This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61975CC0048
Opinion of Mr Advocate General Mayras delivered on 10 March 1976. # Jean Noël Royer. # Reference for a preliminary ruling: Tribunal de première instance de Liège - Belgium. # The right to stay in a Member State and public policy. # Case 48-75.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras της 10ης Μαρτίου 1976.
Jean Noël Royer.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Liège - Βέλγιο.
Δικαίωμα διαμονής και δημοσία τάξη.
Υπόθεση 48/75.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras της 10ης Μαρτίου 1976.
Jean Noël Royer.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Liège - Βέλγιο.
Δικαίωμα διαμονής και δημοσία τάξη.
Υπόθεση 48/75.
Αγγλική ειδική έκδοση 1976 00203
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1976:40
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRI MAYRAS
της 10ης Μαρτίου 1976 ( 1 )
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Στις δύο θεμελιώδεις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός της Κοινότητος και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας εισάγεται εξαίρεση τόσο από το άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης της Ρώμης όσον αφορά την κυκλοφορία και την απασχόληση των μισθωτών εργαζομένων όσο και από το άρθρο 56, παράγραφος 1, όσον αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως των αυτοτελώς απασχολουμένων. Η εξαίρεση αυτή στηρίζεται στη δημοσία τάξη υπό ευρεία έννοια και επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν έναντι των αλλοδαπών κοινοτικών υπηκόων μέτρα περιοριστικά του δικαιώματος εισόδου και διαμονής στο έδαφός τους.
Η έκταση πάντως της παρεκκλίσεως αυτής, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπό στενή έννοια, δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη χωρίς έλεγχο των κοινοτικών αρχών, υπό την επιφύλαξη ιδίως του δικαστικού ελέγχου τον οποίο εξασφαλίζει το Δικαστήριο.
Και ναι μεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εθνικές αρχές διατηρούν, κατά τη χρήση της επιφυλάξεως της δημοσίας τάξεως στην οποία μπορούν να προβαίνουν, περιθώριο ελευθερίας εκτιμήσεως, η εξουσία όμως αυτή των κρατών μπορεί να ασκείται μόνο εντός των ορίων που επιβάλει το κοινοτικό δίκαιο και η νομολογία του Δικαστηρίου.
Θέλησα να υπενθυμίσω τις ουσιώδεις σκέψεις της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο πριν από ένα και πλέον χρόνο στην υπόθεση Van Duyn, διότι η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλει το Tribunal de première instance της Λιέγης, του οποίου η απόφαση περί παραπομπής επικυρώθηκε στις 22 του περασμένου Δεκεμβρίου από το Cour d'appel, εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο σκέψεων.
Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά γάλλου υπηκόου, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εισχώρησε και διέμεινε στο Βέλγιο χωρίς να του έχει χορηγηθεί η σχετική άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως ορίζεται στο Βασιλικό Διάταγμα της 21ης Δεκεμβρίου του 1965 περί των όρων εισόδου, διαμονής και εγκαταστάσεως αλλοδαπών στη χώρα αυτή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία τής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δίκης, ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί κατά το παρελθόν από τη γαλλική δικαιοσύνη λόγω προαγωγής σε πορνεία. Εις βάρος του υπήρχαν επίσης υπόνοιες ότι διέπραξε ληστείες, αλλά η αστυνομική έρευνα φαίνεται ότι δεν κατέληξε στην απαγγελία ποινικής κατηγορίας.
Σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε ο γενικός εισαγγελέας της Λιέγης στα πλαίσια της (παραθέτω κατά λέξη) «πάλης κατά του συμμοριτισμού και των μέτρων που αφορούν τους διεθνείς κακοποιούς», η παρουσία του Jean Royer διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιανουαρίου 1972 στην περιοχή της Λιέγης, στο δήμο Grâce-Hollogne, όπου η σύζυγός του εκμεταλλευόταν ένα καφενείο-χορευτικό κέντρο. Ο Royer, ο οποίος εισήλθε στο Βέλγιο το Νοέμβριο του 1971, παρέλειψε να εκπληρώσει τις διατυπώσεις εγγραφής στα μητρώα του πληθυσμού, όπως απαιτεί η βελγική νομοθεσία.
Στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος κατηγορήθηκε για παράνομη διαμονή, κοινοποιήθηκε διοικητική απόφαση περί «απομακρύνσεως από τη βελγική επικράτεια», συνοδευόμενη από απαγόρευση επανόδου. Ο ενδιαφερόμενος συμμορφώθηκε προς αυτή τη διαταγή απελάσεως και μετέβη στη Γερμανία.
Αλλά μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Royer επανήλθε στο Grâce-Hollogne. Η παρουσία του αποκαλύφθηκε ταχέως και στις 17 Απριλίου 1972 συνελήφθη από την αστυνομία και τέθηκε υπό κράτηση. Ελευθερώθηκε στις 10 Μαΐου με απόφαση του Chambre des mises en accusation της Λιέγης και του επιδόθηκε, πριν από την αποφυλάκισή του, υπουργική απόφαση περί απομακρύν-σεώς του από την επικράτεια, η οποία ελήφθη κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, τρίτη παράγραφος του νόμου της 28ης Μαρτίου 1952 περί προσωπικής καταστάσεως αλλοδαπών, για το λόγο ότι «βάσει της προσωπικής του συμπεριφοράς, η παρουσία του εκρίθη επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη» και ότι «δεν είχε τηρήσει τις προϋποθέσεις διαμονής των αλλοδαπών και δεν είχε άδεια εγκαταστάσεως εντός του Βασιλείου».
Χρήσιμο είναι να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την απόφαση περί απομακρύνσεως, η έρευνα που πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες νωρίτερα σχετικά με τη συμπεριφορά του Royer στο Βέλγιο δεν είχε αποκαλύψει κανένα αρνητικό στοιχείο. Φαίνεται συνεπώς ότι μόνο βάσει των πληροφοριών που είχε σχετικά με το εγκληματικό παρελθόν του Royer, η βελγική αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του συνιστούσε ενδεχόμενο κίνδυνο για τη δημοσία τάξη.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, είναι βέβαιο ότι η ποινική διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση περί απομακρύνσέως στηρίχτηκε μόνο στην κατηγορία περί παράνομης διαμονής, αδίκημα προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από το άρθρο 12, πρώτη παράγραφος, του νόμου περί προσωπικής καταστάσεως αλλοδαπών. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή:
«Τιμωρείται με φυλάκιση ενός μηνός μέχρι ενός έτους και με πρόστιμο 100 μέχρι 1000 φράγκων:
1) |
Ο αλλοδαπός ο οποίος, χωρίς την απαιτούμενη άδεια, εισχωρεί ή διαμένει στη χώρα ή ο οποίος, χωρίς την απαιτούμενη άδεια, εγκαθίσταται, έστω και προσωρινά, εντός του Βασιλείου.» |
Κατόπιν της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως περί απελάσεως, φαίνεται ότι ο Royer εγκατέλειψε πράγματι το βελγικό έδαφος. Οι διώξεις λόγω παράνομης εισόδου και διαμονής ακολούθησαν όμως τη διαδικασία τους ενώπιον του Tribunal de première instance. Κατόπιν εφέσεως της εισαγγελικής αρχής κατά της αποφάσεως περί παραπομπής, το Cour της Λιέγης επανέλαβε απλώς στις 22 Δεκεμβρίου 1975, με την ίδια διατύπωση, τα προδικαστικά ερωτήματα που είχε υποβάλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Αυτά είναι κατ' ουσία, κύριοι, τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αφορούν τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων όσο και το δικαίωμα εγκαταστάσεως.
Όποια και αν είναι τα περιστατικά που προσάπτονται στο Royer — και, επί του σημείου αυτού, η προσωπικότητά του καθώς και οι καταδίκες των οποίων αποτέλεσε αντικείμενο στη Γαλλία δεν συνηγορούν καθόλου υπέρ αυτού —, φρονώ ότι, όσον αφορά το Δικαστήριο, πρέπει απλώς να προσπαθήσει να συναγάγει αντικειμενικά από το κοινοτικό δίκαιο τα στοιχεία που είναι αναγκαία ώστε να επιτραπεί στο Cour της Λιέγης να λύσει τη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του.
Είναι στην πραγματικότητα δύσκολο να διαπιστωθεί υπό ποία ιδιότητα ο Royer προτίθεται να κάνει επίκληση του δικαιώματος διαμονής στο Βέλγιο. Η απόφαση περί απομακρύνσεώς του δεν παρέχει σχετικά ακριβή στοιχεία: ο συνήγορος του Royer επισύναψε στη δικογραφία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σύμβαση εργασίας συναφθείσα μεταξύ της συζύγου του κατηγορουμένου και της επιχειρήσεως που είναι ιδιοκτήτρια του καταστήματος του οποίου αυτή ασκεί τη μισθωτή διαχείριση· η σύμβαση αυτή προβλέπει ότι η διαχειρίστρια «επικουρείται από τα μέλη της οικογενείας της». Απόκειται μόνο στο βελγικό δικαστήριο να συναγάγει ότι ο Royer θα μπορούσε να επικαλεστεί για το λόγο αυτό είτε την ιδιότητα του μισθωτού είτε την ιδιότητα του συζύγου μισθωτού. Τα ερωτήματα που υπέβαλε το Cour της Λιέγης δεν αποκλείουν επίσης τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να επικαλεστεί και τις διατάξεις των άρθρων 52 και επομένων που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως. Συμμερίζομαι όμως την άποψη της Επιτροπής ότι στα προβλήματα ερμηνείας που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να δοθεί ενιαία απάντηση, τόσο επί του πεδίου της ελεύθερης κυκλοφορίας των μισθωτών εργαζομένων όσο και επί του πεδίου του δικαιώματος εγκαταστάσεως.
Συμμερίζομαι ακόμη την άποψη της Επιτροπής ότι φαίνεται αναγκαίο να αναμορφωθούν τα πολυάριθμα και λεπτομερή ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο ώστε να εξεταστούν με λογική σειρά.
I — |
|
II — |
Με το τέταρτο ερώτημά του, το Βελγικό Δικαστήριο ερωτά αν από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 68/360 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίσουν την ύπαρξη δικαιώματος που παρέχει η Συνθήκη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να προσκομίσει πρόσφορη απόδειξη, και αν από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα, πριν καταφύγουν σε μέσο φυσικού καταναγκασμού, να χρησιμοποιήσουν άλλα μέσα ώστε να υποχρεώσουν υπήκοο άλλου κράτους μέλους που βρίσκεται αντικανονικά στο έδαφός τους να τακτοποιήσει οικειοθελώς την κατάστα-σή του. Υπέμνησα ήδη ότι σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας, τα κράτη μέλη «αναγνωρίζουν» το δικαίωμα διαμονής στο έδαφός τους στα πρόσωπα που είναι σε θέση να προσκομίσουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην οδηγία, το δικαίωμα δε αυτό «βεβαιώνεται» με την έκδοση ειδικής αδείας διαμονής για τους υπηκόους των κρατών μελών. Η διάταξη αυτή έχει συνεπώς ως σκοπό όχι να δημιουργήσει δικαίωμα υπέρ των κοινοτικών υπηκόων, αλλά να ρυθμίσει την άσκηση δικαιώματος που παρέχει η Συνθήκη. Το δικαίωμα διαμονής πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στις κατηγορίες οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 1 και που είναι σε θέση να αποδείξει, με την προσκόμιση των εγγράφων που απαριθμούνται στο άρθρο 3, ότι εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες αυτές. Εντούτοις, φρονώ ότι το κείμενο αυτό δεν δημιουργεί καμία νομική υποχρέωση στις εθνικές αρχές να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή έναντι προσώπου που βρίσκεται σε αντικανονική κατάσταση, στην περίπτωση που οι αρχές αυτές έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η παρουσία του είναι ικανή να προσβάλει τη δημοσία τάξη και ασφάλεια. Στην περίπτωση που η συμπεριφορά του αλλοδαπού δεν είναι ικανοποιητική και που, χωρίς να εμπίπτει ipso facto στις διατάξεις του ποινικού νόμου, δικαιολογεί τελικά, από την άποψη των εθνικών αρχών, τη λήψη μέτρου απελάσεως, φρονώ ότι πρέπει να προειδοποιηθεί σαφώς και ρητά ο αλλοδαπός σχετικά με τον κίνδυνο απελάσεως τον οποίο διατρέχει αν δεν μεταβάλει συμπεριφορά. |
III — |
Με το πέμπτο ερώτημά του, το Βελγικό Δικαστήριο ερωτά αν απόφαση περί απομακρύνσεως ή η άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής ή εγκαταστάσεως μπορούν, από την άποψη των απαιτήσεων του κοινοτικού δικαίου, να οδηγήσουν στη λήψη αμέσων εκτελεστικών μέτρων ή αν τα μέτρα αυτά μπορούν να εκτελεστούν μόνο μετά την εξάντληση των ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Rutili της 28ης Οκτωβρίου 1975, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 64/221, κάθε πρόσωπο κατά του οποίου λαμβάνεται μέτρο απομακρύνσεως από το έδαφος του οικείου κράτους πρέπει να μπορεί να ασκήσει κατά της αποφάσεως αυτής τα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται στους ημεδαπούς κατά των διοικητικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 9, αν δεν χωρεί άσκηση ενδίκου βοηθήματος, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τουλάχιστον τη δυνατότητα να προβάλλει τα μέσα υπερασπίσεώς του ενώπιον αρμόδιας αρχής διαφορετικής από αυτή που έλαβε το περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο· τέλος, η διαδικασία ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ενώπιον αρμόδιας αρχής πρέπει, πλην επειγουσών περιπτώσεων, να προηγείται της αποφάσεως περί απομακρύνσεως. Έτσι, εκτός από επείγουσα ανάγκη που αιτιολογείται δεόντως, στην περίπτωση που χωρεί η άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 8, η απόφαση περί απομακρύνσεως δεν μπορεί να είναι εκτελεστή πριν ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να ασκήσει τέτοιο ένδικο βοήθημα. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που τέτοιο ένδικο βοήθημα μπορεί μεν να ασκηθεί, αλλά δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα: ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εμφανιστεί ενώπιον αρχής διαφορετικής από αυτή που έλαβε το περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο και, επίσης, αν δεν συντρέχει επείγουσα ανάγκη αιτιολογούμενη δεόντως, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να είναι εκτελεστό πριν αποφανθεί η αρχή αυτή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας, η προθεσμία που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο για να εγκαταλείψει την επικράτεια δεν μπορεί, πλην επειγουσών περιπτώσεων, να είναι μικρότερη του ενός μηνός ή των δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της οριστικής αποφάσεως, αναλόγως του αν ο ενδιαφερόμενος είχε ή δεν είχε ακόμη άδεια διαμονής. |
IV — |
Με το έκτο, έβδομο και το όγδοο ερώτημά του, το βελγικό δικαστήριο ερωτά αν, από την άποψη των άρθρων 53 και 62 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη μπορούν να εκδώσουν διατάξεις ή να ακολουθήσουν πρακτική λιγότερο φιλελεύθερη από ό, τι ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης. Τα άρθρα 53 και 62 απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εισάγουν νέους περιορισμούς, όσον αφορά την εγκατάσταση και την παροχή υπηρεσιών, στην ελευθερία που έχει επιτευχθεί κατά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης. Όσον αφορά τα νέα μέτρα ελευθερώσεως, οι διατάξεις αυτές αφορούν προφανώς μόνο εκείνα που πρέπει να ληφθούν για την εκτέλεση υποχρεώσεως που απορρέει από τη Συνθήκη. Η οδηγία 64/221 επέφερε ορισμένους περιορισμούς στην ευχέρεια εκτιμήσεως των κρατών μελών σχετικά με τη διασφάλιση της δημοσίας τάξεως, της δημοσίας ασφάλειας και της δημοσίας υγείας και αποσαφήνισε τις υποχρεώσεις τους στον τομέα αυτό από την άποψη της Συνθήκης, αλλά αφήνει ακέραιη την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τον κατάλληλο τύπο με τα κατάλληλα μέσα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που κράτος μέλος θα θέσπιζε διατάξεις ή θα ακολουθούσε πρακτική περισσότερο φιλελεύθερη από ό, τι επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να παράσχει στους κοινοτικούς υπηκόους δικαιώματα ευρύτερα από αυτά που απορρέουν από τα άρθρα 53 και 62 της Συνθήκης και από τις κοινοτικές διατάξεις που θεσπίστηκαν για την εκτέλεσή τους, ιδίως την οδηγία 64/221. Έτσι, το Βέλγιο θα μπορούσε να επανέλθει σε λιγότερο φιλελεύθερο καθεστώς, υπό την προϋπόθεση ότι το καθεστώς αυτό θα εξακολουθούσε να είναι σύμφωνο με το κοινοτικό δίκαιο και, θα προσέθετα, με τις διεθνείς υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους. |
Προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι:
1. |
|
2. |
το άρθρο 4 της οδηγίας 68/360 συνεπάγεται για τα κράτη μέλη την υποχρέωση να χορηγούν άδεια διαμονής σε κάθε πρόσωπο που αποδεικνύει ότι εμπίπτει στις κατηγορίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, προσκομίζοντας τα απαιτούμενα έγγραφα· |
3. |
πλην επείγουσας ανάγκης δεόντως αιτιολογουμένης, η απόφαση περί απομακρύνσεως δεν μπορεί να εκτελεστεί πριν ο ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να εξαντλήσει τα ένδικα βοηθήματα, η άσκηση των οποίων του εξασφαλίζεται δυνάμει των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 64/221· |
4. |
τα άρθρα 53 και 62 της Συνθήκης απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εισάγουν νέους περιορισμούς, όσον αφορά την εγκατάσταση και την παροχή υπηρεσιών, στην ελευθερία που έχει πράγματι επιτευχθεί κατά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης· τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επανέλθουν σε λιγότερο φιλελεύθερες διατάξεις ή πρακτική εφόσον τα ληφθέντα μέτρα ελευθερώσεως συνιστούν την εκτέλεση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.