Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61965CC0056

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer της 23ης Μαρτίου 1966.
    Société Technique Minière κατά Maschinenbau Ulm GmbH (M.B.U.).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Paris - Γαλλία.
    Υπόθεση 56/65.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1965-1968 00313

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1966:17

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    KARL ROEMER

    της 23ης Μαρτίου 1966 ( *1 )

    Περιεχόμενα

     

    Εισαγωγή (τα πραγματικά περιστατικά τα προδικαστικά ερωτήματα)

     

    Απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα

     

    I — Προδικαστικά ερωτήματα

     

    1. Απαιτούν τα υποβληθέντα ερωτήματα εφαρμογή του δικαίου στην προκειμένη περίπτωση;

     

    2. Παρίσταται ανάγκη το Δικαστήριο να τροποποιήσει τα υποβληθέντα ερωτήματα;

     

    II — Τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα

     

    1. Πρώτο ερώτημα

     

    2. Δεύτερο ερώτημα

     

    III — Ανακεφαλαίωση

    Κύριε Πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του cour d'appel de Paris και που προκάλεσαν αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί θεμάτων κοινοτικού δικαίου στον τομέα των συμπράξεων συνοψίζονται ως εξής:

    Στις 7 Απριλίου 1961 συνήφθη υπό την ονομασία «συμφωνία εξαγωγών» σύμβαση μεταξύ της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης γερμανικού δικαίου «Maschinenbau Ulm» που παράγει υλικό δημοσίων έργων και της γαλλικής εταιρίας La Technique Minière που έχει ως αντικείμενο την πώληση αυτού του είδους υλικού στη Γαλλία, η οποία τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε αργότερα (στις 13 Δεκεμβρίου 1961). Κατά τους όρους αυτής της συμφωνίας, η Société Technique Minière αναλάμβανε την υποχρέωση για διάρκεια δύο ετών από της 1ης Ιανουαρίου 1962 να αγοράζει σε ορισμένη τιμή ορισμένο αριθμό (37) επιπεδωτήρων ορισμένου τύπου, να διαφυλάσσει γενικά τα συμφέροντα του πωλητή, να οργανώσει υπηρεσία επισκευών, να διατηρεί επαρκές απόθεμα ανταλλακτικών, να ικανοποιεί το σύνολο της ζητήσεως στο έδαφος της συμβάσεως και, τέλος, να μην πωλεί ανταγωνιστικά προϊόντα χωρίς τη συναίνεση του πωλητή — Εις αντάλλαγμα της παραχωρήθηκε η αποκλειστικότητα πωλήσεως των εν λόγω επιπεδωτήρων για το γαλλικό έδαφος και τις υπερπόντιες κτήσεις της — Η σύμβαση ήταν σιωπηρά, ανανεώσιμη κατά τη λήξη της προβλεπόμενης διάρκειας, εκτός της ευχέρειας εκατέρου των μερών να την καταγγείλει με προειδοποίηση έξι μηνών. Αφού η σύμβαση εκτελέστηκε εν μέρει αναφυήθηκαν δυσχέρειες: κατά τα εκτιθέμενα από τη Société Technique Minière, οι δυσχέρειες οφείλονταν στο ότι για τα προβλεπόμενα στη σύμβαση μηχανήματα δεν υπήρχαν αγοραστές στη γαλλική αγορά. Δεδομένου ότι δεν πληρώθηκαν οι συναλλαγματικές που είχε αποδεχθεί ο δικαιούχος της αποκλειστικότητας, η εταιρία Maschinenbau Ulm αναγκάστηκε να εγείρει αγωγή ενώπιον του tribunal de commerce του Σηκουάνα. Η αγωγή απέβλεπε στη λύση της συμβάσεως εις βάρος της Société Technique Minière και την επιδίκαση αποζημιώσεως υπέρ της ενάγουσας. Η διαδικασία (κατά τη διάρκεια της οποίας διατάχθηκε επίσης πραγματογνωμοσύνη επί του αν τα μηχανήματα ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες της Γαλλίας, και της οποίας το πόρισμα ήταν ευνοϊκό υπέρ της ενάγουσας) κατέληξε καταρχάς σε απόφαση που έκανε δεκτή τα αιτήματα της εταιρίας Maschinenbau Ulm, ενάγουσας· στη συνέχεια, όμως, κατόπιν εφέσεως ασκηθείσας από τη Société Technique Minière, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του ανωτέρου Δικαστηρίου (του cour d'appel του Παρισιού).

    Η εφεσείουσα, για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της, επικαλέστηκε, όπως το είχε πράξει και πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του γαλλικού νόμου περί ανταγωνισμού (ordonnance της 30ής Ιουνίου 1945) καθώς και το κοινοτικό δίκαιο σε θέματα συμπράξεων, κατά το οποίο η συναφθείσα με την εταιρία Maschinenbau Ulm σύμβαση είναι, κατά τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, άκυρη λόγω παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΟΚ και λόγω μη κοινοποιήσεώς της στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Το εθνικό Δικαστήριο είχε, επομένως, την υποχρέωση να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο σε θέματα ανταγωνισμού, πράγμα που δεν θέλησε να πράξει το ίδιο. Προτίμησε, στις 7 Ιουλίου 1965, να εκδώσει απόφαση με την οποία, δεχθέν επικουρικό αίτημα της Société Technique Minière, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «1.

    Ποια ερμηνεία πρέπει να δοθεί στο άρθρο 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ρώμης και στους κοινοτικούς κανονισμούς που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του σε σχέση με κάθε σύμβαση η οποία, χωρίς να έχει κοινοποιηθεί και παραχωρώντας “αποκλειστικό δικαίωμα πωλήσεων”:

    α)

    δεν απαγορεύει στον αποκλειστικό αντιπρόσωπο να επανεξάγει τα εμπορεύματα που απέκτησε από τον παραχωρήσαντα την αποκλειστικότητα σε όλες τις άλλες αγορές της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

    β)

    δεν περιλαμβάνει την υποχρέωση του παραχωρήσαντος την αποκλειστικότητα να απαγορεύσει στους αποκλειστικούς του αντιπροσώπους των άλλων χωρών της Κοινής Αγοράς να πωλούν τα προϊόντα του στο έδαφος του αποκλειστικού αντιπροσώπου που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση,

    γ)

    δεν παρεμβάλλει εμπόδια στο δικαίωμα των εμπόρων και αγοραστών της χώρας του αποκλειστικού αντιπροσώπου να προμηθεύονται, μέσω παραλλήλων εισαγωγών, από αποκλειστικούς αντιπροσώπους και προμηθευτές των άλλων χωρών της Κοινής Αγοράς,

    δ)

    εξαρτά από προηγούμενη έγκριση του παραχωρούντος την αποκλειστικότητα τη διάθεση από τον αποκλειστικό αντιπρόσωπο μηχανημάτων που μπορούν να συναγωνιστούν το υλικό που αποτελεί το αντικείμενο της παραχωρήσεως της αποκλειστικότητας;

    2.

    Η αυτοδίκαια ακυρότητα που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 2 της Συνθήκης της Ρώμης πλήττει άραγε το σύνολο της συμβάσεως που περιλαμβάνει απαγορευόμενη από την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου ρήτρα ή μπορεί ενδεχομένως να περιοριστεί μόνο στην απαγορευόμενη ρήτρα;»

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στους διαδίκους της κύριας δίκης, στα κράτη μέλη, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. Μόνο οι ενώπιον του γαλλικού Δικαστηρίου διάδικοι και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους. Οι απόψεις τους, εκτιθέμενες με μεγάλη φροντίδα και λεπτομερέστατα, αφίστανται. Καταδεικνύουν σαφώς ότι, τόσο από νομικής όσο και από οικονομικής πλευράς, η υπόθεση θέτει σημαντικό πρόβλημα του οποίου η επίλυση πρέπει να ευρεθεί αφού εξεταστεί από πολλών απόψεων.

    Θα προσπαθήσω τώρα να εξεύρω απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα προηγουμένως πρέπει, ωστόσο, να εξετάσω δύο προκαταρκτικά ζητήματα που έθιξε η Société Technique Minière. Μόνο κατόπιν αυτής της εξετάσεως θα μπορέσω να ασχοληθώ με την κατά κυριολεξία ερμηνεία σύμφωνα με τη σειρά που υιοθετεί το Δικαστήριο, για να καταλήξω ποια από τις διάφορες απόψεις που υποστηρίχθηκαν μπορεί να θεωρηθεί ορθή.

    Απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα

    I — Προδικαστικά ερωτήματα

    1. Απαιτούν τα υποβληθέντα ερωτήματα εφαρμογή τον δικαίου στην προκειμένη περίπτωση;

    Η Société Technique Minière εξέφρασε καταρχάς εγγράφως και προφορικώς την ανησυχία της ως προς τον τρόπο με τον οποίο η απόφαση του cour d'appel του Παρισιού διατύπωσε τα προδικαστικά ερωτήματα θα μπορούσε να υποχρεώσει το Δικαστήριο να προχωρήσει πέραν της ερμηνείας και να εφαρμόσει το δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση.

    Πράγματι αυτό δεν επιτρέπεται (το Δικαστήριο το τόνισε ιδίως στην υπόθεση 20/64) με άλλα λόγια, στο πλαίσιο του άρθρου 177, πρώτη παράγραφο, στοιχείο α και στοιχείο β, το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση (στη συγκεκριμένη περίπτωση: σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επιχειρήσεων) συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1 και ότι, κατά συνέπεια, επάγεται ορισμένα έννομα αποτελέσματα. Το μόνο που επιτρέπεται στο Δικαστήριο είναι να διευκρινίζει με γενικότητα το περιεχόμενο του γράμματος και του πνεύματος αυτής της διατάξεως, καθορίζοντας γενικούς συμπληρωματικούς κανόνες, ακόμα και αν μ' αυτή την ευκαιρία το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται σε μια ή ορισμένες πλευρές ευρύτερου συνόλου ερωτημάτων λόγω του ειδικού τρόπου με τον οποίο τίθεται το πρόβλημα.

    Αληθώς όμως, στην περίπτωση που απασχολεί το Δικαστήριο, το cour d'appel του Παρισιού δεν ζητεί περισσότερα αν αντιλαμβάνομαι ορθώς τα ερωτήματα που υπέβαλε. Αυτό προκύπτει από τη γενική και αφηρημένη τους μορφή. Η διατύπωσή τους είναι όμοια με τη διατύπωση ορισμένων κανονισμών σε θέματα συμπράξεων (κανονισμός της Επιτροπής 153/62, κανονισμός του Συμβουλίου 19/65), των οποίων κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον γενικό και κανονιστικό τους χαρακτήρα. Όταν δοθεί η απάντηση, είναι δυνατό ο εθνικός δικαστής να εκτιμήσει ότι παρίσταται πλέον ανάγκη να προβεί σε άλλες διαπιστώσεις ή εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών αυτό αποδεικνύει ότι ο εθνικός δικαστής και όχι το Δικαστήριο πρέπει να προβεί στην εφαρμογή του δικαίου — Αληθώς, δεν θα μπορούσε να προβληθεί καμία αντίρρηση ακόμα και αν ο εθνικός δικαστής είχε υποβάλει τα ερωτήματα κατά τρόπο πιο συγκεκριμένο, για παράδειγμα αν υπέβαλλε στο Δικαστήριο το πρόβλημα που πρέπει να επιλύσει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Και σ' αυτή την περίπτωση, το Δικαστήριο δεν οφείλει να απορρίψει την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, αλλά μπορεί (και ήδη επανειλημμένα το έπραξε) να συναγάγει από τα υποβληθέντα κατά συγκεκριμένο τρόπο ερωτήματα, τα γενικά ερωτήματα στα οποία έχει αρμοδιότητα να απαντήσει.

    Επομένως, ο τρόπος με τον οποίον υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα δεν επιδέχεται κριτική.

    2. Παρίσταται άραγε ανάγκη το Δικαστήριο να τροποποιήσει τα υποβληθέντα ερωτήματα;

    Εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά, είπα ότι από πολλές απόψεις το cour d'appel του Παρισιού προέβη στον χαρακτηρισμό της φύσεως της συμβάσεως, ως προς την οποία πρέπει να δοθεί η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου σε θέματα συμπράξεων. Τόνισε κυρίως ότι πρόκειται περί συμφωνιών που δεν επιβάλλουν στον αποκλειστικό αντιπρόσωπο απαγόρευση εξαγωγής και που δεν αποκλείουν τις παράλληλες εισαγωγές στο έδαφος που προβλέπει η σύμβαση.

    Σχετικώς η Société Technique Minière παρατηρεί ότι, στην πραγματικότητα, αν ερμηνευθεί κατά τα εμπορικά έθιμα η συμφωνία που συνήψε με την εταιρία Maschinenbau Ulm, προκύπτει από αυτήν ότι, σιωπηρά, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίσουν την τοπική προστασία, δηλαδή να εγγυηθούν το μονοπώλιο πωλήσεων («Absatzmonopol») στον αποκλειστικό αντιπρόσωπο («Alleinvertreter»). Έτσι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος έχει την υποχρέωση να απόσχει από τις εξαγωγές εκτός του εδάφους που του έχει παραχωρηθεί, ενώ ο παραχωρήσας την αποκλειστικότητα έχει την υποχρέωση να εμποδίσει τους αντιπροσώπους που έχει ονομάσει σε άλλα εδάφη να εισάγουν στο παραχωρηθέν στη Société Technique Minière έδαφος. Αυτά είναι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ερμηνεύοντας το άρθρο 85, παράγραφος 1 και επεξηγώντας τους κανονισμούς της Κοινότητας σε θέματα συμπράξεων.

    Ούτε επ' αυτού η γνώμη της Société Technique Minière μου φαίνεται ορθή. Η ερμηνεία της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συμφωνίας ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού Δικαστηρίου. Αν αυτή η ερμηνεία το οδηγήσει στο να θεωρήσει ότι μόνο ορισμένα σαφώς καθορισμένα συμπεράσματα επιβάλλονται, το Δικαστήριο οφείλει να το σεβαστεί και δεν πρέπει να τροποποιήσει τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν βάσει αυτών των συμπερασμάτων. Επίσης, στην προσπάθεια ερμηνείας που ακολουθεί, δεν θα λάβω υπόψη παρά τα χαρακτηριστικά συμφωνίας αποκλειστικότητας πωλήσεων που επισήμανε το cour d'appel του Παρισιού.

    Δεν νομίζω ότι υπάρχουν άλλα προκαταρκτικά θέματα προς επίλυση έτσι ώστε μπορώ τώρα να ασχοληθώ με την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα κύρια ερωτήματα.

    II — Τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα

    1. Πρώτο ερώτημα

    Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος· το επανέλαβα κατά την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και είναι πρόσφατο στη μνήμη μας.

    Για να δοθεί απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θεωρώ συνετό να αρχίσω με την εξέταση της τολμηρής γνώμης που εξέφρασε η Société Technique Minière νομίζω, πράγματι, ότι ο εξαιρετικά τυπολατρικός χαρακτήρας των συλλογισμών αυτού του διαδίκου επιτρέπει αρκετά απλή και σύντομη εξέταση.

    Για να δικαιολογήσει την άποψή της, η Société Technique Minière αναφέρεται στονκανονισμό της Επιτροπής 153/62 που θεσπίζει απλουστευμένη διαδικασία κοινοποιήσεως για ορισμένες συμφωνίες, καθώς και στο περιεχόμενο του εντύπου Β1 που έχει προβλεφθεί γι ' αυτό τον σκοπό. Κατά την άποψή της, ιδού τι προκύπτει από τα εν λόγω κείμενα: αφορούν ακριβώς τις συμφωνίες της φύσεως που αναφέρονται τα ερωτήματα του cour d'appel του Παρισιού και η Επιτροπή θέσπισε την υποχρέωση κοινοποιήσεως παρόμοιων συμβάσεων. Η συνέχεια του συλλογισμού της εμφανίζεται τότε ως εξής: αν υφίσταται υποχρέωση κοινοποιήσεως μιας συμφωνίας, η συμφωνία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, σε περίπτωση μη κοινοποιήσεως, να διαπιστώσουν ότι οι εν λόγω συμφωνίες είναι άκυρες — Η Επιτροπή δεσμεύεται απ' αυτή την αυθεντική ερμηνεία που η ίδια έδωσε στο κοινοτικό δίκαιο σε θέματα συμπράξεων, εφόσον η νομιμότητα του κανονισμού της 153/62 δεν αμφισβητείται.

    Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι η άποψη της Société Technique Minière δεν δικαιολογείται και αυτό όχι μόνο διότι η ίδια η Επιτροπή, δηλαδή ο «νομοθέτης» του κανονισμού 153/62 δεν τη συμμερίζεται, αλλά επίσης και για επιτακτικούς αντικειμενικούς λόγους.

    Στην πραγματικότητα, πρέπει να στηριχθεί κανείς στον κανονισμό του Συμβουλίου 17/62, δηλαδή στον πρώτο κανονισμό εφαρμογής σε θέματα συμπράξεων το άρθρο 9, παράγραφος 3, ορίζει ρητώς ότι οι αρχές των κρατών μελών παραμένουν αρμόδιες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενόσω η Επιτροπή δεν έχει κινήσει καμιά διαδικασία κατ' εφαρμογή των άρθρων 2,3 ή 6 του ίδιου του κανονισμού. Αναγνωρίζει, επομένως, στις εθνικές αρχές και, κατά συνέπεια, στα εθνικά δικαστήρια το δικαίωμα να εκτιμούν και να ελέγχουν την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1 και φαίνεται φυσικό να αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές, διότι εν γένει, όπως τόνισε ο εκπρόσωπος της εταιρίας «Maschinenbau Ulm», αυτές μπορούν να προβούν σε έρευνα ως ευρισκόμενες πλησιέστερα των πραγματικών περιστατικών παρά η Επιτροπή και γνωρίζοντάς τα καλύτερα από την τελευταία — Αντιστρόφως, μόνη η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα για να εφαρμόσει το άρθρο 85, παράγραφος 3. Προς τον σκοπό αυτό τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 17 προέβλεψαν διαδικασία κοινοποιήσεως μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 24 που απένειμε στην Επιτροπή την αρμοδιότητα εκδόσεως διατάξεων σχετικών με τη μορφή, το περιεχόμενο και τις άλλες προϋποθέσεις των αιτήσεων και της κοινοποιήσεως. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την έννοιά του, ο κανονισμός 153 δεν επιβάλλει απόλυτη υποχρέωση κοινοποιήσεως· στηρίζεται τουναντίον στη σιωπηρή αντίληψη ότι δεν υφίσταται υποχρέωση κοινοποιήσεως παρά μόνο όταν το άρθρο 85, παράγραφος 1 έχει εφαρμογή καταρχήν και όταν, κατά συνέπεια, μπορεί να μεσολαβήσει εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3 — Αν στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη (που έχει εξάλλου εκφραστεί υπό τη μορφή επιφυλάξεως περιεχόμενης στο έντυπο Β1), η Επιτροπή δεν απέκλεισε το δικαίωμα των εθνικών δικαστηρίων να εκτιμούν τις περιπτώσεις εφαρμογής του δικαίου των συμπράξεων, από την άποψη των κριτηρίων του άρθρου 85, παράγραφος 1, είναι αδύνατο να της προσαφθεί η κατηγορία ότι δεν τήρησε τον κανονισμό 153 και ότι θέσπισε νέα κριτήρια εκτιμήσεως των συμβάσεων αποκλειστικότητας πωλήσεων. Στην πραγματικότητα, περιορίστηκε στην ερμηνεία του κανονισμού 153 κατά τρόπο ο οποίος, αντικειμενικώς, τελεί σε αρμονία με το άρθρο 85 της Συνθήκης και με τον κανονισμό του Συμβουλίου 17/62.

    Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι δεν είναι ορθό να επιφορτιστεί το cour d'appel του Παρισιού με την εκτίμηση της συμβάσεως αποκλειστικότητας που έχει συναφθεί μεταξύ των εταιριών Société Technique Minière και«Maschinenbau Ulm» μόνο από την τυπική άποψη της ελλείψεως κοινοποιήσεως. Η αποστολή του Δικαστηρίου συνίσταται στην ερμηνεία κατ' ουσία διαφόρων στοιχείων του άρθρου 85, παράγραφος 1, χάρη στην οποία το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει τότε να διαπιστώσει αν, στην προκειμένη περίπτωση, η συμφωνία υπάγεται ή όχι στην εν λόγω διάταξη.

    Γι' αυτή την ερμηνεία (το τόνισα ήδη στην υπόθεση 32/65) πρέπει να ληφθούν υπόψη ειδικώς τρία κριτήρια:

    Ποια έννοια πρέπει να αποδοθεί στον όρο συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων;

    Πότε μπορεί να λεχθεί ότι συμβάσεις έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την προσβολή του ανταγωνισμού;

    Ποια έννοια πρέπει να αποδοθεί στην έκφραση «που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών»;

    Εξέθεσα λεπτομερώς στην υπόθεση «Ιταλική Κυβέρνηση κατά Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ» τις αρχές κατά τις οποίες πρέπει να νοούνται αυτά τα κριτήρια όσον αφορά τις συμβάσεις αποκλειστικότητας πωλήσεων.

    Προς αποφυγή επαναλήψεως των επιχειρημάτων, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εδώ σ' εκείνες τις σκέψεις και να περιοριστώ στην υπόμνηση των συμπερασμάτων στα οποία είχα καταλήξει. Αυτά είναι τα εξής:

    Είναι βέβαιο ότι οι συμβάσεις αποκλειστικότητας πωλήσεων που συνάπτονται μεταξύ ενός παραγωγού και ανεξάρτητων εμπόρων, δηλαδή εμπόρων που εργάζονται για λογαριασμό τους και με δικό τους κίνδυνο, συνιστούν «συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1 (στο παρόν στάδιο δεν παρίσταται ακόμα ανά γκη να αναζητηθεί αν η λέξη «συμφωνία» επισημαίνει το σύνολο της συμβάσεως ή μόνο ορισμένους όρους της, σημαντικούς από την άποψη της κανονιστικής ρυθμίσεως περί του ανταγωνισμού).

    Δεδομένου ότι η Συνθήκη ΕΟΚ στηρίζεται σε ευρεία έννοια του ανταγωνισμού και δεν κάνει διάκριση μεταξύ οριζοντίων και καθέτων συμφωνιών, οι προσβολές του ανταγωνισμού που οφείλονται σ' αυτή την τελευταία κατηγορία συμφωνιών πρέπει, και αυτές, να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 85. Τέτοιες προσβολές κατά του ανταγωνισμού μπορούν να υφίστανται στην περίπτωση συμφωνιών αποκλειστικότητας, όπως οι περιγραφείσες, λόγω της αναλήψεως αποκλειστικών υποχρεώσεων διαθέσεως και αγοράς και αυτό ακόμα και αν δεν επιβάλλεται στους άλλους αντιπροσώπους απαγόρευση εξαγωγής και αν ο δικαιούχος της αποκλειστικότητας έχει το δικαίωμα να πωλεί εκτός του παραχωρηθέντος εδάφους.

    Δεν θεωρείται ότι επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών παρά μόνον αν επηρεάζεται δυσμενώς· και σχετικά μ' αυτό δεν αρκεί ασφαλώς η απόδειξη ότι υφίσταται ποσοτική αύξηση στο εμπόριο των προϊόντων για να μπορεί να υποστηριχτεί ότι δεν συντρέχει το εν λόγω κριτήριο. Δεδομένου ότι οι συμβάσεις αποκλειστικής διανομής έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, υπό τη μορφή συγκεντρώσεως σ' ένα δίκτυο πωλήσεων, μπορούν (σε σχέση με την κατάσταση που πρέπει να θεωρηθεί ως φυσιολογική σε ορισμένο στάδιο της ολοκληρώσεως) να φανούν επίσης ότι επηρεάζουν το εμπόριο.

    Όμως, ενώ η Société Technique Minière στις επικουρικές της σκέψεις (είπα ήδη τι σκέπτομαι ως προς την ουσία της απόψεως της), δηλώνει ότι δεν παρίσταται ανάγκη να προχωρήσουν περισσότερο οι διαπιστώσεις, δηλαδή με άλλα λόγια ότι υφίσταται ανεπιθύμητο μονοπώλιο όταν οι μέχρι τότε αναπτυχθείσες σκέψεις επιτρέπουν να υποτεθεί ότι υφίσταται προσβολή του ανταγωνισμού και αυτό διότι, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ευθύνης του ακουιλίνιου νόμου, κατά το άρθρο 85, παράγραφος 1, ακόμα και η ελαφρότερη προσβολή του ανταγωνισμού πρέπει να υφίσταται κυρώσεις, η Επιτροπή και η εταιρία «Maschinenbau Ulm» από την πλευρά τους προσπαθούν, η καθεμιά σε διαφορετικό βαθμό, να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τα πράγματα κατά τρόπο δογματικό και άκαμπτο. Έτσι η Επιτροπή θεωρεί ότι θεωρητική προσβολή του ανταγωνισμού δεν επαρκεί: πρέπει να διαπιστωθεί αισθητή προσβολή. Η εταιρία «Maschinenbau Ulm» βαίνει μάλιστα μέχρι του αποκλεισμού της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, κάθε φορά που ο ανταγωνισμός παραμένει λειτουργικός παρά την ύπαρξη της συμφωνίας.

    Αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει ασφαλώς να εκτιμηθούν, διότι θα ήταν υπερβολικό η αυστηρή απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, να πλήττει την ελαχίστη προσβολή του ανταγωνισμού, είτε προέρχεται από τη σύμβαση που προκαλεί αυτή την προσβολή είτε από σύμβαση που απλώς έχει παρόμοιο αποτέλεσμα και να μη χορηγούνται εξαιρέσεις παρά στο πλαίσιο της παραγράφου 3. Δεν είναι ίσως περιττή η ακόλουθη σκέψη: ένα από τα νομικά ευρωπαϊκά συστήματα, τα πλέον αυστηρά στο θέμα των συμπράξεων, δηλαδή ο γερμανικός νόμος σχετικά με τους περιορισμούς στον ανταγωνισμό, θεωρεί, κατά την παράγραφό του 18, ότι καταρχήν δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση για τις συμβάσεις αποκλειστικότητας πωλήσεων και δεν επιτρέπει στην υπηρεσία μονοπωλίων να παρέμβει παρά, για παράδειγμα, όταν υφίσταται σημαντική προσβολή του ανταγωνισμού στην αγορά αυτών ή εκείνων των προϊόντων ή των εμπορικών δραστηριοτήτων.

    Ούτε είναι δυνατό να αντιταχθεί στην Επιτροπή και στην εταιρία «Maschinenbau Ulm», όπως επιχειρεί η Société Technique Minière, ότι η εισαγωγή παρόμοιου «rule of reason» συνεπάγεται τον κίνδυνο διαφορετικής αναπτύξεως του δικαίου στα διάφορα κράτη μέλη, ακόμα δε και εντός του ιδίου κράτους, λόγω του ότι η εφαρμογή του συχνά ανατίθεται στον εθνικό δικαστή. Το άρθρο 177 της Συνθήκης (η υπό κρίση υπόθεση το αποδεικνύει ακριβώς) δεν παρέχει στο Δικαστήριο εξαίρετο μέτρο προς αποφυγήν αυτών των κινδύνων με τη σταδιακή θέσπιση ερμηνευτικών κριτηρίων από το Δικαστήριο;

    Είναι, όμως, βέβαιο ότι δεν θα είναι εύκολο να διατυπωθεί ευστόχως η αρχή που ανέφερα και να υποδειχθεί με ακρίβεια το σημείο, μέχρι του οποίου ο εθνικός δικαστής μπορεί να φθάσει παραμελώντας τις μικρές προσβολές του ανταγωνισμού. Κατά την άποψή μου, είναι επικίνδυνο να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει η εταιρία «Maschinenbau Ulm», ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, πρέπει να μην εφαρμόζεται κάθε φορά που υπάρχει λειτουργικός ανταγωνισμός, διότι είναι προφανές ότι παρόμοιες σκέψεις δεν επιτρέπονται παρά μόνο όταν πρόκειται περί της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3 (βλ. στοιχείο β) — Αντιστρόφως, η άποψη της Επιτροπής φαίνεται πολύ στενή, διότι, για τη διαπίστωση ότι ο ανταγωνισμός προσβάλλεται κατά τρόπο «αισθητό», αρκείται σε τεκμήρια ή σε δηλώσεις των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του εσωτερικού δικαστηρίου, χωρίς να επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει in concreto την κατάσταση της αγοράς — Το ορθό μέτρο πρέπει να τοποθετηθεί στα μισά του δρόμου μεταξύ των δύο αυτών αντιλήψεων, δηλαδή ότι για να μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 85, παράγραφος 1, πρέπει να απαιτείται αξιόλογη προσβολή των όρων του ανταγωνισμού, είτε αυτή πράγματι υφίσταται είτε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν ότι πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

    Σχετικώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πράγματι είναι συχνά αδύνατο ορισμένες μικρές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε ξένη αγορά, αν δεν συγκεντρώσουν την προσφορά σε ένα μόνο χέρι, ιδίως όταν πρόκειται περί προϊόντων που έχουν ανάγκη συναρμολογήσεως πριν πωληθούν και για τα οποία φαίνεται αναγκαίο να διασφαλιστεί υπηρεσία επισκευών και απόθεμα ανταλλακτικών. Σ' αυτή την περίπτωση, η σύγκριση με την κατάσταση που θα εδημιουργείτο στην αγορά χωρίς την παραχώρηση αποκλειστικότητας μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η έλλειψη συμφωνίας είναι ακριβώς αυτή που συνεπάγεται μείωση του ανταγωνισμού, διότι συμβαδίζει με τη μείωση της προσφοράς. Όταν, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος δεν κατόρθωσε μάλιστα να εξεύρει αγορά για τη διάθεση των προϊόντων που είναι επιφορτισμένος να διαθέσει, είναι άκρως πιθανό ότι η κατάσταση δεν θα βελτιωνόταν καθόλου για τα εν λόγω προϊόντα αν η προσφορά ανατίθετο σε περισσότερα πρόσωπα.

    Πρέπει, περαιτέρω, να λεχθεί ότι τις περισσότερες φορές, η ανάληψη υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας του αντιπροσώπου (δηλαδή η απαγόρευση να πωλεί ανταγωνιστικά προϊόντα), που περιέχεται στον τύπο της συμβάσεως που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, δεν παρουσιάζει κινδύνους για τον ανταγωνισμό, διότι σπάνιες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά η πρόσβαση ορισμένων προϊόντων στην αγορά παρά μόνο από έναν επαγγελματία.

    Πάντοτε στο πλαίσιο των σκέψεων που πρέπει να τύχουν της προσοχής του εθνικού δικαστηρίου, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι συμβάσεις αποκλειστικότητας πωλήσεων δεν εμποδίζουν τις παράλληλες εισαγωγές στο παραχωρηθέν έδαφος και ότι, επομένως, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος βρίσκεται σε θέση ανταγωνισμού με τους εμπόρους που προσφέρουν το ίδιο προϊόν — Τέλος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ανταγωνισμός των ομοειδών προϊόντων, και αυτό (αντιθέτως προς ό, τι πιστεύει η Επιτροπή) όχι μόνο για τα προϊόντα σειράς, αλλά επίσης και για τα μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας που πωλούνται υπό ορισμένο σήμα και που, σε ορισμένο βαθμό, μπορούν να τύχουν της προτιμήσεως των καταναλωτών. Αυτό σημαίνει ότι η ρεαλιστική παρατήρηση της αγοράς μπορεί κάλλιστα να αποδείξει ότι, και σ' αυτό τον τομέα, τα προϊόντα των διαφόρων παραγωγών αποτελούν το αντικείμενο έντονου ανταγωνισμού, έτσι ώστε ο αποκλεισμός του ανταγωνισμού μεταξύ των προϊόντων ενός μόνου παραγωγού πρέπει να φαίνεται ότι στερείται σημασίας. Σχετικώς, οι προσκομισθείσες ενδείξεις από την εταιρία (Maschinenbau Ulm), ως προς τον αριθμό και τη σημασία «προσφερόντων» που δρουν στη γαλλική αγορά και ως προς το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα αποτελέσματα που η ίδια επιδίωξε να επιτύχει, μπορούν να παράσχουν πολύτιμες διευκρινίσεις για την υπό κρίση υπόθεση. Όταν αποδεικνύεται κατόπιν παρόμοιου ελέγχου (και δεν είναι υπερβολικό, αλλά τελείως φυσιολογικό να αναμένεται ότι τα εθνικά δικαστήρια διεξάγουν τέτοιον έλεγχο, αλλιώς η διάταξη του άρθρου 9 του κανονισμού 17 θα έχανε κάθε σημασία) ότι, συνολικά, παρά την ύπαρξη συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα προσβολή του ανταγωνισμού, οι όροι υπό τους οποίους επιτυγχάνεται ο ανταγωνισμός δεν επηρεάζονται παρά κατά τρόπο ελάχιστα αισθητό, οι συμβάσεις αποκλειστικότητας, οι οποίες καταρχήν μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν πρέπει να υφίστανται τα αποτελέσματα αυτής της διατάξεως.

    Για να είμαι πλήρης, επισημαίνω ότι το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά το κριτήριο της δυνατότητας να «επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών». Ούτε εδώ δεν είναι δυνατό να περιοριστεί η εξέταση των ρητρών μιας συμβάσεως από θεωρητική μόνο άποψη, όπως η Société Technique Minière κρίνει ότι μπορεί να το πράξει, όταν δηλώνει ότι κατά γενικό κανόνα οι συμβάσεις αποκλειστικότητας επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αντιθέτως, είναι προτιμότερο να λεχθεί ότι, όταν το εμπόριο δεν επηρεάζεται παρά σε βαθμό ελάχιστα αισθητό, αυτό δεν έχει σημασία. Αυτή είναι και η άποψη της Επιτροπής, πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι δεν συνάγει όλες τις αναγκαίες συνέπειες από αυτό. Στην πραγματικότητα, οι εν λόγω συνέπειες συνίστανται στο να απαιτείται έρευνα της αγοράς και γι' αυτό το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή στο να γίνεται σύγκριση της καταστάσεως της αγοράς πριν από τη σύναψη της συμφωνίας με την κατάσταση της αγοράς μετά τη σύναψη αυτής της συμφωνίας. Δεν είναι ιδίως υπερβολικό να απαιτείται αυτή η σύγκριση όταν πρόκειται, όχι περί συμφωνιών που πρέπει να πραγματοποιηθούν στο μέλλον, αλλά περί συμφωνιών που υφίσταντο ήδη στο παρελθόν, διότι σ' αυτήν την περίπτωση η πείρα του παρελθόντος επιτρέπει να προβλεφθούν οι επιπτώσεις στο μέλλον.

    Αυτή η σύγκριση μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει στην αναγνώριση ότι, σε ορισμένη κατάσταση και σε ορισμένο στάδιο ολοκληρώσεως, οι συμβάσεις αποκλειστικότητας είναι ακριβώς εκείνες που καθιστούν δυνατό μεταξύ κρατών μελών το εμπόριο ορισμένου προϊόντος (για παράδειγμα, όταν πρόκειται περί επιχειρήσεων που διαθέτουν πενιχρά μέσα, οι οποίες πρέπει να κατακτήσουν την πρόσβαση σε μια ξένη αγορά αντιμετωπίζοντας σημαντικό ανταγωνισμό). Ή ακόμα, το γεγονός ότι μία σύμβαση αποκλειστικότητας πωλήσεων δεν απαγορεύει τις παράλληλες εισαγωγές, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η συγκέντρωση του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, που υπήρξε πρόθεση να πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια ενός μόνο αντιπροσώπου, αντισταθμίζεται ευρέως με άλλες εισαγωγές, ώστε δεν είναι πλέον δυνατό να λεχθεί ότι οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις υφίστανται σοβαρή νόθευση — Και όταν έτσι εμφανίζεται η κατάσταση είναι αφύσικο να λέγεται ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, μπορεί να εφαρμοστεί και να μη θεραπεύεται η κατάσταση παρά μέσω του άρθρου 85, παράγραφος 3, με την έγκριση εξαιρέσεως.

    Νομίζω ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει πέραν αυτού, κατά τη γενική ερμηνεία του δικαίου που πρέπει να δώσει σχετικά με το πρώτο ερώτημα που του έχει υποβληθεί, αν δεν θέλει να του προσαφθεί ότι το ίδιο εφαρμόζει το δίκαιο στη θέση του εθνικού δικαστή. Ot ενδείξεις, όμως, που παρέχονται πρέπει να επαρκούν για να μπορέσει το παραπέμπον δικαστήριο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων πρέπει να αποφανθεί.

    2. Δεύτερο ερώτημα

    Το δεύτερο ερώτημα, του οποίου και αυτού δεν θα επαναλάβω τη διατύπωση, δεν έχει σημασία για τον εθνικό δικαστή παρά αν η έρευνα την οποία πρέπει να διεξαγάγει καταστήσει εμφανές ότι τουλάχιστον ορισμένοι όροι της συμβάσεως αποκλειστικότητας πωλήσεων που συνήφθη μεταξύ των εταιριών «Maschinenbau Ulm» και Technique Minière, είναι ασυμβίβαστες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1.

    Διευκρινίζω αμέσως ότι το ερώτημα αυτό αποβλέπει αποκλειστικά στην πληροφορία αν η ενδεχόμενη ακυρότητα περιορίζεται στις συμφωνηθείσες ρήτρες, σε θέματα ανταγωνισμού κατά κυριολεξία, ή αν προσβάλλει τη σύμβαση στο σύνολό της. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν πρέπει να ασχοληθεί με τον περιορισμό της ακυρότητας χρονικά (η Société Technique Minière έθιξε αυτό το θέμα), ιδίως με το ζήτημα από ποιο χρονικό σημείο θα μπορούσε να υπάρχει ακυρότητα.

    Σχετικά μ' αυτό το δεύτερο ερώτημα, οι εκφρασθείσες γνώμες είναι και επ'αυτού διαφορετικές, τουλάχιστον όσον αφορά τη Société Technique Minière, αφενός και την εταιρία «Maschinenbau Ulm» καθώς και την Επιτροπή, αφετέρου (η άποψη της τελευταίας δεν είναι, ωστόσο, πάντοτε σαφής πλήρως ούτε στερείται αντιφάσεων).

    Κατά την άποψή μου, αν ληφθούν υπόψη οι σκοποί της Συνθήκης, η απάντηση στο ερώτημα δεν εμφανίζει ειδικές δυσκολίες. Πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία το ότι η Συνθήκη δεν απαγορεύει παρά μόνο ό, τι βλάπτει την εφαρμογή των αρχών της. Αυτό αφορά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα παρεμβαλλόμενα στον ανταγωνισμό ορισμένου μεγέθους εμπόδια διεθνούς χαρακτήρα. Οι άλλες περιστάσεις που μπορούν να τα συνοδεύουν στερούνται σημασίας όσον αφορά τη Συνθήκη, τουλάχιστον όσον αφορά το άρθρο της 85. Επίσης θεωρώ ότι είναι καταρχήν αποδεδειγμένο ότι η ακυρότητα του άρθρου 85, παράγραφος 2, αφορά μόνο τα μέρη της συμφωνίας που είναι γενεσιουργά περιορισμού του ανταγωνισμού, τα οποία πρέπει να θεωρούνται ως τα καθοριστικά αίτια προσβολής του ανταγωνισμού. Δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να γίνουν δεκτά ευρύτερα αποτελέσματα, πολλώ μάλλον που συχνά εξαρτάται από την τύχη οι διάδικοι να συμφωνούν, συγχρόνως με περιορισμό του ανταγωνισμού, άλλες ρήτρες και να τις περιλαμβάνουν στην ίδια σύμβαση. Ειδικότερα, είναι πεπλανημένη η σκέψη της Société Technique Minière, κατά την οποία η ακυρότητα της συμβάσεως στο σύνολό της δικαιολογείται από την ιδέα της επιβολής κυρώσεων των επιχειρήσεων που παραβιάζουν την αρχή του ανταγωνισμού. Αυτές οι αντιλήψεις δεν συναντώνται ούτε στο εθνικό δίκαιο σε θέματα συμπράξεων. Δεν δικαιολογούνται από καμιά άποψη, όταν πρόκειται περί συμφωνιών που συνήφθησαν προ της εκδόσεως του κανονισμού 17 — Το γεγονός ότι σε περίπτωση κοινοποιήσεως προς το σκοπό εγκρίσεως της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 3, μπορεί να παρίσταται ανάγκη υποβολής του συνόλου του περιεχομένου της συμφωνίας, για να επιτραπεί η στάθμιση μεταξύ των ρητρών που είναι ικανές να προωθήσουν τον ανταγωνισμό και εκείνων που τον προσβάλλουν, δεν συνεπάγεται προδήλως ούτε αυτό άλλο αποτέλεσμα, ακριβώς διότι η εξέταση που βασίζεται στο άρθρο 85, παράγραφος 3 και εκείνη των όρων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1 είναι διαφορετικής φύσεως — Τέλος, δεν νομίζω ότι προβάλλει ανυπέρβλητες δυσχέρειες το γεγονός ότι ενίοτε δεν είναι εύκολο να καθοριστεί ποιες είναι οι σημαντικές ρήτρες από την άποψη του περιορισμού του ανταγωνισμού, ιδίως όταν ο εν λόγω περιορισμός δεν προκύπτει παρά από τον συνδυασμό περισσοτέρων ρητρών. Πράγματι, εφόσον γίνεται δεκτή η αρχή της αναθέσεως στον εθνικό δικαστή της έρευνας των όρων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1 (πράγμα που είναι απόλυτα δίκαιο), είναι δυνατό επίσης να αφεθεί σ' αυτόν η μέριμνα της οριοθετήσεως την οποία ανέφερα και αυτό, ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ που ενδεχομένως μπορεί να προσκομίσει για την περίσταση τη συνδρομή των προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου.

    Κατά συνέπεια, καταλήγω στο ότι το δίκαιο της Συνθήκης περί ανταγωνισμού δεν πλήττει καταρχήν με ακυρότητα παρά τα μέρη της συμφωνίας που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Κατά τα λοιπά, δεν παρίσταται ανάγκη, κατά την άποψή μου, να επιλυθεί επί του πεδίου του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή ομοιομόρφως για όλα τα κράτη μέλη, το ζήτημα των αποτελεσμάτων της μερικής ακυρότητας μιας συμφωνίας επί του συνόλου των ρητρών που περιλαμβάνει η σύμβαση. Γι' αυτό το ζήτημα είναι το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο που πρέπει να ισχύσει (πρέπει να καθοριστεί κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου): στην προκειμένη περίπτωση ενδεχομένως το άρθρο 1172 του γαλλικού αστικού κώδικα.

    III — Ανακεφαλαίωση

    Συνοπτικά ιδού επομένως οι απαντήσεις που θα έπρεπε να δοθούν στα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα:

    1)

    Οι συμβάσεις αποκλειστικότητας πωλήσεων, που παρουσιάζουν τα αναφερόμενα από το cour d'appel του Παρισιού χαρακτηριστικά, μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1 της Συνθήκης. Όμως, δεδομένου ότι για να μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 85 δεν αρκεί η διαπίστωση από καθαρά θεωρητική άποψη ότι πληρούνται οι προβλεπόμενες από αυτό προϋποθέσεις, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη τις πραγματικές ή σοβαρώς πιθανές επιπτώσεις της συμφωνίας επί της αγοράς και να εξετάσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν προσβάλλεται ο ανταγωνισμός σε αξιόλογο βαθμό και αν επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αν το εν λόγω δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό συμβαίνει και ότι δεν έγινε κοινοποίηση εντός της οριζόμενης στο άρθρο 5 του κανονισμού 17 προθεσμίας, οι συναφθείσες συμφωνίες είναι άκυρες.

    2)

    Σ' αυτή την περίπτωση, η ακυρότητα δεν πλήττει τις συμφωνίες στο σύνολό τους -δεν πλήττει καταρχήν παρά τις ρήτρες που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Κατά τα λοιπά, η συμφωνία πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.


    ( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    Top