EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52024XC02078

Ανακοινωση τησ Επιτροπησ — Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις οριακές τιμές που καθορίζονται δυνάμει της οδηγίας-πλαισίου 2008/56/ΕΚ για τη θαλάσσια στρατηγική και της απόφασης (ΕΕ) 2017/848 της Επιτροπής

C/2024/1268

ΕΕ C, C/2024/2078, 11.3.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/2078/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/2078/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2024/2078

11.3.2024

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις οριακές τιμές που καθορίζονται δυνάμει της οδηγίας-πλαισίου 2008/56/ΕΚ για τη θαλάσσια στρατηγική και της απόφασης (ΕΕ) 2017/848 της Επιτροπής

(C/2024/2078)

I.   Εισαγωγή

Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να αποσαφηνίσει ζητήματα που σχετίζονται με το νομικό καθεστώς και τη χρήση των οριακών τιμών για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση οι οποίες καθορίζονται μέσω της συνεργασίας σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο, σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική (1) (οδηγία 2008/56/ΕΚ, στο εξής: οδηγία) και με την απόφαση (ΕΕ) 2017/848 για τη θέσπιση κριτηρίων και μεθοδολογικών προτύπων για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων καθώς και προδιαγραφών και τυποποιημένων μεθόδων για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση (2) (στο εξής: απόφαση).

II.   Νομικό πλαίσιο

Η οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν ή να διατηρήσουν καλή περιβαλλοντική κατάσταση για το θαλάσσιο περιβάλλον το αργότερο έως το 2020 (άρθρο 1 παράγραφος 1). Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν θαλάσσιες στρατηγικές, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5. Μία πτυχή των θαλάσσιων στρατηγικών είναι να εξακριβώνεται κατά πόσον τα θαλάσσια ύδατα βρίσκονται σε καλή περιβαλλοντική κατάσταση [άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο ii)]

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας, « [ω]ς “καλή περιβαλλοντική κατάσταση” νοείται η περιβαλλοντική κατάσταση των θαλασσίων υδάτων στην οποία τα ύδατα αυτά παρέχουν οικολογικά ποικίλους και δυναμικούς ωκεανούς και θάλασσες που είναι καθαρές, υγιείς και παραγωγικές στα πλαίσια των εγγενών συνθηκών τους, και όπου η χρήση του θαλάσσιου περιβάλλοντος βρίσκεται σε επίπεδο αειφορίας, διασφαλίζοντας έτσι τις δυνατότητες για χρήσεις και δραστηριότητες από τις σημερινές και τις μελλοντικές γενεές ».

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας και με βάση την αρχική αξιολόγηση που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη πρέπει να αξιολογούν ένα σύνολο χαρακτηριστικών σχετικών με την καλή περιβαλλοντική κατάσταση για τα θαλάσσια ύδατα κάθε περιοχής ή υποπεριοχής. Κατά την αξιολόγηση αυτή, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα έντεκα χαρακτηριστικά ποιοτικής περιγραφής που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας. Τα κριτήρια και τα μεθοδολογικά πρότυπα για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη, καθορίζονται στην απόφαση. Στο άρθρο 9 παράγραφος 3 της οδηγίας αναφέρεται ότι τα εν λόγω κριτήρια και μεθοδολογικά πρότυπα ορίστηκαν από την Επιτροπή κατά τρόπο « ώστε να εξασφαλίζεται συνέπεια και να καθίσταται δυνατή η σύγκριση μεταξύ θαλάσσιων περιοχών ή υποπεριοχών όσον αφορά την έκταση στην οποία έχει επιτευχθεί καλή περιβαλλοντική κατάσταση ».

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 8 της απόφασης, « Για καθένα από τα χαρακτηριστικά ποιοτικής περιγραφής που παρατίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας 2008/56/ΕΚ και βάσει των ενδεικτικών καταλόγων στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, κρίνεται σκόπιμο να καθοριστούν τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων των κριτηρίων και των οριακών τιμών, κατά περίπτωση. Οι οριακές τιμές αποσκοπούν στο να συνεισφέρουν στον προσδιορισμό ενός συνόλου χαρακτηριστικών για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση από τα κράτη μέλη και στην τεκμηρίωση της αξιολόγησής τους σχετικά με τον βαθμό επίτευξης καλής περιβαλλοντικής κατάστασης. » Στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 5 της απόφασης, η «οριακή τιμή» ορίζεται ως « η τιμή ή το εύρος τιμών που επιτρέπουν την αξιολόγηση του ποιοτικού επιπέδου που επιτυγχάνεται για ένα συγκεκριμένο κριτήριο, συμβάλλοντας κατ' αυτό τον τρόπο στην εκτίμηση του βαθμού επίτευξης καλής περιβαλλοντικής κατάστασης ».

Στην απόφαση αναφέρεται ότι το παράρτημα καθορίζει δύο είδη κριτηρίων για τον καθορισμό της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης: κύρια (3) και δευτερεύοντα κριτήρια (4). Τα κράτη μέλη υποχρεούνται κατ’ αρχήν να χρησιμοποιούν τα κύρια κριτήρια, εκτός εάν —βάσει της αρχικής αξιολόγηση της κατάστασης των θαλάσσιων υδάτων τους ή των μεταγενέστερων επικαιροποιήσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 και με το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας— εξηγήσουν δεόντως γιατί δεν εφαρμόζεται ένα κύριο κριτήριο. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της απόφασης, τα κράτη μέλη διαθέτουν έναν βαθμό ευελιξίας όσον αφορά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χρήση δευτερευόντων κριτηρίων (εκτός εάν προβλέπεται αντίθετη διάταξη στο παράρτημα). Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν ένα δευτερεύον κριτήριο, όταν χρειάζεται, για να συμπληρώσουν ένα κύριο κριτήριο ή όταν, για ένα συγκεκριμένο κριτήριο, υπάρχει κίνδυνος το θαλάσσιο περιβάλλον να μην επιτύχει ή να μη διατηρήσει καλή περιβαλλοντική κατάσταση.

Σκοπός των οριακών τιμών είναι να αξιολογηθεί το ποιοτικό επίπεδο που επιτυγχάνεται για κάθε (κύριο ή δευτερεύον) κριτήριο, ενώ τα κριτήρια αυτά χρησιμοποιούνται για να αξιολογηθεί η επίτευξης των χαρακτηριστικών ποιοτικής περιγραφής που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί, να επιτευχθεί ή να διατηρηθεί η καλή περιβαλλοντική κατάσταση, η οποία αποτελεί τον κύριο σκοπό της οδηγίας.

Ορισμένες οριακές τιμές καθορίζονται ήδη στο παράρτημα της απόφασης και, καθώς απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία, είναι ήδη εφαρμοστέες. Όσον αφορά τις άλλες οριακές τιμές που πρέπει να καθοριστούν σύμφωνα με την απόφαση, το άρθρο 5 παράγραφος 1 της απόφασης απαιτεί από τα κράτη μέλη να τις καθορίσουν έως τις 15 Ιουλίου 2018  (5). Εάν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να καθορίσουν οριακές τιμές εντός της εν λόγω προθεσμίας, πρέπει να τις καθορίσουν « αργότερα το συντομότερο δυνατό »  (6), με την προϋπόθεση ότι υποβάλλουν αιτιολόγηση για την καθυστέρηση στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 της οδηγίας.

Έως σήμερα, έχει καθοριστεί ένας αριθμός οριακών τιμών (7) για διαφορετικά κριτήρια που αφορούν τα χαρακτηριστικά ποιοτικής περιγραφής μέσω της συνεργασίας σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο.

III.   Η κατάσταση των οριακών τιμών για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση

1.   Οριακές τιμές που διαφέρουν από εκείνες που καθορίζονται σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να διευκρινιστεί είναι αν τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν, για το ίδιο κριτήριο, εθνικές οριακές τιμές διαφορετικές από εκείνες που έχουν καθοριστεί σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο.

Το άρθρο 9 παράγραφος 3 της οδηγίας αποτελεί τη νομική βάση της απόφασης. Η απόφαση απαιτεί οι οριακές τιμές να σχεδιάζονται έτσι ώστε « να εξασφαλίζεται συνέπεια και να καθίσταται δυνατή η σύγκριση μεταξύ θαλάσσιων περιοχών ή υποπεριοχών όσον αφορά την έκταση στην οποία έχει επιτευχθεί καλή περιβαλλοντική κατάσταση ». Εάν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις δικές τους εθνικές οριακές τιμές ενώ έχουν καθοριστεί οριακές τιμές σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο, αυτό θα υπονόμευε τον στόχο του άρθρου 9 παράγραφος 3,το οποίο επιδιώκει επίσης να εξασφαλίσει ότι οι αρχές ενεργούν με συνεκτικό και συντονισμένο τρόπο σε ολόκληρη την ΕΕ.

Θα αντέβαινε επίσης στις διατάξεις της απόφασης. Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) της απόφασης επιτρέπει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν εθνικές οριακές τιμές μόνο έως ότου καθοριστούν οριακές τιμές μέσω ενωσιακής, περιφερειακής ή υποπεριφερειακής συνεργασίας. Αυτό σημαίνει ότι, άπαξ και καθοριστούν οι οριακές τιμές σε υπερεθνικό επίπεδο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τις δικές τους εθνικές οριακές τιμές. Η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 12 στηρίζει το συμπέρασμα αυτό. Σύμφωνα με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, « [έ]ως ότου καθοριστούν οι εν λόγω οριακές τιμές μέσω συνεργασίας σε επίπεδο Ένωσης, περιοχών ή υποπεριοχών, τα κράτη μέλη θα μπορούν να χρησιμοποιούν εθνικές οριακές τιμές, κατευθυντικές τάσεις ή οριακές τιμές που βασίζονται στις πιέσεις ως υποκατάστατους δείκτες ».

Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιούν διαφορετικές εθνικές οριακές τιμές από τη στιγμή που έχουν καθοριστεί οριακές τιμές σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο.

2.   Ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας με την οποία να μπορούν τα κράτη μέλη να μην χρησιμοποιούν τις οριακές τιμές που καθορίζονται μέσω ενωσιακής, περιφερειακής ή υποπεριφερειακής συνεργασίας, στο πλαίσιο των επικαιροποιήσεων των θαλάσσιων στρατηγικών βάσει του άρθρου 17.

Το δεύτερο ζήτημα που πρέπει να διευκρινιστεί είναι αν τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν τις οριακές τιμές που καθορίζονται μέσω ενωσιακής, περιφερειακής ή υποπεριφερειακής διαδικασίας, όταν επικαιροποιούν τις θαλάσσιες στρατηγικές τους. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να διευκρινιστεί αν αυτό επιτρέπεται όταν τα κράτη μέλη καθορίζουν την περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 5 της απόφασης, οι οριακές τιμές « επιτρέπουν την αξιολόγηση του ποιοτικού επιπέδου που επιτυγχάνεται για ένα συγκεκριμένο κριτήριο ». Αυτό σημαίνει ότι, όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν να εφαρμόσουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο και οι αντίστοιχες οριακές τιμές έχουν καθοριστεί σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο συνεργασίας, οφείλουν να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω οριακές τιμές.

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 ή παράγραφος 2 της απόφασης, τα κράτη μέλη μπορούν να μην χρησιμοποιήσουν τις οριακές τιμές που καθορίζονται σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο, όταν οι τιμές αυτές καλύπτουν κριτήριο που δεν εφαρμόζεται από το οικείο κράτος μέλος. Το ίδιο ισχύει και για τις οριακές τιμές που καλύπτουν χαρακτηριστικά για τα οποία ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι «δεν είναι σκόπιμη» η χρήση τους, σύμφωνα με το παράρτημα I της οδηγίας.

Η απόφαση (8) ενός κράτους μέλους να μην εφαρμόσει «αυτομάτως» ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο εκτείνεται στα στοιχεία, τις οριακές τιμές και τα μεθοδολογικά πρότυπα που αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό και/ή κριτήριο. Με άλλα λόγια, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να μην χρησιμοποιήσει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο, κατ’ επέκταση αποφασίζει να μην χρησιμοποιήσει τις οριακές τιμές που σχετίζονται με το εν λόγω χαρακτηριστικό και/ή κριτήριο.

Συμπερασματικά, τα κράτη μέλη, όταν επικαιροποιούν τις θαλάσσιες στρατηγικές τους σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας, δύνανται να μην χρησιμοποιούν τις οριακές τιμές που καθορίζονται σε ενωσιακό, περιφερειακό ή υποπεριφερειακό επίπεδο, μόνο στον βαθμό που οι οριακές τιμές αφορούν χαρακτηριστικά ή κριτήρια που έχουν επιλέξει να μην εφαρμόσουν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην οδηγία και στην απόφαση.

IV.   Χρήση των οριακών τιμών για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής κατάστασης

Η απόφαση απαιτεί από τα κράτη μέλη να καθορίσουν οριακές τιμές, καθώς και άλλα κριτήρια και μεθοδολογικά πρότυπα σχετικά με τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης, έως το 2018 ή « αργότερα το συντομότερο δυνατό », με την προϋπόθεση ότι υποβάλλουν αιτιολόγηση στην Επιτροπή (άρθρο 5).

Δεδομένου ότι στόχος της οδηγίας είναι να επιτύχει ή να διατηρήσει την καλή περιβαλλοντική κατάσταση της θάλασσας το αργότερο έως το 2020, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν καθορίσει οριακές τιμές κατά τον δεύτερο κύκλο εφαρμογής της οδηγίας (9).

Δυνάμει του άρθρου 6 της απόφασης, όταν καθοριστούν αυτές οι οριακές τιμές, τα κράτη μέλη, όταν επικαιροποιούν τις θαλάσσιες στρατηγικές τους, γνωστοποιούν στην Επιτροπή τη χρήση των εν λόγω τιμών και άλλων μεθοδολογικών προτύπων για την αξιολόγηση της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης.

Συνεπώς, αναμένεται ότι, τα κράτη μέλη, όταν θα πραγματοποιήσουν τις επόμενες επικαιροποιήσεις —σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) της οδηγίας— i) της αρχικής αξιολόγησης και του προσδιορισμού της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 και στο άρθρο 9 παράγραφος 1, και ii) των περιβαλλοντικών στόχων που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, θα εφαρμόσουν τις οριακές τιμές που καθορίζονται μέσω ενωσιακής, περιφερειακής ή υποπεριφερειακής συνεργασίας, καθώς και τις οριακές τιμές που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία που έχει ήδη θεσπιστεί στο παράρτημα της απόφασης, για τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσουν για να αξιολογήσουν την περιβαλλοντική κατάσταση.

Όταν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω οριακές τιμές, ιδίως όταν επικαιροποιούν την αρχική τους αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1, αυτό θα πρέπει να αιτιολογείται δεόντως. Για παράδειγμα, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τις καθορισμένες οριακές τιμές στο πλαίσιο της επικαιροποιημένης υποβολής εκθέσεων σχετικά με την καλή περιβαλλοντική κατάσταση δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1, αλλά δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τις ίδιες οριακές τιμές για να επικαιροποιήσει την αρχική του αξιολόγηση δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1, καθώς οι εν λόγω τιμές δεν είχαν ακόμη καθοριστεί κατά τον χρόνο εκπόνησης της αξιολόγησης των θαλάσσιων υδάτων τους.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, όταν αξιολογεί τις επικαιροποιημένες θαλάσσιες στρατηγικές των κρατών μελών, και ιδίως την αξιολόγηση της κατάστασης των θαλάσσιων υδάτων τους και την πρόοδο προς την επίτευξη της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης, θα ελέγχει κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν χρησιμοποιήσει οριακές τιμές για να καθορίσουν την καλή περιβαλλοντική κατάσταση κατά τις επικαιροποιήσεις που επιφέρουν στις θαλάσσιες στρατηγικές τους.


(1)   ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19.

(2)   ΕΕ L 125 της 18.5.2017, σ. 43.

(3)  Βλ. παράρτημα της απόφασης: D1C1, D1C2, D1C3, D1C4, D1C5, D1C6, D2C1, D3C1, D3C2, D3C3, D4C1, D4C2, D5C1, D5C2, D5C5, D6C1, D6C2, D6C3, D6C4, D6C5, D8C1, D8C3, D9C1, D10C1, D10C2, D11C1, D11C2.

(4)  Βλ. παράρτημα της απόφασης: D2C2, D2C3, D4C3, D4C4, D5C3, D5C4, D5C6, D5C7, D5C8, D7C1, D7C2, D8C2, D8C4, D10C3, D10C4.

(5)  Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας.

(6)  Άρθρο 5 παράγραφος 2 της απόφασης.

(7)  Βλ. το παράρτημα της παρούσας ανακοίνωσης.

(8)  Δεδομένου ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μην χρησιμοποιούν ορισμένα χαρακτηριστικά ή κύρια κριτήρια και να αποφασίζουν (εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παράρτημα της απόφασης) αν θα εφαρμόσουν τα δευτερεύοντα κριτήρια, η χρήση του όρου «επιλέγει» στο άρθρο 6 της απόφασης θα πρέπει να νοείται ως η επιλογή των κρατών μελών ως προς το ποια χαρακτηριστικά και κριτήρια θα εφαρμόσουν.

(9)  Άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 της απόφασης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η απόφαση συνιστά τη χρήση των ακόλουθων οριακών τιμών που απορρέουν από την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία.

Κριτήριο

Οριακή τιμή / οριακές τιμές

D3C1

Θνησιμότητα λόγω αλιείας

Το «ποσοστό θνησιμότητας λόγω αλιείας» των πληθυσμών των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων ιχθύων βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα τα οποία μπορούν να αποφέρουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση (ΜΒΑ).

D3C2

Βιομάζα αποθέματος αναπαραγωγής

Η «βιομάζα αποθέματος αναπαραγωγής» των πληθυσμών των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων ιχθύων κυμαίνεται πάνω από τα επίπεδα βιομάζας τα οποία μπορούν να αποφέρουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση.

D5C1

Συγκεντρώσεις θρεπτικών συστατικών

Οι οριακές τιμές έχουν ως εξής:

α)

στα παράκτια ύδατα, οι τιμές καθορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ·

D5C2

Συγκεντρώσεις χλωροφύλλης

Οι οριακές τιμές έχουν ως εξής:

α)

στα παράκτια ύδατα, οι τιμές καθορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ·

D5C5

Διαλυμένο οξυγόνο

Οι οριακές τιμές έχουν ως εξής:

α)

στα παράκτια ύδατα, οι τιμές καθορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ·

D8C1

Συγκεντρώσεις παραγόντων μόλυνσης

Εντός των χωρικών υδάτων, οι συγκεντρώσεις παραγόντων μόλυνσης δεν υπερβαίνουν τις ακόλουθες οριακές τιμές:

α)

για τους παράγοντες μόλυνσης που ορίζονται στο σημείο 1) στοιχείο α) των στοιχείων κριτηρίων, τις τιμές που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ·

[…]

Πέρα από τα χωρικά ύδατα, οι συγκεντρώσεις παραγόντων μόλυνσης δεν υπερβαίνουν τις ακόλουθες οριακές τιμές:

α)

για τους παράγοντες μόλυνσης που επιλέγονται σύμφωνα με το σημείο 2) στοιχείο α) των στοιχείων κριτηρίων, ισχύουν οι ίδιες τιμές όπως και στα παράκτια και χωρικά ύδατα·

D9C1

Παράγοντες μόλυνσης στα θαλασσινά

Το επίπεδο παραγόντων μόλυνσης στους βρώσιμους ιστούς (μύες, ήπαρ, αυγά, σάρκα ή άλλα μαλακά μέρη, κατά περίπτωση) των θαλασσινών (συμπεριλαμβανομένων ψαριών, καρκινοειδών, μαλακίων, εχινοδέρμων, φυκών και άλλων θαλάσσιων φυτών) ελεύθερης αλιείας ή συλλογής (με την εξαίρεση των ιχθύων με πτερύγια από θαλασσοκαλλιέργειες) δεν υπερβαίνει:

α)

για τους παράγοντες μόλυνσης που παρατίθενται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1881/2006, τα μέγιστα επίπεδα που καθορίζονται στον κανονισμό, τα οποία αποτελούν τις οριακές τιμές για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης·

Επιπλέον, καθορίστηκαν οι ακόλουθες οριακές τιμές μέσω συνεργασίας σε ενωσιακό επίπεδο η οποία, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 12 της απόφασης, πρέπει να πραγματοποιείται « στο πλαίσιο της κοινής στρατηγικής εφαρμογής που καθορίζεται από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τους σκοπούς της οδηγίας 2008/56/ΕΚ ».

Κριτήριο

Οριακή τιμή / οριακές τιμές

D6C4

Απώλεια οικοτόπων

Το μέγιστο ποσοστό ενός ευρύτερου τύπου βενθικών οικοτόπων που μπορεί να απολεσθεί σε μια περιοχή αξιολόγησης είναι το 2 % της φυσικής του έκτασης (≤ 2 %) (D6C4).

D6C5

Δυσμενείς επιπτώσεις στους οικοτόπους

Το μέγιστο ποσοστό ενός ευρύτερου τύπου βενθικών οικοτόπων που μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς σε μια περιοχή αξιολόγησης είναι το 25 % της φυσικής του έκτασης (≤ 25 %). Αυτό περιλαμβάνει το ποσοστό του ευρύτερου τύπου βενθικών οικοτόπων που έχει απολεσθεί (D6C5). Ένας ευρύτερος τύπος βενθικών οικοτόπων σε μια περιοχή αξιολόγησης επηρεάζεται δυσμενώς εάν εμφανίζει μη αποδεκτή απόκλιση από την κατάσταση αναφοράς όσον αφορά τη βιοτική και αβιοτική δομή και τις λειτουργίες του (π.χ. σύνθεση των τυπικών του ειδών, σχετική αφθονία και δομή μεγέθους, ευαίσθητα είδη ή είδη που επιτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία, δυνατότητα ανάκτησης, λειτουργία οικοτόπων και οικοσυστημικές διεργασίες) (D6C5).

D10C1

Απορρίμματα στην ακτογραμμή

20 απορρίμματα/100 m ακτογραμμής

D11C1

Παλμικός θόρυβος

Για βραχυπρόθεσμη έκθεση (1 ημέρα, δηλ. ημερήσια έκθεση), το μέγιστο ποσοστό μιας περιοχής αξιολόγησης / ενός οικοτόπου που χρησιμοποιείται από ένα είδος ενδιαφέροντος, για την οποία / τον οποίο είναι αποδεκτή η έκθεση σε επίπεδα παλμικού θορύβου υψηλότερα από το επίπεδο εμφάνισης βιολογικώς δυσμενών επιδράσεων (LOBE) στη διάρκεια 1 ημέρας, είναι 20 % ή χαμηλότερο (≤ 20 %). Για μακροπρόθεσμη έκθεση (1 έτος), υπολογίζεται το μέγιστο ποσοστό της έκθεσης. Το μέγιστο ποσοστό μιας περιοχής αξιολόγησης / ενός οικοτόπου που χρησιμοποιείται από ένα είδος ενδιαφέροντος, για την οποία / τον οποίο είναι αποδεκτή η έκθεση σε επίπεδα παλμικού θορύβου υψηλότερα από το επίπεδο LOBE στη διάρκεια 1 έτους κατά μέσο όρο, είναι 10 % ή χαμηλότερο (≤ 10 %).

D11C2

Συνεχής θόρυβος

Ένα ποσοστό 20 % του οικοτόπου ενός είδους-στόχου ο οποίος υφίσταται επίπεδα θορύβου άνω του επιπέδου LOBE δεν πρέπει να υπερβαίνεται σε κανέναν μήνα του έτους αξιολόγησης, σύμφωνα με τον στόχο διατήρησης του 80 % της φέρουσας ικανότητας / του μεγέθους του οικοτόπου.

Οι οριακές τιμές που παραμένει να καθοριστούν σε ενωσιακό επίπεδο, σύμφωνα με την απόφαση, είναι εκείνες που αφορούν τα θαλάσσια απορρίμματα στην επιφάνεια της στήλης ύδατος και στον βυθό· για τα μικροαπορρίμματα στην ακτογραμμή, στην επιφάνεια της στήλης ύδατος και στα ιζήματα του βυθού· και για το επίπεδο των δυσμενών επιπτώσεων στους οικοτόπους του θαλάσσιου βυθού. Ορισμένες από τις εναπομείνασες οριακές τιμές έχουν καθοριστεί ή καθορίζονται μέσω περιφερειακής ή υποπεριφερειακής συνεργασίας. Η αιτιολογική σκέψη 12 της απόφασης εξηγεί ότι, στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη θα πρέπει, για παράδειγμα να παραπέμπονται « σε υφιστάμενες τιμές ή με καθορισμό νέων τιμών στο πλαίσιο των περιφερειακών συμβάσεων για τις θάλασσες ». Αυτές περιγράφονται σαφώς στο παράρτημα της απόφασης (1).


(1)  Βλ. την έκθεση του Κοινού Κέντρου Ερευνών με θέμα «Οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική (ΟΠΘΣ) – Οριακές τιμές για τα κριτήρια της ΟΠΘΣ: τρέχουσα κατάσταση και επόμενα βήματα». Λόγω του δυναμικού χαρακτήρα των συζητήσεων σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση, ορισμένες από τις πληροφορίες που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση δεν είναι πλέον επίκαιρες.


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/2078/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)


Top