This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61963CC0092
Opinion of Mr Advocate General Lagrange delivered on 17 April 1964. # M. Th. Nonnenmacher, widow of H.E. Moebs v Bestuur der Sociale Verzekeringsbank. # Reference for a preliminary ruling: Centrale Raad van Beroep - Netherlands. # Case 92-63.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lagrange της 17ης Απριλίου 1964.
M. Th. Nonnenmacher, χήρα H.E. Moebs κατά Bestuur der Sociale Verzekeringsbank.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες.
Υπόθεση 92/63.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lagrange της 17ης Απριλίου 1964.
M. Th. Nonnenmacher, χήρα H.E. Moebs κατά Bestuur der Sociale Verzekeringsbank.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες.
Υπόθεση 92/63.
Αγγλική ειδική έκδοση 1954-1964 01115
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1964:20
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MAURICE LAGRANGE
της 17ης Απριλίου 1964 ( *1 )
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Για δεύτερη φορά (και δεν είναι η τελευταία) το Centrale Raad van Beroep υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 3, περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινούμενων εργαζομένων. Πρόκειται, στην υπό κρίση υπόθεση, για το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού, το οποίο έχει ως εξής:
«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι μισθωτοί ή οι προς αυτούς εξομοιούμενοι που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους υπάγονται στην νομοθεσία αυτού του κράτους, ακόμα και αν κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν ο εργοδότης τους ή η έδρα της επιχειρήσεως που τους απασχολεί βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.»
Το υποβληθέν ερώτημα είναι το ακόλουθο: «αν το άρθρο 12 του κανονισμού έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο η νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου εργάζονται τα πρόσωπα που αφορά το άρθρο αυτό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν μπορούν πράγματι να επικαλεστούν δικαίωμα βάσει αυτής της νομοθεσίας».
Η κρίσιμη λέξη είναι η λέξη «μόνο». Πρόκειται, πράγματι, για το ζήτημα, αν η εφαρμογή της νομοθεσίας της χώρας απασχολήσεως (που είναι υποχρεωτική κατά το άρθρο 12) αποκλείει αφ' εαυτής την εφαρμογή κάθε άλλης και ιδίως της νομοθεσίας της χώρας της κατοικίας, όποιες και αν είναι οι συνέπειες, ευνοϊκές ή δυσμενείς, που μπορεί να προκύψουν απ' αυτό, ή αν, αντίθετα, μια τέτοια αποκλειστικότητα μπορεί να περιορίζεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο μέτρο, και, αν ναι, σε ποιο μέτρο.
I — |
Θα ήθελα πριν από την εξέταση του ερωτήματος αυτού να υπενθυμίσω τα πραγματικά περιστατικά και να επιχειρήσω να δω πώς τίθεται το πρόβλημα σε σχέση με την ολλανδική νομοθεσία. Αν και το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφανθεί επί ερωτήματος που υπάγεται στην αρμοδιότητά του βάσει του άρθρου 177, χωρίς να κρίνει το λυσιτελές του ερωτήματος αυτού για την επίλυση της διαφοράς κατά την κυρία δίκη, νομίζω ότι είναι πάντα προτιμότερο να εξετάζει όσο το δυνατόν καλύτερα το ιστορικό της υποθέσεως προκειμένου να παράσχει, έστω και ως παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο για την εξέταση του ερωτήματος περί αφηρημένης ερμηνείας, στην οποία πρέπει να προβεί. Στις Κάτω Χώρες υπάρχουν τρία συστήματα ασφαλίσεως που ενδιαφέρουν τους μισθωτούς:
Στη συνέχεια ο Moebs εργάστηκε στη Γαλλία από 1ης μέχρι 21ης Οκτωβρίου 1959, οπότε απεβίωσε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέχισε να κατοικεί στις Κάτω Χώρες με την οικογένειά του. Μόλις κατά το έτος 1960 η χήρα του εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Από 1ης Οκτωβρίου 1959 υπήχθη στη γαλλική κοινωνική ασφάλιση· εν τούτοις, η Moebs δεν μπορεί να αξιώσει τη χορήγηση συντάξεως χηρείας βάσει του γαλλικού νόμου, διότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος αυτός, ιδίως την προϋπόθεση της αναπηρίας. Αντίθετα, εδικαιούτο καταβολής «εφάπαξ λόγω θανάτου» και από πολύ πρόσφατο έγγραφο γνωρίζουμε ότι πράγματι την έλαβε· περαιτέρω δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που στη Γαλλία χορηγούνται ανεξάρτητα από κάθε προϋπόθεση υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή καταβολής εισφορών. Γι' αυτό η Moebs προσπάθησε να αποκτήσει δικαίωμα συντάξεως στις Κάτω Χώρες βάσει του AWW, το οποίο θα εγεννάτο λόγω των οκτώ ανηλίκων τέκνων της. Ισχυρίστηκε, και ισχυρίζεται ακόμα, ότι ο σύζυγός της, έχοντας διατηρήσει μέχρι τον θάνατο του την κατοικία του στις Κάτω Χώρες, υπαγόταν στο AWW τουλάχιστον από 1ης Οκτωβρίου 1959 μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, την 21η Οκτωβρίου 1959. Τα αιτήματά της, ωστόσο, απορρίφθηκαν από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα, τα οποία στηρίχτηκαν ιδίως σε βασιλικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1959 που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του νόμου για το σύστημα του AWW. Πράγματι, ο νόμος αυτός ορίζει (άρθρο 7, παράγραφος 4) ότι «γενικά μέτρα μπορούν να εισάγουν εξαιρέσεις από τις διατάξεις της παραγράφου 1 (σύμφωνα με τις οποίες κάθε πρόσωπο ηλικίας άνω των 15 ετών και κάτοικος Κάτω Χωρών είναι ασφαλισμένο) όσον αφορά(…) τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται, παρόμοιες κανονιστικές ρυθμίσεις εκτός του Βασιλείου». Έτσι το βασιλικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1959 περιέχει την ακόλουθη διάταξη (άρθρο 2): «κατ' εξαίρεση των διατάξεων του άρθρου 6 του AOW και του άρθρου 7 του AWW, δεν θεωρείται ως ασφαλισμένος κατά την έννοια αυτών των νόμων: α) το εγκατεστημένο στο Βασίλειο πρόσωπο που εργάζεται ως μισθωτός εκτός του Βασιλείου και που, λόγω αυτής της εργασίας, είναι ασφαλισμένο κατά των οικονομικών συνεπειών του γήρατος και του θανάτου δυνάμει νομοθεσίας ισχύουσας στη χώρα όπου εργάζεται». Τα δικαιοδοτικά όργανα που επιλήφθηκαν σχετικά θεώρησαν ότι ο Moebs, λόγω της απασχολήσεώς του ως μισθωτού στη Γαλλία, υπήχθη σε νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως κατά του κινδύνου θανάτου, πράγμα που είναι αναμφισβήτητο. Εντούτοις, δεν έπεται, όπως αναφέρει η Επιτροπή, ότι προς επίλυση της διαφοράς αρκούσε «πιθανώς» εν προκειμένω η εφαρμογή του ολλανδικού νόμου, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναδρομής στο άρθρο 12 του κανονισμού 3. Πράγματι, αν αυτό το άρθρο 12 είχε την έννοια ότι η εφαρμογή του γαλλικού νόμου, βέβαιη εν προκειμένω, δεν αποκλείει την εφαρμογή του ολλανδικού νόμου, τουλάχιστον ενός νόμου όπως ο AWW, αυτό θα είχε αναμφίβολα ως συνέπεια ότι οι περιορισμοί που καθιερώνει το βασιλικό διάταγμα πρέπει να θεωρούνται, αν όχι ως μη νόμιμοι, τουλάχιστον ως ανεπίδεκτοι εφαρμογής όσον αφορά τις νομοθεσίες των χωρών της Κοινότητας, διότι δεν θα είχαν πλέον νόμιμο έρεισμα στον κανονισμό 3 ούτε, εξάλλου, πολύ περισσότερο στον ίδιο τον νόμο· ο τελευταίος, πράγματι, δεν επέτρεψε εξαιρέσεις παρά μόνον εφόσον πρόκειται για την εφαρμογή «παρόμοιων κανονιστικών ρυθμίσεων εκτός του Βασιλείου», πράγμα που δεν συμβαίνει όταν έχει κανείς να κάνει, όπως εν προκειμένω, αφενός, με σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως για τους εργαζομένους σε ορισμένο επάγγελμα και, αφετέρου, με σύστημα που εφαρμόζεται στο σύνολο του πληθυσμού. Εννοείται, όμως, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, ότι μόνα τα ολλανδικά δικαστήρια είναι αρμόδια να κρίνουν προκειμένου περί της νομιμότητας ή της δυνατότητας εφαρμογής του βασιλικού διατάγματος σε σχέση με τον νόμο. Όπως και αν έχει το πράγμα — και αυτός ήταν ο μόνος στόχος των επεξηγήσεων μου — είναι απολύτως δικαιολογημένο το ότι το Centrale Raad έκρινε αναγκαίο να ζητήσει από το Δικαστήριο την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού 3. |
II — |
Επ' αυτού, δηλαδή της ερμηνείας του άρθρου 12, οι παρατηρήσεις μου θα είναι σύντομες. Πράγματι, έχω πλήρως πεισθεί από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής που μου φαίνονται απολύτως ορθές. Ο βασικός σκοπός του άρθρου 12 είναι να ρυθμίσει μια σύγκρουση νόμων, ορίζοντας ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο, όταν η χώρα του τόπου απασχολήσεως και η χώρα της κατοικίας είναι διαφορετικές. Ως προς το ζήτημα αυτό, οι διατάξεις καθιερώνουν τον κανόνα που γίνεται γενικά δεκτός τόσο στις εσωτερικές νομοθεσίες όσο και στις προγενέστερες διεθνείς συμβάσεις, δηλαδή την εφαρμογή της νομοθεσίας του τόπου απασχολήσεως, με μόνες τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο ίδιος ο κανονισμός: αυτό που έχει σημασία στην πραγματικότητα, περισσότερο από τον κανόνα, είναι η περιοριστική απαρίθμηση των εξαιρέσεων αυτών που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Όπως, όμως, ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, ο κανόνας αυτός, συνοδευόμενος από τις εξαιρέσεις του, ο οποίος ορίζει κατά τρόπο δεσμευτικό την εφαρμοστέα νομοθεσία, δεν προβλέπει, τουλάχιστον ρητά, ότι η νομοθεσία αυτή έχει σε όλες τις περιπτώσεις αποκλειστική εφαρμογή. Παραμένει επομένως ανοικτό το ζήτημα αν αυτός ο όρος της αποκλειστικότητας υπονοείται κατ' ανάγκη από τη ρύθμιση του άρθρου 12. Ας σημειωθεί καταρχάς ότι το πρόβλημα δεν ανακύπτει παρά μόνον εάν και οι δύο νομοθεσίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 3. Ο όρος «νομοθεσία» ορίζεται στο άρθρο 1, β, ότι σημαίνει «τους νόμους, τους κανονισμούς και τις κανονιστικές πράξεις (οργανικές διατάξεις), υφισταμένους και μελλοντικούς, κάθε κράτους-μέλους, που αφορούν τα συστήματα και τους κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού». Ερχόμαστε λοιπόν στο άρθρο 2, κατά το οποίο «ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν: (…) ε) τις παροχές επιζώντων άλλες από τις παροχές που χορηγούνται σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικών ασθενειών». Επομένως το σύστημα του AWW περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα στις «νομοθεσίες» στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός 3, αν και αυτό αναφέρεται ρητά για πρώτη φορά μόλις στο άρθρο 7 του κανονισμού 130 (EE της 28.12.1963), που συμπληρώνει το Παράρτημα G, όπως θα έχει την ευκαιρία να δει το Δικαστήριο σε επόμενη δίκη. Το γεγονός ότι το σύστημα αυτό υπερβαίνει το πλαίσιο των μισθωτών λίγο ενδιαφέρει, μια και εφαρμόζεται στους μισθωτούς. Εξάλλου, το Παράρτημα Β του κανονισμού 3, που απαριθμεί τις νομοθεσίες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός, αναφέρεται κατά τρόπο γενικό, όσον αφορά τις Κάτω Χώρες, «στις νομοθεσίες περί(…) στ) ασφαλίσεως λόγω προώρου θανάτου(…)» περαιτέρω, το Παράρτημα 9 του κανονισμού 4 μνημονεύει ρητά, μεταξύ των γενικών συστημάτων των Κάτω Χωρών, την «ασφάλιση υπέρ χηρών και ορφανών». Ας σημειωθεί, δεύτερον, ότι πρέπει ακόμα, για να ανακύπτει το πρόβλημα, οι δύο νομοθεσίες να καλύπτουν τον ίδιο κίνδυνο: αυτό φαίνεται αυτονόητο. Μετά τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, οι διακρίσεις που προτείνει η Επιτροπή, οι οποίες στηρίζονται σε συγκριτική ανάλυση του συνόλου των διατάξεων του κανονισμού 3 στον τομέα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και αναζητούν τη συναγωγή της «ratio legis» τους, φαίνονται ορθές. Πρέπει καταρχάς να γίνει διάκριση μεταξύ των νομοθεσιών, οι οποίες στηρίζονται η μία στην άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και η άλλη στην κατοικία. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η εφαρμογή καθεμιάς από τις νομοθεσίες δεν είναι συνέπεια του ίδιου γενεσιουργού γεγονότος. Το τυπικότερο παράδειγμα είναι εκείνο της γαλλικής νομοθεσίας περί οικογενειακών επιδομάτων, που εφαρμόζεται στο σύνολο του πληθυσμού. Μια τέτοια διάκριση δεν είναι εντούτοις αρκετή, ώστε να επιτρέπεται σύγχρονη εφαρμογή των δύο νόμων. Πρέπει να γίνει μια άλλη, ή του υποχρεωτικού ή, αντίθετα, του εκούσιου (ή του σχετικού μέ την «προαιρετική συνέχιση») χαρακτήρα της ασφαλίσεως. Πράγματι, στην περίπτωση της υποχρεωτικής ασφαλίσεως, υπάρχει, ως γενικός κανόνας, συμμετοχή του εργοδότη στη χρηματοδότηση της ασφαλίσεως και θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό του άρθρου 12 η αποδοχή διπλής συμμετοχής των εργοδοτών προς κάλυψη του ίδιου κινδύνου, καθόσον το άρθρο 12 αποσκοπεί στην αποφυγή της διπλής συμμετοχής καθώς και στην παροχή εγγυήσεως στον εργαζόμενο ότι θα καλύπτεται πάντοτε από μια νομοθεσία. Αυτό όμως είναι εξίσου αληθές για τη συμμετοχή του εργαζομένου συνεπώς, ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση (που είναι η του AOW και του AWW) όπου μόνος ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει συγχρόνως εισφορές στο πλαίσιο δύο συστημάτων που καλύπτουν τον ίδιο κίνδυνο, το ένα στη χώρα της κατοικίας του και το άλλο στη χώρα του τόπου απασχολήσεώς του. Δεν μπορεί, ακόμα, να είναι υποχρεωμένο το ένα από τα συστήματα (για παράδειγμα, εν προκειμένω, το AWW) να συνεχίσει να καλύπτει τον κίνδυνο χωρίς καμιά συμμετοχή του ασφαλισμένου. Αντίθετα, αν η ασφάλιση έχει προαιρετικό χαρακτήρα και βαρύνει αποκλειστικά τον εργαζόμενο, κάθε εμπόδιο εξαφανίζεται θα ήταν μάλιστα εντελώς ανεπιεικές να στερηθεί ο ενδιαφερόμενος στην περίπτωση αυτή του ενδεχομένου πλεονεκτήματος της ασφαλίσεως, στην περίπτωση που η τελευταία θα του επέτρεπε τη λήψη υψηλότερης παροχής, ή ακόμα τη λήψη παροχής στην περίπτωση όπου ο άλλος νόμος δεν θα του την παρείχε (όπως εν προκειμένω). Πρόκειται, πράγματι, για μια κατάσταση που παρουσιάζει έντονες ομοιότητες προς εκείνη, όπου ο ενδιαφερόμενος συνάπτει ιδιωτικώς με μια εταιρία ή ένα ασφαλιστικό ταμείο σύμβαση επικουρικής ασφαλίσεως, με σκοπό την ολοκλήρωση της καλύψεως των κινδύνων τους οποίους ο νόμος δεν καλύπτει παρά ατελώς. Αλλά πρέπει ακόμα ο νόμος να επιτρέπει μια τέτοια «εκούσια» ασφάλιση ή «προαιρετική συνέχιση» ασφαλίσεως, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Αυτή η άποψη συνάγεται, επιπλέον, από τον κανονισμό 3, που συμπληρώνεται από τον κανονισμό 4, όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα που ανέφερε η Επιτροπή: άρθρο 8, γ, και άρθρο 13, παράγραφοι 1, β και 5, του κανονισμού 4 και, όσον αφορά τα οικογενειακά επιδόματα, άρθρο 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού. Φαίνεται, επομένως, ότι εκτός από την πολύ ειδική περίπτωση του γαλλικού συστήματος των οικογενειακών επιδομάτων (που όχι μόνο στηρίζεται μόνο στο κριτήριο της κατοικίας, αλλά χορηγεί τις παροχές ανεξάρτητα από κάθε συμμετοχή του ασφαλισμένου, και όπου μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν υπάρχει ακόμα κάτι από την ίδια την έννοια της υπαγωγής, αν όχι από την έννοια της ασφαλίσεως), το άρθρο 12 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπει τη σύγχρονη εφαρμογή δύο νομοθεσιών που καλύπτουν τον ίδιο κίνδυνο, παρά μόνον εάν το σύστημα της μιας από αυτές είναι σύστημα εκούσιας ασφαλίσεως (ή προαιρετικής συνεχίσεως) στο οποίο ο εργαζόμενος συμμετέχει μόνος. |
Προς απάντηση του ερωτήματος που υπέβαλε το Centrale Raad προτείνω ένα σχήμα της εξής μορφής:
|
Το άρθρο 12 του κανονισμού 3 έχει την έννοια ότι, η εφαρμογή της νομοθεσίας της χώρας απασχολήσεως αποκλείει κάθε σύγχρονη εφαρμογή της νομοθεσίας της χώρας κατοικίας, όταν οι δύο νομοθεσίες, στηριζόμενες ή όχι στο ίδιο κριτήριο υπαγωγής, καλύπτουν τον ίδιο κίνδυνο και προβλέπουν και οι δύο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως, στο οποίο ο ασφαλισμένος πρέπει να συμμετέχει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, αν η νομοθεσία του τόπου απασχολήσεως επιτρέπει στον ασφαλισμένο, σε δεδομένη στιγμή, να επικαλεστεί δικαίωμα βάσει αυτής της νομοθεσίας. |
( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.