Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011XC0115(01)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    ΕΕ C 12 της 15.1.2011, p. 1–5 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    15.1.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 12/1


    Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    2011/C 12/01

    I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1.

    Η δυνατότητα επιβολής χρηματικών κυρώσεων κατά κρατών μελών λόγω μη εκτέλεσης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση υποχρέωσης καθιερώθηκε από τη συνθήκη του Μάαστριχτ η οποία τροποποίησε για το σκοπό αυτό το άρθρο 171 της συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο έγινε άρθρο 228 της συνθήκης ΕΚ, καθώς και το άρθρο 143 της συνθήκης Ευρατόμ (1). Στις 13 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση για την εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ (2) («ανακοίνωση του 2005»), η οποία αντικατέστησε τις δύο προηγούμενες ανακοινώσεις του 1996 (3) και του 1997 (4).

    2.

    Η συνθήκη της Λισαβόνας τροποποίησε το άρθρο 228 της συνθήκης ΕΚ, το οποίο έγινε άρθρο 260 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), για να ενισχυθεί ο προβλεπόμενος μηχανισμός ως προς δύο πτυχές.

    3.

    Πρώτον, όσον αφορά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 2, (πρώην άρθρο 228 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ), η συνθήκη της Λισαβόνας καταργεί το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης. Από την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα κράτος μέλος δεν εκτέλεσε ορθά απόφαση του Δικαστηρίου, οφείλει να εφαρμόσει ένα μόνο στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, και συγκεκριμένα την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στην οποία το κράτος μέλος καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του (5). Εν συνεχεία, εάν η Επιτροπή δεν θεωρήσει ικανοποιητικές τις παρατηρήσεις του κράτους μέλους ή εάν αυτό δεν απαντήσει, μπορεί να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2. Συνεπώς, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 2 επιταχύνεται στην πράξη, με αποτέλεσμα η μέση διάρκεια της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση του 2005 να μειωθεί αυτόματα σε μια περίοδο που κυμαίνεται από 8 έως 18 μήνες (6). Αυτή η ενδεικτική διάρκεια δεν αποκλείει, όταν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, να δικαιολογείται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μεγαλύτερη διάρκεια διαδικασίας. Αντίστροφα, δεν θίγει το μέλημα της Επιτροπής να επιδιώκει την όσο το δυνατό συντομότερη συμμόρφωση των κρατών μελών.

    4.

    Κατά τα λοιπά, ο μηχανισμός του άρθρου 260 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ αντιστοιχεί απολύτως σε εκείνον του πρώην άρθου 228 της συνθήκης ΕΚ. Κατά συνέπεια, η ανακοίνωση του 2005 εξακολουθεί να εφαρμόζεται πλήρως στις διαδικασίες που διέπονται από το άρθρο 260 παράγραφος 2, και η κατάργηση της αιτιολογημένης γνώμης δεν απαιτεί οποιαδήποτε τροποποίηση της εν λόγω ανακοίνωσης.

    5.

    Η δεύτερη καινοτομία της συνθήκης της Λισαβόνας, που έχει ουσιαστικότερο περιεχόμενο, υπάρχει στην νέα παράγραφο 3 που έχει ως ακολούθως:

    «—

    Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο προσφυγή βάσει του άρθρου 258, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, μπορεί, εάν το κρίνει πρόσφορο, να υποδείξει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το εν λόγω κράτος και που η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση.

    Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει την παράβαση, δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή. Η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του.».

    6.

    Με την ανωτέρω παράγραφο δημιουργείται ένας εντελώς νέος μηχανισμός: Η Επιτροπή, όταν υποβάλλει προσφυγή παράβασης βάσει του άρθρου 258 (πρώην άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ), μπορεί να προτείνει στο Δικαστήριο να επιβάλει την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής στην ίδια απόφαση όπου διαπιστώνεται ότι το κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με τη νομοθετική διαδικασία.

    7.

    Στόχος αυτής της καινοτομίας της Συνθήκης είναι να παροτρύνει ακόμη περισσότερο τα κράτη μέλη να μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες εντός των προθεσμιών που ορίζονται από τον νομοθέτη διασφαλίζοντας έτσι την ουσιαστική αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της Ένωσης. Η συνθήκη της Λισαβόνας λαμβάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο υπόψη την καθοριστική σημασία που έχει η μεταφορά των οδηγιών από τα κράτη μέλη εντός των προβλεπομένων προθεσμιών. Δεν πρόκειται μόνο για τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων που επιδιώκει η νομοθεσία της Ένωσης και που δεν επιδέχονται καθυστερήσεις, αλλά επίσης και πρωτίστως για την προστασία των ευρωπαίων πολιτών που έλκουν τα δικαιώματά τους από την εν λόγω νομοθεσία. Σε τελική ανάλυση, αυτό που διακυβεύεται είναι η αξιοπιστία του δικαίου της Ένωσης στο σύνολό του εάν υπάρχουν καθυστερήσεις ετών πριν οι νομοθετικές πράξεις παραγάγουν τα πλήρη νομικά τους αποτελέσματα στα κράτη μέλη.

    8.

    Στην παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο θα κάνει χρήση αυτού του νέου μηχανισμού που δημιουργείται με τη συνθήκη της Λισαβόνας.

    9.

    Στο πλαίσιο του νέου άρθρου 260 παράγραφος 3, η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα πρώτα στάδια της όλης διαδικασίας, υπό την έννοια ότι εναπόκειται σε αυτήν να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 258 και να τη συνδυάσει με αίτηση δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3, προτείνοντας συγχρόνως την επιβολή κύρωσης με τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού ή/και χρηματικής ποινής συγκεκριμένου ύψους Σε αυτήν την περίπτωση, και αντίθετα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 260, η κύρωση που θα επιβληθεί θα καθοριστεί από το Δικαστήριο έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή.

    10.

    Η εφαρμογή στις διάφορες υποθέσεις των γενικών κανόνων και κριτηρίων που διατυπώνονται κατωτέρω, καθώς και η εξέλιξη της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να αναπτύξει σε μεταγενέστερο στάδιο τις θεωρίες που εφαρμόζει εν προκειμένω, με αφετηρία την παρούσα ανακοίνωση. Κάθε χρηματική κύρωση πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνεται στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, και για το λόγο αυτό η Επιτροπή, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, διατηρεί τη δυνατότητα να αποκλίνει από τα εν λόγω γενικής ισχύος κριτήρια, παραθέτοντας σχετική εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση, εφόσον κάτι τέτοιο κρίνεται δικαιολογημένο σε ειδικές περιπτώσεις.

    11.

    Το άρθρο 260 παράγραφος 3, αντιπροσωπεύει έναν καινοτόμο μηχανισμό, που διατίθεται από τη Συνθήκη με στόχο να δοθεί μια αποτελεσματική απάντηση στο διαδεδομένο φαινόμενο της καθυστερημένης μεταφοράς των οδηγιών, φαινόμενο που παραμένει πάντοτε ανησυχητικό. Στην ετήσια έκθεσή της για την εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή θα προβεί σε διεξοδική εξέταση των επιδόσεων των κρατών μελών όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών εντός των προβλεπόμένων προθεσμιών με βάση τις στατιστικές που θα έχει στη διάθεσή της. Εάν τα αποτελέσματα δεν δείξουν αισθητή βελτίωση, η Επιτροπή θα προσαρμόσει την προσέγγισή της και θα προβεί σε αναθεώρηση της πολιτικής στην οποία στηρίζεται η παρούσα ανακοίνωση.

    II.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    12.

    Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει τις τρεις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 260 παράγραφος 3, οι οποίες ήδη διέπουν την εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.

    13.

    Πρώτον, ο καθορισμός της κύρωσης πρέπει να γίνεται με γνώμονα τον βασικό στόχο του μηχανισμού αυτού, ο οποίος είναι η διασφάλιση της έγκαιρης μεταφοράς της νομοθεσίας της Ένωσης και η αποφυγή της επανάληψης αυτού του είδους των παραβάσεων. Η Επιτροπή φρονεί ότι ο καθορισμός αυτός πρέπει να στηρίζεται σε τρία θεμελιώδη κριτήρια:

    τη σοβαρότητα της παράβασης,

    τη διάρκεια της παράβασης,

    την αναγκαιότητα να εξασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κύρωσης προκειμένου να αποφευχθούν οι υποτροπές.

    14.

    Δεύτερον, οι κυρώσεις που η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο πρέπει να είναι δυνατό να προβλεφθούν από τα κράτη μέλη και το ύψος τους να υπολογίζεται βάσει μεθόδου που να είναι σύμφωνη τόσο με την αρχή της αναλογικότητας όσο και με την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των κρατών μελών Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει σαφής και ομοιόμορφη μέθοδος, διότι η Επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί ενώπιον του Δικαστηρίου τον καθορισμό από την ίδια του ύψους του ποσού που προτείνει.

    15.

    Τρίτον, σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της κύρωσης, είναι σημαντικό να καθορίζονται ποσά ενδεδειγμένου ύψους, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των κυρώσεων. Η επιβολή απλά συμβολικών κυρώσεων θα στερούσε από τον εν λόγω μηχανισμό κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα και θα ήταν αντίθετη προς τον στόχο αυτής της διαδικασίας, που είναι η εξασφάλιση της μεταφοράς των οδηγιών εντός των τασσόμενων προθεσμιών.

    III.   ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

    16.

    Σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 3, η Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση αυτής της νέας δυνατότητας που προβλέπεται από το άρθρο αυτό «εάν το κρίνει πρόσφορο». Με αυτή τη διατύπωση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δίδεται μεγάλη διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή, ανάλογη με τη διακριτική ευχέρεια κίνησης ή όχι μιας διαδικασίας παράβασης κατά την έννοια του άρθου 258, την οποία η Επιτροπή διαθέτει σύμφωνα με την πάγια νομολογία.

    17.

    Στο πλαίσιο άσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να κάνει χρήση του μηχανισμού του άρθρου 260 παράγραφος 3, κατ’ αρχήν σε όλες τις υποθέσεις σχετικά με τις παραβάσεις υποχρέωσης στις οποίες αναφέρεται αυτή η διάταξη, όσον αφορά οδηγίες που εκδίδονται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία. Πράγματι, η σκοπιμότητα να ληφθεί μέριμνα ώστε οι οδηγίες να μεταφέρονται από τα κράτη μέλη εντός των τασσόμενων προθεσμιών ισχύει εξ ίσου για όλες τις νομοθετικές οδηγίες, χωρίς να γίνεται a priori διάκριση μεταξύ τους. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν αποκλείει ότι θα μπορούσαν να ανακύψουν ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες δεν θα θεωρούσε ενδεδειγμένη μια αίτηση επιβολής κυρώσεων δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3.

    18.

    Όσον αφορά τη μη μεταφορά μη νομοθετικών οδηγιών, δεν είναι δυνατή η προσφυγή στο άρθρο 260 παράγραφος 3. Η Επιτροπή θα πρέπει, συνεπώς, να συνεχίσει να προσφεύγει πρώτα στο Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 258, που θα ακολουθείται, σε περίπτωση μη εκτέλεσης απόφασης για τη διαπίστωση παράβασης, από δεύτερη προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2.

    19.

    Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπίστωση της παράβασης που αναφέρεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3, καλύπτει τόσο την πλήρη απουσία ανακοίνωσης οποιωνδήποτε μέτρων μεταφοράς μιας οδηγίας όσο και την μερική απουσία ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς. Η δεύτερη αυτή περίπτωση μπορεί να προκύψει είτε όταν τα μέτρα μεταφοράς που ανακοινώνονται δεν καλύπτουν όλο το έδαφος του κράτους μέλους, είτε όταν η ανακοίνωση είναι ελλιπής όσον αφορά τα μέτρα μεταφοράς τα οποία αντιστοιχούν σε μέρος μόνο της οδηγίας. Όταν το κράτος μέλος έχει παράσχει όλες τις απαραίτητες επεξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι έχει μεταφέρει την οδηγία στο σύνολό της, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι το κράτος μέλος δεν παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς και, κατά συνέπεια, το άρθρο 260 παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται. Κάθε τυχόν διαφορά σχετικά με την επάρκεια των μέτρων μεταφοράς που ανακοινώνονται ή τους κανόνες δικαίου που υφίστανται στην εθνική έννομη τάξη, διέπεται από τη συνήθη διαδικασία σχετικά με την ορθή μεταφορά της οδηγίας, βάσει του άρθρου 258.

    IV.   ΤΑ ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ

    20.

    Το άρθρο 260 παράγραφος 3 επιτρέπει στο Δικαστήριο, μετά από αίτηση της Επιτροπής, να επιβάλει την καταβολή «κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής». Η Επιτροπή θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της, η διατύπωση αυτή, όπως και η ανάλογη διατύπωση που υπάρχει στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, δεν αποκλείει τη δυνατότητα συνδυασμού των δύο ειδών κυρώσεων στην ίδια απόφαση (7).

    21.

    Αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι αυτή η καινοτομία της συνθήκης της Λισαβόνας θα επιτρέπει την επιβολή κύρωσης λόγω της μη ανακοίνωσης μέτρων σε πολύ πιο πρώιμο στάδιο από ό,τι στο παρελθόν, η Επιτροπή ελπίζει ότι η κύρωση της χρηματικής ποινής θα αποδειχθεί κατ’ αρχήν επαρκής για την επίτευξη του στόχου που επιδιώκεται με αυτήν την καινοτομία της Συνθήκης, ο οποίος είναι να παροτρύνει περισσότερο τα κράτη μέλη να μεταφέρουν έγκαιρα τις οδηγίες. Πάντως, η Επιτροπή θα προτείνει στο εξής, κατά περίπτωση, και ένα κατ’ αποκοπήν ποσό εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις. Εξάλλου, ανάλογα με την πρακτική των κρατών μελών, η Επιτροπή δεν θα διστάσει να προσαρμόσει την προσέγγισή της γενικεύοντας τη χρήση του κατ’ αποκοπήν ποσού (βλ. σημείο 11).

    22.

    Σύμφωνα με τη λογική που διέπει αυτά τα δύο είδη κυρώσεων, η Επιτροπή, σε υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τις οποίες πρότεινε μόνο χρηματική ποινή, θα παραιτηθεί από την προσφυγή της όταν το κράτος μέλος προβεί σε ανακοίνωση των απαιτούμενων μέτρων μεταφοράς προκειμένου να θέσει τέλος στην παράβαση. Αντίθετα, σε εκκρεμούσες υποθέσεις στις οποίες έχει επίσης προτείνει κατ’ αποκοπήν ποσό, δεν θα παραιτείται από τη διαδικασία, όταν απλώς το κράτος μέλος προβεί στην απαιτούμενη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς (8).

    V.   ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ, ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΤΟΥ ΚΑΤ’ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΠΟΣΟΥ

    23.

    Η χρηματική ποινή την οποία προτείνει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3, υπολογίζεται με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται για τις προσφυγές στο Δικαστήριο βάσει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, όπως παρουσιάζεται στα σημεία 14 έως 18 της ανακοίνωσης 2005.

    24.

    Έτσι, το ύψος της ημερήσιας χρηματικής ποινής υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό του ενιαίου βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού (σημείο 15 της ανακοίνωσης του 2005 (9)), πρώτα με ένα συντελεστή σοβαρότητας και ένα συντελεστή διάρκειας, και στη συνέχεια με έναν πάγιο συντελεστή «n» ανά χώρα ο οποίος συνεκτιμά την ικανότητα πληρωμής του εν λόγω κράτους μέλους (σημείο 18 της ανακοίνωσης του 2005 (10)).

    25.

    Όσον αφορά τον συντελεστή σοβαρότητας, αυτός καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες και τα κριτήρια που προβλέπονται στα σημεία 16 έως 16.6 της ανακοίνωσης του 2005. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να εφαρμόζει αυτούς τους κανόνες και τα κριτήρια με τον ίδιο τρόπο όπως μέχρι σήμερα στις υποθέσεις που κινούνται βάσει του πρώην άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τη μη ανακοίνωση μέτρων μεταφοράς οδηγιών. Ειδικότερα, όταν σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και την παρούσα πρακτική, η μερική μη ανακοίνωση επισημαίνεται από το κράτος μέλος, αυτό μπορεί να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση που οδηγεί στην εφαρμογή λιγότερο υψηλού συντελεστή σοβαρότητας από ό,τι σε περίπτωση πλήρους απουσίας ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς.

    26.

    Με την ευκαιρία ενδεχόμενης αναθεώρησης της πολιτικής της (βλ. σημείο 11 ανωτέρω), η Επιτροπή θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα των συντελεστών σοβαρότητας λαμβάνοντας υπόψη τη μελλοντική εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου.

    27.

    Όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή διάρκειας, που πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με το σημείο 17 της ανακοίνωσης του 2005, η διάρκεια της παράβασης που πρέπει να ληφθεί υπόψη υπολογίζεται από την ημέρα που έπεται της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς η οποία καθορίζεται στη σχετική οδηγία (με την επιφύλαξη του σημείου 31).

    28.

    Στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να προτείνει επίσης την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, το ποσό αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στα σημεία 19 έως 24 της ανακοίνωσης του 2005, με τη μόνη διευκρίνιση ότι ενδείκνυται να ορισθεί ως dies a quo (δηλαδή ημέρα εκκίνησης) (11) η ημέρα που έπεται της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς η οποία καθορίζεται στη σχετική οδηγία.

    VI.   ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΚΥΡΩΣΗΣ

    29.

    Σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, όταν το Δικαστήριο επιβάλλει κύρωση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η υποχρέωση καταβολής «τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του». Η διάταξη αυτή επιτρέπει στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, ως ημερομηνία έναρξης ισχύος, είτε την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης είτε μεταγενέστερη ημερομηνία. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο διέθετε ήδη την ίδια διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ, χωρίς να υπάρχει ρητή σχετική διάταξη στο άρθρο αυτό. Το Δικαστήριο έκανε μάλλον σπάνια χρήση αυτής της ευχέρειας για τον προσδιορισμό ημερομηνίας μεταγενέστερης από εκείνη της έκδοσης της απόφασής του (12) και εν πάση περιπτώσει δεν το έπραξε ποτέ σε περιπτώσεις που αφορούσαν μη ανακοίνωση μέτρων μεταφοράς οδηγιών.

    30.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, θα ήταν ενδεδειγμένο να προσδιορίζεται κανονικά, στο πλαίσιο του άρθρου 260 παράγραφος 3, η ημέρα έκδοσης της απόφασης ως η ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η υποχρέωση καταβολής των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Αυτό συνεπάγεται πιο συγκεκριμένα ότι η ημερήσια χρηματική ποινή θα πρέπει να υπολογίζεται από την ημέρα έκδοσης της απόφασης.

    VII.   ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

    31.

    Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τον νέο μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3, καθώς και τις αρχές και τα κριτήρια για την εφαρμογή του που παρουσιάστηκαν στην παρούσα ανακοίνωση, στις διαδικασίες που κινούνται βάσει του άρθρου 258 μετά τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης καθώς και στις διαδικασίες που είχαν κινηθεί πριν από τη δημοσίευση αυτή, εκτός εκείνων για τις οποίες έχει ήδη προσφύγει στο Δικαστήριο. Στις διαδικασίες στις οποίες έχει ήδη εκδοθεί αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή θα εκδώσει συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στην οποία θα ενημερώνει το συγκεκριμένο κράτος μέλος ότι θα υποβάλει αίτηση βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3, στην περίπτωση που προσφύγει στο Δικαστήριο. Κατά τον προσδιορισμό του ύψους των κυρώσεων και όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή δεν θα λαμβάνει υπόψη την περίοδο πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας.


    (1)  Η παρούσα ανακοίνωση ισχύει επίσης για τη συνθήκη Ευρατόμ στο μέτρο που το νέο άρθρο 106α της συνθήκης αυτής καθιστά το άρθρο 260 της ΣΛΕΕ εφαρμοστέο στη συνθήκη Ευρατόμ.

    (2)  Έγγραφο SEC(2005) 1658.

    (3)  ΕΕ C 242 της 21.8.1996, σ. 6.

    (4)  ΕΕ C 63 της 28.2.1997, σ. 2.

    (5)  Προσωρινά, και στις περιπτώσεις στις οποίες είχε αποσταλεί προειδοποιητική επιστολή πριν την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, αποστέλλεται συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος με την οποία ενημερώνεται ότι το επόμενο βήμα θα είναι η προσφυγή στο Δικαστήριο και όχι πλέον η αιτιολογημένη γνώμη.

    (6)  Βλ. τμήμα ΙΙΙ σημείο 3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής «Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων– Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (COM(2007) 502 τελικό), στην οποία η Επιτροπή ανέφερε όσον αφορά τη διαδικασία του πρώην άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ ότι «με την επιφύλαξη ιδιαίτερων περιστάσεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το αντίστοιχο χρονικό διάστημα για διαδικασίες με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με παλαιότερη απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να είναι κατά μέσον όρο από 12 μέχρι 24 μήνες». Οι ιδιαίτερες περιστάσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ιδίως τις περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή μιας παλαιότερης απόφασης συνεπάγεται μέτρα που αποσκοπούν στην ανάπτυξη ή την ενίσχυση επιτόπιων υποδομών ή τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις επίτευξης συγκεκριμένων αποτελεσμάτων.

    (7)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 2005 στην υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2005, σ. I-6263.

    (8)  Βλέπε, κατ’ αναλογία, το σημείο 11 της ανακοίνωσης του 2005.

    (9)  Όπως επικαιροποιήθηκε με την ανακοίνωση της 20ής Ιουλίου 2010 [SEC(2010) 923].

    (10)  Πρβλ. υποσημείωση 9.

    (11)  Ημέρα από την οποία αρχίζει να τρέχει η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπήν ποσού (βλ. σημείο 22 της ανακοίνωσης του 2005).

    (12)  Μεταξύ των εννέα αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ με τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις, μόνο σε τρεις περιπτώσεις το Δικαστήριο προσδιόρισε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της έκδοσης της απόφασης ως προθεσμία για την καταβολή χρηματικής ποινής, βλ. υποθέσεις C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I-14141·C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2005, σ. I-6263·C-369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας Συλλογή 2009, σ. I-05703.


    Top