Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010DC0701

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Πίνακας αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις Έκθεση για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη της ΕΕ - Επικαιροποίηση φθινοπώρου 2010 -

    /* COM/2010/0701 τελικό */

    52010DC0701




    [pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

    Βρυξέλλες, 1.12.2010

    COM(2010) 701 τελικό

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    Πίνακας αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις Έκθεση για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη της ΕΕ - Επικαιροποίηση φθινοπώρου 2010 -

    SEC(2010) 1462 τελικό

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    Εισαγωγή 3

    Κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης 3

    1. Κρατικές ενισχύσεις το 2009 3

    2. Τάσεις και κατανομή δαπανών για κρατικές ενισχύσεις στα κράτη μέλη 3

    2.1. Εξελίξεις στα επίπεδα των κρατικών ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών 3

    2.2. Κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για την επίτευξη οριζόντιων στόχων κοινού συμφέροντος 3

    3. Κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης 3

    3.1. Κατευθύνσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις ενισχύσεων που σχετίζονται με την κρίση 3

    3.2. Συνολικός όγκος κρατικών ενισχύσεων που εγκρίθηκαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα 3

    3.3. Πραγματική χρήση μέτρων κρατικής ενίσχυσης και ποσοστό απορρόφησης 3

    3.4. Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του προσωρινού πλαισίου 3

    4. Απλοποίηση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις 3

    4.1. Νέο σύστημα για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων 3

    4.2. Αξιολόγηση ατομικών περιπτώσεων που επικεντρώνεται σε μικρό αριθμό μεγάλων ενισχύσεων οι οποίες δύνανται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό 3

    4.3. Σχεδόν το 19% των ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών τυγχάνει απαλλαγής κατά κατηγορία 3

    5. Εφαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων 3

    Εισαγωγή

    Στην παρούσα επικαιροποίηση του πίνακα αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις (εφεξής «πίνακας αποτελεσμάτων») του φθινοπώρου 2010, περιγράφεται η κατάσταση των κρατικών ενισχύσεων στα είκοσι επτά κράτη μέλη για το έτος 2009. Γίνεται επισκόπηση των επιπέδων και των επιδιωκόμενων στόχων των ενισχύσεων που χορήγησαν τα κράτη μέλη. Η έκθεση περιλαμβάνει ένα ειδικό κεφάλαιο για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στην πραγματική οικονομία λόγω της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.

    Επίσης, ο πίνακας αποτελεσμάτων αναφέρει την πρόοδο που σημειώθηκε για την επίτευξη μιας συνεκτικής και ολοκληρωμένης δέσμης μεταρρυθμίσεων των κανόνων που ισχύουν για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες ξεκίνησαν το 2005 με το σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις (εφεξής «ΣΔΚΕ»). Τέλος, καταγράφει την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

    Ο πίνακας αποτελεσμάτων περιλαμβάνει δύο μέρη: πρώτον, μια συνοπτική έκθεση που εγκρίθηκε από το Σώμα των Επιτρόπων και παρουσιάζει βασικά στοιχεία, συμπεράσματα, τάσεις και χαρακτηριστικά όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη, καθώς και τις βασικές εξελίξεις στην πολιτική ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Δεύτερον, ένα έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που προσαρτάται στην έκθεση και παρέχει πρόσθετα στοιχεία, με τίτλο «Στοιχεία και αριθμοί για τις κρατικές ενισχύσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ».

    Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (ΕΑ-ΕΖΕΣ) δημοσιεύει ετήσιο πίνακα αποτελεσμάτων[1] σχετικά με τον όγκο των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία.

    Κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης

    Τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΕ σημείωνε σταθερή ετήσια οικονομική ανάπτυξη. Μεταξύ 2002 και 2007, το επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες μειωνόταν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο περίπου 2% για να φθάσει το 2007 στα 65 δισ. EUR, ήτοι λιγότερο από το 0,5% του ΑΕΠ. Παράλληλα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα μειώθηκαν κατά 0,8% του ΑΕΠ το 2007, που ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα των τριάντα τελευταίων ετών[2]. Κατά την ίδια περίοδο, η ανεργία μειώθηκε σε ολόκληρη την ΕΕ και έφθασε το 2008 στο χαμηλότερο από πολύ καιρό επίπεδο του 7%.

    Με τη χρηματοπιστωτική κρίση σταμάτησε απότομα η σταθερή αύξηση του ΑΕΠ, τα χαμηλά επίπεδα κρατικών ενισχύσεων και η μείωση που σημείωναν τα δημοσιονομικά ελλείμματα από το 2000. Το συνολικό επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων αυξήθηκε περαιτέρω το 2009 σε σύγκριση με το 2008 και έφθασε στο 3,6% του ΑΕΠ, και πάλι ως αποτέλεσμα των ενισχύσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι ενισχύσεις στην πραγματική οικονομία βάσει του προσωρινού πλαισίου[3], που άρχισαν να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη το 2009, είχε μικρή μόνο συμβολή στη συνολική αύξηση του όγκου των ενισχύσεων.

    Όταν η αγορά διατραπεζικών δανείων παρέλυσε τον Σεπτέμβριο του 2008, τα κράτη μέλη άρχισαν να καταβάλλουν μεγάλα ποσά για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, ώστε να εξασφαλισθεί η συνέχιση της χορήγησης πιστώσεων προς την οικονομία. Οδηγούμενα από το προσωρινό πλαίσιο, τα κράτη μέλη άρχισαν επίσης να χαλαρώνουν τους περιορισμούς χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που εξασφάλισαν την υλοποίηση αυτής της εν γένει επιτυχούς διάσωσης, με συντονισμένο τρόπο. Κατέστησε δυνατή την ταχεία εφαρμογή μέτρων στήριξης πρωτοφανούς έκτασης και συγχρόνως εξασφάλισε τη διατήρηση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς.

    Κρατικές ενισχύσεις το 2009

    Το σύνολο των κρατικών ενισχύσεων[4] που χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη το 2009 ανήλθε σε 427,2 δισ. EUR, ή σε σχετικούς όρους, στο 3,6% του ΑΕΠ της ΕΕ-27[5]. Από αυτά, 353,9 δισ. EUR, ή 3%% του ΑΕΠ της ΕΕ-27, αφορούσαν μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη. Το 2009, είκοσι δύο κράτη μέλη χορήγησαν ενισχύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης υπέρ του χρηματοπιστωτικού τομέα (2,98% του ΑΕΠ της ΕΕ-27). Την 1η Οκτωβρίου 2010[6], η Επιτροπή είχε εγκρίνει μέτρα για τη χρηματοπιστωτική κρίση σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ-15[7], καθώς και στην Κύπρο, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία, ενώ όλα τα κράτη μέλη, εκτός από την Κύπρο, είχαν χορηγήσει ενισχύσεις βάσει του προσωρινού πλαισίου.

    Αν εξαιρέσουμε τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, το σύνολο των κρατικών ενισχύσεων ανήλθε σε περίπου 73,2 δισ. EUR το 2009 ή 0,62% του ΑΕΠ της ΕΕ-27. Οι ενισχύσεις υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν το 79,3% του συνόλου των κρατικών ενισχύσεων, ήτοι 58,1 δισ. EUR ή 0,49% του ΑΕΠ της ΕΕ-27[8]. Οι ενισχύσεις στη γεωργία ανήλθαν σε 11,6 δισ. EUR (ή 15,9% του συνόλου των ενισχύσεων), στην αλιεία σε 0,2 δισ. EUR (ή 0,3% του συνόλου των ενισχύσεων) και στις μεταφορές[9] σε 3,3 δισ. EUR (ή 4,5% του συνόλου των ενισχύσεων).

    Οι ενισχύσεις στον κλάδο των σιδηροδρόμων[10] που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη ανέρχονται σε 33,1 δισ. EUR ή 0,3% του ΑΕΠ της ΕΕ-27[11].

    Σε απόλυτους όρους, τα πέντε πιο γενναιόδωρα κράτη κατέβαλαν 39,8 δισ. EUR ή 68,2% του συνόλου των ενισχύσεων[12]. Η Γερμανία κατέβαλε 15,3 δισ. EUR ή 26,3% του συνόλου των ενισχύσεων, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (11,7 δισ. EUR ή 20,1%), την Ισπανία 4,9 δισ. EUR· 8,4%), την Ιταλία (4,6 δισ. EUR ή 7,9%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (3,3 δισ. EUR ή 5,5%). Αν υπολογίσουμε τις ενισχύσεις σε ποσοστά επί του ΑΕΠ, προκύπτει εντελώς διαφορετική εικόνα: η Μάλτα χορήγησε ενισχύσεις που αντιπροσωπεύουν το 1,7% του ΑΕΠ, ακολουθούμενη από την Ουγγαρία (1, 0%), την Πορτογαλία και τη Δανία (0,9% κάθε μία) και τη Σουηδία (0,8%).

    Τάσεις και κατανομή δαπανών για κρατικές ενισχύσεις στα κράτη μέλη

    Εξετάζοντας την τάση από μακροχρόνια προοπτική, διαπιστώνουμε ότι το συνολικό επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων στη δεκαετία του ’80 πλησίαζε το 2% του ΑΕΠ, έπεσε σε λίγο κάτω από 1% στη δεκαετία του ’90 και κυμάνθηκε γύρω στο 0,5% έως 0,6% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2003-2007. Λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης, το συνολικό επίπεδο ενισχύσεων στην ΕΕ-27 αυξήθηκε σημαντικά και έφτασε, όπως προαναφέρθηκε, στο 3,6% του ΑΕΠ κατά το 2009.

    Σχήμα 1[13]: Συνολικές ενισχύσεις ως % του ΑΕΠ (ΕΕ-27, στοιχεία από το 1992)

    [pic]

    Η μείωση των δαπανών για κρατικές ενισχύσεις από το 2000 μέχρι το 2007 μπορεί να αποδοθεί σε τρεις βασικούς παράγοντες: Πρώτον, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης που σημειώθηκε από το 2000, τα κράτη μέλη χορηγούσαν αισθητά λιγότερες ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης σε προβληματικές επιχειρήσεις. Δεύτερον, οι κρατικές ενισχύσεις στον τομέα του άνθρακα είχαν συνεχή πτωτική τάση, η οποία παρατηρήθηκε κατά κύριο λόγο στην Πολωνία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία. Τρίτον, οι προενταξιακές δεσμεύσεις και οι συνεχείς προσπάθειες που καταβλήθηκαν μετά την προσχώρηση συνέβαλαν στην πτωτική τάση, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ-12[14] συνέχισαν να προσαρμόζουν τις πολιτικές και τις πρακτικές τους για τις κρατικές ενισχύσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας και των πολιτικών της ΕΕ στον τομέα αυτόν.

    Οι προσπάθειες αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα της γενικής διαπίστωσης ότι ένας πολύ μεγάλος όγκος κρατικών ενισχύσεων, όχι μόνον εμποδίζει την αποτελεσματική κατανομή πόρων, αλλά επίσης καθιστά την οικονομία στο σύνολό της λιγότερο ανταγωνιστική. Προσπάθειες στον τομέα αυτό ξεκίνησαν ήδη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ώστε ο αποτελεσματικός έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων να καταστεί βασικό στοιχείο του προγράμματος της ενιαίας αγοράς. Η πειθαρχία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ενισχύθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο της ΟΝΕ, και της δόθηκε νέα ώθηση από το Συμβούλιο της Λισαβόνας το 2000 και το ΣΔΚΕ το 2005. Η δέσμη μεταρρυθμίσεων που προέκυψε εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στην καλύτερη στόχευση των ενισχύσεων[15], ενώ παράλληλα περιορίζει στο ελάχιστο τις στρεβλώσεις, ώστε να μην διαταραχθεί η λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

    Πέρα από τα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, το 2009 οι ενισχύσεις αντιπροσωπεύουν συνολικά το 0,62% του ΑΕΠ (73,2 δισ. EUR). Παρόλο που σημειώθηκε νέα αύξηση κατά το έτος αυτό σε σύγκριση με το προηγούμενο, εξακολουθούν να παραμένουν στον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι, πρώτον, τα κράτη μέλη συνέχισαν να τηρούν την πειθαρχία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων[16]. Δεύτερον, η αυστηρή πειθαρχία που τηρήθηκε στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πριν από την κρίση μπορεί να θεωρηθεί ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο για την ταχεία, ουσιαστική και στοχευμένη αντιμετώπιση της κρίσης, χωρίς να κλονισθεί η γενική παραδοχή ότι οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται με συνετό και προσεκτικό τρόπο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη ενός κοινά αποδεκτού στόχου και κατ’ αναλογία με τον στόχο αυτό.

    Λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν οι ενισχύσεις υπέρ της γεωργίας, της αλιείας και των μεταφορών, στα επόμενα τμήματα, που αφορούν τα επίπεδα και τον προσανατολισμό των ενισχύσεων (τμήματα ‎2.1 και ‎2.2), εξετάζονται μόνον οι ενισχύσεις υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών.

    Ε ξελίξεις στα επίπεδα των κρατικών ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών

    Για να αναλυθεί με ακρίβεια η εξέλιξη των κρατικών ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, τα οποία θα εξεταστούν χωριστά στο κεφάλαιο ‎3.

    Στο σύνολο της ΕΕ, το επίπεδο των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών παρέμεινε σχετικά σταθερό, σε ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τις δύο προηγούμενες τριετίες 2004-2006 και 2007-2009. Κατά μέσο όρο, οι δαπάνες για ενισχύσεις την περίοδο 2007-2009 ανήλθαν σε 55,1 δισ. EUR (0,45% του ΑΕΠ), έναντι 53 δισ. EUR (0,45% του ΑΕΠ) την περίοδο 2004-2006. Αυτό δείχνει ότι, αν εξαιρεθούν τα ειδικά μέτρα για την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, τα περισσότερα κράτη μέλη συνέχισαν τις προσπάθειές τους να διατηρήσουν υπό έλεγχο τα επίπεδα των ενισχύσεων.

    Έντεκα κράτη μέλη κατόρθωσαν να διατηρήσουν ή ακόμη και να μειώσουν τα επίπεδα ενισχύσεων κατά την περίοδο 2007-2009 σε σχέση με την περίοδο 2004-2006. Πολλά από τα κράτη της ΕΕ-12 κατόρθωσαν να μειώσουν αισθητά τις ενισχύσεις σε ποσοστό 0,5% του ΑΕΠ ή μεγαλύτερο. Κατά συνέπεια, οι μέσες δαπάνες της ΕΕ-12 μειώθηκαν κατά 0,12%, δηλαδή από 0,69% του ΑΕΠ την περίοδο 2004-2006 έφθασαν στο 0,57% του ΑΕΠ την περίοδο 2007-2009. Ορισμένα κράτη της ΕΕ-15, κατά την περίοδο 2007-2009, μείωσαν επίσης τα επίπεδα των ενισχύσεών τους σε περίπου 0,44% του ΑΕΠ, που ήταν επίσης 0,44% την περίοδο 2004- 2006.

    Παρά τη θετική πτωτική τάση σ’ αυτά τα κράτη μέλη, ορισμένα άλλα αύξησαν τις δαπάνες τους για ενισχύσεις κατά την περίοδο 2007-2009[17] σε σχέση με το 2004-2006. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται ως επί το πλείστον σε ενισχύσεις υπέρ οριζόντιων στόχων, δηλαδή κατά κύριο λόγο υπέρ της περιφερειακής ανάπτυξης και της έρευνας και ανάπτυξης. Πάντως, η αύξηση του όγκου των ενισχύσεων που παρατηρήθηκε το 2008 και το 2009 δεν επιτρέπει ακόμη την εξαγωγή συμπερασμάτων για αναστροφή της μακροπρόθεσμης πτωτικής τάσης των δαπανών σε κρατικές ενισχύσεις στην ΕΕ-27· τα δεδομένα αφορούν μόνο δύο χρόνια και παραμένουν εντός του μέσου όρου για την περίοδο 2000 - 2007.

    Η βραχυπρόθεσμη εξέλιξη μεταξύ 2008 και 2009 δείχνει μικρή ανοδική τάση. Οι δαπάνες για κρατικές ενισχύσεις υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 0,03% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, η Γαλλία χορήγησε περισσότερες ενισχύσεις για περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς και για έρευνα και ανάπτυξη, η Γερμανία περισσότερες περιφερειακές ενισχύσεις και ενισχύσεις στις ΜΜΕ. Αυτή η βραχυπρόθεσμη αυξητική τάση αποδεικνύει ότι το ισχύον σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων επιτρέπει ακόμη στα κράτη μέλη να αντιδρούν γρήγορα στις εξελισσόμενες οικονομικές ανάγκες χωρίς περαιτέρω ατομικές κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή. Τα βασικά μέσα που διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς αυτό είναι τα μέτρα που καλύπτονται από απαλλαγή κατά κατηγορία, καθώς και τα κοινοποιηθέντα και εγκριθέντα καθεστώτα ενισχύσεων βάσει των οποίων μπορούν να χορηγούν ατομικές ενισχύσεις σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων (για περισσότερες πληροφορίες, βλ. κεφάλαιο ‎4).

    Κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για την επίτευξη οριζόντιων στόχων κοινού συμφέροντος

    Υπενθυμίζεται ότι οι κρατικές ενισχύσεις υπέρ οριζόντιων στόχων, δηλαδή οι ενισχύσεις που δεν χορηγούνται σε συγκεκριμένους τομείς, θεωρείται ότι είναι συνήθως πιο πρόσφορες για την αντιμετώπιση ανεπαρκειών της αγοράς, και κατά συνέπεια στρεβλώνουν λιγότερο τον ανταγωνισμό σε σύγκριση με τις τομεακές ενισχύσεις και τις ενισχύσεις « ad hoc ». Η έρευνα, η ανάπτυξη και η καινοτομία (εφεξής «ΕΑΚ»), η προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως με την εξοικονόμηση ενέργειας και τις ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (εφεξής «ΜΜΕ»), η δημιουργία θέσεων απασχόλησης, η προώθηση της κατάρτισης και οι ενισχύσεις υπέρ της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης για τη στήριξη της εδαφικής συνοχής, αποτελούν τους σημαντικότερους οριζόντιους στόχους των κρατικών ενισχύσεων.

    Κατά την εξέταση της βασικής τάσης όσον αφορά τις προσπάθειες των κρατών μελών για αναπροσανατολισμό των μη συνδεόμενων με την κρίση ενισχύσεων προς όφελος οριζόντιων στόχων κοινού συμφέροντος, στην παρούσα ανάλυση δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι ενισχύσεις που συνδέονται με την κρίση[18].

    Στη βάση αυτή, οι ενισχύσεις που προορίζονταν για οριζόντιους στόχους ανήλθαν το 2009 σε ποσό ύψους 48,7 δισ. EUR, δηλαδή περίπου στο 84% του συνόλου των ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, έναντι των πολύ χαμηλότερων ποσοστών του 2004 (74%) και των μέσων της δεκαετίας του ’90 (50%). Τα τρία βασικά είδη ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη το 2009 ήταν οι περιφερειακές ενισχύσεις (24%), οι ενισχύσεις που εμπίπτουν στις κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία του περιβάλλοντος (23%)[19] και οι ενισχύσεις υπέρ της ΕΑΚ (18%). Η βασική τάση επιβεβαιώνει την άνοδο των ενισχύσεων που κατευθύνονται προς οριζόντιους στόχους. Αν, ωστόσο, δούμε τον αριθμό των κρατών μελών που αφιερώνει ποσοστό 90% ή μεγαλύτερο των κρατικών ενισχύσεων για τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες σε οριζόντιους στόχους κοινού συμφέροντος, διαπιστώνεται μείωση. Το 2009, 15 κράτη μέλη χορήγησαν ενισχύσεις για οριζόντιους στόχους σε ποσοστό 90% και άνω, έναντι 17 κρατών αντιστοίχως το 2008[20] και το 2007[21]. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ή ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να μπορεί να ερμηνεύσει την εξέλιξη αυτή.

    Για την ΕΕ ως σύνολο, οι ενισχύσεις για τομεακή ανάπτυξη, περιλαμβανομένων των ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων[22], το 2009 ήταν υψηλότερες σε σύγκριση με το 2008 και ανήλθαν σε 9,4 δισ. EUR ή στο 16% του συνόλου των ενισχύσεων για τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες[23]. Εκτός του πλαισίου της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης[24], ανήλθαν σε μόλις 398 εκατ. EUR το 2009, έναντι 872 εκατ. EUR κατά μέσο ετησίως στη διάρκεια της περιόδου 2006-2008.

    Σε γενικές γραμμές, αυτή η μακροπρόθεσμη τάση δείχνει ότι τα κράτη μέλη συνεχίζουν να αφιερώνουν μεγάλο όγκο ενισχύσεων στην υλοποίηση οριζόντιων στόχων. Ειδικότερα, παρόλο που ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ-15 χορήγησαν περισσότερες τομεακές ενισχύσεις κατά το 2009 σε σύγκριση με το 2008, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ-12 επαναπροσανατολίζουν προοδευτικά τις ενισχύσεις τους προς οριζόντιους στόχους.

    3. Κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης

    3.1. Κατευθύνσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις ενισχύσεων που σχετίζονται με την κρίση

    Οι κρατικές ενισχύσεις είναι ένα από τα βασικά μέσα που χρησιμοποίησαν τα κράτη μέλη για να καταπολεμήσουν τη χειρότερη στην πρόσφατη ιστορία χρηματοπιστωτική κρίση. Δεδομένου ότι οι ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση δεν ήταν κατάλληλες για την ταχεία αντιμετώπιση της επιδεινούμενης κατάστασης, αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η Επιτροπή έσπευσε να εκδώσει διάφορες ανακοινώσεις με νομική βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ[25]. Με στόχο τη διατήρηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, και παράλληλη εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ασφάλειας δικαίου, στις ανακοινώσεις αυτές διατυπώνεται η θέση της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων, όταν οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα στο πεδίο αυτό[26]. Οι ανακοινώσεις που αφορούσαν τον χρηματοπιστωτικό κλάδο συνοδεύτηκαν από κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αξιολόγηση των μέτρων στήριξης που λαμβάνονται στην πραγματική οικονομία για την αντιμετώπιση της κρίσης (το λεγόμενο προσωρινό πλαίσιο, βλ. παρακάτω).

    Η εξαιρετική αντίδραση των κρατών μελών, υπό τον συντονισμό της Επιτροπής, συνέβαλε στην αναχαίτιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009. Εν μέρει χάρη στα μέτρα κρατικών ενισχύσεων, η κατάσταση στον χρηματοπιστωτικό κλάδο σταθεροποιήθηκε, με το βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 των μεγαλύτερων τραπεζών να υπερβαίνει το 10%. Επιπλέον, το 2009, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος σημείωσε εξαιρετικές επιδόσεις από πλευράς εσόδων και κερδών, με σταδιακή ανάκαμψη των τιμών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων. Ακόμη κι αν οι βελτιώσεις αυτές δεν έχουν γίνει αισθητές με τον ίδιο τρόπο σε όλη την Ευρώπη[27], αποτελούν καθησυχαστικό μήνυμα για τις αγορές, τα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

    Στις 2 Δεκεμβρίου 2009[28], το Συμβούλιο Ecofin τόνισε την ανάγκη για απεμπλοκή από τις διάφορες μορφές προσωρινής στήριξης στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Στα συμπεράσματα εκείνα τονιζόταν ιδιαίτερα ότι η σταδιακή κατάργηση των κρατικών ενισχύσεων θα έπρεπε να αρχίσει από τα καθεστώτα εγγυήσεων. Επ’ αυτού, η Επιτροπή παρουσίασε μια ανάλυση βάσει της οποίας δικαιολογείται η καθιέρωση ειδικών προϋποθέσεων για τα μέτρα εγγυήσεων μετά τις 30 Ιουνίου 2010[29]. Βασικό στοιχείο των αλλαγών αυτών αποτελεί ότι οι προμήθειες των εγγυήσεων πρέπει να καθορίζονται με βάση την πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα για την έξοδο από τα καθεστώτα εγγυήσεων σε συνεκτικό πλαίσιο και βάσει μιας συντονισμένης προσέγγισης από όλα τα κράτη μέλη, ώστε να διασφαλίζεται η πρόοδος που πραγματοποιήθηκε για την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Το Συμβούλιο Ecofin της 18ης Μαΐου 2010 εξέφρασε την ικανοποίησή του για την ανάλυση της Επιτροπής[30] και άρχισαν οι προσπάθειες για παρότρυνση των υγιών χρηματοπιστωτικών οργανισμών να μην προσφεύγουν πλέον σε κρατικές εγγυήσεις, πιέζοντας παράλληλα τους άλλους οργανισμούς να αξιολογήσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους. Υπό το φως της συζήτησης αυτής, η Επιτροπή εν συνεχεία ενέκρινε ή ανανέωσε την έγκριση καθεστώτων σε 14 κράτη μέλη, ενώ η Κύπρος, η Φινλανδία και η Σλοβακία επέλεξαν να καταργήσουν σταδιακά τα μέτρα εγγυήσεων που εφαρμόζουν.

    3.2. Συνολικός όγκος κρατικών ενισχύσεων που εγκρίθηκαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα

    Μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2008 και 1ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή έλαβε συνολικά περί τις 200 αποφάσεις που αφορούσαν μέτρα κρατικών ενισχύσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ[31]. Αποσκοπώντας στην άρση σοβαρής διαταραχής στις οικονομίες των κρατών μελών, με τις αποφάσεις αυτές ενέκρινε, τροποποίησε ή παρέτεινε την ισχύ 41 καθεστώτων, ενώ ατομικές αποφάσεις αφορούσαν την κατάσταση σε πάνω από 40 χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η χρηματοπιστωτική κρίση απαιτούσε εκτεταμένα μέτρα, και η Επιτροπή ενέκρινε κρατικές ενισχύσεις στον τομέα αυτό σε 22 κράτη μέλη· ελάχιστα ήταν τα κράτη μέλη (και συγκεκριμένα η Βουλγαρία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Μάλτα και η Ρουμανία) που δεν χορήγησαν ενισχύσεις στους χρηματοπιστωτικούς τους οργανισμούς.

    Το συγκεντρωτικό ποσό που αντιστοιχεί στα μέτρα τα οποία εγκρίθηκαν από την Επιτροπή από τις αρχές της κρίσης μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2010 (που περιλαμβάνει τόσο τα καθεστώτα όσο και τις παρεμβάσεις ad hoc ) ανέρχεται σε 4 588,90 δισ. EUR. Το συνολικό ποσό που εγκρίθηκε για καθεστώτα (3 478,96 δισ. EUR) ήταν σημαντικά υψηλότερο από αυτό που διατέθηκε σε μεμονωμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (1 109,94 δισ. EUR). Το μεγάλο ύψος των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν βάσει καθεστώτων μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη[32] θέσπισαν μεγάλα καθεστώτα γενικευμένων εγγυήσεων που κάλυπταν το σύνολο των τραπεζικών τους χρεών.

    Από τις ενισχύσεις που εξετάσθηκαν στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ο μεγαλύτερος όγκος που εγκρίθηκε αφορούσε εγγυήσεις· πρόκειται για καθεστώτα και παρεμβάσεις ad hoc που αντιστοιχούν σε 3 485,25 δισ. EUR ή 76% του μέγιστου όγκου. Τα εγκριθέντα ποσά για μέτρα ανακεφαλαιοποίησης ανέρχονται σε 546,08 δισ. EUR, ακολουθούμενα από παρεμβάσεις για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία με συνολικά εγκριθέντα ποσά ύψους 401,79 δισ. EUR. Ο μέγιστος όγκος των εγκριθέντων μέτρων που αφορούσαν ενίσχυση ρευστότητας ανέρχεται σε 155,77 δισ. EUR. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη κατέφυγαν κατά κύριο λόγο σε μέτρα εγγυήσεων που είχαν σταθεροποιητικό αποτέλεσμα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα χωρίς να επιβαρύνουν σημαντικά τα δημόσια οικονομικά, σε αντίθεση με περισσότερο παρεμβατικά μέσα, όπως ανακεφαλαιοποιήσεις ή "καθαρισμός" απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, σχεδόν το 70% του μέγιστου όγκου αφορά μόνο πέντε κράτη μέλη (το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, τη Δανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία[33]), με σημαντικές διαφορές στα ποσά που εγκρίθηκαν για κάθε κράτος[34].

    3.3. Πραγματική χρήση μέτρων κρατικής ενίσχυσης και ποσοστό απορρόφησης

    Το σύνολο των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009 αντιστοιχεί σε 351,7 δισ. EUR ή 2,98% του ΑΕΠ της ΕΕ-27

    Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν χρησιμοποίησαν πραγματικά όλες τις ενισχύσεις που εγκρίθηκαν από την έναρξη της κρίσης μέχρι το τέλος του 2009[35]. Το 2009, το ονομαστικό ποσό των ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη αντιστοιχούσε σε 1 106,56 δισ. EUR ή 9,3% του ΑΕΠ της ΕΕ-27 (727,38 δισ. EUR για καθεστώτα και 379,18 δισ. EUR για παρεμβάσεις ad hoc ), έναντι 1 236 δισ. EUR κατά το 2008[36]. Το ποσοστό απορρόφησης για το 2008 και το 2009 είναι 65% για τις εγγυήσεις και 62% για τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης. Τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας ακολουθούν ανάλογη τάση με 67%, ενώ το ποσοστό απορρόφησης για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία είναι 32%[37].

    Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις για τις δαπάνες κρατικών ενισχύσεων κατά το 2009[38], τα κράτη μέλη ανέφεραν ότι τα στοιχεία ενίσχυσης (ή το καθαρό ισοδύναμο επιχορήγησης[39]) που αντιστοιχούν στο παραπάνω ποσό ανέρχονται σε 351,7 δισ. EUR, ήτοι 2,98% του ΑΕΠ της ΕΕ-27[40]. Το μισό περίπου των συνολικών δαπανών για κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης αφορούσαν μέτρα ανακεφαλαιοποίησης (139,43 δισ. EUR), ακολουθούμενες από τις εγγυήσεις (128,15 δισ. EUR), τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία (75,27 δισ. EUR) και μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας (8,8 δισ. EUR).

    Από τα συγκεντρωτικά στοιχεία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη χορήγησαν περισσότερες κρατικές ενισχύσεις μέσω παρεμβάσεων ad hoc (240,4 δισ. EUR) παρά μέσω καθεστώτων (174,41 δισ. EUR).

    Για λεπτομερέστερη επισκόπηση των μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης που ενέκρινε η Επιτροπή κατά την περίοδο 2008 - 2010 και των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, βλ. κεφάλαιο 3 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που παρατίθεται στο παράρτημα.

    3.4. Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του προσωρινού πλαισίου

    Πλαίσιο και πεδίο εφαρμογής

    Στις 17 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε το προσωρινό πλαίσιο[41], ως μέσο αντίδρασης στον περιορισμό της πρόσβασης σε πιστώσεις που αντιμετώπισαν οι επιχειρήσεις συνεπεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το πλαίσιο αυτό εστιάζει, πρώτον, στη διατήρηση διαρκούς πρόσβασης των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση και, δεύτερον, στη δημιουργία προϋποθέσεων για βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη με την προώθηση των επενδύσεων. Επιπλέον, απλουστεύθηκαν οι κανόνες των ισχυουσών κατευθυντήριων γραμμών, π.χ. καθιερώθηκαν υψηλότερα ανώτατα όρια για τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων. Το προσωρινό πλαίσιο παρέχει δυνατότητες για στήριξη σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, αλλά αποκλείονται οι ενισχύσεις για την επίλυση προϋπαρχόντων διαρθρωτικών προβλημάτων και, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες πριν από την κρίση.

    Το προσωρινό πλαίσιο πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της γενικότερης απάντησης της Επιτροπής στην οικονομική κρίση που αποτελεί το ευρωπαϊκό σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας[42].

    Μέτρα που εγκρίθηκαν βάσει του προσωρινού πλαισίου

    Μεταξύ 17ης Δεκεμβρίου 2008 και 1ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή ενέκρινε 73 καθεστώτα ενισχύσεων[43] βάσει του προσωρινού πλαισίου και 4 μέτρα ενισχύσεων ad hoc , που αντιστοιχούν σε συνολικό πόσο εγκριθεισών ενισχύσεων 82,5 δισ. EUR (0,7% του ΑΕΠ της ΕΕ-27). Πρόκειται κυρίως για καθεστώτα ενισχύσεων μέχρι 500.000 δισ. EUR ανά επιχείρηση (23 καθεστώτα σε 23 κράτη μέλη), 18 μέτρα επιδοτούμενων εγγυήσεων (14 κράτη μέλη), 8 καθεστώτα για δάνεια με επιδοτούμενα επιτόκια (7 κράτη μέλη), 5 καθεστώτα που προσφέρουν δάνεια με μειωμένα επιτόκια σε επιχειρήσεις που επενδύουν στην παραγωγή πράσινων προϊόντων (5 κράτη μέλη), και 6 καθεστώτα για επιχειρηματικά κεφάλαια (5 κράτη μέλη). Επιπλέον, δώδεκα κράτη μέλη διευκόλυναν τις εξαγωγικές δραστηριότητες με 13 καθεστώτα εξαγωγικών πιστώσεων[44].

    Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν το 2009

    Το 2009, η Επιτροπή ενέκρινε μέτρα βάσει του προσωρινού πλαισίου που ανέρχονται συνολικά σε περίπου 81,3 δισ. EUR. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη και τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής για το προσωρινό πλαίσιο, τα στοιχεία ενίσχυσης όλων των μέτρων που εφάρμοσαν τα κράτη μέλη το 2009 υπολογίζονται συνολικά σε 2,2 δισ. EUR ή 0,018% του ΑΕΠ της ΕΕ-27. Τα κράτη μέλη φαίνεται ότι ήταν πολύ προσεκτικά στον καθορισμό του ύψους των κονδυλίων, με δεδομένη την αβεβαιότητα ως προς το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης, καθώς και την ανάγκη να στείλουν στις αγορές ένα σαφές μήνυμα ότι οι δημόσιες αρχές είναι διατεθειμένες να ανταποκριθούν στα ενδεχόμενα αιτήματα στήριξης, που αποδείχθηκε ότι ήταν σημαντικά λιγότερα από το αναμενόμενο. Επιπλέον, τα κράτη μέλη φαίνεται ότι εφάρμοσαν αυστηρά τους όρους χορήγησης ενισχύσεων, κυρίως ενόψει των δημοσιονομικών περιορισμών, πράγμα που θα μπορούσε να εξηγήσει την ύπαρξη μικρού αριθμού δικαιούχων.

    Σε σχέση με τις επιλογές που προσφέρει το προσωρινό πλαίσιο, τα περισσότερα κράτη μέλη προτίμησαν το μέσο των ενισχύσεων περιορισμένου ποσού, και εν συνεχεία τις επιδοτούμενες εγγυήσεις και τα δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο.

    Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. κεφάλαιο 3.4 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής στο παράρτημα.

    4. Απλοποίηση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις

    4.1. Νέο σύστημα για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων

    Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αξιολογεί το συμβιβάσιμο των μέτρων κρατικών ενισχύσεων με τη ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα μέτρα πριν από την εφαρμογή τους [45].

    Τον Ιούνιο του 2005, η Επιτροπή ανακοίνωσε με το Σχέδιο Δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις την πρόθεσή της να χρησιμοποιεί ευρύτερα την πολιτική κρατικών ενισχύσεων ως αποτελεσματικό εργαλείο για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Το σχέδιο αφορούσε την επανεξέταση σχεδόν όλων των κανόνων και διαδικασιών για τις κρατικές ενισχύσεις[46]. Το πρόγραμμα μεταρρύθμισης βασίζεται σε τέσσερις κατευθυντήριες αρχές:

    - λιγότερες και καλύτερα στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις·

    - εμπεριστατωμένη οικονομική προσέγγιση·

    - αποτελεσματικότερες διαδικασίες, βελτίωση της εκτέλεσης, της προβλεψιμότητας και της διαφάνειας·

    - κατανομή της ευθύνης μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

    Σε ορισμένες περιπτώσεις, ολόκληρες κατηγορίες ενισχύσεων θεωρήθηκε ότι δεν είναι πιθανό να έχουν αισθητές αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό σε επίπεδο Ένωσης, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, θεσπίστηκαν οι λεγόμενες "απαλλαγές κατά κατηγορία" και, συνεπώς, οι ενισχύσεις που πληρούν τα κριτήρια τα οποία προβλέπονται σ’ αυτές μπορούν να χορηγούνται χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή[47]. Μετά την έγκριση του καθεστώτος ενισχύσεων που κοινοποίησε, το κράτος μέλος μπορεί, κατά κανόνα, να προβαίνει στη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων χωρίς περαιτέρω κοινοποίηση στην Επιτροπή. Μόνον τα μεγάλα καθεστώτα ενισχύσεων που υπερβαίνουν ορισμένα όρια, καθώς και οι ενισχύσεις που χορηγούνται εκτός καθεστώτος[48], πρέπει να κοινοποιούνται μεμονωμένα.

    «Σύστημα σε τρία επίπεδα»: απαλλαγή κατά κατηγορία, πάγια αξιολόγηση και λεπτομερής αξιολόγηση

    Για να εξασφαλισθεί μια αποτελεσματική και ταχεία διαδικασία και λήψη αποφάσεων, το 2008 η Επιτροπή επέφερε ουσιαστικές τροποποιήσεις στο σύστημα ελέγχου στον οποίο υποβάλλει τις κρατικές ενισχύσεις. Προς τούτο, άσκησε στα διάφορα μέτρα ενίσχυσης έλεγχο σε επίπεδο αντίστοιχο με τη δυνητική τους επίδραση στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο. Το νέο σύστημα περιλαμβάνει τρία επίπεδα: την απαλλαγή κατά κατηγορία (και « de minimis »), την πάγια αξιολόγηση και τη λεπτομερή αξιολόγηση. Ενώ ο αριθμός των μέτρων απαλλαγής κατά κατηγορία αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η πλειονότητα των ατομικών περιπτώσεων ή καθεστώτων που εξακολουθούν να χρήζουν κοινοποίησης υπόκειται σε πάγια αξιολόγηση που εξασφαλίζει απλουστευμένη εξέταση. Το 2009, πραγματοποιήθηκε λεπτομερής αξιολόγηση μόνο σε 4 από τις 16 ενισχύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων και σε 9 από τις 30 περιπτώσεις ενισχύσεων E&A&K. Καμία λεπτομερής αξιολόγηση δεν έγινε για ενισχύσεις προστασίας του περιβάλλοντος, και μόνο για 1 από τις 59 περιπτώσεις περιφερειακών ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε άλλους οριζόντιους στόχους δεν αποτέλεσαν αντικείμενο λεπτομερούς αξιολόγησης.

    Η νέα απλοποιημένη διαδικασία και ο κώδικας βέλτιστων πρακτικών

    Για να απλοποιηθεί περισσότερο η διαδικασία κοινοποίησης των υποθέσεων που κρίνονται εκ προοιμίου συμβατές, τον Σεπτέμβριο του 2009, η Επιτροπή θέσπισε μια απλοποιημένη διαδικασία[49]. Με τη νέα αυτή διαδικασία, στόχος της Επιτροπής είναι εξασφαλίζει την έγκριση των προδήλως συμβατών ενισχύσεων μέσα σε σύντομη προθεσμία ενός μηνός, μόλις το οικείο κράτος μέλος προβεί σε πλήρη κοινοποίηση.

    Το άλλο τμήμα της δέσμης μέτρων απλούστευσης ήταν ο κώδικας βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων[50]. Βασίζεται σε από κοινού δέσμευση της Επιτροπής και των κρατών μελών να εφαρμόζουν απλουστευμένες και προβλέψιμες διαδικασίες σε κάθε στάδιο της έρευνας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να εκδίδει ταχύτερα τις αποφάσεις της για τις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων εντός του νόμιμου διαδικαστικού πλαισίου.

    4.2. Αξιολόγηση ατομικών περιπτώσεων που επικεντρώνεται σε μικρό αριθμό μεγάλων ενισχύσεων οι οποίες δύνανται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό

    Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα τις ενισχύσεις που τυγχάνουν απαλλαγής κατά κατηγορία, και ιδίως καθεστώτα που επιτρέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων σε μεμονωμένες επιχειρήσεις χωρίς να απαιτείται περαιτέρω κοινοποίηση στην Επιτροπή. Το 2009, τα 964 από τα νέα μέτρα[51] (δηλαδή 76%) έτυχαν απαλλαγής κατά κατηγορία, ενώ για 225 καθεστώτα (18%) και 86 ατομικές ενισχύσεις (6%) εκδόθηκε απόφαση της Επιτροπής. Αυτό σημαίνει ότι το 94% των ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, παρότι υπόκεινται στην πειθαρχία που διέπει τις κρατικές ενισχύσεις, χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη χωρίς να προηγηθεί ατομική αξιολόγηση της Επιτροπής όσον αφορά τον δικαιούχο. Όσον αφορά τον όγκο των ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν[52], οι ατομικές ενισχύσεις αντιπροσώπευαν μόνο το 12% του συνόλου των ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών (6,9 δισ. EUR), έναντι 69% (40,4 δισ. EUR) για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει καθεστώτων και 19% (10,8 δισ. EUR) για τις ενισχύσεις που τυγχάνουν απαλλαγής κατά κατηγορία.

    4.3. Σχεδόν το 19% των ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών τυγχάνει απαλλαγής κατά κατηγορία

    Οι ενισχύσεις που τυγχάνουν απαλλαγής κατά κατηγορία αυξήθηκαν το 2009 κατά περίπου 2 δισ. EUR και έφθασαν στα 10,8 δισ. EUR, δηλαδή στο 19% του συνόλου των ενισχύσεων υπέρ της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, έναντι 8,9 δισ. EUR (19%) το 2008 και 6,1 δισ. EUR (13%) το 2007. Το μεγαλύτερο μέρος από τις ενισχύσεις αυτές προοριζόταν για την περιφερειακή ανάπτυξη[53], ακολουθούμενες από τις ενισχύσεις προς τις ΜΜΕ, την κατάρτιση και την απασχόληση. Ορισμένα κράτη μέλη κατάργησαν προοδευτικά ορισμένες ενισχύσεις που χορηγούσαν προηγουμένως βάσει κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία και τις αντικατέστησαν με τα αντίστοιχα μέτρα που υπάγονται στον ΓΚΑΚ, διευρύνοντας συχνά το πεδίο εφαρμογής των μέτρων αυτών.

    5. Εφαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων

    Παράνομες ενισχύσεις

    Το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη όχι μόνο να κοινοποιούν τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή πριν από την εφαρμογή τους, αλλά και να περιμένουν το πόρισμα της έρευνας της Επιτροπής πριν από την εφαρμογή των κοινοποιηθέντων μέτρων. Αν δεν τηρηθεί μία από τις υποχρεώσεις αυτές, το μέτρο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται παράνομο.

    Κατά την περίοδο 2000-2009, η Επιτροπή έλαβε 910 αποφάσεις για παράνομες ενισχύσεις. Στο 22% περίπου των περιπτώσεων παράνομων ενισχύσεων[54], η Επιτροπή εξέδωσε αρνητική απόφαση λόγω ασυμβίβαστου μέτρου ενίσχυσης. Με την αρνητική αυτή απόφαση συνήθως διατάσσεται το οικείο κράτος μέλος να ανακτήσει τις παρανόμως καταβληθείσες ενισχύσεις. Σε 2%[55] περαιτέρω των περιπτώσεων παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή έλαβε απόφαση «υπό όρους». Αυτό το περίπου 24% ποσοστό παρέμβασης για παράνομες ενισχύσεις είναι σχεδόν δεκαπλάσιο από το ποσοστό αρνητικών και υπό όρους αποφάσεων σε περιπτώσεις που είχαν δεόντως κοινοποιηθεί. Πάνω από τις μισές παρεμβάσεις έγιναν στον τομέα της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, περίπου το ένα τέταρτο στον τομέα της γεωργίας και οι υπόλοιπες στον τομέα της αλιείας, των μεταφορών και του άνθρακα.

    Ανάκτηση ενισχύσεων

    Σημειώθηκε περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά την εκτέλεση εκκρεμών αποφάσεων ανάκτησης. Ο συνολικός αριθμός εκκρεμών υποθέσεων ανάκτησης μειώθηκε σε 54[56] (έναντι 94 στα τέλη του 2004). Τα ποσά που ανακτήθηκαν για τις παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις από το 2000 αυξήθηκαν περαιτέρω σε 12 δισ. EUR στις 30 Ιουνίου 2010[57]. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό των παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν μειώθηκε από 75% στα τέλη του 2004 σε περίπου 11% στις 30 Ιουνίου 2010.

    Επίσης, η Επιτροπή έλαβε ορισμένες αποφάσεις ανάκτησης στους τομείς της γεωργίας, της αλιείας και των μεταφορών.

    Εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων: συνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια

    Σε συνέχεια της ανακοίνωσης για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια[58], εντάθηκαν οι προσπάθειες ευαισθητοποίησης με τη δημοσίευση, για παράδειγμα, διαφόρων σχετικών πληροφοριών στον δικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού[59] και με την έκδοση ενός φυλλαδίου[60] όπου συγκεντρώνονται τα έγγραφα της ΕΕ που είναι πιο χρήσιμα στα δικαστήρια για την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στην καθημερινή τους πρακτική.

    Εκ των υστέρων παρακολούθηση

    Με την έναρξη ισχύος του ΓΚΑΚ όλο και περισσότερα μέτρα ενίσχυσης δεν υπόκεινται πλέον σε υποχρέωση κοινοποίησης. Με βάση το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού διενεργούνται δειγματοληπτικά εκ των υστέρων έλεγχοι. Από την ανάλυση των σχετικών αποτελεσμάτων προέκυψε ότι, γενικά, λειτουργεί ικανοποιητικά το τμήμα του ισχύοντος συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που καθιστά δυνατή την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων και επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα στο πλαίσιο του ΓΚΑΚ ή των κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: «Στοιχεία και αριθμοί για τις κρατικές ενισχύσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ»

    [pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic][pic]

    [1] http://www.eftasurv.int/information/sascoreboard/.

    [2] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών για μια οικονομία σε φάση ανάκαμψης, COM (2009) 545 της 14/10/2009 (http://ec.europa.eu/economy_finance/thematic_articles/article15994_en.htm).

    [3] Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικών ενισχύσεων με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Ενοποιημένο κείμενο ΕΕ C 83 της 07.04.2009, όπως τροποποιήθηκε περαιτέρω από την ΕΕ C 261 της 31.10.2009, σ. 2. και ΕΕ C 303 της 15.12.2009, σ.6.

    [4] Συνολικά καλύπτονται οι ενισχύσεις υπέρ του τομέα της μεταποίησης, των υπηρεσιών, του άνθρακα, της γεωργίας, της αλιείας και μέρους του τομέα των μεταφορών, αλλά αποκλείονται οι ενισχύσεις υπέρ του σιδηροδρομικού τομέα και οι ενισχύσεις για τη χορήγηση αντιστάθμισης στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, λόγω της έλλειψης συγκρίσιμων δεδομένων. Τα ποσά ενίσχυσης αντιστοιχούν στα στοιχεία κρατικής ενίσχυσης (ή το καθαρό ισοδύναμο επιχορήγησης για τις εγγυήσεις και τα δάνεια) που περιέχει κάθε μέτρο, εκτός αν αναφέρεται το αντίθετο (βλ. μεθοδολογικές παρατηρήσεις στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, που επισυνάπτεται στην παρούσα έκθεση).

    [5] Η ΕΕ-27 περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

    [6] Για πλήρη απεικόνιση των ενισχύσεων αντιμετώπισης της κρίσης, στο παρόν μέρος της έκθεσης χρησιμοποιείται ως περίοδος αναφοράς ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την έγκριση των εν λόγω μέτρων εκ μέρους της Επιτροπής με καταληκτική ημερομηνία την 1η Οκτωβρίου 2010.

    [7] Η ΕΕ-15 περιλαμβάνει τα κράτη μέλη που είχαν ενταχθεί στην ΕΕ πριν από το 2004.

    [8] Οι ενισχύσεις στη βιομηχανία άνθρακα, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο τομεακών ενισχύσεων, ανήλθαν σε 2,7 δισ. ευρώ ή 3,7% του συνόλου των ενισχύσεων.

    [9] Εξαιρούνται οι σιδηρόδρομοι.

    [10] Λόγω έλλειψης συγκρίσιμων δεδομένων, δεν περιλαμβάνονται σε κανένα από τα συνολικά ποσά.

    [11] Βλ. επίσης παράγραφο 2.3.5 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Στοιχεία και αριθμοί για τις κρατικές ενισχύσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ».

    [12] Εξαιρούνται τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης.

    [13] Πηγή: ΓΔ Ανταγωνισμού· στοιχεία ΑΕΠ: Eurostat.

    [14] Στην ΕΕ-12 περιλαμβάνονται τα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004 ή μεταγενέστερα.

    [15] Για την προώθηση των οριζόντων έναντι των τομεακών ενισχύσεων.

    [16] Εξαιρούνται τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης.

    [17] Βέλγιο, Τσεχική Δημοκρατία, Δανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Γαλλία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πορτογαλία και Σλοβακία.

    [18] Εάν λαμβάνονταν υπόψη τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, το ποσοστό των οριζόντιων ενισχύσεων θα μειωνόταν στο 13%.

    [19] Οι ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την εξοικονόμηση ενέργειας κατανέμονται σε δύο χωριστές κατηγορίες: η πρώτη συγκεντρώνει τις ενισχύσεις που έχουν άμεση θετική επίδραση στο περιβάλλον και η δεύτερη περιλαμβάνει μειώσεις ή απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία, οι δαπάνες ενισχύσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δείκτες για τη μέτρηση της θετικής επίδρασης στο περιβάλλον, εφόσον η επίδραση αυτή συνδέεται με τον φόρο και όχι με την απαλλαγή του φόρου. Για περισσότερα στοιχεία, βλ. πίνακα αποτελεσμάτων της άνοιξης 2008, COM (2008) 304 της 21.5.2008.

    [20] Βλ. πίνακα αποτελεσμάτων του φθινοπώρου 2009, COM (2009) 661 της 7.12.2009, σ. 5.

    [21] Βλ. πίνακα αποτελεσμάτων του φθινοπώρου 2008, COM (2008) 751 της 17.11.2008, σ. 30.

    [22] Οι ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης μειώθηκαν, και ως εκ τούτου δεν συμβάλλουν στην συνολική αύξηση των τομεακών ενισχύσεων.

    [23] Στα ποσοστά αυτά δεν περιλαμβάνονται τα μέτρα που αφορούν οριζόντιους στόχους και τα οποία προορίζονται για τους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών.

    [24] Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2-17), όπως τροποποιήθηκαν (ΕΕ C 156 της 9.7.2009, σ. 3).

    [25] Από τον Οκτώβριο του 2008 η Επιτροπή έχει εκδώσει τέσσερις ανακοινώσεις: 1) Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8-14· 2) Ανακοίνωση της Επιτροπής — H ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, ΕΕ C 10 της 15.1.2009, σ. 2-10· 3) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα, ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1-22· και 4) Ανακοίνωση της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ΕΕ C 195 της 19.8.2009,σ. 9-20. Η τελευταία έχει εφαρμογή μέχρι τα τέλη του 2010.

    [26] Για λεπτομερέστερη ανάλυση των βασικών εννοιών που περιέχονται σ' αυτές τις ανακοινώσεις, καθώς και για πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση του πλαισίου της κρίσης, βλ. προηγούμενους πίνακες αποτελεσμάτων, και συγκεκριμένα τον πίνακα αποτελεσμάτων του φθινοπώρου του 2008, την ειδική έκδοση της άνοιξης του 2009, τον πίνακα αποτελεσμάτων του φθινοπώρου του 2009 και την ειδική έκδοση της άνοιξης του 2010. Βλ. επίσης έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού του 2009, COM(2010)282 τελικό, 3.6.2010, σ. 4-11.

    [27] Ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να δημιουργούν ακόμη ανησυχίες ως προς τη ρευστότητα, λόγω συνεχιζόμενων αναδιαρθρώσεων και αβεβαιοτήτων στις αγορές.

    [28] Βλ. 2981η σύνοδο του Συμβουλίου - Οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα, Βρυξέλλες, 2 Δεκεμβρίου 2009, 16838/09 (Ανακοινωθέν τύπου 352): http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ecofin/111706.pdf.

    [29] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων στα καθεστώτα δημοσίων εγγυήσεων για την κάλυψη τραπεζικών χρεών που θα εκδοθούν μετά τις 30 Ιουνίου 2010, http://ec.europa.eu/competition/state_aid/studies_reports/phase_out_bank_guarantees.pdf.

    [30] Βλ. 3015η σύνοδο του Συμβουλίου - Οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα, Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2010, http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/ecofin/114495.pdf.

    [31] Για να ληφθούν υπόψη οι τελευταίες εξελίξεις, η περίοδος αναφοράς για τα εγκριθέντα ποσά και τις αποφάσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι από την 1η Οκτωβρίου 2008 μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2010. Τυχόν διαφορές με άλλα έγγραφα της Επιτροπής που αναλύουν τα εγκριθέντα ποσά ενισχύσεων ως εγγυήσεις μπορεί να οφείλονται στις διαφορετικές ημερομηνίες αναφοράς.

    [32] Καθεστώτα γενικευμένων εγγυήσεων εγκρίθηκαν στη Δανία και την Ιρλανδία.

    [33] Ορισμένα από αυτά τα κράτη μέλη έχουν τα υψηλότερα επίπεδα ΑΕΠ στην ΕΕ-27.

    [34] Για παράδειγμα, το ανώτατο ποσό που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 850 δισ. ευρώ, έναντι 1,74 δισ. ευρώ για τη Λιθουανία.

    [35] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διάκριση μεταξύ εγκριθέντων ποσών, πραγματικά χρησιμοποιηθέντων ποσών και στοιχείων ενίσχυσης, βλ. κεφάλαιο 3 και μεθοδολογικές σημειώσεις που περιέχονται στο έγγραφο εργασίας της Επιτροπής στο παράρτημα.

    [36] Σημειωτέον ότι τα αριθμητικά στοιχεία για την πραγματική χρησιμοποίηση και τα στοιχεία ενίσχυσης το 2008 διαφέρουν από εκείνα που περιέχονται στον πίνακα αποτελεσμάτων του φθινοπώρου του 2010, λόγω προσαρμογής των στοιχείων που έγινε από τα κράτη μέλη (ή πρότεινε η Επιτροπή), όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Δανίας, όπου τα στοιχεία για το καθεστώς ενισχύσεων NN51/2008 είχαν περιληφθεί στο έτος 2008.

    [37] Το ποσοστό απορρόφησης αντιστοιχεί στην πραγματική χρησιμοποίηση των κρατικών ενισχύσεων, από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009, σε σχέση με το συνολικό ποσό που εγκρίθηκε για το διάστημα αυτό. Στο παρόν στάδιο, το ποσοστό απορρόφησης δεν μπορεί να υπολογισθεί για το 2010, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει αριθμητικά στοιχεία για την πραγματική χρησιμοποίηση όσον αφορά το 2010. Οι αριθμοί αυτοί θα κοινοποιηθούν από τα κράτη μέλη για τη χρήση που αφορά τον πίνακα αποτελεσμάτων του 2011.

    [38] Ελλείψει δεδομένων για τις πραγματικές δαπάνες και/ή εκτιμήσεων από τα κράτη μέλη, σε ορισμένες περιπτώσεις ζητήθηκε από τα τελευταία να επιβεβαιώσουν τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής. Για τις συγκεκριμένες μεθόδους εκτίμησης που εφαρμόστηκαν, βλ. μεθοδολογικές σημειώσεις.

    [39] Οικονομικό πλεονέκτημα κατά τη χορήγηση ενίσχυσης, για παράδειγμα, υπό μορφή εγγύησης ή δανείου.

    [40] Τα δεδομένα για τα στοιχεία ενίσχυσης εξάγονται από τις ετήσιες εκθέσεις των κρατών μελών για τις κρατικές ενισχύσεις. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διάκριση μεταξύ πραγματικής χρησιμοποίησης και στοιχείων ενίσχυσης, τον ακριβή προσδιορισμό του στοιχείου ενίσχυσης για κάθε μέσο ενίσχυσης (εγγυήσεις, ανακεφαλαιοποιήσεις και απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία) όσον αφορά τις περιπτώσεις που σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική κρίση, βλ. μεθοδολογικές σημειώσεις του πίνακα αποτελεσμάτων.

    [41] Ενοποιημένο κείμενο της ανακοίνωσης της Επιτροπής – Προσωρινό Πλαίσιο, ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε, ΕΕ C 261 της 31.10.2009, σ. 1, και ΕΕ C 303 της 15.12.2009, σ. 6.

    [42] Εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 2008.

    [43] Περιλαμβάνονται μόνο τα μέτρα που αφορούν ενισχύσεις στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες.

    [44] Βάσει 12 καθεστώτων χορηγήθηκαν ενισχύσεις ύψους μέχρι 15.000 ευρώ σε γεωργικούς παραγωγούς.

    [45] Άρθρο 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης· λεπτομερείς διατάξεις στον κανονισμό του Συμβουλίου αριθ. 659/1999 της 22ας Μαρτίου 1999 (ΕΕ L83/1, της 27.3.1999, σ. 1-9).

    [46] Βλ. πίνακα 2 στο παράρτημα του παρόντος κειμένου «Στοιχεία και αριθμοί για τις κρατικές ενισχύσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ».

    [47] Στην παρούσα έκθεση, οι ενισχύσεις που απαλλάσσονται κατά κατηγορία περιλαμβάνουν τις ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία των οποίων η ισχύς έχει λήξει και έχουν αντικατασταθεί από ενοποιημένο κείμενο, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ' εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία ή ΓΚΑΚ), (ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3). Επιπλέον, τα μέτρα που είναι σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312 της 28.11.2005, σ. 67), και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1), απαλλάσσονται επίσης από την υποχρέωση κοινοποίησης.

    [48] Γνωστές και ως ενισχύσεις ' ad hoc '.

    [49] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων, ΕΕ C136 της 16.06.2009, σ. 3-12.

    [50] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κώδικα βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ C 136 της 16.6.2009, σ. 13).

    [51] Εξαιρούνται τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης.

    [52] Εξαιρούνται τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης.

    [53] Από την προσθήκη αυτού του στόχου το 2007 στις απαλλαγές κατά κατηγορία.

    [54] 197 υποθέσεις.

    [55] 19 υποθέσεις.

    [56] Η υπό εξέταση περίοδος περιλαμβάνει και το πρώτο εξάμηνο του 2010.

    [57] Η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την ανάκτηση ενισχύσεων συγκεντρωτικά και σε εξαμηνιαία βάση.

    [58] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια, ΕΕ C 85 της 9.4.2009, σ. 1.

    [59] http://ec.europa.eu/competition/court/state_aid.html.

    [60] http://ec.europa.eu/competition/publications/state_aid/national_courts_booklet_en.pdf .

    Top