This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52009XC0616(02)
Code of Best Practice for the conduct of State aid control procedures
Κώδικας βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων
Κώδικας βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων
ΕΕ C 136 της 16.6.2009, p. 13–20
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
16.6.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 136/13 |
Κώδικας βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων
2009/C 136/04
1. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
1. |
Το 2005, η Επιτροπή ενέκρινε το Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις: Λιγότερες και καλύτερα στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις: οδικός χάρτης για τη μεταρρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων 2005-2009(ΣΔΚΕ) (1) για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας, της αξιοπιστίας και της προβλεψιμότητας του καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με την συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με βάση την αρχή των «λιγότερων και καλύτερα στοχευμένων κρατικών ενισχύσεων», κεντρικός στόχος του ΣΔΚΕ είναι να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να μειώσουν τα συνολικά επίπεδα ενίσχυσης και, παράλληλα, να διοχετεύσουν κρατικούς πόρους σε οριζόντιους στόχους κοινού ενδιαφέροντος. Για τη στήριξη του στόχου αυτού, το ΣΔΚΕ ζητά αποτελεσματικότερες, απλούστερες και προβλέψιμες διαδικασίες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. |
2. |
Η Επιτροπή επιθυμεί να επαναλάβει τη δέσμευση αυτή εκδίδοντας τον παρόντα κώδικα βέλτιστων πρακτικών ώστε να καταστούν οι διαδικασίες όσο το δυνατόν παραγωγικότερες και αποδοτικότερες για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο παρών κώδικας βασίζεται στην πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης (2) και σε εσωτερικές μελέτες της Επιτροπής όσον αφορά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας για τις κρατικές ενισχύσεις, την διεκπεραίωση των καταγγελιών και τα μέσα συγκέντρωσης πληροφοριών. Πρωταρχικός στόχος του παρόντος κώδικα είναι η παροχή καθοδήγησης για την καθημερινή διεξαγωγή των διαδικασιών κρατικών ενισχύσεων, καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτόν ένα πνεύμα καλύτερης συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής, των αρχών των κρατών μελών και των νομικών και επιχειρηματικών κύκλων. |
3. |
Η επιτυχής βελτίωση των διαδικασιών για τις κρατικές ενισχύσεις απαιτεί πειθαρχία και των δύο πλευρών και αμοιβαίες δεσμεύσεις τόσο από πλευράς Επιτροπής όσο και από πλευράς κρατών μελών. Μολονότι η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις συνέπειες της έλλειψης συνεργασίας από πλευράς κρατών μελών και ενδιαφερόμενων μερών, θα καταβάλει προσπάθειες για να βελτιώσει τον τρόπο διεξαγωγής των ερευνών της και την εσωτερική της διαδικασία λήψεως αποφάσεων, προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια, προβλεψιμότητα και αποδοτικότητα στις διαδικασίες για τις κρατικές ενισχύσεις. |
4. |
Ακολουθώντας την σύγχρονη αρχιτεκτονική των κρατικών ενισχύσεων, ο παρών κώδικας αποτελεί το τελευταίο τμήμα μιας δέσμης μέτρων απλούστευσης που περιλαμβάνει την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων (3) και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (4) και συμβάλλει σε προβλεψιμότερες και διαφανέστερες διαδικασίες. |
5. |
Οι ιδιαιτερότητες κάθε μεμονωμένης υπόθεσης, ωστόσο, μπορεί να απαιτήσουν την προσαρμογή του κώδικα ή την απόκλιση από αυτόν (5). |
6. |
Οι ιδιαιτερότητες του τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και των δραστηριοτήτων στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, της εμπορίας ή της μεταποίησης γεωργικών προϊόντων μπορεί επίσης να δικαιολογούν απόκλιση από τον κώδικα. |
2. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
7. |
Ο παρών κώδικας δεν προορίζεται να παράσχει πλήρη ή διεξοδική περιγραφή των νομοθετικών, ερμηνευτικών και διοικητικών μέτρων που διέπουν τον κοινοτικό έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με τους βασικούς κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες για τις κρατικές ενισχύσεις και ως συμπλήρωμα αυτών. |
8. |
Ο κώδικας, συνεπώς, δεν δημιουργεί ούτε τροποποιεί δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής της 21ης Απριλίου 2004 (6) σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, όπως έχουν ερμηνευθεί από την νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων. |
9. |
Ο παρών κώδικας περιγράφει καθημερινές βέλτιστες πρακτικές που συμβάλλουν σε ταχύτερες, διαφανέστερες και προβλεψιμότερες διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων σε κάθε στάδιο της έρευνας για μια κοινοποιηθείσα ή μη ενίσχυση ή για μια καταγγελία. |
3. ΕΠΑΦΕΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
10. |
Από την πείρα της Επιτροπής αποδεικνύεται ότι οι επαφές που προηγούνται της κοινοποίησης έχουν προστιθέμενη αξία, ακόμη και σε φαινομενικά συνήθεις υποθέσεις. Οι επαφές αυτές παρέχουν στις υπηρεσίες της Επιτροπής και στο κοινοποιούν κράτος μέλος τη δυνατότητα να συζητήσουν άτυπα και εμπιστευτικά τις νομικές και οικονομικές πτυχές μιας προτεινόμενης ενίσχυσης πριν την κοινοποίησή της και, με τον τρόπο αυτόν, βελτιώνουν την ποιότητα και την πληρότητα των κοινοποιήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος μέλος και οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν από κοινού να καταρτίσουν εποικοδομητικές προτάσεις για την διόρθωση των προβληματικών πτυχών ενός προγραμματιζόμενου μέτρου. Το στάδιο αυτό, συνεπώς, προλειαίνει το έδαφος για την ταχύτερη διεκπεραίωση των κοινοποιήσεων από τη στιγμή που υποβληθούν στην Επιτροπή. Η επιτυχής διεξαγωγή επαφών προ της κοινοποίησης πρέπει να επιτρέψει στην Επιτροπή να εκδίδει αποφάσεις βάσει του άρθρου 4 παράγραφοι 2, 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης (7). |
11. |
Συνιστάται ιδιαιτέρως η διεξαγωγή επαφών προ της κοινοποίησης σε υποθέσεις που παρουσιάζουν νέα στοιχεία ή ιδιαιτερότητες που δικαιολογούν άτυπες εκ των προτέρων συζητήσεις με τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Ωστόσο θα παρέχεται ανεπίσημα καθοδήγηση όποτε το ζητήσει ένα κράτος μέλος. |
3.1. Περιεχόμενο
12. |
Το προ της κοινοποίησης στάδιο προσφέρει τη δυνατότητα συζήτησης και παροχής καθοδήγησης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όσον αφορά το εύρος των πληροφοριών που πρέπει να υποβληθούν μέσω του εντύπου κοινοποίησης ώστε να εξασφαλισθεί η πληρότητά του ήδη από την ημερομηνία της κοινοποίησης. Όταν το στάδιο αυτό είναι καρποφόρο, επιτρέπει και τη διεξαγωγή ανοικτών και εποικοδομητικών συζητήσεων για οποιοδήποτε θέμα ανακύπτει από ένα προγραμματιζόμενο μέτρο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σχέδια που δεν μπορούν να γίνουν δεκτά με την αρχική τους μορφή και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποσυρθούν ή να υποστούν σημαντικές τροποποιήσεις. Το στάδιο αυτό μπορεί επίσης να περιλαμβάνει ανάλυση της ύπαρξης άλλων νομικών βάσεων ή τον εντοπισμό σχετικών προηγούμενων υποθέσεων. Επιπλέον, ένα επιτυχές στάδιο επαφών προ της κοινοποίησης θα επιτρέπει στις υπηρεσίες της Επιτροπής και στο κράτος μέλος να επιλύουν βασικά προβλήματα ανταγωνισμού, να διεξάγουν οικονομική ανάλυση και, κατά περίπτωση, να προσφεύγουν στην απαιτούμενη εξωτερική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η συμβατότητα ενός προγραμματιζόμενου σχεδίου με την κοινή αγορά. Κατά το προ της κοινοποίησης στάδιο, το κοινοποιούν κράτος μέλος δύναται επίσης να ζητήσει από τις υπηρεσίες της Επιτροπής απαλλαγή από την υποχρέωση παροχής ορισμένων από τις πληροφορίες που προβλέπονται στο έντυπο κοινοποίησης, οι οποίες δεν είναι απαραίτητες για την εξέταση της υπόθεσης υπό τις δεδομένες συνθήκες. Τέλος, η προ της κοινοποίησης φάση είναι αποφασιστικής σημασίας προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια υπόθεση πληροί εκ πρώτης όψεως τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην απλοποιημένη διαδικασία (8). |
3.2. Έκταση και χρονικό πλαίσιο
13. |
Προκειμένου να είναι εποικοδομητικό και αποδοτικό το προ της κοινοποίησης στάδιο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει συμφέρον να παράσχει στην Επιτροπή τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση ενός προγραμματιζόμενου σχεδίου κρατικών ενισχύσεων, με βάση ένα προσωρινό έντυπο. κοινοποίησης. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία διεκπεραίωση της υπόθεσης, θα προτιμώνται επαφές υπό μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή τηλεφωνικών διασκέψεων αντί συσκέψεων. Κανονικά, εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή του προσωρινού εντύπου κοινοποίησης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής οργανώνουν μία πρώτη, προ της κοινοποίησης, επαφή. |
14. |
Κατά γενικό κανόνα, οι προ της κοινοποίησης επαφές δεν πρέπει να διαρκούν περισσότερο από 2 μήνες, ενώ πρέπει να ακολουθούνται από πλήρη κοινοποίηση. Σε περίπτωση που οι επαφές αυτές δεν αποφέρουν τους επιθυμητούς καρπούς, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δύνανται να τερματίσουν το προ της κοινοποίησης στάδιο. Ωστόσο, λόγω του ότι το χρονικό πλαίσιο και η μορφή των προ της κοινοποίησης επαφών εξαρτώνται από την πολυπλοκότητα της εκάστοτε υπόθεσης, οι επαφές αυτές μπορούν να διαρκέσουν περισσότερους μήνες. Η Επιτροπή, συνεπώς, συνιστά σε ιδιαίτερα περίπλοκες υποθέσεις (π.χ. ενισχύσεις διάσωσης, μεγάλες ενισχύσεις έρευνας και ανάπτυξης, μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις ή ιδιαίτερα μεγάλα ή σύνθετα καθεστώτα ενίσχυσης) να δρομολογούν τα κράτη μέλη επαφές προ της κοινοποίησης το συντομότερο δυνατό ούτως ώστε να μπορούν να διεξαχθούν συζητήσεις επί της ουσίας. |
15. |
Σύμφωνα με την πείρα που έχει αποκτήσει η Επιτροπή, η συμμετοχή του δικαιούχου της ενίσχυσης στις προ της κοινοποίησης επαφές είναι πολύ χρήσιμη, ιδίως για υποθέσεις με σοβαρές τεχνικές, οικονομικές και απορρέουσες από το σχέδιο συνέπειες. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή συνιστά να συμμετέχουν στις προ της κοινοποίησης επαφές οι δικαιούχοι μεμονωμένων ενισχύσεων. |
16. |
Εκτός από τις ιδιαίτερα ασυνήθιστες ή περίπλοκες υποθέσεις, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα καταβάλλουν προσπάθεια να παρέχουν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ανεπίσημη προκαταρκτική αξιολόγηση του σχεδίου στο τέλος του προ της κοινοποίησης σταδίου. Η εν λόγω μη δεσμευτική αξιολόγηση δεν θα αποτελεί την επίσημη θέση της Επιτροπής, αλλά ανεπίσημη καθοδήγηση από μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την πληρότητα του σχεδίου κοινοποίησης και την εκ πρώτης όψεως συμβατότητα του σχεδίου ενίσχυσης με την κοινή αγορά. Σε ιδιαίτερα περίπλοκες υποθέσεις, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν επίσης να παρέχουν γραπτή καθοδήγηση, κατόπιν αιτήσεως του κράτους μέλους, όσον αφορά τις πληροφορίες που δεν έχουν ακόμη παρασχεθεί. |
17. |
Οι προ της κοινοποίησης επαφές πραγματοποιούνται με αυστηρή εχεμύθεια. Οι συζητήσεις έχουν προαιρετικό χαρακτήρα και δεν προδικάζουν την μεταχείριση και τη διερεύνηση της υπόθεσης μετά την επίσημη κοινοποίηση. |
18. |
Προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα των κοινοποιήσεων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προσπαθούν να ανταποκριθούν σε αιτήματα επιμόρφωσης που υποβάλλουν τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα διατηρεί επίσης τακτικές επαφές με τα κράτη μέλη ώστε να συζητούνται περαιτέρω βελτιώσεις της διαδικασίας για τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως όσον αφορά την έκταση και το περιεχόμενο των εντύπων κοινοποίησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται. |
4. ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
19. |
Στην περίπτωση ιδιαίτερα ασυνήθιστων, τεχνικά περίπλοκων ή κατ’ άλλον τρόπο ευαίσθητων υποθέσεων, ή υποθέσεων που πρέπει να εξετασθούν κατεπειγόντως, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα παρέχουν στο κοινοποιούν κράτος μέλος τη δυνατότητα αμοιβαία συμφωνημένου προγραμματισμού για την αύξηση της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας της πιθανής διάρκειας μιας έρευνας που αφορά κρατικές ενισχύσεις. |
4.1. Περιεχόμενο
20. |
Ο αμοιβαία συμφωνημένος προγραμματισμός είναι μια μορφή δομημένης συνεργασίας μεταξύ του κράτους μέλους και των υπηρεσιών της Επιτροπής, που βασίζεται σε κοινό προγραμματισμό και θεώρηση ως προς την πιθανή πορεία της έρευνας και του προβλεπόμενου χρονικού πλαισίου. |
21. |
Στο πλαίσιο αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής και το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορούν ιδίως να συμφωνήσουν ως προς τα εξής:
|
22. |
Σε αντάλλαγμα των προσπαθειών του κράτους μέλους για την έγκαιρη παροχή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και όπως ορίσθηκε στο πλαίσιο του αμοιβαία συμφωνημένου προγραμματισμού, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να τηρούν το αμοιβαία συμφωνηθέν χρονικό πλαίσιο για την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, εκτός εάν οι πληροφορίες που διεβίβασε το κράτος μέλος ή οι ενδιαφερόμενοι θίγουν θέματα που δεν είχαν προβλεφθεί. |
4.2. Έκταση και χρονικό πλαίσιο
23. |
Ο αμοιβαία συμφωνημένος προγραμματισμός κατ’ αρχήν επιφυλάσσεται για περιπτώσεις που είναι τόσο ασυνήθιστες, τεχνικά περίπλοκες ή κατ’ άλλον τρόπο ευαίσθητες ώστε καθίσταται αδύνατη μια σαφής προκαταρκτική αξιολόγηση της υπόθεσης από τις υπηρεσίες της Επιτροπής στο τέλος του προ της κοινοποίησης σταδίου. Στις περιπτώσεις αυτές, θα γίνεται αμοιβαία συμφωνημένος προγραμματισμός στο τέλος του προ της κοινοποίησης σταδίου και θα ακολουθεί επίσημη κοινοποίηση. |
24. |
Ωστόσο, οι υπηρεσίες της Επιτροπής και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν επίσης να συμφωνήσουν, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, αμοιβαία συμφωνημένο προγραμματισμό για την περαιτέρω διεκπεραίωση της υπόθεσης κατά την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας. |
5. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΝΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
5.1. Αιτήσεις παροχής πληροφοριών
25. |
Προκειμένου να διευκολύνουν την εξέλιξη της διαδικασίας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προσπαθούν να ομαδοποιούν τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατ’ αρχήν, συνεπώς, θα υπάρχει μόνον μια διεξοδική αίτηση παροχής πληροφοριών, που κατά κανόνα θα πρέπει να αποστέλλεται εντός 4-6 εβδομάδων μετά την ημερομηνία της κοινοποίησης. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον αμοιβαία συμφωνημένο προγραμματισμό, η προ της κοινοποίησης φάση θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να υποβάλουν πλήρη κοινοποίηση ελαττώνοντας με τον τρόπο αυτόν την ανάγκη για επιπρόσθετες πληροφορίες. Ωστόσο, η Επιτροπή δύναται ακολούθως να θέσει ερωτήματα ιδίως για σημεία που θίγονται στις απαντήσεις των κρατών μελών, μολονότι αυτό δεν πρέπει να θεωρείται αναγκαστικά ως ένδειξη ότι η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην αξιολόγηση της υπόθεσης. |
26. |
Σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της ταχθείσας προθεσμίας και μετά από μία υπενθύμιση, θα εφαρμόζεται κατά κανόνα το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, το δε κράτος μέλος θα ενημερώνεται ότι η κοινοποίηση θα θεωρηθεί ότι έχει αποσυρθεί. Οι επίσημες διαδικασίες έρευνας θα κινούνται κατά κανόνα εφόσον πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και, εν γένει, μετά από δύο γύρους υποβολής ερωτήσεων το πολύ. |
5.2. Συμφωνία αναστολής της προκαταρκτικής έρευνας
27. |
Υπό ορισμένες συνθήκες, η διεξαγωγή της προκαταρκτικής έρευνας μπορεί να ανασταλεί είτε όταν το κράτος μέλος το ζητήσει προκειμένου να τροποποιήσει το σχέδιό του και να το προσαρμόσει στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, είτε με κοινή συμφωνία. Αναστολή δύναται να χορηγηθεί μόνον για προσυμφωνηθείσα περίοδο. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν υποβάλει πλήρες και εκ πρώτης όψεως συμβατό σχέδιο στο τέλος της περιόδου αναστολής, η Επιτροπή θα συνεχίσει τη διεξαγωγή της διαδικασίας από το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει. Το κράτος μέλος θα ενημερώνεται κατά κανόνα ότι η κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί ή ότι κινήθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας λόγω σοβαρών αμφιβολιών. |
5.3. Επαφές όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση
28. |
Κατόπιν δικού τους αιτήματος, τα κράτη μέλη θα ενημερώνονται επίσης και για την τρέχουσα κατάσταση μιας υπό εξέλιξη προκαταρκτικής έρευνας. Τα κράτη μελή καλούνται να μεριμνούν για τη συμμετοχή του δικαιούχου μιας μεμονωμένης ενίσχυσης στις επαφές αυτές. |
6. ΕΠΙΣΗΜΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
29. |
Λόγω του εν γένει περίπλοκου χαρακτήρα των υποθέσεων για τις οποίες κινείται η επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή έχει δεσμευθεί να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στη βελτίωση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της αποδοτικότητας του σταδίου αυτού, ώστε να συμβάλει σε μια συνετή διαδικασία λήψεως αποφάσεων ανταποκρινόμενη στις σύγχρονες επιχειρηματικές ανάγκες. Η Επιτροπή, συνεπώς, θα εκσυγχρονίσει τον τρόπο διεξαγωγής των επίσημων ερευνών χρησιμοποιώντας αποδοτικά όλα τα διαδικαστικά μέσα που της παρέχει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999. |
6.1. Δημοσίευση της απόφασης και περίληψη
30. |
Όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν ζητεί την διαγραφή εμπιστευτικών πληροφοριών, η Επιτροπή θα προσπαθεί να δημοσιεύει την απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, περιλαμβανομένων των περιλήψεων, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της σχετικής απόφασης. |
31. |
Σε περίπτωση διαφωνίας για θέματα εμπιστευτικών πληροφοριών, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που αναφέρονται στην ανακοίνωσή της, τής 1ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο στις αποφάσεις για τις κρατικές ενισχύσεις (11) και θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να δημοσιευθεί η απόφασή της το συντομότερο δυνατόν μετά την έκδοσή της. Το ίδιο θα ισχύει και για τη δημοσίευση όλων των οριστικών αποφάσεών της. |
32. |
Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια της διαδικασίας, το κράτος μέλος, ο δικαιούχος και άλλοι ενδιαφερόμενοι (ιδίως δε οι δυνητικοί καταγγέλλοντες) θα ενημερώνονται σχετικά με όλες τις καθυστερήσεις που προκαλούνται από διαφωνίες για θέματα εμπιστευτικών πληροφοριών. |
6.2. Παρατηρήσεις ενδιαφερομένων μερών
33. |
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, τα ενδιαφερόμενα μέρη υποβάλλουν παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει κανονικά τον ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Η προθεσμία αυτή, κανονικά, δεν επιδέχεται παράταση και, ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατά κανόνα δεν θα δέχονται καμία καθυστερημένη υποβολή πληροφοριών από ενδιαφερόμενους περιλαμβανομένου του δικαιούχου της ενίσχυσης (12). Παράταση επιτρέπεται μόνον σε εξαιρετικές δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όπως η υποβολή ιδιαιτέρως μεγάλου όγκου στοιχείων ή μετά από επικοινωνία μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου μέρους. |
34. |
Προκειμένου να βελτιωθεί η βάση τεκμηρίωσης για την διερεύνηση ιδιαίτερα περίπλοκων υποθέσεων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δύνανται να στείλουν αντίγραφο της απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας σε συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων εμπορικών ή επιχειρηματικών ενώσεων, και να τα καλέσουν να σχολιάσουν συγκεκριμένες πτυχές της υπόθεσης (13). Η συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών στο πλαίσιο αυτό είναι απολύτως προαιρετική. Εάν όμως ένα ενδιαφερόμενο μέρος αποφασίσει να υποβάλει παρατηρήσεις, είναι προς το συμφέρον του να το πράξει εγκαίρως ούτως ώστε η Επιτροπή να μπορεί να τις λάβει υπόψη. Επομένως, η Επιτροπή θα καλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ενός μηνός από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου της απόφασης. Η Επιτροπή δεν θα περιμένει πέρα από το χρονικό αυτό όριο για την υποβολή των παρατηρήσεων αυτών. Προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ενδιαφερομένων μερών, η Επιτροπή θα αποστέλλει την ίδια πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων και στον δικαιούχο της ενίσχυσης. Προκειμένου να γίνει σεβαστό το δικαίωμα υπεράσπισης των κρατών μελών, η Επιτροπή θα αποστέλλει στο κράτος μέλος μη εμπιστευτική εκδοχή των παρατηρήσεων που έχει λάβει από τα ενδιαφερόμενα μέρη και θα καλεί το κράτος μέλος να απαντήσει εντός ενός μηνός. |
35. |
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαβίβαση όλων των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων μερών στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το ταχύτερο δυνατόν, τα κράτη μέλη θα καλούνται να δεχθούν, στο μέτρο του δυνατού, την διαβίβαση των παρατηρήσεων αυτών στην γλώσσα του πρωτοτύπου. Εάν ένα κράτος μέλος το επιθυμεί, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα παρέχουν μετάφραση, πράγμα το οποίο ενδέχεται να έχει συνέπειες από άποψη ταχύτητας διεκπεραίωσης. |
36. |
Τα κράτη μέλη θα ενημερώνονται επίσης ως προς την έλλειψη παρατηρήσεων από ενδιαφερόμενα μέρη. |
6.3. Παρατηρήσεις των κρατών μελών
37. |
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η έγκαιρη ολοκλήρωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή θα εφαρμόζει αυστηρά όλες τις προθεσμίες που ισχύουν για το στάδιο αυτό βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Εάν ένα κράτος μέλος δεν υποβάλλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και σχετικά με τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών εντός της προθεσμίας του ενός μηνός που καθορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αποστέλλουν αμέσως υπενθύμιση με την οποία θα χορηγείται στο εν λόγω κράτος μέλος παράταση της προθεσμίας κατά ένα μήνα και θα ενημερώνεται το κράτος μέλος ότι δεν πρόκειται να λάβει άλλη παράταση, πλην εξαιρετικών περιστάσεων. Σε περίπτωση που το εν λόγω κράτος μέλος δεν απαντήσει ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα λάβει απόφαση βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 και το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. |
38. |
Σε περίπτωση παράνομων ενισχύσεων και ελλείψει παρατηρήσεων από πλευράς του κράτους μέλους σχετικά με την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή θα προβαίνει, δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, στην έκδοση εντολής παροχής πληροφοριών. Εάν το κράτος μέλος δεν απαντήσει εμπρόθεσμα στην εντολή αυτή, η Επιτροπή θα λαμβάνει απόφαση βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της. |
6.4. Αίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών
39. |
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι, σε ιδιαίτερα περίπλοκες υποθέσεις, οι πληροφορίες που υποβάλλονται από το κράτος μέλος σε απάντηση της απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, μπορεί να απαιτούν την αποστολή περαιτέρω αίτησης παροχής πληροφοριών από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Στο κράτος μέλος τάσσεται προθεσμία ενός μηνός προκειμένου να απαντήσει. |
40. |
Εάν το κράτος μέλος δεν απαντήσει εμπρόθεσμα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποστέλλουν αμέσως υπενθύμιση με την οποία παρέχεται ύστατη προθεσμία 15 εργάσιμων ημερών και ενημερώνεται το κράτος μέλος ότι, μετά την παρέλευση της προθεσμίας, η Επιτροπή θα λάβει απόφαση βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, ή θα εκδώσει εντολή παροχής πληροφοριών σε περίπτωση παράνομων ενισχύσεων. |
6.5. Αιτιολογημένη αναστολή της επίσημης διαδικασίας έρευνας
41. |
Η αναστολή της επίσημης διαδικασίας επιτρέπεται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Αναστολή, για παράδειγμα, μπορεί να επέλθει σε περίπτωση που το κράτος μέλος το ζητήσει επισήμως προκειμένου να προσαρμόσει το σχέδιό του στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, ή σε περίπτωση εκκρεμούσας αγωγής στα κοινοτικά δικαστήρια για παρόμοια θέματα, η έκβαση της οποίας είναι πιθανό να επηρεάσει την αξιολόγηση της υπόθεσης. |
42. |
Αναστολή επιτρέπεται κατά κανόνα μόνον μία φορά και για περίοδο η οποία συμφωνείται εκ των προτέρων μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. |
6.6. Έκδοση της τελικής απόφασης και αιτιολογημένη παράταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας
43. |
Δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή, στο μέτρο του δυνατού, θα προσπαθεί να εκδώσει απόφαση εντός 18 μηνών από την κίνηση της διαδικασίας. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ Επιτροπής και ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Η παράταση της διάρκειας της έρευνας ενδέχεται να είναι σκόπιμη ιδίως σε περιπτώσεις που αφορούν νέου είδους σχέδια ή δημιουργούν νέου είδους νομικά θέματα. |
44. |
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή θα προσπαθήσει να εκδώσει την τελική απόφαση το αργότερο 4 μήνες μετά την υποβολή των τελευταίων πληροφοριών από το κράτος μέλος ή την εκπνοή της προθεσμίας εάν δεν έχουν παραληφθεί πληροφορίες. |
7. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ
45. |
Η αποδοτική και διαφανής διεκπεραίωση από τις υπηρεσίες της Επιτροπής των καταγγελιών που κατατίθενται σε αυτές έχει μεγάλη σημασία για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη των διαδικασιών που αφορούν κρατικές ενισχύσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προτείνει τις ακόλουθες βέλτιστες πρακτικές, σκοπός των οποίων είναι να συμβάλουν στην επίτευξη του κοινού αυτού στόχου. |
7.1. Δελτίο καταγγελίας
46. |
Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα καλούν συστηματικά τους καταγγέλλοντες να χρησιμοποιούν το νέο δελτίο καταγγελίας που διατίθεται στον δικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού (http://ec.europa.eu/comm/competition/forms/sa_complaint_el.html) και ταυτόχρονα να υποβάλλουν μη εμπιστευτική εκδοχή της καταγγελίας. Η υποβολή συμπληρωμένου δελτίου θα επιτρέπει κατά κανόνα στους καταγγέλλοντες να βελτιώσουν την ποιότητα των καταγγελιών τους. |
7.2. Ενδεικτικό χρονικό πλαίσιο και έκβαση της έρευνας μιας καταγγελίας
47. |
Η Επιτροπή θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διερεύνηση μιας καταγγελίας εντός ενδεικτικού χρονικού πλαισίου δώδεκα μηνών από την παραλαβή της. Η διορία αυτή δεν είναι δεσμευτική. Αναλόγως των περιστάσεων κάθε μεμονωμένης υπόθεσης, ενδέχεται να αποδειχθεί αναγκαία η αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών από τον καταγγέλλοντα, το κράτος μέλος ή τα ενδιαφερόμενα μέρη, και για τον λόγο αυτό να παραταθεί ο χρόνος διερεύνησης μιας καταγγελίας. |
48. |
Η Επιτροπή δικαιούται να δώσει διαφορετικό βαθμό προτεραιότητας στις καταγγελίες που της υποβάλλονται (14), αναλόγως π.χ. του πεδίου εφαρμογής της εικαζόμενης παράβασης, του μεγέθους του δικαιούχου, του σχετικού οικονομικού τομέα ή της ύπαρξης παρόμοιων καταγγελιών. Λαμβάνοντας υπόψη τον φόρτο εργασίας της και το δικαίωμά της να καθορίζει τις προτεραιότητες όσον αφορά τις έρευνες (15) που διεξάγει, η Επιτροπή δύναται να αναβάλλει την διερεύνηση ενός μέτρου το οποίο δεν αποτελεί προτεραιότητα. Ως εκ τούτου, εντός δώδεκα μηνών η Επιτροπή, κατ’ αρχήν θα προσπαθεί:
|
49. |
Για λόγους διαφάνειας οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ενημερώνουν τον καταγγέλλοντα όσον αφορά τον βαθμό προτεραιότητας της καταγγελίας του, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της καταγγελίας. Σε περίπτωση μη τεκμηριωμένων καταγγελιών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα ενημερώνουν τον καταγγέλλοντα, εντός δύο μηνών από την λήψη της καταγγελίας, ότι δεν επαρκούν τα στοιχεία για τη διατύπωση άποψης για την υπόθεση, και ότι η Επιτροπή θα θεωρήσει ότι η καταγγελία έχει αποσυρθεί σε περίπτωση που δεν παρασχεθούν περαιτέρω ουσιώδη στοιχεία εντός ενός μηνός. Όσον αφορά καταγγελίες που αναφέρονται σε εγκεκριμένες ενισχύσεις, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προσπαθούν επίσης να απαντήσουν στον καταγγέλλοντα εντός 2 μηνών από την λήψη της καταγγελίας. |
50. |
Σε περίπτωση παράνομων ενισχύσεων, θα υπενθυμίζεται στους καταγγέλλοντες ότι έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία δύνανται να διατάξουν την αναστολή ή την επιστροφή τέτοιων ενισχύσεων (16). |
51. |
Όταν είναι αναγκαίο, η μη εμπιστευτική εκδοχή μιας καταγγελίας θα διαβιβάζεται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για παρατηρήσεις. Τα κράτη μέλη και οι καταγγέλλοντες θα ενημερώνονται συστηματικά για τον τερματισμό ή άλλα στάδια της διεκπεραίωσης μιας καταγγελίας. Σε αντάλλαγμα, τα κράτη μέλη θα καλούνται να τηρούν τις προθεσμίες υποβολής παρατηρήσεων και παροχής πληροφοριών για τις καταγγελίες που τους διαβιβάζονται. Θα καλούνται επίσης να δεχθούν, στο μέτρο του δυνατού, τη διαβίβαση σε αυτά καταγγελιών στην αυθεντική τους γλώσσα. Εάν ένα κράτος μέλος το επιθυμεί, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα παρέχουν μετάφραση, πράγμα το οποίο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις από άποψη ταχύτητας διεκπεραίωσης. |
8. ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
52. |
Η Επιτροπή έχει αναλάβει δέσμευση να εκσυγχρονίσει και να βελτιώσει περαιτέρω τις εσωτερικές της διαδικασίες λήψης αποφάσεων προκειμένου να συμβάλει στην γενικότερη συντόμευση των διαδικασιών που αφορούν κρατικές ενισχύσεις. |
53. |
Προς τούτο θα εφαρμόζει τις εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων όσο το δυνατόν αποδοτικότερα. Εκτός αυτού, η Επιτροπή θα επανεξετάσει το ισχύον εσωτερικό νομικό πλαίσιο με σκοπό να βελτιστοποιήσει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων τις οποίες εφαρμόζει. |
54. |
Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα επανεξετάζουν σε μόνιμη βάση την εσωτερική πρακτική λήψης αποφάσεων και θα την προσαρμόζουν σύμφωνα με τις ανάγκες. |
9. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
55. |
Οι διαδικαστικές βέλτιστες πρακτικές θα αποδειχθούν αποτελεσματικές μόνον εφόσον βασίζονται σε κοινή δέσμευση της Επιτροπής και των κρατών μελών να ερευνούν επιμελώς υποθέσεις που αφορούν κρατικές ενισχύσεις, να τηρούν τις ισχύουσες προθεσμίες και, με τον τρόπο αυτόν, να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη διαφάνεια και προβλεψιμότητα των διαδικασιών. Ο παρών κώδικας και οι βέλτιστες πρακτικές που καθιερώνονται με αυτόν αποτελούν μια πρώτη συμβολή στην κοινή αυτή δέσμευση. |
56. |
Η Επιτροπή θα εφαρμόσει τον παρόντα κώδικα σε μέτρα που έχουν κοινοποιηθεί σε αυτήν ή σε μέτρα που έχουν τεθεί εις γνώσιν της, από την 1η Σεπτεμβρίου 2009. |
57. |
Ο παρών κώδικας δύναται να αναθεωρηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη αλλαγές οφειλόμενες σε νομοθετικά, ερμηνευτικά και διοικητικά μέτρα που διέπουν τη διαδικασία για τις κρατικές ενισχύσεις ή στη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων ή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πείρα που θα αποκτηθεί από την εφαρμογή του. Πέραν αυτού, η Επιτροπή προτίθεται να διεξάγει, σε τακτική βάση, διάλογο με τα κράτη μέλη και άλλους ενδιαφερόμενους σχετικά με την πείρα που θα αποκτηθεί από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 γενικότερα και ειδικότερα του παρόντος κώδικα βέλτιστων πρακτικών. |
(1) COM(2005) 107 τελικό.
(2) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.
(3) Βλέπε σελίδα 3 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.
(4) ΕΕ C 85 της 9.4.2009, σ. 1.
(5) Στο πλαίσιο της τραπεζικής κρίσης του 2008, η Επιτροπή έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία έκδοση απόφασης μόλις ολοκληρωθεί η κοινοποίηση, εν ανάγκη εντός 24 ωρών ή ακόμη και μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής — Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8). Όσον αφορά την πραγματική οικονομία, βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής — Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1).
(6) ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.
(7) Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί όταν οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναγκάζονται να απευθύνουν επανειλημμένα αιτήματα παροχής πληροφοριών λόγω ελλιπών κοινοποιήσεων.
(8) Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων.
(9) Βλ. άρθρο 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.
(10) Για παράδειγμα, σε υποθέσεις στις οποίες οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενεργούν ως εταιρεία χαρτοφυλακίου.
(11) ΕΕ C 297 της 9.12.2003, σ. 6.
(12) Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.
(13) Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η Επιτροπή δικαιούται να στείλει την απόφαση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας σε συγκεκριμένα τρίτα μέρη, βλ. π.χ. υπόθεση T-198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2717, σκέψη 195· υπόθεση T-198/01R, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2153· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-74/00 P και C-75/00 P, Falck Spa και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψη 83.
(14) Υπόθεση C-119/97 Ufex και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-1341, σκέψη 88.
(15) Υπόθεση T-475/04, Bouygues SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2097, σκέψεις 158 και 159.
(16) Βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια.