Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61976CC0012

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras της 15ης Σεπτεμβρίου 1976.
    Industrie Tessili Italiana Como κατά Dunlop AG.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
    Άρθρο 5, 1.
    Υπόθεση 12-76.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1976 00533

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1976:119

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    HENRI MAYRAS

    της 15ης Σεπτεμβρίου 1976 ( 1 )

    Κύριε Πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    1.

    Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη υπόθεση που σας υποβλήθηκε κανονικά κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία, η οποία ισχύει στις σχέσεις μεταξύ των αρχικών έξι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας από την 1η Σεπτεμβρίου 1975.

    Τα περιστατικά αυτής της υποθέσεως συνοψίζονται ως εξής.

    Η γερμανική επιχείρηση DUNLOP AG, με έδρα το HANAU, παράγγειλε βάσει δειγμάτων, στις 29 Απριλίου 1971, μία ποσότητα από γυναικείες φόρμες για σκι στην ιταλική επιχείρηση INDUSTRIE TESSILI, με έδρα το COMO. Η ιταλική επιχείρηση κατασκεύασε τα εν λόγω είδη και τα απέστειλε στις 31 Ιουλίου 1971 με μεταφορέα που είχε ορίσει η γερμανική επιχείρηση. Η τελευταία τα παρέλαβε στις 18 Αυγούστου 1971. Συγχρόνως με την αποστολή του εμπορεύματος η ιταλική επιχείρηση εξέδωσε τιμολόγιο που περιήλθε στη γερμανική επιχείρηση στις 3 Αυγούστου 1971.

    Επειδή προέκυψε διαφορά μεταξύ των συμβληθέντων μερών ως προς το αν το εμπόρευμα ανταποκρινόταν στους όρους της παραγγελίας, η γερμανική επιχείρηση άσκησε αγωγή κατά της προμηθεύτριας της ενώπιον του αρμόδιου πρωτοδικείου του HANAU. Δεν είναι ακριβώς γνωστό αυτό που ζητεί: είτε την αναστροφή της συμβάσεως είτε την καταβολή αποζημιώσεως. Εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιο ότι η αγωγή του στηρίζεται στην ελαττωματική εκτέλεση της συμβατικής παροχής από την ιταλική επιχείρηση. Η τελευταία παρέστη βεβαίως ενώπιον του γερμανικού δικαστηρίου, αλλά για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του.

    Το εν λόγω δικαστήριο δέχτηκε ότι τα μέρη, κατά το χρόνο της συναλλαγής τους, το είχαν εγκύρως επιλέξει ως το αρμόδιο δικαστήριο για διαφορές που θα προέκυπταν συνεπεία της εν λόγω συναλλαγής και, αποφαινόμενο με παρεμπίπτουσα απόφαση, απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας.

    Η ιταλική επιχείρηση άσκησε τότε έφεση κατά αυτής της αποφάσεως ενώπιον του αρμοδίου εφετείου της Φραγκφούρτης. Το εφετείο κλείνει προς την άποψη ότι τα μέρη δεν συνήψαν εγκύρως συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17 της Σύμβασης. Δοθέντος ότι ο ενάγων δεν στράφηκε κατά του εναγομένου ενώπιον δικαστηρίου του κράτους, στο οποίο ο τελευταίος έχει την κατοικία του (σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 2 της Σύμβασης) και ότι δεν υπάρχει αποκλειστική δικαιοδοσία RATIONE ΜΑ-TERIAE ιταλικού δικαστηρίου αντί δικαστηρίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το εφετείο της Φραγκφούρτης θεωρεί ότι το πρωτοδικείο του HANAU μπορεί να έχει δικαιοδοσία μόνο αν είναι το δικαστήριο «του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» κατά την ερμηνεία που θα δώσετε σ' αυτή τη διατύπωση. Δεν είναι καθόλου ανάγκη να υπογραμμιστεί η σπουδαιότητα της απαντήσεως που καλείσθε να δώσετε, επειδή μπορεί να προβλεφθεί ότι οι διαφορές που προκύπτουν από παροχές εκ συμβάσεως θα αποτελέσουν ένα μεγάλο μέρος των διαφορών που εμπίπτουν στη Σύμβαση.

    2.

    Το πρόβλημα της σύγκρουσης δικαιοδοσίας δεν είναι νέο στα έξι αρχικά κράτη μέλη της ΕΟΚ. Ακριβώς για να γίνει δυνατό να δοθεί λύση στον «καθορισμό της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων τους επί διεθνούς επιπέδου» τα έξι αυτά κράτη συνήψαν μεταξύ τους τη Σύμβαση. Στο προοίμιο εκφράζεται η κατευθυντήρια ιδέα που ενέπνευσε τους συντάκτες της, δηλαδή η μέριμνα «για την ενίσχυση στην Κοινότητα της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων σε αυτή προσώπων».

    Στον τομέα των συμβάσεων ο καθορισμός του αρμόδιου διαστηρίου — καθώς και ο καθορισμός του νόμου που εφαρμόζεται στη σύμβαση — μπορεί να γίνει βάσει άκαμπτων κανόνων ή βάσει πιο ελαστικών διατάξεων. Για να περιοριστώ στο αστικό δίκαιο των έξι αρχικών κρατών μελών, η λύση στο πρόβλημα της σύγκρουσης δικαιοδοσίας στον εν λόγω τομέα ποικίλλει:

    ορισμένες νομοθεσίες δέχονται συγχρόνως τον τόπο συνάψεως ή καταρτίσεως της συμβάσεως ή γενέσεως της ενοχής και τον τόπο της εκτελέσεώς τους (Βέλγιο, Ιταλία)·

    άλλες νομοθεσίες παρέχουν δικαιοδοσία, στον τομέα της εμπορικής πωλήσεως, στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου συνήφθη το προσύμφωνο πωλήσεως και το εμπόρευμα παραδόθηκε από τον πωλητή, ή στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου ο αγοραστής έπρεπε να καταβάλει το τίμημα (Γαλλία, Λουξεμβούργο)·

    άλλες πάλι νομοθεσίες δέχονται για κάθε περίπτωση μόνο τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της εκτελέσεως (ΟΔΓ)·

    υπάρχουν, τέλος, νομοθεσίες που αγνοούν πλήρως κάθε συνδετικό στοιχείο με τη σύναψη ή την εκτέλεση της συμβάσεως (Κάτω Χώρες).

    Το δίκαιο των συμβάσεων περιέχει και αυτό τις πιο διαφορετικές λύσεις και για το λόγο αυτό το άρθρο 55 της Σύμβασης ορίζει ότι καταρχήν «αντικαθιστά… μεταξύ… συμβαλλομένων κρατών» μία ολόκληρη σειρά από διμερείς συμβάσεις που τις απαριθμεί.

    Όποια κι αν είναι τα επιχειρήματα που υπαγόρευσαν την επιλογή τους: μέριμνα να αποφευχθεί ο «κατακερματισμός» της διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαστηρίων του τόπου συνάψεως της συμβάσεως ως προς τις διαφορές που αφορούν την κατάρτιση της και τα αποτελέσματά της και του δικαστηρίου του τόπου εκτελέσεως ως προς τις διαφορές που αφορούν αυτή την εκτέλεση, σκοπιμότητα να δοθεί δικαιοδοσία στο δικαστήριο του κράτους, στο οποίο θα πρέπει να ζητηθεί η αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αφορά την παράδοση και στο οποίο βρίσκονται τα πράγματα που πρέπει να μεταβιβαστούν, οι προπαρασκευαστικές εργασίες, τα σχόλια στην επιστήμη και το κείμενο της Συμβάσεως, καταδεικνύουν σαφώς ότι οι συντάκτες της επέλεξαν, εν πάση περιπτώσει, το κριτήριο του «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Οι συντάκτες της Συμβάσεως θεώρησαν ότι η εκπλήρωση αποτελεί το στοιχείο που χαρακτηρίζει καλύτερα την όλη δοσοληψία και ότι έπρεπε να επιλεγεί το κριτήριο του εντοπισμού της: κατά συνέπεια, στο άρθρο 5, περίπτωση 1 γίνεται λόγος περί του «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Ομοίως, στον τομέα των αδικοπραξιών, πρόκειται περί του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», ο οποίος επιλέχτηκε, πράγμα που δεν παραλείπει εντούτοις να θέτει ορισμένα προβλήματα, επί των οποίων θα πρέπει προσεχώς να αποφανθείτε.

    3.

    Καίτοι η διάταξη του άρθρου 5, περίπτωση 1 έχει ιδιαίτερα σημαντικό ουσιαστικό χαρακτήρα, που υπογραμμίζεται από τη χρήση του ενικού («η παροχή») η φαινομενική απλότητα και ο ενιαίος χαρακτήρας αυτού του κριτηρίου δεν πρέπει εντούτοις να οδηγούν σε πλάνη. Πρώτον, το κριτήριο αυτό πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα με τον δυνατό αριθμό των τόπων εκπληρώσεως· συμβαίνει πράγματι συχνά μία και η αυτή σύμβαση να πρέπει να εκπληρωθεί σε διάφορες χώρες. Ιδίως όμως το κριτήριο αυτό ποικίλλει ανάλογα με τον ιδιαίτερο τύπο της παροχής για την οποία πρόκειται. Πρέπει επομένως να καθοριστεί καταρχάς η έννομη σχέση ή η σύμβαση, συνεπεία της οποίας ανέκυψε η διαφορά στην κύρια δίκη. Σχετικώς — με την επιφύλαξη βεβαίως της εξουσίας του εθνικού δικαστή να προβεί στον χαρακτηρισμό των περιστατικών που υποβλήθηκαν στην κρίση του —, νομίζω ότι η διαφορά αυτή ανέκυψε λόγω μιας «διεθνούς πωλήσεως κινητών πραγμάτων» υπό την έννοια του ενιαίου νόμου που διέπει αυτό το θέμα και έχει επισυναφθεί στη Σύμβαση της Χάγης της 1ης Ιουλίου 1964, δηλαδή «πωλήσεως με παράδοση» ή «συμβάσεως παραδόσεως κινητών πραγμάτων που πρόκειται να κατασκευαστούν ή να παραχθούν», δεδομένου ότι ο πωλητής οφείλει να διαθέσει όλα τα απαραίτητα υλικά για την εν λόγω κατασκευή ή παραγωγή ή, τουλάχιστον, ο αγοραστής δεν οφείλει να διαθέσει ουσιώδες μέρος των υλικών που απαιτούνται σχετικώς. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι εκείνα που αναφέρονται στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Ιουνίου 1955 περί του εφαρμοστέου νόμου στις πωλήσεις διεθνούς χαρακτήρα κινητών πραγμάτων και στη σύμβαση της Χάγης της 1ης Ιουλίου 1964 σχετικά με το ίδιο αντικείμενο. Η τελευταία αυτή σύμβαση δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά το χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Ιταλίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ήδη όμως ισχύει.

    Δεύτερον, πρέπει να γίνει διάκριση σε περίπτωση αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, αναλόγως του αν η κατάσταση θεωρείται από την πλευρά του ενός ή του άλλου από τους συμβαλλομένους, παραδείγματος χάριν σε περίπτωση πωλήσεως — χαρακτηρισμός που νομίζω ότι καλύπτει την προκειμένη συναλλαγή — αναλόγως αν κανείς τοποθετείται στη θέση του πωλητή ή του αγοραστή. Αυτοί οι ίδιοι οι συντάκτες της Συμβάσεως έκαναν αυτή τη διάκριση ως προς την πώληση με τμηματική καταβολή του τιμήματος και δανείων με σταδιακή εξόφληση (άρθρα 14 και 15).

    Η διάκριση αυτή μεταξύ των υποχρεώσεων του πωλητή και των υποχρεώσεων του αγοραστή περιέχεται εξάλλου στον ενιαίο νόμο για τη διεθνή πώληση κινητών αντικειμένων που οι συντάκτες της Συμβάσεως είχαν ασφαλώς κατά νου. Σε μια συναλλαγή αυτού του τύπου ο πωλητής υποχρεώνεται

    1)

    να προβεί στην παράδοση,

    2)

    να παραδώσει τα σχετικά έγγραφα,

    3)

    να μεταβιβάσει την κυριότητα

    ο αγοραστής, αφετέρου, υποχρεώνεται

    1)

    να καταβάλει το τίμημα,

    2)

    να παραλάβει το πράγμα.

    Ο σκοπός των μερών είναι, για μεν τον ένα να πωλήσει και παραδώσει το προϊόν του, για δε τον άλλον να αγοράσει, να καταβάλει το τίμημα και να παραλάβει το πράγμα ο τόπος, στον οποίο πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή είναι ο τόπος, όπου πρέπει να παρασχεθεί η χαρακτηριστική παροχή.

    Από τις τρεις αυτές υποχρεώσεις του πωλητή αυτή που η εκπλήρωσή της είναι χαρακτηριστική ή τυπική της συμβάσεως πωλήσεως είναι, από την σκοπιά του αγοραστή, η παράδοση ή η εγχείριση του πράγματος και επομένως ο τόπος ακριβώς της παραδόσεως καθορίζει, σε περίπτωση προσφυγής του αγοραστή στη δικαιοσύνη, το αρμόδιο δικαστήριο.

    4.

    Πρέπει, όμως, να «κατακερματιστεί» ή «κατατεμαχιστεί» ακόμα περισσότερο ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής και να αναζητηθεί πού πρέπει να γίνει η καταβολή της οφειλής που απορρέει από αναστροφή της συμβάσεως συνεπεία γεγονότος για το οποίο ευθύνεται ο πωλητής και πού πρέπει να γίνει η απόδοση του πωληθέντος πράγματος, όταν αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας; Αυτό είναι το αληθινό ζήτημα που απασχολεί στην πραγματικότητα το εφετείο της Φραγκφούρτης. Δεδομένου ότι η συμβατική παροχή εκπληρώθηκε και δεδομένου ότι η διαφορά αναφέρεται στον ελαττωματικό χαρακτήρα αυτής της εκπληρώσεως, το εφετείο διερωτάται αν η έκφραση «οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» μπορεί να αναφέρεται στην υποχρέωση αντικαταστάσεως στην οποία θα κατέληγε, ενδεχομένως, η μη εκπλήρωση της κυρίας παροχής.

    Κατά μία πρώτη γνώμη, καίτοι είναι ορθό ότι η μη εκπλήρωση διαπιστώνεται στον τόπο της παραδόσεως, της παραλαβής και της εγκρίσεως του εμπορεύματος ή, αντιθέτως, η καλή εκπλήρωση της παροχής που είναι χαρακτηριστική της συμβάσεως πωλήσεως από τη σκοπιά του πωλητή, θα ήταν δυνατό τα κρυμμένα ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος να εμφανιστούν αργότερα σε διαφορετικό τόπο από τον αρχικό τόπο της παραδόσεως.

    Σ' αυτό τον τόπο θα έπρεπε τότε να «αναλυθούν δικαστικώς» οι όροι, ο τρόπος εκπληρώσεως (τρόπος εξετάσεως του εμπορεύματος) ή οι συνέπειες από την μη εκπλήρωση: αναστροφή της συμβάσεως λόγω μη εκπληρώσεως, ευθύνη του πωλητή, κ.λπ. Επομένως, η υποχρέωση που βαρύνει σχετικώς τον πωλητή και διαπιστώνεται εν προκειμένω δικαστικώς μέσω των ενδίκων μέσων που παρέχει το εθνικό δίκαιο, αναστροφή της συμβάσεως, αποζημίωση, υποχρέωση εγγυοδοσίας, θα μπορούσε και θα όφειλε να εκπληρωθεί σε διαφορετικό τόπο από αυτόν, στον οποίο εκπληρώθηκε η αρχική χαρακτηριστική παροχή — η παράδοση σε περίπτωση πωλήσεως — και θα μπορούσε να είναι είτε ο τόπος, όπου βρίσκεται το εμπόρευμα ή ο τόπος όπου πρέπει να καταβάλει την οφειλή του ο αγοραστής, αναλόγως αν αυτή είναι άρσιμη (όπως συμβαίνει στη Γαλλία, το Βέλγιο και στην ΟΔΓ) ή κομίσιμη (όπως συμβαίνει στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες).

    Το πρόβλημα επομένως που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η παροχή που αναφέρεται στο άρθρο 5, περίπτωση 1 είναι η αρχική παροχή ή υποκατάστατό της το οποίο έγκειται, ανάλογα με τα εθνικά δίκαια ή την ακολουθούμενη πρακτική, σε αίτηση αναγκαστικής εκτελέσεως, μερικής ή πλήρους, της σύμβασης ή σε αναστροφή της ή σε αγωγή καταβολής αποζημιώσεως για την μη εκτέλεση ή την μη προσήκουσα εκτέλεση.

    Η άποψη αυτή καταλήγει σε τελευταία ανάλυση στο ότι αν η σύμβαση περιέχει διάφορες υποχρεώσεις του εναγομένου, ο ενάγων μπορεί να επιλέξει το αρμόδιο δικαστήριο μεταξύ όλων των δικαστηρίων, τα οποία αφορά άμεσα ή έμμεσα μία οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που περιέχονται στη σύμβαση, ακόμα και αν δεν έχει ανακύψει σχετικώς διαφορά. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το άρθρο 5, περίπτωση 1, κάνει λόγο για τον τόπο όπου η παροχή εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί.

    Δεν νομίζω, κύριοι δικαστές ότι είναι δυνατό να προχωρήσουμε τόσο μακριά. Η ιταλική διατύπωση, του άρθρου 5, περίπτωση 1 λαμβάνει ως δεδομένο ότι πρόκειται τουλάχιστον για παροχή που έχει αποτελέσει το αντικείμενο διαφοράς, «DEDOTTA ΙΝ-GIUDIZIO». Η άποψη αυτή δεν θα ήταν ιδίως σύμφωνη με τις προθέσεις των συντακτών της Σύμβασης. Βεβαίως, οι κανόνες που θέτει η Σύμβαση επιδιώκουν κατ' ουσία να άρουν τη σύγκρουση δικαιοδοσίας· δεν είναι καταρχήν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, αλλά νομίζω ότι μία από τις αρχές του συστήματος που έχει θεσπιστεί με τη Σύμβαση είναι ότι, αν επιτρέπεται να γίνει διάκριση ανάλογα με το είδος των συμβάσεων και τα συμβαλλόμενα μέρη, αντιθέτως, ορισμένη σύμβαση σ' όλα της τα στοιχεία συνιστά ένα ενιαίο νομικό και οικονομικό σύνολο και όλα τα συναφή ζητήματα με την εκπλήρωση της χαρακτηριστικής γι' αυτή τη σύμβαση παροχής πρέπει να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του τόπου εκτελέσεως αυτής της παροχής· όλες οι διαφορές που ανέκυψαν ή πρόκειται να ανακύψουν από «συγκεκριμένη έννομη σχέση» (άρθρο 17) που συνιστά την υποχρέωση παραδόσεως, υπάγονται στο δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί αυτή η παράδοση. Κάθε σύμβαση προσλαμβάνει το χαρακτηριστικό της στοιχείο από μία από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, ακόμα κι αν αυτές οι υποχρεώσεις μπορούν να ποικίλλουν ανάλογα με τις περιστάσεις. Τα μέρη ενδιαφέρονται ακριβώς για την εκπλήρωση αυτής της υποχρεώσεως και ακριβώς στον τόπο εκτελέσεως θα διαπιστωθεί κανονικά η μη εκπλήρωση και θα συναχθούν οι σχετικές συνέπειες.

    Η αντίθετη άποψη θα ισοδυναμούσε με υπερβολική προσπάθεια τελειότητας και θα είχε ως συνέπεια την επάνοδο μ' αυτό τον τρόπο στο κριτήριο του τόπου όπου βρίσκεται το πράγμα (LEX REI SITAE) ή στο κριτήριο του FORUM CONVENIENS.

    Μεθοδική προσέγγιση υπό την έννοια του δικαστηρίου του τόπου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο με την εκπλήρωση της παροχής ή που φαίνεται να είναι ο καταλληλότερος για την εκπλήρωση της παροχής, «το δικαστήριο με τον πιο στενό σύνδεσμο», χωρίς άλλη διευκρίνιση (κατ' αναλογία με το άρθρο 4 του προσχεδίου της Σύμβασης περί του εφαρμοστέου νόμου στις συμβατικές και εξωσυμβατικές υποχρεώσεις), θα ήταν πολύ ασαφής και πολύ γενική και δεν θα επέτρεπε την προαγωγή των θεμελιωδών αξιών του τομέα των συμβάσεων, δηλαδή της ασφάλειας δικαίου και της δυνατότητας προβλέψεως του δικαίου που θα εφαρμοστεί.

    Σύμφωνα με την άποψη έγκυρων σχολιαστών (DROZ, COMPETENCE JUDICIAIRE ΕΤ EFFETS DES JUGEMENTS DANS LE MARCHE COMMUN, 1972, σ. 128), «η Σύμβαση δεν δέχεται την θεωρία του FORUM CONVENIENS πράγματι, μεγάλες πρακτικές δυσκολίες μπορούν να προκύψουν κατά τον καθορισμό του συνδετικού στοιχείου μεταξύ της υποθέσεως και του καθορισμένου δικαστήριου». Ο ίδιος συγγραφέας λέει ακόμη (σ. 45-56): «Αυτοί οι κανόνες δικαιοδοσίας (των άρθρων 5 και 6) αποτελούν ένα ενιαίο και αυτοτελές σύνολο. Πρέπει να θεωρηθεί ότι καταρχή η σιωπή της Συνθήκης ως προς ένα θέμα δικαιοδοσίας ισοδυναμεί με αποκλεισμό αυτού του θέματος: αυτό συμβαίνει, π.χ. όχι μόνο για τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου συνάψεως της συμβάσεως, αλλά και για τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της συνάφειας που δεν έγινε δεκτή στη Σύμβαση ως συνδετικό στοιχείο άμεσης δικαιοδοσίας.»

    Όπως παρατηρεί και ο BOUREL (LES CON-FLITS DE LOIS ΕΝ MATIERE D'OBLIGA-TIONS EXTRACONTRACTUELLES, 1961, σ. 145), «καίτοι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση καθορίζονται από τη βούληση των μερών, αυτές που απορρέουν από τη μη εκπλήρωση της Συμβάσεως δημιουργούνται από το νόμο και διέπονται έτσι, ακριβώς όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αδικοπραξία, από την κατά τόπο ρύθμιση». Επομένως, λόγω των διαφορών της κατά τόπο ρυθμίσεως, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μη εκπλήρωση της Συμβάσεως θα μπορούσαν να ποικίλλουν αισθητώς, ανάλογα αν πρόκειται για ενδοτικούς κανόνες, που περιέχονται στο δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη, ή για επιτακτικούς κανόνες, που διέπονται από το δίκαιο της εκτελέσεως της Συμβάσεως: παρόμοιο αποτέλεσμα θα έθιγε το στόχο της συσωρρεύσεως και «συγκεντρώσεως» των διαφορών στο δικαστήριο, το οποίο επελήφθη της υποθέσεως με την αρχική αγωγή που είχαν υπόψη τους οι συντάκτες της Συμβάσεως κατά την επεξεργασία του άρθρου 6, (αγωγή εγγυήσεως, ανταγωγή). Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες της Συμβάσεως, διαφορετικά από ό, τι οι συντάκτες της Συνθήκης Μπενελούξ περί δικαιοδοσίας του 1961 — που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ — υιοθέτησαν το κριτήριο του τόπου εκπληρώσεως της παροχής σε αντίθεση προς τον τόπο γενέσεώς της. Το άρθρο 4 αυτής της Συνθήκης ορίζει ότι:

    «Ο ενάγων μπορεί σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, οι οποίες αφορούν αξιώσεις ή κινητά πράγματα, να ασκήσει την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου, στο οποίο γεννήθηκε η υποχρέωση ή εκπληρώθηκε ή έπρεπε να εκπληρωθεί.»

    Το άρθρο 1, ψηφίο 2 του πρωτοκόλλου ορίζει:

    «Αν το αντικείμενο της δίκης αποτελεί σύμβαση ή αξιώσεις εκ συμβάσεως, το Λουξεμβούργο δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει ή να κηρύξει εκτελεστές αποφάσεις βελγικών ή ολλανδικών δικαστηρίων, εφόσον το δικαστήριο στηρίζει τη δικαιοδοσία του στον τόπο γενέσεως ή εκπληρώσεως της παροχής και ο εναγόμενος, κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, είχε την κατοικία ή, ελλείψει κατοικίας σε ένα από τα τρία κράτη, την διαμονή του στο Λουξεμβούργο.»

    Οι συντάκτες της Συμβάσεως δεν έκαναν λόγο για «τόπο εκτελέσεως της συμβάσεως», επειδή ακριβώς η Σύμβαση εφαρμόζεται τόσο στον εμπορικό όσο και στον αστικό τομέα. Το ότι χρησιμοποίησαν την έκφραση του «τόπου όπου… οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή», οφείλεται στο ότι είχαν σταθερά προ οφθαλμών την αρχική, κύρια ή χαρακτηριστική, υποχρέωση.

    Θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε, τελείως επικουρικώς, στο κριτήριο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου με τον οποίο η εκπλήρωση της παροχής παρουσιάζει τον στενότερο σύνδεσμο μόνο αν η χαρακτηριστική παροχή δεν μπορεί να καθοριστεί. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση πωλήσεως ενσώματου κινητού πράγματος.

    5.

    Νομίζω ότι επιβεβαίωση της ερμηνείας ότι πρόκειται για τις διαφορές σχετικά με την χαρακτηριστική παροχή της συγκεκριμένης συμβάσεως και με τις διαφορές που προέκυψαν ή θα προκύψουν από έννομη σχέση (άρθρο 17, πρώτη παράγραφος) παρέχει η Σύμβαση περί ενιαίου νόμου σχετικά με την προαναφερθείσα πώληση.

    Σύμφωνα μ' αυτό το κείμενο, ενόψει των ενδίκων μέσων που διαθέτει ο αγοραστής, οι υποχρεώσεις του πωλητή είναι δύο ειδών.

    Πρώτον, υπάρχουν οι υποχρεώσεις ως προς την ημερομηνία και τον τόπο της παραδόσεως. Οι κυρώσεις (REMEDIES στο αγγλικό κείμενο) της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων αυτών του πωλητή συνίστανται, για τον αγοραστή (άρθρο 24) στο:

    είτε να ζητήσει την εκτέλεση της συμβάσεως,

    είτε να προβεί στην αναστροφή της πωλήσεως.

    Και στη μία και στην άλλη περίπτωση μπορεί, επιπλέον, να ζητήσει αποζημίωση, το ύψος της οποίας ποικίλλει ανάλογα με το αν έχει γίνει ή όχι αναστροφή της συμβάσεως.

    Δεύτερον, υπάρχουν οι υποχρεώσεις σχετικά με τις συμφωνηθείσες ιδιότητες του πράγματος.

    Όταν ο πωλητής παραδίδει πράγμα χωρίς τις συμφωνηθείσες κατά τη σύμβαση ιδιότητες, η οποία εντούτοις έχει ήδη αρχίσει να εκτελείται, ο πωλητής θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του παραδόσεως (άρθρο 33).

    Οι κυρώσεις για την μη εκτέλεση αυτών των υποχρεώσεων του πωλητή συνίσταται, για τον αγοραστή (άρθρο 41) στο:

    είτε να απαιτήσει από τον πωλητή την εκτέλεση της συμβάσεως,

    είτε να προβεί σε αναστροφή της πωλήσεως,

    είτε να μειώσει το τίμημα.

    Ο αγοραστής μπορεί έτσι να ζητήσει αποζημίωση που ποικίλλει ανάλογα με το αν έχει γίνει ή όχι αναστροφή της συμβάσεως.

    Κατά συνέπεια, ο πωλητής, ο οποίος παρέβη τις υποχρεώσεις του σχετικά με τον τρόπο παραδόσεως ή τις συμφωνηθείσες κατά τη σύμβαση ιδιότητες του πράγματος, θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση του προς παράδοση του πράγματος.

    Νομίζω ότι είναι αδιάφορο αν η υποχρέωση παραδόσεως εκπληρώθηκε (και ο αγοραστής ζητεί μείωση του τιμήματος ή την αναστροφή της συμβάσεως, ζητώντας αποζημίωση λόγω ελλείψεως των συμφωνηθεισών ιδιοτήτων του πράγματος) ή οφείλει να εκπληρωθεί (και ο αγοραστής ζητεί την εκτέλεση της συμβάσεως και αποζημίωση): ο τόπος στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 5, περίπτωση 1 της Συμβάσεως είναι, και στην μία και στην άλλη περίπτωση, ο τόπος της παραδόσεως.

    6.

    Η επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 1 του προσαρτημένου πρωτοκόλλου στη Σύμβαση παρέχει μία άλλη επιβεβαίωση της ερμηνείας που προτείνω.

    Το άρθρο 1, πρώτη παράγραφος του πρωτοκόλλου εξαιρεί, όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν κατοικία στο Λουξεμβούργο, την εφαρμογή της δικαιοδοσίας που απορρέει από το άρθρο 5, περίπτωση 1.

    Στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου οι οικονομικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι πολλές συμβάσεις που συνάπτονται από πρόσωπα που έχουν κατοικία σ' αυτό αποτελούν συναλλαγές διεθνούς χαρακτήρα. Σ' αυτό το είδος συμβάσεων κατά κανόνα ο αγοραστής είναι αυτός που κατοικεί στο Μεγάλο Δουκάτο, ενώ ο πωλητής έχει το κέντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του στην αλλοδαπή — ιδίως στο Βέλγιο — και συνομολογεί συνηθέστατα τη ρήτρα FOB.

    Κατά τους ειδικούς (JENARD, RAPPORT SUR LA CONVENTION, συμπλήρωμα στο Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Νοέμβριος 1972, σ. 105) η επιφύλαξη αυτή «δικαιολογείται από την ιδιάζουσα φύση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, αιτία της οποίας είναι το ότι το μεγαλύτερο μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων μεταξύ προσώπων που κατοικούν στις δύο χώρες εκπληρώνονται ή πρέπει να εκπληρωθούν στο Βέλγιο». Κατά συνέπεια, ο αγοραστής ενάγων, που είναι εγκατεστημένος στο Λουξεμβούργο, δεν μπορεί, στην πλειονότητα των περιπτώσεων να προσφύγει στα λουξεμβουργιανά δικαστήρια για διαφορές μεταξύ αυτού και του πωλητή εναγομένου που είναι εγκατεστημένος στο Βέλγιο (δυνάμει του άρθρου 2, πρώτη παράγραφος), μπορεί όμως, αντιθέτως, να εναχθεί ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. θα μπορούσε συνεπώς να υπάρξει κίνδυνος, όπως γράφει ο ALPHONSE HUSS (LE CONTRAT ECONOMIQUE INTERNATIONAL 1975, σ. 226), «ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων να απογυμνωθεί σε μεγάλη έκταση, ενώ, πολύ συχνά, οι ιδιώτες θα ήταν υποχρεωμένοι να κινούν δίκες στην αλλοδαπή». Επομένως, όχι μόνο το κριτήριο του τόπου συνάψεως της συμβάσεως, που παρέχει σημαντικό πλεονέκτημα στον ισχυρότερο από τους συμβαλλομένους, παραμερίζεται δυνάμει αυτής της ίδιας της βασικής επιλογής της Συμβάσεως (άρθρο 2, πρώτη παράγραφος), αλλά και το κριτήριο του τόπου εκτελέσεως εφαρμόζεται μόνο αν έχει αποτελέσει το αντικείμενο ρητής και ειδικής αποδοχής (άρθρο 17 της Συμβάσεως και άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος του πρωτοκόλλου).

    Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί, σε συμφωνία μ' αυτόν τον ειδικό, ότι «το άμεσο όφελος από αυτή την διάταξη εξαιρέσεως τίθεται σε αμφισβήτηση από το άρθρο 28, τρίτη παράγραφος της Συμβάσεως, το οποίο εξαιρεί τον έλεγχο δικαιοδοσίας από το δικαστήριο της αναγνωρίσεως και της περιαφής του εκτελεστήριου τύπου και, δεν επιτρέπει σχετικώς ούτε την επίκληση της ενστάσεως δημοσίας τάξεως. Έτσι, σε περίπτωση μη τηρήσεως των ρητρών διαφυλάξεως του πρωτοκόλλου από το αλλοδαπό δικαστήριο, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρεθεί υποχρεωμένος να ζητήσει έννομη προστασία από αναρμόδιο δικαστή».

    Όπως κι αν έχει το ζήτημα ως προς την πρακτική χρησιμότητα αυτής της επιφυλάξεως και ως προς την δικαιολόγηση της από απόψεως ελευθερίας εγκαταστάσεως των δικηγόρων, θεωρώ ότι συνιστά αυθεντική ερμηνεία της Συμβάσεως από αυτούς τους ίδιους τους συντάκτες της που παρέχει σημαντικό έρεισμα για να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα.

    Η έκφραση του «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» πρέπει να νοηθεί ευρέως: στην περίπτωση πωλήσεως ενσωμάτου κινητού πράγματος, η έκφραση αυτή καλύπτει «το μεγαλύτερο μέρος» των συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή, ιδίως δε τις υποχρεώσεις που είναι συναφείς με την παράδοση του εμπορεύματος.

    7.

    Ως προς τον εντοπισμό, πράγματι, του τόπου όπου οι υποχρεώσεις του πωλητή σχετικά με την παράδοση εκπληρώθηκαν ή πρέπει να εκπληρωθούν, και επομένως ως προς τον τόπο της παραδόσεως, η απάντηση μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα συνομολογηθέντα στη σύμβαση ή, ελλείψει αυτών, ανάλογα με τις πραγματικές περιστάσεις. Εδώ, αποφασιστικής σημασίας είναι οι συμβατικές ρήτρες σχετικά με την παράδοση: μπορεί να είναι ο τόπος, όπου ο πωλητής έχει την έδρα και τις κύριες δραστηριότητές του (πώληση FOB) ή, αντιθέτως, ένα σημείο που βρίσκεται στο κράτος της κατοικίας του αγοραστή (πώληση CIF). Εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να καθορίσει αυτόν τον τόπο και να κρίνει αν έγινε πράγματι η εκτέλεση ή έπρεπε να γίνει στην περιφέρειά του, ερμηνεύοντας τη σύμβαση ή προβαίνοντας στον χαρακτηρισμό των περιστατικών βάσει του εθνικού του δικαίου η παραπομπή αυτή στο εσωτερικό δίκαιο και στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο κάθε συμβαλλομένου κράτους προβλέπεται, π.χ., στον τομέα της αναγνωρίσεως των αποφάσεων (άρθρο 27, περίπτωση 4) ή του καθορισμού της κατοικίας καθώς και της έδρας προκειμένου περί εταιριών (άρθρο 52 και 53).

    Δεν είναι απίθανο ο τόπος αυτός να βρίσκεται στο κράτος του αγοραστή και όχι, όπως υποστηρίζει ο πωλητής, εκεί που έχει την δική του έδρα. Αντίστροφα, αν ο τόπος όπου το εμπόρευμα παραδόθηκε ή έπρεπε να παραδοθεί στον αγοραστή ή στο επιφορτισμένο με την παραλαβή για λογαριασμό του πρόσωπο βρίσκεται στο κράτος του πωλητή, τότε δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια αυτού του κράτους. Δεν αποκλείεται, επομένως, αν ο ενάγων έχει προσφύγει ευθέως σε δικαστήριο του κράτους όπου έχει την κατοικία του ο πωλητής (άρθρο 2) το δικαστήριο αυτό να αποφασίσει ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε στο κράτος του αγοραστή και ότι είναι αναρμόδιο να εκδώσει απόφαση: δεν υπάρχει εδώ κατ' ανάγκη συσχετισμός μεταξύ του εφαρμοστέου δικαίου και του επιληφθέντος δικαστηρίου, μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής αρμοδιότητας.

    Τελικά, υπάρχει ο κίνδυνος η διάταξη αυτή της Συμβάσεως να μην παρέχει καμία βοήθεια στον αγοραστή που θα επιθυμούσε να εναγάγει τον πωλητή εναγόμενο έξω από το κράτος του. Έχει όμως απλώς συμπληρωματικό χαρακτήρα: δεν έχει θεσπιστεί καθόλου για να καταστήσει δυνατό σε όλες τις περιπτώσεις στον ενάγοντα να διαφύγει από, τη ρύθμιση του άρθρου 2 και να εναγάγει τον εναγόμενο έξω από την περιφέρεια του δικαστηρίου της κατοικίας του (άρθρο 6, περίπτωση 2). Μόνο αν ο τόπος της εκπληρώσεως της παροχής βρίσκεται στο συμβαλλόμενο κράτος, όπου έχει ο ίδιος την κατοικία του μπορεί ο ενάγων να επικαλεσθεί αυτή τη διάταξη.

    Στην πραγματικότητα, ο στόχος του άρθρου 5, περίπτωση 1 είναι να καθοριστεί — αν υποτεθεί ότι η έννομη σχέση έχει διεθνή χαρακτήρα και ότι ο τόπος της εκπληρώσεως της παροχής μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε άλλο κράτος από αυτό της κατοικίας του εναγομένου — το συγκεκριμένο δικαστήριο που, εντός αυτοί) του κράτους, έχει δικαιοδοσία. Το άρθρο αυτό δεν έχει ως σκοπό να παρεκκλίνει, σε κάθε περίπτωση, από τον κανόνα του άρθρου 2, πρώτη παράγραφος.

    Στο παρόν στάδιο εξελίξεως της ευρωπαϊκής οικοδομήσεως είναι δύσκολο να προχωρήσουμε περισσότερο, εφόσον δεν έχουν ακόμα θεσπιστεί ενιαίοι κανόνες ιδιωτικού δικαίου για τις ενοχές εκ συμβάσεως.

    Οι συντάκτες της Συμβάσεως δεν επεδίωξαν να νομοθετήσουν κατά ενιαίο τρόπο, αλλά «να διασφαλίσουν την όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων [του πρωτοκόλλου αυτού] (κοινή δήλωση της 3ης Ιουνίου 1971, προσαρτημένη στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της Συμβάσεως)» και «να αποτρέψουν ερμηνευτικές αποκλίσεις που μπορούν να παρακωλύσουν την ενοποιητική λειτουργία της Συμβάσεως» (κοινή δήλωση της 27ης Δεκεμβρίου 1968, προσαρτημένης στη Σύμβαση). «Δεν θα υπάρχει πλέον μία αλήθεια από τη μία πλευρά των Πυρηναίων και μία άλλη αλήθεια από την άλλη πλευρά, θα είναι δυνατόν, στη Γαλλία ή στις Κάτω Χώρες να υπάρχουν δύο αλήθειες», όπως είπε ο GEORGES DROZ (CLUNET 1973, σ. 23). θα αποτελούσε όμως ήδη αξιόλογο αποτέλεσμα αν μπορούσε να επιτευχθεί ενιαία ερμηνεία της έννοιας του τόπου εκπληρώσεως, ακόμα και παραπέμποντας επικουρικώς στο εθνικό δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου. Αν δεν υπήρχε η Σύμβαση, θα έπρεπε καταρχάς να κριθεί το καθοριστικό κριτήριο της δικαιοδοσίας· όμως, όπως είδαμε μπορούν να υπάρξουν δισταγμοί τουλάχιστον μεταξύ του τόπου γενέσεως της ενοχής εκ της συμβάσεως και του τόπου εκπληρώσεως αυτής της ενοχής. Αν η Σύμβαση είχε διατηρήσει τα δύο αυτά κριτήρια δικαιοδοσίας, ο δικαστής που θα επιλαμβάνετο της υποθέσεως θα έπρεπε ακόμη να ανατρέξει στο εθνικό του δίκαιο για να εντοπίσει κάθε μία από αυτές τις δικαιοδοσίες. Η Σύμβαση αποτελεί, κατά συνέπεια, σαφή πρόοδο σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση, ένα ενδιάμεσο μέσο μεταξύ της αρχής ότι πρέπει, κατά το δυνατό, να υποβάλλεται η σύμβαση στη δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου (και σε ένα ιδεατό ενιαίο δίκαιο) και της αντίθετης αρχής της εξατομικεύσεως της συμβάσεως.

    Προτείνω να αποφανθείτε ότι:

    Στις σχέσεις μεταξύ των υψηλών συμβαλλομένων κρατών στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 και με επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 2, πρώτη παράγραφος και 17 της Συμβάσεως και του άρθρου I του προσαρτημένου στη Σύμβαση πρωτοκόλλου, οι διαφορές σχετικά με την εκπλήρωση της παροχής που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη σύμβαση μπορούν, δυνάμει του άρθρου 5, περίπτωση 1, να αχθούν ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου αυτή η παροχή εκπληρώθηκε ή όφειλε να εκπληρωθεί. Στην περίπτωση πωλήσεως, και έναντι του πωλητή, η παροχή αυτή αναφέρεται στην παράδοση του πράγματος. Εναπόκειται στο δικαστήριο που επελήφθη πρώτο της διαφοράς να καθορίσει πού βρίσκεται ο τόπος εκπληρώσεως αυτής της παροχής.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    Top