Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009PC0027

    Πρόταση Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό της θέσης που πρέπει να υιοθετηθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τις προτάσεις για τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Β και Γ της Σύμβασης της Στοκχόλμης στην τέταρτη σύνοδο της Διάσκεψης των συμβαλλομένων μερών που θα συγκληθεί στις 4 - 8 Μαΐου 2009

    /* COM/2009/0027 τελικό */

    52009PC0027

    Πρόταση Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό της θέσης που πρέπει να υιοθετηθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τις προτάσεις για τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Β και Γ της Σύμβασης της Στοκχόλμης στην τέταρτη σύνοδο της Διάσκεψης των συμβαλλομένων μερών που θα συγκληθεί στις 4 - 8 Μαΐου 2009 /* COM/2009/0027 τελικό */


    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 28.1.2009

    COM(2009) 27 τελικό

    Πρόταση

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για τον καθορισμό της θέσης που πρέπει να υιοθετηθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τις προτάσεις για τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Β και Γ της Σύμβασης της Στοκχόλμης στην τέταρτη σύνοδο της Διάσκεψης των συμβαλλομένων μερών που θα συγκληθεί στις 4 - 8 Μαΐου 2009

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Η Σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους (POP)[1] εγκρίθηκε τον Μάιο του 2001, με την ολοκλήρωση τριών ετών διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο του προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον (UNEP). Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της[2] είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση[3] και οι διατάξεις της Σύμβασης έχουν εισαχθεί στην νομοθεσία της ΕΕ με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/EOK[4].

    Ο γενικός στόχος της Σύμβασης της Στοκχόλμης είναι να προστατεύσει την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από τους POP. Γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην προληπτική προσέγγιση, όπως αυτή ορίζεται στην Αρχή 15 της Διακήρυξης του Ρίο του 1992 για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Η αρχή αυτή καθίσταται λειτουργική με το άρθρο 8, στο οποίο καθορίζονται οι κανόνες για την εισαγωγή πρόσθετων χημικών ουσιών στα παραρτήματα της Σύμβασης.

    Οι εννέα σκόπιμα παραγόμενες χημικές ουσίες που περιλαμβάνονται ήδη στο παράρτημα Α της Σύμβασης της Στοκχόλμης (aldrin, chlordane, dieldrin, endrin, heptachlor, εξαχλωροβενζόλιο, mirex, toxaphene και PCB) υπόκεινται σε απαγόρευση παραγωγής και χρήσης, εκτός από τις περιπτώσεις που εφαρμόζονται γενικές ή ειδικές εξαιρέσεις. Επιπλέον, η παραγωγή και χρήση του DDT, ενός φυτοφαρμάκου που χρησιμοποιείται ακόμη σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες για την αντιμετώπιση της ελονοσίας και τον περιορισμό άλλων φορέων ασθενειών, υπόκειται σε σοβαρούς περιορισμούς, όπως προβλέπεται στο παράρτημα Β της Σύμβασης της Στοκχόλμης. Τέλος, στο παράρτημα Γ περιλαμβάνονται τρεις ουσίες (PCDD/PCDF, HCB και PCB) που μπορούν να σχηματισθούν και να ελευθερωθούν ακουσίως.

    Προσθήκη νέων ουσιών POP στα παραρτήματα της Σύμβασης

    Σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν προτάσεις στη γραμματεία για την προσθήκη ενός χημικού προϊόντος στα παραρτήματα Α, Β ή/και Γ. Η γραμματεία ελέγχει εάν η πρόταση περιλαμβάνει τις απαραίτητες πληροφορίες. Εάν η πρόταση είναι ικανοποιητική, διαβιβάζεται στην επιτροπή εξέτασης έμμονων οργανικών ρύπων (εφεξής «επιτροπή οργανικών ρύπων»). Η επιτροπή οργανικών ρύπων εξετάζει την πρόταση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρεχόμενες πληροφορίες. Στις περιπτώσεις που η επιτροπή οργανικών ρύπων αποφασίζει ότι πληρούνται τα κριτήρια, εξετάζει την πρόταση και συντάσσει σχέδιο για τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά.

    Εάν η εξέταση οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το χημικό προϊόν ενδέχεται, ως αποτέλεσμα της μεταφοράς του στο περιβάλλον σε μεγάλη ακτίνα, να έχει τόσο σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία ή/και στο περιβάλλον ώστε να απαιτείται συνολική δράση, η πρόταση προωθείται και εκτελείται αξιολόγηση της διαχείρισης του κινδύνου, η οποία περιλαμβάνει ανάλυση των πιθανών μέτρων ελέγχου. Με βάση τα στοιχεία αυτά, η επιτροπή οργανικών ρύπων απευθύνει σύσταση για το κατά πόσον το χημικό προϊόν πρέπει να εξεταστεί από τη Διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών για να συμπεριληφθεί στα παραρτήματα Α, Β ή/και Γ. Η τελική απόφαση λαμβάνεται από τη Διάσκεψη των μερών.

    Από την έναρξη ισχύος της Σύμβασης, έχουν προταθεί για προσθήκη δώδεκα νέες ουσίες συνολικά. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της έχουν προτείνει επτά από τις νέες αυτές ουσίες (chlordecone, εξαβρωμοδιφαινύλιο, ενώσεις PFOS, οκτα-βρωμο-διφαινυλ αιθέρας (octa-BDE), πενταχλωροβενζόλιο, χλωριωμένες παραφίνες βραχείας αλυσίδας (SCCP) και Endosulfan), η Νορβηγία δύο (πέντα-βρωμοδιφαινυλαιθέρας (penta-BDE) και εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (HBCDD)) και το Μεξικό τρεις (λινδάνιο, α-εξαχλωροκυκλοεξάνιο (α-HCH) και β-εξαχλωροκυκλοεξάνιο (β-HCH)). Η επιτροπή οργανικών ρύπων δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα την εξέταση του Endosulfan και του SCCP. Αναμένεται ότι η εξέταση των δύο αυτών ουσιών θα έχει ολοκληρωθεί για την πέμπτη Διάσκεψη των μερών, η οποία προβλέπεται να συνέλθει το 2011. Το HBCDD προτάθηκε στις 19 Ιουνίου 2008, αλλά δεν συζητήθηκε επίσημα από την επιτροπή οργανικών ρύπων, καθότι ο φάκελος ήταν διαθέσιμος πολύ αργά, επομένως η εξέτασή του θα έχει ολοκληρωθεί το νωρίτερο για την έκτη Διάσκεψη των μερών, εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στη Σύμβαση.

    Η προσεχής Διάσκεψη των μερών είναι η πρώτη στην οποία θα συζητηθούν αλλαγές στα παραρτήματα και θα ληφθούν αποφάσεις.

    Κανόνες για τις αλλαγές των παραρτημάτων Α, Β ή/και Γ

    Σύμφωνα με το άρθρο 22 της Σύμβασης, τα παραρτήματα Α, Β ή/και Γ τροποποιούνται με απόφαση της Διάσκεψης των μερών και τίθενται σε ισχύ ένα έτος από την ημερομηνία της κοινοποίησης από το θεματοφύλακα της έγκρισης των αλλαγών στα παραρτήματα Α, Β ή/και Γ στα συμβαλλόμενα μέρη, πλην εκείνων τα οποία επιλέγουν να μην ισχύει για αυτά η τροποποίηση του παραρτήματος.

    Οι ουσίες και η κοινοτική νομοθεσία

    Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα χημικά προϊόντα έχει μεταρρυθμιστεί σε βάθος με τη θέσπιση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH)[5]. Ενώ το REACH δεν προβλέπει κανονιστικές ρυθμίσεις για καμία από τις χημικές ουσίες που περιλαμβάνει η ημερήσια διάταξη της 4ης συνόδου της Διάσκεψης των μερών, διάφορες ουσίες καλύπτονται από τους περιορισμούς που επιβάλλονται με την οδηγία του Συμβουλίου 76/769/EOK[6] που πρόκειται να ενσωματωθεί στο παράρτημα XVII του REACH με έναρξη ισχύος από την 1η Ιουνίου 2009. Σε πολλές περιπτώσεις, οι νέες ουσίες που θα προταθούν στη Σύμβαση θα συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που περιέχονται στον κατάλογο υποψηφίων ουσιών που έχει συντάξει ο ECHA (Ευρωπαϊκός Οργανισμών Χημικών Προϊόντων) βάσει του άρθρου 59 παράγραφος 1) του κανονισμού REACH.

    Όλες οι ουσίες που θα περιέχονται στα παραρτήματα Α, Β και Γ της Σύμβασης της Στοκχόλμης[7] θα πρέπει να περιληφθούν στον κανονισμό της ΕΕ για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η εφαρμοστική νομοθεσία της ΕΕ συνάδει με τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Εκτός από τον περιορισμό ορισμένων ουσιών, τα διεθνή μέσα περιλαμβάνουν και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων, οι οποίες επίσης συμπεριλαμβάνονται στον κανονισμό. Επομένως, αποβλέποντας σε μια εύχρηστη επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο η Κοινότητα εκπληρώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις της και στην εξασφάλιση της συνεκτικότητας κατά την υποβολή εκθέσεων, θα ήταν σκόπιμο να προστεθούν όλες οι ουσίες στα κατάλληλα παραρτήματα του κανονισμού, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου αυτές υπόκεινται ήδη σε περιορισμούς, εν μέρει ή πλήρως, από άλλα κοινοτικά μέσα.

    Συστάσεις της επιτροπής οργανικών ρύπων

    Τα συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση ενημερώθηκαν στις 29 Οκτωβρίου 2008 από τον εκτελεστικό διευθυντή ότι η επιτροπή οργανικών ρύπων αποφάσισε στην τρίτη και τέταρτη συνεδρίασή της να συστήσει την προσθήκη 9 χημικών προϊόντων στον κατάλογο των παραρτημάτων Α, Β και Γ της Σύμβασης και να υποβάλει την εν λόγω σύσταση στη Διάσκεψη των μερών που θα συγκληθεί στις 4 – 8 Μαΐου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 9 της Σύμβασης.

    Chlordecone και εξαβρωμοδιφαινύλιο

    Η τρίτη συνεδρίαση της επιτροπής οργανικών ρύπων (19 - 23 Νοεμβρίου 2007) αποφάσισε να συστήσει την προσθήκη του Chlordecone και του εξαβρωμοδιφαινυλίου στο παράρτημα Α της Σύμβασης.

    Οι δύο ουσίες συμπεριλαμβάνονται ήδη στα παραρτήματα Ι ή/και ΙΙ του πρωτοκόλλου της UNECE για τους έμμονους οργανικούς ρύπους χωρίς εξαιρέσεις και επομένως έχουν απαγορευθεί εντελώς για χρήση και παραγωγή στην ΕΕ από την έναρξη ισχύος του κανονισμού για τους έμμονους οργανικούς ρύπους που εκδόθηκε στις 29 Απριλίου 2004.

    Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης των δύο ουσιών από την επιτροπή οργανικών ρύπων, η γραμματεία της Σύμβασης της Στοκχόλμης διαβίβασε στα συμβαλλόμενα μέρη διάφορα αιτήματα και απεστάλησαν παρατηρητές για να προσδιορίσουν τις εναπομένουσες χρήσεις ή/και παραγωγή. Οι πληροφορίες που υπέβαλαν τα συμβαλλόμενα μέρη και οι παρατηρητές δεν απέδειξαν καμία εναπομένουσα χρήση ή/και παραγωγή των δύο αυτών ουσιών. Επομένως, ευλόγως θεωρείται ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχθούν την προσθήκη των ουσιών αυτών στο παράρτημα Α (κατάργηση) χωρίς καμία εξαίρεση.

    α-HCH, β-HCH και γ-HCH (λινδάνιο)

    Στην τρίτη συνεδρίασή της, η επιτροπή οργανικών ρύπων αποφάσισε να συστήσει την προσθήκη του λινδανίου (γ-HCH) στο παράρτημα Α και, στην τέταρτη συνεδρίασή της (13-17 Οκτωβρίου 2008), την προσθήκη του α- HCH και του β-HCH στο ίδιο παράρτημα.

    Στον κανονισμό για τους POP, οι ενώσεις HCH καλύπτονται από μια εγγραφή (δηλ., HCH, συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου) και δύο αριθ. CAS (608-73-1 και 58-89-9). Το λινδάνιο (αριθ. CAS: 58-89-9) είναι το κοινό όνομα για το γ-ισομερές του HCH. Το τεχνικό HCH (CAS RN: 608-73-1) είναι ένα ισομερές μίγμα που περιέχει κυρίως πέντε μορφές του HCH. Τα πέντε κυριότερα ισομερή είναι παρόντα στο μίγμα στις ακόλουθες αναλογίες: α-HCH (53%–70%), β-HCH (3%–14%), γ-HCH (11%–18%), δ-HCH (6%–10%) και ε-HCH (3%–5%). Το γ-ισομερές είναι το μόνο ισομερές που παρουσιάζει ισχυρές εντομοκτόνες ιδιότητες.

    Μετά από σχεδόν σαράντα έτη εκτενούς χρήσης παγκοσμίως, το τεχνικό HCH έχει βαθμιαία υποκατασταθεί από το λινδάνιο. Καμία σημαντική χρήση τεχνικού HCH δεν έχει αναφερθεί μετά από το 2000 σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Για το λινδάνιο, ο κανονισμός POP παρείχε στα κράτη μέλη το δικαίωμα να χορηγούν παρεκκλίσεις για το HCH (συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου) μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2006 για θεραπευτική και βιομηχανική επεξεργασία κατεργασμένης και ακατέργαστης ξυλείας σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς και για βιομηχανικές και οικιακές εφαρμογές εσωτερικού χώρου. Μια δεύτερη δέσμη παρεκκλίσεων, που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2007, επέτρεπε τη χρήση του τεχνικού HCH ως ενδιάμεσου προϊόντος στην παραγωγή χημικών προϊόντων και τη χρήση των προϊόντων στα οποία τουλάχιστον 99% του ισομερούς HCH είναι λινδάνιο, μόνο ως τοπικών εντομοκτόνων για σκοπούς δημόσιας υγείας και για κτηνιατρικούς σκοπούς. Σήμερα, τόσο το λινδάνιο όσο και το τεχνικό HCH, απαγορεύονται πλήρως στην ΕΕ.

    Εντούτοις, ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη παράγουν ακόμη και χρησιμοποιούν το λινδάνιο ως τοπικό εντομοκτόνο για σκοπούς δημόσιας υγείας (ψώρα, ψείρες). Είναι εύλογο να θεωρείται ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχθούν την προσθήκη του λινδανίου στο παράρτημα Α (κατάργηση) αλλά με εξαίρεση για σκοπούς δημόσιας υγείας.

    Το α-HCH και το β-HCH είναι χημικά ενδιάμεσα προϊόντα της παραγωγής του λινδανίου. Από την παραγωγή του λινδανίου έχει δημιουργηθεί μεγάλη ποσότητα καταλοίπων HCH, για τα οποία απαιτείται διάθεση ή ειδάλλως διαχείριση. Ελλείψει ακριβών στοιχείων, η κατ’εκτίμηση ποσότητα καταλοίπων HCH ανέρχεται σε 1,9 έως 4,8 εκατομμύρια τόνους, υπολογιζόμενη βάσει της παγκόσμιας παραγωγής λινδανίου. Το κύριο ζήτημα για το α-HCH και το β-HCH θα είναι η διαχείριση των αποθεμάτων τους. Εντούτοις, η προσθήκη τους στο παράρτημα Α αναμένεται να γίνει αποδεκτή από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά με εξαίρεση για τις χρήσεις τους ως ενδιάμεσου προϊόντος στην παραγωγή λινδανίου.

    Εμπορικός πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας και εμπορικός οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρας

    Στην τρίτη συνεδρίασή της, η επιτροπή οργανικών ρύπων αποφάσισε να συστήσει την προσθήκη στο παράρτημα Α της Σύμβασης του 2,2',4,4-τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE-47, αριθ. CAS 40088-47-9) και του 2,2',4,4',5-πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE-99, αριθ. CAS 32534-81-9) και άλλων τετρα - και πεντα- βρωμοδιφαινυλαιθέρων που απαντούν στον εμπορικό πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα.

    Η επόμενη επιτροπή οργανικών ρύπων αποφάσισε να συστήσει την προσθήκη στο παράρτημα Α της Σύμβασης του 2,2',4,4',5,5'-εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE-153, αριθ. CAS 68631-49-2), του 2,2',4,4',5,6 - εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE- 154, αριθ. CAS 207122-15-4), του 2,2',3,3',4,5',6- επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE- 175, αριθ. CAS 446255-22-7) και του 2,2',3,4,4',5',6- επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE-183 αριθ. CAS 207122-16-5) και άλλων εξα- και επτα-βρωμοδιφαινυλαιθέρων που είναι παρόντες στον εμπορικό οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρα.

    Αυτές οι ουσίες χρησιμοποιούνται ως επιβραδυντικά φλόγας αλλά υπόκεινται σε περιορισμό στην ΕΕ από το 2003[8]. Ο περιορισμός της ΕΕ καλύπτει όλα τα ομοειδή των πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρων και βρωμοδιφαινυλαιθέρων και έχει επομένως ευρύτερο πεδίο και δεν αφορά μόνο τις συγκεκριμένες εμπορικές μορφές των δύο ουσιών. Η επιτροπή οργανικών ρύπων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες με τέσσερα ή πέντε βρώμια (για τον εμπορικό πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα) και όλοι οι πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες με έξι ή επτά βρώμια (για τον εμπορικό οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρα) που απαντούν στον εμπορικό πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και στον εμπορικό οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρα είναι πιθανό, λόγω των χαρακτηριστικών των συστατικών τους και ως αποτέλεσμα της μεταφοράς τους στο περιβάλλον σε μεγάλη ακτίνα, να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Επομένως, η επιτροπή οργανικών ρύπων σύστησε την προσθήκη όλων των ομοειδών ουσιών στο παράρτημα Α της Σύμβασης.

    Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν είναι ίδια με τους προτεινόμενους κανόνες σε διεθνές επίπεδο, αλλά η Επιτροπή εκτιμά ότι, στην πράξη, η προσθήκη των πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρων με τέσσερα έως επτά βρώμια στο παράρτημα Ι του κανονισμού για τους POP δεν θα μεταβάλει τους περιορισμούς που ισχύουν ήδη. Εντούτοις, οι υπάρχοντες περιορισμοί ισχύουν μόνο για τη διάθεση στην αγορά και επομένως δεν περιορίζουν την παραγωγή αυτών των ουσιών, η οποία ενδεχομένως πραγματοποιείται με σκοπό την εξαγωγή τους εκτός ΕΕ. Η χωρίς εξαίρεση προσθήκη των πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρων με τέσσερα έως επτά βρώμια στο παράρτημα Α της Σύμβασης σημαίνει ότι η παραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο πρέπει να σταματήσει, δεδομένου ότι άλλα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να εισάγουν πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες από την ΕΕ. Επομένως, η απαγόρευση της εξαγωγής από την ΕΕ αποτελεί ανάγκη προκειμένου να τηρηθούν διεθνείς υποχρεώσεις αλλά θα επηρεάσει αυτομάτως τους πιθανούς παραγωγούς της ΕΕ, δεδομένου ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένα συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο να είναι δυνατή η εξαγωγή των προϊόντων αυτών, πλην των χωρών οι οποίες δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση[9].

    Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης των ουσιών αυτών από την επιτροπή οργανικών ρύπων, η γραμματεία της Σύμβασης της Στοκχόλμης διαβίβασε στα συμβαλλόμενα μέρη διάφορα αιτήματα και απεστάλησαν παρατηρητές για να προσδιορίσουν τις χρήσεις ή/και την παραγωγή που εξακολουθούσαν να υφίστανται. Οι πληροφορίες που υπέβαλαν τα συμβαλλόμενα μέρη και οι παρατηρητές δεν έδειξαν καμία εναπομένουσα χρήση ή/και παραγωγή των δύο αυτών ουσιών. Επιπλέον, δεν έχει αναφερθεί στην επιτροπή οργανικών ρύπων ότι παράγεται ακόμη οποιοδήποτε εμπορικό μίγμα το οποίο θα μπορούσε να περιέχει πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες με τέσσερα έως επτά βρώμια σε ανιχνεύσιμες ποσότητες. Επομένως, ευλόγως συνάγεται το συμπέρασμα ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχθούν την προσθήκη των ουσιών αυτών στο παράρτημα Α (κατάργηση) χωρίς εξαίρεση, όπως προτείνεται από την επιτροπή οργανικών ρύπων.

    Πρέπει να σημειωθεί ότι η διαχείριση προϊόντων που περιέχουν πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες (π.χ., ηλεκτρονικός και ηλεκτρικός εξοπλισμός), όταν αυτά θα καταστούν απόβλητα, θα είναι πιθανώς προβληματική για ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη που είναι αναπτυσσόμενες χώρες, δεδομένου ότι τα απόβλητα αυτά θα πρέπει να υποβληθούν σε επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος δ) της Σύμβασης. Για το σκοπό αυτό ενδέχεται να απαιτηθούν μεταβατικοί κανόνες ή/και οικονομική και τεχνική υποστήριξη.

    Υπερφθοριωμένο σουλφονικό οξύ (PFOS, αριθ. CAS 1763-23-1), τα άλατά του και υπερφθοριωμένο σουλφονικό φθορίδιο (PFOSF, αριθ. CAS 307-35-7)

    Στην τρίτη συνεδρίασή της, η επιτροπή οργανικών ρύπων αποφάσισε να συστήσει την προσθήκη του PFOS (αριθ. CAS 1763-23-1), των αλάτων του και του PFOSF (αριθ. CAS 307-35-7) στο παράρτημα Α ή Β της Σύμβασης και να προσδιορίσει τα σχετικά μέτρα ελέγχου.

    Το PFOS και οι ενώσεις του αναμένεται να προκαλέσουν τις μεγαλύτερες διχογνωμίες στη Διάσκεψη των μερών της Σύμβασης, δεδομένου ότι υφίσταται ακόμη σημαντική παραγωγή και χρήσεις των ουσιών σε παγκόσμια κλίμακα. Ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες αναμένεται να ζητήσουν οικονομική και τεχνική βοήθεια προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την υποκατάσταση των ενώσεων PFOS με ασφαλέστερα εναλλακτικά προϊόντα.

    Με την προσθήκη του PFOSF, που χρησιμοποιείται ως σύνηθες ενδιάμεσο προϊόν στην παραγωγή των ουσιών PFOS, ο ορισμός που διατύπωσε η επιτροπή οργανικών ρύπων στοχεύει στον περιορισμό της παραγωγής της ενδιάμεσης αυτής ουσίας και, κατέπέκταση, στην κατάργηση της παραγωγής όλων των ουσιών PFOS.

    Στο PFOS και τις ενώσεις του έχουν επιβληθεί περιορισμοί στην ΕΕ από το 2006[10] όσον αφορά τη χρήση και τη διάθεση στην αγορά. Η οδηγία της ΕΕ ορίζει τις ουσίες PFOS ως «C8F17SO2X (X = OH, άλας μετάλλου (O-M+), αλογόνο, αμίδιο και άλλα παράγωγα συμπεριλαμβανομένων των πολυμερών)», το οποίο σημαίνει ότι περιλαμβάνονται όλες οι πιθανές ουσίες PFOS που παράγονται μέσω ενδιάμεσου προϊόντος PFOSF ή μέσω οποιουδήποτε άλλου ενδιάμεσου. Οι νομοθέτες αναγνώρισαν ότι για ορισμένες χρήσεις δεν υπήρχαν ακόμη διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις· κατά συνέπεια, χορηγήθηκαν οι συγκεκριμένες εξαιρέσεις, μερικές μάλιστα από αυτές χωρίς χρονικό περιορισμό. Αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει συνεχώς τη διαθεσιμότητα ασφαλέστερων εναλλακτικών ουσιών και να προτείνει μέτρα με σκοπό τη μείωση των κινδύνων που έχουν προσδιοριστεί όταν αυτές οι εναλλακτικές λύσεις είναι διαθέσιμες. Το πεδίο του ορισμού τον οποίο έχει υιοθετήσει η ΕΕ είναι από ορισμένες απόψεις ευρύτερο από αυτό του ορισμού που έχει προταθεί από την επιτροπή οργανικών ρύπων, στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τις διαπραγματεύσεις.

    Επομένως, είναι εύλογο να θεωρείται ότι ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη θα δεχτούν μόνο την προσθήκη του PFOS και των ενώσεών του στο παράρτημα Β, με ορισμένες εξαιρέσεις.

    Πενταχλωροβενζόλιο

    Η τέταρτη συνεδρίαση της επιτροπής οργανικών ρύπων αποφάσισε να συστήσει την προσθήκη του πενταχλωροβενζολίου στο παράρτημα Α και Γ της Σύμβασης (PeCB).

    Δεν υπάρχει καμία γνωστή παραγωγή ή χρήση πενταχλωροβενζολίου, αλλά αποτελεί μια από τις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας στο πλαίσιο της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/EK)[11]. Η ουσία δεν καλύπτεται από περιορισμούς εμπορίας ή χρήσης σε κοινοτικό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης του πενταχλωροβενζολίου από την επιτροπή οργανικών ρύπων, η γραμματεία της Σύμβασης της Στοκχόλμης διαβίβασε στα συμβαλλόμενα μέρη διάφορα αιτήματα και απεστάλησαν παρατηρητές για να προσδιορίσουν τις χρήσεις ή/και την παραγωγή που εξακολουθούσαν να υφίστανται. Οι πληροφορίες που υπέβαλαν τα συμβαλλόμενα μέρη και οι παρατηρητές δεν έδειξαν καμία εναπομένουσα χρήση ή/και παραγωγή πενταχλωροβενζολίου. Επομένως, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχτούν την προσθήκη των ουσιών του πενταχλωροβενζολίου στο παράρτημα Α χωρίς εξαίρεση.

    Το πενταχλωροβενζόλιο μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως ακούσιο υποπροϊόν από διάχυτες πηγές όπως προσμίξεις σε προϊόντα π.χ. διαλύτες, φυτοφάρμακα και συντηρητικά προϊόντα ξύλου, καύση βαρελιών, ανοικτές εστίες, τυχαίες πυρκαγιές και καύση δασών για γεωργικούς σκοπούς. Η επιτροπή οργανικών ρύπων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα μέτρα που λαμβάνονται με σκοπό τη μείωση της απελευθέρωσης PCDD/F όπως καθορίζονται στις οδηγίες της Σύμβασης σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές / βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές (BAT/BEP) για αποτεφρωτήρες και άλλες θερμικές διεργασίες, θα οδηγούσαν σε σημαντική μείωση των απελευθερώσεων πενταχλωροβενζολίου. Εντούτοις, η επιτροπή οργανικών ρύπων σύστησε την προσθήκη πενταχλωροβενζολίου στο παράρτημα Γ. Οι ακούσιες εκπομπές PCDD/F υπόκεινται ήδη σε ρυθμίσεις στην ΕΕ[12]. Λόγω του πιθανού πρόσθετου διοικητικού φόρτου για τα συμβαλλόμενα μέρη από την προσθήκη του πενταχλωροβενζολίου και της πιθανώς μικρής προστιθέμενης αξίας της εν λόγω προσθήκης, ορισμένα μέρη ενδεχομένως να αντιταχθούν στην προσθήκη των ουσιών αυτών στο παράρτημα Γ.

    συμπέρασμα

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, στην 4η Διάσκεψη των συμβαλλομένων στη Σύμβαση της Στοκχόλμης μερών που θα πραγματοποιηθεί στις 4 - 8 Μαΐου 2009, η Κοινότητα πρέπει να υποστηρίξει την υιοθέτηση των τροποποιήσεων των παραρτημάτων Α, Β ή/και Γ της εν λόγω Σύμβασης όπως προτείνεται στην απόφαση του Συμβουλίου.

    Πρόταση

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για τον καθορισμό της θέσης που πρέπει να υιοθετηθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τις προτάσεις για τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Β και Γ της Σύμβασης της Στοκχόλμης στην τέταρτη σύνοδο της Διάσκεψης των συμβαλλομένων μερών που θα συγκληθεί στις 4 - 8 Μαΐου 2009

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

    την πρόταση της Επιτροπής[13],

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    1. Η προώθηση μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων αποτελεί έναν από τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον, σύμφωνα με το άρθρο 174 της συνθήκης.

    2. Η Κοινότητα επικύρωσε στις 16 Νοεμβρίου 2004 τη Σύμβαση της Στοκχόλμης σχετικά με τους έμμονους οργανικούς ρύπους (εφεξής αποκαλούμενη Σύμβαση) βάσει της απόφασης 2006/507/EK του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Σύμβασης της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους[14].

    3. Η Κοινότητα έχει μεταφέρει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση στην κοινοτική νομοθεσία μέσω του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ[15] (εφεξής «κανονισμός για τους έμμονους οργανικούς ρύπους»).

    4. Η Κοινότητα δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη να επεκτείνει η Σύμβαση βαθμιαία τα παραρτήματά της Α, Β ή/και Γ με νέες ουσίες που πληρούν τα κριτήρια κατάταξής τους στην κατηγορία των έμμονων οργανικών ρύπων, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της πρόληψης, με σκοπό την επίτευξη του στόχου της Σύμβασης και της δέσμευσης που αναλήφθηκε από όλες τις κυβερνήσεις στη Σύνοδο Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ το 2002 για ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιπτώσεων των χημικών προϊόντων των χημικών προϊόντων έως το 2020.

    5. Σύμφωνα με το άρθρο 22 της Συνθήκης, τα παραρτήματα Α, Β και Γ της Σύμβασης τροποποιούνται με απόφαση της Διάσκεψης των μερών και τίθενται σε ισχύ ένα έτος από την ημερομηνία της κοινοποίησης από το θεματοφύλακα μιας τροποποίησης, πλην εκείνων τα οποία επιλέγουν να μην ισχύει για αυτά η τροποποίηση του παραρτήματος.

    6. Μετά από την υποβολή προτάσεων για ουσίες που υποβάλλονται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της[16], τη Νορβηγία[17] και το Μεξικό[18], η επιτροπή εξέτασης έμμονων οργανικών ρύπων που καθιερώνεται στο πλαίσιο της Συνθήκης έχει ολοκληρώσει την εργασία της για εννέα προτεινόμενες ουσίες για τις οποίες έχει διαπιστώσει ότι πληρούν τα κριτήρια της Σύμβασης. Η προσεχής Διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών στη Σύμβαση αναμένεται να αποφασίσει σχετικά με την εισαγωγή των ουσιών αυτών στα παραρτήματα της Σύμβασης.

    7. Οι εννέα αυτές ουσίες υπόκεινται ήδη στην κοινοτική νομοθεσία και πέντε από αυτές (α-εξαχλωροκυκλοεξάνιο, β-εξαχλωροκυκλοεξάνιο, Chlordecone, εξαβρωμοδιφαινύλιο και λινδάνιο) υπόκεινται σε πλήρη απαγόρευση παραγωγής και χρήσης, δεδομένου ότι συμπεριλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, μέρος Β του κανονισμού για τους έμμονους οργανικούς ρύπους καθώς είχαν περιληφθεί στο παράρτημα Ι ή/και ΙΙ του πρωτοκόλλου για τους έμμονους οργανικούς ρύπους.

    8. Για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση του PFOS[19], του πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και του οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρα[20], έχουν επιβληθεί περιορισμοί στην Κοινότητα μέσω τροποποιήσεων της οδηγίας 76/769[21]. Το πενταχλωροβενζόλιο αποτελεί επικίνδυνη ουσία προτεραιότητας βάσει της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/EK)[22].

    9. Για την τροποποίηση των παραρτημάτων Α, Β ή/και Γ της Σύμβασης με την προσθήκη των εννέα νέων ουσιών, θα απαιτηθούν τροποποιήσεις του κανονισμού για τους έμμονους οργανικούς ρύπους. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού, όταν προστίθενται ουσίες στη Σύμβαση, οι αλλαγές στα παραρτήματα του κανονισμού μπορούν να γίνουν σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες επιτροπής που έχουν καθοριστεί με τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EK, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8.

    10. Στην τέταρτη διάσκεψη των συμβαλλομένων στη Σύμβαση της Στοκχόλμης μερών, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργαστούν στενά για να εξασφαλίσουν ότι όλες οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων είναι συμβατές με την κοινοτική νομοθεσία και τις κοινοτικές πολιτικές,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο μόνο

    Στην τέταρτη σύνοδο της Διάσκεψης των συμβαλλομένων στη Σύμβαση της Στοκχόλμης μερών σχετικά με τους έμμονους οργανικούς ρύπους, η Επιτροπή θα υποστηρίξει την ακόλουθη θέση της Κοινότητας όσον αφορά τις προτάσεις για προσθήκη ουσιών στα παραρτήματα Α, Β ή/και Γ της Σύμβασης:

    (1) Να προστεθούν στο παράρτημα Α της Σύμβασης, χωρίς εξαιρέσεις όσον αφορά τη χρήση και την παραγωγή τα εξής:

    - 2,2',4,4'-τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-47, αριθ. CAS 40088-47-9) και 2,2',4,4',5-πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE- 99, αριθ. CAS 32534-81-9) και άλλοι τετρα - και πενταβρωμοδιφαινελαιθέρες που είναι παρόντες στον εμπορικό πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα

    - 2,2',4,4',5,5'-εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-153, αριθ. CAS 68631-49-2), 2,2',4,4',5,6'- εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-154, αριθ. CAS 207122-15-4), 2,2',3,3',4,5',6-επταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-175, αριθ. CAS 446255-22-7) και 2,2',3,4,4',5',6-επταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-183 αριθ. CAS 207122-16-5) και άλλοι εξα- και επταβρωμοδιφαινυλαιθέρες που είναι παρόντες στον εμπορικό οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρα

    - chlordecone

    - εξαβρωμοδιφαινύλιο

    - α-εξαχλωροκυκλοεξάνιο

    - β-εξαχλωροκυκλοεξάνιο

    - λινδάνιο

    (2) Να προστεθούν στο παράρτημα Α της Σύμβασης και να προσδιοριστούν τα σχετικά μέτρα ελέγχου για τα ακόλουθα χημικά προϊόντα:

    - υπερφθοριωμένο σουλφονικό οξύ (PFOS, αριθ. CAS 1763-23-1), τα άλατά του και υπερφθοριωμένο σουλφονικό φθορίδιο (PFOSF, αριθ. CAS 307-35-7) με τις ακόλουθες εξαιρέσεις όσον αφορά τη χρήση:

    - φωτοευαίσθητα υλικά ή αντιανακλαστικές επιστρώσεις για φωτολιθογραφικές διεργασίες·

    - φωτογραφικές επιστρώσεις που εφαρμόζονται σε φιλμ, χαρτί, ή εκτυπωτικές πλάκες·

    - αντιθαμπωτικά για μη διακοσμητική σκληρή επιχρωμίωση (VI) και διαβρέκτες για χρήση σε συστήματα ελεγχόμενης ηλεκτρολυτικής επικάλυψης·

    - υδραυλικά υγρά για την αεροπορία·

    - αφροί κατάσβεσης που έχουν τεθεί σε εμπορική κυκλοφορία πριν την απαγόρευση, μπορούν να χρησιμοποιούνται έως δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης, βάσει της σύμβασης.

    (3) Να προστεθεί στο παράρτημα Α και Γ της Σύμβασης, χωρίς εξαιρέσεις όσον αφορά τη χρήση και την παραγωγή το εξής:

    - πενταχλωροβενζόλιο

    Βρυξέλλες, […]

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    [1]

    [2] Τρία κράτη μέλη της ΕΕ δεν έχουν επικυρώσει ακόμα (Ιρλανδία, Ιταλία και Μάλτα)

    [3] ΕΕ L 209 της 31.7.2006, σ. 1

    [4] ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7

    [5] ΕΕ L 136 της 25.5.2007, σ. 3

    [6] ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201

    [7] Το ίδιο ισχύει για τις ουσίες που προστίθενται στα παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του πρωτοκόλλου της UN-ECE για τους έμμονους οργανικούς ρύπους.

    [8] ΕΕ L 177, της 6.7.2002, σ. 21. Οδηγία 2003/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, για την 24η τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας, οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρας)

    [9] Την 1η Δεκεμβρίου 2008 είχαν καταγραφεί 162 συμβαλλόμενα μέρη.

    [10] ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 32 και οδηγία 2006/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την τριακοστή τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (σουλφονικών υπερφθοροοκτανίων) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    [11] ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων.

    [12] ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 91· Οδηγία 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων

    [13] ΕΕ C […] της [...], σ. [...].

    [14] ΕΕ L 209 της 31.7.2006, σ. 1

    [15] ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7

    [16] Για το Chlordecone και το εξαβρωμοδιφαινύλιο που προτάθηκαν στις 5 Μαΐου 2005, βλέπε

    http://www.pops.int/documents/meetings/poprc/chem_review/Chlordecone/Chlordecone_Letter.pdf. Για το PFOS που προτάθηκε στις 14 Ιουνίου 2005, βλέπε

    http://www.pops.int/documents/meetings/poprc/chem_review/PFOS/PFOS_Letter.pdf. Για τον οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και το πενταχλωροβενζόλιο (και το SCCP, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη της 4ης Διάσκεψης των μερών ) που προτάθηκαν στις 29 Ιουνίου 2006, βλέπε

    http://www.pops.int/documents/meetings/poprc/chem_review/OctaBDE/OctaBDE_Letter.pdf

    [17] Για τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα που προτάθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2005, βλέπε

    http://www.pops.int/documents/meetings/poprc/chem_review/PentaBDE/PentaBDE_Letter.pdf

    [18] Για το λινδάνιο που προτάθηκε στις 29 Ιουνίου 2005, βλέπε

    http://www.pops.int/documents/meetings/poprc/chem_review/Lindane/Lindane_Letter_e.pdf

    Για το α- και β εξαχλωροκυκλοεξάνιο που προτάθηκαν στις 25 Ιουλίου 2006, βλέπε

    http://www.pops.int/documents/meetings/poprc/chem_review/AlphaHCH/AlphaHCH_Letter_e.PDF

    [19] ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 32· και οδηγία 2006/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την τριακοστή τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (σουλφονικών υπερφθοροοκτανίων) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    [20] ΕΕ L 177, της 6.7.2002, σ. 21. Οδηγία 2003/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, για την 24η τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας, οκταβρωμοδιφαινυλαιθέρας)

    [21] ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201; Οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 1976 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων

    [22] ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων.

    Top