Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61974CJ0009

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1974.
    Donato Casagrande κατά Landeshauptstadt München.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht München - Γερμανία.
    Υπόθεση 9/74.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1974 00395

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1974:74

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 3ης Ιουλίου 1974 ( *1 )

    Στην υπόθεση 9/74,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του 3ον Τμήματος του Bayerisches Verwaltungsgericht Μονάχου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Donato Casagrande, Μόναχο,

    καί

    Landeshauptstadt München,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1968 (EE ειδ. έκδ. 05/001 σ. 33),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, Α. Μ. Donner (εισηγητή) και Μ. Sørensen, προέδρους τμήματος, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars, P. Pescatore, H. Kutscher, C. O'Dalaigh και A. J. Mackenzie Stuart, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. P. Warner

    γραμματέας: A. Van Houtte

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

    Σκεπτικό

    1

    Με Διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1973, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Φεβρουαρίου 1974, το Bayerisches Verwaltungsgericht (Διοικητικό Πρωτοδικείο της Βαυαρίας) του Μονάχου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος.

    Κατά τη Διάταξη αυτή, ο προσφεύγων στην κυρία δίκη, Ιταλός υπήκοος και τέκνο Ιταλού εργαζομένου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, φοίτησε κατά το σχολικό έτος 1971/72 σε σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως στο Μόναχο και ήδη διεκδικεί από την πόλη του Μονάχου, καθής στην κυρία δίκη, εκπαιδευτικό βοήθημα ύψους 70 γερμανικών μάρκων (DM) μηνιαίως, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 2 του Bayerisches Ausbildungsforderungsgesetz (βαυαρικός νόμος περί εκπαιδευτικών βοηθημάτων).

    Δεδομένου ότι η καθής στην κυρία δίκη του αρνήθηκε το δικαίωμα να τύχει αυτού του μέτρου με την αιτιολογία ότι το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου αφορά μόνο Γερμανούς υπηκόους, καθώς επίσης απόλιδες και αλλοδαπούς δικαιονμένους ασύλου, ερωτάται εάν το άρθρο αυτό συμβιβάζεται με το άρθρο 12, παράγραφος 1 του κανονισμού 1612/68.

    2

    Το Δικαστήριο, στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 177, δεν μπορεί μεν να αποφανθεί επί θεμάτων ερμηνείας ή κύρους διατάξεων εσωτερικού δικαίου, είναι όμως αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 12 του Κανονισμού 1612/68 και να κρίνει εάν το άρθρο αυτό καλύπτει ή μη την εφαρμογή ευεργετικών μέτρων σαν το επίδικο.

    3

    Σύμφωνα με το άρθρο 12, «τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του» και τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν «τις πρωτοβουλίες που επιτρέπουν στα τέκνα αυτά να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις». Κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του, ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε για το λόγο «ότι το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας απαιτεί, για να μπορεί να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας…, να καταργηθούν τα εμπόδια στην κινητικότητα των εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα του εργαζομένου να συνοδεύεται από την οικογένειά του και τις προϋποθέσεις ενσωμάτωσης της οικογενείας αυτής στη χώρα υποδοχής».

    4

    Προϋπόθεση της ενσωμάτωσης αυτής, στην περίπτωση τέκνου αλλοδαπού εργαζομένου που επιθυμεί να φοιτήσει στη μέση εκπαίδευση, είναι να μπορεί το τέκνο αυτό να απολαμβάνει τα προνόμια που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής για την ενθάρρυνση της μόρφωσης υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τους ημεδαπούς που βρίσκονται σε όμοια κατάσταση. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 2, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που επιτρέπουν στα τέκνα αυτά να παρακολουθήσουν τα μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, το άρθρο αυτό σκοπεί στην ενθάρρυνση ειδικών προσπαθειών προκειμένου να διασφαλισθούν στα τέκνα αυτά ίσες δυνατότητες εκμεταλλεύσεως των παρεχομένων ευκαιριών για εκπαίδευση και μόρφωση.

    Συνεπώς, ορίζοντας ότι τα εν λόγω τέκνα γίνονται δεκτά στα μαθήματα των σχολείων «υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους» του κράτους υποδοχής, το άρθρο 12 αναφέρεται, όχι μόνο στους κανόνες που αφορούν την εγγραφή, αλλά και στα γενικά μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της φοιτήσεως.

    5

    Η Staatsanwaltschaft (επιτροπεία) του διοικητικού δικαστηρίου, παρεμβαίνουσα στην κυρία δίκη, επικαλέστηκε επιπλέον το γεγονός ότι η εκπαιδευτική πολιτική υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

    Δεδομένου ότι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η εκπαιδευτική πολιτική ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στην αρμοδιότητα των «Länder» (ομοσπόνδων κρατών), τίθεται το ερώτημα εάν το άρθρο 12 εφαρμόζεται, όχι μόνον ως προς τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι θεσπιζόμενοι από την κεντρική κυβέρνηση νόμοι, αλλά και ως προς εκείνες που προκύπτουν από μέτρα λαμβανόμενα από τις αρχές μιας χώρας, ομοσπόνδου κράτους ή άλλης εδαφικής μονάδας.

    6

    Από μόνο το γεγονός ότι η εκπαιδευτική πολιτική καθαυτή δεν εμπίπτει στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί βάσει της Συνθήκης στα κοινοτικά όργανα δεν έπεται ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν μεταβιβασθεί στην Κοινότητα έχει περιοριστεί κατά κάποιο τρόπο όταν μπορεί να επηρεάσει τα μέτρα που λαμβάνονται σ' εφαρμογή μιας πολιτικής, όπως η εκπαιδευτική.

    Ιδίως τα κεφάλαια 1 και 2 του τίτλου III της Συνθήκης περιλαμβάνουν αρκετές διατάξεις, η εφαρμογή των οποίων είναι ενδεχόμενο να έχει συνέπειες επί της εν λόγω πολιτικής.

    Όσον αφορά το άρθρο 12 του Κανονισμού 1612/68, οι προϋποθέσεις στις οποίες αναφέρεται ορίζονται μεν από τις αρμόδιες σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αρχές, πλην όμως οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις μεταξύ των τέκνων των ημεδαπών εργαζομένων και των τέκνων των εργαζομένων υπηκόων άλλου κράτους μέλους που διαμένουν στο έδαφος του κράτους υποδοχής.

    Περαιτέρω, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 189 της Συνθήκης, οι κανονισμοί έχουν γενική ισχύ, είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και έχουν άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, είναι αδιάφορο αν οι σχετικές προϋποθέσεις καθορίζονται από κανόνες που θεσπίζει η κεντρική εξουσία, οι αρχές ομοσπόνδου κράτους ή άλλων εδαφικών μονάδων ή και αρχές που το εθνικό δίκαιο εξομοιώνει προς αυτές.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Bayerisches Verwaltungsgericht του Μονάχου με Διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1973, αποφαίνεται:

     

    Ορίζοντας ότι τα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους, ο οποίος απασχολείται ή απασχολήθηκε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, γίνονται δεκτά στα μαθήματα των σχολείων του κράτους υποδοχής «υπό τους όρους που ισχύουν για τους υπηκόους» του κράτους αυτού, το άρθρο 12 του Κανονισμού 1612/68 αναφέρεται όχι μόνο στους κανόνες που αφορούν την εγγραφή, αλλά και στα γενικά μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της φοιτήσεως.

     

    Lecourt

    Donner

    Sørensen

    Monaco

    Mertens de Wilmars

    Pescatore

    Kutscher

    O'Dalaigh

    Mackenzie Stuart

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουλίου 1974.

    Ο γραμματέας

    Α. van Houtte

    Ο πρόεδρος

    R. Lecourt


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top