Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009DC0494

Έκθεσητης Επιτροπης Προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2008

/* COM/2009/0494 τελικό */

52009DC0494

Έκθεσητης Επιτροπης Προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2008 /* COM/2009/0494 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 25.9.2009

COM(2009) 494 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2008

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας του EURODAC κατά το 2008

1. Εισαγωγή

1.1. Πεδίο εφαρμογής

Ο κανονισμός EΚ/2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «EURODAC» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (στη συνέχεια αναφερόμενος ως «κανονισμός EURODAC»),[1] ορίζει ότι η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας[2]. Η παρούσα έκτη ετήσια έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες για τη διαχείριση και την αποδοτικότητα του συστήματος κατά το 2008. Αξιολογεί το αποτέλεσμα και τη σχέση κόστους/ αποτελεσματικότητας του EURODAC, καθώς και την ποιότητα της υπηρεσίας της κεντρικής μονάδας του.

1.2. Εξελίξεις στο νομικό τομέα και στον τομέα των πολιτικών

Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων (σχετικά με την αποτελεσματικότητα του κανονισμού EURODAC και τη βελτίωση της συμβολής του συστήματος στην απλούστευση της εφαρμογής του κανονισμού EURODAC) που επισημαίνονται στην έκθεσή της σχετικά με την αξιολόγηση του συστήματος του Δουβλίνου, η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2007 (καλούμενη εφεξής «έκθεση αξιολόγησης»),[3] η Επιτροπή υπέβαλε στις 3 Δεκεμβρίου 2008 πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού EURODAC[4].

Το 2008, το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού EURODAC επεκτάθηκε προκειμένου να καλύψει την Ελβετία, η οποία (αφού γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να συμμετάσχει στο σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού EURODAC) συνδέθηκε με το EURODAC την 12η Δεκεμβρίου 2008[5].

2. Η Κεντρική Μονάδα EURODAC[6]

2.1. Διαχείριση του συστήματος

Λαμβάνοντας υπόψη τον αυξανόμενο όγκο των προς διαχείριση δεδομένων (ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών πρέπει να αποθηκεύονται για διάστημα 10 ετών), του παρωχημένου από φυσική άποψη χαρακτήρα της τεχνικής πλατφόρμας (που παραδόθηκε το 2001) και του απρόβλεπτου χαρακτήρα της εξέλιξης του όγκου των συναλλαγών EURODAC μετά την προσχώρηση νέων κρατών μελών,[7] πραγματοποιείται επί του παρόντος αναβάθμιση του συστήματος EURODAC, η οποία προβλέπεται να ολοκληρωθεί κατά το πρώτο τρίμηνο του 2010. Η Επιτροπή υπέγραψε το 2006 τη σύμβαση «Δίκτυο για ασφαλείς διευρωπαϊκές υπηρεσίες τηλεματικής μεταξύ δημόσιων διοικήσεων (s-TESTA»). Κατά το 2007, ξεκίνησε η μετάβαση των κρατών μελών από το παλαιό δίκτυο TESTA II προς το δίκτυο S-TESTA με τη μετάβαση 18 κρατών μελών προς το νέο σύστημα, γεγονός που εξασφάλισε υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας και αξιοπιστίας, ενώ κατά το 2008, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση των λοιπών κρατών μελών.

2.2. Ποιότητα των υπηρεσιών και σχέση κόστους αποτελεσματικότητας

Η Επιτροπή κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να παράσχει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στα κράτη μέλη που είναι και οι τελικοί χρήστες της κεντρικής μονάδας του EURODAC[8]. Κατά το 2008, η κεντρική μονάδα του EURODAC ήταν διαθέσιμη κατά το 99,84% του χρόνου.

Το 2008, αναφέρθηκαν στην Επιτροπή δύο "εσφαλμένες συμπτώσεις", δηλαδή περιπτώσεις εσφαλμένου εντοπισμού από το αυτόματο σύστημα αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων (ΑΣΑΔΑ), μετά την εσφαλμένη σύμπτωση που γνωστοποιήθηκε το 2007. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να επαληθεύουν όλες τις συμπτώσεις (hits) αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού EURODAC 2725/2000/EΚ, δεν είναι προς το παρόν υποχρεωμένα να αναφέρουν τις εσφαλμένες συμπτώσεις στην Επιτροπή[9]. Εντούτοις, με τρεις συνολικά εσφαλμένες συμπτώσεις που αναφέρθηκαν σε περισσότερες από 1,5 εκατ. έρευνες και περισσότερες από 300.000 συμπτώσεις, το σύστημα μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται ως εξαιρετικά αξιόπιστο.

Κατά το 2008, οι δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας της κεντρικής μονάδας ανήλθαν σε 605.720,67 ευρώ. Οι εν λόγω δαπάνες μειώθηκαν σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, δεδομένου ότι τα στοιχεία για το 2007 περιελάμβαναν δαπάνες για την ουσιαστική αναβάθμιση της ικανότητας του Συστήματος Συνέχισης της Λειτουργίας[10]. Εντούτοις, λόγω των αυξημένων δαπανών συντήρησης του συστήματος, οι δαπάνες για το 2008 εξακολουθούν να παρουσιάζουν αύξηση σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη (2004-2005-2006).

Χάρη στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση των υφιστάμενων πόρων και υποδομών που διαχειρίζεται η Επιτροπή, όπως τη χρήση του δικτύου S-TESTA, κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθούν οικονομίες στο επίπεδο των δαπανών EURODAC.

Η Επιτροπή εξασφάλισε επίσης (μέσω του προγράμματος IDABC) τις υπηρεσίες επικοινωνίας και ασφάλειας για τις ανταλλαγές δεδομένων μεταξύ της κεντρικής μονάδας και των εθνικών μονάδων. Οι δαπάνες αυτές, που θα έπρεπε αρχικά να βαρύνουν κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού, καλύφθηκαν τελικά από την Επιτροπή, που χρησιμοποίησε τις κοινές διαθέσιμες υποδομές, γεγονός που επέτρεψε στους εθνικούς προϋπολογισμούς να πραγματοποιήσουν οικονομίες.

2.3. Προστασία και ασφάλεια των δεδομένων

Το άρθρο 18 παράγραφος 2 του κανονισμού EURODAC θεσπίζει μία κατηγορία συναλλαγών που προβλέπει τη δυνατότητα πραγματοποίησης των καλούμενων «ειδικών ερευνών» μετά από αίτηση του προσώπου τα δεδομένα του οποίου είναι αποθηκευμένα στην κεντρική βάση δεδομένων, έτσι ώστε να διαφυλάσσονται τα δικαιώματα που έχει ως ενδιαφερόμενος(-η) να έχει πρόσβαση στα δικά του/της δεδομένα.

Κατά το 2008, σημειώθηκε έντονη μείωση των εν λόγω «ειδικών ερευνών»: Το 2008 διενεργήθηκαν 56 τέτοιες έρευνες έναντι 195 το 2007, παρατηρήθηκε δηλαδή πτώση κατά 71,3%.

Αποτελεί ενθαρρυντική εξέλιξη το γεγονός ότι ο αριθμός των κρατών μελών που διενήργησαν ειδικές έρευνες μειώθηκε κατά το ήμισυ περίπου (8 έναντι 15 κατά το προηγούμενο έτος).

Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις καθώς και στην έκθεση αξιολόγησης, η Επιτροπή εξακολουθεί να προβληματίζεται για τη διενέργεια των εν λόγω ερευνών και θεωρεί ότι ο αριθμός τους είναι υπερβολικά υψηλός. Για να ελεγχθεί καλύτερα αυτό το φαινόμενο, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην πρότασή της για την τροποποίηση του κανονισμού EURODAC την υποχρέωση των κρατών μελών να διαβιβάζουν αντίγραφο της αίτησης πρόσβασης του ενδιαφερομένου στην αρμόδια εθνική αρχή ελέγχου.

Κατόπιν συνεννόησης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), η Επιτροπή είναι αποφασισμένη να λάβει μέτρα κατά των κρατών μελών που συνεχίζουν να καταχρώνται αυτή τη σημαντική διάταξη σχετικά με την προστασία των δεδομένων.

3. Στοιχεία και διαπιστώσεις

Το παράρτημα της παρούσας ετήσιας έκθεσης περιλαμβάνει πίνακες με πραγματικά δεδομένα που παρασχέθηκαν από την κεντρική μονάδα για την περίοδο 01.01.2008 – 31.12.2008. Οι στατιστικές της EURODAC βασίζονται στα αρχεία δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των προσώπων ηλικίας άνω των 14 ετών, τα οποία έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου στα κράτη μέλη, έχουν συλληφθεί κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων ενός κράτους μέλους ή βρίσκονται παράνομα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους (σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κρίνουν απαραίτητο να επαληθεύσουν την ύπαρξη ενδεχόμενης προηγούμενης αίτησης ασύλου).

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα του EURODAC σχετικά με τις αιτήσεις ασύλου δεν είναι συγκρίσιμα με αυτά της Eurostat, τα οποία βασίζονται σε ετήσια στατιστικά δεδομένα που χορηγούνται από τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Εσωτερικών. Υπάρχει σειρά μεθοδολογικών λόγων που εξηγούν την ύπαρξη αυτών των διαφορών. Πρώτον, τα δεδομένα της Eurostat περιλαμβάνουν όλους τους αιτούντες άσυλο, ανεξαρτήτως ηλικίας. Δεύτερον, η Eurostat συλλέγει τα δεδομένα αυτά κάνοντας διάκριση μεταξύ αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια του μηνός αναφοράς (που ενδέχεται να περιλαμβάνουν και επαναλαμβανόμενες αιτήσεις) και αιτούντων άσυλο για πρώτη φορά.

3.1. Επιτυχείς συναλλαγές

Μια «επιτυχής συναλλαγή» είναι μια συναλλαγή που έχει εξετασθεί ορθά από την κεντρική μονάδα, χωρίς να απορριφθεί για λόγους σχετικούς με ζητήματα εγκυρότητας των δεδομένων, σφαλμάτων ή ανεπαρκούς ποιότητας των δακτυλικών αποτυπωμάτων[11].

Κατά το 2008, η κεντρική μονάδα έλαβε συνολικά 357.421 επιτυχείς συναλλαγές, γεγονός που αντιπροσωπεύει συνολική αύξηση κατά 19,1% σε σύγκριση με το 2007 (300.018). Όσον αφορά τον αριθμό των συναλλαγών που αφορούν δεδομένα σχετικά με αιτούντες άσυλο (" κατηγορία 1 "[12]), η αυξητική τάση που παρατηρήθηκε κατά το 2007 συνεχίστηκε και κατά το 2008: σύμφωνα με τις στατιστικές EURODAC εμφανίζεται αύξηση κατά 11,3% (219.557) σε σύγκριση με το 2007 (197.284). Η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζει τη γενική αύξηση του αριθμού των αιτήσεων ασύλου στην ΕΕ κατά το 2008.

Κατά το 2008, μεταβλήθηκε επίσης η τάση σχετικά με τον αριθμό των συλληφθέντων για παράνομη διέλευση εξωτερικού συνόρου (" κατηγορία 2 ")[13]. Μετά από την παρατηρηθείσα μείωση κατά 8% μεταξύ του 2006 και του 2007 (στις 38.173), ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε το 2008 κατά 62,3% (στις 61.945). Η Ιταλία (32.052 έναντι 15.053 το 2007), η Ελλάδα (20.012 έναντι 11.376 το 2007) και η Ισπανία (7.068 έναντι 9.044 το 2007) εισήγαγαν τη μεγάλη πλειοψηφία των αποτυπωμάτων της κατηγορίας 2, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η Ουγγαρία (1.220), το Ηνωμένο Βασίλειο (344) και η Βουλγαρία (307). Κατά το 2008, 7 κράτη μέλη (η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Πορτογαλία) δεν πραγματοποίησαν συναλλαγές της "κατηγορίας 2". Η απόκλιση μεταξύ του αριθμού των δεδομένων της κατηγορίας 2 που απεστάλησαν στο σύστημα EURODAC και σε άλλες πηγές στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον όγκο των παράνομων διελεύσεων συνόρων στα κράτη μέλη, όπως τονίστηκαν στις στατιστικές EURODAC, οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στον ασαφή ορισμό που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού EURODAC[14]. Το ζήτημα αυτό θα διευκρινιστεί στο πλαίσιο της διεξαγόμενης επί του παρόντος αναθεώρησης του κανονισμού EURODAC.

Σημαντική άνοδος παρατηρήθηκε κατά το 2008 όσον αφορά την επιλογή της αποστολής[15] πράξεων της " κατηγορίας 3 "[16] (δεδομένων σχετικών με συλληφθέντες για παράνομη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους μέλους). Μετά την ελαφρά αύξηση που σημειώθηκε μεταξύ του 2006 και του 2007 (στις 64.561), ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε το 2008 στις 75.919, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,6%. Η Ιρλανδία και η Μάλτα παραμένουν τα μόνα κράτη μέλη που δεν απέστειλαν καμία πράξη της «κατηγορίας 3».

3.2. «Συμπτώσεις (hits)»

3.2.1. Συμπτώσεις «κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 1»

Ο πίνακας 3 του παραρτήματος παρουσιάζει, για κάθε κράτος μέλος, τον αριθμό των αιτήσεων ασύλου που αντιστοιχούν στις αιτήσεις ασύλου που έχουν ήδη καταχωρηθεί σε ένα άλλο («αλλοδαπές συμπτώσεις») ή στο ίδιο κράτος μέλος («τοπικές συμπτώσεις»[17]). Παρέχει επίσης ενδείξεις δευτερευουσών κινήσεων αιτούντων άσυλο στην ΕΕ. Εκτός από τις «λογικές» διαδρομές μεταξύ γειτονικών κρατών μελών, παρατηρείται ότι μεγάλος αριθμός (1.739) αιτούντων άσυλο στη Γαλλία και το Βέλγιο (625) έχουν ήδη υποβάλει αίτηση στην Πολωνία, και ότι ο μεγαλύτερος αριθμός αλλοδαπών συμπτώσεων στην Ελλάδα (316) και στην Ιταλία (680) αντιστοιχεί σε αιτήσεις ασύλου που έχουν προγενέστερα καταχωρηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, οι ροές είναι συμμετρικές και το μεγαλύτερο μέρος των συμπτώσεων στις συναλλαγές της «κατηγορίας 1» που εισήχθησαν από το Ηνωμένο Βασίλειο προέκυψε με βάση δεδομένα που υποβλήθηκαν από την Ιταλία (768). Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το 42,2% του συνόλου των μεταγενέστερων αιτήσεων υποβλήθηκαν στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό των προηγούμενων αιτήσεων. Στο Βέλγιο, την Κύπρο, την Τσεχική Δημοκρατία, την Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερο από το ήμισυ του αριθμού των μεταγενέστερων αιτήσεων είχαν υποβληθεί στο ίδιο κράτος μέλος.

3.2.2. Πολλαπλές αιτήσεις ασύλου

Επί συνόλου 219.557 αιτήσεων ασύλου που καταχωρήθηκαν στο σύστημα EURODAC κατά το 2008, 38.445 αιτήσεις αποτελούσαν «πολλαπλές αιτήσεις ασύλου», γεγονός που σημαίνει ότι στις 38.445 περιπτώσεις, τα δακτυλικά αποτυπώματα του ίδιου προσώπου είχαν ήδη καταχωρηθεί ως συναλλαγές της «κατηγορίας 1» (στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος). Επομένως, μια πρώτη ανάγνωση των στατιστικών του συστήματος θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το 17,5% των αιτήσεων ασύλου κατά το 2008 ήταν μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου (δηλ. αιτήσεις που υποβλήθηκαν από το ίδιο πρόσωπο για δύο ή περισσότερες φορές), γεγονός που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 1,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η διαβίβαση συναλλαγής της «κατηγορίας 1» δεν σημαίνει εντούτοις ότι σε όλες τις περιπτώσεις το συγκεκριμένο πρόσωπο υπέβαλε νέα αίτηση ασύλου. Πράγματι, η πρακτική ορισμένων κρατών μελών να καταχωρούν τα δακτυλικά αποτυπώματα όταν αναλαμβάνουν την ευθύνη σύμφωνα με τον κανονισμό του Δουβλίνου δημιουργεί νόθευση των στατιστικών σχετικά με τις πολλαπλές αιτήσεις: η λήψη και η εκ νέου διαβίβαση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του αιτούντος κατά την άφιξη μετά τη μεταγωγή, δυνάμει του κανονισμού του Δουβλίνου, καταδεικνύει εσφαλμένα ότι ο αιτών υπέβαλε νέα αίτηση ασύλου. Η Επιτροπή προτίθεται να επιλύσει το συγκεκριμένο πρόβλημα και, στην πρότασή της για την τροποποίηση του κανονισμού EURODAC, συμπεριέλαβε την απαγόρευση καταχώρησης των μεταγωγών ως νέων αιτήσεων ασύλου.

3.2.3. Συμπτώσεις «κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 2»

Αυτές οι συμπτώσεις παρέχουν ένδειξη των διαδρομών που ακολούθησαν τα πρόσωπα που εισέρχονται παράνομα στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν να υποβάλουν αίτηση ασύλου. Όπως και κατά το προηγούμενο έτος, το μεγαλύτερο μέρος των συμπτώσεων προέκυψε από δεδομένα που απεστάλησαν από την Ελλάδα και την Ιταλία και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, από την Ισπανία και την Ουγγαρία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των συμπτώσεων είναι «τοπικές» (δηλαδή τα πρόσωπα τα οποία εισέρχονται παράνομα στην επικράτεια ενός κράτους υποβάλλουν στη συνέχεια αίτηση ασύλου στην ίδια χώρα[18]). Εξετάζοντας σφαιρικά την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη, ποσοστό μεγαλύτερο από το ήμισυ (64,4%) του αριθμού των προσώπων που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διέλευση ενός συνόρου και αποφασίζουν να υποβάλουν αίτηση ασύλου, το πράττουν στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο εισήλθαν παράνομα.

Οι περισσότεροι από εκείνους που εισέρχονται παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Ελλάδα για να μεταβούν στη συνέχεια σε άλλη χώρα επιλέγουν ως προορισμό κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες. Εκείνοι που εισέρχονται από την Ιταλία μεταβαίνουν κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία, την Ελβετία[19] και τη Σουηδία. Οι εισερχόμενοι από την Ισπανία συνήθως κατευθύνονται στη Γαλλία και την Ιταλία, ενώ εκείνοι που εισέρχονται από την Ουγγαρία μεταβαίνουν κυρίως στην Αυστρία.

3.2.4. Συμπτώσεις «κατηγορία 3 έναντι κατηγορίας 1»

Αυτές οι συμπτώσεις παρέχουν ενδείξεις ως προς τις χώρες στις οποίες οι λαθρομετανάστες υπέβαλαν την πρώτη αίτησή τους για τη χορήγηση ασύλου πριν να μεταβούν σε ένα άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι οι συναλλαγές της κατηγορίας 3 δεν είναι υποχρεωτικές και ότι δεν κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής όλα τα κράτη μέλη για τον εν λόγω συστηματικό έλεγχο.

Εντούτοις, από τα διαθέσιμα δεδομένα προκύπτει ότι, όπως και κατά το προηγούμενο έτος, οι συλληφθέντες κατά την παράνομη διαμονή τους στη Γερμανία είχαν συχνά ήδη ζητήσει άσυλο στη Σουηδία ή την Αυστρία και ότι οι συλληφθέντες κατά την παράνομη διαμονή τους στη Γαλλία είχαν συχνά ήδη ζητήσει άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιταλία. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, οι περισσότεροι από τους αιτούντες άσυλο οι οποίοι είχαν αρχικά υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ιταλία βρέθηκαν να διαμένουν παρανόμως στη Νορβηγία. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά μέσο όρο το 19,6% περίπου των προσώπων που συλλαμβάνονται ενώ ευρίσκονται παράνομα στην επικράτεια της ΕΕ έχουν ήδη ζητήσει άσυλο σε κάποιο κράτος μέλος.

3.3. Καθυστερήσεις στη διαβίβαση

Ο κανονισμός EURODAC επί του παρόντος προβλέπει απλώς μια πολύ αόριστη προθεσμία για τη διαβίβαση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, γεγονός που στην πράξη είναι δυνατό να προκαλεί σοβαρές καθυστερήσεις. Πρόκειται για ζήτημα καίριας σημασίας, λόγω του ότι η καθυστερημένη διαβίβαση ενδέχεται να οδηγήσει σε αποτελέσματα αντίθετα προς τις αρχές για τον προσδιορισμό της ευθύνης που διατυπώνονται στον κανονισμό του Δουβλίνου. Το ζήτημα των υπερβολικών καθυστερήσεων μεταξύ της λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της αποστολής τους στη κεντρική μονάδα EURODAC επισημάνθηκε στις προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις και χαρακτηρίστηκε ως πρόβλημα εφαρμογής στην έκθεση αξιολόγησης.

Μετά τη βελτίωση που σημειώθηκε κατά το προηγούμενο έτος, το 2008 διαπιστώθηκε γενική αύξηση των καθυστερήσεων στη διαβίβαση, με χειρότερο αποτέλεσμα την καθυστέρηση 22,09 ημερών[20]. Η Επιτροπή πρέπει να υπενθυμίσει το γεγονός ότι η καθυστερημένη διαβίβαση μπορεί να καταλήξει σε εσφαλμένο καθορισμό ενός κράτους μέλους στο πλαίσιο δύο διαφορετικών σεναρίων που περιγράφονται συνοπτικά στην προηγούμενη ετήσια έκθεση 2006: «εσφαλμένες συμπτώσεις»[21] και «ματαιωμένες συμπτώσεις»[22].

Ο αριθμός των εσφαλμένων και ματαιωμένων συμπτώσεων αποδεικνύει σαφώς τη μειωμένη απόδοση όσον αφορά τη διαβίβαση δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Κατά το 2008, η κεντρική μονάδα εντόπισε 450 "ματαιωμένες συμπτώσεις", δηλαδή 7,5 φορές περισσότερες σε σχέση με τα στοιχεία του 2007 (60). Οι "εσφαλμένες συμπτώσεις" ήταν 324 (233 το 2007). Με βάση τα ανωτέρω αποτελέσματα, η Επιτροπή κάλεσε εκ νέου τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διαβιβάζουν τα δεδομένα τους σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 8 του κανονισμού EURODAC.

Στην πρόταση τροποποίησης του κανονισμού EURODAC, η Επιτροπή πρότεινε προθεσμία 48 ωρών για τη διαβίβαση δεδομένων στην κεντρική μονάδα EURODAC.

3.4. Ποιότητα των συναλλαγών

Για το σύνολο των κρατών μελών, το μέσο ποσοστό των συναλλαγών που απορρίφθηκαν κατά το 2008 ανήλθε σε 6,4%, ποσοστό σχεδόν ίδιο με εκείνο των προηγουμένων ετών (2006: 6,03%, 2007: 6,13%). Σε 6 κράτη μέλη το ποσοστό απόρριψης υπερέβαινε το 10%: στην Εσθονία (26, 67%), τη Μάλτα, τη Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε 13 κράτη μέλη το ποσοστό απόρριψης ήταν πάνω από το μέσο όρο. Πρέπει να τονιστεί ότι το ποσοστό απόρριψης δεν εξαρτάται από αδυναμίες τεχνολογικής ή συστημικής φύσης. Η απόρριψη οφείλεται συνήθως στη χαμηλή ποιότητα λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη, σε ανθρώπινο σφάλμα ή σε εσφαλμένη διάρθρωση του εξοπλισμού του κράτους μέλους αποστολής. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν επανειλημμένες απόπειρες αποστολής των ίδιων δακτυλικών αποτυπωμάτων μετά την απόρριψή τους από το σύστημα για λόγους ποιότητας. Μολονότι η Επιτροπή αναγνωρίζει το γεγονός ότι κάποιες καθυστερήσεις ενδέχεται να προκληθούν από την προσωρινή αδυναμία λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων (κατεστραμμένα ακροδάκτυλα ή άλλα προβλήματα υγείας που εμποδίζουν την ταχεία λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων), θίγει εκ νέου το πρόβλημα των γενικά υψηλών ποσοστών απόρριψης, το οποίο έχει ήδη υπογραμμιστεί σε προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις και καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν ειδική κατάρτιση στους εθνικούς φορείς EURODAC, καθώς και να διαμορφώσουν ορθά τον εξοπλισμό τους προκειμένου να μειωθεί το εν λόγω ποσοστό απορρίψεων.

4. Συμπεράσματα

Κατά το 2008, η κεντρική μονάδα EURODAC συνέχισε να έχει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα από άποψη ταχύτητας, αποτελεσμάτων, ασφάλειας και κόστους-αποδοτικότητας.

Η λογική συνέπεια της συνολικής αύξησης των αιτήσεων ασύλου στην ΕΕ κατά το 2008 είναι ότι αυξήθηκε και ο αριθμός συναλλαγών «της κατηγορίας 1» που εισήχθησαν στο σύστημα EURODAC. Ο αριθμός των συναλλαγών «της κατηγορίας 2» αυξήθηκε κατά 62,3%, ενώ ο αριθμός των συναλλαγών «της κατηγορίας 3» αυξήθηκε κατά 17,6%.

Η πρόσφατη έξαρση των υπερβολικών καθυστερήσεων στη διαβίβαση δεδομένων στην κεντρική μονάδα EURODAC εξακολουθεί να προβληματίζει.

Πίνακας 1: Κεντρική μονάδα EURODAC, κατάσταση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων στις 31/12/2008

[pic]

Πίνακας 2: Επιτυχείς συναλλαγές με την κεντρική μονάδα EURODAC κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 3: Κατανομή των συμπτώσεων – κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 1, κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 4: Κατανομή των συμπτώσεων – κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 2, κατά το 2008

[pic] |

Πίνακας 5: Κατανομή των συμπτώσεων – κατηγορία 3 έναντι κατηγορίας 1, κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 6: Απορριφθείσες συναλλαγές, ποσοστό κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 7: Μέση προθεσμία μεταξύ της λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της αποστολής τους στην κεντρική μονάδα EURODAC, κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 8: Εσφαλμένες συμπτώσεις – κατηγορία 1 έναντι κατηγορίας 1 , κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 9: Κατανομή των ματαιωμένων συμπτώσεων CAT1/CAT2 λόγω καθυστερημένης αποστολής της CAT2, κατά το 2008

[pic]

Πίνακας 10: Κατανομή των συμπτώσεων σε σχέση με τις περιπτώσεις κλειδώματος δεδομένων (άρθρο 12 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2725/2000), κατά το 2008 [pic]

Πίνακας 11: Αριθμός διαβιβάσεων της κατηγορίας 9 ανά κράτος μέλος, κατά το 2008

[pic]

[1] ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ.1.

[2] Άρθρο 24 παράγραφος 1 του κανονισμού EURODAC.

[3] Έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την αξιολόγηση του συστήματος του Δουβλίνου, COM (2007) 299 τελικό {SEC(2007) 742}..

[4] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του «EURODAC» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού του Δουβλίνου, COM(2008) 825.

[5] Η Επιτροπής παρέσχε στην Ελβετία συνδρομή προκειμένου να συνδεθεί με το σύστημα EURODAC, κυρίως στο πλαίσιο προηγούμενων δοκιμών λειτουργίας.

[6] Γενική περιγραφή της κεντρικής μονάδας EURODAC, καθώς και οι ορισμοί των διαφόρων ειδών συναλλαγών που επεξεργάζεται το σύστημα και των συμπτώσεων που μπορούν να προκύψουν, συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας EURODAC. Βλέπε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – πρώτη ετήσια έκθεση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας EURODAC, SEC (2004)557, σ.6.

[7] Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και η Νορβηγία και η Ισλανδία, εφαρμόζουν τον κανονισμό του Δουβλίνου και τον κανονισμό EURODAC. Κατά συνέπεια, η έννοια του «κράτους μέλους» που χρησιμοποιείται στην παρούσα έκθεση καλύπτει τα 29 κράτη που χρησιμοποιούν τη βάση δεδομένων EURODAC.

[8] Αυτές οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν όχι μόνο εκείνες που παρέχονται απευθείας από την κεντρική μονάδα (για παράδειγμα ικανότητα σύγκρισης, αποθήκευση δεδομένων, κλπ.) αλλά εξίσου τις υπηρεσίες επικοινωνίας και ασφάλειας για τη διαβίβαση δεδομένων μεταξύ της κεντρικής μονάδας και των εθνικών σημείων πρόσβασης.

[9] Η Επιτροπή πρότεινε να προστεθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να επισημάνουν όλες τις εσφαλμένες συμπτώσεις κατά την αναθεώρηση του κανονισμού EURODAC.

[10] Το Σύστημα Συνέχισης της Λειτουργίας χρησιμοποιείται σε περίπτωση έλλειψης διαθεσιμότητας της κεντρικής μονάδας, ενώ έχει επίσης δυνατότητες δοκιμής, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη ή στις συνδεδεμένες χώρες να προβαίνουν σε δοκιμές νέων λύσεων.

[11] Ο πίνακας 2 του παραρτήματος ορίζει λεπτομερώς ανά κράτος μέλος τον αριθμό των επιτυχών συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί σε κάθε κατηγορία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2008 και της 31ης Δεκεμβρίου 2008.

[12] Δεδομένα σχετικά με τις αιτήσεις ασύλου . Δακτυλικά αποτυπώματα (πλήρη αποτυπώματα των 10 δακτύλων) των αιτούντων άσυλο αποστέλλονται για σύγκριση με τα δακτυλικά αποτυπώματα άλλων αιτούντων άσυλο που είχαν υποβάλει προηγούμενη αίτηση σε άλλο κράτος μέλος. Αυτά τα ίδια δεδομένα θα συγκριθούν επίσης με τα δεδομένα της «κατηγορίας 2» (βλέπε κάτωθι). Αυτά τα δεδομένα θα διατηρηθούν για 10 έτη, εξαιρουμένων ορισμένων ειδικών περιπτώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (για παράδειγμα, πρόσωπο που έχει αποκτήσει την ιθαγένεια ενός εκ των κρατών μελών), σύμφωνα με τις οποίες τα δεδομένα του συγκεκριμένου προσώπου διαγράφονται.

[13] Δεδομένα σχετικά με συλληφθέντες για παράνομη διέλευση εξωτερικού συνόρου αλλοδαπούς οι οποίοι δεν επαναπροωθήθηκαν . Αυτά τα δεδομένα (πλήρη αποτυπώματα των 10 δακτύλων) αποστέλλονται για αποθήκευση μόνο, με σκοπό να συγκριθούν με τα δεδομένα αιτούντων άσυλο που υπεβλήθησαν προηγουμένως στη κεντρική μονάδα. Αυτά τα δεδομένα διατηρούνται για δύο έτη εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει τίτλο διαμονής, εγκαταλείπει την επικράτεια του κράτους μέλους ή αποκτά την ιθαγένεια ενός εκ των κρατών μελών, οπότε τα δεδομένα αυτά διαγράφονται ταχέως.

[14] "Κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις που ορίζουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αλλοδαπού ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών που συλλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές ελέγχου κατά την παράνομη διάβαση δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος των συνόρων του εν λόγω κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, ο οποίος δεν αποπέμπεται ."

[15] Και κατά συνέπεια σύγκρισης δεδομένων σχετικά με τους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν συλληφθεί για παράνομη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους μέλους με τα δακτυλικά αποτυπώματα προηγουμένως καταχωρηθέντων αιτούντων άσυλο.

[16] Δεδομένα σχετικά με αλλοδαπούς που βρίσκονται παράνομα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους . Αυτά τα δεδομένα, που δεν αποθηκεύονται, συγκρίνονται με τα δεδομένα που αφορούν τους αιτούντες άσυλο που έχουν αποθηκευθεί στην κεντρική βάση δεδομένων. Η διαβίβαση των δεδομένων αυτής της κατηγορίας είναι προαιρετική για τα κράτη μέλη.

[17] Οι στατιστικές που αφορούν τοπικές συμπτώσεις που περιλαμβάνονται στους πίνακες δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά στις συμπτώσεις που διαβιβάζονται από την κεντρική μονάδα και καταχωρούνται από τα κράτη μέλη. Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν πάντα τη δυνατότητα που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, η οποία τους επιτρέπει να ζητούν από την κεντρική μονάδα να πραγματοποιεί σύγκριση με τα δικά τους δεδομένα που είναι ήδη αποθηκευμένα στην κεντρική βάση δεδομένων. Εντούτοις, ακόμα και όταν τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν αυτή τη δυνατότητα, η κεντρική μονάδα οφείλει, για τεχνικούς λόγους, να πραγματοποιεί πάντα σύγκριση με όλα τα δεδομένα (εθνικά και αλλοδαπά) που αποθηκεύονται στην κεντρική μονάδα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμα και αν υπάρχει σύμπτωση με τα εθνικά δεδομένα, η κεντρική μονάδα θα περιοριστεί να απαντήσει αρνητικά («no hit») επειδή το κράτος μέλος δεν ζήτησε τη σύγκριση των υποβληθέντων δεδομένων έναντι των δικών τους δεδομένων.

[18] Μια αίτηση ασύλου ακυρώνει μια παράνομη είσοδο και κατά συνέπεια δεν είναι απαραίτητο να αποσταλεί συναλλαγή «κατηγορίας 2» όταν κάποιος που συλλαμβάνεται στα σύνορα υποβάλει ταυτόχρονα αίτηση ασύλου.

[19] Τα στατιστικά στοιχεία για την Ελβετία πρέπει να εξετάζονται λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η χώρα αυτή συνδέθηκε με το σύστημα EURODAC μόλις στις 12 Δεκεμβρίου 2008 και, κατά συνέπεια, οι στατιστικές της αντιπροσωπεύουν δραστηριότητα μόλις 3 εβδομάδων στο πλαίσιο του συστήματος.

[20] Μέση ετήσια καθυστέρηση κατά τη διαβίβαση μιας κατηγορίας δεδομένων του κράτους μέλους που έχει σημειώσει τα χειρότερα αποτελέσματα σχετικά με το ζήτημα.

[21] Στο ούτως αποκαλούμενο σενάριο των « εσφαλμένων συμπτώσεων », ένας υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος (A), του οποίου οι αρχές λαμβάνουν τα δακτυλικά του/της αποτυπώματα. Καθόσον χρονικό διάστημα εκκρεμεί η αποστολή των συγκεκριμένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στη κεντρική μονάδα (συναλλαγή της κατηγορίας 1), το ίδιο πρόσωπο μπορεί ήδη να παρουσιαστεί σε ένα άλλο κράτος μέλος (B) και να υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου . Αν το εν λόγω κράτος μέλος B διαβιβάσει τα δακτυλικά αποτυπώματα πρώτο, τα δακτυλικά αποτυπώματα που διαβιβάζονται από το κράτος μέλος A θα καταχωρηθούν στη βάση δεδομένων αργότερα από τα αποτυπώματα που απεστάλησαν από το κράτος μέλος Β και θα δημιουργήσουν κατά συνέπεια σύμπτωση προερχόμενη από τη σύγκριση των δεδομένων που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος B με τα δεδομένα που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος A. Το κράτος μέλος B θα ορισθεί ως εκ τούτου υπεύθυνο αντί του κράτους μέλους Α, στο οποίο υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση ασύλου.

[22] Στην περίπτωση της καλούμενης « ματαιωμένης σύμπτωσης », ένας υπήκοος τρίτης χώρας συλλαμβάνεται κατά την παράνομη διέλευση ενός συνόρου και τα δακτυλικά του/της αποτυπώματα λαμβάνονται από τις αρχές του κράτους μέλους (A) στο οποίο εισήλθε. Καθόσον χρονικό διάστημα εκκρεμεί η αποστολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων του στην κεντρική μονάδα (συναλλαγή της κατηγορίας 2), το ίδιο πρόσωπο μπορεί ήδη να παρουσιαστεί σε ένα άλλο κράτος μέλος (B) και να υποβάλει αίτηση ασύλου . Με αυτήν την ευκαιρία, οι αρχές του κράτους μέλους (B) θα λάβουν τα δακτυλικά αποτυπώματά του/της. Αν αυτό το κράτος μέλος (B) διαβιβάσει τα δακτυλικά αποτυπώματα (συναλλαγή της κατηγορίας 1) πρώτο, η κεντρική μονάδα θα καταχωρήσει πρώτα μια συναλλαγή της κατηγορίας 1 και το κράτος μέλος (B) θα εξετάσει την αίτηση αντί του κράτους μέλους A. Πράγματι, όταν μια συναλλαγή της κατηγορίας 2 φθάνει μεταγενέστερα, η σύμπτωση θα ματαιωθεί δεδομένου ότι τα δεδομένα της κατηγορίας 2 δεν είναι δυνατόν να ερευνηθούν.

Top