ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Βρυξέλλες, 29.6.2022
COM(2022) 289 final
EMPTY
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Έκθεση στρατηγικών προβλέψεων 2022
Διασύνδεση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης στο νέο γεωπολιτικό πλαίσιο
I.Εισαγωγή
Ο κόσμος βιώνει τεκτονικές γεωπολιτικές αλλαγές οι οποίες ενισχύουν τις μεγατάσεις που ήδη επηρεάζουν την ΕΕ. Είναι σαφές ότι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στρατιωτικής επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, μεταξύ άλλων στους τομείς της ενέργειας, των τροφίμων, της οικονομίας, της ασφάλειας, της άμυνας και της γεωπολιτικής, θα επηρεάσουν σαφώς την πορεία της Ευρώπης προς την επίτευξη δίκαιης πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Ωστόσο, αυτές και άλλες μελλοντικές προκλήσεις δεν θα εκτρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση από τους μακροπρόθεσμους στόχους της. Με την εφαρμογή της σωστής δέσμης πολιτικών, μπορούν να συμβάλουν στην επιτάχυνση της επίτευξης των στόχων αυτών. Εν τέλει, αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει την ανθεκτικότητά μας και την ανοικτή στρατηγική αυτονομία μας σε διάφορους τομείς, από την ενέργεια, τα τρόφιμα, την ασφάλεια και τις προμήθειες ζωτικής σημασίας —συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών που απαιτούνται για τη μετάβαση— έως τις τεχνολογίες αιχμής.
Σε αυτό το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο και με βάση μια ολοκληρωμένη διαδικασία ανάλυσης προοπτικών, η έκθεση στρατηγικής ανάλυσης προοπτικών 2022 παρουσιάζει έναν μακρόπνοο στρατηγικό προβληματισμό σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης. Και οι δύο αυτές μεταβάσεις βρίσκονται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας της ΕΕ και η αλληλεπίδρασή τους θα έχει τεράστιες συνέπειες για το μέλλον. Η επιτυχία τους θα είναι επίσης καίριας σημασίας για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Παρότι διαφέρουν ως προς τη φύση τους και η καθεμιά έχει διαφορετική δυναμική, η διασύνδεσή τους —δηλαδή η ικανότητά τους να αλληλοενισχύονται— χρήζει διεξοδικότερης εξέτασης. Η πράσινη μετάβαση δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς τους στόχους και τις πολιτικές που ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία —μια οριζόντια στρατηγική για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και τη μείωση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος έως το 2050. Μέχρι πρόσφατα, η ψηφιακή μετάβαση εξελισσόταν παρουσιάζοντας περιορισμένα μόνο ζητήματα βιωσιμότητας. Για να μειωθούν οι δυσμενείς παρενέργειες και να αξιοποιηθεί στο έπακρο το δυναμικό της για την επίτευξη περιβαλλοντικής, κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας, η ψηφιακή μετάβαση απαιτεί κατάλληλο πλαίσιο πολιτικής και διακυβέρνηση, όπως παρουσιάζεται στην Ψηφιακή Πυξίδα και στη δέσμη προσαρμογής στον στόχο του 55 %.
Στην πορεία προς το 2050, η διασύνδεση θα εξαρτηθεί από την ικανότητα αξιοποίησης υφιστάμενων και νέων τεχνολογιών σε κλίμακα, καθώς και από διάφορους γεωπολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και ρυθμιστικούς παράγοντες. Με βάση την ανάλυσή τους, η παρούσα ανακοίνωση προσδιορίζει δέκα βασικούς τομείς στους οποίους θα πρέπει να αναληφθεί δράση. Μια ολοκληρωμένη, μελλοντοστραφής και στρατηγική προσέγγιση της διττής μετάβασης, η οποία θα αναγνωρίζει τον εγγενώς γεωπολιτικό χαρακτήρα της, είναι απαραίτητη για την περαιτέρω ενίσχυση των συνεργειών της και την αντιμετώπιση των εντάσεων.
II.Συνέργειες και εντάσεις μεταξύ της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης
Οι ψηφιακές τεχνολογίες θα μπορούσαν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας, τη μείωση της μόλυνσης και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας. Μέσω της μέτρησης και του ελέγχου των εισροών και μέσω της αυξημένης αυτοματοποίησης, τεχνολογίες όπως η ρομποτική και το διαδίκτυο των πραγμάτων θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα των πόρων και να ενισχύσουν την ευελιξία των συστημάτων και των δικτύων. Η ενεργειακά αποδοτική διαχείριση δεδομένων βάσει αλυσίδας συστοιχιών στο σύνολο του κύκλου ζωής και της αλυσίδας αξίας προϊόντων και υπηρεσιών θα μπορούσε να ενισχύσει την πρόοδο προς μια πιο κυκλική οικονομία και πιο ανταγωνιστική βιωσιμότητα. Οι ψηφιακές τεχνολογίες θα μπορούσαν επίσης να υποστηρίξουν την παρακολούθηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την υποβολή εκθέσεων σχετικά με αυτές και την επαλήθευσή τους με σκοπό την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τα ψηφιακά διαβατήρια προϊόντων καθιστούν δυνατή τη βελτίωση της ιχνηλασιμότητας των υλικών και των συστατικών τους στοιχείων, καθώς και της ιχνηλασιμότητας από άκρο σε άκρο και αυξάνουν την προσβασιμότητα των δεδομένων, γεγονός που είναι ουσιώδες για την ύπαρξη βιώσιμων κυκλικών επιχειρηματικών μοντέλων. Τα ψηφιακά δίδυμα θα μπορούσαν να διευκολύνουν την καινοτομία και τον σχεδιασμό πιο βιώσιμων διαδικασιών, προϊόντων και κτιρίων. Η κβαντική υπολογιστική θα διευκολύνει τις προσομοιώσεις που είναι υπερβολικά πολύπλοκες για τους κλασικούς υπολογιστές. Μέσω τεχνολογιών δορυφορικών δεδομένων που παρέχουν παγκόσμιες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο παρακολουθείται η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη βιωσιμότητας. Η ανταλλαγή δεδομένων ή η παιχνιδοποίηση μπορεί να αυξήσει τη συμμετοχή του κοινού στην διαχείριση της μετάβασης και στη συνδημιουργία καινοτομιών.
Η επιδίωξη της πράσινης μετάβασης θα μετασχηματίσει επίσης τον ψηφιακό τομέα. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το ανανεώσιμο υδρογόνο, η πυρηνική ενέργεια (συμπεριλαμβανομένων των μικρών δομοστοιχειωτών αντιδραστήρων) και η τεχνολογία πυρηνικής σύντηξης θα είναι σημαντικές στο πλαίσιο των αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών στον ψηφιακό τομέα. Η προώθηση πολιτικών που αποσκοπούν στην κλιματική ουδετερότητα και την ενεργειακή απόδοση για τα κέντρα δεδομένων και τις υποδομές υπολογιστικού νέφους έως το 2030, μεταξύ άλλων με την κάλυψη της ζήτησης για ηλεκτρικό ρεύμα μέσω αξιοποίησης της ηλιακής ή της αιολικής ενέργειας, θα στηρίξει τον οικολογικό προσανατολισμό των τεχνολογιών που βασίζονται στα δεδομένα, όπως η ανάλυση μαζικών δεδομένων, η τεχνολογία της αλυσίδας συστοιχιών και το διαδίκτυο των πραγμάτων. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στην ανάπτυξη της δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και των σχετικών υποδομών μπορούν να αποτελέσουν πρόκληση. Η καλύτερη χωροθέτηση και η χρήση κατάλληλων τεχνολογιών θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή την επαναχρησιμοποίηση της θερμότητας που παράγεται από τα κέντρα δεδομένων στον τριτογενή τομέα. Η βιώσιμη χρηματοδότηση θα συμβάλει στην κινητοποίηση κλιματικά ουδέτερων επενδύσεων στον ψηφιακό τομέα. Ο βελτιωμένος σχεδιασμός και τα πιο κυκλικά επιχειρηματικά μοντέλα και πρότυπα παραγωγής μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των ηλεκτρονικών αποβλήτων. Από την πλευρά της ζήτησης, η κατανάλωση και οι πρακτικές των επιχειρήσεων και των πολιτών θα είναι σημαντικές για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών.
Αν οι ψηφιακές τεχνολογίες δεν καταστούν ενεργειακά αποδοτικότερες, η ευρεία χρήση τους θα αυξήσει την κατανάλωση ενέργειας. Οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) ευθύνονται για το 5-9 % της παγκόσμιας χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας και για το 3 % περίπου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Εξαιτίας της έλλειψης συμφωνημένου πλαισίου για τη μέτρηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της ψηφιοποίησης, συμπεριλαμβανομένων πιθανών «φαινομένων οπισθοδρόμησης» (rebound effects), οι σχετικές εκτιμήσεις παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η κατανάλωση ενέργειας από τις ΤΠΕ θα συνεχίσει να αυξάνεται, λόγω της αυξανόμενης χρήσης και παραγωγής καταναλωτικών συσκευών και της ζήτησης από δίκτυα, κέντρα δεδομένων και κρυπτοστοιχεία. Η κατανάλωση ενέργειας θα αυξηθεί επίσης λόγω της αυξημένης χρήσης επιγραμμικών πλατφορμών, μηχανών αναζήτησης, εννοιών της εικονικής πραγματικότητας όπως το metaverse και πλατφορμών μουσικής ή βίντεο συνεχούς ροής. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη των επόμενων γενιών μικροκυκλωμάτων χαμηλής κατανάλωσης και αποδοτικότερων τεχνολογιών συνδεσιμότητας (5G και 6G, δίκτυα που λειτουργούν βάσει τεχνητής νοημοσύνης) ενδέχεται να μειώσει το συνολικό αποτύπωμα των ΤΠΕ.
Περαιτέρω εντάσεις θα προκύψουν σε σχέση με τα ηλεκτρονικά απόβλητα και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των ψηφιακών τεχνολογιών. Η αύξηση της εξάρτησης από τα ηλεκτρονικά είδη, τα τηλέφωνα και τον εξοπλισμό υπολογιστών επιταχύνει την παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρονικών αποβλήτων, η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε 75 εκατομμύρια τόνους έως το 2030. Στην ΕΕ, επί του παρόντος μόλις το 17,4 % των αποβλήτων αυτών υποβάλλεται σε κατάλληλη επεξεργασία και ανακύκλωση, ενώ η παραγωγή ηλεκτρονικών αποβλήτων αυξάνεται κατά 2,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Χωρίς κατάλληλες πολιτικές, κάθε μετάβαση σε νέα πρότυπα ή τεχνολογίες θα απαιτεί μαζική αντικατάσταση εξοπλισμού. Για παράδειγμα, τα δίκτυα 5G και 6G θα απαιτήσουν από τους χρήστες να αντικαταστήσουν τον εξοπλισμό τους για να επωφεληθούν πλήρως από αυτά, καθώς η πλειονότητα των υφιστάμενων έξυπνων τηλεφώνων, ταμπλετών και υπολογιστών είναι συμβατά μόνο με τις προηγούμενες τεχνολογίες. Η πρόοδος της ψηφιοποίησης θα αυξήσει επίσης τη χρήση του ύδατος, π.χ. για την ψύξη των κέντρων δεδομένων ή την κατασκευή μικροκυκλωμάτων. Η εξόρυξη και η επεξεργασία των πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για τη μετάβαση εγείρουν περιβαλλοντικές και δεοντολογικές ανησυχίες. Τέλος, οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα επηρεάσουν τη διάρκεια ζωής και τη λειτουργία ψηφιακών υποδομών ζωτικής σημασίας. Κατά τα επόμενα 30 έτη, το κόστος των ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα σε ολόκληρη την ΕΕ ενδέχεται να αυξηθεί κατά 60 %.
Συνολικά, με κατάλληλη διακυβέρνηση, οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία μιας κλιματικά ουδέτερης, αποδοτικής ως προς τους πόρους οικονομίας και κοινωνίας, μέσω μείωσης της χρήσης ενέργειας και πόρων σε βασικούς οικονομικούς τομείς και διασφάλισης της αποδοτικότητας των πόρων για τις ίδιες τις ψηφιακές τεχνολογίες.
III. Τεχνολογίες που είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη διασύνδεση
Η ενέργεια, οι μεταφορές, η βιομηχανία, τα κτίρια και η γεωργία είναι οι τομείς με τις περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, η μείωση του αποτυπώματός τους, όπως προβλέπεται και στη δέσμη προσαρμογής στον στόχο του 55 %, και η ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους είναι καίριας σημασίας για την επιτυχή διασύνδεση. Ωστόσο, χωρίς κατάλληλες τεχνολογίες και πολιτικές, ίσως είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί ο αρνητικός περιβαλλοντικός αντίκτυπος αυτών των τομέων. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως σε παγκόσμιο επίπεδο αν ληφθεί υπόψη ότι η αναμενόμενη αύξηση του πληθυσμού σε 9,7 δισεκατομμύρια έως το 2050 και η άνοδος του μέσου εισοδήματος θα αυξήσουν τις ανάγκες για τρόφιμα, βιομηχανικά προϊόντα, ενέργεια, στέγαση, κινητικότητα και ύδωρ.
Έως το 2030, οι μειώσεις των εκπομπών CO2 θα διασφαλιστούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τεχνολογίες που είναι ήδη διαθέσιμες σήμερα. Ωστόσο, η κλιματική ουδετερότητα και η κυκλικότητα έως το 2050 θα καταστούν δυνατές με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, που βρίσκονται επί του παρόντος σε πειραματικό στάδιο, στο στάδιο της επίδειξης ή στο στάδιο του πρωτοτύπου. Σε αυτές περιλαμβάνονται διάφορες ψηφιακές τεχνολογίες που θα μπορούσαν να προωθήσουν τη διασύνδεση σε όλους τους τομείς.
1.Ψηφιοποίηση της ενέργειας
Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας ενέτεινε τη σημασία των γεωπολιτικών πτυχών της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας, τονίζοντας την ανάγκη να επιταχυνθεί η μετάβαση αυτή και να υπάρξει συνένωση δυνάμεων για την επίτευξη ενός πιο ανθεκτικού ενεργειακού συστήματος και μιας πραγματικής Ενεργειακής Ένωσης. Η ΕΕ έχει προτείνει φιλόδοξες επιλογές για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας στους καταναλωτές (ιδίως σε εκείνους που είναι ευάλωτοι στην ενεργειακή φτώχεια και κινδυνεύουν από αυτήν) και τη βιομηχανία και για την ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ. Μεσοπρόθεσμα, ένα ολοκληρωμένο σύστημα της ΕΕ που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή καθαρής ενέργειας, στη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού, καθώς και στην αύξηση της εξοικονόμησης ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς αποτελεί την πλέον οικονομικά αποδοτική λύση για τη μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα. Για παράδειγμα, η πλήρης εφαρμογή της δέσμης προσαρμογής στον στόχο του 55 % (Fit for 55) θα μειώσει την κατανάλωση αερίου στην ΕΕ κατά 30 % έως το 2030. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, καθώς η πρόοδος της διττής μετάβασης θα αυξήσει τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια.
Η ψηφιοποίηση μπορεί να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ. Οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να στηρίξουν αποδοτικότερες ροές φορέων ενέργειας και να αυξήσουν τη διασυνδεσιμότητα μεταξύ των αγορών. Μπορούν να παράσχουν τα αναγκαία δεδομένα για την αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης σε πιο αναλυτικό επίπεδο και σχεδόν σε πραγματικό χρόνο. Η πρόβλεψη της παραγωγής και της ζήτησης ενέργειας μπορεί να βελτιωθεί με ψηφιακές τεχνολογίες, νέους αισθητήρες, δορυφορικά δεδομένα και αλυσίδες συστοιχιών. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στα έξυπνα δίκτυα να προσαρμόζουν την κατανάλωση στις καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν την παραγωγή μεταβλητής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Με τον τρόπο αυτόν, θα καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική διαχείριση και διανομή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θα διευκολύνονται οι διασυνοριακές ανταλλαγές και θα αποτρέπονται οι διακοπές. Η ψηφιοποίηση θα ενδυναμώσει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να στρέφουν την κατανάλωση προς πράσινες πηγές ενέργειας, να προσαρμόζουν την κατανάλωση ή ακόμη και να εμπορεύονται ενέργεια. Το μοντέλο «ενέργεια ως υπηρεσία» και οι καινοτόμες ενεργειακές υπηρεσίες που βασίζονται στα δεδομένα μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι προμηθευτές και οι καταναλωτές ενέργειας. Επιπλέον, τα μικροδίκτυα και τα αυτοοργανωμένα δίκτυα μπορούν να αποτελέσουν έναν τρόπο διαχείρισης του ενεργειακού συστήματος από τη βάση προς την κορυφή. Για να αυξηθεί η ανθεκτικότητα έναντι υβριδικών απειλών, η ψηφιοποίηση των ενεργειακών συστημάτων θα απαιτήσει ενισχυμένες δυνατότητες κυβερνοασφάλειας και ασφαλή, αυτόνομα συστήματα επικοινωνιών που παρέχουν καθολική κάλυψη, όπως η ασφαλής διαστημική συνδεσιμότητα.
2.Προώθηση πιο οικολογικών μεταφορών με ψηφιακές τεχνολογίες
Σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού και του βιοτικού επιπέδου, η ζήτηση για μεταφορές θα εξακολουθήσει να αυξάνεται. Οι μεταφορές επιβατών σε παγκόσμιο επίπεδο θα μπορούσαν να τριπλασιαστούν μεταξύ του 2015 και του 2050. Στην ΕΕ, οι οδικές μεταφορές επιβατών αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 21 % και οι εμπορευματικές μεταφορές κατά 45 % έως το 2050, παρά τις προσπάθειες για στροφή σε άλλες μορφές μεταφορών, όπως οι σιδηροδρομικές ή οι πλωτές μεταφορές. Η αστικοποίηση, η αύξηση της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών, η εξέλιξη του κόστους των επιλογών βιώσιμης μεταφοράς (που παραμένει σχετικά υψηλό σήμερα) και τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα (μεταξύ άλλων για τη διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού) θα επηρεάσουν επίσης τον οικείο τομέα. Επιπλέον, η ψηφιοποίηση μπορεί να επιταχύνει περαιτέρω την υβριδοποίηση του χώρου εργασίας, επηρεάζοντας την τοπική και διασυνοριακή κινητικότητα των εργαζομένων.
Σε συνδυασμό με τις ψηφιακές τεχνολογίες, οι ευρύτερες εφαρμογές για συσσωρευτές επόμενης γενιάς θα καταστήσουν δυνατή τη σημαντική στροφή των μεταφορών προς τη βιωσιμότητα. Αυτό ισχύει για διάφορους τρόπους μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένων των επιβατικών και εμπορευματικών μεταφορών, των βαρέων φορτηγών ή των αεροπορικών μεταφορών. Για παράδειγμα, ηλεκτρικά αεροσκάφη θα μπορούσαν δυνητικά να συνδέουν μικρά περιφερειακά αεροδρόμια σε ολόκληρη την ΕΕ. Η διαχείριση της πρόσθετης ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια από τον τομέα των μεταφορών —τόσο για τον άμεσο εξηλεκτρισμό όσο και για τη μαζική παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα για τομείς στους οποίους είναι δύσκολη η μείωση των εν λόγω εκπομπών, όπως οι αεροπορικές και οι πλωτές μεταφορές— θα πρέπει να συνδυαστεί με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των ηλεκτρικών οχημάτων. Αυτό απαιτεί επίσης προσέγγιση σε επίπεδο συστήματος για την ενσωμάτωση αισθητήρων, υπολογιστικής ισχύος και προηγμένου λογισμικού. Η χρήση δεδομένων από τα οχήματα και το περιβάλλον τους μπορεί να βελτιστοποιήσει τη φόρτιση. Η αμφίδρομη φόρτιση θα μπορούσε να διασφαλίσει την ευελιξία των έξυπνων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, υποστηρίζοντας την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μεγιστοποίηση της χρήσης τους. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες που βασίζονται σε δορυφορικά δεδομένα, η ψηφιοποίηση μπορεί να υποστηρίξει αξιόπιστες λύσεις για συνδεδεμένα και αυτοματοποιημένα (μεταξύ άλλων και αυτόνομα) σκάφη και οχήματα, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της αποδοτικότητας της διαχείρισης της κυκλοφορίας και στη μείωση της κατανάλωσης καυσίμων. Πειραματικοί σχεδιασμοί, όπως κλίνες δοκιμών ή ζωντανά εργαστήρια, μέσω των οποίων καθίστανται εφικτές οι δοκιμές λύσεων κινητικότητας σε πραγματικό περιβάλλον μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση των αναγκών των τελικών χρηστών. Τα ψηφιακά δίδυμα οχημάτων μπορούν να παρέχουν πλήρη δεδομένα σχετικά με τις επιδόσεις σε πραγματικό χρόνο, το ιστορικό συντήρησης, τη διαμόρφωση, την αντικατάσταση εξαρτημάτων ή την εγγύηση. Η έξυπνη κινητικότητα θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και υποδομών, καθώς και πρόσβαση σε διάφορες ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το υπολογιστικό νέφος ή οι ημιαγωγοί. Επιπλέον, για να επιτευχθεί μια κρίσιμη μάζα και να αποφευχθεί η εξάρτηση από μεγάλους δεσπόζοντες παράγοντες, οι διάφοροι φορείς στον εν λόγω τομέα θα πρέπει να δημιουργήσουν εταιρικές σχέσεις, να συγκεντρώσουν επενδύσεις και να συμφωνήσουν για κοινά πρότυπα, υποδομές, πλατφόρμες και πλαίσια διακυβέρνησης. Η αποδοχή των αυτοοδηγούμενων οχημάτων από την κοινωνία και η προσιτότητα ως προς το κόστος θα είναι επίσης καίριας σημασίας.
Η ψηφιοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη θα ενισχύσουν επίσης την εμφάνιση αποδοτικότερων πολυτροπικών λύσεων μεταφοράς, συνδυάζοντας όλους τους τρόπους μεταφοράς σε μία ενιαία, διαλειτουργική πλατφόρμα, π.χ. «κινητικότητα ως υπηρεσία» ή «μεταφορές ως υπηρεσία». Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει την αποδοτικότητα, τις επιλογές των καταναλωτών, την προσβασιμότητα και την οικονομική προσιτότητα ιδίως των δημόσιων μεταφορών. Επιπροσθέτως, οι ψηφιακές πλατφόρμες θα ενισχύσουν άλλες επιλογές, όπως η συγκέντρωση και η κοινή χρήση. Η ψηφιακή τεχνολογία είναι επίσης καίριας σημασίας προκειμένου να εφαρμοστούν συνδεδεμένες υπηρεσίες πολυτροπικής κινητικότητας στις πόλεις, καθώς και στις απομακρυσμένες και αγροτικές περιφέρειες, ώστε οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης και επιλογής μεταξύ διαφορετικών εναλλακτικών λύσεων τόσο για τις επιβατικές όσο και για τις εμπορευματικές μεταφορές. Επιπροσθέτως, νέες τεχνολογίες και λύσεις που θα εκπέμπουν λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα, θα είναι ψηφιακές και θα βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (δρόνοι), μπορούν να προσφέρουν πολλές και διάφορες νέες εφαρμογές και υπηρεσίες, από την παράδοση εμπορευμάτων έως την παροχή ιατρικής βοήθειας. Αυτό θα απαιτήσει περαιτέρω διαλειτουργικότητα μεταξύ διαφόρων μεθόδων μεταφοράς, φορέων εκμετάλλευσης και πλατφορμών, καθώς και καθολική συνδεσιμότητα. Πιο συγκεκριμένα, η βελτιωμένη και ευρύτερη πρόσβαση σε δεδομένα κινητικότητας θα βοηθήσει τις δημόσιες αρχές να παρακολουθούν και να σχεδιάζουν δραστηριότητες, υποδομές και υπηρεσίες μεταφορών και να βελτιώνουν την αντιστοίχιση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης με χαμηλότερο κόστος και περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Η πρόσβαση σε δεδομένα είναι επίσης καίριας σημασίας για τη βελτίωση της διαχείρισης της κυκλοφορίας και την παροχή βιώσιμων λύσεων κινητικότητας για καταναλωτές και επιχειρήσεις.
3.Ενίσχυση της κλιματικής ουδετερότητας της βιομηχανίας μέσω ψηφιακών τεχνολογιών
Προκειμένου να παραμείνουμε στη σωστή πορεία για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, ήδη από το 2030 οι εκπομπές CO2 από τη βιομηχανία της ΕΕ θα πρέπει να μειωθούν κατά 23 % σε σύγκριση με το 2015. Η βιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο ευθύνεται για το 37 % της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας και περίπου για το 20 % των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τέσσερις ενεργοβόροι βιομηχανικοί τομείς —χάλυβας, τσιμέντο, χημικά, πολτός και χαρτί— ευθύνονται περίπου για το 70 % των συνολικών ετήσιων εκπομπών CO2 από τη βιομηχανία. Οι τομείς αυτοί είναι επίσης οι μεγαλύτεροι βιομηχανικοί χρήστες ενέργειας στην ΕΕ.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες θα είναι σημαντικές για τη διαχείριση της προσφοράς και της ζήτησης μεγάλων βιομηχανικών χρηστών ενέργειας σε ένα σύστημα με ποικίλες πηγές και πρώτες ύλες. Οι έξυπνοι μετρητές, συμπεριλαμβανομένων των υπομετρητών, και οι αισθητήρες θα μπορούσαν να αυξήσουν την ενεργειακή απόδοση, διαβιβάζοντας πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο σχετικά με την κατανάλωσή της και παρέχοντας στοιχεία στα εργαλεία διαχείρισης της ενέργειας. Τα συστήματα εποπτικού ελέγχου, ανάλυσης μαζικών δεδομένων και απόκτησης δεδομένων θα βελτιώσουν την αποδοτικότητα των βιομηχανικών διαδικασιών και θα επεξεργάζονται δεδομένα, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή τη λήψη πιο έξυπνων αποφάσεων. Τα ψηφιακά δίδυμα θα συμβάλουν στη βελτίωση του σχεδιασμού των συστημάτων, στη δοκιμή νέων προϊόντων, στην παρακολούθηση και τη διασφάλιση της προληπτικής συντήρησης, στην αξιολόγηση του κύκλου ζωής των προϊόντων και στην επιλογή βέλτιστων υλικών. Η βελτιστοποίηση με βάση τα δεδομένα θα συμβάλει στη βελτίωση των υφιστάμενων υλικών, στην ανάπτυξη πιο οικολογικών εναλλακτικών λύσεων και στην παράταση της διάρκειας ζωής τους. Η παρακολούθηση και ο εντοπισμός παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα υλικά ή τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται στα προϊόντα, γεγονός που θα μπορούσε να ενισχύσει την κυκλικότητα μέσω καλύτερης συντήρησης και μέσω υψηλής ποιότητας ανακύκλωσης κλειστού βρόχου. Η ενσωμάτωση των τεχνολογιών μεταποίησης, των ψηφιακών και άλλων προηγμένων τεχνολογιών, όπως η ρομποτική ή η τρισδιάστατη ή τετραδιάστατη εκτύπωση, θα διαδραματίσει και αυτή πολύ σημαντικό ρόλο. Η υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων από τον βιομηχανικό τομέα απαιτεί υψηλότερα επίπεδα τεχνολογικής ετοιμότητας και κυβερνοασφάλειας προκειμένου να προστατεύονται τα δεδομένα των βιομηχανικών διαδικασιών και η ακεραιότητα της λειτουργίας τους.
4.Οικολογικός προσανατολισμός των κτιρίων μέσω ψηφιοποίησης
Οι δημογραφικές τάσεις και η αστικοποίηση θα επιφέρουν αλλαγές στη ζήτηση για κτίρια. Λόγω της αύξησης του αστικού πληθυσμού, το παγκόσμιο κτιριακό απόθεμα θα διπλασιαστεί έως το 2060. Στην ΕΕ, ο αριθμός των ατόμων που ζουν κυρίως σε αστικές και ενδιάμεσες περιοχές ενδέχεται να φθάσει το 80 % έως το 2050. Θα υπάρχουν επίσης περισσότερα μικρά νοικοκυριά, τα οποία ενδέχεται να καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια ανά άτομο απ’ ό,τι τα μεγαλύτερα νοικοκυριά. Οι τάσεις αυτές, σε συνδυασμό με τη χρήση ψηφιακών συσκευών για εξ αποστάσεως εργασία, εκπαίδευση, έξυπνη ή ανεξάρτητη διαβίωση, θα εντείνουν την κατανάλωση ενέργειας των κτιρίων. Στην ΕΕ, ο τομέας αυτός αντιπροσωπεύει επί του παρόντος το 40 % της κατανάλωσης ενέργειας, ενώ το 75 % του κτιριακού αποθέματος είναι ενεργειακά μη αποδοτικό.
Προκειμένου να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα και να διασφαλιστούν σημαντικά οφέλη από την άποψη της μηδενικής μόλυνσης, τα νέα κτίρια θα πρέπει να έχουν μηδενικές εκπομπές έως το 2030 και το ένα πέμπτο των υφιστάμενων κτιρίων θα πρέπει να μετασκευαστούν. Για να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα στον οικείο τομέα, θα πρέπει να αντικατασταθεί η χρήση ορυκτών καυσίμων για θέρμανση με βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, όπως οι αντλίες θερμότητας, να μειωθεί το αποτύπωμα άνθρακα από τη χρήση των υδάτων και να βελτιωθεί η συνολική ενεργειακή απόδοση, φροντίζοντας παράλληλα οι λύσεις να είναι διαθέσιμες για όλους. Αυτό θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της ΕΕ για ανακαίνιση 35 εκατομμυρίων ενεργειακά μη αποδοτικών κτιρίων έως το 2030. Τα έξυπνα κτίρια και οι έξυπνοι μετρητές θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη αυτών των στόχων και στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Έως το 2030, η μοντελοποίηση των κτιριακών πληροφοριών θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω την ενεργειακή απόδοση και την απόδοση ως προς τη χρήση των υδάτινων πόρων στον οικείο τομέα, διασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη ανάλυση των επιλογών σχεδιασμού στην κατασκευή και τη χρήση κτιρίων. Η διαθεσιμότητα ανωνυμοποιημένων δεδομένων, οι έξυπνες συσκευές, καθώς και η συμπεριφορά των καταναλωτών θα επιτρέψουν στοχευμένες επενδύσεις σε ανακαινίσεις. Τα ψηφιακά ημερολόγια και η ανάλυση κύκλου ζωής θα είναι απαραίτητα στοιχεία για την αξιολόγηση, την αναφορά, την αποθήκευση και την παρακολούθηση πληροφοριών σχετικά με τις εκπομπές καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής και θα συμβάλουν στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των υλικών και στην αποτροπή της χρήσης τοξικών υλικών. Τα ψηφιακά δίδυμα θα μπορούσαν να αλλάξουν τον τρόπο σχεδιασμού, παρακολούθησης και διαχείρισης των αστικών χώρων. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των αστικών εκπομπών, σε αύξηση της αποδοτικότητας των πόρων και της ποιότητας ζωής και σε καλύτερη χρήση του χώρου των κτιρίων και θα μπορούσε να καταστήσει τα κτίρια πιο ανθεκτικά σε επικίνδυνα συμβάντα.
5.Εξυπνότερη και πιο οικολογική γεωργία
Οι κλιματικές και περιβαλλοντικές κρίσεις, οι δημογραφικές αλλαγές και η γεωπολιτική αστάθεια θα θέσουν σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα της γεωργίας στην ΕΕ και την πορεία της προς τη βιωσιμότητα. Αν δεν αναληφθεί δράση στον τομέα της πολιτικής, οι παγκόσμιες γεωργικές εκπομπές ενδέχεται να αυξηθούν κατά 15-20 % έως το 2050. Έως τότε το 10 % των παγκόσμιων εκτάσεων που είναι αυτήν τη στιγμή κατάλληλες για γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες προβλέπεται ότι θα έχουν καταστεί κλιματικά ακατάλληλες. Πρόκειται να εμφανιστούν και άλλες απειλές για τη βιόσφαιρα, τα ύδατα, το έδαφος ή τη βιοποικιλότητα. Στο νέο γεωπολιτικό πλαίσιο, η ΕΕ πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ζωοτροφών, λιπασμάτων και άλλων εισροών. Αυτό πρέπει να επιτευχθεί δίχως να υπονομευθεί η παραγωγικότητα, η επισιτιστική ασφάλεια ή ο οικολογικός προσανατολισμός του οικείου τομέα και με παράλληλη αντιμετώπιση της επισιτιστικής ανασφάλειας στις χώρες εταίρους με χαμηλότερα εισοδήματα.
Εάν αξιοποιηθούν σωστά, οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να καταστήσουν δυνατή την έξυπνη και οικολογικότερη γεωργία. Η αυξημένη επιτόπια χρήση ψηφιακών αισθητήρων (για την προσαρμογή των χειρισμών σε συγκεκριμένες συνθήκες) και οι ενωσιακές υπηρεσίες που βασίζονται σε δορυφορικά δεδομένα θα μπορούσαν να μειώσουν τη χρήση ύδατος, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και ενέργειας, αποφέροντας έτσι οφέλη και για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Τα ψηφιακά δίδυμα θα παρέχουν δεδομένα για τη διαχείριση της διαφοροποίησης των προϊόντων και θα αξιοποιούν τη λειτουργική βιοποικιλότητα για τον επανασχεδιασμό του ελέγχου των φυτοφαρμάκων. Η κβαντική υπολογιστική, σε συνδυασμό με τη βιοπληροφορική και τη γονιδιωματική των φυτών, μπορεί να βελτιώσει την κατανόηση των βιολογικών και χημικών διαδικασιών που απαιτούνται για τη μείωση των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων. Οι ψηφιακές πλατφόρμες που διευκολύνουν την τοπική διανομή και αποτρέπουν τη σπατάλη τροφίμων θα μπορούσαν να ενισχύσουν την τοπική παραγωγή και να μειώσουν το μέγεθος των κυκλωμάτων κατανάλωσης. Τα δορυφορικά δεδομένα, οι αισθητήρες, οι αλυσίδες συστοιχιών και τα δεδομένα από ολόκληρη την αλυσίδα αξίας θα μπορούσαν να αυξήσουν την ιχνηλασιμότητα και τη διαφάνεια. Οι ανοικτές γεωργικές ψηφιακές πλατφόρμες που παρέχουν τη βάση για ασφαλή και αξιόπιστη ανταλλαγή δεδομένων και ψηφιακές υπηρεσίες, όπως η γεωργία ακριβείας, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη δίκαιη συνεργασία στην αλυσίδα αξίας και να δημιουργήσουν αποδοτικές αγορές. Η ευρύτερη υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών θα απαιτήσει χαμηλότερο κόστος εγκατάστασης και συντήρησης, καθώς και υψηλότερη συνδεσιμότητα, στις περιφερειακές και αγροτικές περιοχές. Επιπλέον, οι ψηφιακές λύσεις που αναπτύσσονται για τυποποιημένες διαδικασίες θα πρέπει να υποστηρίζουν πιο διαφοροποιημένα γεωργικά μοντέλα. Ο βαθμός υιοθέτησης τεχνολογιών που σχετίζονται με τη διασύνδεση θα καθοριστεί από την εμπιστοσύνη, τα υψηλά επίπεδα ασφάλειας και τις κατάλληλες δεξιότητες.
IV. Γεωπολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες που καθορίζουν τη διασύνδεση
Οι τρέχουσες γεωπολιτικές αλλαγές επιβεβαιώνουν την ανάγκη να επιταχυνθεί η διττή μετάβαση, και να ενισχυθεί παράλληλα η ανθεκτικότητα και η ανοικτή στρατηγική αυτονομία της ΕΕ. Οι επιπτώσεις της στρατιωτικής επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχουν ήδη αλλάξει τη γεωπολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Αυτό περιλαμβάνει διάφορους παράγοντες που έχουν σημασία για τη διασύνδεση: την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, καθώς και των σχετικών κοινωνικών επιπτώσεων, τη δυνητική ανάγκη για προσωρινή αύξηση της χρήσης άνθρακα, την περαιτέρω πίεση στα δημόσια οικονομικά, τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού, τους αυξημένους κινδύνους στον κυβερνοχώρο, τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και τη μείωση της πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες και τεχνολογίες. Η νέα αίσθηση του επείγοντος για την επιτάχυνση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής για την πράσινη μετάβαση. Η γεωπολιτική κατάσταση θα ενισχύσει επίσης τον μετασχηματισμό των αλυσίδων εφοδιασμού, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στο παγκόσμιο κόστος εργασίας και παραγωγής, καθώς και των επιπτώσεων της πανδημίας της COVID-19. Αυτό θα ασκήσει πρόσθετες πιέσεις προκειμένου να υπάρξει στροφή σε λιγότερο ευάλωτες, πιο διαφοροποιημένες και πιο αξιόπιστες αλυσίδες εφοδιασμού και, δυνητικά, σε προμήθειες μόνο από φιλικές χώρες (friend-shoring). Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό θα μπορούσε να μειώσει επίσης το αποτύπωμα άνθρακα και να προωθήσει την κυκλική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, εταίροι της ΕΕ όπως η Νότια Κορέα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία έχουν, για παράδειγμα, επίσης εφαρμόσει ή αρχίσει πρόσφατα να δημιουργούν συστήματα παρακολούθησης των αλυσίδων εφοδιασμού και των εγχώριων δυνατοτήτων.
Η διασφάλιση της πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες θα είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διττή μετάβαση της ΕΕ. Επί του παρόντος, η εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, για ορισμένες κρίσιμες πρώτες ύλες είναι ακόμη μεγαλύτερη από την εξάρτηση από τη Ρωσία για ορυκτά καύσιμα. Η παραγωγή της ίδιας της ΕΕ αντιπροσωπεύει μόλις το 4 % της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού με κρίσιμες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ψηφιακού εξοπλισμού, όπως το παλλάδιο, το ταντάλιο ή το νεοδύμιο. Επίσης, η ΕΕ δεν διαθέτει επαρκώς αναπτυγμένη βιομηχανία εξόρυξης, επεξεργασίας και ανακύκλωσης. Η πρόοδος όσον αφορά την ανάπτυξη εγχώριων κοιτασμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν στρατηγική σημασία για την οικονομία, είναι μέχρι στιγμής ανεπαρκής, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι τα σχετικά έργα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια. Ταυτόχρονα, η επίτευξη των στόχων μας για καθαρή ενέργεια θα απαιτήσει αυξημένες ποσότητες διαφόρων πρώτων υλών, π.χ. αύξηση της χρήσης λιθίου —που αποτελεί βασικό υλικό για την ηλεκτρική κινητικότητα— κατά 3 500 %. Η Χιλή διαθέτει σήμερα το 40 % των κοιτασμάτων λιθίου, ενώ η Κίνα φιλοξενεί το 45 % των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λιθίου παγκοσμίως.Επιπροσθέτως, αναμένεται αύξηση της χρήσης κοβαλτίου κατά 330 % και της χρήσης αργιλίου και χαλκού κατά 30-35 %. Οι εμπορικές συναλλαγές, η συνεργασία και οι εταιρικές σχέσεις με πολλές και διάφορες χώρες που διαθέτουν πλούτο ορυκτών και συμμερίζονται τις ίδιες απόψεις εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη σημασία. Η παγκόσμια αύξηση της ζήτησης εντείνει τον ανταγωνισμό για πόρους και ενδέχεται να επιδεινώσει τη συγκέντρωση της παραγωγής, δημιουργώντας έτσι πρόσθετους γεωπολιτικούς κινδύνους στον τομέα της ζήτησης. Εκτός από την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, η ικανότητα καθορισμού περιβαλλοντικών και κοινωνικών προτύπων, με ταυτόχρονη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δραστηριοτήτων εξόρυξης, επεξεργασίας και ανακύκλωσης, καθώς και της παραγωγής ενέργειας, θα είναι καίριας σημασίας στο νέο γεωπολιτικό πλαίσιο.
Σε συνδυασμό με επαρκείς επενδύσεις, η αυξημένη κυκλικότητα και η ακρίβεια της παραγωγής θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση αυτών των στρατηγικών εξαρτήσεων. Η ψηφιοποίηση μπορεί να επιταχύνει περαιτέρω την κυκλικότητα, βελτιώνοντας τον σχεδιασμό, αυξάνοντας την ακρίβεια της παραγωγής και βελτιώνοντας τις διαδικασίες επισκευής, ανακατασκευής και ανακύκλωσης. Για παράδειγμα, μετά το 2040, η ανακύκλωση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βασική πηγή εφοδιασμού της ΕΕ για τα περισσότερα μεταβατικά μέταλλα, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ανάγκη για πρωτογενή μέταλλα. Η ανακύκλωση θα είναι ακόμη πιο σημαντική καθώς, για παράδειγμα, η παραγωγή χάλυβα ή αργιλίου από παλαιά (σκραπ) υλικά απαιτεί σημαντικά λιγότερη κατανάλωση ενέργειας σε σύγκριση με την παραγωγή από πρώτες ύλες. Τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα της ανακύκλωσης είναι σημαντικά στοιχεία. Για παράδειγμα, η επιμόλυνση του χάλυβα και του αργιλίου με χαλκό προκαλεί μεγάλες απώλειες αξίας και επακόλουθη αύξηση της χρήσης ενέργειας και των εκπομπών.
Η γεωπολιτική των τεχνολογιών θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία. Η πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες θα διασφαλίσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θα μειώσει τις στρατηγικές εξαρτήσεις. Το γεγονός ότι οι τρέχουσες δυνατότητες της ΕΕ όσον αφορά ορισμένες οριζόντιες τεχνολογίες είναι περιορισμένες αποδυναμώνει τη θέση της. Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός θα μπορούσε να αυξηθεί ταχύτατα και να οδηγήσει στον κατακερματισμό των παγκόσμιων οικοσυστημάτων καινοτομίας. Αυτό μπορεί να αυξήσει το κόστος και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας, ιδίως για τις τεχνολογίες διπλής χρήσης, π.χ. τις υποδομές 5G και 6G ή τις ψηφιακές τεχνολογίες στη γεωργία. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, καθώς ο όγκος των συλλεγόμενων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις συνήθειες και τα μοτίβα συμπεριφοράς των καταναλωτών, καθώς και ο αριθμός των συνδεδεμένων συσκευών, θα αυξηθούν μαζικά. Επιπλέον, αναμένεται επίσης να αυξηθούν οι αντιπαλότητες που βασίζονται σε αξίες και κοινωνικά μοντέλα. Η εξέλιξη αυτή είναι ήδη ορατή σε διάφορες προσεγγίσεις του διαδικτύου. Για παράδειγμα, περιορισμός της πρόσβασης σε συγκεκριμένο περιεχόμενο (π.χ. Κίνα, Ρωσία), επιδίωξη προσέγγισης βάσει αξιών (π.χ. η ΕΕ εστιάζει στην προστασία των δεδομένων και στην αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη) ή προώθηση συγκεκριμένων μοντέλων διακυβέρνησης [π.χ. διακυβέρνηση ιδιωτικοποιημένη σε μεγάλο βαθμό, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, ή κρατική διακυβέρνηση, όπως η κυβερνοκυριαρχία (cyber-sovereignty) στην Κίνα]. Εκφράζονται ολοένα και περισσότερες ανησυχίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ κακόβουλων δραστηριοτήτων στον κυβερνοχώρο και παραπληροφόρησης, οι οποίες απειλούν τη δημοκρατία, επιδεινώνουν τις διαιρέσεις και εμποδίζουν την πρόσβαση σε ακριβή πληροφόρηση. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς τα τελευταία 30 έτη δημοκρατικής προόδου έχουν εξανεμιστεί: το μέσο επίπεδο της παγκόσμιας δημοκρατίας το 2021 έπεσε στο επίπεδο του 1989. Επιπλέον, το τρέχον γεωπολιτικό πλαίσιο ενδέχεται να επηρεάσει έργα που σχετίζονται με τη διττή μετάβαση σε χώρες εταίρους, οι οποίες αντιμετωπίζουν ήδη οικονομικούς και εφοδιαστικούς περιορισμούς λόγω των συνεπειών της πανδημίας της COVID-19. Η πρόκληση αυτή καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμη καθώς, για πρώτη φορά, η πρόοδος σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών έχει αντιστραφεί.
Η προσαρμογή των πολιτικών μας σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο θα είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη της διττής μετάβασης. Αυτό συνεπάγεται τον αναπροσανατολισμό της παραδοσιακής άποψης για την οικονομική πρόοδο προς μια πιο ποιοτική κατεύθυνση η οποία θα περιστρέφεται γύρω από την ευημερία, την αποδοτική χρήση των πόρων, την κυκλικότητα και την αναγέννηση. Εν τέλει, η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας, βιώσιμης χρήσης των πόρων και μηδενικής μόλυνσης και η ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας συνεπάγονται ριζική αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, η οποία θα στηριχθεί σε κατάλληλο μείγμα μέσων βασισμένων στην αγορά (π.χ. τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) και επενδύσεων σε βιώσιμα έργα, τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα. Η ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων και επενδύσεων για την επίτευξη αντικτύπου αποτελεί επίσης παράγοντα που ενισχύει αυτήν τη στροφή.
Η διττή μετάβαση είτε θα είναι είτε δεν θα είναι δίκαιη: η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από τη συμμετοχικότητα και την οικονομική προσιτότητα. Τα άτομα με χαμηλό και μέσο εισόδημα είναι πιο ευάλωτα στις επιπτώσεις και στο κόστος της διττής μετάβασης, π.χ. αυτοματοποίηση της εργασίας, πρόσβαση σε ψηφιακές λύσεις και ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, υψηλότερες τιμές ενέργειας και τροφίμων, χρηματοδότηση βελτιώσεων για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων ή ένδεια των μεταφορών. Υπάρχει επίσης χάσμα μεταξύ των εταιρειών που αξιοποιούν την τεχνολογία στο έπακρο και εκείνων που υστερούν από τεχνολογική άποψη. Οι περιφερειακές ανισότητες όσον αφορά το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας μπορεί να επιδεινώσουν περαιτέρω αυτές τις διαφορές. Οι τριβές στην αγορά εργασίας και στην κεφαλαιαγορά θα μπορούσαν να καταστήσουν τη μετάβαση πιο χρονοβόρα και πιο δαπανηρή. Στο πλαίσιο αυτό, η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας θα είναι δυνατή μόνο αν συνοδεύεται από μέτρα για τη στήριξη αυτών των ομάδων όσον αφορά την ανάληψη των σχετικών οικονομικών επιβαρύνσεων και από τη γεφύρωση των ανισοτήτων. Η επίτευξη των στόχων της ψηφιακής δεκαετίας της ΕΕ και του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων θα συμβάλει καθοριστικά στην κάλυψη αυτών των κενών, αλλά ενδέχεται να χρειαστεί περισσότερη δράση. Το ζήτημα αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτικό, δεδομένου ότι εκείνοι που δυσκολεύονται περισσότερο από τη μετάβαση είναι αυτοί που ευθύνονται λιγότερο για τις εκπομπές. Πράγματι, επί του παρόντος, το πλουσιότερο 10 % των Ευρωπαίων εκπέμπουν υπερτριπλάσιες κατά κεφαλή εκπομπές σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες της ΕΕ
.
Η διττή μετάβαση θα επιφέρει ριζικές αλλαγές στην αγορά εργασίας της ΕΕ και στις σχετικές δεξιότητες. Θα υπάρξουν απώλειες θέσεων εργασίας στους τομείς και στις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξόρυξη άνθρακα και ορυκτών καυσίμων και από συναφείς αλυσίδες επεξεργασίας και εφοδιασμού. Από την άλλη πλευρά, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας ως αποτέλεσμα της πράσινης μετάβασης, π.χ. στους τομείς της καθαρής ενέργειας, των ανακαινίσεων και της κυκλικής οικονομίας
. Παρόμοια, η ψηφιακή μετάβαση είναι πιθανό να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες απασχόλησης και επιχειρηματικές ευκαιρίες, π.χ. σε προηγμένες τεχνολογίες, ενώ θα οδηγήσει στην απώλεια άλλων θέσεων εργασίας οι οποίες θα αυτοματοποιηθούν πλήρως ή εν μέρει. Η περαιτέρω ψηφιοποίηση, η οποία επιταχύνεται από την πανδημία της COVID-19, θα επηρεάσει επίσης τις συνθήκες και τα μοτίβα εργασίας, καθώς και την πρόσβαση στην κοινωνική προστασία. Οι διαδικασίες αυτές δεν θα είναι κατ’ ανάγκην ταυτόχρονες και οι επιπτώσεις τους στις διάφορες εταιρείες και περιφέρειες και στους διάφορους τομείς θα είναι άνισες, γεγονός που συνεπάγεται δυνητικές οικονομικές ανισορροπίες και ανισορροπίες στην αγορά εργασίας. Το μετασχηματισμένο περιεχόμενο των θέσεων εργασίας και η ανακατανομή της απασχόλησης θα απαιτήσουν διαφορετικές δέσμες δεξιοτήτων. Συνολικά, οι επιπτώσεις της διττής μετάβασης στην αγορά εργασίας είναι δυνητικά συμπληρωματικές, δεδομένου ότι θα υπάρξει ενίσχυση σε ορισμένους τομείς και αποδυνάμωση σε άλλους, γεγονός που απαιτεί περαιτέρω έρευνα.
Τα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης θα εξελιχθούν. Τεχνολογίες όπως το υπολογιστικό νέφος, το διαδίκτυο των πραγμάτων ή η ανάλυση μαζικών δεδομένων θα καταστήσουν δυνατή την εφαρμογή ολοένα και περισσότερων νέων επιχειρηματικών μοντέλων, συμπεριλαμβανομένης της υπηρεσιοποίησης, δηλαδή της πώλησης υπηρεσιών αντί προϊόντων. Για παράδειγμα, η μεταποίηση ως υπηρεσία θα δώσει τη δυνατότητα σε μικρότερες εταιρείες να χρησιμοποιούν αποδοτικότερες εγκαταστάσεις παραγωγής αιχμής. Τα καταναλωτικά πρότυπα, που υποστηρίζονται επίσης από τις δημογραφικές αλλαγές, θα είναι μείζονος σημασίας, καθώς η κατανάλωση των νοικοκυριών ευθύνεται έως και για το 72 % των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι καταναλωτικές επιλογές, όπως η χρήση ηλεκτρικού οχήματος, η εγκατάσταση αντλίας θερμότητας ή η μετασκευή ενός σπιτιού, θα μπορούσαν να μειώσουν σωρευτικά τις εκπομπές CO2 κατά περίπου 55 % σε παγκόσμιο επίπεδο. Καθοριστικής σημασίας τόσο για το περιβάλλον όσο και για τη συνολική υγεία του πληθυσμού θα είναι επίσης οι επιλογές συμπεριφοράς, π.χ. η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και η χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς ή ποδηλάτου. Οι ψηφιακές τεχνολογίες θα επηρεάσουν επίσης τα καταναλωτικά πρότυπα. Με την άνοδο του ηλεκτρονικού εμπορίου, θα διευκολύνουν την κατανάλωση και θα διαμορφώνουν τις αποφάσεις των καταναλωτών, οι οποίες θα βασίζονται ολοένα και περισσότερο σε ψηφιακή πληροφόρηση. Θα προωθήσουν επίσης την κοινωνική οικονομία, την οικονομία του διαμοιρασμού και την κυκλική οικονομία, καθώς και τη μετάβαση από την ιδιοκτησία στην παραγωγή και την εμπορία περιουσιακών στοιχείων, π.χ. ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή μεταχειρισμένα είδη, όπως τα είδη μόδας. Η προσωπική παρακολούθηση της έκθεσης στη μόλυνση ή της πρόκλησης μόλυνσης και η πρόσβαση σε περιβαλλοντικά δεδομένα μέσω δικτύων μικροαισθητήρων και έξυπνων συσκευών θα ενδυναμώσουν τους πολίτες προκειμένου να κάνουν τις επιλογές τους.
Τα πρότυπα θα είναι σημαντικά για τη διευκόλυνση της διασύνδεσης. Μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη μεθόδων δοκιμής, συστημάτων διαχείρισης ή λύσεων διαλειτουργικότητας που απαιτούνται για τη διττή μετάβαση. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν απαίτηση για την πρόσβαση στην αγορά και την υποστήριξη της εφαρμογής της νομοθεσίας και των στόχων πολιτικής της ΕΕ, π.χ. της εναρμονισμένης προσέγγισης της ΕΕ όσον αφορά τα βιώσιμα προϊόντα. Τα πρότυπα δεδομένων θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εκθετική αύξηση του όγκου από διάφορες πηγές και ιδιωτικά δεδομένα μπορεί να αξιοποιηθεί με αποδοτικό και αξιόπιστο τρόπο. Παρότι η τυποποίηση είναι ζωτικής σημασίας για την υλοποίηση των στόχων πολιτικής μας, πολλές τρίτες χώρες την χρησιμοποιούν ολοένα και πιο αποφασιστικά για να παρέχουν στις βιομηχανίες τους αυξημένη πρόσβαση στην αγορά και ανάπτυξη της τεχνολογίας. Υπό την έννοια αυτή, ο ρόλος της ΕΕ στη διαμόρφωση παγκόσμιων προτύπων και η διατύπωση απόψεων από ενωσιακές εταιρείες στους περιφερειακούς φορείς καθορισμού προτύπων εξακολουθούν να είναι ζωτικής σημασίας.
Οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα εξακολουθήσουν να έχουν ζωτική σημασία για τη μετάβαση, υποστηριζόμενες και από «φιλικές προς τη διασύνδεση» κεφαλαιαγορές. Ο μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα NextGenerationEU, ανέρχεται συνολικά σε 2 018 τρισ. EUR. Τουλάχιστον το 30 % θα δαπανηθεί για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής —ποσοστό που είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ, από τον μεγαλύτερο μέχρι σήμερα προϋπολογισμό της ΕΕ. Επιπλέον, την περίοδο 2026-2027, το 10 % των ετήσιων δαπανών στο πλαίσιο του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού θα κατευθυνθούν προς τη στήριξη της βιοποικιλότητας. 25 σχέδια που έχουν εγκριθεί μέχρι στιγμής στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας αφιερώνουν το 40 % σε πράσινους στόχους και το 26 % σε ψηφιακούς στόχους, παρότι δίνουν κάπως περιορισμένη έμφαση στη δυνητική χρήση ψηφιακών λύσεων για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα. Θα είναι σημαντική η χρήση ειδικών μηχανισμών χρηματοδότησης, π.χ. του Ταμείου Καινοτομίας ή του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης. Ωστόσο, οι πρόσθετες ανάγκες για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις για τη διττή μετάβαση ενδέχεται να ανέρχονται σε σχεδόν 650 δισ. EUR ετησίως έως το 2030. Υπό την τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση, οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιθανό να αντιστοιχούν στο χαμηλότερο επίπεδο των πραγματικών αναγκών, ιδίως όσον αφορά την πράσινη μετάβαση. Απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με την αύξηση του δημόσιου χρέους, τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων στα δημόσια οικονομικά και τις αβέβαιες οικονομικές προοπτικές. Για παράδειγμα, μια πιθανή αύξηση των αμυντικών δαπανών ενδέχεται να επηρεάσει τους κρατικούς προϋπολογισμούς που προορίζονται για τη διττή μετάβαση. Αυτό αυξάνει τη σημασία της ιεράρχησης των δαπανών, της βελτίωσης της ποιότητας και της σύνθεσης των δημόσιων οικονομικών και της διασφάλισης συνεργειών μεταξύ του μη στρατιωτικού και του στρατιωτικού τομέα, ιδίως όσον αφορά τις τεχνολογίες και τα διαστημικά συστήματα. Τέλος, για την αποφυγή σημαντικών μη αξιοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού και μηχανισμών εγκλωβισμού θα απαιτηθεί αυξημένη εστίαση σε διαχρονικές επενδυτικές αποφάσεις ώστε να μην απαιτείται, για παράδειγμα, ο παροπλισμός κτιρίων και ενεργειακών ή βιομηχανικών υποδομών πριν από την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής τους, αλλά να είναι δυνατή η αναπροσαρμογή ή η μετασκευή τους. Τούτο είναι επίσης σημαντικό προκειμένου οι υφιστάμενες τεχνολογίες να μην καταστούν πλεονεκτικότερες έναντι των νεοεμφανιζόμενων.
V. Βασικοί τομείς δράσης
Με ανανεωμένη αίσθηση του επείγοντος λόγω των ταχύτατων εξελίξεων στη γεωπολιτική κατάσταση, απαιτούνται κατάλληλες πολιτικές για την ενίσχυση των ευκαιριών και την ελαχιστοποίηση των δυνητικών κινδύνων που σχετίζονται με την αλληλεπίδραση μεταξύ της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης έως το 2050.
1. Σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, η ΕΕ πρέπει να εξακολουθήσει να ενισχύει την ανθεκτικότητά της και την ανοικτή στρατηγική της αυτονομία σε κρίσιμους τομείς που συνδέονται με τη μετάβαση. Στον τομέα της ενέργειας, απαιτούνται εντατικές προσπάθειες για τις πράσινες πηγές ενέργειας, με αντικατάσταση της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα και παράλληλη διαφοροποίηση των πηγών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Θα είναι επίσης ζωτικής σημασίας η ανάπτυξη λύσεων και δυνατοτήτων αποθήκευσης για υφιστάμενους και μελλοντικούς φορείς ενέργειας, όπως το ανανεώσιμο υδρογόνο. Η αρχή της «προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση» που εφαρμόζεται σε ολόκληρη την κοινωνία και σε όλους τους τομείς της οικονομίας θα μείωνε σημαντικά την κατανάλωση ενέργειας. Η διαφάνεια και η διεθνής συνεργασία θα είναι ζωτικής σημασίας ως παράγοντες που προάγουν την καινοτομία και την τεχνολογική ανάπτυξη, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τον σεβασμό της αμοιβαιότητας και των ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Η διασφάλιση ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη ψηφιακών βιομηχανικών πλατφορμών μεταξύ επιχειρήσεων και μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών στην ΕΕ, καθώς και η διευκόλυνση της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ βιομηχανικών οικοσυστημάτων θα συμβάλουν στην ενίσχυση της θέσης μας όσον αφορά την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα. Έτσι θα υπάρξει επίσης στήριξη προκειμένου να εμφανιστούν ενωσιακοί φορείς καινοτομίας σε νέες αγορές, σε κρίσιμους τομείς. Οι εργασίες του παρατηρητηρίου της ΕΕ για τις κρίσιμες τεχνολογίες και η διαδικασία περιοδικής επανεξέτασης θα είναι σημαντικές στο πλαίσιο των σημερινών και μελλοντικών κινδύνων (τεχνολογικών) στρατηγικών εξαρτήσεων. Με βάση τις συνεχιζόμενες προσπάθειες εκσυγχρονισμού, η εργαλειοθήκη πολιτικής για το εμπόριο, τα τελωνεία, τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει επίσης να επικαιροποιείται ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που προκύπτουν από τη διττή μετάβαση και από άλλες εξελίξεις της αγοράς που οφείλονται κυρίως στη γεωπολιτική κατάσταση. Έτσι θα προστατεύεται η ΕΕ από μη βιώσιμα προϊόντα και διαδικασίες που προέρχονται από τρίτες χώρες, ενώ παράλληλα θα αμβλύνονται οι επιπτώσεις του αναπόφευκτου βραχυπρόθεσμου κόστους τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης. Παρόμοια, η συμβολή της κοινής γεωργικής πολιτικής στην επισιτιστική ασφάλεια, καθώς και άλλες δράσεις για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των επισιτιστικών συστημάτων θα πρέπει να εξεταστούν με πιο στρατηγικό τρόπο όσον αφορά τη διασύνδεση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης και την ανοιχτή στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης στο νέο γεωπολιτικό πλαίσιο.
2. Η ΕΕ πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την προώθηση της διττής μετάβασης σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην πολυμερή προσέγγιση βάσει κανόνων και στη διεθνή συνεργασία βάσει αξιών. Η παγκόσμια συνεργασία, μεταξύ άλλων μέσω προδραστικής έρευνας και θεματολογίου καινοτομίας με εταίρους που έχουν τις ίδιες απόψεις, θα είναι σημαντικό στοιχείο για την επιτάχυνση της ανάπτυξης τεχνολογιών διασύνδεσης της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης και την αντιμετώπιση των ανησυχιών που συνδέονται με την ψηφιοποίηση. Το κόστος και τα οφέλη της διττής μετάβασης θα πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στις χώρες εταίρους, ιδίως σε εκείνες που ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά. Θα πρέπει να ενισχυθούν η πράσινη και η ψηφιακή διπλωματία και προβολή, μέσω μόχλευσης της ισχύος που προσφέρουν η ρύθμιση και η τυποποίηση και μέσω προώθησης των αξιών της ΕΕ. Η πείρα που έχει συσσωρεύσει η ΕΕ στον τομέα της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών μέσω της επιβολής ανώτατου ορίου σε αυτές, της τιμολόγησης της ρύπανσης και της δημιουργίας εσόδων για την επιτάχυνση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές και τη στήριξη των πλέον ευάλωτων ατόμων θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης προκειμένου να χρησιμοποιήσουν παρόμοια συστήματα και άλλες χώρες. Θα πρέπει να επιδιωχθούν αμοιβαία επωφελείς στρατηγικές εταιρικές σχέσεις, ιδίως με γειτονικές και αφρικανικές χώρες. Αυτό περιλαμβάνει χρηματοδοτική στήριξη για έργα που σχετίζονται με τη διττή μετάβαση, με βάση το μη στρεβλωμένο εμπόριο και τις επενδύσεις, και σε αρμονία με την Global Gateway της ΕΕ. Αυτή θα απαιτήσει την ανάπτυξη υλικών πράσινων και ψηφιακών υποδομών (ασφαλών δικτύων 5G και 6G, διαδρόμων καθαρών μεταφορών, εναλλακτικών πηγών ενέργειας, γραμμών μεταφοράς καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας) και τη διασφάλιση ευνοϊκού περιβάλλοντος για τα έργα. Τα πράσινα ομόλογα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αποτελεσματικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής για τη διττή μετάβαση, ώστε να εξασφαλιστούν οφέλη για όλους.
3. Η ΕΕ πρέπει να διαχειριστεί στρατηγικά τον εφοδιασμό της με βασικά εμπορεύματα κρίσιμης σημασίας προκειμένου να επιτύχει τη διττή μετάβαση, ενισχύοντας παράλληλα τις αμυντικές της ικανότητες και διατηρώντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Η ανάπτυξη εγχώριων δυνατοτήτων και η διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού στην αλυσίδα αξίας θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη σημαντική μείωση των υφιστάμενων στρατηγικών εξαρτήσεων και για την αποφυγή του κινδύνου αντικατάστασής τους με νέες. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στον τομέα των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας, ο οποίος απαιτεί μακροπρόθεσμη και συστημική προσέγγιση. Η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει την ικανότητά της να παρακολουθεί τις παγκόσμιες αγορές βασικών εμπορευμάτων ώστε να προβλέπει και να μετριάζει τις διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και να εξοπλίζεται, κατά περίπτωση, με μέσα όπως οι επιλογές δημιουργίας αποθεμάτων και κοινών προμηθειών προκειμένου να είναι έτοιμη για την επόμενη διαταραχή στην αλυσίδα εφοδιασμού. Προκειμένου να διασφαλιστεί η προμήθεια τέτοιων εμπορευμάτων, θα πρέπει να δημιουργηθούν στρατηγικές εμπορικές σχέσεις με χώρες εταίρους που διαθέτουν πλούσιους ορυκτούς πόρους, ιδίως με εκείνες που συμμερίζονται τις απόψεις μας, και να αναπτυχθούν εγχώρια έργα εξόρυξης και επεξεργασίας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Η ΕΕ πρέπει επίσης να στηρίξει και να επιταχύνει την ανάπτυξη των πλέον πολύτιμων στρατηγικών ευρωπαϊκών έργων, μεταξύ άλλων με τον εξορθολογισμό και την επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, σε πλήρη συμμόρφωση με το περιβαλλοντικό κεκτημένο και τα εναρμονισμένα πρότυπα συμμετοχής του κοινού. Συμπληρωματικά προς αυτό, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν επενδύσεις στην καινοτομία και να διασφαλιστούν η μετάβαση στην κυκλική οικονομία, η ανάπτυξη αστικών ορυχείων και η δημιουργία αγοράς δευτερογενών πρώτων υλών με την καθιέρωση στόχων για τη συλλογή, την αποδοτικότητα της ανακύκλωσης και το ανακυκλωμένο περιεχόμενο. Η αύξηση της διάρκειας ζωής των προϊόντων και των επιπέδων ποιότητας της ανακύκλωσης θα μειώσει τις εξαρτήσεις για την προμήθεια πρωτογενών πόρων μετά το 2035. Απαιτούνται προσπάθειες για την προώθηση των υψηλότερων δυνατών προτύπων βιωσιμότητας και της καινοτομίας, την ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού και κοινωνικού αποτυπώματος της αλυσίδας αξίας των πρώτων υλών, καθώς και για την κινητοποίηση του δικτύου εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών και της χρηματοδοτικής ισχύος της προσέγγισης «Ομάδα Ευρώπη» με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων στο σύνολο των στοιχείων ενεργητικού της αλυσίδας αξίας των πρώτων υλών στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες.
4. Η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει την κοινωνική και οικονομική συνοχή κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις, οι τομείς και οι περιφέρειες που βρίσκονται σε μετάβαση χρειάζονται εξατομικευμένη στήριξη και κίνητρα για την προσαρμογή τους. Ο κοινωνικός διάλογος, οι επενδύσεις για τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και η έγκαιρη ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων μεταξύ των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, της βιομηχανίας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι καίριας σημασίας. Αυτό απαιτεί επίσης ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και του κράτους πρόνοιας, μεταξύ άλλων μέσω μηχανισμών για την στοχευμένη πρόληψη ή αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων στις κοινότητες και τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και την καταπολέμηση της φτώχειας, καθώς επίσης ρυθμίσεων για τη διάσωση θέσεων εργασίας και πολιτικών που συμβάλλουν στη μετάβαση της αγοράς εργασίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κλυδωνισμοί. Οι στρατηγικές και οι επενδύσεις περιφερειακής ανάπτυξης, που υποστηρίζονται από την πολιτική συνοχής, θα πρέπει να προωθούν τη διττή μετάβαση, μειώνοντας ταυτόχρονα τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές ανισότητες, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών αδικιών. Η απρόσκοπτη και ασφαλής συνδεσιμότητα, μεταξύ άλλων σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων, θα είναι καίριας σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το σύνολο των πολιτών και των επιχειρήσεων θα είναι σε θέση να επωφεληθούν από τη διασύνδεση.
5. Τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Αυτό συνεπάγεται αφενός δεξιότητες μάθησης για την προσαρμογή στην τεχνολογική πραγματικότητα και στην αγορά εργασίας που μεταβάλλονται ταχύτατα και αφετέρου οικολογικές δεξιότητες και ευαισθητοποίηση σχετικά με το κλίμα για την υποστήριξη της δημιουργίας αξίας στην πράσινη μετάβαση και της υπεύθυνης συμμετοχής στα κοινά. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η διττή μετάβαση θα είναι δίκαιη για όλους, πρέπει να αυξηθούν ουσιαστικά οι κοινωνικές δαπάνες που σχετίζονται με τη διασύνδεση, π.χ. για την εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση, εντός ενός πλαισίου δίκαιης μετάβασης. Η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού σε όλους τους τομείς και η στοχευμένη νόμιμη μετανάστευση πρέπει να αυξηθούν. Η υποστήριξη βιώσιμων τρόπων ζωής που θα συνάδουν με τον στόχο περιορισμού της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου, με τη συμμετοχή πολιτών και επιχειρήσεων, τη διασφάλιση οικονομικής προσιτότητας και τη διαμόρφωση πολιτικών και υποδομών για την προώθησή τους, θα είναι επίσης ουσιαστικής σημασίας.
6. Πρόσθετες επενδύσεις θα πρέπει να κατευθυνθούν σε τεχνολογίες και υποδομές που υποστηρίζουν τη διασύνδεση. Για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ΕΕ και να διευκολυνθεί η διττή μετάβαση, στοχευμένες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν τα τρωτά σημεία σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο. Οι σχετικές μακροοικονομικές και τομεακές πολιτικές πρέπει να συντονίζονται προσεκτικά. Απαιτείται περαιτέρω στροφή των επενδύσεων προς τη μακροπρόθεσμη προσέγγιση και τα βιώσιμα στοιχεία ενεργητικού. Η ΕΕ θα πρέπει να μοχλεύσει πρόσθετες ιδιωτικές και δημόσιες μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη διασύνδεση, ιδίως για την έρευνα και την καινοτομία σε τεχνολογίες και τομείς κρίσιμης σημασίας, την υιοθέτηση και τις συνέργειες μεταξύ τεχνολογιών, ανθρώπινου κεφαλαίου και υποδομών. Αυτό απαιτεί την ύπαρξη ευνοϊκού πλαισίου. Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης κεφαλαιαγορών θα είναι ουσιώδης για την ενίσχυση της ευρωστίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, τον μετριασμό πιθανών μελλοντικών κινδύνων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη διασφάλιση της εδραίωσης και της επαρκούς ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτό περιλαμβάνει την προώθηση πλαισίων βιώσιμης χρηματοδότησης για την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων σε βιώσιμα έργα. Το ενωσιακό σύστημα ταξινόμησης και η βασική αρχή της «μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης» αποτελούν σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Για πρόσθετες επενδύσεις θα απαιτηθούν χρηματοδοτικά εργαλεία που συνδυάζουν ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους. Πολυεθνικά έργα θα μπορούσαν να διευκολύνουν τη συγκέντρωση ενωσιακών, εθνικών και ιδιωτικών πόρων. Οι πράσινες δημόσιες και ιδιωτικές συμβάσεις θα πρέπει να επεκταθούν για να συμπεριλάβουν βιώσιμες ψηφιακές τεχνολογίες. Θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα επιδοτήσεων για βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις κοινωνικού χαρακτήρα από ιδιωτικούς φορείς θα είναι σημαντικά στοιχεία. Οι φορολογικές πολιτικές και η φορολογία πρέπει να προσαρμοστούν στη διττή μετάβαση, να απαλλάσσουν τις πρόσθετες επενδύσεις σε έργα που προωθούν την εν λόγω μετάβαση και πρέπει να παρέχουν στους παραγωγούς, τους χρήστες και τους καταναλωτές τα σωστά μηνύματα και κίνητρα σε σχέση με τις τιμές.
7. Η διαχείριση της μετάβασης απαιτεί επαρκή και αξιόπιστα πλαίσια παρακολούθησης. Οι τέσσερις διαστάσεις της ανταγωνιστικής βιωσιμότητας, δηλαδή η δικαιοσύνη, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η οικονομική σταθερότητα και η παραγωγικότητα, απαιτούν φιλόδοξο και ολοκληρωμένο σχεδιασμό πολιτικής που θα στρέφει την προσοχή τόσο στις συνέργειες όσο και στις εντάσεις. Η αναγκαία στροφή προς ένα νέο οικονομικό μοντέλο απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη μέτρηση και την παρακολούθηση της ευημερίας πέραν του ΑΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές, εντός και εκτός ΕΕ. Προκειμένου να διασφαλίζεται η λήψη πολιτικών αποφάσεων που αξιοποιούν το σύνολο του βιώσιμου δυναμικού της και να αξιοποιείται η βιώσιμη χρηματοδότηση, απαιτείται νέο και υγιές πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ για τη μέτρηση τόσο των ευνοϊκών επιδράσεων της ψηφιοποίησης όσο και του συνολικού της αποτυπώματος σε ό,τι αφορά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και τη χρήση της ενέργειας και των πόρων, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών και των σπάνιων γαιών. Η ύπαρξη ακριβών και αξιόπιστων πληροφοριών και επίσημων στατιστικών μπορεί να βοηθήσει τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες αρχές να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις. Σε τελική ανάλυση, η παρακολούθηση δεδομένων μπορεί να βοηθήσει την ΕΕ να αξιολογήσει αν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα.
8. Η θέσπιση διαχρονικού και ευέλικτου ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ, στο επίκεντρο του οποίου θα βρίσκεται η ενιαία αγορά, θα συμβάλει στη διαμόρφωση βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων και μοτίβων κατανάλωσης. Η ενιαία αγορά και οι διάφορες διαστάσεις της, π.χ. όσον αφορά τα δεδομένα ή την ενέργεια, πρέπει να εξελίσσονται διαρκώς προκειμένου να συνοδεύουν τη διττή μετάβαση. Για την προώθηση της κυκλικότητας, τη δημιουργία ευνοϊκών αγορών, την ενίσχυση των βιομηχανικών οικοσυστημάτων και τη διασφάλιση της πολυμορφίας των παραγόντων της αγοράς απαιτείται βελτιωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, με κίνητρα για την καινοτομία. Θα πρέπει να αίρονται συστηματικά τα διοικητικά εμπόδια, ώστε να διευκολύνονται τα έργα και οι υποδομές που σχετίζονται με τη διασύνδεση. Ο αυξανόμενος ρόλος των άυλων στοιχείων ενεργητικού θα απαιτήσει ένα πλαίσιο διανοητικής ιδιοκτησίας που θα είναι κατάλληλο για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η χάραξη πολιτικής της ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιήσει περαιτέρω τη χρήση ψηφιακών λύσεων, όπως τα ψηφιακά δίδυμα, η τεχνητή νοημοσύνη για τις προβλέψεις και η μοντελοποίηση για τις εκτιμήσεις των επιπτώσεων. Η διασύνδεση θα μπορούσε να αναλύεται καλύτερα στις αξιολογήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, μέσω εξέτασης των συνδυαστικών αποτελεσμάτων. Οι καταναλωτές θα πρέπει να προστατεύονται από παραπλανητικές πρακτικές, όπως η προβολή ψευδοοικολογικής ταυτότητας ή η προγραμματισμένη αχρήστευση. Τα οφέλη και οι προκλήσεις της μετάβασης πρέπει να συζητούνται με το κοινό. Η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί με ψηφιακές τεχνολογίες ή ζωντανά εργαστήρια. Θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω η χρήση τεχνητής νοημοσύνης για τη στήριξη της συμμετοχής των πολιτών στη χάραξη πολιτικής, όπως συνέβη με την ψηφιακή πλατφόρμα που αναπτύχθηκε για τη διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης.
9. Ο καθορισμός προτύπων θα είναι καίριας σημασίας για τη διασύνδεση και τη διασφάλιση του πλεονεκτήματος της ΕΕ ως πρωτοπόρου όσον αφορά την ανταγωνιστική βιωσιμότητα. Ο σχεδιασμός προϊόντων με βάση την αρχή «μείωση, επισκευή, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση» θα πρέπει να καταστεί κυρίαρχη πρακτική. Οι τρέχουσες δράσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των υλικών αγαθών στην ΕΕ πρέπει να συνδυαστούν με πρότυπα για όλους τους τομείς, προκειμένου να αντιστραφεί η υπερκατανάλωση και η προγραμματισμένη αχρήστευση. Οι πρόσφατες προτάσεις της Επιτροπής προκειμένου να υποχρεωθούν οι έμποροι να παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με την ανθεκτικότητα και τη δυνατότητα επισκευής των προϊόντων θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια σταθερή βάση για τον σκοπό αυτό. Η ΕΕ πρέπει να αναπτύξει μια πιο στρατηγική προσέγγιση για τις διεθνείς δραστηριότητες τυποποίησης με σχετικές μορφοποιήσεις που θα εφαρμόζονται παγκοσμίως. Για να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους, τα διεθνή πρότυπα πρέπει να συνδυάζονται με την παρακολούθηση και την ιχνηλασιμότητα. Για παράδειγμα, προκειμένου να θεσπιστεί ένα παγκόσμιο πρότυπο για τους συσσωρευτές, θα μπορούσε να απαιτηθεί ψηφιακό διαβατήριο για την παρακολούθηση του δεοντολογικού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος των εξαρτημάτων τους. Η χρήση προτύπων για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας των τεχνολογιών και των υποδομών διασύνδεσης θα καταστήσει επίσης δυνατή την ένταξη των εταίρων της ΕΕ στη διαδικασία υλοποίησης.
10. Θα απαιτηθεί ισχυρότερο πλαίσιο κυβερνοασφάλειας και ανταλλαγής δεδομένων προκειμένου να αξιοποιηθεί το δυναμικό των τεχνολογιών διασύνδεσης. Η βελτίωση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των διαφόρων ιδιοκτητών, παραγωγών και χρηστών δεδομένων στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εθνικών και υποεθνικών συστημάτων πληροφοριών, θα διευκολύνει την ανταλλαγή δεδομένων από διάφορους παράγοντες: δημόσιες αρχές, επιχειρήσεις, κοινωνία των πολιτών και ερευνητές. Η ύπαρξη ενισχυμένου και ασφαλέστερου πλαισίου ανταλλαγής δεδομένων που θα αποσαφηνίζει τις ασάφειες σχετικά με την ευθύνη και την κυριότητα κατά τη διαβίβαση δεδομένων θα προστατεύει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Θα συμβάλει επίσης στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης και αποδοχής όσον αφορά τις τεχνολογίες διασύνδεσης. Οι κοινές προσεγγίσεις όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς για την κυβερνοασφάλεια προϊόντων και υπηρεσιών, που θα συμπεριλαμβάνουν ολοκληρωμένες δέσμες κανόνων, τεχνικών απαιτήσεων, προτύπων και διαδικασιών, θα είναι σημαντικά στοιχεία. Επιπλέον, η ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και υποδομών πρέπει να ενισχυθεί με ένα ενωσιακό πλαίσιο για όλους τους κινδύνους, ώστε να βοηθηθούν τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι κρίσιμες οντότητες μπορούν να προλαμβάνουν τις διαταραχές, να αντιστέκονται σε αυτές και να ανακάμπτουν από αυτές. Η οικονομική προσιτότητα των τεχνολογιών κυβερνοασφάλειας θα είναι επίσης καίριας σημασίας.
VI. Συμπεράσματα
Η καλύτερη κατανόηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης είναι καίριας σημασίας για την επιτυχή διασύνδεση, εν μέσω διαφόρων μελλοντικών μεγατάσεων και απρόβλεπτων γεγονότων. Οι τομείς δράσης που παρουσιάζονται στην παρούσα ανακοίνωση (βλ. ανωτέρω) ανταποκρίνονται στην ανάγκη μεγιστοποίησης των συνεργειών και αντιμετώπισης των εντάσεων μεταξύ των δύο μεταβάσεων. Αυτό απαιτεί δυναμική προσέγγιση για την πρόβλεψη των αλλαγών και την προσαρμογή των απαντήσεων πολιτικής, διατηρώντας ταυτόχρονα σταθερά την πορεία προς την επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων. Με τον τρόπο αυτό, έως το 2050, η επιτυχής διασύνδεση θα στηρίξει μια νέα, αναγεννητική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία, που θα μειώνει τα επίπεδα μόλυνσης και θα αποκαθιστά τη βιοποικιλότητα και το φυσικό κεφάλαιο, και η οποία θα καταστεί δυνατή μέσω βιώσιμων ψηφιακών και άλλων τεχνολογιών. Θα βοηθήσει την ΕΕ να εδραιωθεί ως υπέρμαχος της ανταγωνιστικής βιωσιμότητας και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα και την ανοικτή στρατηγική της αυτονομία. Αυτό θα συμβαδίζει με τη δίκαιη μετάβαση προς όφελος όλων των ανθρώπων, των κοινοτήτων και των εδαφών, εντός και εκτός Ευρώπης.
Η επόμενη έκθεση στρατηγικής ανάλυσης προοπτικών θα εστιάσει στις βασικές επερχόμενες προκλήσεις και ευκαιρίες που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες, παρέχοντας στρατηγικές γνώσεις σχετικά με την ενίσχυση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ.