Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008PC0084

    Πρόταση κανονισμου του Συμβουλιου για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για το δασμό αντιντάμπινγκ σε εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

    /* COM/2008/0084 τελικό */

    52008PC0084

    Πρόταση κανονισμου του Συμβουλιου για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για το δασμό αντιντάμπινγκ σε εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας /* COM/2008/0084 τελικό */


    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 15.2.2008

    COM(2008) 84 τελικό

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για το δασμό αντιντάμπινγκ σε εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Πλαισιο της προτασησ |

    Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης Η παρούσα πρόταση αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 2005 (εφεξής «βασικός κανονισμός») στη διαδικασία που αφορά τις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας. |

    Γενικό πλαίσιο Η παρούσα πρόταση υποβάλλεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του βασικού κανονισμού και είναι αποτέλεσμα έρευνας που διεξήχθη σύμφωνα με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές απαιτήσεις που ορίζονται στον βασικό κανονισμό. |

    Ισχύουσες διατάξεις στον τομέα της πρότασης Τα μέτρα που ισχύουν επί του παρόντος επιβλήθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1995/2000 του Συμβουλίου και επιβεβαιώθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1911/2006 του Συμβουλίου με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας. |

    Συνοχή με άλλες πολιτικές και στόχους της Ένωσης Άνευ αντικειμένου. |

    Διαβουλευσεισ με τα ενδιαφερομενα μερη και εκτιμηση αντικτυπου |

    Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη |

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας είχαν τη δυνατότητα να προασπίσουν τα συμφέροντά τους κατά την έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού. |

    Συλλογή και χρήση εμπειρογνωμοσύνης |

    Δεν υπήρξε ανάγκη προσφυγής σε εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη. |

    Εκτίμηση αντικτύπου Η παρούσα πρόταση απορρέει από την εφαρμογή του βασικού κανονισμού. Ο βασικός κανονισμός δεν προβλέπει γενική εκτίμηση αντικτύπου αλλά περιέχει διεξοδικό κατάλογο των όρων που πρέπει να εκτιμηθούν. |

    Νομικά στοιχεία της προτασης |

    Σύνοψη της προτεινόμενης δράσης Στις 19 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή ξεκίνησε ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων που εφαρμόζονται για τα διαλύματα ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, κατόπιν αίτησης που υπέβαλαν δύο συνδεδεμένοι παραγωγοί/εξαγωγείς στη Ρωσία, οι οποίοι ανήκουν στη συμμετοχική εταιρεία «Mineral and Chemical Company Eurochem». Η αίτηση βασίστηκε σε αποδεικτικά εκ πρώτης όψεως στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι περιστάσεις βάσει των οποίων θεσπίστηκαν τα μέτρα έχουν αλλάξει και, επομένως, δεν είναι πλέον αναγκαία η συνέχιση της επιβολής των μέτρων στα ισχύοντα επίπεδα για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ. Η συνημμένη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου βασίζεται στα ευρήματα της έρευνας που διεξήχθη, το πεδίο της οποίας περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Η έρευνα έδειξε ότι κατά την περίοδο της έρευνας εφαρμοζόταν πρακτική ντάμπινγκ. Το επίπεδο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε ήταν υψηλότερο από αυτό που ίσχυε κατά την περίοδο της έρευνας και είχε οδηγήσει στην επιβολή των οριστικών δασμών. Ήταν επίσης υψηλότερο από το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας που αποτελεί τη βάση για τα ισχύοντα μέτρα. Επομένως, οι περιστάσεις δεν έχουν αλλάξει ώστε να αρθούν τα ισχύοντα αναγκαία μέτρα για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ. Επίσης διαπιστώθηκε ότι οι περιστάσεις κατά την τρέχουσα περίοδο έρευνας είχαν διαρκή χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, προτείνεται στο Συμβούλιο να εγκρίνει την επισυναπτόμενη στο παρόν πρόταση κανονισμού, σηματοδοτώντας έτσι τον τερματισμό της επανεξέτασης χωρίς τροποποίηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν επί του παρόντος, και να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το αργότερο έως τις 18 Μαρτίου 2008. |

    Νομική βάση Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 2005. |

    Αρχή της επικουρικότητας Η πρόταση εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Συνεπώς, η αρχή της επικουρικότητας δεν εφαρμόζεται. |

    Αρχή της αναλογικότητας Η παρούσα πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας για τους ακόλουθους λόγους: |

    Η μορφή δράσης περιγράφεται στον προαναφερόμενο βασικό κανονισμό και δεν επιτρέπει τη λήψη εθνικών αποφάσεων. |

    Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα περιοριστούν στο ελάχιστο η οικονομική επιβάρυνση και ο διοικητικός φόρτος που θα αναλάβουν η Κοινότητα, οι εθνικές αρχές, οι περιφερειακές και τοπικές αρχές, οι οικονομικοί παράγοντες και οι πολίτες, και με τον οποίο θα διασφαλιστεί ότι αυτά είναι ανάλογα προς το στόχο της πρότασης. |

    Επιλογή νομικών πράξεων |

    Προτεινόμενες νομικές πράξεις: κανονισμός. |

    Η χρήση άλλων νομικών πράξεων δεν θα ήταν σκόπιμη για τον ακόλουθο λόγο: Ο προαναφερόμενος βασικός κανονισμός δεν προβλέπει εναλλακτικά τη χρησιμοποίηση άλλων νομικών πράξεων. |

    Δημοσιονομικες επιπτωσεις |

    Η παρούσα πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον κοινοτικό προϋπολογισμό. |

    .

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για το δασμό αντιντάμπινγκ σε εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[1] (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    A. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1. Ισχυοντα μετρα

    1. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1995/2000[2], το Συμβούλιο επέβαλε έναν οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου (ΟΝΑ) καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας. Αυτός ο κανονισμός θα αναφέρεται εφεξής ως «αρχικός κανονισμός», ενώ η έρευνα που οδήγησε στα μέτρα που επιβλήθηκαν από τον αρχικό κανονισμό θα αναφέρεται εφεξής ως «αρχική έρευνα».

    2. Ύστερα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η οποία διεξήχθη τον Σεπτέμβριο 2005, με βάση τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1911/2006[3] το Συμβούλιο ανανέωσε για πέντε έτη τα προαναφερθέντα μέτρα υπό τη σημερινή τους μορφή. Τα μέτρα συνίστανται σε ειδικούς δασμούς. Ο παρών κανονισμός θα αναφέρεται εφεξής ως «κανονισμός ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων», ενώ η έρευνα που οδήγησε στην επιβολή των μέτρων σύμφωνα με τον κανονισμό ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων θα αναφέρεται εφεξής ως «έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων».

    2. Αιτηση επανεξετασησ

    3. Δύο παραγωγοί/εξαγωγείς από τη Ρωσία, που ανήκουν στη συμμετοχική εταιρεία «Mineral and Chemical Company Eurochem», δηλαδή οι εταιρείες Novomoskovskiy Azot και Nevinnomyssky Azot, υπέβαλαν αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση (εφεξής «παρούσα επανεξέταση») δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Για το σκοπό της παρούσας επανεξέτασης, οι δύο συγκεκριμένες εταιρείες αντιμετωπίζονται, λόγω της σχέσης τους, ως ένα νομικό πρόσωπο (εφεξής «αιτών»). Το πεδίο της αίτησης περιορίστηκε στην πρακτική ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα.

    4. Ο αιτών ισχυρίστηκε ότι η σύγκριση μεταξύ της δικής του κανονικής αξίας και, ελλείψει εξαγωγών προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, των τιμών εξαγωγής προς κατάλληλη τρίτη χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), θα οδηγούσε σε μείωση της πρακτικής ντάμπινγκ σημαντικά κάτω από το επίπεδο των σημερινών μέτρων.

    3 . Ερευνα

    5. Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι η αίτηση περιλάμβανε εκ πρώτης όψεως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, στις 19 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή ανακοίνωσε την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και δημοσίευσε την ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4].

    6. Το πεδίο της επανεξέτασης περιορίστηκε στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ κάλυπτε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 (εφεξής «περίοδος της έρευνας επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»).

    7. Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον αιτούντα, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και την ένωση κοινοτικών παραγωγών για την έναρξη της επανεξέτασης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

    8. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν βάσιμους λόγους να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

    9. Η Επιτροπή, προκειμένου να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θεωρούσε απαραίτητες για την έρευνά της, απέστειλε ερωτηματολόγια στη συμμετοχική εταιρεία «Mineral and Chemical Company Eurochem» και στις συνδεδεμένες εταιρείες της και έλαβε απαντήσεις εντός των καθορισμένων προθεσμιών.

    10. Η Επιτροπή συνέλεξε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ και διεξήγαγε επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις του αιτούντα και των ακόλουθων συνδεδεμένων εταιρειών του.

    11. JSC Mineral and Chemical Company (Eurochem), Μόσχα, Ρωσία

    12. PJSC Azot (NAK Azot), Novomoskovsk, Ρωσία

    13. PJSC Nevinnomyssky Azot (Nevinka Azot), Nevinnomyssk, Ρωσία, και

    14. Eurochem Trading GmbH, Zug, Ελβετία – (Eurochem Trading).

    B. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    1. Υπο εξεταση προϊον

    15. Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με το προϊόν της αρχικής έρευνας, δηλαδή διάλυμα ουρίας και νιτρικού αμμωνίου, ένα υγρό λίπασμα που χρησιμοποιείται συχνά στη γεωργία, καταγωγής Ρωσίας («ΟΝΑ»). Αποτελείται από μίγμα ουρίας, νιτρικού αμμωνίου και νερού. Η περιεκτικότητα του μίγματος σε νερό είναι περίπου 70% (αναλόγως της περιεκτικότητας σε άζωτο), ενώ το υπόλοιπο μίγμα αποτελείται από ίσα μέρη ουρίας και νιτρικού αμμωνίου. Η περιεκτικότητα σε άζωτο (N) είναι το πιο σημαντικό «χαρακτηριστικό» του προϊόντος και μπορεί να κυμαίνεται από 28% έως 32%. Αυτή η μεταβλητότητα μπορεί να επιτευχθεί με την προσθήκη περισσότερου ή λιγότερου νερού στο διάλυμα. Ωστόσο, όλα τα διαλύματα ουρίας και νιτρικού αμμωνίου, ανεξάρτητα από την περιεκτικότητά τους σε άζωτο, θεωρείται ότι έχουν τα ίδια φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και, επομένως, για τον συγκεκριμένο σκοπό της έρευνας συνιστούν ένα και το αυτό προϊόν. Το υπό εξέταση προϊόν υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3102 80 00.

    2. Ομοειδεσ προϊον

    16. Στην παρούσα έρευνα επανεξέτασης επιβεβαιώθηκε ότι το ΟΝΑ είναι ένα χημικώς καθαρό βασικό προϊόν του οποίου η ποιότητα και τα βασικά φυσικά χαρακτηριστικά είναι ίδια ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής του. Τα διαλύματα ΟΝΑ που παρασκευάζονται και πωλούνται από τον αιτούντα στην εγχώρια αγορά του, που είναι η Ρωσία και, ελλείψει εξαγωγών προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αυτά που εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις. Επομένως, τα προϊόντα αυτά θεωρούνται ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η παρούσα επανεξέταση περιορίστηκε στον προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα, δεν υπήρξαν συμπεράσματα σχετικά με το προϊόν που παράγεται και πωλείται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην κοινοτική αγορά.

    Γ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

    1. Προκαταρκτικεσ παρατηρησεισ

    17. Σύμφωνα με την ανακοίνωση έναρξης της διαδικασίας, δεδομένου ότι ο αιτών δεν είχε εξαγωγικές πωλήσεις ΟΝΑ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά την ΠΕΕ, η παρούσα έρευνα εξέτασε αρχικά το βαθμό στον οποίο οι τιμές εξαγωγής σε τρίτη χώρα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να αποφασιστεί εάν οι περιστάσεις βάσει των οποίων θεσπίστηκαν τα ισχύοντα μέτρα έχουν αλλάξει και εάν αυτές οι αλλαγές έχουν διαρκή χαρακτήρα.

    18. Ο αιτών προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, λόγω των ισχυόντων δασμών, το προϊόν δεν μπορούσε να πωληθεί προς εξαγωγή στην κοινοτική αγορά κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Ο αιτών προσκόμισε αποδεικτικά, εκ πρώτης όψεως, στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές εξαγωγής προς τις ΗΠΑ, δηλ. μία αντιπροσωπευτική τρίτη αγορά, δεν ήταν τιμές ντάμπινγκ ή ότι ήταν τουλάχιστον σε μικρότερο βαθμό από το περιθώριο ντάμπινγκ που ισχύει επί του παρόντος για εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ότι ήταν ενδεδειγμένη η χρήση των εξαγωγικών τιμών προς τις ΗΠΑ. Για τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω στην αιτιολογική σκέψη 40 κ.επ., οι τιμές εξαγωγής προς την τρίτη χώρα, τις ΗΠΑ, θεωρήθηκαν κατάλληλες, αφού η αγορά των ΗΠΑ είναι συγκρίσιμη με την κοινοτική αγορά και, ως εκ τούτου, αντιπροσωπευτική.

    19. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα επί του παρόντος ισχύοντα μέτρα βασίζονται εν μέρει σε στοιχεία που δεν συνδέονται με την ίδια την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος του αιτούντα, ενώ κατά τη διάρκεια της τρέχουσας ΠΕΕ υπήρχαν διαθέσιμες επιβεβαιωμένες πληροφορίες που συνδέονταν με τα στοιχεία του ίδιου του αιτούντα και αφορούσαν την κανονική αξία και τις τιμές εξαγωγών, αν και σε αγορά τρίτης χώρας. Με βάση τα προαναφερθέντα, συνάγεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά την τρέχουσα ΠΕΕ αντικατόπτριζε με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάσταση του αιτούντα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, σε ό,τι αφορά τα επί του παρόντος ισχύοντα μέτρα.

    20. Σε αυτό το πλαίσιο, ελήφθη επίσης υπόψη ότι στόχος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν είναι να αποκλείσει η κοινοτική αγορά τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, αλλά να διασφαλίζεται η δίκαιη και υγιής αγορά.

    21. Δεδομένων των παραπάνω ειδικών περιστάσεων, το συμπέρασμα που εξήχθη ήταν ότι ο υπολογισμός του περιθωρίου αντιντάμπινγκ κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, με βάση τις τιμές εξαγωγικών πωλήσεων του αιτούντα στις ΗΠΑ, ήταν ορθός.

    2. Κανονικη αξια

    22. Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, αρχικά επιβεβαιώθηκε ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του αιτούντα ήταν αντιπροσωπευτικές, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι ο αιτών δεν είχε εξαγωγικές πωλήσεις ΟΝΑ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, συγκρίθηκαν οι συνολικές ποσότητες εγχώριων πωλήσεων του αιτούντα με όλες τις εξαγωγές ΟΝΑ του αιτούντα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές εάν ο συνολικός όγκος αυτών των πωλήσεων ισούται ή είναι μεγαλύτερος από το 5% του συνολικού όγκου των αντίστοιχων εξαγωγικών πωλήσεων, στην προκειμένη περίπτωση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η έρευνα έδειξε ότι ο αιτών δεν πούλησε αντιπροσωπευτικές ποσότητες ΟΝΑ στην εγχώρια αγορά.

    23. Δεδομένου ότι με βάση τα παραπάνω οι εγχώριες τιμές του αιτούντα δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με βάση το κόστος παρασκευής του προϊόντος του αιτούντα, στο οποίο προστέθηκε ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεων, τα γενικά και διοικητικά έξοδα («ΓΔΕΠ») και για τα κέρδη, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και 6 του βασικού κανονισμού.

    24. Σε ό,τι αφορά το κόστος παρασκευής, πρέπει να σημειωθεί ότι τα έξοδα φυσικού αερίου αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μέρος αυτού του κόστους, αλλά και σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε το κατά πόσον τα έξοδα που σχετίζονται με την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος αντανακλώνται εύλογα στα αρχεία του αιτούντα.

    25. Διαπιστώθηκε, βάσει των στοιχείων που έχουν δημοσιευτεί από διεθνώς αναγνωρισμένες πηγές ειδικευμένες στις ενεργειακές αγορές, ότι οι τιμές που κατέβαλλε ο αιτών ήταν αφύσικα χαμηλές. Για να δοθεί μια σχετική εικόνα, αναφέρεται ότι αυτές κυμαινόταν μεταξύ του ενός τετάρτου και του ενός πέμπτου της τιμής εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία ήταν ρυθμιζόμενες τιμές, σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές που εφαρμόζονται σε μη ρυθμιζόμενες αγορές του φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι οι δαπάνες για το φυσικό αέριο δεν αντικατοπτρίζοντο κατά τρόπο εύλογο στα αρχεία του αιτούντος, αυτές όφειλαν να προσαρμοστούν ανάλογα. Λόγω έλλειψης οιωνδήποτε τιμών φυσικού αερίου απαλλαγμένων στρεβλώσεων, αναφερομένων στην ρωσική εγχώρια αγορά και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι τιμές του φυσικού αερίου όφειλαν να καταρτιστούν σύμφωνα « με οιαδήποτε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων πληροφοριών προερχόμενων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές» .

    26. Η προσαρμοσμένη τιμή βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλείται προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς και προσαρμοσμένη ώστε να αντικατοπτρίζει το τοπικό κόστος διανομής. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο πωλήσεων ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία σημειωτέον είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και οι τιμές που καταβάλλει αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    27. Κατόπιν της αποκάλυψης των στοιχείων, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι δεν δικαιολογείται η οιαδήποτε προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου που καταβλήθηκε από αυτόν στην εγχώρια αγορά, υποστηρίζοντας ότι τα λογιστικά βιβλία του αντανακλούν πλήρως τις δαπάνες που σχετίζονται με τη δραστηριότητα παραγωγής και πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στη χώρα καταγωγής. Εις επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού, ο αιτών προσκόμισε τη μελέτη μιας ανεξάρτητης εταιρείας συμβούλων που υποστηρίζει ότι η τιμή φυσικού αερίου που καταβλήθηκε από τον αιτούντα αντανακλούσε πλήρως το κόστος παραγωγής και πώλησης του αερίου που βάρυνε τον προμηθευτή του φυσικού αερίου. Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα και με την ίδια τη μελέτη, οι δαπάνες του φυσικού αερίου καθώς και οι δαπάνες παράδοσης του αερίου στον αιτούντα που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση, ήταν εκτιμώμενες δαπάνες και, άρα, όχι οι πραγματικές δαπάνες που συνέτρεξαν κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επίσης, δεν είναι σαφές εάν οι δαπάνες που καθορίστηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν οι πλήρεις δαπάνες όπως καθορίζονται σύμφωνα με το βασικό κανονισμό, ήτοι εάν περιλάμβαναν όλες τις δαπάνες παρασκευής και όλα τα έξοδα ΓΔΕΠ που σχετίζονται με την παραγωγή και την πώληση του φυσικού αερίου. Τέλος, σημειώνεται επίσης ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για τις δαπάνες που συνδέονται με τον προμηθευτή του φυσικού αερίου δεν ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθούν εντός του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας.

    28. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, το γεγονός ότι η τιμή του φυσικού αερίου που χρεώθηκε από τον προμηθευτή στον πελάτη αποτελεί κάλυψη κόστους δεν θεωρείται ότι συνιστά καθαυτό κριτήριο για να καθοριστεί εάν οι δαπάνες παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος, όπως καταχωρήθηκαν στα λογιστικά στοιχεία της εταιρείας, αντανακλούν εύλογα τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21, διαπιστώθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Ο αιτών δεν έδωσε απάντηση για τη σημαντική διαφορά μεταξύ της τιμής του φυσικού αερίου που κατέβαλε στη ρωσική εγχώρια αγορά και της τιμής εξαγωγής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία αφενός και, αφετέρου, της τιμής που καταβάλλουν οι κοινοτικοί παραγωγοί. Δεν απάντησε επίσης για το γεγονός ότι οι εγχώριες τιμές για το φυσικό αέριο στη Ρωσία ήταν ρυθμιζόμενες και δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αντικατοπτρίζουν κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που κανονικά καταβάλλεται σε αγορές χωρίς στρεβλώσεις. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η τιμή φυσικού αερίου που κατέβαλε ο αιτών κάλυψε το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και πωλήσεων αερίου που βάρυναν τον προμηθευτή του, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν είναι έγκυρος καθώς η τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη άμεσα με τις δαπάνες παραγωγής και πωλήσεών του. Η τιμή στην οποία αγόραζε ο αιτών το φυσικό αέριο κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ εξακολουθεί να είναι ρυθμιζόμενη από το κράτος και σημαντικά κάτω από το επίπεδο των τιμών σε μη ρυθμιζόμενες αγορές, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 21. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί.

    29. Ο αιτών ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι με την προσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου χρησιμοποιήθηκε εκ των πραγμάτων μια μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας που δεν προβλέπεται από τον βασικό κανονισμό. Επομένως, αντικαθιστώντας τις δαπάνες εγχώριου φυσικού αερίου με δαπάνες που υπολογίστηκαν όπως περιγράφεται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 22, και λόγω του γεγονότος ότι αυτές οι δαπάνες συνιστούν μεγάλο μέρος των συνολικών δαπανών του ομοειδούς προϊόντος και, άρα, και της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, η κανονική αξία θα προσδιοριζόταν εκ των πραγμάτων από στοιχεία τρίτης «αντιπροσωπευτικής» αγοράς. Ως προς αυτό, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι για τις χώρες με οικονομία της αγοράς, ο βασικός κανονισμός, εντούτοις, προβλέπει μόνο τις ακόλουθες μεθόδους για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας: (i) με βάση την εγχώρια τιμή του ομοειδούς προϊόντος κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις ή, εναλλακτικά, σε περίπτωση πωλήσεων που δεν πραγματοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, (ii) με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής (όπου προστίθεται ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεων, τα έξοδα ΓΔΕΠ και για τα κέρδη) ή (iii) αντιπροσωπευτικές εξαγωγικές τιμές του ομοειδούς προϊόντος σε κατάλληλη τρίτη χώρα. Ο αιτών κατέληξε ότι βάσει των παραπάνω, η κανονική αξία δεν θα έπρεπε να στηριχτεί σε στοιχεία από τρίτη αντιπροσωπευτική αγορά.

    30. Σχετικά με αυτό και σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 39, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η κανονική αξία προσδιορίστηκε σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, για να καθοριστεί εάν οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις λόγω της τιμής τους, δηλαδή εάν ήταν επικερδείς, θα πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί εάν οι δαπάνες του αιτούντα συνιστούν αξιόπιστη βάση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Μόνο αφού διαπιστωθούν αξιόπιστα οι δαπάνες μπορεί να αποφασιστεί ποια μέθοδος θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Επομένως είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι για τον αξιόπιστο προσδιορισμό των δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού εισήχθη νέα μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας. Επομένως τα επιχειρήματα του αιτούντα ως προς αυτό έπρεπε να απορριφθούν.

    31. Ο αιτών ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ακόμα και στην περίπτωση που θα γινόταν προσαρμογή των δαπανών του για το φυσικό αέριο στην εγχώρια αγορά, η τιμή του Waidhaus για το ρωσικό φυσικό αέριο δεν αποτελούσε αξιόπιστη βάση για αυτή την προσαρμογή, αφού αυτή η τιμή καθορίζεται σύμφωνα με μακροπρόθεσμα συμβόλαια φυσικού αερίου στα οποία ο τύπος της τιμής συνδέεται με τις τιμές των πετρελαιοειδών και, επομένως, δεν συνδέεται με τις δαπάνες παραγωγής και παράδοσης του φυσικού αερίου στον αιτούντα στη Ρωσία. Ο αιτών υποστήριξε περαιτέρω ότι η τιμή του Waidhaus για το ρωσικό φυσικό αέριο δεν είναι αξιόπιστη καθώς επηρεάζεται από την υπερβολικά υψηλή και πιθανόν μη ανταγωνιστική εγχώρια τιμολόγηση του φυσικού αερίου στη Γερμανία, η οποία αποτελεί αντικείμενο έρευνας από τις γερμανικές αντιμονοπωλιακές αρχές.

    32. Πρώτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα από τα πρωταρχικά κριτήρια για την επιλογή της βάσης στην οποία στηρίζονται οι τιμές φυσικού αερίου ήταν να αντικατοπτρίζεται κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που λογικά καταβάλλεται σε αγορές που δεν επηρεάζονται από στρεβλώσεις. Οι τιμές του Waidhaus πληρούν αδιαμφισβήτητα αυτό το κριτήριο. Επιπλέον, ο συντριπτικά μεγαλύτερος όγκος φυσικού αερίου από τη Ρωσία εισάγεται μέσω του κόμβου Waidhaus ο οποίος επομένως αποτελεί μια κατάλληλη βάση για την προσαρμογή. Βάσει των παραπάνω, το Waidhaus θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική αγορά και εύλογη βάση για τον προσδιορισμό των δαπανών φυσικού αερίου, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 24, το αν η τιμή καθορίζεται με βάση το κόστος είναι από μόνο του άνευ αντικειμένου, αρκεί να αντικατοπτρίζει κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που λογικά καταβάλλεται σε αγορές που δεν επηρεάζονται από στρεβλώσεις. Όσον αφορά την τιμή του φυσικού αερίου το οποίο εισάγεται στο Waidhaus, είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις κρατικής παρέμβασης στη διαμόρφωση της τιμής και συνεπώς αυτό το κριτήριο ικανοποιείται. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη ανταγωνιστικής εγχώριας τιμολόγησης του φυσικού αερίου στη Γερμανία, πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα της Bundeskartellamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία για τον έλεγχο των συμπράξεων), στην οποία αναφέρεται ο αιτών, συνεχίζεται ακόμα και δεν έχουν εξαχθεί συμπεράσματα. Εξάλλου, αυτή η έρευνα αφορά τις τιμές στις οποίες πωλούν το φυσικό αέριο οι βασικοί γερμανοί διανομείς φυσικού αερίου στη γερμανική εγχώρια αγορά και όχι την τιμή στην οποία αγοράζουν το φυσικό αέριο που εισάγεται από τη Ρωσία. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτούντα, αυτές οι δύο τιμές δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη, αφού τα οικονομικά συμφέροντα των διανομέων φυσικού αερίου και των πελατών τους είναι διαμετρικά αντίθετα. Επομένως, μπορεί να υποτεθεί ότι οι διανομείς στοχεύουν στη διατήρηση της τιμής μεταπώλησης στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ενώ παράλληλα το οικονομικό τους συμφέρον επιτάσσει να διατηρούν την τιμή αγοράς στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο προκειμένου να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Το επιχείρημα του αιτούντα ότι οι γερμανοί παραδοσιακοί προμηθευτές δεν έχουν κίνητρο ώστε να διαπραγματευτούν χαμηλές τιμές για το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο στο Waidhaus, αποτελεί απλώς τεκμήριο χωρίς κανένα έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν. Ο αιτών υποστήριξε περαιτέρω ότι αν επρόκειτο να γίνει προσαρμογή των δαπανών του στην εγχώρια αγορά για το φυσικό αέριο, αυτή η προσαρμογή θα έπρεπε να βασίζεται στις μη ρυθμιζόμενες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία.

    33. Κατά πρώτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει επιλέξει μια διαφορετική βάση δεν καθιστά μη εύλογη την επιλογή του Waidhaus. Το πρωταρχικό κριτήριο για την επιλογή της βάσης πάνω στην οποία θα καταρτιστεί η τιμή του φυσικού αερίου είναι να αντανακλά κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που καταβάλλεται κανονικά σε αγορές που δεν επηρεάζονται από στρεβλώσεις. Είναι αναμφισβήτητο ότι η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται σε ό,τι αφορά τις τιμές στο Waidhaus. Κατά δεύτερο, το γεγονός ότι η ποσότητα φυσικού αερίου που πωλείτο σε μη ρυθμιζόμενες τιμές στην εγχώρια αγορά, ήταν ασήμαντη κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ και ότι αυτές οι τιμές πλησίαζαν πολύ περισσότερο τη ρυθμιζόμενη εγχώρια τιμή σε σχέση με την ελεύθερα διαμορφωμένη τιμή εξαγωγής, δείχνει καθαρά ότι οι εν λόγω μη ρυθμιζόμενες τιμές στρεβλώνονταν από τις κυρίαρχες ρυθμιζόμενες τιμές. Επομένως, οι μη ρυθμιζόμενες εγχώριες τιμές δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν.

    34. Ο αιτών ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου που ρυθμίζονται από το κράτος στη Ρωσία αυξάνονται συνεχώς και φτάνουν σε επίπεδα που καλύπτουν το κόστος παραγωγής του φυσικού αερίου. Επομένως, η τιμή στην εγχώρια αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί μη ανταγωνιστική ή παράλογα χαμηλή.

    35. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι βάσιμο, καθώς το ορθό κριτήριο για την επιλογή αντιπροσωπευτικής αγοράς δεν είναι το αν οι τιμές είναι επικερδείς καθαυτές, αλλά το αν οι τιμές αντικατοπτρίζουν εύλογα μια κοινή που κανονικά καταβάλλεται σε αγορές μη υποκείμενες σε στρεβλώσεις, όπως εξηγείται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 30. Αυτό δεν συμβαίνει με τις τιμές που ρυθμίζονται από το κράτος. Επιπλέον, αυτό το επιχείρημα έρχεται σε αντίθεση με τις δημόσιες δηλώσεις του ρώσου προμηθευτή φυσικού αερίου (όπως επιβεβαιώνεται και από τους δημοσιευμένους και ελεγμένους λογαριασμούς του) ότι δηλαδή οι εγχώριες ρωσικές τιμές φυσικού αερίου δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής, μεταφοράς και πωλήσεων. Επομένως, αυτό το επιχείρημα απορρίφθηκε.

    36. Ο αιτών πρότεινε περαιτέρω ως εναλλακτική βάση για την προσαρμογή, τη χρήση της ρωσικής τιμής εξαγωγής προς τις γειτονικές αγορές, χωρίς ωστόσο να παρέχει επιπλέον πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για αυτές τις αγορές. Θεωρήθηκε ότι οι ρωσικές τιμές εξαγωγής φυσικού αερίου προς τις βαλτικές χώρες, όπου υπήρχαν διαθέσιμα κάποια στοιχεία για τις τιμές, δεν ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές λόγω των σχετικά μικρών ποσοτήτων εξαγωγής προς αυτές τις χώρες. Επιπλέον, δεν ήταν διαθέσιμα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούσαν το κόστος μεταφοράς και διανομής και, επομένως, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν εφικτός ο αξιόπιστος προσδιορισμός των τιμών για τις βαλτικές χώρες. Επομένως, αυτές οι τιμές δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την προσαρμογή.

    37. Εναλλακτικά, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι στην περίπτωση που χρησιμοποιούνταν η τιμή εξαγωγής στο Waidhaus, θα έπρεπε να αφαιρεθεί από αυτή την τιμή ο ρωσικός εξαγωγικός δασμός που καταβάλλεται για όλες τις εξαγωγές, αφού δεν ίσχυε στην εγχώρια αγορά.

    38. Όντως η αγοραία τιμή στο Waidhaus, το οποίο θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είναι τιμή με τους εξαγωγικούς φόρους και όχι η τιμή προ φόρων. Από την οπτική του αγοραστή, σημασία έχει η τιμή που πρέπει να πληρώσει στο Waidhaus και, από αυτήν την άποψη, το ποσοστό που αντιστοιχεί στον εξαγωγικό φόρο και το ποσοστό που καταβάλλεται στον προμηθευτή του φυσικού αερίου είναι άνευ αντικειμένου. Από την άλλη πλευρά, ο προμηθευτής θα προσπαθεί πάντα να μεγιστοποιεί την τιμή του και επομένως να χρεώνει την υψηλότερη δυνατή τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι πελάτες του. Δεδομένου ότι αυτή η τιμή υπερβαίνει πάντα κατά πολύ το κόστος παραγωγής του, επιτρέποντας στον προμηθευτή του φυσικού αερίου να επιτυγχάνει τεράστια κέρδη, ο καθορισμός της τιμής δεν επηρεάζεται πρωτίστως από το ύψος του εξαγωγικού φόρου, αλλά από την τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι πελάτες του. Επομένως, συνάγεται ότι η τιμή που περιλαμβάνει τον εξαγωγικό φόρο και όχι η τιμή προ φόρου είναι η τιμή που διαμορφώνεται από την αγορά χωρίς στρέβλωση. Συνεπώς, τα επιχειρήματα του αιτούντα σχετικά με αυτό το θέμα απορρίφθηκαν.

    39. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι η προσαύξηση τιμής του τοπικού προμηθευτή δεν θα έπρεπε να προστεθεί στην τιμή εξαγωγής στο Waidhaus, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι τα κέρδη των διανομέων είχαν ήδη συμπεριληφθεί στην τιμή στο Waidhaus. Ως προς αυτό, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι οι τοπικοί διανομείς στη Ρωσία αποτελούσαν θυγατρικές που ανήκουν ολοκληρωτικά στον προμηθευτή του φυσικού αερίου και ως εκ τούτου η προσθήκη του κέρδους αυτών των διανομέων θα αποτελούσε διπλό υπολογισμό. Ο αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το φυσικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ρωσίας. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι εφόσον το φυσικό αέριο είναι ευρέως διαθέσιμο στη Ρωσία αλλά όχι και στην Κοινότητα, οι εγχώριες τιμές στη Ρωσία είναι φυσικό να είναι χαμηλότερες από ό,τι η τιμή του εξαγόμενου φυσικού αερίου, γεγονός που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό της προσαρμογής όσον αφορά τις τιμές φυσικού αερίου που καταβλήθηκαν στην εγχώρια αγορά.

    40. Κατά πρώτον σημειώνεται ότι η προσαύξηση των τοπικών διανομέων όχι μόνο περιλαμβάνει το περιθώριο κέρδους των εν λόγω εταιρειών αλλά επίσης τα έξοδά τους μεταξύ αγοράς και μεταπώλησης του φυσικού αερίου.

    41. Κατά δεύτερον, το εν λόγω επιχείρημα δεν θα μπορούσε πλέον να ελεγχθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο προμηθευτής φυσικού αερίου στη Ρωσία και οι θυγατρικές του επιχειρήσεις δεν υπόκειντο στην παρούσα έρευνα και ως εκ τούτου η πληροφόρηση ήταν ανεπαρκής ως προς την οργάνωση του, η δε διάρθρωση του κόστους του δεν ήταν διαθέσιμη. Σημειώνεται επίσης ότι η κατάσταση στη Ρωσία ως προς το θέμα το οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι οι στενοί δεσμοί μεταξύ του προμηθευτή φυσικού αερίου και της ρωσικής κυβέρνησης δεν είναι επαρκώς διαφανείς ώστε να καθίσταται δυνατή η επαρκής πρόσβαση στα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία.

    42. Επιπρόσθετα, ο αιτών, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης δεν ήταν σε θέση να υποβάλει οιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν εάν και σε ποιο βαθμό το κόστος διανομής όντως συμπεριλαμβανόταν στην τιμή του Waidhaus. Εντούτοις, από τη στιγμή που οι εγχώριοι πελάτες αγοράζουν φυσικό αέριο από τοπικούς προμηθευτές θα πρέπει να συναχθεί ότι αυτοί έπρεπε να καταβάλλουν δαπάνες για την τοπική διανομή που δεν συμπεριλαμβάνονται ως τέτοιες στην μη προσαρμοσμένη τιμή του Waidhaus. Επομένως, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή η προσαρμογή ήταν δικαιολογημένη και, συνεπώς, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

    43. Εντούτοις, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα θεώρησαν επίσης ότι ο αντίκτυπος επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ αυτής της συγκεκριμένης προσαρμογής θα μπορούσε να είναι σημαντικός. Για το λόγο αυτό, δεδομένης της ιδιάζουσας κατάστασης που περιγράφεται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 37, θεωρήθηκε ότι εάν ο αιτών παράσχει επαρκή επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή θα μπορούσε να εξετάσει το εκ νέου άνοιγμα της έκθεσης ως προς το θέμα αυτό.

    44. Σε ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό ως προς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σχετικά με τη διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου στη Ρωσία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 28, το πρωταρχικό κριτήριο για την επιλογή των τιμών στο Waidhaus ως βάσης κατάρτισης των τιμών του φυσικού αερίου, είναι ότι αυτές αντικατοπτρίζουν κατά τρόπο εύλογο μια τιμή που κανονικά καταβάλλεται σε αγορές μία επηρεαζόμενες από στρεβλώσεις. Οι συνθήκες της αγοράς που επικρατούν στην εγχώρια αγορά είναι άνευ αντικειμένου στο παρόν πλαίσιο. Κατά συνέπεια το εν λόγω επιχείρημα όφειλε να απορριφθεί.

    45. Τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν δυνάμει της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 2 παράγραφος 6, πρώτη πρόταση, του βασικού κανονισμού αφού, κατόπιν της προσαρμογής του κόστους φυσικού αερίου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, ο αιτών δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί, αφού στην έρευνα υπόκειται μόνο ο αιτών. Ομοίως, ούτε το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β) μπορούσε να εφαρμοστεί διότι, για τα προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία, το φυσικό αέριο είναι μακράν η πιο σημαντική πρώτη ύλη και, επομένως, το κόστος παρασκευής θα έπρεπε πιθανότατα επίσης να προσαρμοστεί για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21. Στο πλαίσιο αυτής της ενδιάμεσης επανεξέτασης, δεν υπήρξαν διαθέσιμα στοιχεία για την ορθή ποσοτικοποίηση αυτής της προσαρμογής και για τον προσδιορισμό των εξόδων ΓΔΕΠ και των αντίστοιχων περιθωρίων κέρδους από την πώληση αυτών των προϊόντων μετά από την εν λόγω προσαρμογή. Επομένως, τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος προσδιορίστηκαν δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού βάσει μιας εύλογης μεθόδου.

    46. Ως προς αυτό, ελήφθησαν υπόψη τα ευρέως διαθέσιμα στοιχεία μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον επιχειρηματικό τομέα των αζωτούχων λιπασμάτων. Διαπιστώθηκε ότι τα αντίστοιχα στοιχεία από παραγωγούς της Βόρειας Αμερικής (ΗΠΑ και Καναδάς) θα ήταν τα πλέον κατάλληλα για τον σκοπό της έρευνας, δεδομένου ότι σε αυτήν την περιοχή του κόσμου υπάρχουν πολλά διαθέσιμα αξιόπιστα και πλήρη δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία εισηγμένων εταιρειών. Επιπλέον, η αγορά της Βόρειας Αμερικής παρουσιάζει σημαντικό όγκο εγχώριων πωλήσεων και αυξημένο επίπεδο ανταγωνισμού τόσο από εγχώριες όσο και από αλλοδαπές εταιρείες. Επομένως, τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος προσδιορίστηκαν βάσει των μέσων σταθμισμένων εξόδων ΓΔΕΠ και του κέρδους τριών βορειοαμερικανών παραγωγών που συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών στον τομέα των λιπασμάτων, σε σχέση με τις πωλήσεις στη Βόρεια Αμερική της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων τους (αζωτούχα λιπάσματα). Αυτοί οι τρεις παραγωγοί θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικοί του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων (κατά μέσο όρο πάνω από το 78,15 % του κύκλου εργασιών του εταιρικού/επιχειρηματικού τομέα), ενώ τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος τους θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά του ίδιου τύπου εξόδων που συνήθως βαρύνουν εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται με επιτυχία σε αυτόν τον επιχειρηματικό τομέα. Επιπλέον, δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι το ποσοστό κέρδους που προσδιορίστηκε με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει το κέρδος που κανονικά πραγματοποιούν οι ρώσοι παραγωγοί από την πώληση προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά τους.

    3. Τιμη εξαγωγησ

    47. Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 13, ο αιτών δεν είχε εξαγωγικές πωλήσεις ΟΝΑ προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Επομένως, για τους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 17, θεωρήθηκε σωστό να εξεταστεί η συμπεριφορά τιμολογήσεων του αιτούντα σε άλλες εξαγωγικές αγορές προκειμένου να υπολογιστεί το περιθώριο ντάμπινγκ. Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, οι ΗΠΑ θεωρήθηκαν κατάλληλη αγορά για λόγους σύγκρισης, αφού αποτελούσαν την κύρια εξαγωγική αγορά του αιτούντα, με ποσοστό εξαγωγικών πωλήσεων πάνω από 70% κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ.

    48. Κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν σχολίασε την επιλογή των ΗΠΑ ως της πλέον κατάλληλης αγοράς για λόγους σύγκρισης. Από την έρευνα επιβεβαιώθηκε ότι η αγορά των ΗΠΑ για ΟΝΑ είναι η πλέον κατάλληλη για λόγους σύγκρισης, αφού η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οι ΗΠΑ αποτελούν τις δύο βασικές αγορές ΟΝΑ στον κόσμο, είναι δε συγκρίσιμες τόσο ως προς τον όγκο όσο και ως προς τις τιμές.

    49. Δεδομένου ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις του αιτούντα προς τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ πραγματοποιούνται μέσω ενός συνδεδεμένου εμπόρου με έδρα την Ελβετία, η τιμή εξαγωγής έπρεπε να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, η τιμή εξαγωγής κατασκευάστηκε με βάση τις τιμές που πληρώνονται πραγματικά ή είναι πληρωτέες προς τον αιτούντα από τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στις ΗΠΑ, την κύρια εξαγωγική αγορά του. Από αυτές τις τιμές αφαιρέθηκε μια εκτιμώμενη προμήθεια που αντιστοιχεί στην προσαύξηση του συνδεδεμένου εμπόρου, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως πράκτορας που ενεργεί βάσει προμήθειας.

    4. Συγκριση

    50. Η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών ex-works (εκ του εργοστασίου). Προκειμένου να διασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, έγιναν οι κατάλληλες προσαρμογές ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορές που επιδρούν στις τιμές και στη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Τέτοιου είδους προσαρμογές έγιναν και για τις διαφορές στα έξοδα μεταφοράς, χειρισμού, φόρτωσης και άλλα παρεπόμενα έξοδα, ανάλογα με την περίπτωση και όπου ήταν δυνατόν να επαληθευτούν με αποδεικτικά στοιχεία.

    5. Περιθωριο νταμπινγκ

    51. Το περιθώριο ντάμπινγκ διαπιστώθηκε με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με μια σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού.

    52. Η σύγκριση κατέδειξε περιθώριο ντάμπινγκ 31, 59%, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Βόρειας Αμερικής, πριν από την καταβολή δασμού.

    6. Διαρκησ χαρακτηρασ των περιστασεων που ισχυαν κατά την ΠΕΕ

    53. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε εάν οι περιστάσεις βάσει των οποίων υπολογίστηκε το τρέχον περιθώριο ντάμπινγκ έχουν αλλάξει και εάν αυτή η αλλαγή έχει διαρκή χαρακτήρα.

    54. Δεν υπήρξαν ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η κανονική αξία ή η τιμή εξαγωγής που ορίστηκε για τον αιτούντα στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει διαρκή χαρακτήρα. Παρά το ότι θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι η εξέλιξη των τιμών του φυσικού αερίου ως κυριότερης πρώτης ύλης θα μπορούσε να έχει σημαντική επίδραση στην κανονική αξία, θεωρήθηκε ότι το αποτέλεσμα μιας αύξησης τιμής θα επηρέαζε όλους τους παράγοντες της αγοράς και ως εκ τούτου θα είχε αντίκτυπο τόσο στην κανονική τιμή όσο και στην τιμή εξαγωγής.

    55. Η τιμή εξαγωγής του αιτούντος προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, σημαντικότερης εξαγωγικής αγοράς του αιτούντος, κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ διαπιστώθηκε ότι ήταν παρόμοια με εκείνη των εξαγωγών του προς άλλες χώρες.

    56. Κατά συνέπεια, υφίστανται λόγοι σύμφωνα με τους οποίους δύναται να θεωρηθεί ότι το διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ βασίζεται σε μεταβαλλόμενες περιστάσεις με διαρκή χαρακτήρα.

    57. Επιπλέον, η παρούσα επανεξέταση δεν αποκάλυψε καμία ένδειξη ή αποδεικτικό στοιχείο ως προς το ότι οι περιστάσεις βάσει των οποίων προσδιορίστηκε το επίπεδο εξάλειψης ζημίας κατά την αρχική έρευνα πρόκειται να αλλάξουν σημαντικά στο άμεσο μέλλον.

    58. Σχετικά με αυτό, σημειώνεται ότι παρά το ότι οι περιστάσεις επί των οποίων στηρίχτηκε ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ άλλαξαν από την χρονική στιγμή επιβολής των οριστικών δασμών, που κατέληξε σε υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ κατά την διάρκεια της ΠΕΕ σε σύγκριση με την αρχική ΠΕ και παρά το ότι υφίστανται λόγοι σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε βασίζεται σε μεταβαλλόμενες περιστάσεις με διαρκή χαρακτήρα, το επίπεδο του ισχύοντος δασμού αντιντάμπινγκ θα πρέπει να παραμείνει ως έχει. Όντως, όπως αναφέρεται περαιτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56, οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν στο επίπεδο που απαιτείται για την εξάλειψη της ζημίας, όπως διαπιστώθηκε κατά την αρχική έρευνα.

    Δ. ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

    59. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και την αιτιολογική σκέψη 49 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1995/2000 του Συμβουλίου, ο οριστικός δασμός στην αρχική έρευνα προσδιορίστηκε στο επίπεδο του διαπιστωθέντος περιθωρίου ζημίας, το οποίο ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ διότι θεωρήθηκε ότι ο εν λόγω χαμηλότερος δασμός θα επαρκούσε για να εξαλείψει τη ζημία που προκαλείται στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Υπό το πρίσμα των παραπάνω, ο δασμός που καθορίστηκε στην παρούσα επανεξέταση δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από το περιθώριο ζημίας που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα.

    60. Η παρούσα μερική ενδιάμεση επανεξέταση δεν μπορεί να καθορίσει ξεχωριστό περιθώριο ζημίας, καθώς περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Επομένως, το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε στην παρούσα επανεξέταση συγκρίθηκε με το περιθώριο ζημίας που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα. Δεδομένου ότι το περιθώριο ζημίας ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε στην παρούσα έρευνα, αυτή η επανεξέταση πρέπει να περατωθεί χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ.

    E. ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

    61. Ο αιτών εξέφρασε το ενδιαφέρον για την πρόταση ανάληψης υποχρεώσεων, χωρίς ωστόσο να υποβάλει επαρκώς τεκμηριωμένη προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια η Επιτροπή δεν ηδύνατο να αποδεχτεί προσφορές ανάληψης υποχρεώσεων. Εντούτοις, θεωρείται ότι η πολυπλοκότητα αρκετών ζητημάτων, όπως 1ον) το ευμετάβλητο της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος, η οποία θα απαιτούσε κάποια μορφή τιμαριθμικής προσαρμογής των ελαχίστων τιμών, ενώ συγχρόνως ο ευμετάβλητος χαρακτήρας δεν εξηγείται επαρκώς από τους βασικούς παράγοντες κόστους, και 2ον) η ιδιάζουσα κατάσταση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος (μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν εισαγωγές από τον εξαγωγέα υποκείμενες στην παρούσα επανεξέταση κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ) τονίζει την ανάγκη να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρξει ανάληψη υποχρεώσεων που να συνδυάζει μια ελάχιστη τιμαριθμικά προσαρμοζόμενη τιμή και μια ποσοτική οροφή.

    62. Όπως προαναφέρθηκε, λόγω αυτής της πολυπλοκότητας, ο αιτών δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει μια αποδεκτή προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Συμβούλιο θεωρεί ότι πρέπει να επιτραπεί στον αιτούντα κατ’ εξαίρεση να ολοκληρώσει την προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων μετά από την προαναφερόμενη προθεσμία, αλλά εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    ΣΤ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

    63. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθεί ο ισχύων δασμός αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που παράγει ο αιτών. Σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκε η δυνατότητα σχολιασμού. Τα σχόλιά τους ελήφθησαν υπόψη εφόσον ήταν τεκμηριωμένα και υποστηριζόμενα από αποδεικτικά στοιχεία.

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο μόνο

    Η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου σε υδατικό ή αμμωνιακό διάλυμα καταγωγής Ρωσίας που κατατάσσονται επί του παρόντος στον κωδικό ΣΟ 3102 80 00, η οποία κινήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, διά του παρόντος τερματίζεται χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων.

    Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, […]

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    […]

    [1] EE L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

    [2] ΕΕ L 238 της 22.9.2000, σ. 15.

    [3] ΕΕ L 365 της 21.12.2006, σ. 26.

    [4] ΕΕ L 311 της 19.12.2006, σ. 51.

    Top