EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61969CJ0006

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6 και 11/69.

Αγγλική ειδική έκδοση 1969-1971 00193

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1969:68

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 10ης Δεκεμβρίου 1969 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 6/69 και 11/69,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο, Joseph Griesmar, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Emile Reuter, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, 4, boulevard Royal,

προσφεύγουσα στην υπόθεση 6/69,

καθής στην υπόθεση 11/69,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την αυτού εξοχότητα, Renaud Sivan, πρέσβη και πληρεξούσιο υπουργό, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Γαλλίας,

καθής στην υπόθεση 6/69,

προσφεύγουσας στην υπόθεση 11/69,

που έχουν ως αντικείμενο:

1)

Στην υπόθεση 6/69

να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, διατηρώντας πέραν της 1ης Νοεμβρίου 1968, όσον αφορά τον προνομιακό αναπροεξοφλητικό τόκο για τις πιστώσεις εξωτερικού, πλεονέκτημα υπερβαίνον τον 1,5 βαθμό σε σχέση με τον τόκο του κοινού δικαίου, και αυτό κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, β της αποφάσεως της Επιτροπής 68/301/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1968, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

2)

Στην υπόθεση 11/69

α)

την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1968, εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 88 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και αφορώσας τη διατήρηση από τη Γαλλική Δημοκρατία πέραν της 1ης Νοεμβρίου 1968 προνομιακού αναπροεξοφλητικού τόκου για τις χορηγούμενες για εξαγωγή πιστώσεις, κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, β της αποφάσεως 914/68/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 6ης Ιουλίου 1968,

β)

να αναγνωριστεί ότι η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας μπορεί να διατηρήσει, χωρίς να παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, προνομιακό αναπροεξοφλητικό τόκο για τα γραμμάτια που εκδίδονται προς κινητοποίηση πιστώσεων εξωτερικού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, R. Monaco και P. Pescatore, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, Α. Trabucchi, W. Strauß και J. Mertens de Wilmars (εισηγητή) δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer

γραμματέας: Α. van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα «περιστατικά» παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με ανακοίνωση της 12ης Ιουνίου 1968, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας ζήτησε τη συναίνεση της Επιτροπής ιδίως για να: «διατηρήσει και μάλιστα αυξήσει προσωρινά το χορηγούμενο στους γάλλους εξαγωγείς πλεονέκτημα με τον προνομιούχο αναπροεξοφλητικό τόκο που εφαρμόζει η Τράπεζα της Γαλλίας στις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πιστώσεις τις χορηγούμενες για τις εξαγωγές προς χώρες της Κοινότητας».

2

Στις 24 και 26 Ιουνίου 1968, η εν λόγω Κυβέρνηση γνωστοποίησε ότι θα εφάρμοζε αυτά τα μέτρα την 1η Ιουλίου 1968 ως μέτρα διασφαλίσεως βάσει των άρθρων 108 και 109 της Συνθήκης ΕΟΚ.

3

Η Επιτροπή εξέδωσε, στις 6 και 23 Ιουλίου 1968, δύο αποφάσεις, ερειδόμενες αντιστοίχως στα άρθρα 67 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες επετράπη στην εν λόγω Κυβέρνηση να διατηρήσει προνομιακό αναπροεξοφλητικό τόκο εφαρμοζόμενο στις εξαγωγές, αφενός, προϊόντων σιδήρου και χάλυβα και, αφετέρου, προϊόντων υπαγόμενων στη Συνθήκη ΕΟΚ.

4

Οι εν λόγω αποφάσεις διευκρινίζουν ότι η διαφορά μεταξύ του προνομιακού τόκου του οποίου επιτρέπουν, προσωρινώς, τη διατήρηση και του τόκου του κοινού δικαίου, δεν θα μπορεί να υπερβεί 1,5 βαθμό από την 1η Νοεμβρίου 1968 και θα πρέπει να καταργηθεί το αργότερο στις 31 Ιανουαρίου 1969.

5

Δεν αμφισβητείται ότι μετά την 1η Νοεμβρίου 1968 διατηρήθηκε διαφορά ανώτερη του 1,5 βαθμού.

6

Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας παρέβη τότε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις Συνθήκες, εξέδωσε στις 18 Δεκεμβρίου 1968, βάσει του άρθρου 88 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, απόφαση με την οποία διδόταν η εντολή σ' αυτή την κυβέρνηση να συμμορφωθεί προς την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1968 και διατύπωσε, όσον αφορά τη μη τήρηση της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1968, την προβλεπόμενη από το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ αιτιολογημένη γνώμη.

7

Μετά ταύτα άσκησε, βάσει του ιδίου άρθρου 196, ενώπιον του Δικαστηρίου την προσφυγή 6/69.

8

Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, από την πλευρά της, με την προσφυγή 11/69 που άσκησε βάσει του άρθρου 88 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ζήτησε από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1968 και να αποφανθεί ότι μπορούσε, χωρίς να παραβιάζει τις υποχρεώσεις τις απορρέουσες από την εν λόγω Συνθήκη, να διατηρήσει προνομιακό αναπροεξοφλητικό τόκο εφαρμοζόμενο στις εξαγωγές προς άλλα κράτη μέλη.

9

Οι δύο προσφυγές θέτουν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια προς κρίση προβλήματα και πρέπει, συνεπώς, να ενωθούν προς έκδοση ενιαίας αποφάσεως.

Α — Επί της προσφυγής 6/69 (ΕΟΚ)

10

Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, επικαλείται κατά της διαδικασίας που ακολούθησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΟΚ: «την ανεπάρκεια των κανόνων της Συνθήκης στο νομισματικό τομέα», ισχυρίζεται ότι η διαχείριση του προεξοφλητικού τόκου εμπίπτει απ' ευθείας στη νομισματική πολιτική που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και ότι, συνεπώς, προβαίνοντας στις ενέργειες που κατέληξαν στην απόφαση της 23ης Ιουλίου 1968, η Επιτροπή ενήργησε άνευ δικαιώματος και σφετεριζομένη αρμοδιότητα που δεν της αναγνωρίζει η Συνθήκη.

11

Δεδομένου ότι η απόφαση της 23ης Ιουλίου 1968 δεν αποτέλεσε το αντικείμενο, εντός της τασσόμενης από το άρθρο 173, τρίτη παράγραφος της Συνθήκης προθεσμίας, προσφυγής ακυρώσεως, πρέπει να θεωρείται ως ανέκκλητη.

12

Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, χωρίς να αμφισβητεί ότι άφησε να παρέλθει άπρακτη η εν λόγω προθεσμία, επικαλούμενη, αφενός την κοινοτική δημόσια τάξη και κρίνοντας, αφετέρου ότι: «η αυστηρά προσκόλληση στους τύπους είναι επίσης αντίθετη προς το πραγματικό κοινοτικό πνεύμα όπως και η παραμέλησή τους», αναφέρει ωστόσο ότι η εν λόγω απόφαση ελήφθη σε τομέα που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών.

13

Στην περίπτωση που η εν λόγω δήλωση αποδεικνυόταν βάσιμη, η προαναφερθείσα απόφαση θα στερείτο οποιασδήποτε νομικής βάσεως εντός της κοινοτικής έννομης τάξης και σε διαδικασία κατά την οποία η Επιτροπή, προς το συμφέρον της Κοινότητας, στρέφεται κατά παραβάσεως κράτους, συνιστά βασική απαίτηση της έννομης τάξης το Δικαστήριο να ελέγχει αν πράγματι αυτό συμβαίνει.

14

Παρ' όλον ότι, κατά το άρθρο 104 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη να εξασφαλίζουν την εξισορρόπηση του συνολικού ισοζυγίου πληρωμών τους και να διατηρούν την εμπιστοσύνη στο νόμισμά τους, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν, δυνάμει των άρθρων 105 και 107, την υποχρέωση να συντονίζουν προς το σκοπό αυτό την οικονομική τους πολιτική και να χειρίζονται τη συναλλαγματική τους πολιτική ως πρόβλημα κοινού συμφέροντος.

15

Τα άρθρα 108, παράγραφος 3 και 109, παράγραφος 3, παρέχουν στα κοινοτικά θεσμικά όργανα δικαιώματα να χορηγούν άδειες και να παρεμβαίνουν, που θα ήσαν άνευ αντικειμένου αν θα ήταν επιτρεπτό στα κράτη μέλη, υπό το πρόσχημα ότι η ενέργειά τους εμπίπτει στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής, να παρεκκλίνουν μονομερώς, και χωρίς τον έλεγχο αυτών των θεσμικών οργάνων, από τις υποχρεώσεις που αυτά υπέχουν από τις διατάξεις της Συνθήκης.

16

Η αλληλεγγύη, που αποτελεί τη βάση αυτών των υποχρεώσεων όπως και του συνόλου του κοινοτικού συστήματος σύμφωνα με την ανάληψη υποχρεώσεως περί της οποίας το άρθρο 5 της Συνθήκης, βρίσκει άλλωστε την επέκτασή της, προς όφελος των κρατών, στη διαδικασία της αμοιβαίας συνδρομής που προβλέπει το άρθρο 108 σε περίπτωση σοβαράς απειλής δυσχερειών στο ισοζύγιο πληρωμών ενός κράτους μέλους.

17

Επομένως, η άσκηση των παρακρατηθεισών αρμοδιοτήτων δεν μπορεί να επιτρέπει μονομερή λήψη μέτρων που απαγορεύει η Συνθήκη.

18

Τα κράτη μέλη συμφώνησαν, με το άρθρο 92, ότι οποιαδήποτε ενίσχυση, χορηγούμενη από αυτά υπό οποιαδήποτε μορφή, που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

19

Δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3 β δεν μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο παρά σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους και υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 93, δηλαδή κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής και, σε ενδεχομένη περίπτωση, του Συμβουλίου.

20

Προνομιακός αναπροεξοφλητικός τόκος εφαρμοζόμενος στις εξαγωγές και χορηγούμενος από ένα κράτος υπέρ μόνων των εξαγόμενων εγχωρίων προϊόντων για να τα βοηθήσει να ανταγωνίζονται στα άλλα κράτη μέλη τα εγχώρια προϊόντα των τελευταίων αυτών κρατών, συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, του οποίου η Επιτροπή έχει την αποστολή να διασφαλίζει την τήρηση.

21

Ούτε το γεγονός ότι ο ένδικος προνομιακός τόκος έχει εφαρμογή σε όλα τα εξαγόμενα εγχώρια προϊόντα και σε αυτά μόνο ούτε το γεγονός ότι η Γαλλική Κυβέρνηση, εφαρμόζοντάς τον, είχε την πρόθεση ο εν λόγω τόκος να προσεγγίσει τους ισχύοντες στα άλλα κράτη μέλη, μπορούν να αφαιρέσουν από το ένδικο μέσο τον χαρακτήρα ενισχύσεως που απαγορεύεται εκτός των περιπτώσεων και των διαδικασιών που προβλέπει η Συνθήκη.

22

Κατά συνέπεια, ήταν αναγκαία η προηγουμένη άδεια της Επιτροπής για τη θέσπιση ή διατήρηση προνομιακού αναπροεξοφλητικού τόκου εφαρμοζόμενου στις εξαγωγές και η Επιτροπή συνοδεύοντάς το με κατάλληλους όρους δεν σφετερίστηκε τις παρακρατηθείσες από τα κράτη μέλη αρμοδιότητες.

23

Το ότι η εν λόγω άδεια ήταν αναγκαία δεν μπορεί άλλωστε να αμφισβητηθεί καθόσον η Γαλλική Κυβέρνηση απευθύνθηκε η ίδια στην Επιτροπή, με την ανα-κοίνωσή της της 12ης Ιουνίου 1968, για να της ζητήσει να «διατηρήσει και μάλιστα αυξήσει» τον προνομιακό αναπροεξοφλητικό τόκο τον εφαρμοζόμενο στις εξαγωγές προς άλλες χώρες της Κοινότητας.

24

Δεν πρέπει να εξεταστούν οι άλλοι ισχυρισμοί που προέβαλε η Γαλλική Κυβέρνηση, εκτός των διαδικασιών και τασσομένων από τη Συνθήκη προθεσμιών και των οποίων η τήρηση επιβάλλεται προς το συμφέρον τόσο των ιδίων των κρατών όσο και της Κοινότητας και αυτό λόγω του αμετάκλητου χαρακτήρα της ένδικης αποφάσεως.

25

Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η διατήρηση, πέραν της 1ης Νοεμβρίου 1968, της διαφοράς μεταξύ του προνομιακού αναπροεξοφλητικού τόκου και του τόκου του κοινού δικαίου συνιστά νέο μέτρο διασφαλίσεως κατά την έννοια του άρθρου 109 της Συνθήκης που δικαιολογείται από τη νέα νομισματική κρίση που επήλθε κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου 1968.

26

Η εν λόγω Κυβέρνηση προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αναστείλει τα αποτελέσματα αυτού του μέτρου, ακολουθώντας τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους που αφορούσε ξεπερασμένη κατάσταση από τα εν λόγω γεγονότα και ότι, διατυπώνοντας την αιτιολογημένη γνώμη της 18ης Δεκεμβρίου χωρίς να λάβει υπόψη τις νέες αυτές περιστάσεις, παρέβη το άρθρο 109 της Συνθήκης.

27

Αυτός ο ισχυρισμός είναι παραδεκτός εφόσον στηρίζεται σε νέα στοιχεία μεταγενέστερα της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1968.

28

Σ' επείγουσα περίπτωση και όταν η απόφαση του Συμβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2 δεν λαμβάνεται αμέσως, το άρθρο 109 επιτρέπει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προβεί, συντηρητικώς, σε μονομερή ενέργεια και αφήνει στο εν λόγω κράτος την εκτίμηση των περιστάσεων που καθιστούν αναγκαία αυτή την ενέργεια.

29

Δεδομένου, ωστόσο, ότι πρόκειται περί μέτρων λαμβανομένων κατά παρέκκλιση και που είναι ικανά να προκαλέσουν διαταραχή στη λειτουργία της κοινής αγοράς, είναι συγχρόνως εξαιρετικά και συντηρητικά και, συνεπώς, προσωρινού χαρακτήρα εν αναμονή του όσο το δυνατό ταχύτερου ελέγχου της βασιμό-τητάς τους και ενδεχομένης ενέργειας βάσει των άρθρων 108 και 109.

30

Σε περίπτωση μονομερούς ενέργειας των κρατών, που παρεκκλίνει από τη Συνθήκη, η παρέμβαση αμελλητί των κοινοτικών θεσμικών οργάνων ανταποκρίνεται σε βασική απαίτηση της λειτουργίας της κοινής αγοράς.

31

Η τήρηση αυτής της απαιτήσεως επιβάλλει στο κράτος, που επικαλείται την εξαιρετική ευχέρεια της παραγράφου 1 του άρθρου 109, να ενημερώσει αμέσως — ή το αργότερο, κατά την έναρξη ισχύος αυτών των μέτρων — την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη αναφερόμενο ρητώς σ' αυτή τη διάταξη.

32

Οι εν λόγω διατάξεις, που απορρέουν από την ίδια τη φύση των μονομερών μέτρων διασφαλίσεως, δεν τηρήθηκαν στην προκειμένη περίπτωση.

33

Πράγματι, παρ' όλον ότι το περιεχόμενο της προφορικής ανακοινώσεως της 5ης Νοεμβρίου 1968 αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων και δεν αποδείχθηκε, είναι εν πάση περιπτώσει δεδομένο ότι το έγγραφο της Γαλλικής Κυβερνήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1968 δικαιολογεί τη διατήρηση της επίμαχης διαφοράς μόνο από την ανάγκη να αποφευχθούν ανατροπές στις προβλέψεις των γαλλικών επιχειρήσεων και με τη σκέψη ότι η αύξηση του αναπροεξοφλητικού τόκου του κοινού δικαίου από 5 σε 6 %, πραγματοποιηθείσα από τις 12 Νοεμβρίου 1968, έθετε κατά διαφορετικό τρόπο το ζήτημα του καθορισμού του αναπροεξοφλητικού τόκου του εφαρμοζόμενου στις εξαγωγές.

34

Συνεπώς, ο ισχυρισμός που βασίζεται στο άρθρο 109 είναι αβάσιμος.

35

Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας ισχυρίζεται περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει παραδεκτώς και βασίμως μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αιτιολογημένης γνώμης της 18ης Δεκεμβρίου 1968.

36

Η εν λόγω γνώμη δεν αποτελεί παρά την προκαταρκτική φάση διαδικασίας που καταλήγει ενδεχομένως στην άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου και η εκτίμηση του βασίμου αυτής της γνώμης συγχέεται με την εκτίμηση του βασιμου της ίδιας της προσφυγής την οποία η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 169.

37

Συνεπώς, ο ισχυρισμός που βασίζεται στην έλλειψη νομιμότητας της αιτιολογημένης γνώμης πρέπει να απορριφθεί.

38

Κατά συνέπεια, η διατήρηση πέραν της 1ης Νοεμβρίου 1968 διαφοράς ανώτερης του 1,5 βαθμού μεταξύ του προνομιακού αναπροεξοφλητικού τόκου του εφαρμοζόμενου στις εξαγωγές προς άλλα κράτη μέλη και του αναπροεξοφλητικού τόκου του κοινού δικαίου συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την απόφαση 68/301/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1968.

Β — Επί της προσφυγής 11/69 (ΕΚΑΧ)

39

Η Γαλλική Κυβέρνηση, προς στήριξη της προσφυγής της περί ακυρώσεως, επικαλείται, πρώτον, ότι δεν όφειλε, προκειμένου οι εξαγωγές προϊόντων σιδήρου και χάλυβα να απολαύουν προνομιακού αναπροεξοφλητικού τόκου, να ζητήσει βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΧ την άδεια που η Επιτροπή της χορήγησε στις 6 Ιουλίου 1968 διότι το χορηγηθέν σ' αυτά τα προϊόντα πλεονέκτημα περιλαμβανόταν σε γενικό μέτρο, όχι ειδικό για τον τομέα ΕΚΑΧ, που ανήκε, συνεπώς, σε σχέση μ' αυτή τη Συνθήκη, στην παρακρατηθείσα από τα κράτη μέλη αρμοδιότητα.

40

Δεδομένου ότι η απόφαση της 6ης Ιουλίου 1968 δεν αποτέλεσε το αντικείμενο, εντός των τασσομένων από το άρθρο 33 της Συνθήκης προθεσμιών, προσφυγής ακυρώσεως, πρέπει να θεωρείται ως ανέκκλητη.

41

Τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των παρακρατηθεισών αρμοδιοτήτων τους, δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις που απορρέουν γι' αυτά από τις διατάξεις της Συνθήκης παρά μόνο υπό τους προβλεπόμενους στην ίδια τη Συνθήκη όρους.

42

Το άρθρο 4, ιδίως, κηρύσσει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά Άνθρακα και Χάλυβα τις επιδοτήσεις ή ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή τις ειδικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από αυτά: «υπό οποιαδήποτε μορφή».

43

Το άρθρο 67 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προβλέποντας στην παράγραφο 2, εδάφιο 2, καταστάσεις που επιτρέπουν στην Επιτροπή να χορηγεί στα κράτη μέλη, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4, να χορηγούν ενισχύσεις, δεν κάνει διάκριση μεταξύ των ειδικών ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα του άνθρακα και του χάλυβα και των ενισχύσεων που εφαρμόζονται σ' αυτό τον τομέα με γενικό μέτρο.

44

Ο προνομιακός αναπροεξοφλητικός τόκος που εφαρμόζεται στις εξαγωγές συνιστά ενίσχυση η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 67, πρέπει να επιτραπεί από την Επιτροπή στο μέτρο που αφορά τον τομέα του άνθρακα και του χάλυβα.

45

Η προκειμένη περίπτωση αφορά την προβλεπόμενη στο εδάφιο 2 και όχι στο εδάφιο 3 της παραγράφου 2 του άρθρου 67 υπόθεση έτσι ώστε η Επιτροπή όφειλε να παρέμβει με απόφαση και όχι με σύσταση.

46

Επομένως, η Επιτροπή δεν σφετερίστηκε τις αρμοδιότητες των κρατών προβαίνοντας σε ενέργειες πλησίον της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας για να της ζητήσει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της Συνθήκης και συνοδεύοντας την απόφασή της της 6ης Ιουλίου 1968 με κατάλληλους όρους.

47

Λόγω του αμετάκλητου χαρακτήρα αυτής της απόφασης δεν πρέπει να εξεταστούν οι άλλοι περί μη νομιμότητας ισχυρισμοί που προβλήθηκαν κατ' αυτής.

48

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ωστόσο ότι, ακόμα και σε περίπτωση απαράδεκτου των προβληθεισών κατά της αποφάσεως της 6ης Ιουλίου 1968 ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας, παραδεκτός μπορεί εν πάση περιπτώσει να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 1968 που πάσχει από τις ίδιες πλημμέλειες από τις οποίες πάσχει και η απόφαση της 6ης Ιουλίου 1968.

49

Κατά το άρθρο 88, η απόφαση για την οποία πρόκειται έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο τη διαπίστωση της παραβάσεως από κράτος μέλος προϋφιστάμε-νης υποχρεώσεως και την επιβολή μιας τελευταίας προθεσμίας για την παύση της.

50

Η εν λόγω απόφαση δεν δημιούργησε, στην προκειμένη περίπτωση, εις βάρος του κράτους άλλες υποχρεώσεις εκτός αυτών τις οποίες όφειλε να εκπληρώσει και προ της εκδόσεως αυτής.

51

Παρ' όλον ότι το κράτος, στο οποίο προσάπτεται η παράβαση, έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 88, τους νέους τρόπους εκτελέσεως που η απόφαση του επιβάλλει, αυτή η ευχέρεια δεν μπορεί να καταλήξει στην επανάληψη, εκτός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως, της συζητήσεως επί της νομιμότητας του μέτρου προς το οποίο δεν συμμορφώθηκε το κράτος.

52

Οι διατυπωθείσες κατά της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 1968 αιτιάσεις είναι ταυτόσημες σε όλα τα σημεία με αυτές που διατυπώθηκαν κατά της αποφάσεως της 6ης Ιουλίου 1968 της οποίας η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου απλώς εξασφαλίζει την εκτέλεση.

53

Συνεπώς, οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

54

Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι κατά το άρθρο 67, παράγραφος 2, εδάφιο 2, της Συνθήκης, το ποσό, οι όροι και η διάρκεια των επιτρεπόμενων από την Επιτροπή ενισχύσεων πρέπει να καθορίζονται από αυτήν κατόπιν συμφωνίας με το ενδιαφερόμενο κράτος και ότι, ακόμα και αν συμφώνησε με την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1968, νέο περιστατικό επεσυνέβη τον Οκτώβριο 1968 υπό τη μορφή νέας νομισματικής κρίσεως.

55

Η εν λόγω Κυβέρνηση προσθέτει ότι γνωστοποίησε στις 5 Νοεμβρίου και 13 Δεκεμβρίου 1968 ότι οι νέες αυτές περιστάσεις την υποχρέωναν να μη μειώσει τη διαφορά μεταξύ των αναπροεξοφλητικών τόκων και ότι μ' αυτό τον τρόπο ανακάλεσε τη συναίνεση που είχε προηγουμένως δώσει.

56

Ανεξαρτήτως του ζητήματος του βαθμού σοβαρότητας αυτών των περιστάσεων, δεν προκύπτει από την επέλευσή τους ότι οι όροι της αδείας που χορηγήθηκε στις 6 Ιουλίου 1968 κατέστησαν ανενεργείς ή ότι το ενδιαφερόμενο κράτος είχε τη δυνατότητα μονομερώς να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει.

57

Στο πλαίσιο της μόνης Συνθήκης ΕΚΑΧ, αυτές οι περιστάσεις δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν εκ μέρους της Γαλλικής Κυβερνήσεως παρά αίτηση αναθεωρήσεως της αποφάσεως της 6ης Ιουλίου 1968.

58

Δεδομένου ότι η εν λόγω Κυβέρνηση δεν κατέφυγε σ' αυτή τη δυνατότητα, η ανάκληση της συναινέσεώς της δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να καταργήσει την ευχέρεια χορηγήσεως ενισχύσεων.

59

Επομένως, η προσφυγή της Γαλλικής Κυβερνήσεως πρέπει να απορριφθεί.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως τα άρθρα 2, 3, 5, 6, 92, 93, 104, 105, 107, 108, 109, 169 και 171, τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και κυρίως τα άρθρα 4, 33, 67 και 86, το Πρωτόκολλο περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας· το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, τον κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

απορρίπτοντας κάθε αντίθετο ή ευρύτερο αίτημα, αναγνωρίζει και αποφασίζει:

 

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία, διατηρώντας πέραν της 1ης Νοεμβρίου 1968, αντιθέτως προς την απόφαση της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1968, διαφορά ανώτερη του 1,5 βαθμού μεταξύ του αναπροεξοφλητικού τόκου του εφαρμοζόμενου στις πιστώσεις για εξαγωγές προς άλλα κράτη μέλη και του τόκου του κοινού δικαίου, παρέβη μία από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

 

2.

Απορρίπτει ως αβάσιμη την προσφυγή της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1968 που ασκήθηκε βάσει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.

 

3.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

Donner

Trabucchi

Strauß

Mertens de Wilmars

Lecourt

Monaco

Pescatore

Κρίθηκε στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 1969.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 1969.

Donner

Trabucchi

Strauß

Mertens de Wilmars

Lecourt

Monaco

Pescatore

Ο γραμματέας

Α. van Houtte

Ο προέδρος

R. Lecourt


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top