EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011PC0142

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

/* COM/2011/0142 τελικό - COD 2011/0062 */

52011PC0142

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) /* COM(2011) 142 τελικό - COD 2011/0062 */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 31.3.2011

COM(2011) 142 τελικό

2011/0062 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

SEC(2011) 355 τελικόSEC(2011) 356 τελικόSEC(2011) 357 τελικό

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Πλαίσιο της πρότασης

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η παρούσα πρόταση εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών για τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς ενυπόθηκης πίστης, στη συγκυρία της χρηματοοικονομικής κρίσης.

Η χρηματοοικονομική κρίση είχε ισχυρό αντίκτυπο στους πολίτες της ΕΕ. Μολονότι σημαντικός παράγων που συντέλεσε στην κρίση ήταν η αύξηση της τιτλοποίησης, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στους πιστωτικούς φορείς[1] να μεταβιβάσουν τον κίνδυνο των χαρτοφυλακίων δανείων τους στους επενδυτές, οι καταναλωτές υπέστησαν τις συνέπειες άμεσα. Πολλοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ορισμένες διαδεδομένες πρακτικές δανεισμού υφίστανται τώρα τις συνέπειες[2]. Οι δανειολήπτες διαπιστώνουν όλο και περισσότερο ότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι αθετήσεις πληρωμών και οι αναγκαστικές εκποιήσεις. Η αντιμετώπιση της ανεύθυνης χορήγησης και λήψης δανείων αποτελεί, επομένως, σημαντικό στοιχείο των προσπαθειών μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Εδώ και μερικά χρόνια, η Επιτροπή έχει αναλάβει εκτεταμένη επισκόπηση των αγορών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στην ΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Στη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση των αγορών ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ[3] επισημάνθηκαν ήδη πεδία που έχουν άμεση σχέση με την υπεύθυνη χορήγηση και λήψη δανείων (π.χ. πληροφορίες πριν από τη σύναψη της σύμβασης, παροχή συμβουλών, αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, πρόωρη εξόφληση και πιστωτική διαμεσολάβηση), τα οποία θέτουν φραγμούς στην αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Οι φραγμοί αυτοί εμποδίζουν την άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος, ή αυξάνουν το κόστος τους, και αποβαίνουν εις βάρος του καταναλωτή, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη του, αυξάνοντας το κόστος και μειώνοντας την κινητικότητα των πελατών, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και διασυνοριακά. Υπό το πρίσμα των προβλημάτων που ήλθαν στο προσκήνιο λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και στο πλαίσιο των προσπαθειών για την κατοχύρωση αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή ανέλαβε να παρουσιάσει μέτρα για την υπεύθυνη χορήγηση και λήψη δανείων, συμπεριλαμβανομένου αξιόπιστου πλαισίου για την πιστωτική διαμεσολάβηση[4]. Για τον σκοπό αυτόν, η πρόταση έχει δύο στόχους. Πρώτον, αποσκοπεί στη δημιουργία αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής ενιαίας αγοράς για τους καταναλωτές, τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων, με υψηλό επίπεδο προστασίας, τονώνοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, προωθώντας την κινητικότητα των πελατών, ενθαρρύνοντας τις διασυνοριακές δραστηριότητες των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων και διαμορφώνοντας ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού, ενώ ταυτοχρόνως γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, που κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Δεύτερον, με την πρόταση επιδιώκεται η προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με τη διασφάλιση ότι οι αγορές ενυπόθηκης πίστης λειτουργούν με υπευθυνότητα.

Γενικό πλαίσιο

Το μέγεθος της αγοράς ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ είναι αξιοσημείωτο: το 2008, τα τρέχοντα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια στην ΕΕ των 27 ανέρχονταν σε σχεδόν 6 τρισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι περίπου 50% του ΑΕΠ της ΕΕ[5]. Η αγορά ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τα εκατομμύρια ευρωπαίων πολιτών που αποπληρώνουν σήμερα κάποιο ενυπόθηκο δάνειο, όπως και για εκείνους που φιλοδοξούν να αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία. Η σύναψη ενυπόθηκου δανείου είναι μια από τις σημαντικότερες οικονομικές αποφάσεις στη ζωή ενός ατόμου, η οποία συνεπάγεται οικονομική δέσμευση που μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες ολόκληρες.

Τα χρέη των νοικοκυριών αυξάνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, το γεγονός αυτό καθαυτό δεν αποτελεί ένδειξη ανεύθυνης χορήγησης και λήψης δανείων, όσο είναι ανεκτά τα επίπεδα των χρεών και μπορούν να εξυπηρετηθούν οι αποπληρωμές. Τα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν, όμως, ότι οι πολίτες αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες δυσκολίες να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Η δυσκολία ανταπόκρισης στις δανειακές υποχρεώσεις έχει οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών αθέτησης πληρωμών και των κατασχέσεων. Τα δεδομένα είναι δυνατόν να επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες εκτός από την ανεύθυνη δανειοδοσία και δανειοληψία, όπως από τη γενική οικονομική κάμψη. Πάντως, τα στατιστικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τα ποιοτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι συμφεροντούχοι και με τα ανεπίσημα στοιχεία από όλη την Ευρώπη, δείχνουν ότι δεν πρόκειται μόνον για κυκλικό πρόβλημα ή πρόβλημα περιορισμένο σε ένα ή δύο κράτη μέλη, αλλά παρατηρείται σε ολόκληρη την ΕΕ.

Μια σειρά παραγόντων κατευθύνουν την απόφαση να χορηγηθεί ένα συγκεκριμένο ενυπόθηκο δάνειο, την τελική επιλογή του ενυπόθηκου πιστωτικού προϊόντος από τον δανειολήπτη και τη δυνατότητα του δανειολήπτη να εξοφλήσει το δάνειο. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται το οικονομικό κλίμα, οι ασυμμετρίες στην πληροφόρηση και οι συγκρούσεις συμφερόντων, τα κενά και οι ασυνέπειες των κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και άλλοι παράγοντες, όπως οι χρηματοοικονομικές γνώσεις του δανειολήπτη και οι δομές χρηματοδότησης του ενυπόθηκου δανείου. Μολονότι αυτοί οι άλλοι παράγοντες σαφώς διαδραματίζουν κάποιον ρόλο, παραμένει το γεγονός ότι η ανεύθυνη συμπεριφορά από ορισμένους συντελεστές της αγοράς συντέλεσε στην εμφάνιση της «φούσκας» των ακινήτων και ήταν ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της χρηματοοικονομικής κρίσης. Καθίσταται, άρα, σαφές ότι χρειάζεται να αντιμετωπιστεί η ανεύθυνη χορήγηση και λήψη δανείων, ούτως ώστε να αποφευχθεί επανεμφάνιση των συνθηκών που κατέληξαν στη σημερινή χρηματοοικονομική κρίση.

Ισχύουσες διατάξεις στον τομέα της πρότασης

Το θέμα της παραπλανητικής διαφήμισης ρυθμίζεται με την οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση[6], η οποία διέπει τις σχέσεις μεταξύ εμπορευομένων, και την οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά[7]. Ωστόσο, στους εν λόγω κανόνες δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ενυπόθηκης πίστης, ούτε η ανάγκη των καταναλωτών να είναι σε θέση να συγκρίνουν τις διαφημίσεις.

Οι καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις με τους καταναλωτές ρυθμίζονται με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές[8], στην οποία εισάγεται η έννοια της «καλής πίστης», προκειμένου να αποφεύγονται σημαντικές ανισορροπίες ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καταναλωτών, αφενός, και των επαγγελματιών, αφετέρου. Η εν λόγω γενική απαίτηση συμπληρώνεται από έναν κατάλογο με παραδείγματα ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές. Ωστόσο, στους εν λόγω κανόνες δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ενυπόθηκης πίστης. Οι προσυμβατικές πληροφορίες για ενυπόθηκα δάνεια αποτελούν αντικείμενο του Ευρωπαϊκού «Εθελοντικού κώδικα συμπεριφοράς κατά την προσυμβατική ενημέρωση για στεγαστικά δάνεια» («ο Κώδικας»), του Μαρτίου 2001[9]. Ο Κώδικας υιοθετήθηκε από την Επιτροπή με τη σύσταση 2001/193/ΕΚ, της 1ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τις προσυμβατικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές από πιστωτές που χορηγούν στεγαστικά δάνεια[10]. Σκοπός του Κώδικα ήταν να καθοριστούν οι γενικές πληροφορίες που θα πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή και να υπάρξει συμφωνία για ένα Τυποποιημένο Ευρωπαϊκό Δελτίο Πληροφοριών, με βάση το οποίο θα μπορούσαν οι καταναλωτές να συγκρίνουν τα στεγαστικά δάνεια, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και διασυνοριακά. Όμως, η εφαρμογή του Κώδικα δεν υπήρξε συνεπής, ούτε ικανοποιητική.

Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν επιλεγμένες διατάξεις της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης (οδηγία για την καταναλωτική πίστη)[11] στην ενυπόθηκη πίστη. Η εν λόγω οδηγία καλύπτει τα καταναλωτικά δάνεια ύψους από 200 ευρώ έως 75 000 ευρώ και ρυθμίζει τη διαφήμιση, τις πληροφορίες πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης και τις πληροφορίες στις συμβάσεις πίστωσης, τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, τις επαρκείς εξηγήσεις, καθώς και τις απαιτήσεις γνωστοποίησης πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων. Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι πιστώσεις για την αγορά ακινήτου που εξασφαλίζονται με υποθήκη ή άλλη παρόμοια εγγύηση, ούτε τα δάνεια για ανακαίνιση που υπερβαίνουν τα 75 000 ευρώ.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διέπονται από κανονιστικές ρυθμίσεις και υπόκεινται σε απαιτήσεις αδειοδότησης, εγγραφής σε μητρώα και εποπτείας, βάσει της οδηγίας 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[12]. Δεν υπάρχουν σε επίπεδο ΕΕ ισοδύναμες απαιτήσεις για μη πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν ενυπόθηκα δάνεια, ούτε για μεσίτες πιστώσεων.

Συνέπεια με τις λοιπές πολιτικές και στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι στόχοι της πρότασης είναι συνεπείς με τις πολιτικές και τους στόχους της Ένωσης. Η Συνθήκη προβλέπει δράσεις για να διασφαλιστεί η εδραίωση και η λειτουργία εσωτερικής αγοράς με υψηλό βαθμό προστασίας των καταναλωτών, καθώς και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Απέχει, όμως, πολύ η ολοκλήρωση αυτής της αγοράς όσον αφορά τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, καθόσον υπάρχουν διάφορα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Εξ άλλου, η πρόταση είναι συνεπής και συμπληρωματική προς άλλες νομοθετικές πράξεις και πολιτικές της ΕΕ, ιδίως στους τομείς της προστασίας των καταναλωτών και της προληπτικής εποπτείας. Η οδηγία για την καταναλωτική πίστη[13] εκδόθηκε το 2008, με σκοπό να ενισχυθεί το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και να διευκολυνθεί η ολοκλήρωση της αγοράς καταναλωτικών πιστώσεων. Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει την οδηγία για την καταναλωτική πίστη, δημιουργώντας παρεμφερές πλαίσιο για την ενυπόθηκη πίστη. Η πρόταση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις διατάξεις της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη που αφορούν την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ωστόσο, όπου χρειάζεται, έχουν ληφθεί υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενυπόθηκων πιστώσεων, παραδείγματος χάριν, με την προσθήκη προειδοποιήσεων κινδύνου στις διατάξεις για τις προσυμβατικές πληροφορίες και με την ενίσχυση των διατάξεων για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας. Με τον τρόπο αυτόν, στην πρόταση λαμβάνεται επίσης υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη αποφασίσει να εφαρμόσουν ορισμένες διατάξεις της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη στην ενυπόθηκη πίστη. Συν τοις άλλοις, οι προβλεπόμενες ή τρέχουσες τροποποιήσεις των κανόνων προληπτικής εποπτείας που διέπουν τον τραπεζικό τομέα, παραδείγματος χάριν, οι αλλαγές στις κεφαλαιακές απαιτήσεις και οι κανόνες σχετικά με την τιτλοποίηση, θα έχουν άμεση επίπτωση στις πρακτικές των τραπεζών όσον αφορά τον δανεισμό. Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει τις εργασίες από την πλευρά της εποπτείας, εστιαζόμενη στη διασφάλιση υπευθυνότητας κατά την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και στη διασφάλιση της ύπαρξης ρυθμιστικού πλαισίου για όλους τους συντελεστές της αλυσίδας δανεισμού. Από κοινού, οι πρωτοβουλίες αυτές αναμένεται να συντελέσουν στη μείωση του επιπέδου κινδύνου και στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

2. Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και εκτίμηση επιπτώσεων

Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Μέθοδοι διαβούλευσης, κύριοι στοχευόμενοι τομείς και γενικά χαρακτηριστικά των ερωτηθέντων

Τα τελευταία χρόνια, η Επιτροπή ανέλαβε να πραγματοποιήσει διεξοδική επισκόπηση των αγορών ενυπόθηκων δανείων στην ΕΕ, η οποία κατέληξε στη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση των αγορών ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ[14]. Η Λευκή Βίβλος και οι εκτεταμένες εργασίες διαβούλευσης για τη σύνταξή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των προπαρασκευαστικών εργασιών για την πρωτοβουλία υπεύθυνης χορήγησης και λήψης δανείων.

Με αυτό το υπόβαθρο και μόλις εκδηλώθηκε η χρηματοοικονομική κρίση, η Επιτροπή ξεκίνησε δημόσιες διαβουλεύσεις, ώστε να ενισχύσει και να εμβαθύνει την αντίληψη που έχει για τα ζητήματα που άπτονται της υπεύθυνης χορήγησης και λήψης δανείων. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν επίσης, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ορισμένες συνεδριάσεις με τα κράτη μέλη, τους εκπροσώπους των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων, με τους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών ενώσεων και τους εκπροσώπους των καταναλωτών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ενέκριναν διάφορες εκθέσεις για ζητήματα που άπτονται της υπεύθυνης χορήγησης και λήψης δανείων . Η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων των καταναλωτών. Η Επιτροπή έλαβε ακόμη υπό σημείωση τη σημαντική έρευνα που έχει αναληφθεί σε άλλα φόρα, όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Σύνοψη των απαντήσεων και τρόπος με τον οποίο λήφθηκαν υπόψη

Η διαδικασία εκτενών διαβουλεύσεων έδωσε τη δυνατότητα να συναχθούν ορισμένα βασικά μηνύματα. Πρώτον, ο τραπεζικός κλάδος υποστηρίζει ότι στην ΕΕ δεν παρέχεται ανεύθυνος δανεισμός στην ίδια έκταση όπως στις ΗΠΑ, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη για παρέμβαση της ΕΕ. Αν και τα προβλήματα στις αγορές ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ δεν είναι τόσο εκτεταμένα όσο στις ΗΠΑ, έχουν διαπιστωθεί παρόμοιες αδυναμίες στις κανονιστικές ρυθμίσεις των αγορών στην ΕΕ, π.χ. έλλειψη αποτελεσματικών ρυθμίσεων για ορισμένους συντελεστές της αγοράς και αδυναμίες στη ρύθμιση των διαδικασιών εμπορικής προώθησης και πώλησης ενυπόθηκων δανείων. Δεύτερον, οι εκπρόσωποι των καταναλωτών είναι υπέρ μιας πρωτοβουλίας που θα διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και θα μπορούσε να συμβάλει στην πρόληψη της υπερχρέωσης. Υποστηρίζουν επίσης μέτρα που θα δώσουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να συγκρίνουν τις προσφορές και να έχουν εμπιστοσύνη στους συντελεστές με τους οποίους συναλλάσσονται. Είναι υπέρ μιας πρότασης σε επίπεδο ΕΕ με την οποία θα καθιερωθούν μόνον τα ελάχιστα πρότυπα, ενώ τα κράτη μέλη θα παραμείνουν ελεύθερα να ενισχύσουν την προστασία των καταναλωτών ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και συνήθειες. Τρίτον, δεδομένης της σημερινής περιορισμένης αγοράς διασυνοριακών ενυπόθηκων δανείων, ορισμένοι συμφεροντούχοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν προτιμότερο να ληφθούν μέτρα σε εθνικό παρά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τρία από τα ζητήματα τα οποία συγκέντρωσαν την ευρύτερη υποστήριξη για δράση της ΕΕ, από ολόκληρο το φάσμα των συμφεροντούχων, ήταν η υποχρέωση να διενεργείται αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, η ανάγκη για σαφείς, κατανοητές και συγκρίσιμες προσυμβατικές πληροφορίες και η ανάγκη να διασφαλίζεται ότι όλοι οι συντελεστές της αγοράς δανείων υπόκεινται σε ενδεδειγμένες κανονιστικές ρυθμίσεις και εποπτεία.

Από τις συλλεγείσες πληροφορίες επιβεβαιώθηκε ότι υπάρχει λόγος για παρέμβαση της ΕΕ στο πεδίο της υπεύθυνης χορήγησης και λήψης ενυπόθηκων δανείων. Οι εν λόγω πληροφορίες συνέβαλαν ουσιαστικά στον καθορισμό των προτεραιοτήτων και στον σχεδιασμό της παρούσας οδηγίας.

Συγκέντρωση και χρήση εμπειρογνωμοσύνης

Η Επιτροπή άντλησε επίσης στοιχεία από μια σειρά μελετών και εκθέσεων που εκπονήθηκαν σχετικά με θέματα υπεύθυνου δανεισμού, στις οποίες περιλαμβάνεται η μελέτη της London Economics για τον ρόλο και τη ρύθμιση των μη πιστωτικών ιδρυμάτων στην αγορά ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ (Δεκέμβριος 2008), η μελέτη της Europe Economics για τους μεσίτες πιστώσεων στην εσωτερική αγορά (Ιανουάριος 2009), η έκθεση της Ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα πιστωτικά ιστορικά (Ιούνιος 2009), η έκθεση της OPTEM για τις δοκιμές από τους καταναλωτές σχετικά με την πιθανή νέα μορφή και περιεχόμενο του Τυποποιημένου Ευρωπαϊκού Δελτίου Πληροφοριών για τα στεγαστικά δάνεια (Οκτώβριος 2009), και η μελέτη της London Economics σχετικά με τα κόστη και τα οφέλη των διαφόρων επιλογών πολιτικής για την ενυπόθηκη πίστη (Μάρτιος 2011).

Εκτίμηση επιπτώσεων

Η Επιτροπή προέβη στη διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων.

Στην εκτίμηση επιπτώσεων εντοπίζεται μια σειρά προβλημάτων στις ευρωπαϊκές αγορές ενυπόθηκης πίστης, που οφείλονται στις ανεύθυνες πρακτικές χορήγησης και λήψης δανείων κατά το προσυμβατικό στάδιο και στα περιθώρια ανεύθυνης συμπεριφοράς των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα προβλήματα αυτά πηγάζουν από αδυναμίες της αγοράς και των κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και από άλλους παράγοντες, όπως το γενικό οικονομικό κλίμα και τα χαμηλά επίπεδα χρηματοοικονομικών γνώσεων. Κατά το προσυμβατικό στάδιο εντοπίστηκαν τα ακόλουθα προβλήματα: μη συγκρίσιμο, άνισο, ελλιπές και ασαφές διαφημιστικό υλικό· ανεπαρκείς, άκαιρες, πολύπλοκες, μη συγκρίσιμες και ασαφείς προσυμβατικές πληροφορίες· παροχή ακατάλληλων συμβουλών· και ανεπαρκείς αξιολογήσεις καταλληλότητας και πιστοληπτικής ικανότητας. Μεταξύ των άλλων προβλημάτων που επισημάνθηκαν συγκαταλέγονται τα αναποτελεσματικά, ασυνεπή ή ακόμη και ανύπαρκτα καθεστώτα εγγραφής σε μητρώο, αδειοδότησης και εποπτείας των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων που χορηγούν ενυπόθηκες πιστώσεις. Τα επισημανθέντα προβλήματα δυνητικά έχουν σημαντικές μακροοικονομικές δευτερογενείς επιπτώσεις, μπορούν να αποβούν εις βάρος του καταναλωτή, να λειτουργήσουν ως οικονομικά ή νομικά εμπόδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες και να δημιουργήσουν άνισους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των συντελεστών της αγοράς.

Στην εκτίμηση επιπτώσεων εξετάζεται μια σειρά επιλογών πολιτικής για κάθε κατηγορία προβλημάτων: καμία παρέμβαση, κανόνες βάσει αρχών και λεπτομερέστεροι ή ειδικοί κανόνες σε επίπεδο ΕΕ. Εξετάζεται επίσης ποια είναι η πλέον ενδεδειγμένη νομοθετική πράξη για τη λήψη μέτρων: αυτορρύθμιση, οδηγία, κανονισμός, ανακοίνωση και σύσταση.

Η εκτίμηση επιπτώσεων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία μια δέσμη προκρινόμενων επιλογών πολιτικής, προκειμένου να διασφαλιστεί υπεύθυνος δανεισμός σε ολόκληρη την ΕΕ, και ότι η προκρινόμενη νομοθετική πράξη είναι η οδηγία.

Οι προκρινόμενες στην εκτίμηση επιπτώσεων επιλογές αναμένεται να επιφέρουν σημαντική βελτίωση ως προς τη μείωση των ζημιών τις οποίες υφίστανται οι καταναλωτές. Θα τονώσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στους πιστωτικούς φορείς, τους μεσίτες πιστώσεων και τα ενυπόθηκα προϊόντα και θα μειώσουν την πιθανότητα να αγοράσουν οι καταναλωτές ένα προϊόν που υπερβαίνει τις οικονομικές τους δυνατότητες, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερχρέωση, αθέτηση πληρωμών και, τελικά, κατάσχεση. Η ισχυρή θετική επίδραση στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών αναμένεται επίσης να ενισχύσει τη ζήτηση για ενυπόθηκα πιστωτικά προϊόντα και να ενθαρρύνει την κινητικότητα των καταναλωτών τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και – αν και σε μικρότερο βαθμό – διασυνοριακά. Η εφαρμογή ορισμένων από τις επιλεγείσες λύσεις δεν θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις δραστηριότητες των συντελεστών της αγοράς από την πλευρά της προσφοράς σε ορισμένα κράτη μέλη, όπου ήδη υπάρχουν παρεμφερείς υποχρεώσεις. Ωστόσο, οι προκρινόμενες επιλογές πολιτικής θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις διασυνοριακές δραστηριότητες των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων. Η εφαρμογή των προκρινόμενων επιλογών θα προωθήσει τις διασυνοριακές δραστηριότητες, προσφέροντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, όπως και οικονομίες κλίμακας και φάσματος. Θα υπάρξουν, επομένως, θετικές επιπτώσεις τόσο για τους συντελεστές της αγοράς, όσο και για τους καταναλωτές. Η είσοδος αλλοδαπών πιστωτικών φορέων και μεσιτών πιστώσεων στην αγορά αναμένεται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό, ο οποίος θα εκφραστεί, στη συνέχεια, με ευρύτερο φάσμα πιστωτικών προϊόντων για τον καταναλωτή και, ενδεχομένως, ακόμη και με οριακή μείωση των τιμών. Οι προκρινόμενες επιλογές πολιτικής θα συνεπάγονται επίσης επιπλέον κόστος για τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων. Παρ’ όλα ταύτα, το κόστος αυτό θα είναι περιορισμένο, λόγω διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι ορισμένες από τις προκρινόμενες επιλογές πολιτικής εφαρμόζονται ήδη σε διάφορα κράτη μέλη, ότι πολλές από τις προκρινόμενες επιλογές πολιτικής αποτελούν ήδη κοινή πρακτική σε μεγάλη μερίδα του κλάδου και ότι αναμένονται σημαντικές συνέργειες μεταξύ των διαφόρων επιλογών πολιτικής. Τα αναμενόμενα συνολικά οφέλη από τη δέσμη μέτρων είναι της τάξεως των 1 272-1 931 εκατομμυρίων ευρώ. Τα αναμενόμενα συνολικά εφάπαξ και τρέχοντα κόστη είναι της τάξεως των 383-621 εκατομ. ευρώ και 268-330 εκατομ. ευρώ, αντιστοίχως.

Οι διάφορες επιλογές πολιτικής και οι επιπτώσεις τους στους συμφεροντούχους αναπτύσσονται εκτενώς στην εκτίμηση επιπτώσεων.

3. Νομικά στοιχεία της πρότασης

Νομική βάση

Άρθρο 114 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ.

Αρχή της επικουρικότητας

Η αρχή της επικουρικότητας έχει εφαρμογή, εφόσον η πρόταση δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης.

Οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα από την Ένωση, για τους ακόλουθους λόγους:

Η Συνθήκη προβλέπει δράσεις για να διασφαλιστεί η εδραίωση και η λειτουργία εσωτερικής αγοράς με υψηλό βαθμό προστασίας των καταναλωτών, καθώς και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Απέχει, όμως, πολύ η ολοκλήρωση αυτής της αγοράς όσον αφορά τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, καθόσον υπάρχουν διάφορα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς. Τα εμπόδια αυτά περιορίζουν το εύρος της διασυνοριακής δραστηριότητας τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, μειώνοντας τον ανταγωνισμό. Οι πιστωτικοί φορείς ενδέχεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικοί από ό,τι θα μπορούσαν και οι δανειολήπτες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να ζημιωθούν.

Οι παράγοντες που εμποδίζουν την άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος, ή αυξάνουν το κόστος τους, σε σχέση με το κόστος για τους εγχώριους φορείς μπορούν να αντιμετωπιστούν με κατάλληλες πρωτοβουλίες πολιτικής της ΕΕ. Ορισμένα από τα επισημανθέντα προβλήματα είναι δυνατόν να αυξάνουν το κόστος των ενυπόθηκων δανείων για τους εγχώριους φορείς ή να τους εμποδίζουν να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες. Όμως, το κόστος εισόδου στην αγορά είναι υπέρμετρο για τους πιστωτικούς φορείς που επιδιώκουν να αναπτύξουν διασυνοριακές δραστηριότητες και είναι δυνατόν να αποθαρρύνει τους νεοεισερχομένους στην αγορά, περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό.

Σε μια ανταγωνιστική ενιαία αγορά, που λειτουργεί αποτελεσματικά, με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, οι καταναλωτές θα αναζητήσουν το καλύτερο προϊόν που προσφέρεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους, είτε στη χώρα τους, είτε σε άλλο κράτος μέλος. Οι καταναλωτές στην ΕΕ εξακολουθούν να απευθύνονται κυρίως στην τοπική αγορά για τη λήψη ενυπόθηκων δανείων. Αυτό μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη επίγνωσης του καταναλωτή του τι υπάρχει αλλού και στην έλλειψη εμπιστοσύνης του καταναλωτή, λόγω ανεπαρκούς ή εσφαλμένης πληροφόρησης, σε φόβους για το αν θα γίνουν σεβαστά τα νόμιμα δικαιώματά τους ή για χαμηλή νομική προστασία σε περίπτωση προβλήματος.

Η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση και η οικονομική σταθερότητα είναι στόχοι που ενισχύονται αμοιβαία, οι οποίοι λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο, αλλά εξαρτώνται καίρια από ορισμένες ενέργειες που μπορούν να επιτευχθούν μόνον σε επίπεδο ΕΕ. Όπως φάνηκε με την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, τα αποτελέσματα του ανεύθυνου δανεισμού σε μία χώρα είναι δυνατόν να εξαπλωθούν ταχέως πέραν των εθνικών συνόρων, αφενός, λόγω της πολυεθνικής παρουσίας ορισμένων τραπεζικών ομίλων και, αφετέρου, λόγω του διεθνούς χαρακτήρα του τιτλοποιημένου κινδύνου. Η παρούσα οδηγία εστιάζεται στη διάδραση μεταξύ πιστωτικών φορέων/μεσιτών πιστώσεων και πολιτών. Η ανεύθυνη χορήγηση και λήψη δανείων ήταν ένας από τους παράγοντες από τους οποίους προήλθε η χρηματοοικονομική κρίση: συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην εκδήλωση της χρηματοοικονομικής αναταραχής. Οι προτεινόμενες διατάξεις αναμένεται να διασφαλίσουν ότι οι δραστηριότητες ενυπόθηκης πίστης, σε ολόκληρη την ΕΕ, ασκούνται με υπευθυνότητα και ότι συμβάλλουν στην προώθηση της χρηματοπιστωτικής, οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας.

Η δημιουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενυπόθηκης πίστης, με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, καθώς και διευκόλυνση της παροχής υπηρεσιών σε ολόκληρη την ΕΕ, είναι απολύτως σύμφωνη με τη Συνθήκη. Δράση από μέρους μόνον των κρατών μελών πιθανώς να οδηγήσει σε διαφορετικά σύνολα κανόνων, τα οποία ενδεχομένως να υπονομεύσουν ή να δημιουργήσουν νέα εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως και έχουν ως αποτέλεσμα την άνιση προστασία του καταναλωτή στα διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ. Τα κοινά πρότυπα σε επίπεδο ΕΕ, όπως αυτά που προτείνονται, αναμένεται να προωθήσουν την εδραίωση αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς, με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Τα εν λόγω πρότυπα είναι απαραίτητα επίσης ώστε να διασφαλιστεί ότι έχουν εμπεδωθεί τα κατάλληλα διδάγματα από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου και ότι δεν ξανασυμβεί στο μέλλον τέτοια χρηματοοικονομική κρίση.

Κατά συνέπεια, η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας.

Αρχή της αναλογικότητας

Η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας για τους ακόλουθους λόγους:

Η πρόταση δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της. Δεν ρυθμίζει όλες τις πτυχές χορήγησης και λήψης δανείων, αλλά επικεντρώνεται σε ορισμένες βασικές πτυχές της συναλλαγής ενυπόθηκης πίστης.

Όλοι οι προτεινόμενοι κανόνες εξετάστηκαν βάσει του κριτηρίου της αναλογικότητας και αποτέλεσαν αντικείμενο εντατικών διαβουλεύσεων, ώστε να διασφαλιστεί ενδεδειγμένη και ανάλογη κανονιστική ρύθμιση.

Η πρόταση παρέχει τη δυνατότητα να εγκριθούν, σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτελεστικά μέτρα ή τεχνικά πρότυπα, σε περίπτωση που για ειδικά θέματα απαιτείται να διατυπωθούν λεπτομερέστερες τεχνικές οδηγίες ή να γίνουν αποσαφηνίσεις.

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2009, η Επιτροπή εξέδωσε προτάσεις κανονισμών για τη σύσταση των αρχών ΕΑΤ, ΕΑΑΕΣ και ΕΑΚΑΑ[15]. Ως προς αυτό το σημείο, η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει τις δηλώσεις στις οποίες προέβη σχετικά με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ, κατά την έκδοση των κανονισμών για τη σύσταση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, σύμφωνα με τις οποίες: «Όσον αφορά τη διαδικασία για την έγκριση ρυθμιστικών προτύπων, η Επιτροπή υπογραμμίζει τον μοναδικό χαρακτήρα του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που απορρέει από τον μηχανισμό Lamfalussy και αναγνωρίζεται ρητά στη Δήλωση 39 που προσαρτήθηκε στη ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες αν οι περιορισμοί του ρόλου της κατά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών μέτρων είναι σύμφωνοι με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ.»

Επιλογή νομοθετικών πράξεων

Προτεινόμενη πράξη: Οδηγία.

Άλλες νομοθετικές πράξεις δεν θα ήταν κατάλληλες για τους ακόλουθους λόγους:

Δεν είναι πάντοτε αναγκαία ή ενδεδειγμένη η πλήρης εναρμόνιση: π.χ., η δομή των αγορών στέγασης και των αγορών ενυπόθηκων δανείων διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, και ποικίλλουν επίσης τα προϊόντα και οι δομές αμοιβών. Η παρέμβαση της ΕΕ χρειάζεται να είναι αρκετά στοχοθετημένη, ώστε να είναι αποτελεσματική, αλλά σε επαρκώς υψηλό επίπεδο, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία της ΕΕ. Η οδηγία προσφέρει έναν βαθμό ευελιξίας ως προς το επίπεδο εναρμόνισης. Οι στοχοθετημένες διατάξεις επιτρέπουν να λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία που υπάρχει στις αγορές ενυπόθηκων δανείων στην ΕΕ.

Για τη δέσμη προτεινόμενων μέτρων, συνιστάται να χρησιμοποιηθεί ως νομοθετική πράξη η οδηγία.

4. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Εκτός από τις συνήθεις διοικητικές δαπάνες που συνδέονται με τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία της ΕΕ, δεν θα υπάρξει καμία δημοσιονομική επίπτωση, δεδομένου ότι δεν συγκροτούνται νέες επιτροπές, ούτε αναλαμβάνονται οικονομικές υποχρεώσεις.

5. Συμπληρωματικές πληροφορίες

Ρήτρα επανεξέτασης/αναθεώρησης/λήξης ισχύος

Η πρόταση περιλαμβάνει ρήτρα επανεξέτασης.

Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος

Η προτεινόμενη πράξη αφορά θέμα του ΕΟΧ και θα πρέπει, επομένως, να καλύπτει και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Λεπτομερής επεξήγηση της πρότασης

Η ακόλουθη σύντομη περίληψη αποσκοπεί να διευκολύνει τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, συνοψίζοντας το βασικό περιεχόμενο της οδηγίας.

Το άρθρο 1 (αντικείμενο) αναφέρει ότι η οδηγία επικεντρώνεται στην ενυπόθηκη πίστη προς τους καταναλωτές και σε ορισμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αφορούν πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πιστώσεων. Λόγω αυτού, η οδηγία εστιάζεται σε ακίνητα κατοικίας και όχι σε εμπορικά ακίνητα.

Στο άρθρο 2 (πεδίο εφαρμογής) καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, η οποία καλύπτει συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται με υποθήκη ή άλλη εγγύηση, δάνεια για την αγορά ακινήτου και ορισμένες συμβάσεις πίστωσης με σκοπό τη χρηματοδότηση της ανακαίνισης ακινήτου. Η οδηγία δεν αποκλείει τη δυνατότητα ορισμένων κρατών μελών που το επιθυμούν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής και σε άλλους δικαιούχους, όπως μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, ή ακόμη και σε ορισμένες συναλλαγές επί εμπορικών ακινήτων.

Στο άρθρο 3 (ορισμοί) δίδονται οι ορισμοί των όρων που χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία. Κατά το δυνατόν, οι ορισμοί έχουν ευθυγραμμιστεί με εκείνους που απαντούν και σε άλλα κείμενα της ενωσιακής νομοθεσίας, και ιδίως στην οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, στην οποία θεσπίζονται κανόνες σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, και στην οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση[16]. Ωστόσο, λόγω της ιδιαιτερότητας της παρούσας οδηγίας, κάποιοι ορισμοί έχουν προσαρμοστεί ειδικά στις ανάγκες της παρούσας πρότασης.

Βάσει του άρθρου 4 (αρμόδιες αρχές) απαιτείται από τα κράτη μέλη να ορίσουν ειδικές αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή της οδηγίας.

Στα άρθρα 5 (υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας κατά την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές) και 6 (ελάχιστες απαιτήσεις επάρκειας) τίθενται σημαντικοί όροι για τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλός βαθμός επαγγελματισμού κατά την παροχή ενυπόθηκων δανείων, όπως είναι η υποχρέωση να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του καταναλωτή και οι απαιτήσεις που αφορούν τις κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια, τις οποίες πρέπει να διαθέτουν.

Στα άρθρα 7 (γενικές διατάξεις για τη διαφήμιση και την εμπορική προώθηση) και 8 (τυποποιημένες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση) καθορίζονται γενικές αρχές για τις διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις, καθώς και η μορφή και το περιεχόμενο των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση. Οι τυποποιημένες πληροφορίες αναφέρονται σε βασικά χαρακτηριστικά της πίστωσης και, σε περίπτωση που η πίστωση εξασφαλίζεται με υποθήκη, περιλαμβάνουν προειδοποίηση σχετικά με τις συνέπειες για τον καταναλωτή, εάν δεν τηρηθούν οι υποχρεώσεις του που συνδέονται με τη σύμβαση πίστωσης. Οι εν λόγω διατάξεις συμπληρώνουν και επεκτείνουν τις υποχρεώσεις της οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»).

Στο άρθρο 9 (παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης) προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων να διαθέτουν, ανά πάσα στιγμή, γενικές πληροφορίες για το φάσμα πιστωτικών προϊόντων. Προβλέπεται περαιτέρω υποχρέωση των πιστωτικών φορέων και, ανάλογα με την περίπτωση, των μεσιτών πιστώσεων να παρέχουν εξατομικευμένες πληροφορίες στον καταναλωτή, βάσει του Τυποποιημένου Ευρωπαϊκού Δελτίου Πληροφοριών. Οι εν λόγω απαιτήσεις αντικατοπτρίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τις εθελοντικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στον «Εθελοντικό κώδικα συμπεριφοράς κατά την προσυμβατική ενημέρωση για στεγαστικά δάνεια». Πάντως, έχει επικαιροποιηθεί το περιεχόμενο και η διάρθρωση του Τυποποιημένου Ευρωπαϊκού Δελτίου Πληροφοριών, όπως παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των δοκιμών από τους καταναλωτές στα 27 κράτη μέλη.

Βάσει του άρθρου 10 (Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων) απαιτείται από τους μεσίτες πιστώσεων να γνωστοποιούν πληροφορίες στους καταναλωτές σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητάς τους, το καθεστώς και τη σχέση τους με τους πιστωτικούς φορείς, πριν από την παροχή των υπηρεσιών τους, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια όσον αφορά πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων.

Στο άρθρο 11 (επαρκείς εξηγήσεις) προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων να παρέχουν εξηγήσεις στον καταναλωτή σχετικά με την ή τις προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης, στο προσυμβατικό στάδιο, ανάλογα με το επίπεδο γνώσεων και εξοικείωσης του καταναλωτή με τα θέματα πιστώσεων.

Το άρθρο 12 (υπολογισμός του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης) αφορά τον κυριότερο δείκτη που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση ενυπόθηκων πιστωτικών προϊόντων. Προϋποθέτει, για ενυπόθηκα πιστωτικά προϊόντα, τη χρήση του ορισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης - ΣΕΠΠΕ), που χρησιμοποιείται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, στην οποία θεσπίζονται κανόνες σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Στο παράρτημα Ι παρατίθενται λεπτομέρειες σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού του ΣΕΠΠΕ, προβλέπονται δε διατάξεις για την τροποποίηση της μεθοδολογίας, ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά.

Το άρθρο 13 (πληροφορίες για το επιτόκιο χορηγήσεων) ορίζει ότι πρέπει να δίδονται πληροφορίες στον καταναλωτή, σε περίπτωση μεταβολής του επιτοκίου χορηγήσεων.

Βάσει του άρθρου 14 (υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή) απαιτείται από τον πιστωτικό φορέα να αξιολογεί τη δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπική κατάσταση του καταναλωτή και βάσει επαρκών πληροφοριών. Προβλέπεται επίσης υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να αρνείται να χορηγήσει την πίστωση, εάν η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας καταλήξει σε αρνητικά αποτελέσματα.

Στο άρθρο 15 (υποχρέωση παροχής πληροφοριών από τον καταναλωτή) προβλέπεται απαίτηση «υπεύθυνου δανεισμού», και συγκεκριμένα ότι ο δανειολήπτης πρέπει να παρέχει όλες τις αναγκαίες και ορθές πληροφορίες, ώστε να μπορεί να διενεργηθεί η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας.

Στο άρθρο 16 (πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων) προβλέπονται διατάξεις προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης, χωρίς διακρίσεις, των πιστωτικών φορέων σε πληροφορίες από σχετικές βάσεις δεδομένων.

Στο άρθρο 17 (πρότυπα παροχής συμβουλών) καθορίζονται πρότυπα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση που παρέχονται συμβουλές, καθίσταται σαφές για τον δανειολήπτη ότι παρέχονται συμβουλές, χωρίς να προβλέπεται υποχρέωση παροχής συμβουλών. Στο άρθρο προβλέπεται απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη αρκετά μεγάλος αριθμός συμβάσεων πίστωσης που διατίθενται στην αγορά, όπως και να παρέχονται συμβουλές σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δανειολήπτη.

Στο άρθρο 18 (πρόωρη εξόφληση) απαιτείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα να εξοφλήσουν την πίστωσή τους πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης, ενώ τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίσουν τους όρους άσκησης αυτού του δικαιώματος, υπό την προϋπόθεση να μην είναι οι όροι αυτοί υπέρμετρα επαχθείς.

Στα άρθρα 19 έως 22 (σχετικά με την αδειοδότηση, την εγγραφή σε μητρώο και την εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων) καθορίζονται οι αρχές ενός ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου για μεσίτες πιστώσεων. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται η αδειοδότηση και η εγγραφή των μεσιτών πιστώσεων σε μητρώο, υπό την προϋπόθεση συμμόρφωσης προς ορισμένες απαιτήσεις κατά την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας και σε συνεχή βάση, καθώς και η καθιέρωση καθεστώτος διαβατηρίου. Οι απαιτήσεις ισχύουν για όλους τους μεσίτες πιστώσεων, είτε είναι συνδεδεμένοι, είτε όχι, προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού στον κλάδο.

Το άρθρο 23 (αδειοδότηση, εγγραφή σε μητρώα και εποπτεία μη πιστωτικών ιδρυμάτων) ορίζει ότι τα μη πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλη αδειοδότηση, εγγραφή σε μητρώα και εποπτεία. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται ότι όλοι οι πιστωτικοί φορείς, είτε είναι πιστωτικά ιδρύματα, είτε όχι, υπόκεινται σε κατάλληλες κανονιστικές ρυθμίσεις και εποπτεία.

Βάσει του άρθρου 24 (κυρώσεις) απαιτείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη λήψη των κατάλληλων διοικητικών μέτρων ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την οδηγία.

Βάσει του άρθρου 25 (μηχανισμοί επίλυσης διαφορών) απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέψουν εξωδικαστικά όργανα προσφυγών για την επίλυση διαφορών μεταξύ πιστωτικών φορέων και καταναλωτών, καθώς και μεταξύ μεσιτών πιστώσεων και καταναλωτών.

Στα άρθρα 26 έως 28 (πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση) προβλέπονται οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται προκειμένου να μπορούν να προσαρμόζονται, να διευκρινίζονται ή να επικαιροποιούνται ορισμένα στοιχεία της οδηγίας.

Το άρθρο 29 (επιτακτικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας) και το άρθρο 30 (μεταφορά) ορίζουν, αντιστοίχως, ότι η οδηγία θα πρέπει να εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη και πώς θα πρέπει να εφαρμοστεί.

Στο άρθρο 31 (ρήτρα επανεξέτασης) προβλέπεται επανεξέταση της αποτελεσματικότητας και της καταλληλότητας της οδηγίας, ως προς την εκπλήρωση των στόχων της, μετά την πάροδο πενταετίας.

2011/0062 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ EΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[17],

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια[18],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[19],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[20],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[21],

Κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων[22],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία[23],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. Τον Μάρτιο του 2003, η Επιτροπή δρομολόγησε μια διαδικασία με σκοπό να καταγράψει τα εμπόδια που υπάρχουν στην εσωτερική αγορά όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας και να εκτιμήσει τις επιπτώσεις τους. Το 2007, εξέδωσε Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση των αγορών ενυπόθηκης πίστης στην ΕΕ[24]. Στην Λευκή Βίβλο εξαγγέλθηκε η πρόθεση της Επιτροπής να προβεί σε εκτίμηση του αντικτύπου, μεταξύ άλλων, των επιλογών πολιτικής για την προσυμβατική ενημέρωση, τις βάσεις πιστωτικών δεδομένων, την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, την ετήσια πραγματική επιβάρυνση και την παροχή συμβουλών. Η Επιτροπή συγκρότησε επίσης Ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα πιστωτικά ιστορικά, προκειμένου να συνδράμει την Επιτροπή στην εκπόνηση μέτρων για τη βελτίωση της πρόσβασης σε πιστωτικά δεδομένα, καθώς και της συγκρισιμότητας και της πληρότητάς τους. Δρομολογήθηκαν επίσης μελέτες σχετικά με τον ρόλο και τις εργασίες των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας.

2. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζονται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης. Η ανάπτυξη διαφανέστερης και αποτελεσματικότερης πιστωτικής αγοράς μέσα στον χώρο αυτόν είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση της ανάπτυξης των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και για τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη νομοθεσία των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με σκοπό τη χορήγηση συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, καθώς και τις κανονιστικές ρυθμίσεις και την εποπτεία στις οποίες υπόκεινται οι μεσίτες πιστώσεων και τα μη πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Οι διαφορές αυτές δημιουργούν εμπόδια τα οποία περιορίζουν το εύρος της διασυνοριακής δραστηριότητας τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, μειώνοντας με τον τρόπο αυτόν τον ανταγωνισμό και τις δυνατότητες επιλογής στην αγορά, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για τους δανειστές, ακόμη και εμποδίζοντάς τους να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες.

3. Η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι η ανεύθυνη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά είναι δυνατόν να υποσκάψει τα θεμέλια του χρηματοοικονομικού συστήματος, οδηγώντας σε έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των μερών, ιδίως των καταναλωτών, και, δυνητικά, σε σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Πολλοί καταναλωτές έχουν απολέσει την εμπιστοσύνη τους στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι δε δανειολήπτες διαπιστώνουν όλο και περισσότερο ότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι αθετήσεις πληρωμών και οι αναγκαστικές εκποιήσεις. Υπό το πρίσμα των προβλημάτων που ήλθαν στο προσκήνιο λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και στο πλαίσιο των προσπαθειών για την κατοχύρωση αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή έχει προτείνει μέτρα όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, στα οποία περιλαμβάνεται αξιόπιστο πλαίσιο για την πιστωτική διαμεσολάβηση, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο διαμόρφωσης υπεύθυνων και αξιόπιστων αγορών στο μέλλον και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών[25].

4. Έχει εντοπιστεί μια σειρά προβλημάτων στις ευρωπαϊκές αγορές ενυπόθηκης πίστης, που οφείλονται στις ανεύθυνες πρακτικές χορήγησης και λήψης δανείων κατά το προσυμβατικό στάδιο και στα περιθώρια ανεύθυνης συμπεριφοράς των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων. Ορισμένα προβλήματα αφορούσαν δάνεια εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα, τα οποία είχαν συνάψει οι καταναλωτές στο υπόψη νόμισμα προκειμένου να επωφεληθούν από το επιτόκιο που προσφερόταν, αλλά χωρίς να έχουν επαρκή επίγνωση του συναλλαγματικού κινδύνου που διέτρεχαν. Τα προβλήματα αυτά πηγάζουν από αδυναμίες της αγοράς και των κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και από άλλους παράγοντες, όπως το γενικό οικονομικό κλίμα και τα χαμηλά επίπεδα χρηματοοικονομικών γνώσεων. Μεταξύ των άλλων προβλημάτων συγκαταλέγονται τα αναποτελεσματικά, ασυνεπή ή ακόμη και ανύπαρκτα καθεστώτα εγγραφής σε μητρώο, αδειοδότησης και εποπτείας των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων που χορηγούν πιστώσεις για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Τα επισημανθέντα προβλήματα δυνητικά έχουν σημαντικές μακροοικονομικές δευτερογενείς επιπτώσεις, μπορούν να αποβούν εις βάρος του καταναλωτή, να λειτουργήσουν ως οικονομικά ή νομικά εμπόδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες και να δημιουργήσουν άνισους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των συντελεστών της αγοράς.

5. Για να διευκολυνθεί η δημιουργία και η εύρυθμη λειτουργία εσωτερικής αγοράς, με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, στον τομέα των συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, είναι αναγκαίο να διαμορφωθεί εναρμονισμένο ενωσιακό πλαίσιο σε ορισμένα πεδία. Είναι επίσης αναγκαίο να καθιερωθούν εναρμονισμένα πρότυπα, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές που επιθυμούν να συνάψουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας να μπορούν να προβούν στη σύναψη με εμπιστοσύνη, γνωρίζοντας ότι οι φορείς με τους οποίους συναλλάσσονται ενεργούν με επαγγελματισμό και υπευθυνότητα.

6. Η παρούσα οδηγία αναμένεται να βελτιώσει τις συνθήκες για την εδραίωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μέσω της προσέγγισης των νομοθεσιών των κρατών μελών και της καθιέρωσης ποιοτικών προτύπων για ορισμένες υπηρεσίες, κυρίως όσον αφορά τη διάθεση και την παροχή πιστώσεων μέσω πιστωτικών φορέων και μεσιτών πιστώσεων. Η καθιέρωση ποιοτικών προτύπων για υπηρεσίες παροχής πιστώσεων προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με τις απαιτήσεις αδειοδότησης και προληπτικής εποπτείας.

7. Όσον αφορά τους τομείς που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις σε τομείς όπως το δίκαιο των συμβάσεων που διέπει το κύρος των συμβάσεων πίστωσης, η αποτίμηση ακίνητης περιουσίας, η καταχώριση στο κτηματολόγιο, οι πληροφορίες για τη σύμβαση, τα θέματα μετά τη σύναψη της σύμβασης και ο χειρισμός των περιπτώσεων αθέτησης πληρωμών.

8. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις δεν βρίσκονται στην ίδια θέση, δεν χρειάζονται το ίδιο επίπεδο προστασίας. Μολονότι είναι σημαντικό να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των καταναλωτών με διατάξεις από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με σύμβαση, είναι λογικό να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις και στους οργανισμούς να συνάπτουν άλλες συμβάσεις. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής και να καλύπτουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι καταναλωτές, κυρίως πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στη σύσταση της Επιτροπής 2003/361/ΕΚ, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων[26].

9. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για όλες τις πιστώσεις που παρέχονται στους καταναλωτές. Θα πρέπει, επομένως, να εφαρμόζεται στις πιστώσεις που εξασφαλίζονται με ακίνητα ή στις πιστώσεις που χρησιμοποιούνται για την αγορά ακινήτων σε ορισμένα κράτη μέλη και στις πιστώσεις για την ανακαίνιση ακινήτων κατοικίας, οι οποίες δεν καλύπτονται από τη οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου[27], με την οποία θεσπίζονται κανόνες στο επίπεδο της Ένωσης σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτικών πιστώσεων. Εξ άλλου, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ορισμένα είδη συμβάσεων πίστωσης με τις οποίες η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του σε ορισμένες περιστάσεις, όπως ήδη προβλέπεται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ.

10. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ορισμένες συμβάσεις πίστωσης οι οποίες τελικώς θα εξοφληθούν από το προϊόν της πώλησης ακινήτου περιουσιακού στοιχείου και των οποίων ο πρωταρχικός σκοπός είναι να διευκολυνθεί η κατανάλωση, όπως είναι τα προϊόντα αποδέσμευσης ακινητοποιημένου κεφαλαίου (equity release) ή άλλα ισοδύναμα εξειδικευμένα προϊόντα. Οι εν λόγω συμβάσεις πίστωσης διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Παραδείγματος χάριν, είναι άσκοπο να πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, εφόσον οι πληρωμές καταβάλλονται από τον πιστωτικό φορέα στον δανειολήπτη, και όχι το αντίστροφο. Για την εν λόγω συναλλαγή θα απαιτούνταν επίσης, μεταξύ άλλων, ουσιωδώς διαφορετικές πληροφορίες πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Συν τοις άλλοις, άλλα προϊόντα, όπως η απόκτηση κατοικίας έναντι ισόβιας προσόδου, τα οποία έχουν παρεμφερείς λειτουργίες με τις αντίστροφες υποθήκες ή τα ενυπόθηκα δάνεια εφ’ όρου ζωής, δεν συνεπάγονται τη χορήγηση πίστωσης και, λόγω αυτού, παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε εκείνα τα εξασφαλισμένα δάνεια των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι να διευκολυνθεί η απόκτηση ακινήτου περιουσιακού στοιχείου, συμπεριλαμβανομένων των δανείων για τα οποία δεν απαιτείται η εξόφληση του κεφαλαίου ή σκοπός των οποίων είναι να παρασχεθεί προσωρινή χρηματοδότηση μεταξύ της πώλησης ενός ακινήτου περιουσιακού στοιχείου και της αγοράς άλλου.

11. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, το ενωσιακό πλαίσιο στον τομέα των συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας θα πρέπει να είναι συνεπές και συμπληρωματικό προς άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως στους τομείς της προστασίας των καταναλωτών και της προληπτικής εποπτείας. Βασικοί ορισμοί, όπως «καταναλωτής», «πιστωτικός φορέας», «μεσίτης πιστώσεων», «συμβάσεις πίστωσης» και «σταθερό μέσο», καθώς και βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στις τυποποιημένες πληροφορίες για τον προσδιορισμό των χρηματοπιστωτικών χαρακτηριστικών της πίστωσης, όπως το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, το συνολικό πληρωτέο από τον καταναλωτή ποσό, το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης και το επιτόκιο χορηγήσεων, θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τους ορισμούς και τις έννοιες που χρησιμοποιούνται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ, ούτως ώστε η ίδια ορολογία να αναφέρεται στα ίδια πράγματα, είτε η πίστωση είναι καταναλωτική πίστωση είτε πίστωση που αφορά ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνήσουν, κατά τη μεταφορά της οδηγίας της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ώστε να υπάρχει συνέπεια εφαρμογής και ερμηνείας.

12. Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπές πλαίσιο για τους καταναλωτές στον τομέα των πιστώσεων και να ελαχιστοποιηθεί ο διοικητικός φόρτος για τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων, το βασικό πλαίσιο της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να ακολουθεί τη δομή της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, και κυρίως τις αρχές ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις διαφημίσεις για συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας θα πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, ότι θα πρέπει να του παρέχονται λεπτομερείς προσυμβατικές πληροφορίες, με τυποποιημένο δελτίο πληροφοριών, ότι ο καταναλωτής θα πρέπει να λαμβάνει επαρκείς εξηγήσεις, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, και ότι οι πιστωτικοί φορείς θα πρέπει να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, πριν από τη χορήγηση δανείου. Ομοίως, θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται πρόσβαση των πιστωτικών φορέων, χωρίς διακρίσεις, σε σχετικές βάσεις δεδομένων, προκειμένου να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, όπως διασφαλίζονται με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/48/ΕΚ. Ομοίως με την οδηγία 2008/48/ΕΚ, με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίζεται η δέουσα αδειοδότηση, εγγραφή σε μητρώα και εποπτεία όλων των πιστωτικών φορέων που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας και θα πρέπει να καθιερωθούν απαιτήσεις για την πρόβλεψη εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, καθώς και για την πρόσβαση σε αυτούς.

13. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμπληρώνει την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ[28], βάσει της οποίας απαιτείται να ενημερώνεται ο καταναλωτής για την ύπαρξη ή την έλλειψη δικαιώματος υπαναχώρησης και στην οποία προβλέπεται δικαίωμα υπαναχώρησης. Ωστόσο, μολονότι στην οδηγία 2002/65/ΕΚ προβλέπεται η δυνατότητα για τον προμηθευτή να γνωστοποιεί προσυμβατικές πληροφορίες μετά τη σύναψη της σύμβασης, η δυνατότητα αυτή δεν ενδείκνυται για συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, δεδομένης της σπουδαιότητας της οικονομικής δέσμευσης για τον καταναλωτή. Εξ άλλου, όπως προβλέπεται στην οδηγία 85/577/ΕΟΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (οδηγία για τις πωλήσεις εκτός εμπορικού καταστήματος)[29], οι καταναλωτές θα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα υπαναχώρησης για συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, οι οποίες συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος, θα πρέπει δε να ενημερώνονται για την ύπαρξη αυτού του δικαιώματος.

14. Ταυτοχρόνως, είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, για τις οποίες δικαιολογείται διαφοροποιημένη προσέγγιση. Δεδομένης της φύσης και των ενδεχόμενων συνεπειών για τον καταναλωτή από τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, το διαφημιστικό υλικό και οι εξατομικευμένες προσυμβατικές πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν ειδικές προειδοποιήσεις για τους κινδύνους, παραδείγματος χάριν, σχετικά με τη φύση και τις συνέπειες σύναψης ασφάλειας. Σύμφωνα με τα ήδη υφιστάμενα ως εθελοντική προσέγγιση από τον κλάδο όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, θα πρέπει να διατίθενται ανά πάσα στιγμή γενικές προσυμβατικές πληροφορίες, επιπλέον των εξατομικευμένων πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Εξ άλλου, δικαιολογείται διαφοροποιημένη προσέγγιση, ώστε να ληφθούν υπόψη τα διδάγματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η προεργασία για τη χορήγηση του δανείου πραγματοποιείται σε υγιή βάση. Εν προκειμένω, θα πρέπει να ενισχυθούν οι διατάξεις για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, σε σύγκριση με την καταναλωτική πίστη, θα πρέπει να παρέχονται επακριβέστερες πληροφορίες από τους μεσίτες πιστώσεων σχετικά με το καθεστώς τους και τη σχέση τους με τους πιστωτικούς φορείς, ούτως ώστε να γνωστοποιούνται δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων, και θα πρέπει να υπόκεινται όλοι οι συντελεστές που συμμετέχουν στην προεργασία για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας στις δέουσες διαδικασίες αδειοδότησης, εγγραφής σε μητρώο και εποπτείας.

15. Οι διαμεσολαβητές συχνά ασκούν και άλλες δραστηριότητες εκτός από την πιστωτική διαμεσολάβηση, και ιδίως ασφαλιστική διαμεσολάβηση ή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Επομένως, στην παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται κάποια συνέπεια με την οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση[30] και με την οδηγία 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου[31]. Ειδικότερα, οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας των μεσιτών πιστώσεων θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται εν γένει με την οδηγία 2002/92/ΕΚ, ώστε να απλουστευθεί η διαδικασία εγκατάστασης των μεσιτών πιστώσεων και η άσκηση των δραστηριοτήτων τους διασυνοριακά.

16. Το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο αναμένεται να προσφέρει στους καταναλωτές τη διαβεβαίωση ότι οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων ενεργούν κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του καταναλωτή. Βασική προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών είναι η απαίτηση να επιδείξει ο κλάδος υψηλό βαθμό δικαιοσύνης, εντιμότητας και επαγγελματισμού. Μολονότι βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να απαιτείται, στο επίπεδο της επιχείρησης, απόδειξη των σχετικών γνώσεων και επάρκειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν απαιτήσεις αυτού του είδους για τα επιμέρους φυσικά πρόσωπα.

17. Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων συχνά χρησιμοποιούν διαφημίσεις, όπου πολλές φορές παρουσιάζονται ειδικές προσφορές, προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές σε κάποιο συγκεκριμένο προϊόν. Επομένως, οι καταναλωτές θα πρέπει να προστατεύονται έναντι των πρακτικών αθέμιτης ή παραπλανητικής διαφήμισης και θα πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν τις διαφημίσεις. Είναι αναγκαίο να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διαφήμιση συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, καθώς και κατάλογος στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο υλικό διαφήμισης και εμπορικής προώθησης που απευθύνεται στους καταναλωτές, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να συγκρίνουν τις διάφορες προσφορές. Στις εν λόγω διατάξεις λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, παραδείγματος χάριν, το γεγονός ότι, εάν δεν τηρηθούν οι υποχρεώσεις εξόφλησης του δανείου, υπάρχει κίνδυνος να απολέσει ο καταναλωτής το ακίνητο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν απαιτήσεις δημοσιοποίησης στο εθνικό τους δίκαιο όσον αφορά τις διαφημίσεις οι οποίες δεν περιέχουν πληροφορίες για το κόστος της πίστωσης.

18. Η διαφήμιση τείνει να εστιάζεται ιδιαίτερα σε ένα ή περισσότερα προϊόντα, οι καταναλωτές, όμως, θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους εν πλήρη γνώσει του φάσματος των πιστωτικών προϊόντων που προσφέρονται. Εν προκειμένω, οι γενικές πληροφορίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, διότι παρέχουν γνώσεις στον καταναλωτή σχετικά με το ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών που διατίθενται από έναν συγκεκριμένο πιστωτικό φορέα ή μεσίτη πιστώσεων, όπως και σχετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Επομένως, οι καταναλωτές θα πρέπει να μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να έχουν πρόσβαση στις γενικές πληροφορίες για τα διαθέσιμα πιστωτικά προϊόντα. Θα πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνουν εξατομικευμένες πληροφορίες, εγκαίρως πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ώστε να είναι σε θέση να συγκρίνουν και να μελετούν τα χαρακτηριστικά των πιστωτικών προϊόντων.

19. Προκειμένου να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και προκειμένου να βασίζεται η απόφαση του καταναλωτή στα λεπτομερή χαρακτηριστικά των πιστωτικών προϊόντων που προσφέρονται, παρά στο κύκλωμα διανομής μέσω του οποίου υπάρχει πρόσβαση στα εν λόγω πιστωτικά προϊόντα, οι καταναλωτές θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες για την πίστωση είτε συναλλάσσονται απ’ ευθείας με πιστωτικό φορέα είτε με μεσίτη πιστώσεων.

20. Με τη σύσταση της Επιτροπής 2001/193/ΕΚ σχετικά με τις προσυμβατικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές από πιστωτές που χορηγούν στεγαστικά δάνεια[32], υιοθετήθηκε ο Εθελοντικός κώδικας συμπεριφοράς, ο οποίος συμφωνήθηκε το 2001 μεταξύ ενώσεων και ομοσπονδιών που αντιπροσωπεύουν τους πιστωτές και τους καταναλωτές και ο οποίος περιέχει το Τυποποιημένο Ευρωπαϊκό Δελτίο Πληροφοριών (ESIS). Στο Δελτίο παρέχονται πληροφορίες, εξατομικευμένες για τον δανειολήπτη, σχετικά με τη σύμβαση πίστωσης που προβλέπεται. Στη σύστασή της, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ελέγχει την τήρηση του Κώδικα, καθώς και την αποτελεσματικότητά του, και σε περίπτωση μη πλήρους τήρησης των διατάξεων της σύστασης, να εξετάσει αν πρέπει να προτείνει δεσμευτικά νομοθετικά μέτρα. Βάσει των στοιχείων που συνέλεξε εν τω μεταξύ η Επιτροπή, έχει γίνει εμφανής η ανάγκη να αναθεωρηθεί το περιεχόμενο και η παρουσίαση του ESIS, ώστε να είναι σαφές, κατανοητό και να περιέχει όλες τις πληροφορίες που διαπιστώθηκε ότι είναι σημαντικές για τους καταναλωτές. Στο περιεχόμενο και τη διάρθρωση του ESIS θα πρέπει να ενσωματωθούν οι αναγκαίες βελτιώσεις που επισημάνθηκαν με δοκιμές που διενεργήθηκαν από τους καταναλωτές σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να αναθεωρηθεί η δομή του δελτίου (ιδίως, η σειρά των πληροφοριακών στοιχείων), η διατύπωση θα πρέπει να είναι περισσότερο κατανοητή από τον χρήστη, ενώ ορισμένα σημεία, όπως το «ονομαστικό επιτόκιο» και το «συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης», θα πρέπει να συγχωνευθούν και να προστεθούν νέα σημεία, όπως ο «εξωτερικός φορέας παραπόνων» και «κίνδυνοι και προειδοποιήσεις».

21. Προκειμένου να διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια και να αποφεύγονται οι καταχρήσεις εμπιστοσύνης που προκύπτουν από πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, όταν οι καταναλωτές χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μεσιτών πιστώσεων, οι εν λόγω μεσίτες θα πρέπει να υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις γνωστοποίησης πληροφοριών, πριν από την παροχή των υπηρεσιών τους. Οι γνωστοποιήσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητάς τους και τους δεσμούς τους με τους πιστωτικούς φορείς, παραδείγματος χάριν, κατά πόσον λαμβάνουν υπόψη προϊόντα από ένα ευρύ φάσμα πιστωτικών φορέων ή μόνον από πιο περιορισμένο αριθμό πιστωτικών φορέων. Οι μεσίτες πιστώσεων που δεν είναι συνδεδεμένοι με έναν πιστωτικό φορέα ή έναν όμιλο πιστωτικών φορέων θα πρέπει να γνωστοποιούν επίσης στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη προμηθειών οι οποίες καταβάλλονται από τους πιστωτικούς φορείς για λογαριασμό των οποίων ενεργούν, καθώς και σχετικά με την ενδεχόμενη διακύμανση των εν λόγω προμηθειών.

22. Ο καταναλωτής ενδέχεται να εξακολουθεί να χρειάζεται πρόσθετη βοήθεια, προκειμένου να αποφασίσει ποια σύμβαση πίστωσης, από το φάσμα των προτεινόμενων προϊόντων, είναι η καταλληλότερη για τις ανάγκες και την οικονομική κατάστασή του. Οι πιστωτικοί φορείς, και σε περίπτωση που η συναλλαγή πραγματοποιείται μέσω μεσίτη πιστώσεων, οι μεσίτες πιστώσεων θα πρέπει να παρέχουν τη βοήθεια αυτή όσον αφορά τα πιστωτικά προϊόντα τα οποία προσφέρουν στον καταναλωτή. Συνεπώς, οι σχετικές πληροφορίες, καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων, θα πρέπει να εξηγούνται στον καταναλωτή με εξατομικευμένο τρόπο, ούτως ώστε ο καταναλωτής να αντιλαμβάνεται τις ενδεχόμενες συνέπειές τους στην οικονομική του κατάσταση. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να ορίζουν πότε και σε ποιον βαθμό πρόκειται να παρέχονται οι εν λόγω εξηγήσεις στον καταναλωτή, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών προσφοράς της πίστωσης, της ανάγκης του καταναλωτή για βοήθεια και της φύσης των επιμέρους πιστωτικών προϊόντων.

23. Προκειμένου να προωθηθούν η εδραίωση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλιστεί υψηλός βαθμός προστασίας των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των πληροφοριών που αφορούν τα συνολικά ετήσια πραγματικά ποσοστά επιβάρυνσης σε ολόκληρη την Ένωση. Το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή θα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των επιβαρύνσεων που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών. Θα πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνει τους τόκους, τις προμήθειες, τους φόρους, τις αμοιβές σε μεσίτες πιστώσεων και οποιεσδήποτε άλλες αμοιβές, καθώς και το κόστος της ασφάλισης ή άλλων συμπληρωματικών προϊόντων, εάν είναι υποχρεωτικά για τη χορήγηση της πίστωσης υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται. Δεδομένου ότι το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης μπορεί, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, να υποδεικνύεται μόνον μέσω παραδείγματος, το παράδειγμα αυτό θα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό. Επομένως, θα πρέπει να αντιστοιχεί, παραδείγματος χάριν, στη μέση διάρκεια και στο συνολικό ποσό της πίστωσης που χορηγείται για το υπόψη είδος σύμβασης πίστωσης. Δεδομένης της πολυπλοκότητας του υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης (παραδείγματος χάριν, για πιστώσεις που βασίζονται σε κυμαινόμενα επιτόκια ή μη τυποποιημένα χρεολύσια) και για να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι καινοτομίες στα προϊόντα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τροποποίηση ή τη διευκρίνιση της μεθόδου υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης. Ο καθορισμός και η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ταυτίζονται με τα αντίστοιχα που προβλέπονται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ, ώστε να διευκολύνεται ο καταναλωτής να κατανοήσει και να συγκρίνει. Ο καθορισμός και η μεθοδολογία ενδέχεται, ωστόσο, να διαφέρουν στο μέλλον, εάν τροποποιηθεί η οδηγία 2008/48/ΕΚ σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διατηρούν ή να θεσπίζουν απαγορεύσεις μονομερών μεταβολών του επιτοκίου χορηγήσεων από τον πιστωτικό φορέα.

24. Στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι αναγκαίοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ενδεικτικά, το εισόδημα του καταναλωτή, τα τακτικά έξοδα, η βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας, το πιστωτικό ιστορικό, η δυνατότητα να αντιμετωπίσει προσαρμογές του επιτοκίου και άλλες υφιστάμενες πιστωτικές υποχρεώσεις του. Ενδέχεται να είναι αναγκαίες συμπληρωματικές διατάξεις για την περαιτέρω εξειδίκευση των διαφόρων στοιχείων που μπορεί να λαμβάνονται υπόψη στην αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας. Τα κράτη μέλη δύνανται να εκδίδουν οδηγίες σχετικά με τη μέθοδο και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, παραδείγματος χάριν, με τον καθορισμό ορίων για τον δείκτη δανείου ως προς την αξία ή τον δείκτη δανείου ως προς το εισόδημα.

25. Η αρνητική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να αποτελεί ένδειξη για τον πιστωτικό φορέα ότι ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις του και, κατά συνέπεια, ο πιστωτικός φορέας δεν θα πρέπει να χορηγήσει την πίστωση. Το εν λόγω αρνητικό αποτέλεσμα ενδέχεται να προκύπτει από πολλούς και ποικίλους λόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ενδεικτικά, έρευνα σε βάση δεδομένων ή αρνητική βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας. Η θετική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα πρέπει να συνεπάγεται υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να χορηγήσει την πίστωση.

26. Οι καταναλωτές θα πρέπει να παρέχουν στους πιστωτικούς φορείς ή στους μεσίτες πιστώσεων όλες τις διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες που αφορούν την οικονομική και προσωπική τους κατάσταση, προκειμένου να διευκολύνουν την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας. Ο καταναλωτής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να υφίσταται δυσμενείς επιπτώσεις, σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να παράσχει ορισμένες πληροφορίες ή εκτιμήσεις της μελλοντικής εξέλιξης της οικονομικής του κατάστασης. Σε περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές εν γνώσει τους παρέχουν ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να καθορίζουν τις ενδεδειγμένες κυρώσεις.

27. Η έρευνα σε βάση δεδομένων αποτελεί χρήσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας. Ορισμένα κράτη μέλη απαιτούν από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Οι πιστωτικοί φορείς θα πρέπει επίσης να μπορούν να προβαίνουν σε έρευνα στη βάση πιστωτικών δεδομένων καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, προκειμένου να εντοπίζουν και να αξιολογούν το ενδεχόμενο αθέτησης πληρωμών. Σε περίπτωση που το ενδεχόμενο αυτό είναι προφανές ή αντικειμενικά αποδεδειγμένο, ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει να επικοινωνεί με τον καταναλωτή, για να συζητήσει τις διάφορες επιλογές ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα αθέτησης πληρωμών, όπως με αναδιάρθρωση του δανείου. Εν πάση περιπτώσει, ο πιστωτικός φορέας δεν θα πρέπει να προβλέπει ανάκληση της πίστωσης, χωρίς να έχει διερευνήσει πρώτα με τον καταναλωτή όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις για να αποφευχθεί η αθέτηση πληρωμών. Σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[33], οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερώνονται από τους πιστωτικούς φορείς σχετικά με την έρευνα στη βάση δεδομένων, πριν από την εν λόγω έρευνα, και θα πρέπει να διαθέτουν το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες για το πρόσωπό τους στην εν λόγω βάση δεδομένων, ώστε, όπου είναι αναγκαίο, να διορθώνουν, να διαγράφουν ή να κλειδώνουν τα προσωπικά δεδομένα που τους αφορούν και υπόκεινται σε επεξεργασία στη βάση, σε περίπτωση που είναι ανακριβή ή έχουν υποστεί αθέμιτη επεξεργασία.

28. Για να μη δημιουργούνται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών φορέων, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση όλων των πιστωτικών φορέων (συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των μη πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας) σε όλες τις δημόσιες ή ιδιωτικές βάσεις δεδομένων που αφορούν καταναλωτές, υπό όρους που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Άρα, οι όροι αυτοί δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν απαίτηση εγκατάστασης ως πιστωτικό ίδρυμα. Θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται όροι πρόσβασης όπως το κόστος πρόσβασης ή οι απαιτήσεις να βασίζεται το αίτημα για πληροφορίες σε αίτηση χορήγησης πίστωσης. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν αν, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, δύνανται να έχουν επίσης πρόσβαση στις εν λόγω βάσεις δεδομένων και οι μεσίτες πιστώσεων.

29. Όταν η απόφαση απόρριψης αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε δεδομένα που έχουν ληφθεί μέσω έρευνας σε βάση δεδομένων ή στην απουσία δεδομένων στην εν λόγω βάση, ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή για το γεγονός αυτό, για την ονομασία της βάσης δεδομένων στην οποία έγινε έρευνα και για οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ, ούτως ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να ασκήσει το δικαίωμά του για πρόσβαση και, όπου είναι αναγκαίο, να διορθώνει, να διαγράφει ή να κλειδώνει τα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν και υπόκεινται σε επεξεργασία στη βάση. Όταν η απόφαση απόρριψης αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε αυτόματη απόφαση ή σε συστηματικές μεθόδους, όπως συστήματα βαθμολογίας πιστοληπτικής ικανότητας («credit scoring»), ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή σχετικά και να εξηγεί τη λογική στην οποία βασίζεται η απόφαση, καθώς και τις ρυθμίσεις που δίδουν τη δυνατότητα στον καταναλωτή να ζητήσει την επανεξέταση της αυτόματης απόφασης με μη αυτόματη διαδικασία. Ωστόσο, ο πιστωτικός φορέας δεν θα πρέπει να απαιτείται να παρέχει τις πληροφορίες αυτές, σε περίπτωση που η πράξη αυτή θα απαγορευόταν δυνάμει άλλων ενωσιακών νομοθετημάτων, όπως της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ούτε θα πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες αυτές, εάν η πράξη αυτή θα αντέβαινε στους στόχους δημόσιας πολιτικής ή δημόσιας ασφάλειας, όπως η πρόληψη, η διερεύνηση, ο εντοπισμός ή η δίωξη ποινικών αδικημάτων.

30. Η παρούσα οδηγία αντιμετωπίζει τη χρήση προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων, εφαρμόζεται η οδηγία 95/46/ΕΚ στις δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται στο πλαίσιο των εν λόγω αξιολογήσεων.

31. Για να είναι σε θέση να κατανοήσουν τη φύση της υπηρεσίας, οι καταναλωτές θα πρέπει να αποκτήσουν επίγνωση του τι αποτελεί εξατομικευμένη σύσταση σχετικά με κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης για τις ανάγκες και την οικονομική κατάσταση του συγκεκριμένου καταναλωτή («παροχή συμβουλών»), όπως και πότε παρέχεται και πότε όχι. Εκείνοι που παρέχουν συμβουλές θα πρέπει να πληρούν γενικά πρότυπα, ώστε να διασφαλίζεται ότι παρουσιάζεται στον καταναλωτή ένα φάσμα προϊόντων κατάλληλων για τις ανάγκες και την κατάστασή του. Η υπηρεσία αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε δίκαιη και επαρκώς εκτεταμένη ανάλυση των προϊόντων που είναι διαθέσιμα στην αγορά, καθώς και σε επισταμένη εξέταση της οικονομικής κατάστασης, των προτιμήσεων και των στόχων του καταναλωτή. Η εν λόγω εξέταση θα πρέπει να βασίζεται σε επικαιροποιημένες πληροφορίες και εύλογες παραδοχές για την κατάσταση του καταναλωτή καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου. Τα κράτη μέλη δύνανται να διευκρινίζουν πώς θα πρέπει να εκτιμάται η καταλληλότητα ενός δεδομένου προϊόντος για τον καταναλωτή, στο πλαίσιο της παροχής συμβουλών.

32. Η δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωσή του πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της ΕΕ. Ωστόσο, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των εθνικών αρχών και συνθηκών υπό τις οποίες οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα εξόφλησης, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτή η πρόωρη εξόφληση. Μολονότι αναγνωρίζεται η ποικιλία των μηχανισμών χρηματοδότησης ενυπόθηκων δανείων και του φάσματος διαθέσιμων προϊόντων, είναι απαραίτητο να προβλέπονται σε επίπεδο Ένωσης ορισμένα πρότυπα για την πρόωρη εξόφληση των πιστώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους πριν από την ημερομηνία που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση πίστωσης και έχουν την εμπιστοσύνη να αναζητήσουν στην αγορά τα προϊόντα που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, επομένως, να διασφαλίζουν, είτε με νομοθεσία είτε με συμβατικές ρήτρες, ότι οι καταναλωτές διαθέτουν εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης· ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να καθορίζουν τους όρους για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται: χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του επιτοκίου χορηγήσεων (σταθερό ή κυμαινόμενο), περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν επίσης να προβλέψουν ότι ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει να δικαιούται εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης. Σε κάθε περίπτωση, εάν η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το επιτόκιο χορηγήσεων είναι σταθερό, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη ειδικού συμφέροντος από πλευράς του καταναλωτή. Τέτοιο ειδικό συμφέρον μπορεί να υπάρχει, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση διαζυγίου ή ανεργίας. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος επιλέξει να προβλέψει τέτοιους όρους, οι όροι αυτοί δεν θα πρέπει να καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος υπέρμετρα δυσχερή και επαχθή για τον καταναλωτή.

33. Παρά το γεγονός ότι οι μεσίτες πιστώσεων διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διάθεση συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας στην Ένωση, παραμένουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των εθνικών διατάξεων που αφορούν την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων, οι οποίες δημιουργούν εμπόδια στην ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων μεσίτη πιστώσεων στην εσωτερική αγορά. Η αδυναμία των μεσιτών πιστώσεων να ασκούν ελεύθερα τις δραστηριότητές τους σε ολόκληρη την Ένωση εμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Μολονότι αναγνωρίζεται η ποικιλία συντελεστών της αγοράς που ασχολούνται με την πιστωτική διαμεσολάβηση, είναι απαραίτητο να προβλέπονται σε επίπεδο Ένωσης ορισμένα πρότυπα, προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού και υπηρεσιών.

34. Οι μεσίτες πιστώσεων θα πρέπει να εγγράφονται σε μητρώο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου έχουν τη διαμονή τους ή την κεντρική τους διοίκηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με αυστηρές επαγγελματικές απαιτήσεις όσον αφορά την επάρκεια, τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης που διαθέτουν. Προκειμένου να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στους μεσίτες πιστώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εγκεκριμένοι μεσίτες πιστώσεων υπόκεινται σε διαρκή και διεξοδική εποπτεία από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τους. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται τουλάχιστον στο επίπεδο της επιχείρησης· ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να διευκρινίζουν κατά πόσον οι εν λόγω απαιτήσεις αδειοδότησης και επακόλουθης εγγραφής σε μητρώο ισχύουν για τους επιμέρους εργαζομένους στον μεσίτη πιστώσεων.

35. Με τις εν λόγω απαιτήσεις εγγραφής σε μητρώο και αδειοδότησης θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα σε μεσίτες πιστώσεων να δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις αρχές της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με την προϋπόθεση ότι έχει τηρηθεί κατάλληλη διαδικασία κοινοποίησης μεταξύ των αρμοδίων αρχών. Ακόμη και σε περιπτώσεις που τα κράτη μέλη αποφασίζουν να εγγράφουν στο μητρώο και να χορηγούν άδεια σε όλα τα μέλη του προσωπικού του μεσίτη πιστώσεων, η κοινοποίηση της πρόθεσης παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να γίνεται για το σύνολο του μεσίτη πιστώσεων, και όχι για κάθε επιμέρους εργαζόμενο.

36. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών φορέων και να προαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εν αναμονή δε περαιτέρω εναρμόνισης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την ύπαρξη ενδεδειγμένων μέτρων για την αδειοδότηση, την εγγραφή σε μητρώα και την εποπτεία μη πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Δεν είναι σκόπιμο, για λόγους αναλογικότητας, να προβλεφθούν στην παρούσα οδηγία λεπτομερείς όροι για την αδειοδότηση, την εγγραφή σε μητρώα ή την εποπτεία πιστωτικών φορέων που παρέχουν τις εν λόγω συμβάσεις πίστωσης και οι οποίοι δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[34]· επί του παρόντος, ο αριθμός τέτοιων ιδρυμάτων που λειτουργούν στην ΕΕ είναι περιορισμένος, όπως και το μερίδιό τους στην αγορά και ο αριθμός των κρατών μελών στα οποία δραστηριοποιούνται, ιδίως κατόπιν της χρηματοοικονομικής κρίσης. Για τον ίδιο λόγο, δεν θα πρέπει να προβλέπεται στην παρούσα οδηγία η καθιέρωση «διαβατηρίου» για τέτοια ιδρύματα.

37. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις εφαρμοστέες κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Αν και η επιλογή των κυρώσεων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

38. Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών για την επίλυση διαφορών οι οποίες προκύπτουν από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία μεταξύ παρόχων συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας και καταναλωτών, καθώς και μεταξύ μεσιτών πιστώσεων και καταναλωτών.

39. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις αγορές πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας ή η εξέλιξη των πιστωτικών προϊόντων, καθώς και οι οικονομικές εξελίξεις, όπως ο πληθωρισμός, και προκειμένου να παρασχεθούν περαιτέρω εξηγήσεις για τον τρόπο εφαρμογής ορισμένων από τις απαιτήσεις που περιέχει η παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προκειμένου να διευκρινίσει τις λεπτομέρειες όσον αφορά τις επαγγελματικές απαιτήσεις που ισχύουν για το προσωπικό των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή και για τη διασφάλιση ότι τα πιστωτικά προϊόντα δεν είναι ακατάλληλα για τον καταναλωτή, καθώς και για την περαιτέρω εναρμόνιση βασικών όρων, όπως η «αθέτηση πληρωμών», και προκειμένου να καθορίσει τα κριτήρια καταγραφής και τις προϋποθέσεις επεξεργασίας των δεδομένων, που πρόκειται να εφαρμόζονται για τις βάσεις δεδομένων.

40. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις αγορές πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, συμπεριλαμβανομένου του φάσματος διαθέσιμων προϊόντων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να τροποποιεί το περιεχόμενο των τυποποιημένων πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση, το περιεχόμενο και το μορφότυπο του Τυποποιημένου Ευρωπαϊκού Δελτίου Πληροφοριών (ESIS), το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων πληροφοριών από τους μεσίτες πιστώσεων, τον τύπο και τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης, καθώς και τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή.

41. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές εξελίξεις, όπως ο πληθωρισμός, και οι εξελίξεις στις αγορές συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να καθορίζει το ελάχιστο χρηματικό ποσό της ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης ή ανάλογης εγγύησης όσον αφορά τους μεσίτες πιστώσεων, με την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

42. Για να διευκολυνθεί η δυνατότητα των μεσιτών πιστώσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση, για σκοπούς συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και επίλυσης διαφορών μεταξύ αρμοδίων αρχών, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την αδειοδότηση και την εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων θα πρέπει να είναι εκείνες που ενεργούν υπό την αιγίδα της ΕΑΤ, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών)[35].

43. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης, προκειμένου να διατυπώσουν αντιρρήσεις όσον αφορά πράξη κατ’ εξουσιοδότηση. Όταν πρόκειται για σημαντικούς επίμαχους τομείς, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, το διάστημα αυτό θα πρέπει να μπορεί να παραταθεί κατά έναν μήνα. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν στα άλλα θεσμικά όργανα την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

44. Θα χρειαστεί να επανεξεταστεί η αποτελεσματική λειτουργία της παρούσας οδηγίας, όπως και η πρόοδος όσον αφορά την εδραίωση εσωτερικής αγοράς, με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, στον τομέα των συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας. Επομένως, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την οδηγία πέντε έτη μετά την προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο. Η επανεξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ανάλυση της εξέλιξης της αγοράς για μη πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας και εκτίμηση της ανάγκης για περαιτέρω μέτρα, συμπεριλαμβανομένου διαβατηρίου για τα εν λόγω μη πιστωτικά ιδρύματα, εξέταση της ανάγκης να προβλεφθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις όσον αφορά το στάδιο μετά τη σύναψη των συμβάσεων πίστωσης, καθώς και εκτίμηση του αν είναι σκόπιμο να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας στον δανεισμό των μικρών εταιρειών.

45. Δράση από μέρους μόνον των κρατών μελών πιθανώς να οδηγήσει σε διαφορετικά σύνολα κανόνων, τα οποία ενδεχομένως να υπονομεύσουν ή να δημιουργήσουν νέα εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Δεδομένου ότι αποτελεσματική και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά στον τομέα των συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, με υψηλό βαθμό προστασίας των καταναλωτών, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω της αποτελεσματικότητας της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

46. Σύμφωνα με το σημείο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας[36], τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση, και προς όφελος της Ένωσης, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο 1 Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής, ορισμοί και αρμόδιες αρχές

Άρθρο 1Αντικείμενο

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση πλαισίου για ορισμένες πτυχές των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας για καταναλωτές, καθώς και σχετικά με ορισμένες πτυχές των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που αφορούν μεσίτες πιστώσεων και πιστωτικούς φορείς.

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις πίστωσης:

α) Συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση, που χρησιμοποιείται γενικά σε κράτος μέλος για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας.

β) Συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου κατοικίας.

γ) Συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η ανακαίνιση των ακινήτων περιουσιακών στοιχείων κατοικίας, τα οποία κατέχει ή σκοπεύει να αποκτήσει ένα πρόσωπο, και οι οποίες δεν καλύπτονται από την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε:

α) Συμβάσεις πίστωσης οι οποίες τελικά θα εξοφληθούν από το προϊόν της πώλησης ακινήτου περιουσιακού στοιχείου.

β) Συμβάσεις πίστωσης με τις οποίες η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, άτοκα ή με συνολικά ετήσια πραγματικά ποσοστά επιβάρυνσης χαμηλότερα από εκείνα που επικρατούν στην αγορά, και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό.

Άρθρο 3Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «καταναλωτής»: ο καταναλωτής όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ.

β) «πιστωτικός φορέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση κατά την έννοια του άρθρου 2, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας.

γ) «σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας, απ’ ευθείας ή μέσω μεσίτη πιστώσεων, χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει, σε καταναλωτή, πίστωση κατά την έννοια του άρθρου 2, υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης.

δ) «συμπληρωματική υπηρεσία»: χρηματοοικονομική υπηρεσία που προσφέρεται στον καταναλωτή από τον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πιστώσεων, σε συνδυασμό με τη σύμβαση πίστωσης.

ε) «μεσίτης πιστώσεων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας και το οποίο, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής, η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος:

i) προσφέρει συμβάσεις πίστωσης, κατά την έννοια του άρθρου 2, στους καταναλωτές·

ii) βοηθά τους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες, για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης κατά την έννοια του άρθρου 2, διαφορετικές από αυτές του σημείου i)·

iii) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης, κατά την έννοια του άρθρου 2, με τους καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα.

στ) «συνδεδεμένος πιστωτικός διαμεσολαβητής»: κάθε μεσίτης πιστώσεων που ενεργεί εξ ονόματος και υπό την πλήρη ευθύνη ενός μόνον πιστωτικού φορέα ή ενός ομίλου.

ζ) «όμιλος»: για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας, οι πιστωτικοί φορείς που είναι ενοποιημένοι για τους σκοπούς των ενοποιημένων λογαριασμών, όπως ορίζεται στην οδηγία 83/349/ΕΟΚ[37].

η) «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

θ) «μη πιστωτικό ίδρυμα»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση κατά την έννοια του άρθρου 2, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, και το οποίο δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα.

ι) «προσωπικό»: κάθε εργαζόμενος στον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πιστώσεων ο οποίος έρχεται σε επαφή με τους καταναλωτές και ασκεί τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

ια) «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή»: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ.

ιβ) «συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή»: το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο η) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ.

ιγ) «συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης»: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2.

ιδ) «επιτόκιο χορηγήσεων»: το χρεωστικό επιτόκιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ι) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ.

ιε) «αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας»: η αξιολόγηση της δυνατότητας του καταναλωτή να ανταποκριθεί τις δανειακές του υποχρεώσεις.

ιστ) «σταθερό μέσο»: κάθε σταθερό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ιγ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ.

ιζ) «κράτος μέλος καταγωγής»:

i) εάν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει και στο οποίο ασκεί τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες·

ii) εάν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν δεν έχει καταστατική έδρα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση.

ιη) «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων.

Άρθρο 4Αρμόδιες αρχές

1. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εξασφάλιση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και μεριμνούν ώστε να τους παρέχονται όλες οι εξουσίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που ορίζονται ως αρμόδιες αρχές για τη διασφάλιση της εφαρμογής των άρθρων 18, 19, 20 και 21 της παρούσας οδηγίας να είναι μία από τις αρμόδιες αρχές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών).

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τον καθορισμό των αρμοδίων αρχών, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό των αντίστοιχων καθηκόντων μεταξύ διαφόρων αρμοδίων αρχών.

2. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες της μίας αρμόδιες αρχές στο έδαφός του, για τη στενή συνεργασία μεταξύ τους, προκειμένου να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα αντίστοιχα καθήκοντά τους.

Κεφάλαιο 2Προϋποθέσεις που ισχύουν για τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων

Άρθρο 5Υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας κατά την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πιστώσεων, κατά τη χορήγηση πιστώσεων, τη διαμεσολάβηση ή την παροχή συμβουλών για πιστώσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, συμπληρωματικών υπηρεσιών σε καταναλωτές, να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του καταναλωτή.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι πιστωτικοί φορείς αμείβουν το προσωπικό τους και τους σχετικούς μεσίτες πιστώσεων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οι μεσίτες πιστώσεων αμείβουν το προσωπικό τους, δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση με την υποχρέωση να ενεργεί ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 6Ελάχιστες απαιτήσεις επάρκειας

1. Τα κράτη μέλη καταγωγής διασφαλίζουν ότι:

α) Το προσωπικό των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων διαθέτει κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας για την προσφορά ή τη χορήγηση συμβάσεων πίστωσης, κατά την έννοια του άρθρου 2, ή για τη δραστηριότητα πιστωτικής διαμεσολάβησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ε). Σε περίπτωση που η σύναψη σύμβασης πίστωσης περιλαμβάνει συναφή συμπληρωματική υπηρεσία, και ιδίως ασφαλιστικές ή επενδυτικές υπηρεσίες, το προσωπικό διαθέτει επίσης κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια σχετικά με την εν λόγω συμπληρωματική υπηρεσία, ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ.

β) Τα φυσικά πρόσωπα, μέλη της διοίκησης των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διαμεσολάβηση, την παροχή συμβουλών ή την έγκριση της σύμβασης πίστωσης – ή έχουν κάποιον ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες – διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης.

γ) Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων παρακολουθούνται, προκειμένου να αξιολογείται κατά πόσον πληρούνται σε συνεχή βάση οι απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β).

2. Τα κράτη μέλη καταγωγής διασφαλίζουν ότι το κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας καθορίζεται με βάση αναγνωρισμένα προσόντα ή πείρα.

3. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τα κριτήρια που έχουν καθορίσει προκειμένου το προσωπικό των μεσιτών πιστώσεων ή των πιστωτικών φορέων να πληροί τις απαιτήσεις επάρκειάς του. Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν κατάλογο αναγνωρισμένων προσόντων.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, προκειμένου να διευκρινίσει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, και ιδίως τις αναγκαίες απαιτήσεις για κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια.

Κεφάλαιο 3Πληροφορίες και πρακτικέςπου προηγούνται της σύναψης της σύμβασης πίστωσης

Άρθρο 7Γενικές διατάξεις για τη διαφήμιση και την εμπορική προώθηση

Τα κράτη μέλη απαιτούν, όσον αφορά τις διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις για συμβάσεις πίστωσης, που αναφέρονται στο άρθρο 2, να είναι θεμιτές, σαφείς και μη παραπλανητικές, κατά την έννοια των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά[38]. Ειδικότερα, απαγορεύεται διατύπωση η οποία ενδέχεται να δημιουργήσει ψευδείς προσδοκίες στον καταναλωτή όσον αφορά τη διαθεσιμότητα ή το κόστος της πίστωσης.

Άρθρο 8Τυποποιημένες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, η οποία αναφέρει συγκεκριμένο επιτόκιο ή οποιαδήποτε άλλα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, να περιλαμβάνει τυποποιημένες πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2. Οι τυποποιημένες πληροφορίες προσδιορίζουν κατά την εξής σειρά και κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, με χρήση αντιπροσωπευτικού παραδείγματος:

α) τα στοιχεία ταυτότητας του πιστωτικού φορέα ή, ανάλογα με την περίπτωση, του μεσίτη πιστώσεων·

β) ότι το διαφημιζόμενο προϊόν είναι σύμβαση πίστωσης και, ανάλογα με την περίπτωση, εξασφαλίζεται είτε με υποθήκη ή άλλη παρόμοια εγγύηση, που χρησιμοποιείται γενικά σε κράτος μέλος για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, είτε βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας·

γ) το επιτόκιο χορηγήσεων, σταθερό ή κυμαινόμενο, ή αμφότερα, μαζί με πληροφορίες για τυχόν επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή·

δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης·

ε) το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης·

στ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

ζ) το ποσό των δόσεων·

η) το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής·

θ) προειδοποίηση, ανάλογα με την περίπτωση, για τον κίνδυνο απώλειας του ακινήτου, εάν δεν τηρηθούν οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τη σύμβαση πίστωσης, σε περίπτωση που η πίστωση εξασφαλίζεται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση, η οποία χρησιμοποιείται γενικά σε κράτος μέλος για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας, ή εξασφαλίζεται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας.

Οι τυποποιημένες πληροφορίες είναι δεόντως ευανάγνωστες ή ακούγονται ευκρινώς, ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση και την εμπορική προώθηση.

3. Εάν, για τη χορήγηση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται, είναι υποχρεωτική η σύναψη σύμβασης που αφορά συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, και ιδίως ασφάλιση, το δε κόστος της εν λόγω υπηρεσίας δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, η υποχρεωτική σύναψη αυτής της σύμβασης αναφέρεται επίσης κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, μαζί με το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τον κατάλογο των τυποποιημένων πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση.

Ειδικότερα, η Επιτροπή, εκδίδοντας τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, τροποποιεί, εφόσον είναι αναγκαίο, τον κατάλογο των τυποποιημένων πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως θ) του παρόντος άρθρου.

5. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της οδηγίας 2005/29/ΕΚ.

Άρθρο 9Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι είναι διαθέσιμες, ανά πάσα στιγμή, από τους πιστωτικούς φορείς ή, ανάλογα με την περίπτωση, τους μεσίτες πιστώσεων γενικές πληροφορίες για τις συμβάσεις πίστωσης, σε σταθερό μέσο ή σε ηλεκτρονική μορφή.

Οι γενικές πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του πιστωτικού φορέα, καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

β) τους σκοπούς για τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί η πίστωση·

γ) τις μορφές εγγύησης·

δ) τη διάρκεια των συμβάσεων πίστωσης·

ε) περιγραφές των διαθέσιμων ειδών πίστωσης, με σύντομη περιγραφή των χαρακτηριστικών των προϊόντων σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένων των συναφών συνεπειών για τον καταναλωτή·

στ) ένδειξη του νομίσματος ή των νομισμάτων στα οποία είναι διαθέσιμες οι πιστώσεις, συμπεριλαμβανομένης εξήγησης των συνεπειών για τον καταναλωτή σε περίπτωση που η πίστωση είναι εκφρασμένη σε ξένο νόμισμα·

ζ) ενδεικτικό παράδειγμα του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή και του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης·

η) τις διάφορες διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις για την αποπληρωμή του δανείου στον πιστωτικό φορέα (περιλαμβανομένου του αριθμού, της περιοδικότητας και του ποσού των τακτικών δόσεων εξόφλησης)·

θ) κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα πρόωρης εξόφλησης και, ανάλογα με την περίπτωση, περιγραφή των όρων από τους οποίους εξαρτάται η πρόωρη εξόφληση·

ι) κατά πόσον είναι αναγκαία η εκτίμηση του ακινήτου και, ανάλογα με την περίπτωση, από ποιον θα πρέπει να πραγματοποιηθεί·

ια) λεπτομέρειες σχετικά με την παροχή πληροφοριών για φορολογικές ελαφρύνσεις από τους τόκους της σύμβασης πίστωσης ή άλλες δημόσιες επιδοτήσεις.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας και, ανάλογα με την περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την αναγκαία πληροφόρηση από τον καταναλωτή σχετικά με τις ανάγκες, την οικονομική κατάσταση και τις προτιμήσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 14, παρέχει στον καταναλωτή τις εξατομικευμένες πληροφορίες που χρειάζεται για να συγκρίνει τις διαθέσιμες πιστώσεις στην αγορά, να εκτιμήσει τις συνέπειές τους και να λάβει απόφαση εν γνώσει του ως προς τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, μέσω του Τυποποιημένου Ευρωπαϊκού Δελτίου Πληροφοριών («ESIS»), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν παρέχεται στον καταναλωτή δεσμευτική προσφορά του πιστωτικού φορέα, να συνοδεύεται από ESIS. Στις περιστάσεις αυτές, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην μπορεί να συναφθεί η σύμβαση πίστωσης προτού να έχει ο καταναλωτής στη διάθεσή του επαρκή χρόνο για να συγκρίνει τις προσφορές, να εκτιμήσει τις συνέπειές τους και να λάβει απόφαση εν γνώσει του ως προς την αποδοχή μιας προσφοράς, ανεξάρτητα από το μέσο σύναψης της σύμβασης.

Ο πιστωτικός φορέας και, ανάλογα με την περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη σύμβασης εξ αποστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, εφόσον έχει παράσχει το ESIS.

Κάθε πρόσθετη πληροφορία την οποία επιθυμεί να παράσχει στον καταναλωτή ο πιστωτικός φορέας ή, ανάλογα με την περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, παρέχεται σε χωριστό έγγραφο που μπορεί να επισυνάπτεται στο ESIS.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, για την τροποποίηση των τυποποιημένων πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και του περιεχομένου και του μορφοτύπου του ESIS, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ.

Ειδικότερα, με τις εν λόγω πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, εφόσον είναι αναγκαίο:

α) τροποποιείται ο κατάλογος των τυποποιημένων πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β) διαγράφονται ορισμένα στοιχεία πληροφοριών που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ·

γ) γίνονται προσθήκες στον κατάλογο πληροφοριών που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ·

δ) τροποποιείται η παρουσίαση των περιεχομένων του ESIS, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ·

ε) παρέχονται λεπτομερέστερες οδηγίες για τη συμπλήρωση του ESIS, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ.

4. Στην περίπτωση επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας, που δίδεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση της εν λόγω οδηγίας, περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Α σημεία 2, 3, 4 και 5.

5. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων να παρέχουν δωρεάν στον καταναλωτή αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που, κατά τη στιγμή της αίτησης, ο πιστωτικός φορέας δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή.

Άρθρο 10Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων

1. Πριν από την εκτέλεση οποιασδήποτε από τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 στοιχείο ε), ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλωτή τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του μεσίτη πιστώσεων·

β) το μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τα μέσα για την εξακρίβωση της εγγραφής του·

γ) σε περίπτωση που ενεργεί ως συνδεδεμένος πιστωτικός διαμεσολαβητής, αναφέρει ότι ενεργεί υπό αυτή την ιδιότητα και, εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, αναφέρει την επωνυμία του ή των πιστωτικών φορέων για λογαριασμό των οποίων ενεργεί·

δ) οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμμετοχή του, που υπερβαίνει το 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου σε συγκεκριμένο πιστωτικό φορέα·

ε) οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμμετοχή συγκεκριμένου πιστωτικού φορέα ή μητρικής επιχείρησης συγκεκριμένου πιστωτικού φορέα, που υπερβαίνει το 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου του μεσίτη πιστώσεων·

στ) το ποσό της αμοιβής που, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στον μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του·

ζ) τις διαδικασίες οι οποίες δίδουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν ενστάσεις για τους μεσίτες πιστώσεων και, ενδεχομένως, τα μέσα με τα οποία μπορεί να ασκηθεί προσφυγή σε εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών·

η) όσον αφορά τους μεσίτες πιστώσεων που δεν είναι συνδεδεμένοι, την ύπαρξη προμηθειών οι οποίες, ενδεχομένως, καταβάλλονται από τον πιστωτικό φορέα στον μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του.

2. Οι μεσίτες πιστώσεων που δεν είναι συνδεδεμένοι, αναφέρουν, εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, πληροφορίες σχετικά με τη διακύμανση των επιπέδων προμηθειών τις οποίες καταβάλλουν οι διάφοροι πιστωτικοί φορείς που παρέχουν τις συμβάσεις πίστωσης που προσφέρονται στον καταναλωτή. Ο καταναλωτής ενημερώνεται ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει αυτές τις πληροφορίες.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, για την επικαιροποίηση του καταλόγου των πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων, οι οποίες πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Ειδικότερα, η Επιτροπή, εκδίδοντας τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, τροποποιεί, εφόσον είναι αναγκαίο, τα στοιχεία πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4. Προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ανατίθεται εξουσία στην Επιτροπή, με σκοπό να προβλέψει, εφόσον είναι αναγκαίο, τυποποιημένο μορφότυπο και παρουσίαση των στοιχείων πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 11Επαρκείς εξηγήσεις

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς και, ανάλογα με την περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή σχετικά με την ή τις προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης και την ή τις όποιες συμπληρωματικές υπηρεσίες, ούτως ώστε να είναι σε θέση ο καταναλωτής να αξιολογήσει αν οι προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης προσαρμόζονται στις ανάγκες και στην οικονομική του κατάσταση. Στις επαρκείς εξηγήσεις περιλαμβάνεται η παροχή εξατομικευμένων πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά των πιστώσεων που προσφέρονται, χωρίς ωστόσο να διατυπώνεται καμία σύσταση. Οι πιστωτικοί φορείς και, ανάλογα με την περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων αξιολογούν με ακρίβεια το επίπεδο γνώσεων και εξοικείωσης του καταναλωτή με τα θέματα πιστώσεων, με κάθε αναγκαίο μέσο, ούτως ώστε ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων να είναι σε θέση να προσδιορίσει το επίπεδο εξηγήσεων που θα πρέπει να δοθούν στον καταναλωτή και να προσαρμόσει ανάλογα τις εξηγήσεις αυτές.

Οι εν λόγω επαρκείς εξηγήσεις περιλαμβάνουν εξήγηση των πληροφοριών και των όρων που περιλαμβάνονται στις πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, καθώς και των συνεπειών που ενδέχεται να έχει για τον καταναλωτή η σύναψη της σύμβασης πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχομένου αθέτησης πληρωμής από τον καταναλωτή.

Κεφάλαιο 4Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης

Άρθρο 12Υπολογισμός του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης

1. Το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης, που εξισώνει, σε ετήσια βάση, την παρούσα αξία του συνόλου των τρεχουσών ή μελλοντικών υποχρεώσεων (αναλήψεων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του καταναλωτή, υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που παρατίθεται στο παράρτημα Ι.

2. Για τους σκοπούς υπολογισμού του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης, προσδιορίζεται το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, με την εξαίρεση των εξόδων με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής, εφόσον παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης πίστωσης.

Εάν για τη χορήγηση της πίστωσης είναι υποχρεωτικό το άνοιγμα λογαριασμού, τα έξοδα για την τήρηση του λογαριασμού αυτού, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει ταυτόχρονα τη διενέργεια καταβολών στον λογαριασμό αυτόν και αναλήψεων από αυτόν, καθώς και τα λοιπά έξοδα τα σχετικά με καταβολές, περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκτός εάν τα έξοδα έχουν προσδιορισθεί σαφώς και αυτοτελώς στη σύμβαση πίστωσης ή σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση η οποία συνάπτεται με τον καταναλωτή.

3. Ο υπολογισμός του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης γίνεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι η σύμβαση πίστωσης εξακολουθεί να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της και ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που έχουν καθορισθεί στη σύμβαση πίστωσης.

4. Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης που περιέχουν ρήτρες βάσει των οποίων επιτρέπονται διακυμάνσεις του επιτοκίου χορηγήσεων και, ανάλογα με την περίπτωση, των επιβαρύνσεων που περιλαμβάνονται στο Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης, των οποίων όμως το ύψος δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς κατά τη στιγμή του υπολογισμού, το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης υπολογίζεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι το επιτόκιο χορηγήσεων και οι λοιπές επιβαρύνσεις θα υπολογίζονται στο επίπεδο που προσδιορίζεται κατά την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης.

5. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, για την τροποποίηση του τύπου και των παραδοχών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης, όπως παρατίθεται στο παράρτημα Ι.

Η Επιτροπή, εκδίδοντας τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, τροποποιεί, εφόσον είναι αναγκαίο, τον τύπο και τις παραδοχές, που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, ιδίως εάν οι παραδοχές που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στο παράρτημα Ι δεν επαρκούν για τον υπολογισμό, με ενιαίο τρόπο, του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Ποσοστού Επιβάρυνσης ή δεν είναι πλέον προσαρμοσμένες στην εμπορική κατάσταση της αγοράς.

Άρθρο 13Πληροφορίες για το επιτόκιο χορηγήσεων

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για τυχόν μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσεων, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου. Η ενημέρωση περιλαμβάνει το ποσό των καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου χορηγήσεων, και, στις περιπτώσεις που υπάρχει μεταβολή του αριθμού ή της περιοδικότητας των καταβολών, πληροφορίες σχετικά με τη μεταβολή αυτή.

2. Ωστόσο, τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή σε περιοδική βάση, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσεων συσχετίζεται άμεσα με αλλαγή του επιτοκίου αναφοράς, το δε νέο επιτόκιο αναφοράς καθίσταται διαθέσιμο για το κοινό με κατάλληλα μέσα και οι σχετικές με το νέο επιτόκιο αναφοράς πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα.

Κεφάλαιο 5Αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας

Άρθρο 14Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, διενεργείται από τον πιστωτικό φορέα διεξοδική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, βάσει κριτηρίων που περιλαμβάνουν το εισόδημα, την αποταμίευση, τα χρέη και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις του καταναλωτή. Η αξιολόγηση αυτή διενεργείται βάσει των αναγκαίων πληροφοριών, τις οποίες λαμβάνει ο πιστωτικός φορέας ή, ανάλογα με την περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων από τον καταναλωτή και από σχετικές εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, ανταποκρίνεται δε στις απαιτήσεις όσον αφορά την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα που προβλέπονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πιστωτικοί φορείς να καθιερώσουν κατάλληλες διαδικασίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Οι διαδικασίες αυτές επανεξετάζονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα και τηρούνται ενήμερα αρχεία των εν λόγω διαδικασιών.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τα εξής:

α) Εάν η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή καταλήξει σε αρνητική προοπτική της δυνατότητάς του να εξοφλήσει την πίστωση καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας αρνείται να χορηγήσει την πίστωση.

β) Εάν απορριφθεί η αίτηση πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας πληροφορεί τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν, σχετικά με τους λόγους της απόρριψης.

γ) Σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή εκ των προτέρων ότι πρόκειται να γίνει έρευνα σε βάση δεδομένων.

δ) Εάν απορριφθεί η αίτηση πίστωσης με βάση τα δεδομένα που περιέχει βάση δεδομένων στην οποία έχει γίνει έρευνα, ή την απουσία δεδομένων στην εν λόγω βάση, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν, σχετικά με την ονομασία της βάσης δεδομένων στην οποία έγινε έρευνα, καθώς και σχετικά με τον υπεύθυνο επεξεργασίας και το δικαίωμά του για πρόσβαση, όπως και, εφόσον είναι αναγκαίο, το δικαίωμά του για διόρθωση των δεδομένων που τον αφορούν στην εν λόγω βάση δεδομένων.

ε) Υπό την επιφύλαξη του γενικού δικαιώματος πρόσβασης που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, εάν απορριφθεί η αίτηση πίστωσης με βάση αυτόματη απόφαση ή απόφαση που βασίζεται σε μεθόδους όπως η αυτόματη βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας («credit scoring»), ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν, και εξηγεί στον καταναλωτή τη λογική στην οποία βασίζεται η αυτόματη απόφαση.

στ) Ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης με μη αυτόματη διαδικασία.

3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν τα μέρη σκοπεύουν να προβούν σε αυξήσεις του συνολικού ποσού της πίστωσης που χορηγείται στον καταναλωτή, μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, επικαιροποιούνται τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο πιστωτικός φορέας σχετικά με τον καταναλωτή και επαναξιολογείται η πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, πριν χορηγηθεί οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης.

4. Επιπλέον της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων να λαμβάνουν τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά την προσωπική και οικονομική κατάσταση του καταναλωτή, καθώς και τις προτιμήσεις και τους στόχους του, και να λαμβάνουν υπόψη έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συμβάσεων πίστωσης από το φάσμα των προϊόντων τους, προκειμένου να εντοπίσουν προϊόντα που δεν είναι ακατάλληλα για τον καταναλωτή, δεδομένων των αναγκών, της οικονομικής και της προσωπικής κατάστασής του. Η εξέταση αυτή βασίζεται σε πληροφορίες που είναι επικαιροποιημένες κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε εύλογες παραδοχές ως προς την εξέλιξη της κατάστασης του καταναλωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης σύμβασης πίστωσης.

5. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, προκειμένου να διευκρινίζει και να τροποποιεί τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη διενέργεια της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και για τη διασφάλιση ότι τα πιστωτικά προϊόντα δεν είναι ακατάλληλα για τον καταναλωτή, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 15Υποχρέωση παροχής πληροφοριών από τον καταναλωτή

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι καταναλωτές να παρέχουν στους πιστωτικούς φορείς και, ανάλογα με την περίπτωση, στους μεσίτες πιστώσεων πλήρεις και ορθές πληροφορίες σχετικά με την οικονομική και προσωπική τους κατάσταση, στο πλαίσιο της διαδικασίας αίτησης για χορήγηση πίστωσης. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να επιβεβαιώνονται, εφόσον είναι αναγκαίο, από δικαιολογητικά προερχόμενα από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές.

2. Όσον αφορά τις πληροφορίες που θα πρέπει να παρέχονται από τον καταναλωτή, προκειμένου ο πιστωτικός φορέας να είναι σε θέση να διενεργήσει διεξοδική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή και να λάβει απόφαση σχετικά με το αν θα χορηγήσει την πίστωση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς, κατά το προσυμβατικό στάδιο, διευκρινίζουν σαφώς τις πληροφορίες που χρειάζεται να παράσχει ο καταναλωτής, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητα εξακριβώσιμων δικαιολογητικών. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε οι πιστωτικοί φορείς να αναφέρουν την ακριβή χρονική στιγμή κατά την οποία οφείλουν οι καταναλωτές να προσκομίσουν τα στοιχεία αυτά.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιλέξει να μην παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων να προειδοποιεί τον καταναλωτή ότι δεν είναι σε θέση να διενεργήσει αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και, ως εκ τούτου, υπάρχει ενδεχόμενο να μην χορηγηθεί η πίστωση. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

3. Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και ιδίως του άρθρου 6.

Κεφάλαιο 6Πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων

Άρθρο 16Πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων

1. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει πρόσβαση όλων των πιστωτικών φορέων, χωρίς διακρίσεις, σε βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται σε αυτό το κράτος μέλος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των καταναλωτών προς τις πιστωτικές υποχρεώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Στις βάσεις αυτές συγκαταλέγονται βάσεις δεδομένων τις οποίες διαχειρίζονται ιδιωτικά πιστωτικά γραφεία ή υπηρεσίες πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας και δημόσια πιστωτικά μητρώα.

2. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 26 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 27 και 28, για τον καθορισμό ενιαίων κριτηρίων καταγραφής των πιστώσεων, καθώς και των προϋποθέσεων επεξεργασίας των δεδομένων, που πρόκειται να εφαρμόζονται για τις βάσεις δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Ειδικότερα, με τις εν λόγω πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση καθορίζονται τα κατώφλια καταγραφής, που πρόκειται να εφαρμόζονται για τις εν λόγω βάσεις δεδομένων, και δίδονται κοινοί ορισμοί για τους βασικούς όρους που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις βάσεις δεδομένων.

3. Η πληροφόρηση από τις βάσεις δεδομένων δεν παρέχεται μόνον εάν η παροχή της απαγορεύεται από άλλες ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή αντίκειται σε στόχους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

4. Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Κεφάλαιο 7Παροχή συμβουλών

Άρθρο 17Πρότυπα παροχής συμβουλών

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η «παροχή συμβουλών» αποτελεί χωριστή υπηρεσία από τη χορήγηση της πίστωσης. Η εν λόγω υπηρεσία μπορεί να διατεθεί στην αγορά ως παροχή συμβουλών μόνον εφόσον η αμοιβή του ατόμου που παρέχει την υπηρεσία είναι διαφανής για τον καταναλωτή.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων ενημερώνει τον καταναλωτή, στο πλαίσιο συγκεκριμένης συναλλαγής, κατά πόσον παρέχονται ή θα παρασχεθούν συμβουλές. Η ενημέρωση μπορεί να λάβει τη μορφή συμπληρωματικών πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Σε περίπτωση που παρέχονται συμβουλές στους καταναλωτές, επιπλέον των απαιτήσεων των άρθρων 5 και 6, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων:

α) λαμβάνουν υπόψη έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συμβάσεων πίστωσης που είναι διαθέσιμες στην αγορά, ούτως ώστε να είναι σε θέση να προτείνουν τις πλέον κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης για τις ανάγκες και την οικονομική και προσωπική κατάσταση του καταναλωτή·

β) λαμβάνουν τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά την προσωπική και οικονομική κατάσταση του καταναλωτή, καθώς και τις προτιμήσεις και τους στόχους του, ούτως ώστε να είναι σε θέση να προτείνουν κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης. Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται σε πληροφορίες που είναι επικαιροποιημένες κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε εύλογες παραδοχές ως προς την εξέλιξη της κατάστασης του καταναλωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης σύμβασης πίστωσης.

Κεφάλαιο 8Πρόωρη εξόφληση

Άρθρο 18Πρόωρη εξόφληση

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής διαθέτει εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως δικαίωμα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης, πριν από τη λήξη της εν λόγω σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης, μείωση που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.

2. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπόκειται σε ορισμένους όρους. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται: χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του επιτοκίου χορηγήσεων ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει να δικαιούται εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης. Σε κάθε περίπτωση, εάν η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το επιτόκιο χορηγήσεων είναι σταθερό, η άσκηση του δικαιώματος είναι δυνατόν να εξαρτάται από την ύπαρξη ειδικού συμφέροντος από πλευράς του καταναλωτή.

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος προβλέπει τέτοιους όρους, οι όροι αυτοί δεν καθιστούν υπέρμετρα δυσχερή και επαχθή για τον καταναλωτή την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Κεφάλαιο 9Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 19Αδειοδότηση και εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων

1. Οι μεσίτες πιστώσεων λαμβάνουν τη δέουσα άδεια στο κράτος μέλος καταγωγής τους από την αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, προκειμένου να ασκήσουν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο ε). Η εν λόγω άδεια χορηγείται βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στο κράτος μέλος καταγωγής του μεσίτη πιστώσεων και περιλαμβάνουν την εκπλήρωση των επαγγελματικών απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 20.

2. Τα κράτη μέλη καταγωγής διασφαλίζουν ότι οι εγκεκριμένοι μεσίτες πιστώσεων πληρούν τις προϋποθέσεις της αρχικής αδειοδότησης σε συνεχή βάση.

3. Τα κράτη μέλη καταγωγής μεριμνούν για την ανάκληση της άδειας των μεσιτών πιστώσεων, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) ο μεσίτης πιστώσεων δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων του χορηγήθηκε η άδεια·

β) ο μεσίτης πιστώσεων απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο.

4 Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εγκεκριμένοι μεσίτες πιστώσεων υπόκεινται σε εποπτεία των τρεχουσών δραστηριοτήτων τους από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τους, που αναφέρεται στο άρθρο 4.

Άρθρο 20Εγγραφή των μεσιτών πιστώσεων σε μητρώο

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημιουργία και την ενημέρωση ενός μητρώου εγκεκριμένων μεσιτών πιστώσεων.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι εγκεκριμένοι μεσίτες πιστώσεων, είτε είναι εγκατεστημένοι ως φυσικά είτε ως νομικά πρόσωπα, έχουν εγγραφεί σε μητρώο της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 4, στο κράτος μέλος καταγωγής τους.

Στην περίπτωση νομικού προσώπου, στο μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καταχωρούνται τα ονόματα των προσώπων, μελών της διοίκησης, τα οποία είναι υπεύθυνα για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να απαιτούν την εγγραφή όλων των φυσικών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα συναλλαγής με τους πελάτες σε επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης.

Στο μητρώο αναγράφονται το ή τα κράτη μέλη όπου προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητές του ο μεσίτης πιστώσεων, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, και έχει ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διαγράφονται από το μητρώο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οι μεσίτες πιστώσεων των οποίων ανακλήθηκε η άδεια.

4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημιουργία ενός ενιαίου σημείου πληροφόρησης που θα επιτρέπει την ταχεία και εύκολη πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες από το εθνικό μητρώο, οι οποίες συγκεντρώνονται ηλεκτρονικά και επικαιροποιούνται συνεχώς. Το εν λόγω σημείο πληροφόρησης παρέχει επίσης τα στοιχεία των αρμοδίων αρχών κάθε κράτους μέλους, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 4.

Άρθρο 21Επαγγελματικές απαιτήσεις που ισχύουν για τους μεσίτες πιστώσεων

1. Επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 6, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις για όλους τους μεσίτες πιστώσεων, σε συνεχή βάση:

α) Οι μεσίτες πιστώσεων διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας. Ως ελάχιστη προϋπόθεση, διαθέτουν λευκό ποινικό μητρώο ή πληρούν κάθε άλλη ισοδύναμη εθνική απαίτηση όσον αφορά σοβαρά ποινικά αδικήματα που συνδέονται είτε με εγκλήματα κατά της περιουσίας είτε με άλλα εγκλήματα σχετικά με οικονομικές δραστηριότητες και δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το παρελθόν, εκτός εάν έχουν αποκατασταθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

β) Οι μεσίτες πιστώσεων διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, η οποία καλύπτει τα εδάφη όπου προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη εγγύηση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από πιστωτικό φορέα ή άλλη επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο μεσίτης πιστώσεων ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του μεσίτη.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δημοσιοποιούνται τα κριτήρια που καθορίζονται προκειμένου το προσωπικό των μεσιτών πιστώσεων ή των πιστωτικών φορέων να πληροί τις επαγγελματικές του απαιτήσεις.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση για την έγκριση, και όπου είναι αναγκαίο την τροποποίηση, ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορισθεί το ελάχιστο χρηματικό ποσό της ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης ή ανάλογης εγγύησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορισθεί το ελάχιστο χρηματικό ποσό της ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης ή ανάλογης εγγύησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), προς υποβολή στην Επιτροπή [ εντός 6 μηνών από την έγκριση της πρότασης ]. Η ΕΑΤ θα επανεξετάσει και, εάν είναι αναγκαίο, θα καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να τροποποιηθεί το ελάχιστο χρηματικό ποσό της ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης ή ανάλογης εγγύησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), προς υποβολή στην Επιτροπή για πρώτη φορά [ 4 έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας ], και εφεξής ανά διετία.

Άρθρο 22Ελευθερία εγκατάστασης των μεσιτών πιστώσεων καιελεύθερη παροχή υπηρεσιών πιστωτικής διαμεσολάβησης σε άλλα κράτη μέλη

1. Η άδεια που χορηγείται στους μεσίτες πιστώσεων από το κράτος μέλος καταγωγής τους ισχύει για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αδειοδότηση από τις αρμόδιες αρχές του ή των κρατών μελών υποδοχής.

2. Κάθε μεσίτης πιστώσεων ο οποίος προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητές του για πρώτη φορά σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του.

Εντός προθεσμίας ενός μηνός μετά την ενημέρωση αυτή, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές του ή των σχετικών κρατών μελών υποδοχής την πρόθεση του μεσίτη πιστώσεων και ενημερώνουν ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο μεσίτη πιστώσεων για την κοινοποίηση αυτή.

Ο μεσίτης πιστώσεων επιτρέπεται να αρχίσει τη δραστηριότητά του έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώθηκε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής για την κοινοποίηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.

3. Σε περίπτωση που ανακληθεί η άδεια του μεσίτη πιστώσεων από το κράτος μέλος καταγωγής, το εν λόγω κράτος μέλος καταγωγής κοινοποιεί στο ή στα κράτη μέλη υποδοχής την ανάκληση της άδειας, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός ενός μηνός, με κάθε ενδεδειγμένο μέσο.

Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους, όποτε είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είτε στην εθνική νομοθεσία. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να παραπέμψουν στην ΕΑΤ τις περιπτώσεις όπου απορρίφθηκε αίτημα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά ανταλλαγή πληροφοριών, ή δεν δόθηκε συνέχεια σε εύλογο χρονικό διάστημα, και να ζητήσουν τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στις περιπτώσεις αυτές, η ΕΑΤ μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

4. Εάν το κράτος μέλος υποδοχής έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να κρίνει ότι ένας μεσίτης πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες στο έδαφός του, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή μέσω υποκαταστήματος, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας, αναφέρει τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο μεσίτης πιστώσεων εξακολουθεί να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των καταναλωτών του κράτους μέλους υποδοχής ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, εφαρμόζονται τα εξής μέτρα:

α) Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να προστατεύσει τους καταναλωτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να εμποδίζει τους παρανομούντες μεσίτες πιστώσεων να προβαίνουν σε νέες συναλλαγές στο έδαφός του. Η Επιτροπή ενημερώνεται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

β) Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

Άρθρο 23Αδειοδότηση, εγγραφή σε μητρώα και εποπτεία μη πιστωτικών ιδρυμάτων

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μη πιστωτικά ιδρύματα, που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο θ), υπόκεινται σε επαρκείς ρυθμίσεις αδειοδότησης, εγγραφής σε μητρώα και εποπτείας, από την αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4.

Κεφάλαιο 10Τελικές διατάξεις

Άρθρο 24Κυρώσεις

1. Με την επιφύλαξη των διαδικασιών ανάκλησης αδείας ή του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τη λήψη των κατάλληλων διοικητικών μέτρων ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων έναντι των υπευθύνων προσώπων, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν κυρώσεις σε ειδικές περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές εν γνώσει τους παρέχουν ελλιπείς ή εσφαλμένες πληροφορίες, προκειμένου να λάβουν θετική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, σε περίπτωση που η πλήρης και ορθή πληροφόρηση θα είχε καταλήξει σε αρνητική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, και στη συνέχεια δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν τους όρους της σύμβασης, λαμβάνουν δε κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή να γνωστοποιεί στο κοινό οποιοδήποτε μέτρο ή κύρωση θα επιβληθεί λόγω παράβασης των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εκτός εάν η εν λόγω γνωστοποίηση θα εξέθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

Άρθρο 25Μηχανισμοί επίλυσης διαφορών

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη θέσπιση ενδεδειγμένων και αποτελεσματικών διαδικασιών υποβολής ενστάσεων και προσφυγών για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών οι οποίες αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία μεταξύ πιστωτικών φορέων και καταναλωτών, καθώς και μεταξύ μεσιτών πιστώσεων και καταναλωτών, χρησιμοποιώντας, όπου ενδείκνυται, ήδη υφιστάμενα όργανα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι όλοι οι πιστωτικοί φορείς και μεσίτες πιστώσεων προσχωρούν σε ένα ή περισσότερα από τα όργανα αυτά που εφαρμόζουν τις εν λόγω διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω όργανα συνεργάζονται ενεργώς για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.

Άρθρο 26Άσκηση της εξουσιοδότησης

1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4, στο άρθρο 8 παράγραφος 4, στο άρθρο 9 παράγραφος 3, στο άρθρο 10 παράγραφος 3, στο άρθρο 14 παράγραφος 5 και στο άρθρο 16 παράγραφος 2, για αόριστη διάρκεια μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας οδηγίας.

2. Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3. Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ανατίθενται στην Επιτροπή υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 27 και 28.

Άρθρο 27Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4, στο άρθρο 8 παράγραφος 4, στο άρθρο 9 παράγραφος 3, στο άρθρο 10 παράγραφος 3, στο άρθρο 14 παράγραφος 5 και στο άρθρο 16 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2. Το όργανο που κίνησε εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει αν πρόκειται να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση ενημερώνει τον άλλο νομοθέτη και την Επιτροπή, το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις εξουσιοδοτήσεις που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκλησης, καθώς και τους λόγους της ανάκλησης.

3. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία διευκρινίζει. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 28Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δύνανται να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά έναν μήνα.

2. Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στις διατάξεις της. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις έναντι της εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η πράξη αυτή δεν τίθεται σε ισχύ. Το όργανο που διατυπώνει αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εκθέτει τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 29Επιτακτικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές δεν μπορούν να παραιτούνται των δικαιωμάτων που τους παραχωρούνται δυνάμει των διατάξεων του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο την παρούσα οδηγία ή αντιστοιχούν σ’ αυτήν.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε οι διατάξεις τις οποίες θεσπίζουν κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να μην καταστρατηγούνται μέσω του τρόπου διατύπωσης των συμβάσεων, ιδίως με την ενσωμάτωση συμβάσεων πίστωσης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σε συμβάσεις πίστωσης των οποίων ο χαρακτήρας ή ο σκοπός θα επέτρεπε την αποφυγή της εφαρμογής της.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι καταναλωτές να μην στερούνται της προστασίας που τους παρέχει η παρούσα οδηγία, εξαιτίας της επιλογής δικαίου τρίτης χώρας ως εφαρμοστέου δικαίου της σύμβασης πίστωσης.

Άρθρο 30Μεταφορά

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο πριν από [2 έτη από την έναρξη ισχύος], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από [2 έτη από την έναρξη ισχύος].

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 31Ρήτρα επανεξέτασης

Η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Στην επανεξέταση αξιολογείται η αποτελεσματικότητα και η καταλληλότητα των διατάξεων όσον αφορά τους καταναλωτές και την εσωτερική αγορά.

Η επανεξέταση περιλαμβάνει τα εξής:

α) αξιολόγηση της ικανοποίησης των καταναλωτών με το ESIS·

β) γνωστοποίηση άλλων πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης·

γ) ανάλυση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων των μεσιτών πιστώσεων και των πιστωτικών φορέων·

δ) ανάλυση της εξέλιξης της αγοράς για μη πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας·

ε) εκτίμηση της ανάγκης για περαιτέρω μέτρα, συμπεριλαμβανομένου διαβατηρίου για μη πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία κατοικίας·

στ) εξέταση της ανάγκης να προβλεφθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις όσον αφορά το στάδιο μετά τη σύναψη των συμβάσεων πίστωσης·

ζ) εκτίμηση της ανάγκης να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας στις μικρές εταιρείες.

Άρθρο 32

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 33

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

Παράρτημα I Υπολογισμός του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης

Ι. Βασική εξίσωση που εκφράζει την ισοδυναμία των αναλήψεων, αφενός, και των εξοφλητικών δόσεων και των επιβαρύνσεων, αφετέρου.

Η βασική εξίσωση, με την οποία προσδιορίζεται το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ), εκφράζει, σε ετήσια βάση, την ισοδυναμία μεταξύ της συνολικής παρούσας αξίας των αναλήψεων, αφενός, και της συνολικής παρούσας αξίας των εξοφλητικών δόσεων και των πληρωμών επιβαρύνσεων, αφετέρου, ήτοι:[pic]όπου:

- X είναι το ΣΕΠΠΕ

- m είναι ο αύξων αριθμός της τελευταίας ανάληψης

- k είναι ο αύξων αριθμός μιας ανάληψης, με 1 ≤ k ≤ m

- Ck είναι το ποσό της υπ’ αριθμόν k ανάληψης

- tk είναι το χρονικό διάστημα, που εκφράζεται σε έτη και κλάσματα έτους, μεταξύ της ημερομηνίας της πρώτης ανάληψης και της ημερομηνίας κάθε νέας ανάληψης, με t1 = 0

- m' είναι ο αύξων αριθμός της τελευταίας εξοφλητικής δόσης ή καταβολής επιβαρύνσεων

- l είναι ο αύξων αριθμός μιας εξοφλητικής δόσης ή καταβολής επιβαρύνσεων

- Dl είναι το ποσό μιας εξοφλητικής δόσης ή καταβολής επιβαρύνσεων

- sl είναι το χρονικό διάστημα, που εκφράζεται σε έτη και κλάσματα έτους, μεταξύ της ημερομηνίας της πρώτης ανάληψης και της ημερομηνίας κάθε εξοφλητικής δόσης ή καταβολής επιβαρύνσεων

Παρατηρήσεις:

α) Τα ποσά που καταβάλλονται και από τα δύο μέρη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές δεν είναι κατ’ ανάγκη ίσα ούτε καταβάλλονται κατ’ ανάγκη ανά ίσα διαστήματα.

β) Εναρκτήρια ημερομηνία είναι η ημερομηνία της πρώτης ανάληψης.

γ) Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των ημερομηνιών που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό εκφράζεται σε έτη ή κλάσματα έτους. Το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες (για τα δίσεκτα έτη 366 ημέρες), 52 εβδομάδες ή 12 ισόχρονους μήνες. Ο ισόχρονος μήνας έχει 30,41666 ημέρες (δηλαδή 365/12), είτε πρόκειται για δίσεκτο έτος είτε όχι.

δ) Το αποτέλεσμα του υπολογισμού εκφράζεται με ακρίβεια ενός δεκαδικού ψηφίου. Εάν το επόμενο δεκαδικό ψηφίο είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 5, το πρώτο δεκαδικό ψηφίο αυξάνεται κατά μία μονάδα.

ε) Η εξίσωση μπορεί να ξαναγραφεί με τη χρήση ενός μόνο αθροιστικού συμβόλου και με την εισαγωγή της έννοιας των χρηματικών ροών (Ak), που θα έχουν είτε θετικό είτε αρνητικό πρόσημο, είτε δηλαδή θα καταβάλλονται είτε θα εισπράττονται κατά τις χρονικές περιόδους 1 έως k, αντίστοιχα, και εκφράζονται σε έτη, ήτοι:[pic]όπου S είναι το υπόλοιπο της παρούσας αξίας των ροών. Η τιμή του πρέπει να είναι μηδενική, εάν ο σκοπός είναι να διατηρηθεί η ισοδυναμία των ροών.

II. Πρόσθετες παραδοχές για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού ποσοστού επιβάρυνσης

α) Εάν η σύμβαση πίστωσης παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης.

β) Εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές επιβαρύνσεις ή επιτόκια χορηγήσεων, τεκμαίρεται ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται με την υψηλότερη επιβάρυνση και επιτόκιο χορηγήσεων που ισχύει για την κατηγορία των αναλήψεων που χρησιμοποιούνται συχνότερα στο πλαίσιο της εν λόγω κατηγορίας σύμβασης πίστωσης.

γ) Εάν η σύμβαση πίστωσης παρέχει γενικά στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, αλλά επιβάλλει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων ανάληψης, περιορισμό ως προς το ποσό και τη χρονική περίοδο, τεκμαίρεται ότι το ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται κατά την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση και σύμφωνα με τα καθοριζόμενα όρια ανάληψης.

δ) Εάν δεν καθορίζεται χρονοδιάγραμμα εξόφλησης, γίνεται δεκτό:

i) ότι η πίστωση παρέχεται για χρονικό διάστημα είκοσι ετών, και

ii) ότι η πίστωση εξοφλείται σε 240 ισόποσες και μηνιαίες δόσεις.

ε) Εάν καθορίζεται χρονοδιάγραμμα εξόφλησης, αλλά τα σχετικά ποσά είναι ελαστικά, το ποσό κάθε τμηματικής εξόφλησης τεκμαίρεται ότι είναι το χαμηλότερο που προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης.

στ) Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά, όταν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει πλείονες ημερομηνίες εξόφλησης, η χορήγηση της πίστωσης και οι εξοφλήσεις πραγματοποιούνται κατά την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση.

ζ) Το εφαρμοζόμενο ανώτατο όριο της πίστωσης, εάν δεν έχει συμφωνηθεί ήδη, γίνεται δεκτό ότι ανέρχεται σε 180 000 ευρώ.

η) Σε περίπτωση ενδιάμεσου δανείου, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, το συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης υπολογίζεται βάσει της παραδοχής ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι τρίμηνη.

θ) Εάν προσφέρονται διαφορετικά επιτόκια και επιβαρύνσεις για περιορισμένο διάστημα ή ποσό, ως επιτόκιο και επιβαρύνσεις θεωρούνται τα υψηλότερα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.

ι) Όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για τις οποίες συμφωνείται σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων σε σχέση με την αρχική περίοδο, στο τέλος της οποίας καθορίζεται νέο επιτόκιο χορηγήσεων το οποίο εν συνεχεία προσαρμόζεται περιοδικά βάσει συμφωνηθέντος δείκτη, ο υπολογισμός του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της περιόδου για την οποία έχει καθορισθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων, το επιτόκιο χορηγήσεων είναι ίσο προς εκείνο που ισχύει κατά τον χρόνο υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, βάσει της αξίας του συμφωνηθέντος δείκτη κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Παράρτημα IIΤυποποιημένο Ευρωπαϊκό Δελτίο Πληροφοριών (ESIS)

ΜΕΡΟΣ A

Το κείμενο στο παρόν υπόδειγμα περιλαμβάνεται αυτούσιο στο ESIS. Οι μεταξύ αγκυλών ενδείξεις αντικαθίστανται από τις αντίστοιχες πληροφορίες. Οδηγίες για τη συμπλήρωση του ESIS παρέχονται στο Μέρος B.

Όπου σημειώνεται «κατά περίπτωση», ο πιστωτικός φορέας συμπληρώνει το τετραγωνίδιο, εάν οι πληροφορίες αφορούν τη σύμβαση πίστωσης. Εάν οι πληροφορίες δεν αφορούν τη σύμβαση πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας διαγράφει τις σχετικές πληροφορίες ή ολόκληρο το σημείο. Στη δεύτερη περίπτωση, προσαρμόζεται ανάλογα η αρίθμηση των σημείων του ESIS.

Οι κατωτέρω πληροφορίες παρουσιάζονται σε ενιαίο έγγραφο. Χρησιμοποιείται ευανάγνωστη γραμματοσειρά. Για τα πληροφοριακά στοιχεία που χρειάζεται να τονιστούν, χρησιμοποιούνται έντονοι χαρακτήρες, σκίαση ή γραμματοσειρά μεγαλύτερου μεγέθους.

Υπόδειγμα ESIS

(Εισαγωγικό κείμενο) |

Το παρόν έγγραφο συντάχθηκε την [τρέχουσα ημερομηνία] ως απάντηση στο αίτημά σας για πληροφορίες. Το παρόν έγγραφο δεν μας δεσμεύει να σας χορηγήσουμε δάνειο. Το παρόν έγγραφο συντάχθηκε με βάση τις πληροφορίες που μας έχετε αναφέρει μέχρι στιγμής και με βάση τους τρέχοντες όρους της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι κατωτέρω πληροφορίες παραμένουν σε ισχύ έως την [ημερομηνία ισχύος]. Μετά την ημερομηνία αυτή, ενδέχεται να αλλάξουν, ανάλογα με τους όρους της αγοράς. |

1. Δανειστής |

[Επωνυμία] [Γεωγραφική διεύθυνση] [Αριθμός τηλεφώνου] [Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου] [Διεύθυνση δικτυακού τόπου] Εποπτική αρχή: [Ονομασία και διεύθυνση δικτυακού τόπου της εποπτικής αρχής] Αρμόδιος υπάλληλος: [Πλήρη στοιχεία επικοινωνίας του αρμοδίου υπαλλήλου] |

2. Βασικά χαρακτηριστικά του δανείου |

Ποσό του χορηγούμενου δανείου και νόμισμα: [αξία][νόμισμα] (Κατά περίπτωση) «Το δάνειο δεν είναι σε [εθνικό νόμισμα]» Διάρκεια του δανείου: [διάρκεια] [Είδος δανείου] [Είδος εφαρμοζόμενου επιτοκίου] Συνολικό ποσό προς αποπληρωμή: [Μέγιστο διαθέσιμο ποσό δανείου σε σχέση με την αξία του ακινήτου]: (Κατά περίπτωση) [Εγγύηση] |

3. Επιτόκιο |

Το ΣΕΠΠΕ είναι το συνολικό κόστος του δανείου, που εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό. Το ΣΕΠΠΕ σας βοηθάει να συγκρίνετε διαφορετικές προσφορές. Το ΣΕΠΠΕ για το δάνειό σας είναι [ΣΕΠΠΕ]. Περιλαμβάνει τα εξής: Επιτόκιο [τιμή επί τοις εκατό] [Άλλες συνιστώσες του ΣΕΠΠΕ] |

4. Περιοδικότητα και αριθμός πληρωμών |

Περιοδικότητα πληρωμών: [περιοδικότητα] Αριθμός πληρωμών: [αριθμός] |

5. Ποσό κάθε δόσης |

[Ποσό][νόμισμα] (Κατά περίπτωση) Η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της αποπληρωμής σας από [νόμισμα της πίστωσης] σε [εθνικό νόμισμα] θα είναι η ισοτιμία που δημοσιεύεται από [ονομασία του οργάνου που δημοσιεύει την ισοτιμία] την [ημερομηνία]. |

6. Ενδεικτικός πίνακας αποπληρωμής |

Στον παρακάτω πίνακα εμφαίνεται το πληρωτέο ποσό για κάθε [περιοδικότητα]. Οι δόσεις (στήλη [αριθ.]) είναι το άθροισμα της πληρωμής τόκων (στήλη [αριθ.]), του εξοφληθέντος κεφαλαίου (στήλη [αριθ.]) και, κατά περίπτωση, των λοιπών εξόδων (στήλη [αριθ.]). Κατά περίπτωση, Τα έξοδα στη στήλη «άλλα έξοδα» αφορούν [κατάλογος εξόδων]. Το οφειλόμενο κεφάλαιο (στήλη [αριθ.]), είναι το ποσό του δανείου που απομένει να αποπληρωθεί μετά την καταβολή κάθε δόσης. [Ποσό του δανείου και νόμισμα] [Διάρκεια του δανείου] [Επιτόκιο] [Πίνακας] (Κατά περίπτωση) [Προειδοποίηση για τις διακυμάνσεις των δόσεων] |

7. Πρόσθετες υποχρεώσεις και έξοδα |

Ο δανειολήπτης πρέπει να τηρήσει τις ακόλουθες υποχρεώσεις προκειμένου να επωφεληθεί από τους όρους δανεισμού που περιγράφονται στο παρόν έγγραφο. [Υποχρεώσεις] (Κατά περίπτωση) Επισημαίνεται ότι οι όροι δανεισμού που περιγράφονται στο παρόν έγγραφο (συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου) ενδέχεται να αλλάξουν, εάν δεν τηρηθούν αυτές οι υποχρεώσεις. Επιπλέον των εξόδων που ήδη περιλαμβάνονται στις [περιοδικότητα] δόσεις, το παρόν δάνειο συνεπάγεται τα ακόλουθα έξοδα: Έξοδα εφάπαξ Τακτικά έξοδα Βεβαιωθείτε ότι έχετε γνώση όλων των υπόλοιπων φόρων και εξόδων (π.χ. αμοιβή συμβολαιογράφου) που συνδέονται με το παρόν δάνειο. |

8. Πρόωρη εξόφληση |

(Κατά περίπτωση) Δεν έχετε δυνατότητα πρόωρης εξόφλησης του δανείου. (Κατά περίπτωση) Έχετε δυνατότητα πρόωρης εξόφλησης ολόκληρου του δανείου ή ενός μέρους του. (Κατά περίπτωση) [Όροι] [Διαδικασία] (Κατά περίπτωση) Χρέωση εξόδου: (Κατά περίπτωση) Εάν αποφασίσετε πρόωρη εξόφληση του παρόντος δανείου, επικοινωνήστε μαζί μας για να επιβεβαιώσουμε το ακριβές ποσό της χρέωσης εξόδου στη δεδομένη στιγμή. |

(Κατά περίπτωση) 9. Δικαίωμα υπαναχώρησης |

Για χρονικό διάστημα [διάρκεια της περιόδου υπαναχώρησης] μετά την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης, ο δανειολήπτης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του να ακυρώσει τη σύμβαση. |

10. Όργανα εσωτερικού ελέγχου παραπόνων |

[Ονομασία της αρμόδιας υπηρεσίας] [Γεωγραφική διεύθυνση] [Αριθμός τηλεφώνου] [Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου] Αρμόδιος υπάλληλος: [στοιχεία επικοινωνίας] |

11. Εξωτερικός φορέας παραπόνων |

Σε περίπτωση διαφωνίας με τον δανειστή, η οποία δεν επιλύεται, ο δανειολήπτης έχει τη δυνατότητα να απευθύνεται για τα παράπονά του προς: [Ονομασία του φορέα παραπόνων] [Γεωγραφική διεύθυνση] [Αριθμός τηλεφώνου] [Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου] |

12. Μη τήρηση των δεσμεύσεων που συνδέονται με το δάνειο: συνέπειες για τον δανειολήπτη |

[Περιπτώσεις μη τήρησης] [Οικονομικές και/ή νομικές συνέπειες] Εάν αντιμετωπίζετε δυσκολίες με την καταβολή των [περιοδικότητα] πληρωμών, παρακαλούμε να επικοινωνήσετε μαζί μας το συντομότερο δυνατόν για να βρούμε πιθανές λύσεις. |

(Κατά περίπτωση) 13. Πρόσθετες πληροφορίες σε περίπτωση εμπορίας εξ αποστάσεως |

(Κατά περίπτωση) Το δίκαιο το οποίο εφήρμοσε ο πιστωτικός φορέας στις σχέσεις του με τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης είναι το [εφαρμοστέο δίκαιο]. Οι πληροφορίες και οι συμβατικοί όροι παρέχονται στα [γλώσσα]. Με τη συγκατάθεσή σας, σκοπεύουμε να επικοινωνούμε στα [γλώσσα/γλώσσες] κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. |

14. Κίνδυνοι και προειδοποιήσεις |

Σας εφιστούμε την προσοχή στους κινδύνους που συνεπάγεται η σύναψη ενυπόθηκου δανείου. (Κατά περίπτωση) Το επιτόκιο του δανείου δεν παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου. (Κατά περίπτωση) Το δάνειο δεν είναι σε [εθνικό νόμισμα]. Επισημαίνεται ότι το ποσό σε [εθνικό νόμισμα] που θα χρειάζεται να καταβάλλετε σε κάθε δόση θα κυμαίνεται ανάλογα με την ισοτιμία [νόμισμα του δανείου/εθνικό νόμισμα]. (Κατά περίπτωση) Το δάνειο εξοφλείται εφάπαξ. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τη διάρκειά του, θα χρειαστεί να συγκεντρώσετε επαρκές κεφάλαιο για να εξοφλήσετε το ποσό του δανείου όταν καταστεί ληξιπρόθεσμο. Θα χρειαστεί επίσης να πληρώσετε και άλλους φόρους και έξοδα (κατά περίπτωση), π.χ. αμοιβή συμβολαιογράφου. Το εισόδημα σας μπορεί να αλλάξει. Βεβαιωθείτε ότι, σε περίπτωση μείωσης των εισοδημάτων σας, θα είστε ακόμη σε θέση να πληρώνετε τις [περιοδικότητα] δόσεις αποπληρωμής. (Κατά περίπτωση) Το σπίτι σας μπορεί να κατασχεθεί εάν δεν είστε συνεπής με τις πληρωμές σας. |

ΜΕΡΟΣ B

Οδηγίες για τη συμπλήρωση του ESIS

Για τη συμπλήρωση του ESIS, πρέπει να ακολουθούνται οι εξής οδηγίες:

Σημείο «Εισαγωγικό κείμενο»

(1) Η ημερομηνία ισχύος τονίζεται δεόντως.

Σημείο «1. Δανειστής»

(1) Η επωνυμία, ο αριθμός τηλεφώνου, η γεωγραφική διεύθυνση και η διεύθυνση δικτυακού τόπου του πιστωτικού φορέα αναφέρονται στην έδρα του πιστωτικού φορέα. Αναφέρεται η σχετική αρχή εποπτείας των δραστηριοτήτων δανεισμού.

(2) Οι πληροφορίες σχετικά με τον αρμόδιο υπάλληλο είναι προαιρετικές.

(3) Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, εάν η συναλλαγή προσφέρεται εξ αποστάσεως, ο πιστωτικός φορέας αναφέρει, κατά περίπτωση, το όνομα και τη γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου του στο κράτος μέλος διαμονής του δανειολήπτη. Η αναφορά του αριθμού τηλεφώνου, της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της διεύθυνσης δικτυακού τόπου του αντιπροσώπου του πιστωτικού φορέα είναι προαιρετική.

(4) Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, εάν η συναλλαγή προσφέρεται εξ αποστάσεως, ο πιστωτικός φορέας αναφέρει την ονομασία του εμπορικού μητρώου στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο πιστωτικός φορέας και τον αριθμό καταχώρισής του ή ανάλογο μέσο ταυτοποίησής του στο μητρώο αυτό.

Σημείο «2. Βασικά χαρακτηριστικά του δανείου»

(1) Η διάρκεια της πίστωσης αναφέρεται σε έτη ή μήνες, ανάλογα με το ποιο αντιστοιχεί καλύτερα. Σε περίπτωση που η διάρκεια της πίστωσης μπορεί να μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, ο πιστωτικός φορέας αναφέρει πότε και υπό ποιες συνθήκες μπορεί να γίνει αυτό.

Η περιγραφή του είδους του δανείου αναφέρει σαφώς πώς θα αποπληρωθούν το κεφάλαιο και οι τόκοι καθ’ όλη τη διάρκεια της πίστωσης (ήτοι σταθερές, αυξανόμενες ή φθίνουσες αποπληρωμές).

(2) Στο σημείο αυτό εξηγείται επίσης αν το επιτόκιο είναι σταθερό ή κυμαινόμενο και, κατά περίπτωση, τις περιόδους κατά τις οποίες θα παραμείνει σταθερό· τη συχνότητα των μεταγενέστερων αναπροσαρμογών και την ύπαρξη ορίων στη διακύμανση του επιτοκίου, όπως ανωτάτων και κατωτάτων ορίων. Εξηγείται ο τύπος που χρησιμοποιείται για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου. Ο πιστωτικός φορέας αναφέρει ακόμη πού μπορούν να βρεθούν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με δείκτες ή συντελεστές που χρησιμοποιούνται στον τύπο. Εάν το νόμισμα της πίστωσης είναι διαφορετικό από το εθνικό νόμισμα, ο πιστωτικός φορέας περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τον τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των διαφορών των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και σχετικά με την περιοδικότητα των αναπροσαρμογών τους.

(3) Το «συνολικό ποσό προς αποπληρωμή» υπολογίζεται ως το άθροισμα του ποσού της πίστωσης και του συνολικού κόστους της πίστωσης.

(4) Το «μέγιστο διαθέσιμο ποσό δανείου σε σχέση με την αξία του ακινήτου» αναφέρεται στον δείκτη δανείου ως προς την αξία (loan-to-value). Ο δείκτης αυτός πρέπει να συνοδεύεται από παράδειγμα, σε απόλυτους όρους, του μέγιστου ποσού που μπορεί να χορηγηθεί ως δάνειο για μια δεδομένη αξία ακινήτου.

(5) Σε περίπτωση που η πίστωση θα εξασφαλιστεί με υποθήκη επί του ακινήτου ή με άλλη εγγύηση που χρησιμοποιείται συνήθως, ο πιστωτικός φορέας εφιστά την προσοχή του δανειολήπτη στο γεγονός αυτό.

Σημείο «3. Επιτόκιο»

(1) Επιπλέον του επιτοκίου, αναγράφονται όλα τα λοιπά έξοδα που περιλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ (ονομασία και ισοδυναμία σε ποσοστό επί τοις εκατό). Όπου δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί το ποσοστό επί τοις εκατό για έκαστο από τα έξοδα αυτά ή δεν έχει νόημα, ο πιστωτικός φορέας παρέχει συνολικό ποσοστό.

Σημείο «4. Περιοδικότητα και αριθμός πληρωμών»

(1) Εάν οι πληρωμές πρόκειται να καταβάλλονται σε τακτική βάση, αναφέρεται η περιοδικότητα των πληρωμών (π.χ. μηνιαία). Εάν η περιοδικότητα των πληρωμών δεν είναι τακτική, παρέχονται σαφείς εξηγήσεις στον δανειολήπτη. Ο αριθμός πληρωμών που αναφέρεται καλύπτει ολόκληρη τη διάρκεια της πίστωσης.

Σημείο «5. Ποσό κάθε δόσης»

(1) Αναφέρεται με σαφήνεια το νόμισμα του δανείου.

(2) Σε περίπτωση που το ποσό των δόσεων ενδέχεται να αλλάξει καθ’ όλη τη διάρκεια της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας διευκρινίζει την περίοδο κατά την οποία θα παραμείνει σε ισχύ το αρχικό ποσό δόσεων, καθώς και πότε και πόσο συχνά θα αλλάζει στη συνέχεια.

(3) Εάν το νόμισμα της πίστωσης είναι διαφορετικό από το εθνικό νόμισμα του δανειολήπτη, ο πιστωτικός φορέας περιλαμβάνει αριθμητικά παραδείγματα στα οποία εμφαίνεται σαφώς πώς μπορούν να επηρεάσουν το ποσό των δόσεων οι μεταβολές της σχετικής ισοτιμίας. Τα παραδείγματα των μεταβολών της ισοτιμίας χρειάζεται να είναι ρεαλιστικά, συμμετρικά και να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τον ίδιο αριθμό δυσμενών περιπτώσεων όπως και ευνοϊκών.

(4) Εάν το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή των δόσεων είναι διαφορετικό από το νόμισμα της πίστωσης, αναφέρεται σαφώς η συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιείται. Στις πληροφορίες περιλαμβάνεται η ονομασία του οργάνου που δημοσιεύει την ισοτιμία και η στιγμή κατά την οποία υπολογίζεται η ισχύουσα ισοτιμία.

Σημείο «6. Ενδεικτικός πίνακας αποπληρωμής»

(1) Σε περίπτωση που το επιτόκιο ενδέχεται να κυμαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας αναφέρει, μετά την αναφορά του επιτοκίου, την περίοδο κατά την οποία θα παραμείνει σε ισχύ αυτό το αρχικό επιτόκιο.

(2) Ο πίνακας που πρόκειται να περιληφθεί σε αυτό το σημείο περιέχει τις ακόλουθες στήλες: «χρόνος αποπληρωμής», «ποσό της δόσης», «πληρωτέος τόκος ανά δόση», «άλλα έξοδα που περιλαμβάνονται στη δόση» (κατά περίπτωση), «εξοφληθέν κεφάλαιο ανά δόση» και «οφειλόμενο κεφάλαιο μετά κάθε δόση».

(3) Για το πρώτο έτος αποπληρωμής, οι πληροφορίες παρέχονται για κάθε δόση και αναγράφεται υποσύνολο για εκάστη στήλη κατά το τέλος αυτού του πρώτου έτους. Για τα επόμενα έτη, οι λεπτομέρειες μπορούν να παρέχονται σε ετήσια βάση. Στο τέλος του πίνακα προστίθεται μια σειρά με το γενικό σύνολο, όπου αναγράφονται τα συνολικά ποσά για κάθε στήλη. Το συνολικό ποσό της πίστωσης που πληρώνεται από τον δανειολήπτη (ήτοι το συνολικό άθροισμα της στήλης «ποσό της δόσης») τονίζεται εμφανώς και αναφέρεται με αυτή την ονομασία.

(4) Εάν το επιτόκιο υπόκειται σε αναπροσαρμογή και δεν είναι γνωστό το ποσό της δόσης μετά την κάθε αναπροσαρμογή, ο πιστωτικός φορέας μπορεί να αναφέρει στον πίνακα αποπληρωμής το ίδιο ποσό δόσης για ολόκληρη τη διάρκεια της πίστωσης. Στην περίπτωση αυτή, ο πιστωτικός φορέας εφιστά την προσοχή του δανειολήπτη στο γεγονός αυτό, με εμφανή διαφοροποίηση της παρουσίασης των ποσών που είναι γνωστά από εκείνα που είναι υποθετικά (π.χ. χρησιμοποιώντας διαφορετική γραμματοσειρά, πλαίσια ή σκίαση). Επιπλέον, με ευανάγνωστο κείμενο εξηγείται για ποιες περιόδους ενδέχεται να κυμαίνονται τα ποσά που παρουσιάζονται στον πίνακα και γιατί. Ο πιστωτικός φορέας περιλαμβάνει επίσης: (1) κατά περίπτωση, τα ανώτατα και κατώτατα όρια που εφαρμόζονται· (2) παράδειγμα του πώς θα κυμαινόταν το ποσό της δόσης, σε περίπτωση που αυξανόταν ή μειωνόταν το επιτόκιο κατά 1% ή υψηλότερο ποσοστό, εάν αυτό είναι ρεαλιστικότερο δεδομένου του μεγέθους των συνήθων μεταβολών του επιτοκίου, και (3) σε περίπτωση που υπάρχει ανώτατο όριο, το ποσό της δόσης με βάση το δυσμενέστερο σενάριο.

Σημείο «7. Πρόσθετες υποχρεώσεις και έξοδα»

(1) Ο πιστωτικός φορέας αναφέρει σε αυτό το σημείο τις υποχρεώσεις, όπως την ανάγκη ασφάλισης του ακινήτου, τη σύναψη ασφάλειας ζωής ή την αγορά οποιουδήποτε άλλου προϊόντος ή υπηρεσίας. Για κάθε υποχρέωση, ο πιστωτικός φορέας διευκρινίζει έναντι ποίου και έως πότε χρειάζεται να εκπληρωθεί η υποχρέωση.

(2) Ο πιστωτικός φορέας παραθέτει επίσης κατάλογο εκάστου από τα έξοδα ανά κατηγορία, αναφέροντας το αντίστοιχο ποσό, σε ποιον θα πρέπει να καταβληθεί και σε ποια στιγμή. Εάν το ποσό δεν είναι γνωστό, ο πιστωτικός φορέας παρουσιάζει ένα πιθανό φάσμα ή ένδειξη του πώς θα υπολογιστεί το ποσό.

Σημείο «8. Πρόωρη εξόφληση»

(1) Σε περίπτωση που υπάρχει δυνατότητα πρόωρης εξόφλησης, ο πιστωτικός φορέας αναφέρει υπό ποιους όρους, εάν προβλέπονται, μπορεί να γίνει πρόωρη εξόφληση από τον δανειολήπτη. Ο πιστωτικός φορέας αναφέρει επίσης τις διαδοχικές ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβεί ο δανειολήπτης για να ζητήσει πρόωρη εξόφληση.

(2) Εάν προβλέπεται χρέωση εξόδου για πρόωρη εξόφληση, ο πιστωτικός φορέας εφιστά την προσοχή του δανειολήπτη στο γεγονός αυτό και αναφέρει το ποσό της χρέωσης. Σε περίπτωση που το ποσό της χρέωσης εξόδου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το ποσό της εξόφλησης ή το ισχύον επιτόκιο κατά τη στιγμή της πρόωρης εξόφλησης, ο πιστωτικός φορέας αναφέρει πώς θα υπολογιστεί η χρέωση εξόδου. Ο πιστωτικός φορέας παρουσιάζει τότε τουλάχιστον δύο ενδεικτικά παραδείγματα, ώστε να δείξει στον δανειολήπτη το επίπεδο της χρέωσης εξόδου με βάση διάφορα πιθανά σενάρια.

Σημείο «9. Δικαίωμα υπαναχώρησης»

(1) Εάν υπάρχει δικαίωμα υπαναχώρησης, ο πιστωτικός φορέας διευκρινίζει τους όρους στους οποίους υπόκειται η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, τη διαδικασία που χρειάζεται να ακολουθήσει ο δανειολήπτης για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, μεταξύ άλλων, τη διεύθυνση στην οποία θα πρέπει να αποσταλεί η κοινοποίηση της υπαναχώρησης, καθώς και τα αντίστοιχα τέλη (κατά περίπτωση).

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, εάν η συναλλαγή προσφέρεται εξ αποστάσεως, ο καταναλωτής ενημερώνεται για την ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης.

(3) Σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ, εάν η συναλλαγή προσφέρεται εκτός εμπορικού καταστήματος, ο καταναλωτής ενημερώνεται για την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχώρησης.

Σημείο «10. Όργανα εσωτερικού ελέγχου παραπόνων»

(1) Οι πληροφορίες σχετικά με τον αρμόδιο υπάλληλο είναι προαιρετικές.

Σημείο «11. Εξωτερικός φορέας παραπόνων»

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, εάν η συναλλαγή προσφέρεται εξ αποστάσεως, ο πιστωτικός φορέας διευκρινίζει επίσης αν υπάρχει ή όχι εξωδικαστική διαδικασία υποβολής ενστάσεων και προσφυγών στις οποίες έχει πρόσβαση ο δανειολήπτης και, αν ναι, τον τρόπο με τον οποίο έχει πρόσβαση ο δανειολήπτης.

Σημείο «12. Μη τήρηση των δεσμεύσεων που συνδέονται με το δάνειο: συνέπειες για τον δανειολήπτη»

(1) Σε περίπτωση που η μη τήρηση των υποχρεώσεων του δανειολήπτη που συνδέονται με το δάνειο ενδέχεται να έχει οικονομικές ή νομικές συνέπειες για τον δανειολήπτη, ο πιστωτικός φορέας περιγράφει στο παρόν σημείο τις διάφορες πιθανές περιπτώσεις (π.χ. καθυστέρηση/αθέτηση πληρωμών, μη τήρηση των υποχρεώσεων του Σημείου 7 «Πρόσθετες υποχρεώσεις και έξοδα»).

(2) Για εκάστη περίπτωση, ο πιστωτικός φορέας διευκρινίζει, με σαφείς και κατανοητούς όρους, τις κυρώσεις ή τις συνέπειες που μπορεί να επακολουθήσουν. Θα πρέπει να τονίζονται εμφανώς οι σοβαρές συνέπειες.

Σημείο «13. Πρόσθετες πληροφορίες σε περίπτωση εμπορίας εξ αποστάσεως»

(1) Κατά περίπτωση, το παρόν σημείο θα περιλαμβάνει ρήτρα σχετικά με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση πίστωσης και/ή το αρμόδιο δικαστήριο.

Σημείο «14. Κίνδυνοι και προειδοποιήσεις»

(1) Όλες οι προειδοποιήσεις τονίζονται εμφανώς.

(2) Κατά περίπτωση, ο πιστωτικός φορέας επαναλαμβάνει στο παρόν σημείο τους γενικούς κανόνες αναπροσαρμογής του επιτοκίου και παρουσιάζει ποσοτικό παράδειγμα του πώς θα αυξηθούν οι δόσεις, εάν αυξηθεί το επιτόκιο της πίστωσης κατά Χ% (όπως εξηγείται στο σημείο «Ενδεικτικός πίνακας αποπληρωμής») και/ή στο δυσμενέστερο σενάριο (εάν υπάρχει ανώτατο όριο στη διακύμανση του επιτοκίου).

[1] Ως πιστωτικοί φορείς νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα και τα μη πιστωτικά ιδρύματα.

[2] Π.χ. δάνεια σε συνάλλαγμα, αυτοπιστοποιούμενα ενυπόθηκα δάνεια.

[3] COM(2007) 807 της 18.12. 2007.

[4] Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης , COM(2009) 114 της 4.3.2009.

[5] Hypostat 2008: A review of Europe’s Mortgage and Housing Markets , European Mortgage Federation, Νοέμβριος 2009, σελίδες 7, 70 και 71.

[6] ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21.

[7] ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22.

[8] ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29.

[9] Ευρωπαϊκή Συμφωνία σχετικά με έναν Εθελοντικό κώδικα συμπεριφοράς κατά την προσυμβατική ενημέρωση για στεγαστικά δάνεια, 5.3.2001.

[10] ΕΕ L 69 της 10.3.2001, σ. 25.

[11] ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66.

[12] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[13] Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, 23.4.2008.

[14] COM(2007) 807 της 18.12. 2007.

[15] http://ec.europa.eu/internal_market/finances/committees/index_en.htm#package.

[16] ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

[17] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[18] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[19] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[20] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[21] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[22] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[23] ΕΕ C XX, XX, σ. xx.

[24] COM(2007) 807 της 18.12. 2007.

[25] Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης , COM(2009) 114 της 4.3.2009.

[26] ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

[27] ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66.

[28] ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

[29] ΕΕ L 372 της 31.12.1985, σ. 31.

[30] ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

[31] ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

[32] ΕΕ L 69 της 10.3.2001, σ. 25.

[33] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[34] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[35] ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

[36] ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

[37] ΕΕ L 193 της 18.7.1993, σ. 1.

[38] ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22.

Top