EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008PC0345

Πρόταση κανονισμου του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) {SEC(2008)1994} {SEC(2008)1995}

/* COM/2008/0345 τελικό - COD 2008/0110 */

52008PC0345

Πρόταση κανονισμου του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) {SEC(2008)1994} {SEC(2008)1995} /* COM/2008/0345 τελικό - COD 2008/0110 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 10.6.2008

COM(2008) 345 τελικό

2008/0110 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα)

(υποβληθείσα από την Επιτροπή) {SEC(2008)1994}{SEC(2008)1995}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Οι διάφορες κρίσεις οι οποίες συνδέονταν με τα προϊόντα ζωικής προέλευσης και απείλησαν την ασφάλεια της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων (ΜΣΕ, διοξίνη, αφθώδης πυρετός) οδήγησαν την Κοινότητα στην απόφαση να θεσπίσει ένα συνολικό νομοθετικό πλαίσιο με σκοπό τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και διανομής «από το αγρόκτημα στο τραπέζι». Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκε ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1774/2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο[1] (εφεξής «ο κανονισμός»). Ο κανονισμός ενοποίησε και αναδιατύπωσε τους διάφορους ισχύοντες κανόνες που αφορούσαν τα ζωικά υποπροϊόντα (ΖΥΠ). Επίσης, εισήγαγε αυστηρότερους κανόνες όσον αφορά τη χορήγηση έγκρισης σε εγκαταστάσεις που χειρίζονται ΖΥΠ, τη διοχέτευση και την ιχνηλασιμότητα ορισμένων προϊόντων και την εφαρμογή των προτύπων μεταποίησης, ώστε να είναι βέβαιο ότι τα προϊόντα που παράγονται από ΖΥΠ είναι ασφαλή όταν προορίζονται για ζωοτροφές ή για τεχνικές χρήσεις. Ο κανονισμός εφαρμόστηκε από την 1η Μαΐου 2003.

2. Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Το άρθρο 35 του κανονισμού απαιτεί από τα κράτη μέλη να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν για τη συμμόρφωση με τον κανονισμό. H Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που έλαβε, υπέβαλε έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις 24 Οκτωβρίου 2005 στην οποία παρουσίασε την εμπειρία των 25 κρατών μελών από την εφαρμογή της νομοθεσίας[2].

Επιπλέον, το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ) πραγματοποίησε επιθεωρήσεις και στα 25 κράτη μέλη κατά τα έτη 2004 και 2005 με σκοπό την αξιολόγηση του επιπέδου συμμόρφωσής τους.

Βάσει των στοιχείων που παρείχαν τα κράτη μέλη και των πορισμάτων του ΓΤΚΘ, η έκθεση της Επιτροπής κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του κανονισμού αποτέλεσε πραγματική πρόκληση τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους υπεύθυνους επιχειρήσεων. Παρ’ όλ’ αυτά, η συμμόρφωση των κρατών μελών υπήρξε γενικά ικανοποιητική. Οι επίσημοι έλεγχοι για τα περισσότερα υλικά της κατηγορίας 1 και 2 ήταν ικανοποιητικοί σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, θα έπρεπε να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για να εξασφαλιστεί η αναγκαία ιχνηλασιμότητα της ροής των υλικών που βασίζονται σε ΖΥΠ σε όλες τις αλυσίδες παραγωγής. Η έκθεση συνιστούσε τη λήψη μιας σειράς μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ενιαία εφαρμογή της νομοθεσίας και την αποτελεσματικότητα των επίσημων ελέγχων. Η έκθεση αυτή αποτέλεσε, επίσης, τη βάση για μια ευρεία διαβούλευση μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων μερών που επηρεάζονται από τους κανόνες για τα ΖΥΠ.

3. ΤΟ ΘΕΜΑ

Από τις διαβουλεύσεις σχετικά με την έκθεση προέκυψε ότι αξίζει να επανεξεταστούν τα ακόλουθα σημαντικά θέματα:

► Το βασικό πλαίσιο των διασφαλίσεων που εφαρμόζεται σε όλα τα ΖΥΠ πρέπει να διατηρηθεί.

► Το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τα ΖΥΠ πρέπει να τροποποιηθεί.

► Η αλληλεπίδραση των κανόνων για τα ΖΥΠ με άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέτρα πρέπει να αποσαφηνιστεί.

► Για την κατηγοριοποίηση των ΖΥΠ, καθώς και για τους ελέγχους, πρέπει να υιοθετηθεί μια προσέγγιση που θα βασίζεται περισσότερο στους κινδύνους.

Τα σημαντικά αυτά θέματα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν διακυβεύεται το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων στην Κοινότητα. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων και οι αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να είναι υπεύθυνοι για να εξασφαλίζουν ότι τα ΖΥΠ αποστέλλονται αποκλειστικά σε εγκεκριμένες από το νόμο εγκαταστάσεις. Τροποποιήσεις στους κανόνες μπορούν να γίνουν μόνον εφόσον το επιβάλλει η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας.

4. ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

4.1. Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

4.1.1. Μέθοδος διαβουλεύσεων, τομείς-στόχοι

Όταν υποβλήθηκε η έκθεση στο Συμβούλιο στο τέλος του 2005, τα κράτη μέλη επέδειξαν ευρεία συναίνεση όσον αφορά την επανεξέταση των σημαντικών θεμάτων. Από τις συζητήσεις προέκυψαν περαιτέρω τεχνικά θέματα τα οποία τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής και εξετάζονται στο παρόν πλαίσιο.

Κατά τη διάρκεια εκπόνησης της παρούσας πρότασης πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη (τεχνικούς εμπειρογνώμονες και αρμόδιες αρχές από τα κράτη μέλη και διεθνείς εμπορικούς εταίρους). Περισσότερες από 36 ευρωπαϊκές οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με την τροφική αλυσίδα, τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων (παραγωγοί ΖΥΠ, μεταποιητές, έμποροι και χρήστες, καθώς και ενώσεις καταναλωτών) είχαν αρκετές ευκαιρίες να εκφράσουν τις απόψεις τους σε διμερείς συναντήσεις και ανοικτές διαβουλεύσεις.

Λόγω της αλληλεπίδρασης των κανόνων για τα ΖΥΠ με άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέτρα, η Επιτροπή δημιούργησε μια διυπηρεσιακή διευθύνουσα ομάδα η οποία συνεδρίασε δύο φορές στο διάστημα από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο του 2006.

Έξι ομάδες εργασίες με εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη συναντήθηκαν από τον Ιούλιο έως το Δεκέμβριο του 2006 και συζήτησαν τα σημαντικά ζητήματα που συνδέονται με την επανεξέταση.

Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιήθηκαν σε δύο στάδια:

- Το πρώτο στάδιο περιελάμβανε μια γενική διαβούλευση σχετικά με τα ζητήματα που έχουν προσδιοριστεί και τις πιθανές επιλογές για την αντιμετώπισή τους.

- Στο δεύτερο στάδιο και αφού είχαν προσδιοριστεί οι πιθανές λύσεις, ζητήθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη να παρέχουν στοιχεία σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις των επιλογών πολιτικής.

4.1.2. Απαντήσεις και παρακολούθηση

Γενικά, τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφώνησαν ότι τα ζητήματα που έχουν προκύψει από τις διαβουλεύσεις αντικατοπτρίζουν τους σημαντικούς τομείς που αξίζει να επανεξεταστούν. Ειδικότερα, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην ανοικτή διαβούλευση υποστήριξαν το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να μπορέσουν να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές των κανόνων.

4.2. Συλλογή και χρήση εμπειρογνωμοσύνης

4.2.1. Επιστημονικές γνωμοδοτήσεις

Μετά τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού, το επιστημονικό συμβουλευτικό σώμα της Κοινότητας (η επιστημονική συντονιστική επιτροπή, η οποία αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων από το 2002) εξέδωσε σειρά γνωμοδοτήσεων σχετικά με τα ΖΥΠ, οι οποίες αφορούσαν τη δυνατότητα ελέγχου των κινδύνων μέσω των προδιαγραφών για τη μεταποίηση. Γενικά, οι γνωμοδοτήσεις αυτές συνιστούν να διατηρηθεί η βασική αρχή του κανονισμού, δηλ. η απομάκρυνση από την τροφική αλυσίδα ΖΥΠ που προέρχονται από ζώα ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Πρότειναν, επίσης, ορισμένα μη ασφαλή ζωικά υποπροϊόντα να ανακτώνται και να χρησιμοποιούνται στην παραγωγή π.χ. τεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων υπό αυστηρούς υγειονομικούς όρους.

4.2.2. Χρησιμοποιηθείσα μέθοδος

Χρησιμοποιήθηκαν δύο βασικές μεθοδολογίες:

(1) η ανάλυση των στοιχείων που κατέθεσαν οι αρμόδιες αρχές των 25 κρατών μελών για την εκπόνηση της έκθεσης και

(2) η ανάλυση των στοιχείων που συνέλεξε το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων κατά τη διετία 2004-2005.

Τα στοιχεία που ελήφθησαν και χρησιμοποιήθηκαν δεν είναι δυνατόν να συνοψιστούν εδώ λόγω της έκτασης και της ποικιλίας τους.

Οι εκθέσεις της Επιτροπής είναι διαθέσιμες στις ακόλουθες διευθύνσεις:

http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/animalbyproducts/index_en.htm

http://ec.europa.eu/food/fvo/index_en.htm

4.3. Εκτίμηση επιπτώσεων

Η Επιτροπή πραγματοποίησε μια εσωτερική εκτίμηση των επιπτώσεων, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα εργασίας της για το 2006. Η σχετική έκθεση ([SANCO/2006/10496]) διατίθεται στη διεύθυνση:

[http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/animalbyproducts/index_en.htm]

Στην εκτίμηση των επιπτώσεων εξετάζονται τρεις βασικές επιλογές:

α) Καμία ενέργεια

β) Αυτορρύθμιση, καθοδήγηση ή από κοινού ρύθμιση

γ) Επανεξέταση της νομοθεσίας.

Στα συμπεράσματα της έκθεσης για την εκτίμηση των επιπτώσεων αναφέρεται ότι η επιλογή «καμία ενέργεια» θα οδηγούσε σε διαταραχή του εμπορίου και σοβαρές αρνητικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις. Η επιλογή «αυτορρύθμιση, καθοδήγηση ή από κοινού ρύθμιση» δεν θα μειώσει την επιβάρυνση που οφείλεται στις δυσανάλογες διατάξεις ενός δεσμευτικού από νομική άποψη κειμένου.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της εκτίμησης των επιπτώσεων, η τρίτη επιλογή, δηλ. η επανεξέταση της νομοθεσίας, είναι η καταλληλότερη λύση για τα υπάρχοντα προβλήματα.

5. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

5.1. Συνοπτική παρουσίαση της προτεινόμενης ενέργειας

Στην πρόταση λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της επανεξέτασης του κανονισμού και ενσωματώνονται οι αναθεωρημένες διατάξεις, καθώς και τα υπόλοιπα μέτρα εφαρμογής, σε ένα ενιαίο κείμενο. Οι διατάξεις των παραρτημάτων του κανονισμού, καθώς και οι διατάξεις άλλων κοινοτικών πράξεων που αφορούν την εφαρμογή ή την παρέκκλιση από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όπως οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 811/2003, 79/2005, 92/2005 ή 181/2006, θα ενσωματωθούν σε έναν κανονισμό εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπολογίας. Το κείμενο αυτό θα συνταχθεί παράλληλα, έτσι ώστε να τεθεί σε εφαρμογή ταυτόχρονα με την τρέχουσα πρόταση.

5.2. Νομική βάση

Πρωταρχικός στόχος του κανονισμού είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων. Επομένως, όπως και ο τρέχων κανονισμός, η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 152 παράγραφος 4 στοιχείο β) της Συνθήκης.

5.3. Αρχή της επικουρικότητας

Εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας, εφόσον η πρόταση δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Οι στόχοι της πρότασης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν ικανοποιητικά με ενέργειες των κρατών μελών.

Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα ζωικά υποπροϊόντα είναι δυνατόν να απειλήσουν σοβαρά την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας του ανθρώπου και των ζώων, καθώς και την υγειονομική κατάσταση του ζωικού κεφαλαίου όλης της Κοινότητας. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ), τον αφθώδη πυρετό, την κλασική πανώλη των χοίρων και τη διοξίνη έχει δείξει ότι η αντίδραση σε επίπεδο κράτους μέλους μόνον δεν περιορίζει ικανοποιητικά τις σημαντικές απειλές για την υγεία, κυρίως λόγω της στενής διασύνδεσης των οικονομικών τομέων σε όλη την Κοινή Αγορά.

Επιπλέον, τα ΖΥΠ και τα προϊόντα που παρασκευάζονται με βάση τα ΖΥΠ εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες. Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τα εισαγόμενα φορτία ανταποκρίνονται σε υγειονομικές προδιαγραφές τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας.

Οι στόχοι της πρότασης μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα από την Κοινότητα.

Τα ΖΥΠ περιλαμβάνονται στον κατάλογο προϊόντων του παραρτήματος Ι της Συνθήκης. Η διάθεσή τους στην αγορά αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος τόσο για ένα μέρος του αγροτικού πληθυσμού όσο και για τις βιομηχανίες που μεταποιούν ορισμένα ΖΥΠ. Για να εξασφαλιστεί η ορθολογική ανάπτυξη στον τομέα αυτό, να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, πρέπει να καθοριστούν κανόνες για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα, σε κοινοτικό επίπεδο.

5.4. Αναλογικότητα και απλοποίηση

Η πρόταση απλοποιεί περαιτέρω τη νομοθεσία, μειώνει το διοικητικό φόρτο για τις αρμόδιες αρχές (σε επίπεδο ΕΕ, κρατών μελών και τρίτων χωρών) και για τους οικονομικούς παράγοντες, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων.

Στόχος της είναι η ενοποίηση όλων των μέτρων εφαρμογής και των παρεκκλίσεων (έως σήμερα υπάρχουν συνολικά 14 πράξεις) που έχουν εκδοθεί από την εφαρμογή του κανονισμού σε ένα ενιαίο κείμενο.

Θα αποσαφηνιστεί η αλληλεπίδραση των κανόνων για τα ζωικά υποπροϊόντα με κοινοτικά νομοθετικά μέτρα άλλων τομέων (τρόφιμα, ζωοτροφές, απόβλητα, καλλυντικά προϊόντα, φαρμακευτικά και ιατροτεχνολογικά προϊόντα). Στις περιπτώσεις στις οποίες το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας επιτρέπει μια τέτοιου είδους λύση θα αποφευχθούν οι διπλές απαιτήσεις έγκρισης και διοχέτευσης.

Η έγκριση της πρότασης θα έχει ως συνέπεια την κατάργηση του ισχύοντος κανονισμού.

6. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Με βάση την πρακτική εμπειρία και την επιστημονική γνώση, καθώς και το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων, τα κύρια στοιχεία της πρότασης είναι αφενός ότι διατηρείται το υψηλό επίπεδο ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών και προστασίας των καταναλωτών και αφετέρου ότι προσφέρεται:

i. Αποσαφήνιση

Εισάγεται ένα τελικό σημείο στον κύκλο ζωής των ΖΥΠ ώστε να είναι σαφές το σημείο από το οποίο ένα ΖΥΠ παύει να καλύπτεται από τις απαιτήσεις του κανονισμού στη διάρκεια της αλυσίδας παρασκευής. Το σημείο αυτό μπορεί να καθοριστεί σε διάφορα στάδια, ανάλογα με τη φύση του ΖΥΠ που χρησιμοποιείται, τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας μεταποίησης ή την προβλεπόμενη τελική χρήση του προϊόντος που παρασκευάζεται με βάση ΖΥΠ.

Όσον αφορά την ανασφάλεια δικαίου σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τα ΖΥΠ που προέρχονται από θηράματα, κλείνουν πιθανά κενά στον τομέα της υγιεινής με την εισαγωγή παράλληλων διατάξεων στη νομοθεσία για την υγιεινή των τροφίμων.

Όσον αφορά την αλληλεπίδραση με άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέτρα , για την έγκριση των εγκαταστάσεων και την εκτέλεση των επίσημων ελέγχων, αποφεύγονται οι διπλές διαδικασίες απαιτήσεων, εφόσον οι στόχοι που καλύπτονται από ένα νομοθετικό πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκονται επαρκώς από ένα άλλο νομοθετικό πλαίσιο.

ii. Μια προσέγγιση που βασίζεται περισσότερο στον κίνδυνο

Ενισχύεται η πρωταρχική ευθύνη των υπευθύνων των επιχειρήσεων να εξασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων του κανονισμού, σύμφωνα με την προσέγγιση που έχει υιοθετηθεί στην κοινοτική νομοθεσία για την υγιεινή των τροφίμων και των ζωοτροφών. Με τον τρόπο αυτό οι αρμόδιες αρχές θα μπορέσουν να επικεντρώσουν τους πόρους τους στον έλεγχο της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με την υποχρέωση αυτή.

Ειδικότερα όσον αφορά την παρασκευή προϊόντων με βάση ΖΥΠ που δεν συνδέονται άμεσα με την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας των ανθρώπων και των ζώων (εκτός από εκείνα που παράγονται για ζωοτροφές εκτρεφόμενων ζώων ή για οργανικά λιπάσματα), οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων θα έχουν αυξημένες ευθύνες για τη διάθεση στην αγορά ασφαλών προϊόντων. Εάν χρησιμοποιούν ασφαλείς πρώτες ύλες για την παραγωγή, αναπτύσσουν ασφαλείς διαδικασίες μεταποίησης ή χρησιμοποιούν ΖΥΠ για τελικούς σκοπούς οι οποίοι είναι ασφαλείς, θα μπορούν να χρησιμοποιούν ΖΥΠ όλων των κατηγοριών. Περαιτέρω λεπτομέρειες όσον αφορά την επιλογή αυτή θα καθοριστούν με τη μορφή κανόνων εφαρμογής.

Νέα προϊόντα, τα οποία έχει αποδειχτεί ότι δημιουργούν περιορισμένους μόνο κινδύνους, πρέπει να εισαχθούν στην κατηγοριοποίηση των ΖΥΠ. Ταυτόχρονα, πρέπει να διατηρηθεί το μέτρο προφύλαξης σύμφωνα με το οποίο οποιοδήποτε ΖΥΠ δεν κατατάσσεται ρητώς σε κάποια κατηγορία εμπίπτει στην κατηγορία 2 και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ζωοτροφή εκτρεφόμενων ζώων.

Οι τρέχουσες παρεκκλίσεις που αφορούν την κατ’ εξαίρεση επί τόπου ταφή και καύση σε περιπτώσεις επιδημιών νόσων πρέπει να αποσαφηνιστούν και να επεκταθούν σε καταστάσεις στις οποίες οι διαδικασίες ανάκτησης σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του κανονισμού δυσχεραίνονται πρακτικά πολύ, όπως κατά τη διάρκεια φυσικών καταστροφών.

7. ΑΛΛΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

7.1. Συνέπεια με άλλες πολιτικές και στόχους της Ένωσης

Η πρόταση είναι συνεπής με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές, ιδίως με την πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας σε σχέση με τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων στις ζωοτροφές, στα καλλυντικά προϊόντα, στα φαρμακευτικά και ιατροτεχνολογικά προϊόντα.

7.2. Δημοσιονομικές Επιπτώσεις

Η πρόταση δεν έχει χρηματοοικονομικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

7.3. Άλλα στοιχεία

Η πρόταση συμβαδίζει με τη δέσμευση της Επιτροπής στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας για τη βελτίωση του κοινοτικού κεκτημένου, την αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων για την υγεία με ικανοποιητικά μέτρα και την παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Συνάδει επίσης με το πρόγραμμα για τη «βελτίωσης της νομοθεσίας» της Επιτροπής[3].

2008/0110 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 152 παράγραφος 4 στοιχείο β),

την πρόταση της Επιτροπής[4],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[5],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[6],

ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο αποτελούν δυνητική πηγή κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Κατά το παρελθόν οι κρίσεις που συνδέθηκαν την εκδήλωση εστιών αφθώδους πυρετού, την εξάπλωση μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, όπως η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ), και την ύπαρξη διοξινών σε ζωοτροφές κατέδειξαν τις συνέπειες από την ακατάλληλη χρήση ορισμένων ζωικών υποπροϊόντων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας των ανθρώπων και των ζώων και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Επιπλέον, τέτοιου είδους κρίσεις μπορούν επίσης να έχουν ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία γενικά, λόγω του αντικτύπου τους στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση των αγροτών και των εμπλεκόμενων βιομηχανικών κλάδων, καθώς και στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων ζωικής προέλευσης. Η εκδήλωση εστιών νόσων μπορεί επίσης να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όχι μόνο λόγω των προβλημάτων διάθεσης που δημιουργούνται, αλλά και λόγω των συνεπειών για τη βιοποικιλότητα.

(2) Τα ζωικά υποπροϊόντα προέρχονται κυρίως από τη σφαγή ζώων για κατανάλωση από τον άνθρωπο και από τη διαδικασία διάθεσης των νεκρών ζώων λόγω μέτρων ελέγχου των νόσων. Ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής τους αποτελούν δυνητική απειλή για τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον. Η απειλή αυτή πρέπει να ελεγχθεί επαρκώς είτε με τη διοχέτευση των προϊόντων αυτών σε ασφαλή μέσα διάθεσης είτε με τη χρησιμοποίησή τους για διάφορους σκοπούς με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται αυστηροί όροι οι οποίοι ελαχιστοποιούν τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία.

(3) Η διάθεση όλων των ζωικών υποπροϊόντων δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή, καθώς θα οδηγούσε σε δυσβάσταχτο κόστος και κινδύνους για το περιβάλλον. Αντίθετα, είναι σαφές πως είναι προς το συμφέρον όλων των πολιτών ένα μεγάλο φάσμα ζωικών υποπροϊόντων να χρησιμοποιούνται με βιώσιμο τρόπο για διάφορες εφαρμογές, με την προϋπόθεση ότι ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για την υγεία. Ένα μεγάλο φάσμα ζωικών υποπροϊόντων χρησιμοποιούνται πράγματι ευρέως σε σημαντικούς παραγωγικούς κλάδους, όπως είναι οι βιομηχανίες των φαρμάκων, των ζωοτροφών και του δέρματος.

(4) Οι νέες τεχνολογίες έχουν επεκτείνει τις πιθανές χρήσεις των ζωικών υποπροϊόντων σε μεγάλο αριθμό παραγωγικών κλάδων. Ωστόσο, η χρήση των νέων αυτών τεχνολογιών είναι πιθανόν να δημιουργεί κινδύνους για την υγεία, οι οποίοι πρέπει επίσης να ελαχιστοποιηθούν.

(5) Πρέπει να δημιουργηθεί ένα συνεκτικό και συνολικό πλαίσιο κοινοτικών υγειονομικών κανόνων για τη συλλογή, το χειρισμό, τη μεταποίηση, τη διάθεση ή τη χρήση των ζωικών υποπροϊόντων.

(6) Οι γενικοί αυτοί κανόνες πρέπει να είναι ανάλογοι με τον κίνδυνο που παρουσιάζουν τα ζωικά υποπροϊόντα για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων κατά τα διάφορα στάδια του χειρισμού τους σε όλη την αλυσίδα των διαδικασιών από τη συλλογή έως τη χρήση ή την απόρριψή τους. Στους κανόνες αυτούς πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι για το περιβάλλον που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αυτών. Το κοινοτικό πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνει υγειονομικούς κανόνες για τη διάθεση στην αγορά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο και την εισαγωγή ζωικών υποπροϊόντων, κατά περίπτωση.

(7) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο[7], ορίζει τους κοινοτικούς κανόνες που ισχύουν για τα ζωικά υποπροϊόντα. Έχοντας ως βάση τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, ο εν λόγω κανονισμός εισήγαγε μια σειρά κανόνων αποσκοπώντας στην προστασία της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών, οι οποίοι συμπληρώνουν την κοινοτική νομοθεσία για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Οι κανόνες αυτοί έχουν βελτιώσει κατά πολύ το επίπεδο προστασίας έναντι των κινδύνων που παρουσιάζουν τα ζωικά υποπροϊόντα στο εσωτερικό της Κοινότητας.

(8) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 εισήγαγε την κατηγοριοποίηση των ζωικών υποπροϊόντων σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου που ενέχουν. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων υποχρεώνονται να φυλάσσουν χωριστά τις διάφορες κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων, εάν επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τα ζωικά υποπροϊόντα τα οποία δεν παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, ιδίως εάν τα προϊόντα αυτά προέρχονται από υλικά τα οποία είναι κατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Επίσης, ο εν λόγω κανονισμός εισήγαγε την αρχή ότι τα υλικά υψηλού κινδύνου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε ζωοτροφές εκτρεφόμενων ζώων και ότι τα υλικά που προέρχονται από ζώα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή σε ζώα του είδους από το οποίο προέρχονται. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό και πάλι, στην τροφική αλυσίδα των ζώων πρέπει να εισέρχονται μόνον υλικά από ζώα τα οποία έχουν υποβληθεί σε κτηνιατρική επιθεώρηση. Επιπλέον, καθορίζει τους κανόνες για τις προδιαγραφές της μεταποίησης που εξασφαλίζουν τη μείωση των κινδύνων.

(9) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με τον εν λόγω κανονισμό. Η έκθεση πρέπει να συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από νομοθετικές προτάσεις. Στην έκθεση που υποβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2005[8] τονιζόταν ότι οι αρχές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 πρέπει να διατηρηθούν. Επιπλέον, υπογραμμίζονταν οι τομείς για τους οποίους εθεωρούντο αναγκαίες οι τροποποιήσεις στον εν λόγω κανονισμό, ιδίως όσον αφορά τις διευκρινίσεις για την εφαρμογή των κανόνων στα τελικά προϊόντα, τη σχέση με τα άλλα κοινοτικά νομοθετικά μέτρα και την κατηγοριοποίηση ορισμένων υλικών. Τα πορίσματα μιας σειράς διερευνητικών αποστολών που πραγματοποιήθηκαν στα κράτη μέλη από το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ) το 2004 και το 2005 υποστήριξαν τα συμπεράσματα αυτά. Σύμφωνα με το ΓΤΚΘ πρέπει να βελτιωθεί η ιχνηλασιμότητα της ροής των ζωικών υποπροϊόντων, καθώς και η αποτελεσματικότητα και η εναρμόνιση των επίσημων ελέγχων.

(10) Η επιστημονική συντονιστική επιτροπή, την οποία διαδέχθηκε η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) το 2002, εξέδωσε μια σειρά γνωμοδοτήσεων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές καταδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης των κύριων αρχών του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, ιδίως την αρχή ότι τα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από ζώα τα οποία, ύστερα από υγειονομική επιθεώρηση, έχουν κριθεί ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο δεν πρέπει να εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα. Ωστόσο, τα ζωικά υποπροϊόντα αυτά επιτρέπεται να ανακτώνται και να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων βάσει συγκεκριμένων υγειονομικών προϋποθέσεων.

(11) Τόσο στα συμπεράσματα της προεδρίας του Συμβουλίου σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής, τα οποία εγκρίθηκαν το Δεκέμβριο του 2005, όσο και στις επακόλουθες διαβουλεύσεις που πραγματοποίησε η Επιτροπή τονίστηκε η ανάγκη βελτίωσης των κανόνων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002. Οι κύριοι στόχοι των κανόνων για τα ζωικά υποπροϊόντα, δηλαδή ο έλεγχος των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, καθώς και η προστασία της ασφάλειας της τροφικής αλυσίδας των ανθρώπων και των ζώων, πρέπει να καθοριστούν με σαφήνεια. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού πρέπει να επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων αυτών.

(12) Οι κανόνες για τα ζωικά υποπροϊόντα που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να εφαρμόζονται στα προϊόντα τα οποία είναι ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, ιδίως όταν δεν συμμορφώνονται με τη νομοθεσία για την υγιεινή των τροφίμων (ζωικά υποπροϊόντα «κατά το νόμο»). Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί πρέπει, επίσης, να εφαρμόζονται σε προϊόντα τα οποία συμμορφώνονται με ορισμένους κανόνες όσον αφορά την πιθανή τους χρήση για κατανάλωση από τον άνθρωπο, ακόμη και αν προορίζονται τελικά για άλλους σκοπούς (ζωικά υποπροϊόντα «κατ’ επιλογή»).

(13) Επιπλέον, στους κανόνες που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό πρέπει να υπόκεινται τα άγρια ζώα, τα σφάγια ή μέρη σφαγίων αυτών των ζώων, τα οποία υπάρχει πιθανότητα να έχουν μολυνθεί από μεταδοτική νόσο, για να προληφθούν οι κίνδυνοι που παρουσιάζουν. Το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση για τη συλλογή και τη διάθεση των νεκρών άγριων ζώων τα οποία είτε πέθαναν είτε θηρεύτηκαν στο φυσικό τους περιβάλλον. Εφόσον τηρείται η ορθή κυνηγετική πρακτική, τα εντόσθια και άλλα τμήματα του σώματος των άγριων θηραμάτων είναι δυνατόν να διατίθενται με ασφάλεια επί τόπου. Τα ζωικά υποπροϊόντα θηραμάτων υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού μόνον στο βαθμό που η νομοθεσία για την υγιεινή των τροφίμων εφαρμόζεται στη διάθεση στην αγορά των θηραμάτων αυτών και απαιτεί διαδικασίες που πραγματοποιούνται από εγκαταστάσεις χειρισμού θηραμάτων.

(14) Οι κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζονται στα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από υδρόβια ζώα, εκτός του υλικού από σκάφη που λειτουργούν σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία για την υγιεινή των τροφίμων, με εξαίρεση το υλικό για το οποίο είναι σαφές ότι συνδέεται με κίνδυνο νόσου.

(15) Είναι σκόπιμο να αποσαφηνιστεί στον παρόντα κανονισμό ποια ζώα χαρακτηρίζονται ως ζώα συντροφιάς, ώστε τα ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από τα ζώα αυτά να μην χρησιμοποιούνται σε ζωοτροφές εκτρεφόμενων ζώων. Ειδικότερα, ως ζώα συντροφιάς πρέπει να θεωρούνται τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς[9].

(16) Για λόγους συνέπειας της κοινοτικής νομοθεσίας, στον παρόντα κανονισμό χρησιμοποιούνται οι ορισμοί που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών[10]. Πρέπει να γίνει σαφέστερη η αναφορά στην οδηγία 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς[11].

(17) Για λόγους συνέπειας της κοινοτικής νομοθεσίας, στον παρόντα κανονισμό χρησιμοποιείται ο ορισμός του υδρόβιου ζώου που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/88/ΕΚ, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων[12].

(18) Στην οδηγία 1999/31/ΕΚ, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων[13] καθορίζονται οι προϋποθέσεις έκδοσης άδειας για χώρο υγειονομικής ταφής. Ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει διατάξεις για τη διάθεση ζωικών υποπροϊόντων σε χώρους υγειονομικής ταφής για τους οποίους έχει εκδοθεί τέτοια άδεια.

(19) Η κύρια ευθύνη για την εκτέλεση των λειτουργιών αυτών σύμφωνα με τον κανονισμό ανήκει στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, το δημόσιο συμφέρον για την πρόληψη των κινδύνων που απειλούν τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων απαιτεί να εφαρμόζεται ένα σύστημα συλλογής και διάθεσης, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων τα οποία δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ή τα οποία δεν χρησιμοποιούνται για οικονομικούς λόγους. Τα κράτη μέλη οφείλουν να δεσμεύσουν επαρκείς πόρους για την αναγκαία υποδομή για το σκοπό αυτό και πρέπει να εξασφαλίζουν την ομαλή του λειτουργία. Στο σύστημα συλλογής και διάθεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ποσότητα των ζωικών υποπροϊόντων που συγκεντρώνονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Επίσης, για λόγους προφύλαξης το σύστημα πρέπει να μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη διάθεσης εκτεταμένων ποσοτήτων σε περίπτωση εκδήλωσης σοβαρών μεταδοτικών νόσων ή προσωρινών τεχνικών αστοχιών σε υπάρχουσα εγκατάσταση διάθεσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να συνεργάζονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τρίτες χώρες με την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι του παρόντος κανονισμού.

(20) Με σκοπό να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να μην επιτρέπουν την αποστολή ζωικών υποπροϊόντων από περιοχές ή εγκαταστάσεις που είναι υπό περιορισμό, ιδίως στην περίπτωση εκδήλωσης ασθένειας που συγκαταλέγεται στην οδηγία 92/119/ΕΚ τους Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση γενικών κοινοτικών μέτρων καταπολέμησης ορισμένων ασθενειών των ζώων καθώς και ειδικών μέτρων για τη φυσαλιδώδη νόσο των χοίρων[14].

(21) Ο χειρισμός των ζωικών υποπροϊόντων που είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων πρέπει να πραγματοποιείται μόνο σε εγκαταστάσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί προηγουμένως ειδική έγκριση για το σκοπό αυτό. Η προϋπόθεση αυτή ισχύει κυρίως για τις μονάδες αξιοποίησης ζωικών υποπροϊόντων και άλλες εγκαταστάσεις χειρισμού και μεταποίησης μη επεξεργασμένων ζωικών υποπροϊόντων. Πρέπει να επιτρέπεται ο χειρισμός ζωικών υποπροϊόντων περισσότερων της μιας κατηγοριών στις ίδιες εγκαταστάσεις, με την προϋπόθεση ότι αποφεύγεται η αλληλομόλυνση. Πρέπει επίσης να επιτρέπεται η τροποποίηση των όρων αυτών εάν η ποσότητα του προς διάθεση και μεταποίηση υλικού αυξάνεται λόγω εκδήλωσης επιδημίας, με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται πως η προσωρινή αυτή χρήση υπό τους τροποποιημένους όρους δεν οδηγεί σε εξάπλωση των κινδύνων επιδημίας.

(22) Επιπλέον, οι εγκρίσεις αυτές δεν είναι απαραίτητες για μονάδες και εγκαταστάσεις οι οποίες μεταποιούν ή χειρίζονται ορισμένα ασφαλή υλικά, όπως προϊόντα τα οποία έχουν υποστεί επεξεργασία έως ένα βαθμό και δεν παρουσιάζουν πλέον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων. Αυτές οι μονάδες και εγκαταστάσεις πρέπει να είναι καταχωρισμένες σε μητρώα, ούτως ώστε να μπορεί να γίνεται επίσημος έλεγχος της ροής του υλικού και να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητά τους. Ειδικότερα, μονάδες οι οποίες έχουν εγκριθεί ή καταχωριστεί σε μητρώο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών[15], απαιτείται μόνο να καταχωρίζονται σε μητρώο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(23) Οι μονάδες και οι εγκαταστάσεις πρέπει να εγκρίνονται κατόπιν υποβολής στοιχείων στην αρμόδια αρχή τα οποία θα αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις για την υποδομή και τη λειτουργία της μονάδας ή της εγκατάστασης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά οι τυχόν κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων που είναι δυνατόν να προκληθούν από τη διαδικασία που χρησιμοποιείται. Η αρμόδια αρχή πρέπει να πραγματοποιήσει ελέγχους για να διαπιστώσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές.

(24) Μονάδες και εγκαταστάσεις των οποίων οι λειτουργίες έχουν ήδη εγκριθεί σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία για την υγιεινή των τροφίμων και των ζωοτροφών δεν απαιτείται να εγκρίνονται με βάση τον παρόντα κανονισμό, δεδομένου ότι στις εγκρίσεις σύμφωνα με αυτήν την κοινοτική νομοθεσία λαμβάνονται ήδη υπόψη οι στόχοι του παρόντος κανονισμού.

(25) Τα ζωικά υποπροϊόντα ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, βάσει εκτίμησης της επικινδυνότητας. Ενώ τα υλικά που παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για σκοπούς άλλους εκτός της τροφικής αλυσίδας των ζώων, η χρήση υλικού που παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο πρέπει να επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις ασφάλειας.

(26) Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη διαδικασιών οι οποίες εξαλείφουν ή ελαχιστοποιούν τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Πρέπει να είναι δυνατή η τροποποίηση των καταλόγων των υλικών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτή η πρόοδος. Πριν από οποιαδήποτε τέτοιου είδους τροποποίηση και σύμφωνα με τις γενικές αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας, σκοπός της οποίας είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας και υγείας των ζώων, πρέπει να πραγματοποιείται εκτίμηση επικινδυνότητας από τον κατάλληλο επιστημονικό οργανισμό, όπως η ΕΑΑΤ, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ή η Επιστημονική Επιτροπή για τα Καταναλωτικά Προϊόντα, ανάλογα με το είδος του υλικού για το οποίο πρέπει να γίνει η εκτίμηση επικινδυνότητας. Ωστόσο, πρέπει να είναι σαφές ότι εάν έχουν αναμειχθεί υλικά διαφορετικών κατηγοριών, ο χειρισμός του μείγματος πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζονται για το τμήμα του μείγματος που ανήκει στην κατηγορία με τον υψηλότερο κίνδυνο.

(27) Λόγω του υψηλού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, ειδικά το υλικό που μπορεί να παρουσιάζει κίνδυνο μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας (ΜΣΕ) δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ζωοτροφές. Η απαγόρευση αυτή ισχύει για τα άγρια ζώα μέσω των οποίων μπορεί να μεταδοθεί μια μεταδοτική ασθένεια. Η απαγόρευση για το υλικό που παρουσιάζει κίνδυνο ΜΣΕ στις ζωοτροφές πρέπει να γίνεται με την επιφύλαξη των κανόνων για τις ζωοτροφές που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

(28) Η χρήση ορισμένων ουσιών και προϊόντων είναι παράνομη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) του Συμβουλίου αριθ. 2377/90, της 26ης Ιουνίου 1990, για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης[16] και την οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των β- ανταγωνιστικών ουσιών[17] στη ζωική παραγωγή. Επιπλέον, η οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους[18] καθορίζει περαιτέρω κανόνες για τον έλεγχο ορισμένων ουσιών και των καταλοίπων τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους. Επίσης, η οδηγία 96/23/ΕΚ καθορίζει κανόνες σχετικά με την εμφάνιση καταλοίπων ουσιών ή μολυσματικών ουσιών που δεν απαγορεύονται όταν υπερβαίνουν τα καθορισμένα επιτρεπόμενα όρια. Για να εξασφαλιστεί η συνοχή της κοινοτικής νομοθεσίας, τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, στα οποία έχουν ανιχνευτεί ουσίες κατά παράβαση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 και των οδηγιών 96/22/ΕΚ και 96/23/ΕΚ, πρέπει να κατατάσσονται σε υλικά κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, ανάλογα με τον κίνδυνο που παρουσιάζουν για την τροφική αλυσίδα των ανθρώπων και των ζώων.

(29) Η κόπρος και το περιεχόμενο του πεπτικού συστήματος δεν είναι αναγκαίο να απορρίπτονται, με την προϋπόθεση ότι υφίστανται σωστή επεξεργασία ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν μεταδίδονται ασθένειες κατά τη διασπορά τους στο έδαφος. Τα ζωικά υποπροϊόντα ζώων τα οποία πέθαναν στο αγρόκτημα και ζώων τα οποία θανατώθηκαν στο πλαίσιο μέτρων για την εκρίζωση νόσων εκτός των ΜΣΕ δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στην τροφική αλυσίδα των ζώων. Ο περιορισμός αυτός πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στα εισαγόμενα ζωικά υποπροϊόντα τα οποία επιτρέπονται στην Κοινότητα, ακόμη και αν δεν συμμορφώνονται με την κοινοτική νομοθεσία κατά την επιθεώρηση στον κοινοτικό συνοριακό σταθμό, και στα προϊόντα τα οποία δεν συμμορφώνονται με τις ισχύουσες απαιτήσεις κατά τη διάρκεια ελέγχων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας.

(30) Από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, η κατηγοριοποίηση ορισμένων ζωικών υποπροϊόντων εξ ορισμού ως υλικό της κατηγορίας 2 περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πιθανές τους χρήσεις, ενώ δεν είναι οπωσδήποτε ανάλογη προς τον κίνδυνο που παρουσιάζουν. Επομένως, τα ζωικά αυτά υποπροϊόντα θα πρέπει καταταχθούν εκ νέου στο υλικό της κατηγορίας 3, έτσι ώστε να επιτρέπεται η χρήση τους σε ορισμένες περιπτώσεις στις ζωοτροφές. Οποιαδήποτε άλλα ζωικά υποπροϊόντα δεν έχουν καταταχθεί σε κάποια από τις τρεις κατηγορίες, η εξ ορισμού κατηγοριοποίησή τους στα υλικά της κατηγορίας 2 πρέπει να διατηρηθεί για λόγους προφύλαξης και κυρίως για να εξασφαλιστεί ο γενικός αποκλεισμός αυτού του είδους των υλικών από την τροφική αλυσίδα των εκτρεφόμενων ζώων.

(31) Άλλα νομοθετικά μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων[19], δηλαδή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων[20] και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης[21], για τα οποία ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 είναι συμπληρωματικός, αναθέτουν την κύρια ευθύνη για τη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία που αφορά την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων τροφίμων. Σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων των οποίων οι δραστηριότητες εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό πρέπει να έχουν την κύρια ευθύνη για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό. Η βασική υποχρέωση των υπευθύνων αυτών να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον εν λόγω κανονισμό πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω και να προσδιοριστεί όσον αφορά τα μέσα με τα οποία εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα, όπως είναι ξεχωριστή συλλογή και διοχέτευση των ζωικών υποπροϊόντων.

(32) Είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα σύστημα εσωτερικών ελέγχων για να εξασφαλίζεται ότι στο εσωτερικό μιας μονάδας ή μιας εγκατάστασης πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Η σωστή εκτέλεση των εσωτερικών ελέγχων έχει ενδεικτική σημασία για τους ελέγχους που πραγματοποιεί η αρμόδια αρχή. Οι εσωτερικοί έλεγχοι πρέπει να πραγματοποιούνται με σύστημα το οποίο να βασίζεται στις αρχές της ανάλυσης κινδύνου στα κρίσιμα σημεία ελέγχου (HACCP) σε μονάδες στις οποίες μεταποιούνται ζωικά υποπροϊόντα, όπως μονάδες αξιοποίησης ζωικών υποπροϊόντων, μονάδες μετασχηματισμού ζωικών υποπροϊόντων σε βιοαέριο ή λίπασμα και σε μονάδες που χειρίζονται πάνω από μία κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων, όπως οι μονάδες αποθήκευσης πρώτων υλών δύο κατηγοριών. Η δειγματοληψία προϊόντων προκειμένου να ελεγχθούν ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις κοινοτικές προδιαγραφές, όπως τα μικροβιολογικά κριτήρια, δεν πρέπει να είναι υποχρεωτική για τα προϊόντα που πρόκειται να αποτεφρωθούν, να συναποτεφρωθούν ή να απορριφθούν στον ίδιο χώρο, λόγω του ότι οι πιθανοί κίνδυνοι εξαλείφονται χωρίς το προϊόν να διατεθεί στην αγορά.

(33) Τα ζωικά υποπροϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον εάν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων έχουν ελαχιστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της μεταποίησής τους και της διάθεσης στην αγορά των προϊόντων που παρασκευάζονται με βάση τα ζωικά υποπροϊόντα. Εάν δεν πληρούται ο όρος αυτός, τα ζωικά υποπροϊόντα πρέπει να απορρίπτονται υπό συνθήκες ασφάλειας. Οι διαθέσιμες επιλογές για τη χρήση των ζωικών υποπροϊόντων των διαφόρων κατηγοριών πρέπει να αποσαφηνίζονται σε συνέπεια με την άλλη κοινοτική νομοθεσία.

(34) Η διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την περιβαλλοντική νομοθεσία όσον αφορά την υγειονομική ταφή και την αποτέφρωση των αποβλήτων. Για να εξασφαλιστεί η συνέπεια, η αποτέφρωση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την οδηγία 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων[22]. Η συναποτέφρωση των αποβλήτων – είτε ως λειτουργία ανάκτησης είτε ως λειτουργία διάθεσης – υπόκεινται σε παρόμοιες συνθήκες με την αποτέφρωση αποβλήτων όσον αφορά την έγκριση και τη λειτουργία, ιδίως σχετικά με τις οριακές τιμές εκπομπών στον αέρα, τα λύματα και την απόρριψη των καταλοίπων, τις απαιτήσεις ελέγχου, παρακολούθησης και μετρήσεων. Κατά συνέπεια, πρέπει να επιτρέπεται η απευθείας συναποτέφρωση, χωρίς να έχει προηγηθεί μεταποίηση, και των τριών κατηγοριών υλικών.

(35) Η χρήση ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους ως καυσίμων στη διαδικασία καύσης πρέπει να επιτρέπεται και δεν αποτελεί διαδικασία διάθεσης αποβλήτων. Ωστόσο, αυτού του είδους η χρήση πρέπει να πραγματοποιείται υπό συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες να εξασφαλίζουν την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, καθώς και να τηρούν τους ανάλογους περιβαλλοντικούς όρους.

(36) Για λόγους συνοχής της κοινοτικής νομοθεσίας απαιτείται να επιτρέπεται η χρήση σε ζωοτροφές των υλικών που υποβάλλονται σε διαδικασία αποτοξινοποίησης που καθορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές[23].

(37) Ο παρών κανονισμός πρέπει να προβλέπει τη δυνατότητα καθορισμού παραμέτρων για τις μεθόδους μεταποίησης όσον αφορά το χρόνο, τη θερμοκρασία και την πίεση για τα ζωικά υποπροϊόντα, ιδίως για τις μεθόδους που αναφέρονται ως μέθοδοι 2 έως 7 στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

(38) Τα όστρακα των οστρακοειδών από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι μαλακοί ιστοί ή η σάρκα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Λόγω των διαφορετικών πρακτικών που εφαρμόζονται σε όλη την Κοινότητα για την αφαίρεση των μαλακών αυτών ιστών ή της σάρκας από τα όστρακα, πρέπει να είναι δυνατή η χρήση οστράκων από τα οποία δεν έχει αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου ο μαλακός ιστός ή η σάρκα, με την προϋπόθεση ότι η χρήση αυτή δεν οδηγεί στην εμφάνιση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Οι οδηγοί ορθής πρακτικής σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διάδοση της γνώσης όσον αφορά τις σωστές συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να είναι αποδεκτή αυτή η χρήση.

(39) Λόγω των περιορισμένων κινδύνων που παρουσιάζουν τα προϊόντα αυτά για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, η αρμόδια αρχή πρέπει να μπορεί να εγκρίνει την παρασκευή και τη διασπορά στο έδαφος βιοδυναμικών παρασκευασμάτων, που βασίζονται σε υλικά της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3, όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1991, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής[24].

(40) Οι νέες τεχνολογίες που αναπτύσσονται προσφέρουν πλεονεκτήματα όσον αφορά τους τρόπους παραγωγής ενέργειας με βάση τα ζωικά υποπροϊόντα ή τη δυνατότητα ασφαλούς διάθεσης των προϊόντων αυτών. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η σχετική πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι τεχνολογίες αυτές πρέπει να επιτρέπονται ως εναλλακτικές μέθοδοι για τη διάθεση ή τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων σε όλη την Κοινότητα. Εάν μια τεχνολογική διαδικασία έχει αναπτυχθεί από ιδιώτη θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση, ελεγμένη από την αρμόδια αρχή, για να εξεταστεί από την ΕΑΑΤ πριν από τη χορήγηση της έγκρισης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πραγματοποιείται εκτίμηση των δυνατοτήτων της διαδικασίας για τη μείωση των κινδύνων.

(41) Είναι σκόπιμο να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις που ισχύουν για τη διάθεση στην αγορά των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους και προορίζονται για ζωοτροφές, καθώς και των οργανικών λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους για να εξασφαλιστεί η προστασία της τροφικής αλυσίδας των ανθρώπων και των ζώων. Μόνο υλικά της κατηγορίας 3 πρέπει να χρησιμοποιούνται για ζωοτροφές. Τα λιπάσματα που παράγονται με βάση ζωικά υποπροϊόντα είναι πιθανόν να επηρεάζουν την τροφική αλυσίδα των ανθρώπων και των ζώων. Όταν παρασκευάζονται από πρωτεϊνούχο υλικό πρέπει να προστίθεται ένα συστατικό στοιχείο, όπως μια ανόργανη ουσία ή μια ουσία η πέψη της οποίας είναι αδύνατη, ώστε να αποτρέπεται η απευθείας χρήση τους σε ζωοτροφές.

(42) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1523/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την απαγόρευση της εμπορίας, των εισαγωγών και των εξαγωγών από την Κοινότητα γούνας γάτας και σκύλου και προϊόντων που περιέχουν τέτοια γούνα[25] ορίζει τη γενική απαγόρευση της εμπορίας, των εισαγωγών και των εξαγωγών από την Κοινότητα γούνας γάτας και σκύλου και προϊόντων που περιέχουν τέτοια γούνα. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν πρέπει να θίγει την υποχρέωση που απορρέει από τον παρόντα κανονισμό για τη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων από γάτες και σκύλους, μεταξύ των οποίων και της γούνας.

(43) Η εξέλιξη της επιστήμης και της έρευνας απαιτεί τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων όλων των κατηγοριών, ορισμένες φορές σε ποσότητες μικρότερες από την κλίμακα των εμπορικών συναλλαγών. Για να διευκολυνθεί η εισαγωγή και η χρήση τέτοιου είδους υλικού, η αρμόδια αρχή πρέπει να είναι σε θέση να καθορίσει τους όρους των διαδικασιών αυτών κατά περίπτωση. Εναρμονισμένοι όροι πρέπει να καθοριστούν όταν είναι αναγκαίο να γίνουν ενέργειες σε κοινοτικό επίπεδο.

(44) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 περιέχει λεπτομερείς διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν, κατά παρέκκλιση, τη χρήση υλικών της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3 σε ζωοτροφές που προορίζονται για συγκεκριμένα είδη ζώων, όπως είναι τα ζώα των ζωολογικών κήπων. Ταυτόσημες διατάξεις πρέπει να περιληφθούν στον παρόντα κανονισμό και να συμπληρωθούν με τη δυνατότητα καθορισμού λεπτομερών κανόνων για τον έλεγχο των κινδύνων που είναι πιθανόν να προκύψουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

(45) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 επιτρέπει τη χρήση υλικών της κατηγορίας 1 για τη σίτιση νεκροφάγων πτηνών που κινδυνεύουν να εκλείψουν και ζουν στο φυσικό τους περιβάλλον. Αποσκοπώντας στην εξεύρεση ενός ικανοποιητικού μέσου για τη διατήρηση των ειδών αυτών, ο παρών κανονισμός πρέπει να εξακολουθήσει να επιτρέπει την πρακτική αυτή σίτισης, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται για την αποτροπή της εξάπλωσης ασθενειών.

(46) Η ταφή και η καύση αμεταποίητων ζωικών υποπροϊόντων, ιδίως νεκρών ζώων μπορεί να αιτιολογείται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, ιδίως σε απόμερες περιοχές ή σε περιπτώσεις καταπολέμησης νόσων που απαιτούν την επείγουσα διάθεση ζώων που έχουν θανατωθεί στο πλαίσιο λήψης μέτρων για την καταπολέμηση σοβαρών επιδημιών. Η δυναμικότητα επεξεργασίας υποπροϊόντων ή αποτέφρωσης σε μια περιφέρεια ή ένα κράτος μέλος θα μπορούσε διαφορετικά να αποτελεί περιοριστικό παράγοντα στην καταπολέμηση μιας νόσου.

(47) Η τρέχουσα παρέκκλιση που αφορά την ταφή και την καύση μη μεταποιημένων ζωικών υποπροϊόντων πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύψει περιοχές στις οποίες η πρόσβαση είτε είναι πρακτικά αδύνατη είτε παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τη συλλογή. Η εμπειρία από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 έχει δείξει ότι υπό τέτοιου είδους εξαιρετικές περιστάσεις, η διάθεση με επί τόπου ταφή ή καύση αιτιολογείται καθώς εξασφαλίζει την ταχεία διάθεση των ζώων και την αποφυγή της εξάπλωσης κινδύνων μόλυνσης. Το συνολικό μέγεθος των απόμερων περιοχών σ’ ένα κράτος μέλος πρέπει να είναι περιορισμένο, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τηρείται η γενική υποχρέωση για την ύπαρξη σωστού συστήματος διάθεσης το οποίο να συμμορφώνεται με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(48) Στις εγκαταστάσεις οι οποίες χειρίζονται μικρές μόνο ποσότητες ζωικών υποπροϊόντων, οι οποίες δεν παρουσιάζουν κανένα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων πρέπει να επιτρέπεται να διαθέτουν τα υποπροϊόντα αυτά, υπό επίσημη επίβλεψη, με άλλους τρόπους εκτός από εκείνους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(49) Τα μέτρα τα οποία μπορεί να λαμβάνει η αρμόδια αρχή κατά την εκτέλεση των επίσημων ελέγχων πρέπει να προσδιοριστούν ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου, ιδίως όσον αφορά την αναστολή ή την οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων.

(50) Η υποχρέωση των κρατών μελών να έχουν ικανοποιητική υποδομή διάθεσης επιφέρει οικονομικές και άλλες δεσμεύσεις. Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη διατηρούν τον έλεγχο της ποσότητας των υλικών τα οποία εισάγονται στο έδαφός τους με σκοπό τη διάθεση, η αρμόδια αρχή πρέπει να δίνει την έγκρισή της πριν από την αποστολή του υλικού αυτού στο έδαφός της.

(51) Είναι δυνατόν να επιβάλλονται η αποστείρωση υπό πίεση και συμπληρωματικές συνθήκες μεταφοράς για να εξασφαλίζεται ο έλεγχος των πιθανών κινδύνων. Με σκοπό να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα και η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που ελέγχουν τη ροή των υλικών, πρέπει να χρησιμοποιείται το σύστημα TRACES το οποίο εφαρμόστηκε με την απόφαση 2004/292/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος TRACES[26], ώστε να παρέχονται στοιχεία για την αποστολή όλων των υλικών της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 και των παράγωγων προϊόντων τους με διαδικασίες επεξεργασίας, και επεξεργασμένων ζωικών πρωτεϊνών της κατηγορίας 3.

(52) Για να διευκολυνθεί η μεταφορά φορτίων μέσω τρίτων χωρών που γειτνιάζουν με περισσότερα από ένα κράτη μέλη πρέπει να ισχύσει ένα ειδικό καθεστώς για την αποστολή φορτίων από το έδαφος ενός κράτους μέλους προς άλλο κράτος μέλος μέσω του εδάφους τρίτης χώρας, ώστε να εξασφαλίζεται κυρίως ότι τα φορτία που εισέρχονται εκ νέου στο έδαφος της Κοινότητας έχουν υποβληθεί σε κτηνιατρικούς ελέγχους σύμφωνα με την οδηγία 89/662/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς[27].

(53) Για λόγους συνοχής της κοινοτικής νομοθεσίας, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί η σχέση των κανόνων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό με την κοινοτική νομοθεσία για τα απόβλητα. Ειδικότερα, πρέπει να εξασφαλιστεί η συνέπεια με τις απαγορεύσεις για τις εξαγωγές αποβλήτων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων[28]. Προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, πρέπει να απαγορευτεί η εξαγωγή ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους με σκοπό τη διάθεση με καύση και υγειονομική ταφή. Πρέπει επίσης να απαγορευτεί η εξαγωγή ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή λιπασματοποίησης σε τρίτες χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ, ώστε να αποφευχθούν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 37 που αφορούν την παρέκκλιση από την απαγόρευση εξαγωγών, η Επιτροπή στις αποφάσεις της πρέπει να σέβεται πλήρως τη σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους, και την τροπολογία της σύμβασης αυτής όπως διαλαμβάνεται στην απόφαση ΙΙΙ/1 της συνδιάσκεψης των μερών, όπως επικυρώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τις αποφάσεις 93/98/ΕΟΚ[29] και 97/640/ΕΚ[30] του Συμβουλίου, αντίστοιχα, και εφαρμόστηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006.

(54) Επιπλέον, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τα ζωικά υποπροϊόντα τα οποία έχουν αναμειχθεί ή μολυνθεί από επικίνδυνα απόβλητα, όπως αναφέρονται στην απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για αντικατάσταση της απόφασης 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα[31], εισάγονται, εξάγονται ή αποστέλλονται μόνον μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006. Είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν οι κανόνες που αφορούν την αποστολή του υλικού αυτού στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους.

(55) Η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να πραγματοποιεί ελέγχους στα κράτη μέλη. Οι κοινοτικοί έλεγχοι στις τρίτες χώρες πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επίσημων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων[32].

(56) Η εισαγωγή ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους στην Κοινότητα και η διαμετακόμιση του υλικού αυτού πρέπει να γίνεται σύμφωνα με κανόνες τουλάχιστον εξίσου αυστηρούς με εκείνους που ισχύουν στο εσωτερικό της Κοινότητας. Εναλλακτικά, οι κανόνες των τρίτων χωρών που ισχύουν για τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους μπορούν να αναγνωρίζονται ως ισοδύναμοι με τους κανόνες που καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία. Λόγω των πιθανών κινδύνων που ενέχουν, πρέπει να εφαρμόζεται μια απλοποιημένη σειρά κανόνων στις εισαγωγές προϊόντων που δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην τροφική αλυσίδα των ζώων.

(57) Η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την παρασκευή παράγωγων προϊόντων ζωικών υποπροϊόντων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καλλυντικά, φαρμακευτικά ή ιατροτεχνολογικά προϊόντα παρέχει ένα πλήρες πλαίσιο που διέπει τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων αυτών: Οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα[33], οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση[34], οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα[35], οδηγία 90/385/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα[36], οδηγία 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί των ιατροτεχνολογικών προϊόντων[37] και οδηγία 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro[38] («οι ειδικές οδηγίες»). Ωστόσο, οι ειδικές οδηγίες για τα καλλυντικά προϊόντα και τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα δεν παρέχουν προστασία έναντι των κινδύνων για την υγεία των ζώων. Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός για τους κινδύνους αυτούς και πρέπει να μπορούν να ληφθούν μέτρα διασφάλισης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002.

(58) Τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους που χρησιμοποιούνται ως υλικά ή συστατικά για την παρασκευή τέτοιου είδους παράγωγων προϊόντων επίσης πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις των ειδικών οδηγιών, στο βαθμό που καθορίζουν κανόνες για τον έλεγχο των κινδύνων που απειλούν τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Οι ειδικές αυτές οδηγίες περιέχουν ήδη διατάξεις που διέπουν τις πρώτες ύλες ζωικής προέλευσης, τα οποία είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των συγκεκριμένων παράγωγων προϊόντων και επιβάλλουν ορισμένους όρους ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων. Ειδικότερα, η οδηγία 76/768/ΕΟΚ εξαιρεί τα υλικά της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 από τη σύνθεση καλλυντικού προϊόντος και υποχρεώνει του παρασκευαστές να εφαρμόζουν ορθές παρασκευαστικές πρακτικές. Η οδηγία 2003/32/ΕΚ, της 23ης Απριλίου 2003[39], καθορίζει λεπτομερείς προδιαγραφές όσον αφορά τη χρήση ιστών ζωικής προέλευσης στην παρασκευή ιατροτεχνολογικών βοηθημάτων.

(59) Ωστόσο, εάν δεν καθορίζονται ακόμη τέτοιου είδους όροι στις ειδικές οδηγίες ή εάν δεν καλύπτουν ορισμένους κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.

(60) Για να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων πρέπει να δηλώνουν στην αρμόδια αρχή τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιούνται υλικά ζωικής προέλευσης, ώστε να είναι δυνατή η παρέμβαση των αρχών που είναι αρμόδιες για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων εάν δεν υπάρχει συμμόρφωση με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(61) Ορισμένα παράγωγα προϊόντα δεν εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα ή δεν εναποτίθενται σε γη στην οποία βόσκουν εκτρεφόμενα ζώα ή από την οποία συλλέγεται χόρτο για ζωοτροφή. Σε αυτά τα παράγωγα προϊόντα περιλαμβάνονται τα προϊόντα για τεχνικές χρήσεις, όπως τα κατεργασμένα δέρματα για την παραγωγή δερμάτινων ειδών, το επεξεργασμένο μαλλί για την κλωστοϋφαντουργία, τα προϊόντα οστών για κόλλα και μεταποιημένα υλικά που προορίζονται για ζωοτροφή ζώων συντροφιάς. Πρέπει να επιτρέπεται στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων να διαθέτουν αυτού του είδους τα προϊόντα στην αγορά υπό την προϋπόθεση ότι είτε προέρχονται από πρώτες ύλες που δεν απαιτούν επεξεργασία είτε η επεξεργασία ή η τελική χρήση του επεξεργασμένου υλικού εγγυάται ικανοποιητική προστασία έναντι των κινδύνων.

(62) Οι κοινοτικοί κανόνες μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι δεν ισχύει καμία απαίτηση για τη διάθεση στην αγορά αυτών των προϊόντων, εάν κάτι τέτοιο αιτιολογείται από την απουσία κινδύνου, ιδίως όταν μπορεί να προσδιοριστεί ένα τελικό σημείο στην αλυσίδα παρασκευής μετά το οποίο το υλικό που παράγεται δεν παρουσιάζει κανέναν ουσιαστικό κίνδυνο.

(63) Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, ορισμένα προϊόντα, όπως το γκουανό, τα δέρματα που έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία όπως δέψη, και ορισμένα κυνηγετικά τρόπαια εξαιρούνται από τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού. Παρόμοιες εξαιρέσεις πρέπει να προβλεφθούν με μέτρα εφαρμογής, όπως στην περίπτωση των ελαιοχημικών προϊόντων. Αντίθετα, για να διατηρηθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας της τροφικής αλυσίδας των ζώων, πρέπει να διατηρηθεί η υποχρέωση των υπευθύνων επιχειρήσεων που διαχειρίζονται υλικό της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 για την παρασκευή ζωοτροφών για ζώα συντροφιάς, να ζητούν έγκριση.

(64) Η διάδοση και η χρήση οδηγών ορθής πρακτικής στους συναφείς οικονομικούς κλάδους, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη διεύρυνση των σχετικών γνώσεων και την ανάπτυξη κατάλληλων πρακτικών μέσων σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(65) Σε ορισμένα κράτη μέλη διαπιστώθηκαν κάποιες αδυναμίες συμμόρφωσης με τους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002. Κατά συνέπεια, εκτός από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών, απαιτούνται ποινικές και άλλου είδους κυρώσεις κατά των υπευθύνων των επιχειρήσεων που δεν συμμορφώνονται με τους εν λόγω κανόνες. Επομένως, είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα ισχύουν σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος κανονισμού.

(66) Εφόσον οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(67) Για να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου και με βάση το γενικό στόχο της Κοινότητας για απλοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας, πρέπει να καθοριστεί ένα συνεκτικό πλαίσιο κανόνων στον παρόντα κανονισμό, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, καθώς της μέχρι σήμερα εμπειρίας και της προόδου που έχει σημειωθεί από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 πρέπει, επομένως, να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό.

(68) Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[40]. Για να βελτιωθεί η συνοχή και η σαφήνεια της κοινοτικής νομοθεσίας, οι τεχνικοί κανόνες για ειδικές διαδικασίες που αφορούν ζωικά υποπροϊόντα, οι οποίοι σήμερα καθορίζονται στα παραρτήματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, καθώς και στα μέτρα εφαρμογής που θεσπίστηκαν βάσει του εν λόγω κανονισμού[41], πρέπει να καθοριστούν σε ξεχωριστές πράξεις εφαρμογής. Πρέπει να πραγματοποιηθούν διαβουλεύσεις και ενέργειες ενημέρωσης των καταναλωτών και των ενδιαφερόμενων κοινωνικοεπαγγελματικών κύκλων σχετικά με θέματα που συνδέονται με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την απόφαση 2004/613/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2004, για τη δημιουργία μιας συμβουλευτικής ομάδας για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και των φυτών[42].

(69) Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει κανόνες σχετικά με τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό των μονάδων που χειρίζονται ζωικά υποπροϊόντα, το χειρισμό και την επεξεργασία των ζωικών υποπροϊόντων, την κατηγοριοποίηση των υλικών ανάλογα με τον κίνδυνο που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, τα μέτρα που μπορούν να εξασφαλίσουν την ιχνηλασιμότητα των ζωικών υποπροϊόντων, τις παρεκκλίσεις που αφορούν τη χρήση και τη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων, τους όρους διάθεσης στην αγορά των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους, τους όρους ελέγχου της αποστολής ορισμένων ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους μεταξύ των κρατών μελών και τους όρους για την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(70) Για λόγους αποτελεσματικότητας, οι συνήθεις προθεσμίες που ισχύουν για την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο θα πρέπει να συντομευθούν για τη θέσπιση των όρων που αφορούν την αποστολή ζωικών υποπροϊόντων από εκμεταλλεύσεις, μονάδες ή ζώνες που τελούν υπό περιορισμό.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

τμήμα 1:αντικειμενο, πεδιο εφαρμογησ, ορισμοι, υποδομη

Άρθρο 1 Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους κανόνες για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων σε σχέση με τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους, με σκοπό:

α) να αποτρέψει και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που παρουσιάζουν τα προϊόντα αυτά· και

β) να προστατεύσει την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας των ανθρώπων και των ζώων.

Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ζωικά υποπροϊόντα και στα παράγωγα προϊόντα τους

α) τα οποία, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, απαγορεύεται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο ή

β) τα οποία, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, επιτρέπεται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο, αλλά με απόφαση του υπεύθυνου της επιχείρησης προορίζονται για άλλους σκοπούς εκτός της κατανάλωσης από τον άνθρωπο.

2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα και στα παράγωγα προϊόντα τους:

α) ολόκληρα πτώματα ή μέρη άγριων ζώων:

i) για τα οποία δεν υπάρχει υπόνοια μόλυνσης από νόσο που μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο ή στα ζώα, εκτός από τα υδρόβια ζώα που εκφορτώνονται για εμπορικούς σκοπούς·

ii) στην περίπτωση άγριων χερσαίων ζώων, τα οποία δεν συλλέγονται μετά τη θανάτωση, σύμφωνα με την ορθή κυνηγετική πρακτική·

β) ζωικά υποπροϊόντα από άγρια θηράματα και από κρέας άγριων θηραμάτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004·

γ) ωοκύτταρα, έμβρυα και σπέρμα που προορίζονται για αναπαραγωγή·

δ) γάλα σε υγρή μορφή, πρωτόγαλα και παράγωγα προϊόντα τους, τα οποία λαμβάνονται, φυλάσσονται, διατίθενται ή χρησιμοποιούνται στην εκμετάλλευση προέλευσης των ζώων·

ε) όστρακα από οστρακοειδή των οποίων έχουν αφαιρεθεί οι μαλακοί ιστοί ή η σάρκα·

στ) υπολείμματα τροφίμων, εκτός εάν

i) προέρχονται από μεταφορικά μέσα που εκτελούν διεθνείς μεταφορές·

ii) προορίζονται για ζωοτροφή·

iii) προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου, για λιπασματοποίηση ή για την παρασκευή παράγωγων προϊόντων τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν με εναλλακτικές μεθόδους όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 στοιχείο α)· και

ζ) με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον, υλικά που απορρίπτονται στη θάλασσα, τα οποία προέκυψαν από αλιευτικές δραστηριότητες, σε σκάφη τα οποία συμμορφώνονται με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και αριθ. 853/2004, εκτός από το υλικό που προέρχεται από εκσπλαγχνισμό, επάνω στο σκάφος, ψαριών τα οποία παρουσιάζουν σημάδια ασθένειας, μεταξύ των οποίων και παράσιτα.

3. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα παράγωγα προϊόντα, τα οποία υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς που καθορίζεται στο κεφάλαιο VI:

α) καλλυντικά προϊόντα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ·

β) ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 90/385/ΕΟΚ·

γ) ιατρικά βοηθήματα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 93/42/ΕΟΚ·

δ) ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται για διάγνωση in vitro όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 98/79/ΕΚ·

ε) κτηνιατρικά φάρμακα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ·

στ) φάρμακα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/83/ΕΟΚ.

4. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, με την επιφύλαξη της κοινοτικής κτηνιατρικής νομοθεσίας, έχοντας ως στόχο την καταπολέμηση και την εξάλειψη των νόσων των ζώων.

Άρθρο 3 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) «ζωικά υποπροϊόντα»: ολόκληρα πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων ή προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στα άρθρα 11, 12 και 13, μεταξύ των οποίων και τα ωοκύτταρα, τα έμβρυα και το σπέρμα·

(2) «ζώο»: κάθε είδους σπονδυλωτό ή ασπόνδυλο ζώο (συμπεριλαμβανομένων των ψαριών, των ερπετών και των αμφιβίων)·

(3) «εκτρεφόμενο ζώο»:

α) κάθε είδους ζώο που συντηρείται, παχύνεται ή εκτρέφεται από ανθρώπους και χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων, μαλλιού, γούνας, φτερών, δερμάτων και κάθε άλλου προϊόντος ζωικής προέλευσης ή για άλλους κτηνοτροφικούς σκοπούς·

β) τα ιπποειδή·

(4) «άγριο ζώο»: όλα τα ζώα που δεν συντηρούνται από τον άνθρωπο·

(5) «ζώο συντροφιάς»: όλα τα ζώα των ειδών που τρέφονται και συντηρούνται κανονικά από τον άνθρωπο για σκοπούς άλλους εκτός της κτηνοτροφίας και περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003·

(6) «υδρόβια ζώα»: τα υδρόβια ζώα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/88/ΕΚ·

(7) «αρμόδια αρχή»: η κεντρική αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια να εξασφαλίζει την τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού ή οποιαδήποτε άλλη αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα αυτή· ο ορισμός περιλαμβάνει επίσης, όπου ενδείκνυται, την αντίστοιχη αρχή τρίτης χώρας·

(8) «διάθεση στην αγορά»: κάθε ενέργεια που έχει ως στόχο την πώληση ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους σε τρίτο μέρος εντός της Κοινότητας ή κάθε άλλη μορφή προμήθειας έναντι πληρωμής ή δωρεάν σε τρίτο μέρος ή την αποθήκευση με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο μέρος·

(9) «διαμετακόμιση»: η μεταφορά μέσω της Κοινότητας από το έδαφος μιας τρίτης χώρας σε έδαφος τρίτης χώρας, εκτός εάν γίνεται ακτοπλοϊκώς ή αεροπορικώς·

(10) «εξαγωγή»: η μεταφορά από την Κοινότητα σε τρίτη χώρα·

(11) «παραγωγός»: κάθε άτομο το οποίο παράγει ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους·

(12) «υπεύθυνος επιχείρησης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει υπό τον έλεγχό του ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους, συμπεριλαμβανομένου του παραγωγού·

(13) «μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες (ΜΣΕ)»: κάθε είδους μεταδοτική σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

(14) «ειδικό υλικό κινδύνου»: ειδικό υλικό κινδύνου όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

(15) «παράγωγα προϊόντα»: κάθε προϊόν που παράγεται από μία ή περισσότερες επεξεργασίες, μετασχηματισμούς ή στάδια μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων·

(16) «αποστείρωση υπό πίεση»: η μεταποίηση ζωικών υποπροϊόντων, μετά τον τεμαχισμό τους σε σωματίδια που δεν ξεπερνούν σε μέγεθος τα 50 mm, σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 133°C επί 20 λεπτά τουλάχιστον χωρίς διακοπή σε απόλυτη πίεση 3 bar τουλάχιστον·

(17) «προϊόντα ζωικής προέλευσης»: προϊόντα που παράγονται από ζώα και προϊόντα που παράγονται από τα προϊόντα αυτά, συμπεριλαμβανομένων των ζώντων ζώων όταν αυτά προετοιμάζονται για τη χρήση αυτή·

(18) «κόπρος»: περιττώματα ή/και ούρα εκτρεφόμενων ζώων, με ή χωρίς στρωμνή, ή μη ανοργανοποιημένο γκουανό·

(19) «εγκεκριμένος χώρος υγειονομικής ταφής»: χώρος υγειονομικής ταφής για τον οποίο έχει εκδοθεί άδεια σύμφωνα με την οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου·

(20) «εγκεκριμένη μονάδα»: μονάδα η οποία έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για συγκεκριμένη λειτουργία η οποία περιλαμβάνει χειρισμό ζωικών υποπροϊόντων, πλην των αλιευτικών σκαφών·

(21) «εγκατάσταση»: χώρος παρασκευής παράγωγων προϊόντων ο οποίος διέπεται από την κοινοτική νομοθεσία·

(22) «οργανικό λίπασμα» και «βελτιωτικό εδάφους»: υλικά ζωικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση ή τη βελτίωση της τροφής των φυτών και των φυσικοχημικών ιδιοτήτων και της βιολογικής δραστηριότητας των εδαφών, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους· αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν κόπρο, περιεχόμενο του πεπτικού συστήματος, λίπασμα και κατάλοιπα διάσπασης·

(23) «απόμερες περιοχές»: περιοχές στις οποίες ο ζωικός πληθυσμός είναι τόσο μικρός και οι εγκαταστάσεις διάθεσης βρίσκονται τόσο μακριά ώστε οι αναγκαίες ενέργειες για τη συλλογή και τη μεταφορά των ζωικών υποπροϊόντων θα ήταν οικονομικά εξαιρετικά επαχθείς σε σχέση με την επί τόπου διάθεση·

(24) «τρόφιμα»: τα τρόφιμα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002·

(25) «ζωοτροφές»: οι ζωοτροφές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002·

Άρθρο 4 Εθνικές υποδομές και συστήματα για τη συλλογή και τη διάθεση ζωικών υποπροϊόντων

1. Τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν επαρκή υποδομή στο έδαφός τους με την οποία να εξασφαλίζεται ότι τα ζωικά υποπροϊόντα:

α) συλλέγονται, ταυτοποιούνται και μεταφέρονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

β) διατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2. Τα κράτη μέλη:

α) παρέχουν σύστημα συλλογής και διάθεσης ζωικών υποπροϊόντων, το οποίο λειτουργεί ικανοποιητικά και το οποίο παρακολουθείται διαρκώς από την αρμόδια αρχή·

β) δεσμεύουν επαρκείς πόρους για τη λειτουργία του συστήματος αυτού.

3. Τα κράτη μέλη τηρούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το παρόν άρθρο σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

τμήμα 2: περιορισμοι για την υγεια των ζωων

Άρθρο 5 Γενικοί περιορισμοί για την υγεία των ζώων

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 4, τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους δεν αποστέλλονται από εκμεταλλεύσεις, μονάδες ή ζώνες οι οποίες υπόκεινται σε περιορισμούς

α) σύμφωνα με την κοινοτική κτηνιατρική νομοθεσία· ή

β) λόγω της εμφάνισης σοβαρής μεταδοτικής νόσου

i) που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της οδηγίας 92/119/ΕΟΚ ή

ii) ορίζεται σε κατάλογο που έχει καταρτιστεί από την Επιτροπή.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο στοιχείο β) σημείο ii) και αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με τη συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους αποστέλλονται υπό συνθήκες που έχουν καθοριστεί από την Επιτροπή για την αποτροπή της εξάπλωσης μεταδοτικών για τον άνθρωπο ή τα ζώα νόσων.

Όσα μέτρα προορίζονται για την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, με τη συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 παράγραφος 5.

τμήμα 3: εγκριση μοναδων και εγκαταστασεων

Άρθρο 6 Μονάδες και εγκαταστάσεις για τις οποίες απαιτείται έγκριση

1. Οι μονάδες και οι εγκαταστάσεις οι οποίες χειρίζονται ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα τους εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή.

Στην έγκριση αυτή προσδιορίζεται για ποιες από τις ακόλουθες δραστηριότητες χορηγείται:

α) χειρισμός, αποθήκευση ή μεταποίηση ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους·

β) μετασχηματισμός ζωικών υποπροϊόντων σε βιοαέριο ή λίπασμα·

γ) αποτέφρωση ζωικών υποπροϊόντων·

δ) διάθεση ή ανάκτηση ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους, τα οποία είναι απόβλητα, σε μονάδα συναποτέφρωσης·

ε) καύση ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους·

στ) χειρισμός ή παρασκευή ζωοτροφών για ζώα συντροφιάς όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 45.

2. Στην έγκριση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται εάν η μονάδα ή η εγκατάσταση έχει εγκριθεί για δραστηριότητες που αφορούν ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα τους:

α) μιας συγκεκριμένης κατηγορίας που αναφέρεται στα άρθρα 11, 12 ή 13· ή

β) περισσότερων της μιας κατηγοριών που αναφέρονται στα άρθρα 11, 12 ή 13 προσδιορίζοντας εάν οι δραστηριότητες αυτές εκτελούνται

i) μόνιμα, υπό συνθήκες αυστηρού διαχωρισμού, οι οποίες αποκλείουν κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων· ή

ii) προσωρινά, υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν τη μόλυνση, για να καλύψουν την έλλειψη χωρητικότητας για ποσότητες τέτοιου είδους προϊόντων που μπορεί να είναι αυξημένες λόγω:

- εξάπλωσης επιζωοτικής νόσου· ή

- άλλων εξαιρετικών και απρόβλεπτων περιστάσεων.

Άρθρο 7 Εξαιρέσεις από την απαίτηση έγκρισης

1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 1 δεν απαιτείται καμία έγκριση για:

α) λειτουργίες που καλύπτονται από την έγκριση ή την καταχώριση των μονάδων και των εγκαταστάσεων που έχουν εγκριθεί ή καταχωριστεί σύμφωνα με:

i) τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004· ή

ii) τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 183/2005·

β) μονάδες αποτέφρωσης και μονάδες συναποτέφρωσης που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2000/76/ΕΚ·

γ) μονάδες παραγωγής βιοαερίου και μονάδες λιπασματοποίησης στις οποίες τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους μετασχηματίζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος γ)·

δ) με την επιφύλαξη του κεφαλαίου VI, εγκαταστάσεις που παρασκευάζουν παράγωγα προϊόντα και αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3·

ε) με την επιφύλαξη του κεφαλαίου VI, επιχειρήσεις που εισάγουν, συλλέγουν ή διοχετεύουν ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα τους αποκλειστικά για την παρασκευή των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3·

στ) μονάδες και εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου VI, εκτός από τις μονάδες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ).

2. Οι μονάδες και οι εγκαταστάσεις που εξαιρούνται από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ) πρέπει να καταχωρίζονται από την αρμόδια αρχή ύστερα από αίτηση του υπευθύνου τους.

Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής πληροφορίες:

α) την κατηγορία των ζωικών υποπροϊόντων που χρησιμοποιούνται·

β) τη φύση των λειτουργιών στις οποίες χρησιμοποιούνται ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους ως πρώτη ύλη και για τις οποίες υποβάλλεται η αίτηση.

3. Οι λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την υποβολή της αίτησης καταχώρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι δυνατόν να θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3.

Άρθρο 8 Έγκριση μονάδων

1. Η αρμόδια αρχή εγκρίνει μια μονάδα εφόσον ο υπεύθυνος υποβάλει μαζί με την αίτησή του στοιχεία με τα οποία αποδεικνύεται ότι:

α) η μονάδα έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και εφαρμόζει επαρκείς ελέγχους για την αποτροπή των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων και οι οποίοι συμμορφώνονται με τα τυχόν μέτρα που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 για το χώρο και τον εξοπλισμό, ιδίως όσον αφορά την επεξεργασία με διήθηση των λυμάτων που προέρχονται από τη μονάδα·

β) η μονάδα χειρίζεται ζωικά υποπροϊόντα και, εφόσον απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό ή από κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, παράγωγα προϊόντα τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις υγιεινής που καθορίζονται με βάση το άρθρο 9·

γ) εάν απαιτείται από τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο υπεύθυνος της επιχείρησης έχει πραγματοποιήσει επικύρωση της διαδικασίας που χρησιμοποιείται στη μονάδα, με σκοπό να επαληθεύσει τη χωρητικότητά της για την αποτροπή κινδύνων που μπορεί να προκύψουν για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων· και

δ) ο υπεύθυνος της επιχείρησης εφαρμόζει σύστημα εσωτερικών ελέγχων στη μονάδα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17.

2. Η έγκριση χορηγείται στη μονάδα μόνον κατόπιν επιτόπιας επίσκεψης της αρμόδιας αρχής.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει έγκριση υπό όρους εάν φαίνεται ότι η μονάδα πληροί όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1.

Η αρμόδια αρχή χορηγεί πλήρη έγκριση μόνον εφόσον, έπειτα από νέο επίσημο έλεγχο της μονάδας που πραγματοποιείται εντός τριών μηνών από τη χορήγηση της υπό όρους έγκρισης, προκύπτει ότι η εγκατάσταση πληροί τις άλλες σχετικές απαιτήσεις.

Εάν έχει σημειωθεί σαφής πρόοδος, αλλά η μονάδα εξακολουθεί να μην πληροί όλες αυτές τις απαιτήσεις, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την υπό όρους έγκριση. Ωστόσο, η υπό όρους έγκριση δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες συνολικά.

3. Τα μέτρα για την εφαρμογή των επικυρώσεων που θα πρέπει να πραγματοποιήσει ο υπεύθυνος σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) μπορούν να καθοριστούν σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3.

Άρθρο 9 Μέτρα εφαρμογής

Η Επιτροπή καθορίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος σχετικά με:

α) τις απαιτήσεις που ισχύουν για την αποτέφρωση, τη συναποτέφρωση και την καύση ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους και οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) και ε)·

β) τους όρους για το χειρισμό, τη μεταποίηση ή την αποθήκευση των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους στην ίδια μονάδα ή εγκατάσταση:

i) όταν οι λειτουργίες αυτές εκτελούνται ξεχωριστά·

ii) όταν οι λειτουργίες αυτές εκτελούνται προσωρινά·

γ) τις τυπικές παραμέτρους μετασχηματισμού για τις μονάδες παραγωγής βιοαερίου και τις μονάδες λιπασματοποίησης όπως αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

δ) τα κτίρια και τον εξοπλισμό των μονάδων και των εγκαταστάσεων για τις οποίες ζητείται έγκριση όσον αφορά:

i) τις γενικές απαιτήσεις υγιεινής που ισχύουν για τις εγκεκριμένες μονάδες και εγκαταστάσεις·

ii) τις τεχνικές απαιτήσεις για το χειρισμό, την επεξεργασία, το μετασχηματισμό και τη μεταποίηση των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους στο πλαίσιο εγκεκριμένων μονάδων και εγκαταστάσεων·

iii) τις προδιαγραφές για την επεξεργασία με διήθηση των λυμάτων που προέρχονται από τα κτίρια, συμπεριλαμβανομένης της διαμέτρου των πόρων του φίλτρου και της απαίτησης να χρησιμοποιούνται φίλτρα ικανά για την αποτελεσματική απομάκρυνση ορισμένων παθογόνων παραγόντων από τα λύματα.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με τη συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

τμήμα 4: κατηγοριοποίηση

Άρθρο 10 Κατηγοριοποίηση των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους

1. Τα ζωικά υποπροϊόντα κατηγοριοποιούνται σε ειδικές κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, σύμφωνα με τους καταλόγους που καθορίζονται στα άρθρα 11, 12 και 13.

2. Τα παράγωγα προϊόντα υπόκεινται στους κανόνες της συγκεκριμένης κατηγορίας ζωικών υποπροϊόντων από τα οποία παράγονται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό ή στα μέτρα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού που θεσπίζονται από την Επιτροπή.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με τη συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 11 Υλικά της κατηγορίας 1

Τα υλικά της κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα ή κάθε υλικό που περιέχει αυτά τα υποπροϊόντα:

α) ολόκληρα πτώματα και όλα τα μέρη του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των προβιών και των δερμάτων:

i) ζώων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν μολυνθεί από ΜΣΕ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ή στα οποία έχει επίσημα επιβεβαιωθεί η παρουσία ΜΣΕ·

ii) ζώων τα οποία θανατώθηκαν στο πλαίσιο μέτρων εξάλειψης ΜΣΕ·

iii) ζώων, πλην των εκτρεφόμενων και των άγριων ζώων, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των ζώων συντροφιάς και των ζώων ζωολογικών κήπων και τσίρκων·

iv) πειραματόζωων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 86/609/ΕΟΚ·

v) άγριων ζώων, όταν υπάρχει υπόνοια ότι έχουν μολυνθεί από νόσο που μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο ή στα ζώα·

β) τα ακόλουθα υλικά:

i) ειδικό υλικό κινδύνου·

ii) ολόκληρα πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων που περιέχουν ειδικό υλικό κινδύνου κατά το χρόνο διάθεσης·

γ) προϊόντα ζωικής προέλευσης που παράγονται από ζώα τα οποία έχουν υποβληθεί σε παράνομη αγωγή, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 96/22/ΕΚ και στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 96/23/ΕΚ·

δ) ζωικά υλικά που συλλέγονται κατά τη διήθηση των λυμάτων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν τα λύματα αυτά έρχονται ή έχουν έρθει σε επαφή με υλικά της κατηγορίας 1·

ε) υπολείμματα τροφίμων από μεταφορικά μέσα που εκτελούν διεθνείς μεταφορές·

στ) μείγματα υλικών της κατηγορίας 1 με υλικά είτε της κατηγορίας 2 είτε της κατηγορίας 3 ή και των δύο κατηγοριών.

Άρθρο 12 Υλικά της κατηγορίας 2

Τα υλικά της κατηγορίας 2 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα ή κάθε υλικό που περιέχει αυτά τα υποπροϊόντα:

α) κόπρο και περιεχόμενο του πεπτικού συστήματος·

β) ζωικά υλικά που συλλέγονται κατά τη διήθηση των λυμάτων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν τα λύματα αυτά βρίσκονται ή έχουν έρθει σε επαφή με υλικά της κατηγορίας 2·

γ) προϊόντα ζωικής προέλευσης που περιέχουν κατάλοιπα επιτρεπόμενων ουσιών ή μολυσματικών ουσιών που υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/23/ΕΚ·

δ) προϊόντα ζωικής προέλευσης τα οποία έχουν κριθεί ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο λόγω της πιθανής παρουσίας φυσικών καταλοίπων στα προϊόντα αυτά·

ε) προϊόντα ζωικής προέλευσης, εκτός του υλικού της κατηγορίας 1, τα οποία:

i) εισάγονται ή εισέρχονται από τρίτη χώρα και τα οποία δεν συμμορφώνονται με την κοινοτική κτηνιατρική νομοθεσία όσον αφορά την εισαγωγή ή την είσοδό τους στην Κοινότητα, εκτός εάν η κοινοτική νομοθεσία επιτρέπει την εισαγωγή ή την είσοδό τους με την επιφύλαξη ειδικών περιορισμών ή και την επιστροφή τους στην τρίτη χώρα· ή

ii) αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος και τα οποία δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται ή επιτρέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, εκτός εάν επιστρέφονται με την έγκριση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη μονάδα ή την εγκατάσταση προέλευσης.

στ) ζώα και μέρη ζώων, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 13, ο θάνατος των οποίων δεν οφείλεται σε σφαγή με σκοπό την κατανάλωση από τον άνθρωπο ή, στην περίπτωση θηραμάτων, δεν θανατώθηκαν με σκοπό την κατανάλωση από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων των ζώων που θανατώθηκαν στο πλαίσιο μέτρων για την εξάλειψη νόσων, καθώς και των κυημάτων και εμβρύων μηρυκαστικών και χοίρων και των νεκρών μέσα στο αυγό νεοσσών·

ζ) μείγματα υλικών της κατηγορίας 2 με υλικά της κατηγορίας 3·

η) ζωικά υποπροϊόντα, πλην των υλικών της κατηγορίας 1 ή των υλικών της κατηγορίας 3.

Άρθρο 13 Υλικά της κατηγορίας 3

Τα υλικά της κατηγορίας 3 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα ή κάθε υλικό που περιέχει αυτά τα υποπροϊόντα:

α) σφάγια ή μέρη σφαγέντων ζώων ή, στην περίπτωση θηραμάτων και εκτρεφόμενων ψαριών που έχουν θανατωθεί, και τα οποία είναι κατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, αλλά δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο για εμπορικούς λόγους·

β) τα ακόλουθα μέρη που προέρχονται είτε από ζώα τα οποία έχουν θανατωθεί σε σφαγείο και έχουν κριθεί κατάλληλα για σφαγή με σκοπό την κατανάλωση από τον άνθρωπο έπειτα από επιθεώρηση πριν από τη σφαγή είτε από θηράματα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία:

i) σφάγια ή μέρη ζώων τα οποία έχουν απορριφθεί ως ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, αλλά τα οποία δεν παρουσίασαν σημεία κάποιας ασθένειας η οποία είναι δυνατόν να μεταδοθεί στον άνθρωπο ή στα ζώα·

ii) κεφάλια πουλερικών·

iii) προβιές και δέρματα, συμπεριλαμβανομένων των ξακρισμάτων και των υπολειμμάτων τους·

iv) πόδια, συμπεριλαμβανομένων των φαλαγγών και των οστών του ταρσού και του μεταταρσίου, από:

- ζώα άλλα εκτός των μηρυκαστικών,

- μηρυκαστικά για τα οποία δεν απαιτείται δοκιμή ΜΣΕ,

- μηρυκαστικά τα οποία έχουν ελεγχθεί με αρνητικά αποτελέσματα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

v) κέρατα·

vi) τρίχες χοίρων·

vii) φτερά·

γ) αίμα των ακόλουθων ζώων, τα οποία δεν παρουσίασαν σημεία κάποιας ασθένειας η οποία είναι δυνατόν να μεταδοθεί στον άνθρωπο ή στα ζώα:

i) ζώα εκτός των μηρυκαστικών και μηρυκαστικά για τα οποία δεν απαιτείται δοκιμή ΜΣΕ τα οποία έχουν σφαγεί σε σφαγείο και τα οποία έχουν κριθεί κατάλληλα για σφαγή με σκοπό την κατανάλωση από τον άνθρωπο ύστερα από επιθεώρηση πριν από τη σφαγή, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία· ή

ii) μηρυκαστικά τα οποία έχουν ελεγχθεί με αρνητικά αποτελέσματα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

δ) ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από την παραγωγή προϊόντων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, περιλαμβανομένων των απολιπανθέντων οστών και των καταλοίπων τήξης λιπών·

ε) προϊόντα ζωικής προέλευσης, εκτός των υπολειμμάτων τροφίμων, τα οποία αφού διατεθούν στην αγορά για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για ζωοτροφή δεν προορίζονται πλέον για τέτοιου είδους κατανάλωση ή χρήση είτε για εμπορικούς λόγους είτε λόγω προβλημάτων στην παρασκευή ή ελαττωμάτων στη συσκευασία ή άλλων ελαττωμάτων τα οποία δεν δημιουργούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων·

στ) αίμα, πλακούντας, μαλλί, φτερά, τρίχες, κέρατα, υπολείμματα από το ψαλίδισμα των οπλών και γάλα που προέρχονται από ζώντα ζώα τα οποία δεν προορίζονται άμεσα για σφαγή και δεν παρουσίασαν σημεία κάποιας ασθένειας η οποία είναι δυνατόν να μεταδοθεί μέσω αυτού του προϊόντος στον άνθρωπο ή στα ζώα·

ζ) υδρόβια ζώα και μέρη των ζώων αυτών, εκτός από τα θαλάσσια θηλαστικά, τα οποία δεν παρουσίασαν σημεία κάποιας ασθένειας η οποία είναι δυνατόν να μεταδοθεί στον άνθρωπο ή στα ζώα·

η) νωπά ζωικά υποπροϊόντα από υδρόβια ζώα που προέρχονται από μονάδες ή εγκαταστάσεις παρασκευής προϊόντων για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

θ) τα ακόλουθα υλικά που προέρχονται από ζώα τα οποία δεν παρουσίασαν σημεία κάποιας ασθένειας η οποία είναι δυνατόν να μεταδοθεί μέσω αυτού του υλικού στον άνθρωπο ή στα ζώα:

i) όστρακα, εκτός από τα όστρακα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

ii) τα ακόλουθα που προέρχονται από χερσαία ζώα:

- υποπροϊόντα επωαστηρίων,

- αυγά,

- υποπροϊόντα αυγών,

iii) νεοσσοί μίας ημέρας.

ι) χερσαία ασπόνδυλα εκτός από τα είδη που είναι παθογόνα για τον άνθρωπο ή τα ζώα·

ια) πτώματα ζώων και μέρη αυτών που ανήκουν στις τάξεις των τρωκτικών ( Rodentia ) και των λαγόμορφων ( Lagomorpha ), εκτός από το υλικό της κατηγορίας 1 και το υλικό της κατηγορίας 2 όπως αναφέρονται στο άρθρο 12 στοιχεία α) έως ζ)·

ιβ) προβιές και δέρματα, οπλές και χηλές, φτερά, μαλλί, κέρατα, τρίχες και γούνες που προέρχονται από πτώματα ζώων τα οποία δεν παρουσίασαν σημεία καμίας ασθένειας η οποία είναι δυνατόν να μεταδοθεί μέσω αυτών των προϊόντων στον άνθρωπο ή στα ζώα, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο στοιχείο γ)·

ιγ) υπολείμματα τροφίμων, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο ε).

Άρθρο 14 Αλλαγές κατηγοριών

Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τα άρθρα 11, 12 και 13 με σκοπό να ληφθεί υπόψη η πρόοδος της επιστήμης όσον αφορά την εκτίμηση του βαθμού επικινδυνότητας, με την προϋπόθεση ότι η πρόοδος αυτή μπορεί να προσδιοριστεί με βάση την εκτίμηση επικινδυνότητας που πραγματοποιεί ο κατάλληλος επιστημονικός οργανισμός. Ωστόσο, κανένα από τα ζωικά υποπροϊόντα που αναφέρονται στα άρθρα αυτά δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τους καταλόγους αυτούς και οι μόνες αλλαγές που επιτρέπεται να γίνουν αφορούν αλλαγές στην κατηγοριοποίηση των προϊόντων αυτών ή την προσθήκη άλλων ζωικών υποπροϊόντων στους εν λόγω καταλόγους.

Τα μέτρα που αφορούν την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II:ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΟΝΑΔΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

τμήμα 1:γενικές υποχρεώσεις των υπευθυνων επιχειρησεων

Άρθρο 15 Συλλογή, ταυτοποίηση σε σχέση με την κατηγορία και τη μεταφορά

1. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων συλλέγουν, ταυτοποιούν και μεταφέρουν τα ζωικά υποπροϊόντα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν τυχόν κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιαστούν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

2. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων εξασφαλίζουν ότι τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους συνοδεύονται κατά τη μεταφορά τους από εμπορικό έγγραφο και, όταν αυτό απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό ή από μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5, από υγειονομικό πιστοποιητικό.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή μπορεί να εγκρίνει τη μεταφορά κόπρου μεταξύ δύο σημείων εντός του ίδιου αγροκτήματος ή μεταξύ αγροκτημάτων και χρηστών εντός του ίδιου κράτους μέλους χωρίς να συνοδεύεται από εμπορικό έγγραφο ή υγειονομικό πιστοποιητικό.

3. Τα εμπορικά έγγραφα και τα υγειονομικά πιστοποιητικά που συνοδεύουν ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους κατά τη μεταφορά περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με την ποσότητα των προϊόντων αυτών και περιγραφή των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους, καθώς και την επισήμανσή τους, όταν απαιτείται επισήμανση από τον παρόντα κανονισμό.

4. Τα ακόλουθα μέτρα θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3:

α) υποδείγματα εμπορικών εγγράφων και υγειονομικών πιστοποιητικών που απαιτείται να συνοδεύουν τα ζωικά υποπροϊόντα κατά τη μεταφορά·

β) υποδείγματα υγειονομικών πιστοποιητικών και συνθήκες υπό τις οποίες απαιτείται να συνοδεύουν τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους κατά τη μεταφορά.

5. Η Επιτροπή καθορίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου με βάση:

α) τις περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται υγειονομικό πιστοποιητικό ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που παρουσιάζουν ορισμένα από τα παράγωγα προϊόντα για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων·

β) τις περιπτώσεις για τις οποίες, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 και λαμβανομένου υπόψη του χαμηλού επιπέδου κινδύνου που παρουσιάζουν ορισμένα από τα παράγωγα προϊόντα για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, η μεταφορά των παράγωγων προϊόντων μπορεί να γίνεται χωρίς τα έγγραφα ή τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο·

γ) τις απαιτήσεις για την ταυτοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης, και για το διαχωρισμό των ζωικών υποπροϊόντων κατά τη μεταφορά·

δ) τις συνθήκες για την αποτροπή των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που παρουσιάζονται κατά τη συλλογή και τη μεταφορά ζωικών υποπροϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών ασφαλούς μεταφοράς των προϊόντων αυτών όσον αφορά τους περιέκτες, τα οχήματα και τα υλικά συσκευασίας.

Τα μέτρα που αφορούν την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, με τη συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 16 Μητρώα

1. Οποιοδήποτε άτομο αποστέλλει, μεταφέρει ή παραλαμβάνει ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους τηρεί μητρώο αποστολών και φυλάσσει τα σχετικά εμπορικά έγγραφα και υγειονομικά πιστοποιητικά.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται εάν έχει δοθεί έγκριση μεταφοράς κόπρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 15 παράγραφος 2.

2. Τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3, ιδίως όσον αφορά:

α) τη μορφή των μητρώων που τηρούνται·

β) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να τηρούνται τα μητρώα αυτά.

τμήμα 2: λειτουργια μοναδων και εγκαταστασεων

Άρθρο 17 Εσωτερικοί έλεγχοι σε μονάδες και εγκαταστάσεις

1. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων οργανώνουν, εφαρμόζουν και διατηρούν μια μόνιμη διαδικασία εσωτερικών ελέγχων με σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

2. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων εξασφαλίζουν ότι από τη μονάδα δεν φεύγει κανένα υλικό για το οποίο υπάρχει υπόνοια ή βεβαιότητα ότι δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν προορίζεται για τελική διάθεση, πριν να υποβληθεί σε νέα μεταποίηση υπό την επίβλεψη της αρμόδιας αρχής και σε νέα επίσημη δειγματοληψία σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

3. Οι μονάδες οι οποίες μεταποιούν ζωικά υποπροϊόντα, οι μονάδες οι οποίες μετασχηματίζουν ζωικά υποπροϊόντα σε βιοαέριο και λίπασμα και οι μονάδες οι οποίες χειρίζονται περισσότερες από μία κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων αναπτύσσουν τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με τις αρχές του συστήματος ανάλυσης κινδύνου στα κρίσιμα σημεία ελέγχου (HACCP).

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων πρέπει ιδίως:

α) να εντοπίζουν και να ελέγχουν τα κρίσιμα σημεία ελέγχου στις μονάδες τους·

β) να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν μεθόδους παρακολούθησης και ελέγχου στα εν λόγω κρίσιμα σημεία ελέγχου·

γ) να λαμβάνουν αντιπροσωπευτικά δείγματα, εάν το προϊόν που προέρχεται από την επεξεργασία δεν διατίθεται απευθείας στον ίδιο χώρο με αποτέφρωση, συναποτέφρωση, καύση ή άλλη εναλλακτική μέθοδο διάθεσης που επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 22 στοιχείο α), με σκοπό να ελέγχουν τη συμμόρφωση:

i) με τις προδιαγραφές κάθε παρτίδας που έχει υποστεί μεταποίηση, ιδίως όσον αφορά τις μεθόδους μεταποίησης και τη μικροβιολογική ασφάλεια του τελικού προϊόντος, που καθορίζονται στα μέτρα τα οποία έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου,

ii) με τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια φυσικών και χημικών καταλοίπων που ορίζονται από την κοινοτική νομοθεσία·

δ) να καταγράφουν τα αποτελέσματα των ελέγχων και των δοκιμών που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ), κατά περίπτωση, και να τα διατηρούν για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, με σκοπό την παρουσίασή τους στις αρμόδιες αρχές·

ε) εφαρμόζουν σύστημα που εξασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα της κάθε παρτίδας που έχει αποσταλεί.

4. Εάν τα αποτελέσματα μιας εξέτασης δειγμάτων, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ), δεν συμμορφώνονται με τις ισχύουσες απαιτήσεις ασφάλειας, ο υπεύθυνος της μονάδας, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2, πρέπει:

α) να κοινοποιήσει αμέσως στην αρμόδια αρχή τα πλήρη στοιχεία της φύσης του δείγματος και της παρτίδας από την οποία ελήφθη το δείγμα·

β) να εντοπίσει τις αιτίες της μη συμμόρφωσης·

γ) να αυξήσει τη συχνότητα δειγματοληψίας και δοκιμών της παραγωγής·

δ) να εφαρμόσει τις κατάλληλες διαδικασίες απολύμανσης και καθαρισμού εντός της μονάδας.

5. Οι παρτίδες που διαπιστώνεται ότι δεν συμμορφώνονται με τις ισχύουσες απαιτήσεις ασφάλειας, ύστερα από ελέγχους που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ), είτε υποβάλλονται σε νέα μεταποίηση είτε απορρίπτονται υπό την επίβλεψη της αρμόδιας αρχής.

6. Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου σχετικά με:

α) τους εσωτερικούς ελέγχους και τη διατήρηση του συστήματος HACCP·

β) τις απαιτήσεις με τις οποίες καθορίζονται οι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο υπεύθυνος σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, ιδίως όσον αφορά τις μεθόδους δειγματοληψίας και τις πρότυπες μεθόδους μικροβιολογικών αναλύσεων.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III:ΔΙΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΖΩΙΚΩΝ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΤΟΥΣ

τμήμα 1:περιορισμοί χρήσης

Άρθρο 18 Περιορισμοί χρήσης

1. Aπαγορεύονται οι ακόλουθες χρήσεις ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους:

α) η σίτιση χερσαίων ζώων ενός είδους με μεταποιημένη ζωική πρωτεΐνη που προέρχεται από πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων του ίδιου είδους·

β) η σίτιση εκτρεφόμενων ειδών, εκτός των γουνοφόρων ζώων, με υπολείμματα τροφίμων ή ζωοτροφές που περιέχουν ή προέρχονται από υπολείμματα τροφίμων·

γ) η σίτιση εκτρεφόμενων ζώων με κτηνοτροφικό χόρτο, είτε με απευθείας βόσκηση είτε με χόρτο που έχει κοπεί για ζωοτροφή, από έδαφος στο οποίο έχουν διασπαρεί οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους εκτός της κόπρου·

δ) η σίτιση εκτρεφόμενων ψαριών με μεταποιημένη ζωική πρωτεΐνη που προέρχεται από πτώματα ή μέρη πτωμάτων εκτρεφόμενων ψαριών του ίδιου είδους.

2. Οι κανόνες για την εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των απαγορεύσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται από την Επιτροπή, όπως και τα μέτρα που επιτρέπουν:

α) τη σίτιση γουνοφόρων ζώων με μεταποιημένη ζωική πρωτεΐνη που προέρχεται από πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων του ίδιου είδους, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο α)· και

β) τη σίτιση εκτρεφόμενων ζώων με κτηνοτροφικό χόρτο από έδαφος στο οποίο έχουν διασπαρεί οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους, με την προϋπόθεση ότι η βόσκηση ή η κοπή πραγματοποιείται αφού έχει μεσολαβήσει περίοδος αναμονής η οποία εξασφαλίζει επαρκή έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο γ).

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

τμήμα 2:διαθεση και χρηση

Άρθρο 19 Διάθεση και χρήση υλικών της κατηγορίας 1

Τα υλικά της κατηγορίας 1:

α) διατίθενται ως απόβλητα σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα αποτέφρωσης:

i) απευθείας χωρίς να έχει προηγηθεί μεταποίηση· ή

ii) μετά από μεταποίηση σε εγκεκριμένη μονάδα, εάν το απαιτεί η αρμόδια αρχή με αποστείρωση υπό πίεση και ανεξίτηλη επισήμανση του υλικού που προκύπτει·

β) εάν τα υλικά της κατηγορίας 1 είναι απόβλητα, διατίθενται ή ανακτώνται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα συναποτέφρωσης·

i) απευθείας χωρίς να έχει προηγηθεί μεταποίηση· ή

ii) μετά από μεταποίηση σε εγκεκριμένη μονάδα, εάν το απαιτεί η αρμόδια αρχή, με αποστείρωση υπό πίεση και ανεξίτηλη επισήμανση του υλικού που προκύπτει·

γ) εάν τα υλικά της κατηγορίας 1 δεν είναι τα υλικά που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο α) σημεία i) και ii), διατίθενται με μεταποίηση με αποστείρωση υπό πίεση σε εγκεκριμένη μονάδα, ανεξίτηλη επισήμανση του υλικού που προκύπτει και ταφή σε εγκεκριμένο χώρο υγειονομικής ταφής·

δ) εάν πρόκειται για υλικά της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο γ) υποβάλλονται στη διαδικασία αποτοξινοποίησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/32/ΕΚ, και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 21 στοιχείο γ), δ) και ε)·

ε) εάν πρόκειται για υλικά της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο ε) διατίθενται με ταφή σε εγκεκριμένο χώρο υγειονομικής ταφής·

στ) χρησιμοποιούνται ως καύσιμο για καύση· ή

ζ) χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI και διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς που ορίζεται στο εν λόγω κεφάλαιο.

Άρθρο 20 Διάθεση και χρήση υλικών της κατηγορίας 2

Τα υλικά της κατηγορίας 2:

α) διατίθενται ως απόβλητα σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα αποτέφρωσης:

i) απευθείας χωρίς να έχει προηγηθεί μεταποίηση· ή

ii) μετά από μεταποίηση σε εγκεκριμένη μονάδα, εάν το απαιτεί η αρμόδια αρχή με αποστείρωση υπό πίεση και ανεξίτηλη επισήμανση του υλικού που προκύπτει·

β) εάν τα υλικά της κατηγορίας 2 είναι απόβλητα, διατίθενται ή ανακτώνται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα συναποτέφρωσης·

i) απευθείας χωρίς να έχει προηγηθεί μεταποίηση· ή

ii) μετά από μεταποίηση σε εγκεκριμένη μονάδα, εάν το απαιτεί η αρμόδια αρχή με αποστείρωση υπό πίεση και ανεξίτηλη επισήμανση του υλικού που προκύπτει·

γ) διατίθενται σε εγκεκριμένο χώρο υγειονομικής ταφής, έπειτα από μεταποίηση με αποστείρωση υπό πίεση σε εγκεκριμένη μονάδα και ανεξίτηλη επισήμανση του υλικού που προκύπτει·

δ) επισημαίνονται με ανεξίτηλο τρόπο αφού μεταποιηθούν σε εγκεκριμένη μονάδα:

i) εάν το υλικό που προκύπτει είναι πρωτεϊνούχο, με αποστείρωση υπό πίεση, και χρησιμοποιούνται ως οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους· ή

ii) εάν πρόκειται για τετηγμένα λίπη, με αποστείρωση υπό πίεση, εάν το απαιτεί η αρμόδια αρχή, και με περαιτέρω μεταποίηση σε παράγωγα λίπη σε εγκεκριμένη μονάδα, για να χρησιμοποιηθούν σε οργανικά λιπάσματα ή βελτιωτικά εδάφους·

ε) μετασχηματίζονται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή λιπασματοποίησης:

i) αφού το υλικό που προκύπτει μεταποιηθεί με αποστείρωση υπό πίεση και επισημανθεί με ανεξίτηλο τρόπο· ή

ii) εάν πρόκειται για κόπρο, περιεχόμενο του πεπτικού συστήματος που έχει αποχωριστεί από το πεπτικό σύστημα, γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα και πρωτόγαλα, εφόσον η αρμόδια αρχή κρίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης σοβαρών μεταδοτικών νόσων, έπειτα από μεταποίηση ή χωρίς προηγούμενη μεταποίηση·

στ) διασπείρονται στο έδαφος, εάν πρόκειται για κόπρο, περιεχόμενο του πεπτικού συστήματος που έχει αποχωριστεί από το πεπτικό σύστημα, γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα και πρωτόγαλα, εφόσον η αρμόδια αρχή κρίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης σοβαρών μεταδοτικών νόσων·

ζ) εάν πρόκειται για υλικό που προέρχεται από υδρόβια ζώα ενσιρώνονται ή λιπασματοποιούνται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα·

η) χρησιμοποιούνται ως καύσιμο για καύση· ή

i) χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI και διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς που ορίζεται στο εν λόγω κεφάλαιο.

Άρθρο 21 Διάθεση και χρήση υλικών της κατηγορίας 3

Τα υλικά της κατηγορίας 3:

α) διατίθενται ως απόβλητα σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα αποτέφρωσης, έπειτα από μεταποίηση ή χωρίς προηγούμενη μεταποίηση·

β) εάν τα υλικά της κατηγορίας 3 είναι απόβλητα, διατίθενται ή ανακτώνται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα συναποτέφρωσης, έπειτα από μεταποίηση ή χωρίς προηγούμενη μεταποίηση·

γ) μεταποιούνται σε εγκεκριμένη μονάδα, εκτός εάν πρόκειται για υλικά που έχουν αλλάξει λόγω αποσύνθεσης, μόλυνσης ή αλλοίωσης τόσο ώστε να παρουσιάζουν απαράδεκτο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, και χρησιμοποιούνται:

i) ως υλικά ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα ή για τη σίτιση εκτρεφόμενων ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων, και διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 24, εκτός εάν πρόκειται για υλικά που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχεία ιβ) και ιγ)·

ii) για τη σίτιση γουνοφόρων ζώων· ή

iii) για την παρασκευή οργανικών λιπασμάτων ή βελτιωτικών εδάφους, τα οποία διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 25.

δ) μετασχηματίζονται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή λιπασματοποίησης·

ε) εάν πρόκειται για υλικό που προέρχεται από υδρόβια ζώα ενσιρώνονται ή λιπασματοποιούνται σε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα·

στ) εάν πρόκειται για όστρακα, εκτός από τα όστρακα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ε), χρησιμοποιούνται υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν τυχόν κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιαστούν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

ζ) χρησιμοποιούνται ως καύσιμο για καύση· ή

η) χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI και διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς που ορίζεται στο εν λόγω κεφάλαιο.

Άρθρο 22 Παρεκκλίσεις

Κατά παρέκκλιση των άρθρων 19, 20 και 21, τα ζωικά υποπροϊόντα μπορούν:

α) να διατίθενται ή να χρησιμοποιούνται σε εγκεκριμένη μονάδα, σύμφωνα με εναλλακτικές μεθόδους που έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 29 παράγραφοι 1 έως 9·

β) να χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς και άλλους σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 26·

γ) εάν πρόκειται για ζωικά υποπροϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 27, να χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς σίτισης σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο·

δ) εάν πρόκειται για ζωικά υποπροϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 28, να διατίθενται με τους τρόπους διάθεσης που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο·

ε) εάν πρόκειται για υλικά της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3 και εφόσον η αρμόδια αρχή έχει δώσει έγκριση:

i) να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή και τη διασπορά στο έδαφος βιοδυναμικών παρασκευασμάτων, όπως αναφέρεται στο σημείο 2.3 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2092/91·

ii) για τη σίτιση ζώων συντροφιάς·

στ) εάν πρόκειται για υλικά της κατηγορίας 3 που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο στ) και άλλα ζωικά υποπροϊόντα τα οποία αφαιρέθηκαν στη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης σε ζώντα ζώα, εφόσον η αρμόδια αρχή έχει δώσει έγκριση, να διατίθενται επί τόπου στο αγρόκτημα.

Άρθρο 23 Μέτρα εφαρμογής

1. Η Επιτροπή καθορίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος σχετικά με:

α) τις μεθόδους μεταποίησης για τα ζωικά υποπροϊόντα εκτός της αποστείρωσης υπό πίεση, ιδίως όσον αφορά το χρόνο, τη θερμοκρασία και τις παραμέτρους πίεσης που εφαρμόζονται γι’ αυτές τις μεθόδους μεταποίησης·

β) τις παραμέτρους για το μετασχηματισμό των ζωικών υποπροϊόντων σε βιοαέριο ή λίπασμα·

γ) την ενσίρωση υλικού που προέρχεται από υδρόβια ζώα·

δ) την ανεξίτηλη επισήμανση των ζωικών υποπροϊόντων·

ε) τη διασπορά στο έδαφος ορισμένων ζωικών υποπροϊόντων, οργανικών λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους·

στ) τη χρήση ορισμένων ζωικών υποπροϊόντων ως υλικών ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα ή για τη σίτιση εκτρεφόμενων ζώων·

ζ) το επίπεδο κινδύνου για δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων σε σχέση με ορισμένα υλικά τα οποία κρίνονται ως απαράδεκτα όπως αναφέρεται στο άρθρο 21 στοιχείο γ).

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος τμήματος με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

2. Έως ότου εγκριθούν οι κανόνες σύμφωνα με τα στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν ή να διατηρούν εθνικούς κανόνες για το μετασχηματισμό των ζωικών υποπροϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο ιβ) και για την ενσίρωση του υλικού που προέρχεται από υδρόβια ζώα.

τμήμα 3: διάθεση στην αγορά

Άρθρο 24 Διάθεση ζωικών υποπροϊόντων στην αγορά για ζωοτροφές

1. Τα ζωικά υποπροϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφή εκτρεφόμενων ζώων ή τα παράγωγα προϊόντα τους που χρησιμοποιούνται ως υλικά ζωοτροφών για εκτρεφόμενα ζώα μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν:

α) ανήκουν ή προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 3· ωστόσο, εάν τα υλικά προορίζονται για τη σίτιση εκτρεφόμενων ζώων, εκτός των γουνοφόρων ζώων, πρέπει να είναι ή να προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 3 εκτός των υλικών που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο ια) και ιβ)·

β) έχουν συλλεχθεί, μεταποιηθεί ή μετασχηματιστεί, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους για την αποστείρωση υπό πίεση ή άλλους όρους για την αποτροπή των κινδύνων που παρουσιάζονται για τη δημόσια υγεία ή για την υγεία των ζώων σύμφωνα με το τμήμα 2 και με τα τυχόν μέτρα που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

γ) προέρχονται από εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες σε μητρώο εγκαταστάσεις, ανάλογα με το ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν.

2. Η Επιτροπή καθορίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου με βάση:

α) τους όρους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που αφορούν τη συλλογή, τη μεταποίηση και την επεξεργασία των ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) τους όρους σχετικά με την εξασφάλιση της ιχνηλασιμότητας και την αποτροπή της αλληλομόλυνσης που ισχύουν για τα υλικά που είναι κατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο και προορίζονται για σίτιση των ζώων ή για να χρησιμοποιηθούν ως υλικό ζωοτροφών.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 25 Διάθεση στην αγορά και χρήση οργανικών λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους

1. Τα οργανικά λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους μπορούν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται εφόσον:

α) προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 2 ή της κατηγορίας 3·

β) έχουν παραχθεί σύμφωνα με τους όρους για την αποστείρωση υπό πίεση ή υπό άλλους όρους για την αποτροπή των κινδύνων που παρουσιάζονται για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τμήματος 2 και τυχόν μέτρων τα οποία έχουν καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2·

γ) έχουν αναμιχθεί με συστατικό το οποίο κάνει αδύνατη τη χρήση του μείγματος ως ζωοτροφής στη συνέχεια, εάν πρόκειται για οργανικά λιπάσματα και βελτιωτικά εδάφους που προέρχονται από πρωτεϊνούχο υλικό· και

δ) προέρχονται από εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες σε μητρώα μονάδες ή εγκαταστάσεις, ανάλογα με την περίπτωση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν ή να διατηρούν εθνικούς κανόνες για την επιβολή πρόσθετων όρων για τη χρήση ή τον περιορισμό της χρήσης των οργανικών λιπασμάτων και των βελτιωτικών εδάφους, με την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί αιτιολογούνται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων.

2. Η Επιτροπή καθορίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου με βάση:

α) τις συνθήκες για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων όσον αφορά την παραγωγή και τη χρήση οργανικών λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους·

β) τα συστατικά στοιχεία για την επισήμανση των οργανικών λιπασμάτων ή των βελτιωτικών εδάφους·

γ) τα συστατικά στοιχεία που αναμειγνύονται με τα οργανικά λιπάσματα ή τα βελτιωτικά εδάφους·

δ) τους συμπληρωματικούς όρους, όπως τις ουσίες ή τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επισήμανση και τις ελάχιστες αναλογίες που σημειώνονται κατά την παρασκευή του μείγματος, ώστε να αποκλειστεί η χρήση αυτών των οργανικών λιπασμάτων ή βελτιωτικών εδάφους ως υλικού ζωοτροφών.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος τμήματος με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

τμήμα 4: παρεκκλίσεις όσον αφορά τη χρηση και τη διάθεση ζωικών υποπροϊόντων και παραγωγων προϊόντων τους

Άρθρο 26 Παρεκκλίσεις όσον αφορά τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων για ερευνητικούς και άλλους σκοπούς

1. Η αρμόδια αρχή μπορεί, κατά παρέκκλιση των τμημάτων 1 και 2, να εγκρίνει τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους για επιδείξεις και για διαγνωστικούς, εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς υπό όρους οι οποίοι εξασφαλίζουν τον έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

Στους όρους αυτούς περιλαμβάνονται:

α) η απαγόρευση οποιασδήποτε περαιτέρω χρήσης των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους για άλλους σκοπούς·

β) η υποχρέωση της ασφαλούς διάθεσης ή της εκ νέου αποστολής των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους στον τόπο προέλευσής τους.

2. Οι υπεύθυνοι μονάδων και εγκαταστάσεων των οποίων οι δραστηριότητες αφορούν υλικά της κατηγορίας 1 και υλικά της κατηγορίας 2 και οι χρήστες που εκτελούν παρόμοιες δραστηριότητες σύμφωνα με την παράγραφο 1 καταχωρίζονται σε μητρώο από την αρμόδια αρχή κατόπιν της υποβολής των ακόλουθων στοιχείων σχετικά με:

α) την κατηγορία των ζωικών υποπροϊόντων·

β) τη φύση των διαδικασιών στις οποίες χρησιμοποιούνται ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα τους ως πρώτη ύλη και για τις οποίες υποβάλλεται η αίτηση.

3. Τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3, όσον αφορά την υποβολή των στοιχείων καθώς και του τυπικού υποδείγματος.

4. Στην περίπτωση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που απαιτούν τη θέσπιση μέτρων σε όλο το έδαφος της Κοινότητας, ιδίως στην περίπτωση νεοεμφανιζόμενων κινδύνων, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εναρμονισμένους όρους για την εισαγωγή και τη χρήση των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι όροι αυτοί είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν απαιτήσεις όσον αφορά την αποθήκευση, τη συσκευασία, την ταυτοποίηση, τη μεταφορά και τη διάθεση.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 27 Παρεκκλίσεις όσον αφορά τη συλλογή και τη χρήση ζωικών υποπροϊόντων για ειδικούς σκοπούς σίτισης

1. Η αρμόδια αρχή μπορεί, κατά παρέκκλιση από τα τμήματα 1 και 2, να εγκρίνει υπό όρους οι οποίοι εγγυώνται τον έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, τη συλλογή και τη χρήση:

α) υλικών της κατηγορίας 2, υπό τον όρο ότι προέρχονται από ζώα τα οποία δεν θανατώθηκαν ή δεν πέθαναν λόγω της παρουσίας ή της υπόνοιας παρουσίας νόσου μεταδοτικής στον άνθρωπο ή στα ζώα·

β) υλικών της κατηγορίας 3 για τη σίτιση:

i) ζώων ζωολογικών κήπων·

ii) ζώων τσίρκων·

iii) ερπετών και αρπακτικών πτηνών, εκτός από τα ζώα ζωολογικών κήπων ή τσίρκων·

iv) γουνοφόρων ζώων·

v) άγριων ζώων, των οποίων το κρέας δεν προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

vi) σκύλων αναγνωρισμένων κυνοτροφείων ή αγελών κυνηγόσκυλων·

vii) σκωλήκων σκωληκοκαλλιέργειας για δολώματα αλιείας.

2. Η αρμόδια αρχή μπορεί να εγκρίνει, κατά παρέκκλιση των τμημάτων 1 και 2 και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τη σίτιση ζώων ζωολογικών κήπων και ειδών νεκροφάγων πτηνών που είτε κινδυνεύουν να εκλείψουν είτε προστατεύονται και τα οποία ζουν στο φυσικό τους περιβάλλον με υλικά της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο β) σημείο ii).

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου με βάση τους όρους υπό τους οποίους:

α) είναι δυνατόν να εγκρίνεται η συλλογή και η χρήση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, σε σχέση με τη διοχέτευση, την αποθήκευση και τη χρήση των υλικών της κατηγορίας 2 και των υλικών της κατηγορίας 3 με σκοπό τη σίτιση, ακόμη και στην περίπτωση νεοεμφανιζόμενων κινδύνων·

β) είναι δυνατόν να εγκρίνεται η σίτιση με υλικά της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων:

i) των ειδών των νεκροφάγων πτηνών σε ορισμένα κράτη μέλη, τα οποία σιτίζονται με τα υλικά αυτά·

ii) των μέτρων που απαιτούνται για να εξασφαλίζουν ότι αποκλείεται η πρόσβαση άλλων ειδών στα υλικά αυτά.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 28 Παρεκκλίσεις όσον αφορά τη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων

1. Η αρμόδια αρχή μπορεί, κατά παρέκκλιση των τμημάτων 1 και 2, να εγκρίνει τη διάθεση:

α) με ταφή νεκρών ζώων συντροφιάς·

β) υλικών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο α) σημείο v) και στο άρθρο 11 στοιχείο β) σημείο ii), υλικών της κατηγορίας 2 και υλικών της κατηγορίας 3 σε απόμερες περιοχές με καύση ή ταφή επί τόπου ή με άλλα μέσα υπό επίσημη επίβλεψη που αποκλείουν τη μετάδοση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων·

γ) με καύση ή ταφή επί τόπου ή με άλλα μέσα, υπό επίσημη επίβλεψη, που αποκλείουν τη μετάδοση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, από υλικά της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο β) σημείο ii), υλικά της κατηγορίας 2 και υλικά της κατηγορίας 3 σε περιοχές στις οποίες η πρόσβαση είναι πρακτικά αδύνατη ή θα μπορούσε να είναι δυνατή μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες που θα έθεταν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια του προσωπικού που πραγματοποιεί τη συλλογή, λόγω των γεωγραφικών ή των κλιματολογικών χαρακτηριστικών ή λόγω μιας φυσικής καταστροφής, ή στις οποίες η πρόσβαση θα απαιτούσε τη χρήση δυσανάλογων μέσων για τη συλλογή·

δ) με άλλα μέσα εκτός της καύσης ή της ταφής επί τόπου, υπό επίσημη επίβλεψη, υλικών της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3 τα οποία δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων και τα οποία παράγονται στις εγκαταστάσεις των υπευθύνων επιχειρήσεων που χειρίζονται ένα μόνο συγκεκριμένο όγκο τέτοιου είδους ζωικών υποπροϊόντων ανά εβδομάδα, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4, σε σχέση με το είδος των δραστηριοτήτων τους και το είδος από το οποίο προέρχονται στα συγκεκριμένα ζωικά υποπροϊόντα·

ε) με καύση ή ταφή επί τόπου, υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν τη μετάδοση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, από ζωικά υποπροϊόντα, εκτός από τα υλικά της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο α) σημείο i), σε περίπτωση εκδήλωσης υποχρεωτικά κοινοποιήσιμης νόσου που έχει περιληφθεί σε κατάλογο σύμφωνα με το σημείο δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4, εάν η μεταφορά στην πλησιέστερη εγκεκριμένη μονάδα μεταποίησης ή διάθεσης ζωικών υποπροϊόντων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εξάπλωση των κινδύνων για την υγεία ή θα οδηγούσε, στην περίπτωση εξάπλωσης επιζωοτικής νόσου, σε έλλειψη δυναμικού των μονάδων αυτών.

2. Σ’ ένα κράτος μέλος η έκταση των απόμερων περιοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ποσοστό της έκτασης του εδάφους του.

3. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με:

α) τις περιοχές που κατατάσσουν στις απόμερες προκειμένου να εφαρμοστεί η παράγραφος 1 στοιχείο β), τους λόγους της ταξινόμησης αυτής, καθώς και οποιαδήποτε νεότερη πληροφορία σχετικά με τυχόν αλλαγές στην ταξινόμηση αυτή.

β) την από μέρους τους χρήση των εγκρίσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και δ) όσον αφορά τα υλικά της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2.

4. Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου με βάση:

α) τους όρους για την επί τόπου καύση και ταφή με τους οποίους εξασφαλίζεται ο έλεγχος των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων·

β) το ανώτατο ποσοστό εδάφους που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

γ) τον όγκο των ζωικών υποπροϊόντων σε σχέση με το είδος των δραστηριοτήτων και το είδος από το οποίο προέρχονται, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ)·

δ) τον κατάλογο των νόσων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε).

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

τμήμα 5: εναλλακτικεσ μεθοδοι για τη χρηση και τη διάθεση ζωικών υποπροϊόντων και παραγωγων προϊόντων τους

Άρθρο 29 Έγκριση εναλλακτικών μεθόδων για τη χρήση ή τη διάθεση

1. Η διαδικασία για την έγκριση μιας εναλλακτικής μεθόδου χρήσης ή διάθεσης ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους μπορεί να ξεκινήσει είτε από την Επιτροπή είτε ύστερα από αίτηση κράτους μέλους ή ενδιαφερόμενου μέρους, το οποίο μπορεί να εκπροσωπεί περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη.

2. Τα ενδιαφερόμενα μέρη αποστέλλουν την αίτησή τους στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την εναλλακτική μέθοδο.

3. Η αρμόδια αρχή αξιολογεί, εντός χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης, εάν η αίτηση είναι σύμφωνη με την τυποποιημένη μορφή των αιτήσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 10.

Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει τις αιτήσεις των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων μερών, μαζί με την έκθεση αξιολόγησης που έχει εκπονήσει, στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (εφεξής «η Αρχή») και στην Επιτροπή.

4. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις αιτήσεις, μαζί με μια έκθεση αξιολόγησης που εκπονεί, στην Αρχή.

5. Η Αρχή αξιολογεί, σε χρονικό διάστημα έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης, εάν η συγκεκριμένη μέθοδος εξασφαλίζει τη μείωση των κινδύνων για την δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων σε βαθμό τουλάχιστον ισοδύναμο με τις μεθόδους μεταποίησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1) στοιχείο α) και γνωμοδοτεί σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση.

6. Σε περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, εάν η Αρχή ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από τους αιτούντες, η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 είναι δυνατόν να παραταθεί.

Η Αρχή καθορίζει, ύστερα από συνεννόηση με τον αιτούντα, μια προθεσμία εντός της οποίας είναι δυνατόν να παρασχεθούν οι πληροφορίες αυτές και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την αναγκαία συμπληρωματική προθεσμία.

7. Εάν ο αιτών υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες με δική του πρωτοβουλία, τις διαβιβάζει στην Αρχή.

Στην περίπτωση αυτή η περίοδος που προβλέπεται στην παράγραφο 5 δεν παρατείνεται.

8. Η Αρχή διαβιβάζει τη γνώμη της στην Επιτροπή, στον αιτούντα και στην αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

9. Σε χρονικό διάστημα τριών μηνών από την παραλαβή της γνώμης της Αρχής και λαμβανομένης υπόψη της γνώμης αυτής, η Επιτροπή ενημερώνει τον αιτούντα για τα προτεινόμενα μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 11.

10. Μπορεί να εγκριθεί μια τυποποιημένη μορφή για τις αιτήσεις εναλλακτικών μεθόδων σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 2.

11. Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τα ακόλουθα μέτρα:

α) μέτρα με τα οποία εγκρίνεται μια εναλλακτική μέθοδος χρήσης ή διάθεσης ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους·

β) μέτρα με τα οποία απορρίπτεται η έγκριση μιας τέτοιου είδους εναλλακτικής μεθόδου.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV:ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Άρθρο 30 Επίσημοι έλεγχοι

1. Η αρμόδια αρχή πραγματοποιεί, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, επίσημους ελέγχους και επιθεωρήσεις σε εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες σε μητρώο μονάδες και εγκαταστάσεις και σε χώρους για τους οποίους έχουν παρασχεθεί πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 3.

2. Η αρμόδια αρχή κατά την πραγματοποίηση των επίσημων ελέγχων λαμβάνει υπόψη της την τήρηση των κοινοτικών και εθνικών οδηγών ορθής πρακτικής.

Άρθρο 31 Αναστολές, αποσύρσεις και απαγορεύσεις λειτουργιών

1. Εάν από τους επίσημους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που πραγματοποιεί η αρμόδια αρχή διαπιστωθεί ότι δεν τηρούνται μια ή περισσότερες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα.

Ειδικότερα, η αρμόδια αρχή:

α) αναστέλλει τις εγκρίσεις μονάδων και εγκαταστάσεων που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εάν:

i) δεν πληρούνται πλέον οι όροι έγκρισης ή λειτουργίας της μονάδας ή της εγκατάστασης·

ii) αναμένεται ότι ο υπεύθυνος της επιχείρησης μπορεί να αποκαταστήσει τις ελλείψεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

iii) οι πιθανοί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων δεν απαιτούν ενέργειες σύμφωνα με το στοιχείο β)·

β) αποσύρει τις εγκρίσεις μονάδων και εγκαταστάσεων που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εάν:

i) δεν πληρούνται πλέον οι όροι έγκρισης ή λειτουργίας της μονάδας ή της εγκατάστασης·

ii) δεν αναμένεται ότι ο υπεύθυνος της επιχείρησης μπορεί να αποκαταστήσει τις ελλείψεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος

- για λόγους που αφορούν την υποδομή της μονάδας

- για λόγους που αφορούν τις προσωπικές ικανότητες του υπεύθυνου της επιχείρησης ή των υφισταμένων του, ή

- λόγω σοβαρών κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που απαιτούν σημαντικές προσαρμογές της λειτουργίας της μονάδας ή της εγκατάστασης για να μπορέσει ο υπεύθυνος της επιχείρησης να υποβάλει αίτηση νέας έγκρισης.

2. Η αρμόδια αρχή απαγορεύει προσωρινά ή οριστικά σε καταχωρισμένη μονάδα, εγκατάσταση ή χρήστη ή σε υπεύθυνο επιχείρησης για την οποία έχουν παρασχεθεί στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 3, την εκτέλεση λειτουργιών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, κατά περίπτωση, έπειτα από την παραλαβή στοιχείων με τα οποία αποδεικνύεται ότι:

α) δεν τηρούνται οι απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας· ή

β) είναι πιθανόν να προκύψουν κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων από τις λειτουργίες αυτές.

Άρθρο 32 Κατάλογοι εγκεκριμένων ή καταχωρισμένων σε μητρώα μονάδων, εγκαταστάσεων και χρηστών

1. Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο με τις μονάδες, τις εγκαταστάσεις και τους χρήστες που έχουν εγκριθεί ή καταχωριστεί σε μητρώο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τις εγκαταστάσεις για τις οποίες έχουν παρασχεθεί στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφο 3 και βρίσκονται στο έδαφός του.

Αποδίδει έναν επίσημο αριθμό σε κάθε εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο μονάδα, εγκατάσταση ή χρήστη και σε κάθε υπεύθυνο επιχείρησης για τον οποίο έχουν παρασχεθεί στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 3, για την ταυτοποίηση της μονάδας, της εγκατάστασης, του χρήστη ή του υπεύθυνου επιχείρησης ανάλογα με το είδος των δραστηριοτήτων.

Τα κράτη μέλη αναφέρουν, κατά περίπτωση, άλλον επίσημο αριθμό που έχει αποδοθεί στη μονάδα, στην εγκατάσταση, στο χρήστη ή στον υπεύθυνο της επιχείρησης σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους καταλόγους με τις εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες σε μητρώα μονάδες και εγκαταστάσεις στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους καταλόγους με τις εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες σε μητρώα μονάδες και τους καταλόγους με τους υπεύθυνους επιχειρήσεων για τους οποίους έχουν παρασχεθεί στοιχεία και τους κοινοποιούν στα άλλα κράτη μέλη και στο κοινό.

2. Τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3, ιδίως όσον αφορά:

α) τη μορφή των καταλόγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) τη διαδικασία κοινοποίησης των καταλόγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 33 Έλεγχοι για την αποστολή ζωικών υποπροϊόντων σε άλλα κράτη μέλη

1. Εάν ο υπεύθυνος επιχείρησης σκοπεύει να αποστείλει υλικά της κατηγορίας 1, υλικά της κατηγορίας 2 ή κρεατάλευρα και οστεάλευρα ή ζωικό λίπος που παράγεται από υλικά της κατηγορίας 1 σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προορισμού αποφασίζει ως εξής σχετικά με την αίτηση του υπεύθυνου:

α) αρνείται την παραλαβή του φορτίου·

β) αποδέχεται το φορτίο χωρίς όρους· ή

γ) αποδέχεται την παραλαβή του φορτίου με τους ακόλουθους όρους:

i) εάν το υλικό ή τα παράγωγα προϊόντα δεν έχουν υποβληθεί σε αποστείρωση υπό πίεση, υποβάλλονται υποχρεωτικά στην επεξεργασία αυτή· ή

ii) το υλικό ή τα παράγωγα προϊόντα πρέπει να συμμορφώνονται με οποιουσδήποτε όρους αφορούν την αποστολή του φορτίου οι οποίοι αιτιολογούνται για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο χειρισμός του υλικού και των παράγωγων προϊόντων γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ενημερώνουν την αρμόδια αρχή του τόπου προέλευσης πριν από την προβλεπόμενη αποστολή.

2. Η αρμόδια αρχή του τόπου προέλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού, μέσω του συστήματος TRACES σύμφωνα με την απόφαση 2004/292/ΕΚ, για κάθε αποστολή σε άλλο κράτος μέλος σχετικά με:

α) το υλικό ή τα παράγωγα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) τα κρεατάλευρα, τα οστεάλευρα και το ζωικό λίπος που είναι παράγωγα προϊόντα υλικών της κατηγορίας 2·

γ) την επεξεργασμένη ζωική πρωτεΐνη που είναι παράγωγο προϊόν υλικών της κατηγορίας 3.

Όταν πληροφορείται την αποστολή η αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του τόπου προέλευσης για την άφιξη κάθε αποστολής μέσω του συστήματος TRACES.

3. Τα ζωικά υποπροϊόντα, τα κρεατάλευρα και οστεάλευρα και το ζωικό λίπος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μεταφέρονται απευθείας στη μονάδα προορισμού, η οποία πρέπει να είναι εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη σε μητρώο σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 8 ή, στην περίπτωση κόπρου, στο αγρόκτημα στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διασπαρεί σύμφωνα με την έγκριση που έχει δοθεί από την αρμόδια αρχή.

4. Εάν τα ζωικά υποπροϊόντα ή τα παράγωγα προϊόντα τους αποστέλλονται σε άλλο κράτος μέλος μέσω του εδάφους μιας τρίτης χώρας, η αποστολή αυτή γίνεται με μέσα μεταφοράς τα οποία έχουν σφραγιστεί στο κράτος μέλος προέλευσης και συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό.

Οι αποστολές αυτές εισέρχονται εκ νέου στην Κοινότητα μόνο μέσω συνοριακού σταθμού επιθεώρησης σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ.

5. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4, τα ζωικά υποπροϊόντα ή τα παράγωγα προϊόντα τους που αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους και τα οποία έχουν αναμειχθεί ή μολυνθεί από τα απόβλητα που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα στην απόφαση 2000/532/ΕΚ αποστέλλονται σε άλλα κράτη μέλη μόνο βάσει των απαιτήσεων του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1013/2006.

6. Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου με βάση:

α) τους συμπληρωματικούς όρους για την αποστολή των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

β) τα υποδείγματα των υγειονομικών πιστοποιητικών που πρέπει να συνοδεύουν τα φορτία που αποστέλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

7. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει παρεκκλίσεις από τις παραγράφους 1 έως 4 όσον αφορά την αποστολή κόπρου που μεταφέρεται μεταξύ δύο σημείων εντός του ίδιου αγροκτήματος ή μεταξύ αγροκτημάτων που βρίσκονται σε παραμεθόριες περιοχές όμορων κρατών μελών.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 34 Κοινοτικοί έλεγχοι σε κράτη μέλη

1. Εμπειρογνώμονες της Επιτροπής μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εφόσον είναι αναγκαίο για την ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Τα κράτη μέλη, στο έδαφος των οποίων διενεργούνται οι έλεγχοι, παρέχουν στους εμπειρογνώμονες κάθε απαιτούμενη βοήθεια προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους.

Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα των ελέγχων.

2. Τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία για τη συνεργασία με τις εθνικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V: ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ

Άρθρο 35 Εισαγωγή και διαμετακόμιση ζωικών υποπροϊόντων

1. Τα ζωικά υποπροϊόντα ή τα παράγωγα προϊόντα τους εισάγονται στην Κοινότητα ή διαμετακομίζονται μέσω της Κοινότητας σύμφωνα με:

α) τις σχετικές απαιτήσεις του κανονισμού για το συγκεκριμένο ζωικό υποπροϊόν ή το παράγωγο προϊόν, οι οποίες είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις που ισχύουν για την παραγωγή και την εμπορία των εν λόγω ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους στο εσωτερικό της Κοινότητας·

β) τους όρους που έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή ως τουλάχιστον ισοδύναμοι με τις απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν, στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας, για την παραγωγή και την εμπορία των εν λόγω ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους· ή

γ) εάν πρόκειται για παράγωγα προϊόντα τα οποία αναφέρονται στο κεφάλαιο VI ή για υλικά που προορίζονται για την παρασκευή τους, σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς που ορίζεται στο εν λόγω κεφάλαιο.

Τα μέτρα που προβλέπονται στο στοιχείο β) και τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η εισαγωγή και η διαμετακόμιση:

α) του ειδικού υλικού κινδύνου πραγματοποιείται μόνο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

β) των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους τα οποία έχουν αναμειχθεί ή μολυνθεί από τα απόβλητα που αναφέρονται στην απόφαση 2000/532/ΕΚ, πραγματοποιούνται μόνο βάσει των απαιτήσεων του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1013/2006·

γ) του υλικού της κατηγορίας 1, του υλικού της κατηγορίας 2 και των προϊόντων που παράγονται από το εν λόγω υλικό και δεν προορίζονται για παρασκευή των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα VI, πραγματοποιούνται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εγκριθεί κανόνες για την εισαγωγή τους σύμφωνα με το άρθρο 36 στοιχείο α)·

δ) των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων που προορίζονται για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα τα οποία εξασφαλίζουν τον έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, έως ότου εγκριθούν οι εναρμονισμένοι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 4.

3. Στην περίπτωση της εισαγωγής και της διαμετακόμισης υλικού και παράγωγων προϊόντων της κατηγορίας 3, η Επιτροπή εγκρίνει τις σχετικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1.

Οι απαιτήσεις αυτές είναι δυνατόν να προβλέπουν ότι οι αποστολές:

α) πρέπει να προέρχονται από τρίτη χώρα ή από τμήμα τρίτης χώρας που αναφέρεται στον κατάλογο σύμφωνα με την παράγραφο 4·

β) πρέπει να προέρχονται από μονάδες ή εγκαταστάσεις που έχουν εγκριθεί ή καταχωριστεί από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας καταγωγής και αναφέρονται για τον σκοπό αυτό στον κατάλογο της εν λόγω αρχής·

γ) κατά τη μεταφορά στο σημείο εισόδου στην Κοινότητα, όπου πραγματοποιούνται οι κτηνιατρικοί έλεγχοι, συνοδεύονται από τεκμηρίωση όπως π.χ. εμπορικό έγγραφο, δήλωση ή υγειονομικό πιστοποιητικό, που αντιστοιχεί στο υπόδειγμα του άρθρου 36 στοιχείο δ).

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Μέχρις ότου η Επιτροπή εγκρίνει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ) του δεύτερου εδαφίου, τα κράτη μέλη καθορίζουν τις εν λόγω απαιτήσεις με εθνικά μέτρα.

4. Οι κατάλογοι τρίτων χωρών ή τμημάτων τρίτων χωρών από τα οποία επιτρέπεται η εισαγωγή ή η διαμετακόμιση μέσω της Κοινότητας ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων τους καταρτίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 3, συνεκτιμώντας ιδίως τα εξής:

α) τη νομοθεσία της τρίτης χώρας·

β) την οργάνωση της αρμόδιας αρχής και των αρμόδιων για τους ελέγχους υπηρεσιών της στην τρίτη χώρα, τις αρμοδιότητες αυτών των υπηρεσιών, την επίβλεψη στην οποία υπόκεινται και την εξουσία που διαθέτουν να ελέγχουν αποτελεσματικά την εφαρμογή της νομοθεσίας τους·

γ) τις ισχύουσες υγειονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στην παραγωγή, την παρασκευή, το χειρισμό, την αποθήκευση και την αποστολή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για την Κοινότητα·

δ) τις εγγυήσεις τις οποίες μπορεί να παράσχει η τρίτη χώρα όσον αφορά την τήρηση των σχετικών υγειονομικών διατάξεων·

ε) την πείρα εμπορίας των προϊόντων της τρίτης χώρας και τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων ελέγχων στις εισαγωγές·

στ) τα αποτελέσματα των ενδεχόμενων κοινοτικών επιθεωρήσεων στην τρίτη χώρα·

ζ) το υγειονομικό καθεστώς του ζωικού κεφαλαίου, των λοιπών κατοικίδιων ζώων και των άγριων ζώων στην τρίτη χώρα, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εξωτικές νόσοι των ζώων και ζητήματα της γενικής υγειονομικής κατάστασης στη χώρα, που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων στην Κοινότητα·

η) την περιοδικότητα και την ταχύτητα με την οποία η τρίτη χώρα παρέχει πληροφορίες σχετικά με την παρουσία λοιμωδών ή μεταδοτικών νόσων των ζώων στο έδαφός της, ιδίως των νόσων που περιλαμβάνονται στον κώδικα υγείας των χερσαίων ζώων και στον κώδικα υγείας των υδρόβιων ζώων του Διεθνούς Γραφείου Επιζωοτιών·

θ) τους κανόνες για την πρόληψη και τον έλεγχο λοιμωδών ή μεταδοτικών νόσων των ζώων που ισχύουν στην τρίτη χώρα και την εφαρμογή τους, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες.

Οι κατάλογοι των μονάδων και των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 επικαιροποιούνται τακτικά, κοινοποιούνται στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη και είναι διαθέσιμοι στο κοινό.

Άρθρο 36 Μέτρα εφαρμογής

Η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα εφαρμογής του άρθρου 35 όσον αφορά τα εξής:

α) τους όρους για την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση του υλικού της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 και των παράγωγων προϊόντων του·

β) τους περιορισμούς σχετικά με τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, οι οποίοι ισχύουν για το εισαγόμενο υλικό της κατηγορίας 3 ή τα παράγωγα προϊόντα του, που ενδέχεται

i) να καθορίζονται αναφορικά με τους κοινοτικούς καταλόγους των τρίτων χωρών ή των τμημάτων τρίτων χωρών που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 4 ή για άλλους σκοπούς δημόσιας υγείας ή υγείας των ζώων·

ii) να εξαιρούν από την εισαγωγή ή τη διαμετακόμιση τα ζωικά υποπροϊόντα ή τα παράγωγα προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας των ζώων·

γ) τους όρους για την παρασκευή ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων σε μονάδες ή εγκαταστάσεις σε τρίτες χώρες· στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται οι λεπτομέρειες διενέργειας των ελέγχων στις εν λόγω μονάδες ή εγκαταστάσεις από την οικεία αρμόδια αρχή, ενώ από την έγκριση ή την καταχώριση που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο β) είναι δυνατόν να εξαιρούνται συγκεκριμένες μονάδες ή εγκαταστάσεις χειρισμού ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων·

δ) τα υποδείγματα υγειονομικών πιστοποιητικών που συνοδεύουν τις αποστολές και αναφέρουν ότι τα σχετικά ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα έχουν συλλεγεί ή παρασκευαστεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

Άρθρο 37 Εξαγωγή

1. Η εξαγωγή ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τα οποία προορίζονται για αποτέφρωση ή υγειονομική ταφή απαγορεύεται.

2. Η εξαγωγή ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων για χρήση σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή μονάδα λιπασματοποίησης σε τρίτες χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ απαγορεύεται.

3. Τα υλικά της κατηγορίας 1, της κατηγορίας 2 και τα παράγωγα προϊόντα τους εξάγονται μόνο για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει εγκρίνει κανόνες σχετικά με την εξαγωγή τους.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

4. Το άρθρο 12 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 178/2002 σχετικά με τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές που εξάγονται από την Κοινότητα εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στην εξαγωγή υλικών της κατηγορίας 3 ή παράγωγων προϊόντων τους, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

5. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 3 και 4, η εξαγωγή:

α) του ειδικού υλικού κινδύνου πραγματοποιείται μόνο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

β) των ζωικών υποπροϊόντων ή των παράγωγων προϊόντων τους τα οποία έχουν αναμειχθεί ή μολυνθεί από τα απόβλητα που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα στην απόφαση 2000/532/ΕΚ πραγματοποιείται μόνο βάσει των απαιτήσεων του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1013/2006.

Άρθρο 38 Εφαρμογή του κανονισμού (EΚ) αριθ. 882/2004 για τους σκοπούς ορισμένων ελέγχων

1. Το άρθρο 46 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 882/2004 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στους κοινοτικούς ελέγχους που διενεργούνται σε τρίτες χώρες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

2. Το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 882/2004 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στη σταδιακή καθιέρωση των απαιτήσεων του άρθρου 35 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

3. Το άρθρο 52 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 882/2004 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στους ελέγχους που πραγματοποιούν τρίτες χώρες στα κράτη μέλη σχετικά με λειτουργίες οι οποίες διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ ΕΙΔΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

τμημα 1: Παραγωγα προϊόντα που διεπονται από ορισμενεσ άλλες κοινοτικεσ νομοθετικεσ πραξεισ

Άρθρο 39 Διάθεση στην αγορά παράγωγων προϊόντων που διέπονται από άλλες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις

1. Η διάθεση στην αγορά των παράγωγων προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 δεν υπόκειται στις διατάξεις των κεφαλαίων II, III και IV.

Ωστόσο, στην περίπτωση των παράγωγων προϊόντων:

α) τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχεία α), β), γ) και δ), οι διατάξεις των εν λόγω κεφαλαίων εφαρμόζονται, εάν η κοινοτική νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 δεν προβλέπει όρους για τον έλεγχο των δυνητικών κινδύνων για την υγεία των ζώων, σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού·

β) τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχεία ε) και στ), οι διατάξεις των εν λόγω κεφαλαίων εφαρμόζονται, εάν η κοινοτική νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 δεν προβλέπει όρους για τον έλεγχο των δυνητικών κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

2. Τα άρθρα 53 και 54 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 σχετικά με τα μέτρα έκτακτης ανάγκης εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών:

α) για τα παράγωγα προϊόντα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχεία α), β), γ) και δ) του παρόντος κανονισμού, στην περίπτωση κινδύνων για την υγεία των ζώων·

β) για τα παράγωγα προϊόντα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχεία ε) και στ) του παρόντος κανονισμού, στην περίπτωση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

Άρθρο 40 Παρασκευή παράγωγων προϊόντων που διέπεται από άλλες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις

1. Η εισαγωγή, η συλλογή και η διοχέτευση ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων τους που προορίζονται για εγκαταστάσεις στις οποίες παρασκευάζονται τα παράγωγα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 και η παρασκευή αυτών των παράγωγων προϊόντων διεξάγονται σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.

Η διάθεση του αχρησιμοποίητου υλικού από αυτές τις εγκαταστάσεις πραγματοποιείται σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία.

2. Ωστόσο, εάν η κοινοτική νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 δεν προβλέπει όρους για τον έλεγχο των δυνητικών κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.

3. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή η οποία, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, είναι υπεύθυνη για τους επίσημους ελέγχους:

α) κατηγορία των ζωικών υποπροϊόντων και των παράγωγων προϊόντων τους που χρησιμοποιούνται·

β) λειτουργίες κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα ως πρώτη ύλη και οι οποίες διεξάγονται στην εγκατάσταση.

4. Επιτρέπεται να εγκριθούν μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 3 για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη διαβίβαση των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

τμήμα 2: Διαθεση αλλων παραγωγων προϊοντων στην αγορα

Άρθρο 41 Διάθεση στην αγορά άλλων παράγωγων προϊόντων εκτός της αλυσίδας ζωοτροφών

1. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων δύνανται να διαθέτουν στην αγορά παράγωγα προϊόντα πλην εκείνων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) τα εν λόγω προϊόντα:

i) δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως υλικό ζωοτροφών για τη σίτιση εκτρεφόμενων ζώων ή για διασπορά στο έδαφος από το οποίο θα λάβουν την τροφή τους αυτά τα ζώα, ή

ii) προορίζονται για ζωοτροφές γουνοφόρων ζώων· και

β) εξασφαλίζουν τον έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων:

i) με ασφαλή προμήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 42·

ii) με ασφαλή επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 43, εάν με την ασφαλή προμήθεια δεν εξασφαλίζεται επαρκής έλεγχος· ή

iii) επαληθεύοντας ότι τα προϊόντα χρησιμοποιούνται μόνο για ασφαλείς τελικές χρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 44, εάν με την ασφαλή επεξεργασία δεν εξασφαλίζεται επαρκής έλεγχος.

2. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων μπορούν επίσης να διαθέτουν στην αγορά τα παράγωγα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χωρίς περιορισμούς, εφόσον η Επιτροπή προσδιορίσει ένα τελικό σημείο στην αλυσίδα παρασκευής, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχείο α), μετά το οποίο τα εν λόγω προϊόντα δεν παρουσιάζουν πλέον κανέναν ουσιαστικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων.

Άρθρο 42 Ασφαλής προμήθεια

1. Η ασφαλής προμήθεια περιλαμβάνει τη χρήση του υλικού:

α) το οποίο δεν παρουσιάζει απαράδεκτους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων·

β) το οποίο έχει συλλεγεί και διοχετευτεί από το σημείο συλλογής στην εγκατάσταση παρασκευής υπό συνθήκες που αποκλείουν την εμφάνιση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων· ή

γ) το οποίο έχει εισαχθεί στην Κοινότητα και διοχετευτεί από το σημείο πρώτης εισόδου στην εγκατάσταση παρασκευής υπό συνθήκες που αποκλείουν την εμφάνιση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

2. Για τους σκοπούς της ασφαλούς προμήθειας, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων παρέχουν τεκμηρίωση σχετικά με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 συμπεριλαμβανομένων, αν χρειαστεί, αποδεικτικών στοιχείων για την επάρκεια των μέτρων βιοασφάλειας που έχουν ληφθεί προκειμένου να αποκλείεται η εμφάνιση κινδύνων από την πρώτη ύλη για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων.

Η τεκμηρίωση αυτή είναι διαθέσιμη στην αρμόδια αρχή όποτε ζητηθεί.

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων μεταφέρουν, επίσης, τις αποστολές υλικού από το σημείο συλλογής στην εγκατάσταση παρασκευής ή, στην περίπτωση που το σημείο συλλογής βρίσκεται σε τρίτη χώρα, στο σημείο πρώτης εισόδου στην Κοινότητα.

Οι αποστολές συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό το οποίο ανταποκρίνεται στο υπόδειγμα που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Άρθρο 43 Ασφαλής επεξεργασία

Η ασφαλής επεξεργασία περιλαμβάνει την εφαρμογή μιας διαδικασίας παραγωγής στο χρησιμοποιούμενο υλικό η οποία μειώνει σε αποδεκτό επίπεδο τους κινδύνους που παρουσιάζει για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων το εν λόγω χρησιμοποιούμενο υλικό και άλλες ουσίες που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία παραγωγής.

Εξασφαλίζεται ότι το παράγωγο προϊόν δεν παρουσιάζει απαράδεκτους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, ιδίως με την πραγματοποίηση δοκιμών στο τελικό προϊόν.

Άρθρο 44 Ασφαλείς τελικές χρήσεις

Στις ασφαλείς τελικές χρήσεις περιλαμβάνονται οι χρήσεις των παράγωγων προϊόντων:

α) υπό συνθήκες που δεν παρουσιάζουν απαράδεκτους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων· ή

β) που παρουσιάζουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, υπό τον όρο ότι η χρήση αυτή δικαιολογείται από στόχους που έχουν τεθεί στην κοινοτική νομοθεσία, ιδίως για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων.

Άρθρο 45 Καταχώριση των υπευθύνων επιχειρήσεων

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων καταχωρίζονται από την αρμόδια αρχή εάν:

α) χειρίζονται υλικό το οποίο χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 και με το άρθρο 42·

β) επεξεργάζονται υλικό το οποίο χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 και με το άρθρο 43· ή

γ) διαθέτουν στην αγορά παράγωγα προϊόντα, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 και με το άρθρο 44 στοιχείο β).

Η καταχώριση πραγματοποιείται μετά την παραλαβή από την αρμόδια αρχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.

Ωστόσο, για τους υπευθύνους επιχειρήσεων που χειρίζονται άλλα ζωικά υποπροϊόντα, εκτός των υλικών της κατηγορίας 3, ή παράγωγα προϊόντα τους με σκοπό την παρασκευή ζωοτροφών για ζώα συντροφιάς, η έγκριση χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8.

Άρθρο 46 Μέτρα εφαρμογής

1. Τα μέτρα εφαρμογής των άρθρων 42 και 45 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 3 σχετικά με τα εξής:

α) τα υποδείγματα υγειονομικών πιστοποιητικών που πρέπει να συνοδεύουν τις αποστολές σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο·

β) την εναρμονισμένη μορφή για τη διαβίβαση των πληροφοριών με σκοπό την καταχώριση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 45.

2. Η Επιτροπή καθορίζει τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος σχετικά με:

α) τους όρους που καθορίζουν το τελικό σημείο στην αλυσίδα παρασκευής, πέραν του οποίου παύουν να ισχύουν οι απαιτήσεις σχετικά με τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων για λόγους διάθεσης στην αγορά·

β) τους όρους για την ασφαλή προμήθεια και διοχέτευση του υλικού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν την εμφάνιση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων·

γ) την τεκμηρίωση που αναφέρεται στο άρθρο 42 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο·

δ) τις παραμέτρους για τη διαδικασία παραγωγής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 43, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή φυσικών ή χημικών επεξεργασιών στο χρησιμοποιούμενο υλικό·

ε) τις απαιτήσεις δοκιμών που ισχύουν για το τελικό προϊόν·

στ) τις συνθήκες ασφαλούς χρήσης των παράγωγων προϊόντων τα οποία παρουσιάζουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων.

Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 47 Εθνική νομοθεσία

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των τυχόν εθνικών νομοθετικών πράξεων που εκδίδουν σε τομείς της αρμοδιότητάς τους, οι οποίες αφορούν άμεσα την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 48 Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων που θεσπίστηκε με το άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, εφεξής «η επιτροπή».

2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

4. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

5. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και παράγραφος 5 στοιχείο β) και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ) και παράγραφος 4 στοιχεία β) και ε) της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζονται σε δύο μήνες, ένα μήνα και δύο μήνες αντίστοιχα.

Άρθρο 49 Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εγγυηθούν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις το αργότερο έως την […] στην Επιτροπή και την ενημερώνουν αμέσως για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις επηρεάζει.

Άρθρο 50 Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 καταργείται από την [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού].

Οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 θεωρείται ότι αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιέχεται στο παράρτημα.

Άρθρο 51 Μεταβατικό μέτρο

Οι μονάδες, οι εγκαταστάσεις και οι χρήστες που είχαν εγκριθεί ή καταχωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 πριν από την [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] θεωρούνται ως εγκεκριμένες ή καταχωρισμένες, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 52 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να εφαρμόζεται την [πρώτη ημέρα του μήνα, δεκαπέντε μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του].

O παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 | Παρών κανονισμός |

Άρθρο 1 | Άρθρα 1, 2 |

Άρθρο 2 | Άρθρο 3 |

Άρθρο 3 παράγραφος 1 | ./. |

Άρθρο 3 παράγραφος 2 | Άρθρο 35 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο |

Άρθρο 3 παράγραφος 3 | Άρθρο 4 |

Άρθρο 4 παράγραφος 1 | Άρθρο 11 |

Άρθρο 4 παράγραφος 2 | Άρθρα 19, 22, 23 |

Άρθρο 4 παράγραφος 3 | Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 4 παράγραφος 4 | Άρθρο 35 παράγραφος 2 στοιχείο γ), άρθρο 37 παράγραφος 3 και άρθρο 37 παράγραφος 5 στοιχείο α) |

Άρθρο 5 παράγραφος 1 | Άρθρο 12 |

Άρθρο 5 παράγραφος 2 | Άρθρα 20, 22, 23 |

Άρθρο 5 παράγραφος 3 | Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 5 παράγραφος 4 | Άρθρο 35 παράγραφος 2 στοιχείο γ), άρθρο 37 παράγραφος 3 |

Άρθρο 6 παράγραφος 1 | Άρθρο 13 |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 | Άρθρα 21, 22, 23 |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 | Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 7 | Άρθρο 15 |

Άρθρο 8 | Άρθρο 33 |

Άρθρο 9 | Άρθρο 16 |

Άρθρα 10, 11, 12, 13, 14, 15, 17, 18 | Άρθρα 6, 7, 8, 9 |

Άρθρο 16 | Άρθρο 5 |

Άρθρο 19 | Άρθρο 24 |

Άρθρο 20 παράγραφος 1 | Άρθρο 41 |

Άρθρο 20 παράγραφος 2 | Άρθρο 25 |

Άρθρο 20 παράγραφος 3 | Άρθρο 41 |

Άρθρο 21 | ./. |

Άρθρο 22 | Άρθρο 18 |

Άρθρο 23 | Άρθρα 26, 27 |

Άρθρο 24 | Άρθρο 28 |

Άρθρο 25 | Άρθρο 17 |

Άρθρο 26 | Άρθρα 30, 31, 32 |

Άρθρο 27 | Άρθρο 34 |

Άρθρο 28 | Άρθρα 35 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) |

Άρθρο 29 | Άρθρα 35, 36 |

Άρθρο 30 | Άρθρο 35 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 31 | Άρθρο 38 παράγραφος 1 |

Άρθρο 32 | ./. |

Άρθρο 33 | Άρθρο 48 |

Άρθρο 34 | ./. |

Άρθρο 35 | Άρθρα 47, 23 παράγραφος 2 |

Άρθρο 36 | ./. |

Άρθρο 37 | Άρθρο 50 |

Άρθρο 38 | Άρθρο 52 |

[1] ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.

[2] COM(2005)521 τελικό.

[3] πρβλ. COM(2006) 689 τελικό.

[4] ΕΕ C […] της […], σ. […].

[5] ΕΕ C […] της […], σ. […].

[6] ΕΕ C […] της […], σ. […].

[7] ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1432/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 320 της 6.12.2007, σ. 13).

[8] COM(2005)521 τελικό.

[9] ΕΕ L 146 της 13.6.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 245/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 73 της 13.3.2007, σ. 9).

[10] ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1275/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 284 της 30.10.2007, σ. 8).

[11] ΕΕ L 358 της 18.12.1986, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/65/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 230 της 16.9.2003, σ. 32).

[12] EE L 328 της 24.11.2006, σ. 14.

[13] ΕΕ L 182 της 16.07.1999, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

[14] ΕΕ L 62 της 15.03.1993, σ. 69. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/729/EK της Επιτροπής (ΕΕ L 294 της 13.11.2007, σ. 26).

[15] ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 1.

[16] ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1353/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 303 της 21.11.2007, σ. 6).

[17] ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 262 της 14.10.2003, σ. 17).

[18] ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/104/ΕΚ (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 352).

[19] ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 575/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 100 της 8.4.2006, σ. 3).

[20] ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1. διορθωτικό στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 3.

[21] ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 26. διορθωτικό στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 22. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1243/2007 (ΕΕ L 281 της 25.10.2007, σ. 8).

[22] ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 91.

[23] ΕΕ L 140 της 30.05.2002, σ. 10. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/77/EK της Επιτροπής (ΕΕ L 271 της 30.09.2006, σ. 53).

[24] ΕΕ L 198 της 22.7.1991, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1319/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 293 της 10.11.2007, σ. 3).

[25] ΕΕ L 343 της 27.12.2007, σ. 1.

[26] ΕΕ L 94 της 31.3.2004, σ. 63. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2005/515/ΕΚ (ΕΕ L 187 της 19.7.2005, σ. 29).

[27] ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 33, διορθωμένη έκδοση ΕΕ L 195 της 2.6.2004, σ. 12).

[28] ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1.

[29] ΕΕ L 39 της 16.2.1993, σ. 1. Διορθωτικό δημοσιεύτηκε στην ΕΕ L 74 της 17.3.1994, σ. 52.

[30] ΕΕ L 272 της 4.10.1997, σ. 45.

[31] ΕΕ L 226 της 6.9.2000, σ. 3. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 203 της 28.7.2001, σ. 18).

[32] ΕΕ L 165 της 30.4.2004, διορθωμένη έκδοση ΕΕ L 191 της 28.05.2004, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 1).

[33] ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 169. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/67/EK της Επιτροπής (ΕΕ L 305 της 23.11.2007, σ. 22).

[34] ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 (ΕΕ L 324 της 10.12.2007, σ. 121).

[35] ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/28/ΕΚ (ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 58).

[36] ΕΕ L 189 της 20.7.1990, σ. 17. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 21).

[37] ΕΕ L 169 της 12.7.1993, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 21).

[38] ΕΕ L 331 της 7.12.1998, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

[39] ΕΕ L 105 της 26.4.2003, σ. 18.

[40] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

[41] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 811/2003 όσον αφορά την απαγόρευση ανακύκλωσης εντός του ίδιου ζωικού είδους (ΕΕ L 117 της 13.5.2003, σ. 14)· απόφαση 2003/322/ΕΚ όσον αφορά τη σίτιση νεκροφάγων πτηνών (ΕΕ L 117 της 13.5.2003, σ. 32)· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2005/830/ΕΚ (ΕΕ L 311 της 26.11.2005, σ. 40)· απόφαση 2003/324/ΕΚ όσον αφορά την απαγόρευση ανακύκλωσης εντός του ίδιου είδους για τα γουνοφόρα ζώα (ΕΕ L 117 της 13.5.2003, σ. 37, απόφαση όπως προσαρμόστηκε με την απόφαση 2004/434/ΕΚ, ΕΕ L 189 της 27.5.2004, σ. 43)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 92/2005 όσον αφορά τους τρόπους διάθεσης και χρησιμοποίησης των ζωικών υποπροϊόντων (ΕΕ L 19 της 21.1.2005, σ. 27· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1576/2007, ΕΕ L 340 της 22.12.2007, σ. 89)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 181/2006 όσον αφορά τα οργανικά λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (ΕΕ L 29 της 2.2.2006, σ. 31)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1192/2006 όσον αφορά καταλόγους εγκεκριμένων μονάδων (ΕΕ L 215 της 5.8.2006, σ. 10)· κανονισμός αριθ. 2007/2006 όσον αφορά τα ενδιάμεσα προϊόντα της κατηγορίας 3 (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 98).

[42] ΕΕ L 275 της 25.08.2004, σ. 17.

Top