιου κανονισμού, για να αναγνωριστεί στους παραγωγούς Gritz και Quellmehl το δικαίωμα να εισπράξουν τις επιστροφές που αντιστοιχούν στην επίδικη περίοδο. Η νομολογία που αναφέρθηκε, υπογραμμίζοντας τον αυτόνομο χαρακτήρα της αγωγής αποζημιώσεως και τις διαφορές που παρουσιάζει σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως και την προσφυγή κατά παραλείψεως, κατέστησε σαφές το γεγονός ότι η αγωγή αποζημιώσεως, αν κριθεί βάσιμη, οδηγεί στην καταβολή ορισμένων χρηματικών ποσών στους ζημιωθέντες (και, φυσικά, στους ζημιωθέντες που πήραν την πρωτοβουλία να προσφύγουν στο Δικαστήριο). Αυτό θα συμβεί στην προκειμένη περίπτωση αν οι αγωγές κριθούν βάσιμες: η Κοινότητα θα πρέπει να καταβάλει στις ενάγουσες χρηματικά ποσά που θα καθοριστούν στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση της ζημίας, σύμφωνα με κριτήρια που θα οριστούν στην απόφαση του Δικαστηρίου. Ένας νέος κανονισμός περί των επιστροφών στην παραγωγή δεν θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητος, τουλάχιστον όχι για να χορηγηθεί στις ενάγουσες η αποζημίωση που θ' αποτελούσε την άμεση συνέπεια των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Ασφαλώς, αν είχε αποκατασταθεί γενικά, με αναδρομική ενέργεια από την ημέρα που άρχισαν να ισχύουν οι διατάξεις που καταργούσαν τις επιστροφές στην παραγωγή, η ίση μεταχείριση των παραγωγών Gritz και Quellmehl σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου, η αγωγή αποζημιώσεως θα εστερείτο νομικού ερείσματος· εν τούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι η θετική έκβαση της διαφοράς αυτής πρέπει να οδηγήσει στη λήψη μέτρων γενικού χαρακτήρα.

    Επιβάλλεται να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά την άλλη ένσταση απαραδέκτου: την ένσταση που προβλήθηκε ως προς επικουρικά αιτήματα ορισμένων από τις ενάγουσες επιχειρήσεις, στην υπόθεση 238/78 και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 241/78, 242/78, 245/78 έως 250/78. Στην πραγματικότητα, κατά την έγγραφη διαδικασία, οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν ότι το επικουρικό τους αίτημα είχε ως μόνο σκοπό να απαλλάξει το Δικαστήριο από την εξακρίβωση ορισμένων πραγματικών περιστατικών και ότι, σε περίπτωση μη αμφισβητήσεως, σχετικά με τις ποσότητες Quellmehl ή Gritz που παρήχθησαν, θα εγκατέλειπαν το αίτημά τους. Όμως, θεωρώ επίσης σκόπιμο να παρατηρηθεί ότι αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να υποχρεώσει κάθε κράτος μέλος να πληρώσει ορισμένα ποσά στις ενάγουσες επιχειρήσεις είναι απαράδεκτο στο πλαίσιο διαδικασίας που στηρίζεται στα άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, είτε η καταβολή θα έπρεπε να γίνει ως αποκατάσταση της ζημίας που υποτίθεται ότι πρέπει να διαπιστωθεί στις υπό κρίση υποθέσεις, και τότε δεν βλέπω με ποια νομική βάση η Κοινότητα θα μπορούσε να επιβαρύνει μία ή περισσότερες Κυβερνήσεις των κρατών μελών με την υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από πράξη προερχόμενη από κοινοτικό όργανο, είτε η πληρωμή θα έπρεπε να χωρήσει ως επιστροφή, και τότε η έκδοση νέου κανονισμού θα ήταν πράγματι αναγκαία στο κοινοτικό επίπεδο, έκδοση που σε καμία περίπτωση οι ενάγουσες επιχειρήσεις δεν νομιμοποιούνται να ζητήσουν. Πράγματι, θα επρόκειτο για μέτρο νομικής φύσεως και γενικής ισχύος, τελείως διαφορετικό από τα μέτρα ατομικής φύσεως και οικονομικής ισχύος που προκύπτουν από την αναγνώριση της βασιμότητας αγωγής αποζημιώσεως.

    Όσον αφορά πάντοτε τις ενστάσεις απαραδέκτου που στηρίζονται σε γενικές αρχές, πρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις ως προς την άποψη κατά την οποία τα προαναφερθέντα επικουρικά αιτήματα τείνουν να επιτύχουν «αποκατάσταση IN NATURA» και είναι για το λόγο αυτό απαράδεκτα, διότι αυτή η μορφή αποκαταστάσεως δεν έχει θέση στο δημόσιο δίκαιο. Θεωρώ περιττό να εξακριβωθεί αν το τελευταίο σημείο ισχύει ή όχι, διότι δεν δέχομαι ότι τα εν λόγω αιτήματα τείνουν να επιτύχουν αποκατάσταση «IN NATURA». Κατά τη γνώμη μου, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της αποζημιώσεως και της «RESTITUTIO IN INTEGRUM» συμπίπτει με τη διάκριση μεταξύ της καταβολής ενός χρηματικού ποσού και παροχής άλλου είδους, ικανής να αποκαταστήσει την περιουσία του ζημιωθέντος (όπως για παράδειγμα η υλική επισκευή του αντικειμένου που υπέστη ζημία). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οποιαδήποτε μορφή αποκαταστάσεως της ζημίας τείνει να επαναφέρει την περιουσία του ζημιωθέντος στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός, η καταβολή όμως χρηματικού ποσού πρέπει πάντοτε να χαρακτηρίζεται ως αποζημίωση, ακόμη και όταν η ζημία συνίστατο στη στέρηση ορισμένων χρηματικών ποσών. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι μαζί με την αποζημίωση συνήθως ζητούνται και τόκοι υπερημερίας. Εξάλλου, όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, πρέπει να υπογραμμιστεί ακόμη μια φορά ότι αντικείμενο των αιτημάτων (κύριων και επικουρικών) των εναγουσών δεν είναι η απόδοση των επιστροφών στην παραγωγή, αλλά η καταβολή χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στις επιστροφές που δεν εισπράχθηκαν. Κατά συνέπεια, νομίζω ότι η εν λόγω ένσταση στερείται βάσεως.

    4. 

    Το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση εκκρεμοδικίας στις υποθέσεις των επτά γαλλικών εταιριών που παράγουν Gritz, διότι αυτές, αφού ζήτησαν από τον ONIC, γαλλικό οργανισμό παρεμβάσεως σε γεωργικά θέματα, την καταβολή των επιστροφών στην παραγωγή για την περίοδο από 1ης Αυγούστου έως 31ης Δεκεμβρίου 1975, προσέβαλαν τις απορριπτικές αποφάσεις του ONIC ενώπιον των αρμοδίων γαλλικών δικαστηρίων, ζητώντας την ακύρωσή τους. Σε τρεις από τις δίκες αυτές η απορριπτική απόφαση ακυρώθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 επί των υποθέσεων 167/78 και 28/79, οι οποίες αποφάνθηκαν ακριβώς επί αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν δύο διοικητικά δικαστήρια, στα οποία προσέφυγαν οι ενδιαφερόμενες εταιρίες (στην ακύρωση προέβη το TRIBUNAL ADMINISTRATIF DE NANCY, με απόφαση της 31ης Ιουλίου 1978 επί προσφυγής της επιχειρήσεως MOULINS-HUILERIES DE PONT-A-MOUSSONS, το διοικητικό δικαστήριο του CHÂLONS-SUR-MARNE, με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1978, επί προσφυγής της COOPÉRATIVE PROVIDENCE AGRICOLE DE LA CHAMPAGNE, και το διοικητικό δικαστήριο της ORLÉANS, με απόφαση της 11ης Μαρτίου 1979, στην υποθεση των MAÏSERIES DE BEAUCE). Στη συνέχεια ο ONIC προσέβαλε την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου του NANCY ενώπιον του γαλλικού CONSEIL D'ÉTAT, ενώ, όπως φαίνεται, άφησε την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου του CHÂLONS-SUR-MARNE να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

    Ως γνωστόν, η ένσταση εκκρεμοδικίας κατά κυριολεξία προϋποθέτει ότι η ίδια διαφορά υποβλήθηκε συγχρόνως σε δύο δικαστήρια· προϋποθέτει, επομένως, ταυτότητα διαδίκων, αντικειμένου και αιτίας. Το Συμβούλιο φαίνεται πως θεωρεί ότι μπορεί να γίνει λόγος εκκρεμοδικίας στο πλαίσιο των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ εθνικού δικαστηρίου και του κοινοτικού δικαστηρίου, ακόμη και αν ενώπιον του Δικαστηρίου εναγόμενος είναι κοινοτικό όργανο, ενώ ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εναγόμενος είναι ένας εθνικός οργανισμός, επιφορτισμένος με την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής. Όμως, χωρίς να τεθεί θέμα ορολογίας, γίνεται αντιληπτό ότι η σχέση μεταξύ δύο δικών που διεξάγει ο ίδιος ενάγων κατά του κοινοτικού οργάνου και κατά του εθνικού διοικητικού οργανισμού δημιουργεί προβλήματα προτεραιότητας, εάν τουλάχιστον υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας. Ασφαλώς αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση: μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως μιας πράξεως και της αγωγής αποζημιώσεως υπάρχει σαφής διαφορά αντικειμένου και νομικής βάσεως. Επί πλέον, η ακυρωτική απόφαση δεν ασχολείται καθόλου με το ζήτημα αν έχει ή όχι ο προσφεύγων δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που ενδεχομένως υπέστη.

    Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο θεωρεί ότι υπάρχει εκκρεμοδικία λόγω του ότι, κατά τη γνώμη του, η ίδια διαφορά, στην οποία απαιτούνται συγκεκριμένα ποσά, υποβλήθηκε στα εθνικά δικαστήρια και στο κοινοτικό δικαστήριο. Εν τούτοις, το Συμβούλιο γνωρίζει πολύ καλά ότι τα γαλλικά διοικητικά δικαστήρια που έκριναν ήδη τις προσφυγές ορισμένων παραγωγών Gritz δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν πέραν από την ακύρωση της αρνήσεως που αντέταξε ο ONIC στο αίτημα της καταβολής των επιστροφών στην παραγωγή για τη μεταγενέστερη της 1ης Αυγούστου 1975 περίοδο και μάλιστα δεν μπόρεσαν να προβούν σε ακύρωση παρά στο μέτρο που το Δικαστήριο, στις προαναφερθείσες αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1977, έδωσε τη γνωστή απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που του είχαν τεθεί. Το συμφέρον των εναγουσών να λάβουν τα χρηματικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στις επιστροφές που δεν εισέπραξαν, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, διότι ελλείπει η κοινοτική νομική βάση, χωρίς την οποία οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν πληρωμές για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων. Για το λόγο αυτό οι ενδιαφερόμενοι επέλεξαν την αγωγή αποζημιώσεως, η οποία, λόγω της φύσεώς της, διαφοροποιείται ριζικά από τις δίκες που διεξάγονται ενώπιον των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως ήδη προηγουμένως εξέθεσα. Ποια είναι λοιπόν η ίδια διαφορά που υποβάλλεται σε δύο διαφορετικά δικαστήρια;

    Εξάλλου, κατά την άποψη του εναγομένου οργάνου, οι αγωγές που ασκήθηκαν βάσει των άρθρων 178 και 215 είναι απαράδεκτες σε κάθε περίπτωση, λόγω του ότι οι ενάγουσες είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας ενώπιον των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων και διότι η προσφυγή αυτή, προορισμένη να επιτύχει την καταβολή των επιστροφών στην παραγωγή, είχε προτεραιότητα έναντι της αγωγής αποζημιώσεως. Θεωρώ προφανές ότι κάνοντας λόγο για τη σχέση μεταξύ αυτής της τελευταίας αγωγής που αποτελεί τετελεσμένο γεγονός και μιας υποθετικής προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας ενώπιον των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων (υποθετική προσφυγή διότι δεν φαίνεται να ασκήθηκε πράγματι) εγκαταλείπει κανείς το πλαίσιο της «εκκρεμοδικίας». Όσον αφορά την άποψη κατά την οποία το ενδεδειγμένο ένδικο βοήθημα θα ήταν αγωγή καταβολής των επιστροφών, η οποία θα έπρεπε να ασκηθεί στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους, θεωρώ περιττό να επαναλάβω τις αντιρρήσεις που ήδη εξέφρασα κατά την εξέταση της πρώτης ενστάσεως γενικού χαρακτήρα, που στηρίζεται στην ιδέα αυτή.

    Για να υποστηρίξει την ένσταση εκκρεμοδικίας, το Συμβούλιο επικαλέστηκε την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967 που εξέδωσε το Δικαστήριο επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 5, 7 και 13 έως 24/66, KAMPFFMEYER (RACCOLTA 1967, σ. 317). Εν τούτοις δεν πιστεύω ότι η αναφορά αυτή μπορεί να ενισχύσει την άποψη του Συμβουλίου. Οι ενάγουσες στις υποθέσεις KAMPFFMEYER είχαν πράγματι ασκήσει δύο αγωγές αποζημιώσεως, μία κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου και μία δεύτερη κατά της Κοινότητος ενώπιον του Δικαστηρίου, και αυτό στο μέτρο που υπέστησαν ζημία προερχόμενη από πράξη που θεωρήθηκε μη νόμιμη, τόσο κατά το κοινοτικό όσο και κατά το γερμανικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι έπρεπε «να αποφευχθεί να λάβουν οι ενάγουσες ανεπαρκή ή υπερβολική αποζημίωση, λόγω διαφορετικών εκτιμήσεων των ίδιων ζημιών από δύο διαφορετικά δικαστήρια που εφαρμόζουν διαφορετικούς κανόνες δικαίου», και, κατά συνέπεια, έκρινε αναγκαίο να αποφανθεί ο εθνικός δικαστής επί της ενδεχόμενης ευθύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας προτού καθορίσει το ποσό της αποζημιώσεως εις βάρος της Κοινότητας. Είναι προφανές ότι αυτή η θέση υπαγορεύθηκε από την κατάσταση την οποία μόλις περιέγραψα και, ιδίως, από το γεγονός ότι οι αγωγές που ασκήθηκαν ενώπιον των δύο διαφορετικών δικαστηρίων ήταν και οι δύο αγωγές αποζημιώσεως. Αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, και κατά συνέπεια δεν ενδείκνυται η επίκληση της νομολογίας αυτής.

    Επομένως, δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός της υποβολής στα γαλλικά διοικητικά δικαστήρια προσφυγών ακυρώσεως των απορριπτικών αποφάσεων του ONIC, όσον αφορά τους παραγωγούς Gritz (αποφάσεις με τις οποίες αρνείται να καταβάλει τις επιστροφές για τη μεταγενέστερη της 1ης Αυγούστου 1975 περίοδο), μπορεί να θεμελιώσει ένσταση εκκρεμοδικίας, όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως που οι ίδιες επιχειρήσεις άσκησαν κατά του Συμβουλίου ενώπιον του Δικαστηρίου.

    5. 

    Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα παραδεκτού τίθεται στο πλαίσιο της υποθέσεως 238/78, που εισήχθη με αγωγή της εταιρίας IREKS-ARKADY, διότι αυτή ενήργησε υποκαθιστώντας τον ζημιωθέντα, βάσει εκχωρήσεως του δικαιώματος αποζημιώσεως (δηλαδή της αμφισβητουμένης απαιτήσεως). Ζημιωθείς τύχαινε να είναι μια άλλη εταιρία του ίδιου ομίλου, συγκεκριμένα η εταιρία RUCKDESCHEL, η οποία είχε προηγουμένως προσφύγει σε γερμανικό δικαστήριο, ζητώντας να αναγνωριστεί το δικαίωμά της επί των επιστροφών στην παραγωγή (για την εν λόγω περίοδο), οδηγώντας έτσι στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που απετέλεσε το αντικείμενο της υποθέσεως 117/76.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι έννομες τάξεις των κρατών μελών δεν δέχονται όλες ότι ο εκδοχεύς δικαιώματος αποκαταστάσεως ζημίας που προέρχεται από μη νόμιμη πράξη νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή. Ιδίως το αγγλικό δίκαιο αποκλείει αυτή τη δυνατότητα. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή διερωτάται αν η εν λόγω αγωγή είναι σύμφωνη με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ. Εξάλλου, η Επιτροπή φοβάται μήπως οι εκχωρήσεις δικαιωμάτων οδηγήσουν σε καταχρηστική άσκηση που μπορεί να φθάσει μέχρι την ειδίκευση ορισμένων επιχειρήσεων στην άσκηση κατά της Κοινότητας αγωγών αποζημιώσεως που, κατ' αρχήν, ανήκουν σε τρίτους.

    Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ο εκδοχεύς του δικαιώματος αποζημιώσεως και ο ζημιωθείς, παρ' όλο ότι νομικά είναι διαφορετικά πρόσωπα, δεν είναι ξένοι μεταξύ τους. Πράγματι η εταιρία RUCKDESCHEL μεταβίβασε στην εταιρία IREKS-ARKADY (που αποτελεί σήμερα HOLDING) — το σύνολο της εκμεταλλεύσεώς της, αντί οικονομικής συμμετοχής. Όμως, είναι γνωστό ότι το γεγονός ότι περισσότερες επιχειρήσεις ανήκουν στον ίδιο οικονομικό όμιλο θεωρήθηκε πολλές φορές, τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Δικαστήριο, ως στοιχείο επαρκές για να θεωρηθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν στην ουσία μονάδα, όσον αφορά την εκτίμηση της συμπεριφοράς τους στην αγορά. Αυτή η ενιαία εκτίμηση τυπικά διαφορετικών νομικών φαινομένων είχε σημαντικές επιπτώσεις στον τομέα του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Γι' αυτό θεωρώ σωστή την άποψη ότι οι κίνδυνοι που φοβάται η Επιτροπή δεν υφίστανται στην περίπτωση εκχωρήσεως δικαιώματος αποζημιώσεως μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου.

    Στην πραγματικότητα η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η εκχώρηση δεν αποτελεί διαδικαστικό τέχνασμα και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστικό μέσο. Εν τούτοις, κατά την άποψη της, το γεγονός αυτό δεν είναι αρκετό για να υπερνικήσει τις δυσκολίες που προκύπτουν από την έλλειψη διατάξεως του κοινοτικού δικαίου η οποία να αφορά την εν λόγω εκχώρηση και από το γεγονός ότι τα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών στερούνται ομοιομορφίας, τουλάχιστον όσον αφορά τα αποτελέσματα της εκχωρήσεως απαιτήσεως για τον οφειλέτη, καθώς και όσον αφορά τη διαδικασία.

    Κατά τη γνώμη μου το άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εμποδίζει τη λύση του προβλήματος. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει το μηχανισμό εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητος (και επομένως τα κριτήρια στα οποία στηρίζεται, τα όρια και τις συνέπειές της), όχι όμως ένα φαινόμενο, όπως η εκχώρηση δικαιώματος αποζημιώσεως, που δεν έχει παρά συμπτωματική σχέση με τον τομέα της ευθύνης και ανήκει σε μια ευρύτερη νομική μορφή, την εκχώρηση των απαιτήσεων, που υπόκειται στο εθνικό δίκαιο των συμβάσεων. Το γεγονός ότι η σύμβαση εκχωρήσεως έχει ως αντικείμενο απαίτηση (ακόμη αμφισβητούμενη βέβαια) που πηγάζει από μη νόμιμη πράξη, από την οποία προκύπτει η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητος, δεν φαίνεται αρκετό για να δημιουργήσει, μεταξύ της εκχωρήσεως απαιτήσεως και της μη νόμιμης πράξεως της Κοινότητας, σχέση τόσο στενή και άμεση ώστε η σύμβαση εκχωρήσεως δικαιώματος που συνήφθη μεταξύ ιδιωτών να πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της ρυθμίσεως της εξωσυμβατικής κοινοτικής ευθύνης. Το δίκαιο που εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών είναι το εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους και, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος να εξαιρεθεί από αυτό το νομικό καθεστώς η σύμβαση εκχωρήσεως απαιτήσεως έναντι της Κοινότητας. Αυτό εξάλλου δέχτηκε το Δικαστήριο στη Διάταξη που εξέδωσε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 1963 επί της υποθέσεως 85/63 (RACCOLTA 1963, σ. 397), αναφερόμενος στο βελγικό CODE CIVIL σε ζήτημα εκχωρήσεως του μισθού ενός υπαλλήλου της Επιτροπής σε βελγική εταιρία.

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο το δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών ρυθμίζει την εκχώρηση απαιτήσεων για εξωσυμβατικές ζημίες στερείται σημασίας από πλευράς κοινοτικού δικαίου. Ο εκδοχεύς πρέπει να θεωρηθεί ότι νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης ΕΟΚ κάθε φορά που, βάσει της εφαρμοζομένης εσωτερικής εννόμου τάξεως, γίνεται έγκυρα δικαιούχος της απαιτήσεως, η οποία ανήκει αρχικά στο ζημιωθέντα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν νομίζω ότι αμφισβητήθηκε η νομιμότητα, από πλευράς γερμανικού δικαίου, της εκχωρήσεως που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των επιχειρήσεων RUCKDESCHEL και IREKS-ARKADY (εξάλλου το γερμανικό δίκαιο είναι ένα από τα λιγότερο τυπικά στο ζήτημα αυτό), ούτε το γεγονός ότι η εκχώρηση αυτή ήταν ικανή να αναπτύξει αποτελέσματα έναντι του (ενδεχόμενου) οφειλέτη. Γι' αυτό η αγωγή που άσκησε η εταιρία IREKS-ARKADY πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

    Στο πλαίσιο πάντοτε της υποθέσεως 238/78, μία δεύτερη ένσταση που προέβαλε το Συμβούλιο έχει ως αφετηρία την άποψη ότι η αγωγή στηρίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε έλλειψη νομιμότητας που προκύπτει από το χρονικό περιορισμό που θεσπίζει ο κανονισμός 1570/78 της Επιτροπής για τις επιστροφές· είναι, επομένως, απαράδεκτο να κατηγορείται το Συμβούλιο για μη νόμιμη πράξη που προέρχεται από την Επιτροπή. Αυτή η ένσταση προφανώς δεν ευσταθεί· αρκεί να αντιταχθεί ότι ο χρονικός περιορισμός του δικαιώματος απαιτήσεως των καθυστερουμένων επιστροφών προκύπτει και από τους κανονισμούς του Συμβουλίου 1125/78 και 1127/78, εκτός από τον κανονισμό 1570/78 της Επιτροπής και ότι, εν πάση περιπτώσει, στην υπόθεση 238/78 τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή είναι εναγόμενοι. Όμως η κύρια αντίρρηση είναι άλλης φύσεως και δικαιολογημένα προτάθηκε από την ενάγουσα: η έλλειψη νομιμότητας που γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως είναι η παράβαση της αρχής της ισότητας που προκύπτει από τις τροποποιήσεις του άρθρου 11 του κανονισμού του Συμβουλίου 120/67 που θεσπίστηκαν το 1974 και 1975 και σ' αυτή την έλλειψη νομιμότητας δεν προστίθεται άλλη μη νόμιμη πράξη προκύπτουσα από τους κανονισμούς του 1978 που αναφέρθηκαν θα μπορούσε μόνο να παρατηρηθεί ότι οι τελευταίοι δεν οδήγησαν σε ολοκληρωτική άρση του ασυμβιβάστου προς την αναφερθείσα αρχή της ισότητος.

    Υπάρχει, τέλος, μια τρίτη ένσταση απαραδέκτου που πρότειναν οι εναγόμενοι κατά του αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής 238/78. Όπως ανέφερα στην αρχή, με το αίτημα αυτό ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 1570/78 της Επιτροπής πρέπει να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι επιστροφή στην παραγωγή για το Quellmehl οφείλεται όταν αυτό πωλείται, χωρίς άλλη μεταποίηση και χωρίς να αναμιχθεί με άλλες ουσίες, αποκλειστικά για την ανθρώπινη διατροφή.

    Θεωρώ την ένσταση αυτή βάσιμη. Κατ' αρχήν, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτό ένα αναγνωριστικό αίτημα στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, εάν πρόκειται να καθοριστεί ερμηνεία διατάξεως από την οποία εξαρτάται η διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας, της ευθύνης ή του δικαιώματος αποζημιώσεως. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ο κανονισμός 1570/78 δεν έχει καμία σχέση με τη διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας ή της ευθύνης: αυτό φάνηκε προηγουμένως κατά την εξέταση της δεύτερης ενστάσεως που προέβαλε το Συμβούλιο στην ίδια υπόθεση. Η ζητούμενη ερμηνεία αφορά στην πραγματικότητα το δικαίωμα επί των επιστροφών στην παραγωγή και όχι το δικαίωμα αποζημιώσεως. Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το αντικείμενο των υποθέσεων αυτών περιορίζεται στις συνέπειες που προέκυψαν από την κατάργηση των επιστροφών υπέρ των παραγωγών Quellmehl ή Gritz για την προηγούμενη της 19ης Οκτωβρίου 1977 περίοδο, ενώ η αίτηση ερμηνείας αναφέρεται σε κανονισμό που ανέπτυξε την ισχύ του μετά την ημερομηνία αυτή. Γι' αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε καν επιχείρημα προς υποστήριξη της αγωγής αποζημιώσεως που αφορά το Quellmehl, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανθρώπινη διατροφή σε άλλους τομείς εκτός από την αρτοποιία.

    6. 

    Αφού εξέτασα τις ενστάσεις απαραδέκτου που προτάθηκαν κατά των κυρίων αιτημάτων, μπορώ τώρα να προχωρήσω στην εξέταση των προβλημάτων ουσίας. Πιστεύω ότι, λόγω της φύσεως των αγωγών, ενδείκνυται να διευκρινιστεί κατ' αρχήν ποια είναι η έλλειψη νομιμότητας, πράξη για την οποία ευθύνεται η Κοινότητα, και σε ποιο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι διαπιστώθηκε ήδη αυτή η έλλειψη νομιμότητας.

    Στην αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στις υπό κρίση υποθέσεις τα ακόλουθα συμβάντα είχαν καθοριστική σημασία: κατ' αρχήν, η κατάργηση των επιστροφών για το Quellmehl και το Gritz δυνάμει των κανονισμών 1125/74 και 665/75· έπειτα οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977· τέλος, οι κανονισμοί του Συμβουλίου και της Επιτροπής που επανεισήγαγαν τις επιστροφές για τα δύο αναφερθέντα προϊόντα από τις 19 Οκτωβρίου 1977. Είναι γνωστό ότι οι προαναφερθείσες αποφάσεις έκριναν μη νόμιμη την κατάργηση των επιστροφών διότι αποτελούσε προσβολή της αρχής της ισότητας (βλ. τις σκέψεις 10 και 11 της αποφάσεως επί των υποθέσεων 117/76 και 16/77· τις σκέψεις 23 και 24 της αποφάσεως επί των υποθέσεων 124/76 και 20/77). Επομένως πρέπει να κριθεί αν η Κοινότητα είναι υπεύθυνη για τις ζημίες που προκαλεί η ακόλουθη ακριβώς μη νόμιμη πράξη: τροποποιώντας το άρθρο 11 του κανονισμού 120/67 με τους κανονισμούς 1125/74 και 665/75, τα κοινοτικά όργανα παραβίασαν, εις βάρος των παραγωγών Gritz και Quellmehl, τη γενική αρχή της ισότητας «η οποία ανήκει στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου» (σκέψεις 7 και 16 αντίστοιχα των δύο αποφάσεων που αναφέρθηκαν);

    Αυτό υποστήριξαν επανειλημμένα οι ενάγουσες, η στάση τους όμως δεν φαίνεται πάντοτε συνεπής προς την άποψη αυτή, στο μέτρο που μερικές φορές τόνισαν το δήθεν παράνομο χαρακτήρα των κανονισμών του Συμβουλίου 1125 και 1127/78 (και του εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής 1570/78). Οι κανονισμοί αυτοί, επανεισάγοντας τις επιστροφές μόνο από τις 19 Οκτωβρίου 1977, διατήρησαν, για την προηγούμενη περίοδο, τη μη νόμιμη κατάσταση που διαπίστωσε το Δικαστήριο και παραβίασαν έτσι τόσο την αρχή της ισότητος (για δεύτερη φορά) όσο και τις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977.

    Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποφευχθεί η παρανόηση που συνίσταται στη σύνδεση των αγωγών αποζημιώσεως με την παραβίαση υποθετικής υποχρεώσεως της Κοινότητος να επανεισαγάγει αναδρομικά τις καταργηθείσες επιστροφές, υποχρέωση προκύπτουσα από τις αναφερθείσες αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977. Τα εναγόμενα όργανα έχουν δίκιο αντιτάσσοντας ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν δημιουργούν τέτοια υποχρέωση, αλλά περιορίζονται να αναθέσουν στα αρμόδια κοινοτικά όργανα την εξουσία και την υποχρέωση να «λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την άρση του ασυμβιβάστου αυτού». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κανονισμοί 1125 και 1127/78, καθώς και ο εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής, αποτελούν μέτρα που αποσκοπούν στην άρση της ελλείψεως νομιμότητας που διαπίστωσε το Δικαστήριο: αρκεί να διαβάσει κανείς τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1125/78 που αφορούν τις αποφάσεις που επανειλημμένα αναφέρθηκαν και ορίζουν ότι «η χορήγηση μιας επιστροφής στην παραγωγή για τα εν λόγω προϊόντα συνιστά μέσο συμμορφώσεως προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου». Το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι ακατάλληλα δεν επιτρέπει να θεωρηθούν μη νόμιμα, στο μέτρο που έρχονται σε αντίθεση με τις αναφερθείσες αποφάσεις: πιο συγκεκριμένα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα μέσο — όχι όμως αναγκαστικά επαρκές μέσο — συμμορφώσεως προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, ως ένα μέσο που θα μπορούσε εν μέρει μόνο να άρει τη μη νόμιμη κατάσταση που δημιούργησαν οι κανονισμοί του 1974 και του 1975, χωρίς όμως για το λόγο αυτό να γεννά νέα έλλειψη νομιμότητας.

    Μένει να λυθεί ένα τυπικό πρόβλημα που έχει όμως σημαντική θεωρητική σημασία. Οι αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 εκδόθηκαν έπειτα από αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως· για το λόγο αυτό η αναγνώριση της παραβιάσεως της αρχής της ισότητος προοριζόταν κατ' αρχήν να αναπτύξει αποτελέσματα έναντι των εθνικών δικαστηρίων που προσέφυγαν στο Δικαστήριο και στο πλαίσιο των διαδικασιών που προκάλεσαν τα προδικαστικά ερωτήματα. Ποια είναι όμως τα αποτελέσματα της αναγνωρίσεως αυτής πέρα από το πλαίσιο αυτό, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο των υποθέσεων που μας απασχολούν; Είναι γνωστοί οι δισταγμοί της θεωρίας όσον αφορά το ζήτημα εάν η ακύρωση κοινοτικών πράξεων, στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, αναπτύσσει ή όχι αποτελέσματα ERGA OMNES και είναι επίσης γνωστά τα κύρια επιχειρήματα που προτείνονται για την υποστήριξη μιας θετικής ή αρνητικής απαντήσεως: αφενός, η δυσκολία να γίνει δεκτό ότι μία πράξη είναι ισχυρή (στην προκειμένη περίπτωση νόμιμη) ως προς ορισμένους και ανίσχυρη (ή μη νόμιμη) ως προς άλλους· αφετέρου, αντίθετα, η διαφορά μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως και της διαδικασίας βάσει του άρθρου 177. Δεν νομίζω ότι ενδείκνυται να καθυστερήσω στο σημείο αυτό, αναφέροντας τα θεωρητικά δεδομένα του προβλήματος· ας μου επιτραπεί μόνο να σημειώσω ότι θεωρώ περίεργη την τάση να αποδίδεται «στη θεωρία» σχετική ισχύς στις προδικαστικές αποφάσεις, και να προστίθεται έπειτα ότι «στην πράξη» αναπτύσσουν αποτελέσματα ERGA OMNES, σαν να μην έπρεπε οι νομικοί να προσαρμόζουν τις έννοιες στην πρακτική και μάλιστα να τις διαμορφώνουν λαμβάνοντας υπόψη την τελευταία. Για τις υπό κρίση υποθέσεις πρέπει, νομίζω, να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο ακόλουθο γεγονός: ήδη δύο φορές πρόσφατα το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις ίδιες του τις αποφάσεις με τις οποίες, στο πλαίσιο προδικαστικών ερωτημάτων, κήρυξε μη νόμιμους συγκεκριμένους κανονισμούς του Συμβουλίου, για να κρίνει αγωγές αποζημιώσεως που άσκησαν υποκείμενα διαφορετικά από τους διαδίκους στις δίκες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκαν οι προδικαστικές αποφάσεις. Αναφέρομαι στην απόφαση της 25ης Μαΐου 1978 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 83/76 και 94/76, 4/77, 15/77 και 40/77 (αποφάσεις για το γάλα σε σκόνη, RACCOLTA 1978, σ. 1209), που αφορά την ευθύνη των κοινοτικών οργάνων λόγω της εκδόσεως του κανονισμού 563/73 που κηρύχθηκε ανίσχυρος με τρεις αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1977 επί των υποθέσεων 114/76, 116/76, 119/76 και 120/76 και στην απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979 επί της υποθέσεως 90/78, GRANARIA, που αφορά την ευθύνη της Κοινότητας λόγω της καταργήσεως των επιστροφών υπέρ του Quellmehl, καταργήσεως που κηρύχθηκε μη νόμιμη, ως γνωστό, με την απόφαση που εκδόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1979 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 119/76 και 16/77. Στις δύο αποφάσεις που αναφέρθηκαν η αξία των προηγουμένων προδικαστικών αποφάσεων που κήρυξαν ανίσχυρους ορισμένους κανονισμούς δεν αμφισβητήθηκε για τους σκοπούς της δίκης περί αποζημιώσεως. Ακόμη και αν αυτό δεν θεωρηθεί επιβεβαίωση της απόψεως ότι αυτού του τύπου η απόφαση παράγει αποτελέσματα ERGA OMNES, μπορεί πάντως να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο δέχτηκε ότι οποιοσδήποτε θεωρεί ότι βλάπτεται από κοινοτικές πράξεις που κηρύχθηκαν ανίσχυρες από απόφαση, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 177, έχει το δικαίωμα να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία των άρθρων 178 και 215 της Συνθήκης ΕΟΚ, χωρίς να πρέπει να θιγεί και πάλι το θέμα της ελλείψεως νομιμότητας της πράξεως, δηλαδή της πηγής της κοινοτικής ευθύνης.

    Αν αυτό ισχύει, όπως πιστεύω, δικαιολογείται η διαπίστωση ότι το αντικείμενο των αγωγών αυτών περιορίζεται στην ύπαρξη ή όχι κοινοτικής ευθύνης έναντι των εναγουσών, λόγω της παραβιάσεως της αρχής της ισότητας, που προκύπτει από την κατάργηση των επιστροφών για το Quellmehl και το Gritz κατά την περίοδο που επανειλημμένα αναφέρθηκε, δεδομένου ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι διαπιστώθηκε με τις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 η έλλειψη νομιμότητας που συνίσταται ακριβώς στην παραβίαση αυτή.

    Κατά συνέπεια, είναι περιττό να γίνει και πάλι συζήτηση για προβλήματα που εξετάστηκαν και λύθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων που περατώθηκαν με τις αποφάσεις αυτές. Στο σημείο αυτό αναφέρομαι μεταξύ άλλων, στο ζήτημα της ενδεχόμενης δυνατότητας αντικαταστάσεως του Gritz με άμυλο αραβοσίτου για τη ζυθοποιία, το οποίο έθεσε πάλι ο πληρεξούσιος του Συμβουλίου: η άρνηση της δυνατότητας αυτής δεν χρησιμεύει σε τίποτα, όταν πρόκειται να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι τα δύο προϊόντα έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο.

    Θεωρώ χρήσιμο να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ένα άλλο ζήτημα, που αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της κηρύξεως, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, μιας κοινοτικής πράξεως ως ανίσχυρης ή μη νόμιμης. Υποστηρίζεται γενικά ότι η κήρυξη αυτή αναπτύσσει αποτελέσματα ΕΧ NUNC, ή πιο συγκεκριμένα ότι η πράξη που κηρύχθηκε ανίσχυρη δεν εφαρμόζεται στη νομική κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς. Όμως, η αναγνώριση ανισχύρου ή ελλείψεως νομιμότητας που θα συνοδευόταν από αποτελέσματα ΕΧ NUNC δεν θα προσέφερε έρεισμα για τις αγωγές αποζημιώσεως προηγούμενων ζημιών, έτσι ώστε θα ήταν περιττή, για όσους έχουν συμφέρον να ασκήσουν τέτοιες αγωγές, η αναφορά στην προδικαστική απόφαση που αναγνώρισε την έλλειψη νομιμότητας. Θεωρώ ότι αυτή η συνέπεια είναι απαράδεκτη και ότι μάλλον πρέπει να είναι σωστή η υπόθεση που έκανα: στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα EX NUNC των προδικαστικών αποφάσεων συσχετιζόταν πάντοτε με τη μη εφαρμογή των ανισχύρων πράξεων, ενώ αν αναγνωριστεί ότι οι αποφάσεις αυτές μπορούν να έχουν αποτελέσματα και ως προς τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν άλλα πρόσωπα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ανίσχυρο ή η έλλειψη νομιμότητας μπορούν να αναγνωριστούν ex tunc. Ας υπενθυμιστεί σχετικά ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 στις υποθέσεις του Quellmehl και του Gritz ανέφεραν τη δυνατότητα «να αποκατασταθεί ενδεχόμενη ζημία που προκλήθηκε στους ενδιαφερομένους»· έτσι προέβλεψαν μία συνέχεια που εξηγείται μόνον αν αποδοθούν αποτελέσματα ex tunc στην αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητας που περιέχουν οι αποφάσεις αυτές.

    7. 

    Πρέπει τώρα να εξακριβωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ενδεχόμενη ευθύνη της Κοινότητας έναντι των ιδιωτών για κανονιστικές πράξεις που συνεπάγονται επιλογές οικονομικής πολιτικής. Ως προς αυτό, πρέπει αμέσως να πω ότι δεν συμμερίζομαι τις αμφιβολίες που εξέφρασαν οι ενάγουσες γαλλικές επιχειρήσεις, όσον αφορά το χαρακτηρισμό των κανονισμών που καταργούν τις επιστροφές για το Quellmehl και το Gritz ως πράξεων που συνεπάγονται επιλογές οικονομικής πολιτικής· θεωρώ προφανές ότι, ακόμη και αν ο σκοπός που επεδίωκε το Συμβούλιο ήταν να κάνει οικονομίες εις βάρος μιας ομάδας επιχειρήσεων, επρόκειτο εν πάση περιπτώσει για επιλογή που αφορούσε συγκεκριμένα μέσα κοινοτικής γεωργικής πολιτικής, και η οποία προφανώς εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής.

    Οι προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητος για τέτοιου είδους πράξεις συνοψίζονται σε όρους που επικυρώθηκαν από πολυάριθμες αποφάσεις του Δικαστηρίου: πρέπει να υπάρχει «κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες» (βλ. τις ήδη αναφερθείσες αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1971 επί της υποθέσεως 5/71, της 13ης Ιουνίου 1972 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 9/71 και 11/71, της 24ης Οκτωβρίου 1973 επί της υποθέσεως 43/72, της 2ας Ιουλίου 1974 επί της υποθέσεως 153/73· πρέπει να προστεθούν οι αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1975 επί της υποθέσεως 74/74, CNTA, RACCOLTA 1975, σ. 534, της 31ης Μαρτίου 1977 επί των υποθέσεων 54/76 έως 60/76, COMPAGNIE INDUSTRIELLE ET AGRICOLE DU COMTÉ DE LOHEAC, RACCOLTA 1977, σ. 645, και της 25ης Μαΐου 1978 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 83/76 και 94/76, 4/77, 15/77 και 40/77, BAYERISCHE HNL και λοιποί, RACCOLTA 1978, σ. 1209). Οι προτάσεις που ανέπτυξα επί των τελευταίων αυτών υποθέσεων μου έδωσαν την ευκαιρία να αναλύσω το διακριτικό χαρακτήρα της «σοβαρής παραβάσεως» και στο τέλος της αναλύσεως αυτής κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σημασία που έχει στο κοινοτικό σύστημα ο κανόνας που παραβιάστηκε· η εξέταση του «συγγνωστού» ή όχι χαρακτήρα της επιλογής στην οποία προέβησαν τα κοινοτικά όργανα είναι περιττή και το ύψος της ζημίας δεν έχει σημασία. Εν τούτοις, για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι πρέπει να συνδέσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως με το ύψος της ζημίας, θα έπρεπε να καθοριστεί ένας γενικός τύπος που να προσδιορίζει τα όρια της ανεκτής ζημίας.

    Νομίζω ότι η απόφαση που ακολούθησε τις προτάσεις αυτές δέχτηκε σιωπηρά το κριτήριο της σημασίας του κανόνα που παραβιάστηκε, κρίνοντας ότι «η απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης, την οποία παρέβη ο κανονισμός 563/76, έχει στην πραγματικότητα ως αποστολή την προστασία των συμφερόντων των ιδιωτών και δεν είναι δυνατό να παραβλέψει κανείς τη σημασία της στο σύστημα της Συνθήκης» (σκέψη 5). Εν τούτοις η απόφαση αυτή εμπνεύστηκε συγχρόνως από τη «συσταλτική αντίληψη» που προκύπτει από τις αρχές οι οποίες, στην έννομη τάξη των κρατών μελών, διέπουν την ευθύνη του Δημοσίου για τις ζημίες που προκαλούν στους ιδιώτες κανονιστικές πράξεις, ενώ στις προτάσεις μου εξέφρασα την πεποίθηση ότι είναι λογικό να ισχύσει η πιο αυστηρή λύση στο ζήτημα της ευθύνης Δημοσίου, όσον αφορά το Συμβούλιο των Κοινοτήτων, «το οποίο συγκεντρώνει συγχρόνως τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, χωρίς όμως να διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση, χωρίς να αποτελεί έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη υπαγωγή του νομοθέτη στους γενικούς κανόνες της ευθύνης». Για το λόγο αυτό η απόφαση προσέθεσε δύο άλλα κριτήρια στο κριτήριο της σημασίας του κανόνα που παραβιάστηκε: το όργανο πρέπει «να παρέβη, σαφώς και σε σημαντική έκταση, τα όρια που επιβάλλονται στην άσκηση των εξουσιών του» και η ζημία πρέπει να υπερβαίνει τα «λογικά όρια», εντός των οποίων ο ιδιώτης οφείλει να ανεχθεί ορισμένες ζημιογόνες επιπτώσεις κανονιστικής πράξεως επί των οικονομικών του συμφερόντων (σκέψη 6). Δυστυχώς, τα όρια της ανεκτής ζημίας δεν καθορίστηκαν επαρκώς, ακόμη και αν στο λεπτομερέστερο τμήμα των σκέψεων (σκέψη 7) η απόφαση παρέχει ορισμένες πρόσθετες ενδείξεις, αναφερόμενη στον αριθμό των επιχειρηματιών που υπέστησαν βλάβη — ο αριθμός αυτός ενεργεί ως παράγων ικανός να μειώσει τη ζημία που υπέστησαν οι ατομικές επιχειρήσεις — στις επιπτώσεις επί του κόστους παραγωγής, στη σύγκριση μεταξύ της αυξήσεως των τιμών που οφείλεται στον εν λόγω κανονισμό και των αυξήσεων που οφείλονται σε άλλους λόγους και, τέλος, στις επιπτώσεις επί της αποδοτικότητας των εκμεταλλεύσεων, σε σχέση με την έκταση των οικονομικών κινδύνων που είναι συνυφασμένοι με την ασκουμένη δραστηριότητα.

    Στην προκειμένη περίπτωση είναι βέβαιο ότι υπήρξε παράβαση υπέρτερου κανόνα που προστατεύει τους ιδιώτες και έχει ουσιώδη σημασία στο σύστημα του κοινοτικού δικαίου. Ως γνωστό, πρόκειται για την απαγόρευση των διακρίσεων και, επομένως, μπορώ να παραπέμψω απλώς στη σκέψη 5 του σκεπτικού της αποφάσεως της 25ης Μαΐου 1978, επί των υποθέσεων BAYERISCHE HNL και λοιποί, που ήδη αναφέρθηκε (ακόμη και αν η απόφαση αυτή αναφέρει την παράβαση του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώ εδώ παραβιάστηκε η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων). Θεωρώ όμως αναγκαίο να υπογραμμίσω ότι η κατάσταση, που έδωσε αφορμή για τις υπό κρίση αγωγές, είναι πιο σοβαρή. Πράγματι, στις υποθέσεις του γάλακτος σε σκόνη, η παράβαση του άρθρου 40, παράγραφος 3, προέκυπτε από την επιβολή στους παραγωγούς και εισαγωγείς χορτονομών υποχρεώσεως αγοράς και, επομένως, δεν αφορούσε παρά έμμεσα τους καταναλωτές που ζητούσαν την αποκατάσταση της ζημίας που τους προκάλεσε η αύξηση των τιμών. Ως προς τους τελευταίους μπορούσε να γίνει λόγος για έμμεση διάκριση, οφειλόμενη ακριβώς στις πιο υψηλές τιμές των χορτονομών, έτσι ώστε μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη, στην περίπτωση αυτή, κατά κυριολεξία προσβολής δικαιωμάτων (είδαμε ότι η σκέψη 5 του σκεπτικού της εν λόγω αποφάσεως ανέφερε την απαγόρευση των διακρίσεων ως μέσο προστασίας των συμφερόντων των ιδιωτών). Αντίθετα, στις εξεταζόμενες περιπτώσεις πρόκειται για άμεση διάκριση· υπήρξε προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος των εναγουσών να τύχουν ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τη χορήγηση κοινοτικής βοήθειας, σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου αραβοσίτου, που ανταγωνίζονται τους ενδιαφερομένους. Λόγω του ειδικού χαρακτήρα της προσβολής αυτής, δεν χρησιμεύει σε τίποτε να αντιτάξει κανείς (όπως κάνει η Επιτροπή) ότι οποιαδήποτε ζημία, που υπέστη μία κατηγορία υποκειμένων λόγω μέτρου που έλαβε η δημόσια εξουσία, αποτελεί μορφή διακρίσεως και ότι, επομένως, θα ήταν απαράδεκτο να δικαιούνται αποζημιώσεως οι ζημιωθέντες από τέτοιο μέτρο, επειδή έγινε διάκριση σε βάρος τους. Η αλήθεια είναι ότι διαφέρει το να γίνεται γενικά λόγος για διακρίσεις από τη διαπίστωση συγκεκριμένης προσβολής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο ήδη διαπίστωσε την προσβολή αυτή και βάσει της διαπιστώσεως αυτής ασκήθηκαν οι αγωγές αποζημιώσεως.

    Η κατεύθυνση που συνάγεται από την απόφαση της 25ης Μαΐου 1978 επί των υποθέσεων του γάλακτος σε σκόνη με ωθεί να εξετάσω αν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι δύο πρόσθετες προϋποθέσεις, που απαιτεί η απόφαση αυτή για την ύπαρξη ευθύνης της Κοινότητας για τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδει, παρόλον ότι, κατά τη γνώμη μου, οι προηγούμενες σκέψεις περί προσβολής του δικαιώματος των εναγουσών να τύχουν ίσης μεταχειρίσεως είναι αρκετές για να αποδείξουν την ύπαρξη «κατάφωρης παραβάσεως» και, συνεπώς, την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Η μη νόμιμη πράξη του Συμβουλίου εμφανίζει τα χαρακτηριστικά «πρόδηλης και σοβαρής» μη τηρήσεως του κανόνα που παραβιάστηκε: αυτό προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, τόσο από τη φύση του κανόνα αυτού (επαναλαμβάνω ότι «ανήκει στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου», όπως βεβαίωσαν οι αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977) όσο και από τις λεπτομέρειες της ελλείψεως νομιμότητας. Δεν επρόκειτο για τη λήψη μέτρου ευνοϊκού υπέρ άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, αλλά για τροποποίηση του καθεστώτος που ίσχυε μέχρι τότε και είχε επιτύχει την ίση μεταχείριση, ακριβώς για να διατηρηθούν οι ανταγωνιστικές δυνατότητες δύο κατηγοριών παραγωγών σε σχέση με τρίτη κατηγορία. Επομένως, το Συμβούλιο γνώριζε τι έκανε και το Δικαστήριο κατέστησε φανερό ότι η απόφαση που κατάργησε τις επιστροφές ελήφθη παρόλον ότι δεν υφίσταντο αντικειμενικές συνθήκες ικανές να δικαιολογήσουν την αλλαγή του προϋφισταμένου καθεστώτος (βλ. τις αντίστοιχες σκέψεις 10 και 22 του σκεπτικού των αποφάσεων της 19ης Οκτωβρίου 1977 επί των υποθέσεων 117/76-16/77 και 124/76-20/77). Τέλος, προς ενίσχυση του προδήλου χαρακτήρα της παραβάσεως, μπορεί να προστεθεί ότι το Δικαστήριο μπόρεσε να τη διαπιστώσει κατ' αρχήν διότι τα εναγόμενα όργανα δεν προσκόμισαν κανένα τεχνικό και οικονομικό στοιχείο, ούτε αποδείξεις για τα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως έγκυρο έρεισμα για τη νέα πολιτική που υιοθετήθηκε το 1974 και 1975 έναντι των παραγωγών Quellmehl και Gritz. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο νέος τρόπος συμπεριφοράς φαινόταν αυθαίρετος.

    Είναι πιο δύσκολο να λάβω από τώρα θέση επί του προβλήματος της εκτάσεως της ζημίας που υπέστη κάθε μία από τις ενάγουσες, ώστε να διαπιστωθεί αν η ζημία αυτή παραμένει εντός των «λογικών» ορίων που μπορεί να ανεχθεί οποιαδήποτε επιχείρηση εκτίθεται στους κινδύνους της αγοράς. Είναι προφανές ότι, αν γίνει δεκτό ότι η προϋπόθεση της κοινοτικής ευθύνης για κανονιστικές μη νόμιμες πράξεις είναι η ύπαρξη σοβαρής ζημίας, το ζήτημα της υπάρξεως της ευθύνης αυτής δεν μπορεί να λυθεί πριν καθοριστεί ποιες είναι οι ζημίες που πρέπει να αποκατασταθούν και ποια είναι η έκτασή τους. Με την επιφύλαξη αυτή νομίζω ότι μπορώ προς το παρόν να παρατηρήσω τα εξής:

    α)

    από πλευράς αριθμού των επιχειρήσεων που υπέστησαν βλάβη, η κατάσταση αυτή τη φορά είναι αισθητά διαφορετική απ' ό, τι στις υποθέσεις του γάλακτος σε σκόνη. Η μη νόμιμη συμπεριφορά του Συμβουλίου έθιξε δύο σαφώς καθορισμένες και ολιγάριθμες κατηγορίες επιχειρηματιών, δηλαδή τους παραγωγούς Gritz, προορισμένου για τη ζυθοποιία, και τους παραγωγούς Quellmehl, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανθρώπινη διατροφή· στην ουσία ένα τμήμα των επιχειρήσεων που εντάσσονται στον επίσης περιορισμένο τομέα της μεταποιήσεως αραβοσίτου και μαλακού σίτου·

    β)

    οι επιπτώσεις των μέτρων που καταργούν τις επιστροφές στο επίπεδο του κόστους παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων φαίνονται μεγαλύτερες από τις επιπτώσεις των μέτρων που αφορούσαν την υποχρεωτική αγορά γάλακτος σε σκόνη, προορισμένου να αναμειχθεί με τις χορτονομές. Ας σημειωθεί, ως προς αυτό, ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Συμβουλίου επί της υποθέσεως 238/78, η κατάργηση των επιστροφών για το Quellmehl ευνόησε το άμυλο σε σχέση με το Quellmehl σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 6,3 και 8,6 %. Στην υπόθεση 261/78 εξάλλου η ενάγουσα (INTERQUELL STÄRKE CHEMIE) ισχυρίζεται μάλιστα ότι, λόγω της καταργήσεως των επιστροφών, το κόστος παραγωγής της αυξήθηκε κατά 20 %·

    γ)

    εδώ δεν έχει θέση η σύγκριση με τις αυξήσεις των τιμών που οφείλονται σε άλλες αιτίες, η οποία, όπως αναφέρθηκε, ανήκει στα στοιχεία που τονίστηκαν στις αποφάσεις για το γάλα σε σκόνη, διότι οι ζημιωθέντες είναι παραγωγοί και όχι αγοραστές, όπως συνέβαινε στις άλλες υποθέσεις·

    δ)

    ως προς το ερώτημα εάν οι επιπτώσεις της καταργήσεως των επιστροφών επί της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων που παράγουν Gritz και Quellmehl υπερέβη ή όχι την έκταση των οικονομικών κινδύνων που είναι συνυφασμένοι με τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών θα μπορούσαν να δοθούν αντίθετες απαντήσεις. Αφενός, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η δημόσια επιχορήγηση σε ιδιωτική επιχείρηση δεν εξασφαλίζεται συνήθως κατά μόνιμο τρόπο, έτσι ώστε μία επιχείρηση θα έπρεπε να μπορεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο απώλειάς της. Αφετέρου, όμως, μπορεί να πρατηρηθεί ότι, όταν πρόκειται για δραστηριότητα που αντικειμενικά είναι ικανή να αντέξει στον ανταγωνισμό άλλης δραστηριότητας (η παραγωγή του Gritz και του Quellmehl, πέρα από κάθε σύστημα επιστροφών, είναι ανταγωνιστική σε σχέση με την παραγωγή αμύλου από αραβόσιτο), το γεγονός ότι οι συνθήκες ανταγωνισμού χάνουν απότομα την ισορροπία τους και νοθεύονται τεχνητά, επειδή η δημόσια αρχή αποφάσισε να διατηρήσει τη βοήθειά της προς τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και να μη βοηθήσει τον εν λόγω τομέα δραστηριότητας, δεν ανήκει στους συνήθεις εμπορικούς κινδύνους. Κατά τη γνώμη μου, η δεύτερη αυτή παρατήρηση έχει μεγαλύτερο βάρος από την προηγούμενη· εν τούτοις θεωρώ ότι το κριτήριο εκτιμήσεως της ζημίας, σε σχέση με την έκταση των κινδύνων που είναι συνυφασμένοι με τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, οδηγεί αναπόφευκτα σε αβέβαια αποτελέσματα, λόγω του τυχαίου και εριζόμενου χαρακτήρα που εμφανίζει η έκταση των κινδύνων που συνοδεύουν «συνήθως» συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα.

    Από τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα συνάγεται ότι, αν εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση τα κριτήρια που αναφέρονται στη σκέψη 7 του σκεπτικού της αναφερθείσης αποφάσεως της 25ης Μαΐου 1978 επί των υποθέσεων BAYERISCHE HNL και λοιποί, δεν υπάρχει λόγος να αποκλειστεί η κοινοτική ευθύνη. Ανοικτό μένει βέβαια το ερώτημα ποια είναι η έκταση της ζημίας που πρέπει να διαπιστωθεί και για να κριθεί το ζήτημα αν η ζημία είναι «ανεκτή».

    8. 

    Προτού εξεταστούν τα αιτήματα αποζημιώσεως των εναγουσών, πρέπει να εξακριβωθούν τα δεδομένα τα οποία, όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας, προκύπτουν ρητά ή σιωπηρά από τις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977, δεδομένου ότι οι διάδικοι αναφέρθηκαν συχνά στην απόφαση αυτή για να αντλήσουν επιχειρήματα προς υποστήριξη των εκατέρωθεν απόψεών τους.

    Ως προς τις εν λόγω αποφάσεις, πρέπει κατ' αρχήν να παρατηρηθεί ότι, κηρύσσοντας μη νόμιμο το άρθρο 11 του κανονισμού 120/67 με τη διατύπωση που ισχύει έπειτα από την τροποποίηση που εισήγαγε το άρθρο 5 του κανονισμού 1125/74 (για το Quellmehl) και το άρθρο 3 του κανονισμού 663/75 (για το Gritz), οι αποφάσεις αυτές έθεσαν το πρόβλημα της ανάγκης να «σβήσει» αυτή η έλλειψη νομιμότητας — αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο — όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν. Το γεγονός ότι οι δύο αποφάσεις προβλέπουν ρητά ότι πρέπει να αποκατασταθούν η ίση μεταχείριση των δύο αυτών προϊόντων, καθώς και η ζημία που ενδεχομένως προκλήθηκε στους ενδιαφερομένους, αρκεί για να το αποδείξει· η αποκατάσταση της ισότητας μπορούσε να χωρήσει ex nunc ή ex tunc· η αποκατάσταση της ζημίας είχε ως σκοπό να εγγυηθεί την πλήρη άρση της μη νόμιμης καταστάσεως για το παρελθόν. Είναι πάντως δυνατό να προστεθούν και άλλου είδους παρατηρήσεις. Ως γνωστόν, τα προδικαστικά ερωτήματα, στα οποία έδωσαν απάντηση οι δύο αποφάσεις, αφορούσαν το κύρος των τροποποιήσεων που επέφερε ο κανονισμός 120/67, με τις οποίες καταργήθηκαν οι επιστροφές υπέρ του Quellmehl και του Gritz και είναι γνωστό, ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε αναγνώριση του ανισχύρου κυρίως για λόγους νομικής τεχνικής· οι τροποποιήσεις έλαβαν τη μορφή αντικαταστάσεως της παλαιάς διατάξεως με νέα, η οποία δεν ανέφερε πλέον κατ' αρχήν το Quellmehl και έπειτα και το Gritz (οι δύο αποφάσεις ορίζουν ότι «ο παράνομος χαρακτήρας της διατάξεως συνίσταται έτσι σ' αυτό που δεν προβλέπει, και όχι σε οποιοδήποτε τμήμα του κειμένου της»). Αν δεν υπήρχε αυτό το τεχνικό εμπόδιο και η κατάργηση των επιστροφών είχε πάρει τη μορφή ρητών καταργητικών διατάξεων, το Δικαστήριο ασφαλώς θα τις είχε κηρύξει ανίσχυρες, ανεξαρτήτως του αν ο καθορισμός του ποσού των επιστροφών που δικαιούνταν να λάβουν οι παραγωγοί Quellmehl και Gritz απαιτούσε ή όχι AD HOC πράξη του Συμβουλίου (αυτό ήταν το αντικείμενο του δεύτερου ερωτήματος που υπέβαλε το Finanzgericht του Αμβούργου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 117/76 και 16/77). Έτσι, θα άνοιγε ο δρόμος για να αναγνωριστεί, ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων, το δικαίωμα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων να λάβουν τις επιστροφές στην παραγωγή από την ημερομηνία των αντίστοιχων αγωγών τους. Όμως, η διαφορετική φύση της απαντήσεως που έδωσε το Δικαστήριο στους εθνικούς δικαστές, λόγω της τεχνικής δυσκολίας που αναφέρθηκε, και οι συνέπειες που προκύπτουν απ' αυτήν δεν αλλάζουν τη φύση του προβλήματος που παραμένει πρόβλημα ανίσου μεταχειρίσεως των παραγωγών Gritz και Quellmehl σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου, πρόβλημα νομικής εκτιμήσεως της ανισότητας αυτής και πρόβλημα άρσεώς της AB INITIO.

    Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να ερευνηθεί η έννοια των επιλογών που άφησαν οι αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 στα κοινοτικά όργανα, όταν δέχτηκαν την ύπαρξη «περισσοτέρων δυνατοτήτων για την αποκατάσταση της ισότητας μεταχειρίσεως των δύο αυτών προϊόντων και της ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε στους ενδιαφερομένους» και όταν δήλωσαν «ότι είναι έργο των αρμόδιων για την κοινή γεωργική πολιτική οργάνων να εκτιμήσουν τους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες από τους οποίους θα εξαρτηθούν οι επιλογές αυτές». Για το μέλλον μπορεί βέβαια κανείς να σκεφθεί τρία δυνατά μέτρα: την επανεισαγωγή των επιστροφών για το Gritz και το Quellmehl, ενώ θα παραμείνουν άθικτες οι επιστροφές για το άμυλο, ή την κατάργηση των επιστροφών για όλα τα εν λόγω προϊόντα, ή τέλος, τον καθορισμό νέου κοινού συντελεστή (η δεύτερη και η τρίτη δυνατότητα θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνοδεύονται από άλλου είδους μέτρα ενισχύσεως). Για το παρελθόν, αντίθετα, δεδομένου ότι οι καταβληθείσες επιστροφές στους παραγωγούς αμύλου δεν μπορούσαν να καταργηθούν χωρίς να προσβληθούν κεκτημένα δικαιώματα, οι δυνατότητες περιορίζονταν, κατά τη γνώμη μου, σε δύο: επανεισαγωγή των επιστροφών για το Gritz και το Quellmehl μέσω μέτρου γενικού χαρακτήρα με ισχύ EX TUNC ή αποκατάσταση της ζημίας κάθε μίας από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις που το ζήτησαν (ίσως μάλιστα ένα γενικό μέτρο κατ' αποκοπή αποζημιώσεως, με την επιφύλαξη εκτιμήσεως των διαφόρων περιπτώσεων μεταγενέστερων ζημιών, θα μπορούσε να συμβάλει στη λύση του προβλήματος). Ας σημειωθεί ως προς αυτό ότι η υπόθεση του Συμβουλίου, κατά την οποία θα ήταν δυνατόν να καταργηθούν αναδρομικά οι επιστροφές για το άμυλο και να αποκατασταθεί έτσι η ίση μεταχείριση για τις τρεις κατηγορίες προϊόντων, χωρίς όμως να αναζητηθούν οι επιστροφές που κατεβλήθησαν στους παραγωγούς αμύλου, αποτελεί τυπολατρική κατασκευή και δεν είναι πειστική· πράγματι, ακόμα και στην περίπτωση αυτή οι παραγωγοί Gritz και Quellmehl θ' απαιτούσαν την αποκατάσταση της ζημίας που συνδέεται με την προσβολή του δικαιώματός τους για πραγματική (και όχι μόνο τυπική) ισότητα μεταχειρίσεως σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου.

    Ο τρόπος, με τον οποίο άσκησε έπειτα το Συμβούλιο τη δυνατότητα επιλογής του, οδηγεί σε ορισμένες άλλες παρατηρήσεις. Είδαμε ότι οι κανονισμοί 1125/78 και 1127/78 επανεισήγαγαν τις επιστροφές για το Quellmehl και το Gritz με τον ίδιο συντελεστή που ισχύει για τις επιστροφές που καταβάλλονται στους παραγωγούς αμύλου· υιοθέτησαν δηλαδή την πρώτη από τις τρεις δυνατές λύσεις που ανέφερα προηγουμένως (τουλάχιστον μέχρι το τέλος της περιόδου εμπορίας 1978-1979). Όμως, η επιλογή αυτή δεν ίσχυσε μόνο για το μέλλον οι κανονισμοί που τέθηκαν σε ισχύ στις 2 Ιουνίου 1978 χορήγησαν τις επιστροφές από την 19η του προηγουμένου Οκτωβρίου, κατ' αίτηση των ενδιαφερομένων (βλ. άρθρο 6 του κανονισμού 1127/78). Έτσι, η επανεισαγωγή των επιστροφών για το Quellmehl και το Gritz είχε επίσης και τη λειτουργία αποζημιώσεως για την περίοδο από 19ης Οκτωβρίου 1977 έως 1ης Ιουνίου 1978· πράγματι, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι αναφερθέντες κανονισμοί τέθηκαν σε ισχύ, η περίοδος αυτή ανήκε πλέον στο παρελθόν, δεν ήταν πια δυνατόν να σκεφθεί κανείς ότι οι επιστροφές είχαν ως ειδική αποστολή να βοηθήσουν την εμπορία των συγκεκριμένων γεωργικών προϊόντων. Αυτό δεν νομίζω ότι διαψεύδεται από την προτελευταία αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1125/78, σύμφωνα με την οποία ενδείκνυται το μέτρο αυτό να έχει αναδρομικό αποτέλεσμα δοθέντος ότι το Συμβούλιο όφειλε να σεβαστεί τις διαδικασίες που προβλέπονται από τη Συνθήκη. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή, που ήταν αντίθετη προς την αναδρομική εφαρμογή (βλ. το υπόμνημα της Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 1978 επί της υποθέσεως 238/78), είχε επίγνωση ότι η αναδρομικότητα των κανονισμών 1125/78 και 1127/78 προϋπέθετε μη κανονική χρησιμοποίηση του μέσου των επιστροφών. Εν πάση περιπτώσει, λόγω της κατευθύνσεως που ακολουθήθηκε, η περίοδος μεταξύ της καταργήσεως των επιστροφών για τα δύο προϊόντα αυτά και της θέσεως σε ισχύ του μέτρου που επανεισήγαγε τις επιστροφές διαιρέθηκε τελικά σε δύο: από τις 19 Οκτωβρίου 1977 έως την 1η Ιουνίου 1978 οι επιστροφές χορηγήθηκαν αναδρομικά· για την περίοδο από τον Αύγουστο 1974 (για το Quellmehl) και 1975 (για το Gritz) μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977 μένει ανοικτό το θέμα της αποκαταστάσεως της ζημίας. Η ομοιομορφία των μέτρων που αφορούν τις δύο φάσεις της περιόδου αυτής, για το παρελθόν και το μέλλον σε σχέση με τους κανονισμούς 1125/78 και 1127/78, θα ήταν η πιο πιστή λύση προς το σκοπό που επιδιώκουν οι αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 και ο οποίος τείνει στην άρση της υπάρχουσας ελλείψεως νομιμότητας· είναι όμως ακόμη δυνατόν να επιτευχθεί ουσιαστική ανομοιομορφία.

    Τέλος τα εναγόμενα όργανα έδωσαν μεγάλη σημασία σε μία πλευρά των αποφάσεων αυτών: στο γεγονός ότι γίνεται λόγος για αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε στους ενδιαφερομένους. Ο συλλογισμός των εναγομένων συνοψίζεται ως εξής: η ζημία της οποίας την αποκατάσταση ζητούν σήμερα οι ενάγουσες συνίσταται στην απώλεια των εσόδων που προέρχονται από επιστροφές και η απώλεια αυτή υφίσταται IN RE IPSA, δεν έχει «ενδεχόμενο» χαρακτήρα, ενώ το Δικαστήριο μίλησε για ζημία που «ενδεχομένως» προκλήθηκε, και συνεπώς απέκλεισε σιωπηρά τη δυνατότητα να αποκατασταθεί η απώλεια των επιστροφών. Κατά τη γνώμη μου, είναι υπερβολικό να συναχθεί ότι το Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας την έκφραση που αναφέρθηκε προηγουμένως, θέλησε να λάβει θέση επί του προβλήματος της ζημίας που πρέπει να αποκατασταθεί στο πλαίσιο προδικαστικών αποφάσεων, ενώ δεν είχε γίνει ακόμη εμβάθυνση του προβλήματος της φύσεως της ζημίας. Φαίνεται λογικότερο να υποτεθεί ότι οι όροι που υιοθετήθηκαν επεδίωκαν να μην προκαταλάβουν ούτε να προδικάσουν μία εκτίμηση που μπορούσε να γίνει μόνο με τη βοήθεια της κατάλληλης διαδικασίας. Εκτός αυτού δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας ήταν, κατά την ημερομηνία των αποφάσεων, στοιχεία μεταβλητά, εξαρτώμενα από την επιλογή που θα είχε κάνει το Συμβούλιο όσον αφορά την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ του αμύλου, αφενός, και του Gritz και του Quellmehl, αφετέρου· αν η αποκατάσταση αυτή επραγματοποιείτο (όπως ήταν δυνατόν) με την EX TUNC αποκατάσταση των επιστροφών για τα δύο αδικούμενα προϊόντα, θα χρειαζόταν ενδεχομένως αποκατάσταση μόνο των «περαιτέρω» ζημιών. Διαβάζοντας τη φράση «για να αποκατασταθεί η ίση μεταχείριση των δύο αυτών προϊόντων και η ζημία που ενδεχομένως προκλήθηκε στους ενδιαφερομένους» δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η πλήρης πραγματοποίηση του πρώτου σκοπού θα μπορούσε να απορροφήσει το δεύτερο ή να τον καταστήσει περιθωριακό. Εξάλλου, γενικά, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, για τον προσδιορισμό της αποκαταστατέας ζημίας, παίζουν επίσης ρόλο και άλλοι παράγοντες: αν η ζημία που προκάλεσε μία κανονιστική πράξη της Κοινότητος έχει χαρακτήρα «ανεκτό» ή κείται εντός των «ευλόγων» ορίων, μπορεί να αποκλειστεί η υποχρέωση της Κοινότητος να την αποκαταστήσει ή είναι δυνατόν να υπάρχουν κέρδη ικανά να συμψηφίσουν τη ζημία (θα επανέλθω αργότερα στο σημείο αυτό).

    Συνοψίζοντας, η εξέταση των αποφάσεων της 19ης Οκτωβρίου 1977 επιτρέπει τις ακόλουθες διαπιστώσεις: α) για την εξάλειψη της παράνομης καταστάσεως που δημιούργησε το Συμβούλιο ήταν απαραίτητα μέτρα και για το παρελθόν β) το δικαίωμα επιλογής που παραχωρήθηκε ως προς αυτό στα όργανα περιοριζόταν στην ακόλουθη εναλλακτική λύση: στη λήψη ενός γενικού μέτρου για την αποκατάσταση των επιστροφών υπέρ των παραγωγών Quellmehl και Gritz, με αποτελέσματα EX TUNC, ή στη λήψη σειράς ατομικών μέτρων αποζημιώσεως για όποιον την έχει ζητήσει· γ) η έκφραση που χρησιμοποιείται ως προς την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε στους ενδιαφερομένους δεν αποτελεί επαρκές έρεισμα για να θεωρηθεί ότι αποκλείεται η δυνατότητα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκύπτει από την απώλεια των επιστροφών για την προ της 19ης Οκτωβρίου 1977 περίοδο.

    9. 

    Είναι γνωστό ότι η νομική έννοια της «ζημίας» περιλαμβάνει τόσο τις απώλειες που θίγουν την περιουσία με τη στενή έννοια, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας του ενδιαφερομένου, όσο και τον αποκλεισμό αυξήσεως της περιουσίας που θα επερχόταν αν εξέλιπε η ζημιογόνος πράξη (οι δύο αυτές δυνατότητες υποδηλώνονται αντίστοιχα με τις εκφράσεις «DANNO EMERGENTE» (θετική ζημία) «LUCRO CESSANTE» (διαφυγόν κέρδος). Στην περίπτωση ζημίας που οφείλεται σε εξωσυμβατική παράνομη πράξη, η παράβαση του κανόνα δικαίου προσβάλλει το συμφέρον που αυτός προστατεύει — και το οποίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, συμπίπτει με ατομικό δικαίωμα — και συγχρόνως θίγει και την περιουσία του ζημιωθέντος. Η αποκατάσταση της ζημίας αποσκοπεί στο να φέρει την περιουσία του ζημιωθέντος στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν εξέλιπε η μη νόμιμη πράξη ή, τουλάχιστον, στην κατάσταση που πλησιάζει περισσότερο αυτή στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε λάβει χώρα η μη νόμιμη πράξη· ο υποθετικός χαρακτήρας αυτής της αποκαταστάσεως επιβάλλει συχνά ορισμένο βαθμό προσεγγίσεως. Ενδείκνυται νομίζω να υπογραμμίσω ότι αυτές οι γενικές έννοιες δεν περιορίζονται στον τομέα του αστικού δικαίου αλλά εφαρμόζονται εξ ίσου επί της ευθύνης του Δημοσίου, και ειδικότερα επί της εξωσυμβατικής κοινοτικής ευθύνης. Έτσι, για παράδειγμα, το Δικαστήριο αντιμετώπισε πρόβλημα διαφυγόντος κέρδους στην υπόθεση KAMPFFMEYER της 14ης Ιουλίου 1967 που ήδη αναφέρθηκε, ενώ το ζήτημα της εκτιμήσεως της ζημίας που πρέπει να αποκατασταθεί οδήγησε σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις το Δικαστήριο στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1965 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 29/63, 31/63, 36/63, 39/63 έως 47/63, 50/63 και 51/63, SA DES LAMINOIRS, HAUTS FOURNEAUX, FORGES FONDERIES ET USINES DE LA PROVIDENCE και λοιποί (RACCOLTA 1965, σ. 1124)· στην απόφαση αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση της ζημίας τους οι ενάγουσες χρησιμοποίησαν τη μόνη δυνατή μέθοδο, που συνίστατο στο να υποθέσουν την κατάσταση που θα είχε δημιουργηθεί (ως προς τις αγορές παλαιοσιδήρου) αν η Ανωτάτη Αρχή δεν είχε υποσχεθεί ισότητα μεταφορών, πράγμα που απετέλεσε το ζημιογόνο γεγονός.

    Όσον αφορά τις υπό κρίση αγωγές, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, λόγω της παραβιάσεως της αρχής της ισότητος, το Συμβούλιο προσέβαλε το συμφέρον — και μάλιστα το δικαίωμα — των εναγουσών εταιριών να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τους παραγωγούς αμύλου, όσον αφορά τη χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή, και συνεπώς το συμφέρον τους για αύξηση της περιουσίας τους, αύξηση που θα επερχόταν αν δεν είχαν καταργηθεί οι επιστροφές στους τομείς του Quellmehl και του Gritz. Είναι προφανές ότι αυτή η δεύτερη πλευρά της ζημίας δεν θα είχε νομική σημασία ανεξάρτητα από την πρώτη· δηλαδή η ζημία της περιουσίας πρέπει να αποκατασταθεί επειδή προκλήθηκε από την προσβολή ενός απολύτου δικαιώματος. Ακόμη και αν αυτή η ζημία ταυτίζεται με το διαφυγόν κέρδος, υπολογίζεται από νομικής απόψεως διότι επέφερε συγχρόνως άδικη οικονομική βλάβη, ένα μειονέκτημα στον ανταγωνισμό με τους παραγωγούς αμύλου, που συνέχισαν να λαμβάνουν κοινοτική βοήθεια. Δηλαδή η διαφορά μεταχειρίσεως είχε οικονομικές επιπτώσεις και επιπτώσεις επί της περιουσίας· επειδή πρόκειται για μη νόμιμη πράξη η αποζημίωση συνεπάγεται θεραπεία όσον αφορά την περιουσία και αποκαθιστά έτσι EX POST την οικονομική ισορροπία.

    Υπό το πρίσμα της εννοίας της αποκαταστάσεως της ζημίας που προ ολίγου υπενθύμισα, η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες απαιτεί, στις υπό κρίση υποθέσεις, να γίνει προσπάθεια αποκαταστάσεως της περιουσιακής καταστάσεως στην οποία θα ευρίσκονταν μεταξύ 1ης Αυγούστου 1974 (για το Quellmehl) ή 1ης Αυγούστου 1975 (για το Gritz) και της 19ης Οκτωβρίου 1977, εάν το Συμβούλιο δεν είχε καταργήσει με μη νόμιμο τρόπο τις επιστροφές στην παραγωγή τις οποίες ελάμβαναν. Αυτή η προσπάθεια αποκαταστάσεως μιας υποθετικής μόνο καταστάσεως έχει βέβαια όρια: δικαιολογημένα η αναφερθείσα απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1965 επί των υποθέσεων 29/63, 31/63, 36/63, 39/63 έως 47/63, 50/63 και 51/63 παρατήρησε ότι «όταν είναι αναγκαία η θεώρηση μιας καταστάσεως που θα εδημιουργείτο αν δεν είχε υπάρξει πταίσμα, ο δικαστής οφείλει, απαιτώντας όσο το δυνατόν περισσότερες αποδείξεις, να περιορίζεται σε σοβαρές προσεγγίσεις…». Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι πλέον δυνατόν να αποδειχθεί πώς θα είχαν χρησιμοποιήσει οι ενάγουσες τα ποσά που θα τους είχαν χορηγηθεί ως επιστροφές· μπορεί να τις χρησιμοποιούσαν για να εκσυγχρονίσουν τις εγκαταστάσεις τους, βελτιώνοντας έτσι την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, ή για να σταθεροποιήσουν τις τιμές πωλήσεως σε πιο ανταγωνιστικά επίπεδα ή για να αγοράσουν μεγαλύτερες ποσότητες πρώτων υλών. Ανάλογα με την επιτυχία ή την αποτυχία των προσπαθειών αυτών οι περιουσίες των αναφερομένων επιχειρήσεων θα μπορούσαν να υποστούν απρόβλεπτες διακυμάνσεις, που δεν είναι πλέον σήμερα δυνατόν να εκτιμηθούν. Εν τούτοις ένα πράγμα είναι σίγουρο. Τα οικονομικά μέσα των παραγωγών Gritz και Quellmehl ήταν κατώτερα από αυτά που θα μπορούσαν να διαθέσουν οι παραγωγοί αμύλου των οποίων η περιουσία ωφελήθηκε από τις επιστροφές στην παραγωγή για την περίοδο που προηγουμένως ανέφερα.

    Αν κατά συνέπεια είναι, όπως νομίζω, αλήθεια ότι η ζημία που υπέστησαν οι ενάγουσες πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με το προσβληθέν συμφέρον, που είναι αυτό της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου, η ορθή λύση συνίσταται στο να υπολογιστεί η ζημία ανάλογα με την ανισότητα. Η ανισότητα αυτή εκφράζεται σε οικονομικούς όρους με το ποσό των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν στους παραγωγούς Gritz και Quellmehl, ενώ καταβλήθηκαν στους παραγωγούς αμύλου. Για το λόγο αυτό πρέπει, νομίζω, να κριθούν βάσιμα τα κύρια αιτήματα των εναγουσών, που επιδιώκουν να λάβουν το ποσό αυτό ως αποζημίωση.

    Νομίζω ότι η λύση αυτή είναι σύμφωνη με τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στις συνέπειες της μη νόμιμης εξωσυμβατικής πράξεως στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Αν πράγματι αποκατάσταση της ζημίας σημαίνει καταβολή ενός χρηματικού ποσού, αντίστοιχου προς την υφιστάμενη ζημία — και αποκατάσταση έτσι, όσο είναι δυνατό, της καταστάσεως που μεταβλήθηκε λόγω της μη νόμιμης πράξεως — ο μόνος τρόπος να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση το κριτήριο αυτό είναι να καταβληθεί αποζημίωση που να αντιστοιχεί στις καταργηθείσες επιστροφές. Ας σημειωθεί εξάλλου ότι το ίδιο κριτήριο εφάρμοσε το Συμβούλιο, όταν αποφάσισε ότι οι κανονισμοί 1125/78 και 1127/78 θα ανέπτυσσαν τα αποτελέσματα τους αναδρομικά από τη 19η Οκτωβρίου 1977: εξήγησα ήδη προηγουμένως ότι η καταβολή επιστροφών, για την περίοδο προ της θέσεως των κανονισμών αυτών σε ισχύ, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί παρά ως αποζημίωση και δεν μένει πια παρά να τονιστεί ότι, με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο προσδιόρισε ποσοτικά την αποζημίωση σε επίπεδο ίσο με τις επιστροφές για τους μήνες που πέρασαν μεταξύ της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 1ης Ιουνίου 1978.

    Όσον αφορά περαιτέρω τα χαρακτηριστικά που πρέπει να παρουσιάζει η ζημία, για να δίνει δικαίωμα αποζημιώσεως, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται: α) για άμεση ζημία, που προκαλείται δηλαδή άμεσα από τη μη νόμιμη πράξη. Η αιτιώδης συνάφεια είναι προφανής: η κατάργηση των επιστροφών για το Quellmehl και το Gritz προκάλεσε άμεσα την άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου και τη μη είσπραξη των επιστροφών β) για βέβαιη ζημία: είναι πράγματι αναμφισβήτητο ότι οι επιστροφές για το Quellmehl και το Gritz δεν καταβλήθηκαν από την 1η Αυγούστου 1974 και 1η Αυγούστου 1975, αντίστοιχα, έως τις 19 Οκτωβρίου 1977. Δεν τίθεται θέμα βάρους αποδείξεως, διότι το γεγονός είναι προφανές· γ) για ειδική ζημία: οι ζημιωθέντες είναι παραγωγοί Quellmehl και Gritz που εδικαιούντο κοινοτικής βοηθείας και συνέχισαν να κατασκευάζουν το ένα ή το άλλο προϊόν κατά τη διάρκεια της περιόδου (ή ενός τμήματος της περιόδου) που αναφέρθηκε· δ) για σοβαρή ζημία: αυτό προκύπτει από τις παρατηρήσεις που έκανα ήδη όσον αφορά τις επιπτώσεις των μέτρων που κατήργησαν τις επιστροφές επί του κόστους παραγωγής και επιβεβαιώνεται από τις ίδιες τις αντιρρήσεις του Συμβουλίου που αφορούν την έκταση των πληρωμών που έπρεπε να γίνουν για να καταβληθούν αποζημιώσεις αντίστοιχες προς τις καταργηθείσες επιστροφές. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της ζημίας επιτρέπει να γίνει δεκτή η άποψη κατά την οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις κοινοτικής ευθύνης λόγω κανονιστικών πράξεων, ακόμη και αν εφαρμοστούν τα περιοριστικά κριτήρια που υιοθέτησε η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου.

    10. 

    Ας δούμε τώρα ποια απάντηση είναι δυνατό να δοθεί στα επιχειρήματα που προέβαλαν τα εναγόμενα όργανα έναντι των αιτημάτων των εναγουσών επιχειρήσεων.

    Νομίζω ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε μια διαφορετική αντίληψη της ζημίας από αυτή που προηγουμένως εξέθεσα και ότι αυτή η πλευρά αποτελεί στην πραγματικότητα ένα από τα ουσιώδη σημεία της διαφοράς. Πράγματι το Συμβούλιο και η Επιτροπή επιμένουν πολύ στην ακμαία — κατά τη γνώμη τους — κατάσταση των περισσοτέρων παραγωγών Gritz (κυρίως των γερμανών, βέλγων και ολλανδών παραγωγών) και των (γερμανών) παραγωγών Quellmehl, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία δεν καταβλήθηκαν κοινοτικές βοήθειες: υποστηρίζουν ότι η παραγωγή και οι πωλήσεις αυξήθηκαν αντί να μειωθούν και το περιθώριο κέρδους παρέμεινε ικανοποιητικό, έτσι ώστε δεν υπήρξαν απώλειες που να θίγουν την περιουσία. Είναι όμως γνωστό ότι μόνο οι γάλλοι παραγωγοί Gritz, και μάλιστα μερικοί από αυτούς, ζητούν να αποζημιωθούν για θετική ζημία, εκτός από το διαφυγόν κέρδος· εκτός αυτού, η ζημία, την αποκατάσταση της οποίας ζητούν όλες οι ενάγουσες, συμπίπτει με τη μη είσπραξη των επιστροφών και αυτή αποτελεί από μόνη της ζημία — όπως προσπάθησα να δείξω προηγουμένως — χωρίς να χρειάζεται να συνοδεύεται από άλλης φύσεως απώλειες που να προσβάλουν την περιουσία. Εξάλλου η φερόμενη ικανότητα των παραγωγών Gritz και Quellmehl να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό χωρίς κοινοτική υποστήριξη μπορούσε να δικαιολογήσει την κατάργηση (μείωση) της βοήθειας για το μέλλον και, ενδεχομένως, επίσης μια διαφορά μεταχειρίσεως σε σχέση με το άμυλο, στην περίπτωση που τα όργανα διέθεταν επαρκή στοιχεία για να αποδείξουν ότι μια τέτοια διαφορά μεταχειρίσεως δεν προσβάλλει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων για το παρελθόν όμως, η διαφορά μεταχειρίσεως σε σχέση με το άμυλο αποτελεί τετελεσμένο γεγονός και η λιγότερο ή περισσότερο ακμαία κατάσταση της βιομηχανίας Gritz και Quellmehl δεν μπορεί να εξαλείψει ούτε τη διαφορά αυτή ούτε τον παράνομο χαρακτήρα της, που γεννούν για την Κοινότητα την υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας.

    Η αντίληψη της ζημίας, που δέχονται το Συμβούλιο και η Επιτροπή, εκφράζεται καθαρά όταν τα όργανα αυτά αρνούνται το γεγονός ότι η απώλεια της κοινοτικής βοήθειας αποτελεί, αυτή καθεαυτή, ζημία που μπορεί να οδηγήσει σε αποζημίωση: μία τέτοια ζημία δεν μπορεί, υποστηρίζουν, να οδηγήσει σε αποζημίωση παρά μόνο στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου. Ξεκινώ από την αντίθετη άποψη, διότι πιστεύω ότι στο ζήτημα αυτό το δημόσιο δίκαιο άντλησε από το ιδιωτικό δίκαιο την έννοια της ζημίας χωρίς να την περιορίσει. Ανέφερα εξάλλου το προηγούμενο που υπάρχει στη νομολογία του Δικαστηρίου, δηλαδή την υπόθεση KAMPFFMEYER (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1967 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 5/66, 7/66 και 13/66 έως 24/66): επρόκειτο τότε για ζημίες που υπέστησαν εισαγωγείς λόγω μη νόμιμης αποφάσεως της Επιτροπής (που διατήρησε ένα γερμανικό μέτρο διασφαλίσεως με περιεχόμενο την αναστολή χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής) και, στις ζημίες αυτές, μερικοί από τους ενάγοντες είχαν συμπεριλάβει το διαφυγόν κέρδος από τις ποσότητες εμπορευμάτων που αγοράστηκαν και δεν εισήχθησαν. Το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε καθόλου ότι αυτό το είδος ζημίας μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε αποζημίωση, αλλά έκρινε ότι «το διαφυγόν κέρδος, για το οποίο μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη η Κοινότητα», δεν υπερέβαινε το 10 % αυτού που θα είχαν πληρώσει οι ενάγοντες ως εισφορά, και αυτό διότι η ζημία βασιζόταν «σε στοιχεία κερδοσκοπικής κατά βάση φύσεως». Άλλα ανάλογα αιτήματα απερρίφθησαν διότι οι εισαγωγές δεν είχαν καν αρχίσει· επειδή απλώς αντιμετωπιζόταν το ενδεχόμενο εισαγωγής, εξέλιπε ο «ουσιαστικός χαρακτήρας». Προφανώς το Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει θέση αντίθετη προς τη δυνατότητα αποζημιώσεως για το διαφυγόν κέρδος· δεν το έκανε όμως, αντίθετα εξέτασε το ζήτημα εκτιμήσεως της εκτάσεως της ζημίας, αναγνωρίζοντας έτσι ρητά ότι η ζημία αυτή μπορούσε να οδηγήσει σε αποζημίωση.

    Τα εναγόμενα όργανα, από την πλευρά τους, αναφέρθηκαν επανειλημμένα στην απόφαση της 15ης Ιουνίου 1976 επί της υποθέσεως 74/74, CNTA (RACCOLTA 1976, σ. 797), στην οποία η κατάσταση είχε ως εξής: ένας κανονισμός της Επιτροπής κατήργησε με άμεση ισχύ, χωρίς τη λήψη μεταβατικών μέτρων, την εφαρμογή των νομισματικών εξισωτικών ποσών για τον κραμ-βόσπορο· με παρεμπίπτουσα απόφαση της 14ης Μαΐου 1975 (RACCOLTA 1975, σ. 534) το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ευθύνεται διότι παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης· οι ενάγοντες ζητούσαν ως αποζημίωση ποσό αντίστοιχο με τα εξισωτικά ποσά τα οποία θα εδικαιούντο. Το αίτημα αυτό απερρίφθη, για συγκεκριμένο όμως λόγο, δηλαδή στο μέτρο που προέκυπτε από την παρεμπίπτουσα απόφαση ότι η απώλεια που μπορούσε να οδηγήσει σε αποζημίωση συνδεόταν με το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος βρέθηκε εκτεθειμένος σε νέο κίνδυνο συναλλάγματος, από τον οποίο μπορούσε να θεωρηθεί προφυλαγμένος χάρη στο σύστημα των νομισματικών εξισωτικών ποσών (βλ. σκέψεις 45 και 46 του σκεπτικού της παρεμπίπτουσας απόφασης και 6 και 7 του σκεπτικού της οριστικής απόφασης). Το Δικαστήριο είχε πράγματι διευκρινίσει ότι, η διατήρηση των εξισωτικών ποσών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εξασφαλισμένη για τις επιχειρήσεις, και κατά συνέπεια η προστασία την οποία μπορούσε να επικαλεστεί ο ενάγων, λόγω της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, περιοριζόταν στο να τον προφυλάξει από απώλειες λόγω της αιφνιδίας καταργήσεως των ποσών αυτών. Στην ουσία η αποζημίωση εκτιμήθηκε σωστά σε σχέση με τη φύση και την έκταση της μη νόμιμης πράξεως· η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν παραβιάστηκε διότι τα εξισωτικά ποσά καταργήθηκαν, αλλά διότι η κατάργησή τους, νόμιμη αυτή καθεαυτή, πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο ώστε ο ενάγων εξετέθη σε κίνδυνο συναλλάγματος στις εμπορικές επιχειρήσεις που είχε ήδη αναλάβει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει. Η διαφορά, σε σχέση με την κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος στις υπό κρίση υποθέσεις, αφορά προφανώς σημείο αποφασιστικής σημασίας: στην προκειμένη περίπτωση, η κατάργηση των επιστροφών στην παραγωγή για το Quellmehl και το Gritz αποτελεί, αυτή καθεαυτή, μη νόμιμη πράξη, διότι παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ο λογικός συλλογισμός, με βάση τις δύο αποφάσεις επί της υποθέσεως CNTA, οδηγεί στην εκτίμηση της αποζημιώσεως σε σχέση με τη φύση και την έκταση της μη νόμιμης πράξεως, η οποία τη φορά αυτή συνίσταται στην ανισότητα που δημιουργήθηκε μεταξύ παραγωγών Gritz και Quellmehl, αφενός, και παραγωγών αμύλου, αφετέρου, όσον αφορά τις επιστροφές που δεν χορηγήθηκαν στους πρώτους και χορηγήθηκαν στους δεύτερους. Κατά συνέπεια, νομίζω ότι η υπόθεση CNTA δεν προσφέρει επιχείρημα ικανό να αντιταχθεί στο γεγονός ότι το διαφυγόν κέρδος μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε αποζημίωση. Τα εναγόμενα όργανα προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι, όταν η απώλεια αφορά οικονομική βοήθεια που χορηγείται από το Δημόσιο Ταμείο, δεν γεννάται πλέον ζήτημα διαφυγόντος κέρδους· η έννοια αυτή θα έπρεπε να παραμείνει συνδεδεμένη με το φαινόμενο του κέρδους ή του εμπορικού οφέλους, αποτελέσματος της δραστηριότητος της επιχειρήσεως, που αυτή εδικαιούτο να προσδοκά και που καταργήθηκε λόγω της μη νόμιμης πράξεως. Και από γλωσσική άποψη μπορεί να φαίνεται ορθός ένας τέτοιος περιορισμός του διαφυγόντος κέρδους· αυτό όμως δεν εμποδίζει να εντάσσεται στην κοινή έννοια του διαφυγόντος κέρδους οποιαδήποτε μορφή αυξήσεως της περιουσίας και ιδίως οικονομικού κέρδους που θα είχε ο ενδιαφερόμενος αν δεν είχε λάβει χώρα η μη νόμιμη πράξη. Και από πλευράς επιείκειας ενδείκνυται περισσότερο να αποζημιωθεί εκείνος που έχασε κέρδος που εδικαιούτο (όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν τα όργανα είχαν σεβαστεί την αρχή της ισότητος) παρά εκείνος που έχασε το όφελος ή το κέρδος που υπό κανονικές συνθήκες συνδέεται με τη δραστηριότητά του. Θα μπορούσε να συζητηθεί εάν η απώλεια ενός ποσού που κατ' αρχήν θα έπρεπε να έχει χορηγηθεί πρέπει να χαρακτηριστεί ως «θετική ζημία» και όχι ως «διαφυγόν κέρδος», ή αν εμφανίζει «μεικτά» χαρακτηριστικά — το πρόβλημα όμως εμφανίζει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον. Από την άλλη πλευρά, η έμφαση που δίδεται στο χαρακτήρα δημόσιας επιδοτήσεως, που εμφανίζει στην προκειμένη περίπτωση το κέρδος που καταργήθηκε, κινδυνεύει να οδηγήσει σε παρεξήγηση: δεν αμφισβητείται ότι η κατάργηση δημόσιων επιδοτήσεων, που δίδονται χωρίς ανάληψη υποχρεώσεως σχετικά με τη διάρκειά τους από την ίδια την αρχή που τις χορηγεί και εντός των ορίων των εξουσιών της, αποτελεί κανονικά νόμιμη πράξη που δεν γεννά δικαίωμα οποιουδήποτε είδους αποζημιώσεως· δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι στις εξεταζόμενες περιπτώσεις η κατάργηση δημιούργησε δυσμενή διάκριση, και ήταν παράνομη στο μέτρο που γέννησε ανισότητα, και ότι το δικαίωμα αποζημιώσεως πηγάζει από την παραβίαση του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως.

    Τα εναγόμενα όργανα προέβαλαν δύο άλλες αντιρρήσεις, τις οποίες επανέλαβαν πολλές φορές, και που θα ήταν αντίθετες προς το να θεωρηθεί βάσιμο το κύριο αίτημα των εναγουσών: κατ' αρχήν η αποζημίωση ποσού αντίστοιχου με τις επιστροφές που δεν καταβλήθηκαν θα αποτελούσε στην πραγματικότητα αναδρομικό μέτρο καταβολής των επιστροφών, μέτρο που σε καμία περίπτωση δεν επέβαλαν στα κοινοτικά όργανα οι αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977· κατά δεύτερον, μία εκ των υστέρων καταβολή θα μετέβαλε την ίδια τη λειτουργία των επιστροφών που είναι λειτουργία παροτρύνσεως και βοήθειας για την κατανάλωση συγκεκριμένων προϊόντων, αλλά που δεν μπορεί να θεωρηθεί χορήγηση εμπορικού οφέλους.

    Η εξέταση αυτών των δύο επιχειρημάτων με υποχρεώνει να επανέλθω σ' αυτά που ήδη ανέφερα· θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Ευσταθεί ότι οι αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977 δεν υποχρέωσαν τα κοινοτικά όργανα να καταβάλουν αναδρομικά τις επιστροφές στους παραγωγούς Quellmehl και Gritz· εν τούτοις, επέβαλαν στα ίδια όργανα την υποχρέωση να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αρθεί το ασυμβίβαστο προς την αρχή της ισότητας, το οποίο δημιουργήθηκε από τη στιγμή που καταργήθηκαν οι επιστροφές, έτσι ώστε να εξαφανιστεί η μη νόμιμη πράξη. Δεδομένου ότι οι παραγωγοί αμύλου είχαν λάβει κοινοτική βοήθεια χωρίς διακοπή, η ισότητα ως προς τους τελευταίους μπορούσε να αποκατασταθεί, για το παρελθόν, μόνο με δύο τρόπους: με την αποκατάσταση των επιστροφών ex tunc ή με την αποκατάσταση της ζημίας. Το Συμβούλιο έδωσε ήδη στην αποκατάσταση των επιστροφών ένα περιορισμένο αναδρομικό χαρακτήρα, όπως ανέφερα προηγουμένως: μένει να αποκατασταθεί η ζημία που προκλήθηκε στις ενάγουσες κατά την προ της 19ης Οκτωβρίου 1977 περίοδο. Η αντιστοιχία ανάμεσα στο ελάχιστο ποσό αποζημιώσεως και στο ποσό των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν δεν αποκλείει να είναι διαφορετικές η αιτία και η φύση της καταβολής· πρακτικά η διαφορά αυτή εκδηλώνεται καθαρά στο γεγονός ότι η αποκατάσταση των επιστροφών EX TUNC θα απαιτούσε κανονισμό, ενώ τώρα πρόκειται για ειδικά μέτρα αποζημιώσεως· εξάλλου, είναι δυνατό μερικές επιχειρήσεις να έχουν δικαίωμα σε μεγαλύτερο ποσό αποζημιώσεως, διότι υπέστησαν περαιτέρω ζημίες. Εν πάση περιπτώσει είναι απολύτως φυσικό, όταν η παράνομη εξωσυμβατική πράξη συνίσταται στη μη καταβολή οφειλομένων ποσών, να συμπίπτει η αποζημίωση με την καταβολή των εν λόγω ποσών.

    Οι παρατηρήσεις αυτές διευκολύνουν την απάντηση που πρέπει να δοθεί στη δεύτερη αντίρρηση, την οποία προηγουμένως ανέφερα. Αν πράγματι η λύση τώρα δεν συνίσταται στην αναδρομική καταβολή των επιστροφών, είναι περιττό να αντιτάσσει κανείς ότι μια τέτοια αναδρομική καταβολή έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη λειτουργία των επιστροφών. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς αυτό το κριτήριο έδωσε την ευκαιρία να γίνει σαφές το γεγονός ότι η αναδρομική αποκατάσταση των επιστροφών που αποφάσισε το Συμβούλιο με τους κανονισμούς 1125/78 και 1127/78 για την περίοδο από 19ης Οκτωβρίου 1977 έως 1ης Ιουνίου 1978 είχε τη φύση αποζημιώσεως.

    11. 

    Η υπεράσπιση των κοινοτικών οργάνων περιέχει ένα ακόμη σημαντικό σημείο που θεωρώ αναγκαίο να εξεταστεί. Αναφέρομαι στην άποψη κατά την οποία θα έπρεπε να αποδειχτεί αν οι παραγωγοί Gritz και Quellmehl μετακύλισαν — ή είχαν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν — στην πελατεία, με αυξήσεις των τιμών πωλήσεών τους, τις απώλειες που υπέστησαν λόγω της μη καταβολής των επιστροφών σε καταφατική περίπτωση, τα κοινοτικά όργανα υποστηρίζουν ότι δεν θα χωρούσε πλέον αποζημίωση (ή τουλάχιστον αυτή θα έπρεπε να μειωθεί στο μέτρο που η απώλεια θα είχε συμψηφιστεί με αύξηση των εσόδων, οφειλόμενη στην αύξηση των τιμών).

    Θα παρατηρήσω κατ' αρχήν ότι διαφέρει το να υποστηρίζει κανείς — όπως κάνει το Συμβούλιο στις υποθέσεις επί των αγωγών των γάλλων παραγωγών Gritz — ότι υπήρξε μετακύλιση του διαφυγόντος κέρδους στις τιμές, από το να περιορίζεται στη διαπίστωση ότι μια τέτοια μετακύλιση θα ήταν δυνατή (αυτή τη θέση λαμβάνει γενικά το Συμβούλιο στις υποθέσεις επί των αγωγών των γερμανών, βέλγων και ολλανδών παραγωγών). Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικές θέσεις και η διαφορά μεταξύ τους επηρεάζει την αναζήτηση των αρχών που είναι κατάλληλες να τις δικαιολογήσουν στο πλαίσιο της ρυθμίσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητος. Μια αποτελεσματική μετακύλιση θα μπορούσε να εξουδετερώσει ή να ελαττώσει το ποσό της ζημίας που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε αποζημίωση, αν μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή του συμψηφισμού της ζημίας και του ενδεχόμενου κέρδους που προέρχονται από την ίδια μη νόμιμη πράξη (COMPENSATIO LUCRI CUM DANNO). Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το όφελος που υποστηρίζεται ότι συνδέεται με την αύξηση των τιμών δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ότι έχει ως αιτία την κατάργηση των επιστροφών στην παραγωγή· αποτελεί στην πραγματικότητα αποτέλεσμα αυτόνομης αποφάσεως των παραγωγών. Με άλλα λόγια, ο συμψηφισμός ζημίας και κέρδους προϋποθέτει ότι και τα δύο αποτελούν άμεσες αυτόματες συνέπειες της μη νόμιμης πράξεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η παύση της κοινοτικής βοηθείας δεν οδήγησε άμεσα σε κανένα όφελος υπέρ των ζημιωθέντων.

    Το Συμβούλιο δεν εξέτασε αυτό το πρόβλημα αρχής αλλά αναφέρθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις BAYERISCHE HNL και λοιποί, στις οποίες επίσης είχε τεθεί πρόβλημα μετακυλίσεως της ζημίας στους πελάτες. Πράγματι, στις προτάσεις που ανέπτυξα επί των υποθέσεων αυτών την 1η Μαρτίου 1978, θεώρησα σημαντικό για τον καθορισμό της αποζημιώσεως να αποδειχθεί αν υπήρξε μετακύλιση της αυξήσεως του κόστους των χορτονομών στις τιμές πωλήσεως που εφάρμοσαν οι κτηνοτρόφοι (όπως για παράδειγμα στις τιμές των νεοσσών και των αυγών). Εν τούτοις, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική: δεδομένου ότι επρόκειτο για τη ζημία που προκλήθηκε από την υποχρέωση αγοράς γάλακτος σε σκόνη, που είχε επιβάλλει η Κοινότητα στους εισαγωγείς και παραγωγούς ζωοτροφών, την έμμεση ζημία που προέβαλαν οι κτηνοτρόφοι, στο μέτρο που ήταν αγοραστές ζωοτροφών, λόγω της αυξήσεως τιμής των τελευταίων, θα την έφεραν στην πραγματικότητα οι πελάτες τους, αν οι τιμές πωλήσεως των κτηνοτροφικών προϊόντων είχαν αυξηθεί ανάλογα με την αύξηση τιμών των ζωοτροφών. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα δεν ερευνήθηκε σε βάθος και δεν είχε επιπτώσεις επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Όσον αφορά την άποψη κατά την οποία η αποζημίωση αποκλείεται λόγω της απλής δυνατότητος μετακυλίσεως της ζημίας στους πελάτες, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί να την αναγάγει σε μια άλλη αρχή: σε εκείνη σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί η ζημία που θα μπορούσε να αποφευχθεί με επιμελή συμπεριφορά του ζημιωθέντος. Δεν πρέπει εν τούτοις να λησμονείται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ζημία συνίστατο σε διαφυγόν κέρδος και ότι, μολονότι οι ζημιωθέντες μπορούσαν, μέχρις ενός σημείου, να συμψηφίσουν τις επιπτώσεις της ζημίας αυτής στην περιουσία τους, αυξάνοντας τα άλλα τους έσοδα, δεν ήταν οπωσδήποτε σε θέση να αποφύγουν, με την επιμέλειά τους, την κατάργηση του οφέλους που ελάμβαναν. Εξάλλου, μπορεί να αμφισβητηθεί αν η μετακύλιση της ζημίας, που προκύπτει από την κατάργηση δημόσιας ενισχύσεως, στους πελάτες εντάσσεται στο πλαίσιο της «συνήθους επιμέλειας» του παραγωγού.

    Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι επιχειρήσεις δρουν σύμφωνα με τη λογική του κέρδους και βάσει των συνθηκών της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι, αν η αγορά το επιτρέπει έχουν την τάση να καθορίζουν τιμές ικανές να εξασφαλίσουν υψηλότερο κέρδος και, αντίστροφα, αν η αγορά δεν επιτρέπει αυξήσεις τιμών, πρέπει να τις αποφύγουν, ακόμη και αν έτειναν να τις επιβάλλουν επειδή υπέστησαν ζημία λόγω διαφυγόντος κέρδους. Για το λόγο αυτό, είναι άδικο να θεωρηθεί ως αρχή επιμέλειας η υποχρέωση του παραγωγού να αυξήσει τις τιμές πωλήσεως του, όταν παύσει να του καταβάλλεται δημόσια οικονομική ενίσχυση· σε πολλές περιπτώσεις μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να αποτελεί σοβαρό εμπορικό σφάλμα.

    Η πολυπλοκότητα των παραγόντων που καθορίζουν τις διακυμάνσεις των τιμών καθιστά επίσης δύσκολο να διακρίνει κανείς, όσον αφορά τις αυξήσεις των τιμών, εκείνες που μπορούν ακριβώς να θεωρηθούν ως «μετακύλιση» αρνητικών επιπτώσεων στην περιουσία της επιχειρήσεως. Για να συνδέσει την αύξηση με τη ζημία την οποία αποσκοπεί (υποθετικά) να ελαττώσει, θα έπρεπε κανείς να διαθέτει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η αύξηση δεν θα μπορούσε να επέλθει όμοια, για καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς, ελλείψει κάθε ζημίας προερχόμενης από μη νόμιμη πράξη. Επί πλέον, η αύξηση δεν θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε αύξηση του κόστους (παραδείγματος χάριν των εργατικών ή της τιμής των πρώτων υλών)· διαφορετικά δεν θα αυξανόταν το κέρδος της επιχειρήσεως και δεν θα συμψηφιζόταν η ζημία.

    Οι δυσκολίες αυτές εμφανίζονται καθαρά στον τομέα των αποδείξεων. Ως προς αυτό, θα παρατηρήσω ότι οι απόψεις στις οποίες μόλις αναφέρθηκα διαφοροποιούνται από τις αντιρρήσεις που ανέλυσα προηγουμένως, στο μέτρο που δεν αρνούνται ριζικά το δικαίωμα αποζημιώσεως, αντίστοιχης προς το διαφυγόν κέρδος, που οφείλεται στην απώλεια των επιστροφών, αλλά προϋποθέτουν ότι οι ενάγουσες έχουν δικαίωμα τέτοιας αποζημιώσεως και αντιτάσσουν σ' αυτό ένα γεγονός (την αύξηση ή τη δυνατότητα αυξήσεως των τιμών πωλήσεως) ικανό να μειώσει ή να εκμηδενίσει το ποσό της ζημίας που μπορεί να οδηγήσει σε αποζημίωση. Από πλευράς διαδικασίας το να αντιτάξει κανείς στην αγωγή αποζημιώσεως μια από τις εν λόγω απόψεις σημαίνει προβολή ενστάσεως· επομένως, το βάρος αποδείξεως το φέρει εκείνος που την προβάλλει. Όμως, στις υποθέσεις επί των αγωγών που άσκησαν οι γάλλοι παραγωγοί Gritz, το Συμβούλιο υποδήλωσε μία σειρά αριθμών σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών, δεν απέδειξε όμως ότι οι αυξήσεις αυτές καθορίστηκαν από την κατάργηση των επιστροφών ούτε ότι γέννησαν όφελος για τις ενάγουσες (οι οποίες, από την πλευρά τους, προσκόμισαν στοιχεία με σκοπό να αμφισβητήσουν τα δύο αυτά σημεία). Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι στην υπόθεση αυτή το Συμβούλιο αμφισβητεί τις μεγαλύτερες ζημίες που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ενάγουσες και δεν είναι γνωστό μέχρι ποίου σημείου τα επιχειρήματα αυτά αποσκοπούν να ενισχύσουν την αμφισβήτηση αυτή ή την άποψη της μετακυλίσεως της ζημίας στις τιμές πωλήσεως. Ακόμη δυσκολότερο είναι να αποδειχθεί ότι στις άλλες περιπτώσεις υπήρχε δυνατότητα μετακυλίσεως της ζημίας, η οποία αντιστοιχεί στην παύση της καταβολής των επιστροφών, στους πελάτες: η αντιπαράθεση των διαδίκων επί του σημείου αυτού δεν επέτρεψε, κατά τη γνώμη μου, τη συναγωγή βεβαίου συμπεράσματος.

    Επομένως, συνοψίζοντας: δεν μπορεί να δικαιολογηθεί θεωρητικά η άποψη που αποκλείει ή ελαττώνει την αποζημίωση, λόγω της πραγματικής ή πιθανής μετακυλίσεως, επί των τιμών πωλήσεως, της ζημίας που συνίσταται σε διαφυγόν κέρδος των παραγωγών εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση, ο διάδικος που θα έφερε το βάρος να αποδείξει τις συνθήκες αυτές δεν προσκόμισε πειστικές αποδείξεις.

    Οι σκέψεις που μόλις εξέθεσα και τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούν επιβεβαιώνουν επίσης την άποψη κατά την οποία η ενδεχόμενη αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων, τις οποίες έθιξε η κατάργηση των επιστροφών, δεν μπορεί νομικά να θεωρηθεί ως παράγων μειώσεως ή εξουδετερώσεως της ζημίας που προκάλεσε η εν λόγω κατάργηση. Μεγαλύτερο κέρδος μπορεί να πηγάσει από την ικανότητα των ενδιαφερομένων να οργανώσουν πιο ορθολογικά την παραγωγή και την πώληση, ενδεχομένως ελαττώνοντας το κόστος, και να επιτύχουν έτσι να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους, ή ακόμη και να το αυξήσουν, παρά την απώλεια της κοινοτικής ενισχύσεως που καταργήθηκε με μη νόμιμο τρόπο. Το να γίνει δεκτός (πέρα από κάθε νομικό κανόνα) ο συμψηφισμός μιας τέτοιας απώλειας με την αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση πλεονεκτήματος σ' αυτόν που προέβη στη μη νόμιμη πράξη, λόγω της πρωτοβουλίας και της ικανότητας του ζημιωθέντος. Επαναλαμβάνω ότι η ακμαία κατάσταση ορισμένων παραγωγών Gritz και Quellmehl, παρά την προσωρινή κατάργηση της κοινοτικής ενισχύσεως, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη ότι η ενίσχυση αυτή ήταν περιττή· αυτό όμως δεν έχει σημασία στο σημείο αυτό, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να αρθεί η διαφορά στη μεταχειρίση σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου και δεδομένου ότι το Συμβούλιο επανεισήγαγε για το μέλλον το καθεστώς των επιστροφών για το Gritz και το Quellmehl. Για το λόγο αυτό, για τη λύση του προβλήματος της αποζημιώσεως, που αποτελεί το αντικείμενο των υποθέσεων αυτών, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ενδεχομένως θετικά αποτελέσματα της διαχειρίσεως των εναγουσών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία είχε παύσει πλέον να καταβάλλεται η οικονομική ενίσχυση της Κοινότητος.

    12. 

    Υπενθύμισα στην αρχή ότι μερικές από τις γαλλικές επιχειρήσεις που παράγουν Gritz, εκτός από την αντίστοιχη προς την άνιση μεταχείριση, σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου, αποζημίωση για το διαφυγόν κέρδος που προκύπτει από την κατάργηση των επιστροφών στην παραγωγή, ζήτησαν και αποζημίωση για «τα άλλα στοιχεία της ζημίας που προκύπτει από τη μη αποκατάσταση της επιστροφής αυτής». Πρόκειται συγκεκριμένα για τις εταιρίες DUMORTIER και MAÏSERIES DU NORD (υποθέσεις 64 και 113/76) που βεβαιώνουν ότι χρειάστηκε να ελαττώσουν την παραγωγή τους και να πωλήσουν σε μη κερδοφόρες τιμές, και ότι, παρ' όλα αυτά, έχασαν ένα μέρος της πελατείας τους· για την εταιρία MOULINS ET HUILERIES DE PONT-À-MOUSSON (υπόθεση 167/68) που υποχρεώθηκε να απολύσει πολλούς υπαλλήλους, πράγμα που την ανάγκασε να υποστεί τη δαπάνη των σχετικών αποζημιώσεων και να παύσει την παραγωγή του Gritz· για την εταιρία COSTIMEX (υπόθεση 27/79) που ισχυρίζεται ότι χρειάστηκε να κλείσει το εργοστάσιό της στη VALENCIENNES· για την εταιρία MAÏSERIES ALSACIENNES (υπόθεση 45/79) που αναγκάστηκε, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, να απολύσει όλο της το προσωπικό, να καταθέσει τον ισολογισμό της δηλώνοντας παύση πληρωμών και να σταματήσει τη δραστηριότητά της. Το Συμβούλιο αμφισβήτησε αυτά τα αιτήματα συμπληρωματικής αποζημιώσεως, σκιαγραφώντας ένα θετικό στο σύνολό του πίνακα της οικονομικής καταστάσεως των γάλλων παραγωγών Gritz και υποδηλώνοντας, ως προς ορισμένες από τις δυσκολίες που προέβαλαν οι ενάγουσες, αιτίες άλλες από την κατάργηση της επιστροφής κατά τη διάρκεια της γνωστής περιόδου (όπως για παράδειγμα την κακή διαχείριση, την παλαιότητα των εγκαταστάσεων ή τον ανταγωνισμό προϊόντων ξένων παραγωγών που κατέχουν ευνοϊκή γεωγραφική θέση).

    Το γεγονός ότι τα εν λόγω αιτήματα αποζημιώσεως προστίθενται στα αιτήματα αποζημιώσεως, αντίστοιχης προς το διαφυγόν κέρδος, λόγω της καταργήσεως των επιστροφών θέτει το πρόβλημα του συμβιβαστού των πρώτων με τα δεύτερα αιτήματα. Όπως εξήγησα προηγουμένως, η καταβολή, ως αποζημιώσεως, ενός ποσού που αντιστοιχεί στις μη εισπραχθείσες επιστροφές αποσκοπεί στην άρση της μη νόμιμης διαφοράς που υπάρχει μεταξύ παραγωγών αμύλου, αφενός, και παραγωγών Gritz και Quellmehl, αφετέρου, και, επομένως, στην άρση του μειονεκτήματος στον ανταγωνισμό που βάρυνε τις δύο τελευταίες κατηγορίες. Όμως, η αποζημίωση των «άλλων στοιχείων της ζημίας» που ζήτησαν οι αναφερθείσες επιχειρήσεις θα οδηγούσε σε άρση ορισμένων πλευρών της εν λόγω διαφοράς (για παράδειγμα της στροφής της πελατείας προς τους παραγωγούς αμύλου, την οποία κατήγγειλαν οι επιχειρήσεις DUMORTIER και MAÏSERIES DU NORD και που προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι το ανταγωνιστικό προϊόν ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πελατών) ή στην άρση ορισμένων από τις συνέπειές της (μείωση του οικονομικού ρευστού, ανάγκη περιορισμού του προσωπικού, παύση δραστηριότητας κ.λπ.). Αν συμβαίνει αυτό, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αποζημίωση για αυτά τα «στοιχεία της ζημίας» δεν μπορεί να σωρευθεί με την αποζημίωση λόγω μη εισπράξεως των επιστροφών διότι, διαφορετικά, η ίδια ζημία θα αποκαθίστατο τελικά δύο φορές. Στην πραγματικότητα, αυτή η αποζημίωση αποσκοπεί να καλύψει όλες τις απώλειες κάθε επιχειρήσεως που συνδέονται με τη μείωση του οικονομικού ρευστού ή, εν πάση περιπτώσει, προκύπτουν από την άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου, απώλειες που, στο σύνολό τους, είναι μικρότερες από το ποσό των επιστροφών που δεν εισπράχθηκαν. Μόνο στην περίπτωση που μία επιχείρηση υπέστη απώλειες ανώτερες από το ποσό αυτό δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μου, πρόσθετο αίτημα αποζημιώσεως, για να ληφθεί το αντίστοιχο της διαφοράς μεταξύ της χρηματικής ζημίας που προκλήθηκε από την κατάργηση της επιστροφής και της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στις μη εισπραχθείσες επιστροφές.

    Δεν θα χρησίμευε σε τίποτα να αντιταχθεί στην άποψη αυτή ότι κανονικά μπορούν να σωρευθούν η θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος. Το κριτήριο της σωρεύσεως ισχύει πράγματι για το διαφυγόν κέρδος με την έννοια της ελλείψεως κέρδους προερχομένου από εμπορική (επαγγελματική) δραστηριότητα· στην προκειμένη όμως περίπτωση το διαφυγόν κέρδος ελήφθη και εφαρμόστηκε ως γνωστόν με την ευρύτερη έννοια της μη εισπράξεως ενός χρηματικού εσόδου και αυτή η μη είσπραξη αφορούσε κοινοτική οικονομική ενίσχυση με σκοπό να υποστηρίξει τους παραγωγούς Gritz και Quellmehl ενισχύοντας την ανταγωνιστική τους ικανότητα. Για το λόγο αυτό, η καταβολή από τα κοινοτικά όργανα αποζημιώσεως αντίστοιχης προς τις βοήθειες που καταργήθηκαν για ορισμένο χρονικό διάστημα θ' αποτελούσε μορφή αποκαταστάσεως ικανή να καλύψει και το ποσό που αντιστοιχεί στις ζημίες που συνδέονται με την εξασθένηση της ανταγωνιστικής ικανότητας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Είναι πιθανό να προκλήθηκαν σημαντικότερες ζημίες δεκτικές αποκαταστάσεως· εν τούτοις, δεν θεωρώ παραδεκτό να προστεθεί ένα ποσό αντίστοιχο με αυτό της επιστροφής και ένα άλλο ποσό προορισμένο να αποκαταστήσει όλα τα «στοιχεία της ζημίας» που μνημονεύουν οι προαναφερθέντες γάλλοι παραγωγοί Gritz.

    Κατόπιν αυτού δεν επιδέχεται νομίζω συζήτηση ότι η απόδειξη των μεγαλύτερων ζημιών βάρυνε τις πέντε ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ότι αυτές έφεραν επίσης το βάρος να αποδείξουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της καταργήσεως των επιστροφών και των μεγαλυτέρων αυτών ζημιών. Πράγματι, οι ενάγουσες προσκόμισαν σειρά στοιχείων και ενδείξεων από την πλευρά του το Συμβούλιο προέβαλε πολλές αντιρρήσεις και προσκόμισε άλλα στοιχεία. Εν τούτοις, η αντιπαράθεση αυτή έμεινε, κατά τη γνώμη μου, σε πολύ γενικό επίπεδο: η συζήτηση στράφηκε γύρω από τις συνθήκες που μπορούν να εξηγήσουν τις ιδιαίτερες δυσκολίες των παραγωγών Gritz στο Βορρά της Γαλλίας, όπου βρίσκονται σημαντικά εργοστάσια αμύλου, και στην Αλσατία, όπου ο γερμανικός ανταγωνισμός είναι πλησιέστερος· γύρω από την παραδοσιακή και αμετάβλητη, κατά την άποψη του Συμβουλίου, τάση των γάλλων ζυθοποιών να χρησιμοποιούν Gritz, αντίθετα προς την άποψη που υποστηρίζει τη μεγαλύτερη κατανάλωση αμύλου κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου· γύρω από τη σημασία των αυξήσεων της τιμής του Gritz, στις οποίες προέβησαν οι ενάγουσες επιχειρήσεις από το 1975, (στην προσπάθεια να αποδειχθεί εάν, ή σε ποιο μέτρο, οι αυξήσεις αυτές απετέλεσαν απλώς συνέπεια της αυξήσεως του κόστους της πρώτης ύλης)· τέλος, γύρω από τη συνολική ανάπτυξη των πωλήσεων Gritz στη Γαλλία. Έτσι συμπλέκονται και συγχέονται το ζήτημα της γενικής καταστάσεως των παραγωγών Gritz μετά την κατάργηση των επιστροφών, αυτό της μετακυλίσεως του διαφυγόντος κέρδους επί των τιμών πωλήσεως και, τέλος, το ειδικό ζήτημα των ζημιών που υπέστησαν οι πέντε επιχειρήσεις που ζητούν αποζημίωση για περαιτέρω ζημίες. Αντίθετα, αυτό που οι επιχειρήσεις αυτές θα έπρεπε — και κατά τη γνώμη μου δεν κατόρθωσαν — να κάνουν ήταν να συνδέσουν, με τρόπο συγκεκριμένο, τις ενδείξεις και τα στοιχεία που προσκόμισαν, με τους αριθμούς που εμφανίζουν στις προτάσεις τους ως αποζημίωση για τα άλλα στοιχεία της ζημίας και να καταρρίψουν τις αντιρρήσεις του Συμβουλίου όσον αφορά τις αιτίες των δυσχερειών τους. Με λίγα λόγια ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν αποδείχτηκε επαρκώς και ο ποσοτικός υπολογισμός της ζημίας δεν φάνηκε πειστικός.

    Ακόμη και στην περίπτωση που ορισμένα πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται και θα μπορούσαν, λόγω της σημασίας τους, να αποτελέσουν πράγματι τη βάση ευρυτέρου αιτήματος αποζημιώσεως, το θεμελιώδες ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου παραμένει σκοτεινό. Αναφέρομαι ιδίως στην παύση της παραγωγικής δραστηριότητας της εταιρίας MOULINS ET HUILERIES DE PONT-À-MOUSSON (υπόθεση 167/78), κατά τη διάρκεια του μηνός Μαΐου 1978, στο κλείσιμο του εργοστασίου της VALENCIENNES της εταιρίας COSTI-ΜΕΧ (υπόθεση 27/79), στην κατάθεση του ισολογισμού της εταιρίας MAÏSERIES ALSACIENNES το Σεπτέμβριο 1976 (υπόθεση 45/79): μέχρι ποίου σημείου τα περιστατικά αυτά ήταν αποτέλεσμα της καταργήσεως των επιστροφών; Οι διαβεβαιώσεις των εναγουσών δεν ενισχύθηκαν από τις τεχνικές πραγματογνωμοσύνες και ήταν εύκολο για το Συμβούλιο να αντιτάξει ότι η πρώτη από τις αναφερθείσες εταιρίες είχε παλιές εγκαταστάσεις, τις οποίες δεν είχε έγκαιρα εκσυγχρονίσει, ότι το κλείσιμο του εργοστασίου της VALENCIENNES αποτελούσε φυσιολογικό επεισόδιο στο πλαίσιο της αναδομήσεως της επιχειρήσεως (όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι ένα άλλο εργοστάσιο της ίδιας εταιρίας αύξησε περισσότερο από το διπλό την παραγωγή του κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου) και, τέλος, ότι η κατάθεση του ισολογισμού της εταιρίας MAÏSERIES ALSACIENNES πρέπει να αποδοθεί σε λανθασμένη πολιτική επενδύσεων της εταιρίας αυτής, καθώς και στις οικονομικές δυσχέρειες που προέκυψαν από την πολιτική αυτή. Βέβαια οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις αντέκρουσαν, πιστεύω όμως ότι η αντιπαράθεση των δύο αντίθετων απόψεων δεν οδήγησε σε συγκεκριμένα και βέβαια αποτελέσματα.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θα μπορούσε να περιοριστεί απλώς στη διαπίστωση ότι η ύπαρξη περαιτέρω ζημίας, που προκλήθηκε από την κατάργηση των επιστροφών, δεν αποδείχτηκε από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Πιστεύω εξάλλου ότι είναι ορθό να ληφθεί υπόψη η αντικειμενική δυσκολία αποδείξεως και το γεγονός ότι οι ίδιες ενάγουσες ζήτησαν από το Δικαστήριο (τουλάχιστον στις υποθέσεις 64/76 και 113/76, 27/79 και 45/79) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη για την εκτίμηση της ζημίας. Ας προστεθεί ότι, αν δοθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να συμπληρώσουν τα έγγραφα που προσκόμισαν και να συγκεκριμενοποιήσουν τις αξιώσεις τους πριν την πραγματογνωμοσύνη, θα έχουν το πλεονέκτημα να γνωρίσουν εν τω μεταξύ μέχρι ποίου σημείου το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως για διαφυγόν κέρδος, λόγω της καταργήσεως των επιστροφών, συμβιβάζονται με τα αιτήματα αποζημιώσεως για τις περαιτέρω ζημίες. Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει, επομένως, κατά τη γνώμη μου, να λύσει αυτό το ζήτημα αρχής και να δώσει έπειτα στις ενάγουσες επιχειρήσεις τις δυνατότητες που ανέφερα — με την προϋπόθεση ότι δεν συνήφθη άμεσα μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και του Συμβουλίου συμφωνία για το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων, εντός ορισμένης προθεσμίας — εν όψει πραγματογνωμοσύνης προορισμένης να διευκρινίσει πού οφείλονται τα στοιχεία της ζημίας που καταγγέλουν οι ενάγουσες επιχειρήσεις (αν αποδειχθεί ότι πράγματι υπάρχουν) και να τα αποτιμήσει σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό.

    13. 

    Οι αγωγές των παραγωγών Quellmehl γεννούν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα που αφορά τα όρια των επιστροφών που θα ελάμβαναν, εάν το Συμβούλιο είχε σεβαστεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου, επιστροφές που αντιπροσωπεύουν, ως γνωστό, το σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού της αποζημιώσεως που ζητείται σήμερα. Πράγματι οι εταιρίες IREKS-ARKADY, INTERQUELL STÄRKE-CHEMIE και DIAMALT (υποθέσεις 238/78, 261/78 και 262/78) εκτίμησαν την αποζημίωση σε σχέση με τις ποσότητες Quellmehl που προορίζονταν για την ανθρώπινη διατροφή, ενώ η επιχείρηση INTERQUELL θα ήθελε να αποζημιωθεί και όσον αφορά το Quellmehl που χρησιμοποιήθηκε για τις ζωοτροφές. Για την καλύτερη έκθεση του προβλήματος, χρειάζεται να υπενθυμιστεί ότι, αφενός, η απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 117/76 και 16/77 έκρινε, στο διατακτικό της, αντίθετη προς την αρχή της ισότητας τη διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ του Quellmehl και του διογκωμένου αμύλου, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων χρήσεων του Quellmehl, και, αφετέρου, ότι οι κανονισμοί του Συμβουλίου 1125 και 1127/78 της 22ας Μαΐου 1978 επανεισήγαγαν την επιστροφή στην παραγωγή για τον αραβόσιτο και το μαλακό σίτο που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του αμύλου και του Quellmehl που προορίζονται για την αρτοποιία.

    Στο σημείο αυτό θα παρατηρήσω κατ' αρχήν ότι η κατεύθυνση που ακολούθησε το Συμβούλιο, επανεισάγοντας τις επιστροφές για το μέλλον, δεν μπορεί να έχει άμεση επίπτωση επί του προβλήματος των ορίων της αποζημιώσεως για το διαφυγόν κέρδος λόγω της καταργήσεως των επιστροφών τα κριτήρια για τη λύση του προβλήματος αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977, δεδομένου ότι η αποζημίωση θα αποσκοπεί στην άρση της παραβιάσεως της αρχής της ισότητος και πρέπει, επομένως, να υπολογιστεί ανάλογα με τη σημασία της παραβιάσεως αυτής. Οι προαναφερθέντες κανονισμοί παρουσιάζουν ενδιαφέρον περισσότερο διότι αντικατοπτρίζουν την ερμηνεία που έδωσε το Συμβούλιο στην εν λόγω απόφαση· πράγματι είχα ήδη την ευκαιρία να παρατηρήσω ότι η δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1125/78 αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου και δηλώνουν ότι η χορήγηση μιας επιστροφής στην παραγωγή για τα εν λόγω προϊόντα συνιστά μέσο συμμορφώσεως προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου.

    Στις αιτιολογικές σκέψεις των δύο κανονισμών της 22ας Μαΐου 1978 γίνεται επίσης ρητή αναφορά στη «δυνατότητα υποκαταστάσεως στον τομέα της βιομηχανίας άρτου του αμύλου διά του πλιγουρίου» (Quellmehl) (πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1127/78) και στο γεγονός ότι «το άμυλο δύναται να είναι αμέσου ανταγωνιστικότητος με το πλιγούρι (Quellmehl) αρτοποιήσεως» (πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1125/78).

    Σημαντικό στοιχείο για τη λύση του προβλήματος αποτελεί η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως 90/78, GRANARIA, της 28ης Μαρτίου 1979. Υπενθυμίζω ότι η εταιρία GRANARIA, που παράγει Quellmehl, αφού ζήτησε μάταια από το Συμβούλιο και την Επιτροπή την καταβολή των επιστροφών στην παραγωγή για τη μεταγενέστερη της 1ης Αυγούστου 1974 περίοδο, προσέφυγε κατά των δύο οργάνων ενώπιον του Δικαστηρίου, ασκώντας συγχρόνως προσφυγή κατά παραλείψεως και αγωγή αποζημιώσεως. Η απόφαση που εκδόθηκε έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη και απέρριψε την αγωγή ελλείψει αποδείξεων ως προς το γεγονός ότι το Quellmehl «χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς τους οποίους αφορά το καθεστώς αυτό» (των επιστροφών). Στο σκεπτικό το Δικαστήριο εξέτασε την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 117/76 και 16/77, δεδομένου ότι έπρεπε να καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενο της αποφάσεως, και την ερμήνευσε κατά την έννοια ότι «η αρχή της ισότητος δεν παραβιάζεται εις βάρος των παραγωγών Quellmehl παρά μόνο εάν αυτό χρησιμοποιείται για σκοπούς που είναι κατά παράδοση δικοί του στον τομέα της ανθρώπινης διατροφής». Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επί της εν λόγω υποθέσεως, οι διάδικοι δεν προσκόμισαν κανένα νέο στοιχείο ικανό να τροποποιήσει την εκτίμηση αυτή.

    Η εταιρία INTERQUELL STÄRKE-CHEMIE, ενάγουσα στην υπόθεση 261/78, προσκόμισε τώρα έγγραφα με σκοπό να αποδείξει ότι το διογκωμένο άμυλο και το Quellmehl μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαία για την παρασκευή ορισμένων ζωοτροφών ιδίως αναφέρθηκε στην με ημερομηνία 29ης Μαρτίου 1979 γνωμοδότηση ενός εμπειρογνώμονος, του καθηγητού HERMAN ZUCKER, ο οποίος βεβαιώνει ότι τα δύο προϊόντα μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαία και ότι, μεταξύ 1974 και 1977, χρησιμοποιήθηκαν και τα δύο στον τομέα των ζωοτροφών. Εν τούτοις η Επιτροπή απάντησε ότι αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν κατορθώνουν να αποδείξουν ότι υπήρξε πράγματι ευρεία κατανάλωση αμύλου στον τομέα αυτό. Έπειτα, όσον αφορά ένα έγγραφο της συνομοσπονδίας της γερμανικής βιομηχανίας ζωοτροφών, που συμπεριλαμβάνεται στα έγγραφα που προσκόμισε η ενάγουσα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτό περιοριζόταν να περιλάβει το άμυλο από αραβόσιτο μεταξύ των προϊόντων που επιτρέπεται να περιέχουν οι ζωοτροφές. Τέλος το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι στις ζωοτροφές χρησιμοποιούνται επίσης και άμυλα διαφορετικού τύπου από αυτό που παράγεται με βάση τον αραβόσιτο· ως προς αυτό, δεδομένου ότι πρόκειται για προϊόντα διαφορετικά από αυτό επί του οποίου εφαρμόζεται το καθεστώς των επιστροφών, η ενδεχόμενη σχέση ανταγωνισμού με το Quellmehl δεν θα βοηθούσε να αποδειχθεί ότι το τελευταίο προϊόν δικαιούται κοινοτικής ενισχύσεως, ακόμη και αν προορίζεται για ζωοτροφές.

    Για να φθάσει κανείς σε ικανοποιητικά συμπεράσματα ως προς το πρόβλημα αυτό, θα ήταν αναγκαίο να διατάξει το Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη, για να αποδειχθεί όχι μόνο εάν και σε ποιο μέτρο το άμυλο από αραβόσιτο χρησιμοποιήθηκε στις ζωοτροφές μεταξύ 1974 και 1977, αλλά και ποιος ήταν ο πραγματικός βαθμός δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ αμύλου και Quellmehl, από απόψεως οικονομικής καταλληλότητας και τεχνικής ικανότητας (το Συμβούλιο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το άμυλο, αντίθετα από ό, τι το Quellmehl, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή αν δεν προστεθούν σ' αυτό άλλα θρεπτικά στοιχεία). Εν τούτοις θεωρώ ότι πρέπει να αντιταχθεί ένα άλλο είδος σκέψεων στο αίτημα της εταιρίας INTEQUELL STÄRKECHEMIE. Παρατήρησα ήδη ότι το ποσό της αποζημιώσεως πρέπει να υπολογιστεί σε σχέση με τη σημασία της μη νόμιμης πράξεως, όπως αυτό καθορίστηκε με την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977· πράγματι έγινε προηγουμένως φανερό ότι το ζήτημα της διαπιστώσεως της ελλείψεως νομιμότητας δεν τέθηκε εκ νέου στις υπό κρίση υποθέσεις, αλλά οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση γίνονται δεκτές εδώ ως αξιώματα. Αφετέρου το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας αυτή την ίδια απόφαση με την απόφασή του επί της υποθέσεως 90/78, GRANARIA, έκρινε μεταξύ άλλων ότι το σύστημα των επιστροφών για το Quellmehl αποσκοπούσε στην υποστήριξη του προϊόντος αυτού στο μέτρο που χρησιμοποιείται για την ανθρώπινη διατροφή (αυτό προκύπτει προφανώς από την ήδη αναφερθείσα σκέψη 10). Ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι αυτή η ερμηνεία συμπίπτει με αυτή που προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1125/74, σύμφωνα με την οποία «η επιστροφή στην παραγωγή για το Quellmehl χορηγήθηκε αρχικά για να ευνοήσει τον προορισμό του προϊόντος αυτού για ορισμένες ειδικές χρήσεις στον τομέα της ανθρώπινης διατροφής, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες δυνατότητες του ανταγωνισμού με ορισμένα άλλα προϊόντα». Εφόσον όμως πράγματι το Quellmehl ελάμβανε κοινοτική ενίσχυση σε σχέση με τον προαναφερθέντα σκοπό, δεν υπάρχει λόγος να τεθεί το πρόβλημα της ίσης μεταχειρίσεως με το άμυλο και το πρόβλημα της ενδεχόμενης δυσμενούς διακρίσεως για το Quellmehl που προορίζεται για τις ζωοτροφές: το προϊόν που προορίζεται για μια τέτοια χρήση, δεδομένου ότι δεν εντάσσεται στην οικονομία του συστήματος των επιστροφών, δεν θα μπορούσε οπωσδήποτε να αξιώσει ίδια μεταχείριση με το άμυλο, ανεξαρτήτως των χρήσεων του τελευταίου. Ούτε θα είχε νόημα να αντιταχθεί ότι ώς την 1η Αυγούστου 1974 οι επιστροφές καταβάλλονταν πράγματι για όλες τις παραγόμενες ποσότητες Quellmehl· ας υπενθυμιστεί ότι από την ημερομηνία αυτή το Συμβούλιο κατήργησε τις επιστροφές (και προσπάθησε στη συνέχεια να δικαιολογήσει το μέτρο αυτό, αναφερόμενο και στην ευρύτερη χρησιμοποίηση του Quellmehl ως ζωοτροφής), ότι η σημερινή συζήτηση αφορά αποζημίωση που προκλήθηκε από την προσβολή της ισότητος και, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η κατάργηση των επιστροφών για το Quellmehl που προορίζεται για ζωοτροφές αποτελούσε μη νόμιμη άνιση μεταχείριση, λόγω της συσταλτικής ερμηνείας που υιοθετήθηκε, όσον αφορά το ρόλο του συστήματος των κοινοτικών ενισχύσεων.

    Μένει να εξεταστεί το κοινό ζήτημα που προκύπτει στις υποθέσεις 238/78, 261/78 και 262/78, δηλαδή το εάν η αποζημίωση πρέπει να υπολογιστεί σε σχέση με τις ποσότητες Quellmehl που χρησιμοποιήθηκαν για την ανθρώπινη διατροφή, ή μόνο σε σχέση με τις ποσότητες που χρησιμοποιήθηκαν για την αρτοποιία (σύμφωνα με την κατεύθυνση που υιοθετούν οι κανονισμοί 1125/78 και 1127/78). Κατά τη γνώμη μου, αν η λύση εξαρτάται από τον καθορισμό των ορίων της μη νόμιμης πράξεως, όπως αυτό συνάγεται από τις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977, με τη βοήθεια της ερμηνείας που έδωσε η απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979 επί της υποθέσεως GRANARIA, πρέπει να επικρατήσει η ευρύτερη άποψη. Πράγματι, οι δύο αποφάσεις αναφέρονται στο Quellmehl που χρησιμοποιήθηκε «για την ανθρώπινη διατροφή» (σκέψη 9 των σκεπτικών των δύο αποφάσεων). Για το λόγο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκαθίσταται και η ζημία που συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος λόγω της καταργήσεως των επιστροφών για το Quellmehl που προορίζεται όχι μόνο για την αρτοποιία, αλλά και για άλλους τομείς της ανθρώπινης διατροφής.

    14. 

    Ως συμπέρασμα, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής επί των αγωγών που άσκησαν, σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι επιχειρήσεις που παράγουν Quellmehl και Gritz (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 64/76 και 113/76, 167/78 και 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79· υπόθεση 238/78· συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 241/78, 242/78, 245/78 έως 250/78 και συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 261/78 και 262/78):

    α)

    να κηρύξει παραδεκτά τα κύρια αιτήματα αποζημιώσεως, μέχρι του ποσού των επιστροφών στην παραγωγή που δεν εισπράχθηκαν, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία είχαν καταργηθεί, καθώς και το αίτημα της εταιρίας IREKS-ARKADY, υπό την ιδιότητά της του εκδοχέως του δικαιώματος αποζημιώσεως της εταιρίας ALBERT RUCKDESCHEL & CO. (υπόθεση 238/78)·

    β)

    να κηρύξει απαράδεκτα τα επικουρικά αιτήματα που υποβλήθηκαν στην υπόθεση 238/78 και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 241/78, 242/78, 245/78 έως 250/78 και που επιδιώκουν να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να εξουσιοδοτήσει και να υποχρεώσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο του Βελγίου και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να πληρώσουν στις ενάγουσες τα ποσά που αντιστοιχούν στις επιστροφές που δεν καταβλήθηκαν, κατά την περίοδο της καταργήσεώς τους·

    γ)

    να κηρύξει επίσης απαράδεκτο το παρεμπίπτον αναγνωριστικό αίτημα που υπέβαλε η εταιρία IREKS-ARKADY και που αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2 και 4 του κανονισμού της Επιτροπής 1570/78 (υπόθεση 238/78)·

    δ)

    να αποφανθεί ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ευθύνεται, σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 215 της Συνθήκης, για τις ζημίες που υπέστησαν οι ενάγουσες επιχειρήσεις, λόγω της προσβολής της αρχής της ισότητος, και πιο συγκεκριμένα της ανισότητας στη μεταχείριση σε σχέση με τους παραγωγούς αμύλου από αραβόσιτο, που προκύπτει από την κατάργηση των επιστροφών στην παραγωγή για το Quellmehl (κανονισμός του Συμβουλίου 1125/74 της 29ης Απριλίου 1974) και για το Gritz (κανονισμός του Συμβουλίου 665/75 της 4ης Μαρτίου 1975), κατάργηση τον παράνομο χαρακτήρα της οποίας αναγνώρισαν ήδη οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 117/76-16/77 και 124/76-20/77·

    ε)

    να αποφανθεί κατά συνέπεια ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υποχρεούται να καταβάλει στις ενάγουσες αποζημιώσεις ποσού αντίστοιχου προς τις επιστροφές που δεν καταβλήθηκαν, κατά την περίοδο από 1ης Αυγούστου 1974 έως 19ης Οκτωβρίου 1977 για το Quellmehl, και από 1ης Αυγούστου 1975 έως 19ης Οκτωβρίου 1977 για το Gritz, ανάλογα με τις ποσότητες αραβοσίτου και μαλακού σίτου που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή Quellmehl προορισμένου για την ανθρώπινη διατροφή και με τις ποσότητες αραβοσίτου που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή πλιγουριών ή σιμιγδαλιών (Gritz) χρησιμοποιουμένων στη βιομηχανία της ζυθοποιίας, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού τις λογιστικές μονάδες ανά τόννο που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου ως επιστροφές στην παραγωγή για τον αραβόσιτο που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή αμύλου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας·

    στ)

    να αποφανθεί ότι η καταβολή περαιτέρω αποζημιώσεων για τις ζημίες που προκύπτουν από την ίδια μη νόμιμη πράξη, την οποία απαιτούν οι ενάγουσες στις υποθέσεις 64/76 και 113/76, 167/78, 27/79 και 45/79, δεν μπορεί να σωρευθεί με την καταβολή των ποσών για τα οποία έγινε λόγος υπό το στοιχείο ε) και, συνεπώς, δεν μπορεί να χορηγηθεί παρά μόνον αν αποδειχθεί ότι η συνολική έκταση της ζημίας είναι μεγαλύτερη από τα ποσά αυτά και μόνο κατά το υπερβάλλον

    ζ)

    να παραχωρήσει στις ενάγουσες στις υποθέσεις 64/76 και 113/76, 167/78, 27/79 και 45/79 προθεσμία τριών μηνών για να εξειδικεύσουν τα αιτήματά τους όσον αφορά τις περαιτέρω αποζημιώσεις, και να συμπληρώσουν για το σκοπό αυτό τα έγγραφα που ήδη προσκόμισαν, ή, ενδεχομένως, για να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο τους αριθμούς βάσει των οποίων κατόρθωσαν να φθάσουν σε συμφωνία με το Συμβούλιο·

    η)

    να διατάξει, για την περίπτωση που δεν θα επιτευχθεί τέτοια συμφωνία για τις περαιτέρω αποζημιώσεις, την εξέταση από ομάδα εμπειρογνωμόνων των εγγράφων που προσκόμισαν οι προαναφερθείσες ενάγουσες, ώστε να καθοριστεί η ύπαρξη και η αιτία των στοιχείων της ζημίας που προβάλλουν, και να εκτιμηθεί εις χρήμα η έκτασή τους· να επιφυλαχθεί να καθορίσει τη σύνθεση, την αποστολή και να διορίσει τα μέλη της τεχνικής ομάδας με μεταγενέστερη Διάταξη.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλιχή.

    Top