EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008DC0468

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών - Προσ κοινο προγραμματισμο στην ερευνα: συνεργασια για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων {SEC(2008) 2281} {SEC(2008) 2282}

/* COM/2008/0468 τελικό */

52008DC0468

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών - Προσ κοινο προγραμματισμο στην ερευνα: συνεργασια για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων {SEC(2008) 2281} {SEC(2008) 2282} /* COM/2008/0468 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 15.7.2008

COM(2008)468 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ: Συνεργασία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων {SEC(2008) 2281} {SEC(2008) 2282}

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ:Συνεργασία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων

Εισαγωγή |

Επενδύοντας στην έρευνα σήμερα εξασφαλίζουμε καλύτερο αύριο, τόσο για μας, όσο και για τις μελλοντικές γενεές. Η Ευρώπη χρειάζεται όχι μόνον να επενδύσει περισσότερους πόρους στην έρευνα, αλλά και να τους επενδύσει με καλύτερο αποτέλεσμα, αν πρόκειται να επιτύχει το δεδηλωμένο όραμά της: εξισορροπημένη και αειφόρο ανάπτυξη, που να συνδυάζει οικονομική μεγέθυνση και ανταγωνισμό με υψηλά επίπεδα ποιότητας ζωής, όπως και του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, και να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς όφελος των πολιτών σε όλα τα κράτη μέλη.

Στη Στρατηγική της Λισσαβώνας αναγνωρίζεται η ανάγκη αυτή, και καθορίζεται ως πλέον επείγων στόχος η μετάβαση σε μια κοινωνία βασιζόμενη στη γνώση – με την επιστήμη, την τεχνολογία και την καινοτομία στο επίκεντρό της – και επιζητούνται περισσότερες και καλύτερες επενδύσεις στην έρευνα. Για να επιτύχει, η Ευρώπη πρέπει να ανανεώσει τις προσπάθειές της. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να είναι προετοιμασμένη να σκεφτεί, με θάρρος και καινοτομία, πώς διοργανώνει την έρευνά της.

Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει μια φιλόδοξη νέα προσέγγιση για την καλύτερη αξιοποίηση των περιορισμένων δημόσιων πόρων Ε&Α στην Ευρώπη, μέσω ενισχυμένης συνεργασίας. Η νέα πρωτοβουλία που προτείνεται – συγκεκριμένα, ο Κοινός Προγραμματισμός – σηματοδοτεί μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή ερευνητική συνεργασία. Ο Κοινός Προγραμματισμός προσφέρει μια προαιρετική διαδικασία για αναζωογονημένη εταιρική σχέση μεταξύ των κρατών μελών, με βάση σαφείς αρχές και διαφανή διακυβέρνηση υψηλού επιπέδου. Με την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ εκείνων που καταρτίζουν και διαχειρίζονται ερευνητικά προγράμματα, η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και του αντικτύπου της εθνικής χρηματοδότησης της δημόσιας έρευνας σε στρατηγικούς τομείς. Ο Κοινός Προγραμματισμός εστιάζεται, πρώτον και κυριότερον, σε δημόσια ερευνητικά προγράμματα, το οποίο συνεπάγεται συνεργασία μεταξύ δημοσίων φορέων. Ως εκ τούτου, διαφέρει εκ φύσεως από τη συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που έχει ενσωματωθεί σε πρωτοβουλίες όπως οι Κοινές Τεχνολογικές Πρωτοβουλίες[1]. Παρ’ όλα ταύτα, η βιομηχανία – και άλλοι ενδιαφερόμενοι – θα πρέπει να διαδραματίσουν κάποιον ρόλο στη διαδικασία διαβουλεύσεων και στη εφαρμογή των επιμέρους Πρωτοβουλιών Κοινού Προγραμματισμού. Είναι επίσης αυτοί που ωφελούνται σημαντικά από τον Κοινό Προγραμματισμό.

Ο Κοινός Προγραμματισμός έχει τη δυνατότητα να γίνει μηχανισμός τουλάχιστον τόσο σημαντικός όσο και τα προγράμματα πλαίσια στο ευρωπαϊκό ερευνητικό τοπίο, και να αλλάξει πραγματικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι ευρωπαίοι την έρευνα. Προτείνοντας αυτή τη νέα προσέγγιση, η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί ρητή απάντηση στις επανειλημμένες εκκλήσεις για περισσότερο και καλύτερο Κοινό Προγραμματισμό, τις οποίες απηύθυναν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα τελευταία χρόνια[2]. Ανταποκρίνεται επίσης στα αιτήματα των ενδιαφερομένων για προαιρετική προσέγγιση «από τη βάση προς την κορυφή», συνδυασμένη με στρατηγική καθοδήγηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και στην απόρριψη, από πλευράς τους, της μεθόδου «το ίδιο για όλους».

Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Στρατηγικό Σχέδιο Ενεργειακών Τεχνολογιών (σχέδιο ΣΕΤ)[3] προβλέπει πιλοτικό πείραμα για την αντιμετώπιση από κοινού μιας σοβαρής ευρωπαϊκής κοινωνικής πρόκλησης. Ως αναπόσπαστος πυλώνας των ευρωπαϊκών πολιτικών για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή, το σχέδιο ΣΕΤ αποσκοπεί στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και της διάδοσης τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, μέσω μιας συνεκτικής σειράς δράσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο Κοινός Προγραμματισμός.

Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί μία από τις πέντε πολιτικές πρωτοβουλίες που έχει προγραμματίσει η Επιτροπή για το 2008, σε συνέχεια της Πράσινης Βίβλου με τίτλο «Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας: Νέες Προοπτικές»[4]. Αφορά ιδιαίτερα τη διάσταση «Βελτιστοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων και προτεραιοτήτων» και αποτελεί ένα περαιτέρω βήμα προς τη δημιουργία μιας «πέμπτης ελευθερίας», με την άρση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των γνώσεων.

Η ανάγκη για νέα προσέγγιση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών στο πεδίο της έρευνας

Η επιστήμη και η τεχνολογία πρέπει να αποκτήσουν βαρύτητα για την αντιμετώπιση των σοβαρών κοινωνικών προκλήσεων στην Ευρώπη[5]

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η Ευρώπη ορισμένες σοβαρές κοινωνικές προκλήσεις θα διαμορφώσει το μέλλον της κατά τις επόμενες δεκαετίες. Στις προκλήσεις αυτές συγκαταλέγονται: η διατήρηση της ευημερίας της Ευρώπης ενώπιον του αυξημένου παγκόσμιου ανταγωνισμού· η ανταπόκριση στις ανάγκες του γηράσκοντος πληθυσμού της, και στην πρόκληση της μετανάστευσης· και η τόνωση της αειφόρου ανάπτυξης, ιδίως στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, της εξασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού, της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, της διασφάλισης της ποιότητας και της διαθεσιμότητας των τροφίμων, καθώς και της διαφύλαξης της ασφάλειας των πολιτών.

Ταυτοχρόνως, οι ευρωπαίοι πολίτες αναμένουν όλο και περισσότερο την εξεύρεση λύσεων σε αυτές τις προκλήσεις μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Οι εταίροι μας εκτός Ευρώπης – τόσο οι παραδοσιακοί (ΗΠΑ, Ιαπωνία), όσο και οι χώρες αναδυόμενης οικονομίας (Κίνα, Ινδία κ.ά.) – έχουν λάβει το μήνυμα. Δρομολογούν στοχοθετημένα ερευνητικά προγράμματα μεγάλης κλίμακας και συνεργάζονται μεταξύ τους. Η Ευρώπη και τα κράτη μέλη της χρειάζεται να επεξεργαστούν μια ισχυρότερη, περισσότερο συντονισμένη και συνεκτική απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις, ενδεχομένως σε συνεργασία με διεθνείς εταίρους.

Σε σύγκριση με τους κυριότερους εταίρους της, η Ευρώπη ακόμη υποεπενδύει στην έρευνα, οι δε δαπάνες για Ε&Α – τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα – έχουν εν γένει παραμείνει στάσιμες κατά την τελευταία δεκαετία. Εάν η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να αυξήσει ταχέως και σημαντικά τις δαπάνες της, οφείλει να βρει νέους και πιο καινοτόμους τρόπους για να χρησιμοποιήσει αποδοτικότερα και αποτελεσματικότερα τους ισχνούς πόρους της για Ε&Α. Προκειμένου να αυξηθούν η απόδοση και τα οφέλη για την κοινωνία από τα δημόσια κονδύλια για Ε&Α, η Ευρώπη πρέπει επίσης να ενισχύσει την ικανότητά της να μετατρέπει τα ερευνητικά αποτελέσματα σε κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, κυρίως μέσω της ικανότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας για καινοτομίες, καθώς και μέσω της υποστήριξης της ζήτησης για τις προκύπτουσες καινοτομίες[6].

Τα απολεσθέντα οφέλη λόγω του διαχωρισμού και των στεγανών στην έρευνα

Τα τελευταία χρόνια, τα κράτη μέλη και η Κοινότητα έχουν αναλάβει πολλές πρωτοβουλίες με σκοπό να αυξήσουν τον αντίκτυπο και την αποδοτικότητα της δημόσιας έρευνας. Ωστόσο, δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς μια από τις προφανέστερες αιτίες της χαμηλής απόδοσης των επενδύσεων σε Ε&Α: συγκεκριμένα, η έλλειψη συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των εθνικών δημόσιων προγραμμάτων Ε&Α. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν αναγνωρίσει, εδώ και πολύν καιρό, ότι το γεγονός αυτό αποτελεί αδυναμία του συστήματος Ε&Α στην ΕΕ. Όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, το τοπίο της έρευνας στην Ευρώπη παραμένει βαθειά διαχωρισμένο και στεγανοποιημένο.

Σήμερα, το 85% της δημόσιας Ε&Α προγραμματίζεται, χρηματοδοτείται, παρακολουθείται και αξιολογείται σε εθνικό επίπεδο, με πολύ λίγη συνεργασία ή συντονισμό μεταξύ χωρών. Λιγότερο από 6% των συνολικών επενδύσεων σε Ε&Α και μόνον 15% της μη στρατιωτικής Ε&Α που χρηματοδοτείται από το Δημόσιο στην Ευρώπη (από το οποίο 10% αναλογεί σε διακυβερνητικούς οργανισμούς και προγράμματα, και 5% στο πρόγραμμα πλαίσιο) χρηματοδοτούνται με διασυνοριακή συνεργασία.

Το ζήτημα δεν είναι ότι όλα τα ερευνητικά προγράμματα πρέπει να εκτελούνται με συνεργασία και ότι πρέπει να διακοπούν τα καθαρώς εθνικά προγράμματα. Τα εθνικά προγράμματα έχουν τη θέση τους στο ευρωπαϊκό ερευνητικό τοπίο, ιδίως όταν ανταποκρίνονται σε εθνικές ανάγκες και προτεραιότητες, και όταν η συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν θα απέφερε πλεονεκτήματα σημαντικής κλίμακας και έκτασης.

Το ζήτημα είναι μάλλον ότι, σε τομείς στρατηγικής σημασίας για ολόκληρη την Ευρώπη ή μεγάλο μέρος της, ο κατακερματισμός των δημόσιων ερευνητικών προγραμμάτων οδηγεί σε χαμηλές αποδόσεις και κοστίζει ακριβά στην Ευρώπη, εμποδίζοντάς την παράλληλα να υλοποιήσει τους κοινωνικούς της στόχους:

- Από πανευρωπαϊκή σκοπιά, τα εθνικά ερευνητικά προγράμματα ενδέχεται να αλληλεπικαλύπτονται άνευ λόγου και να τους λείπει η έκταση και το βάθος που απαιτούνται.

- Η πληθώρα των εθνικών διαδικασιών περιπλέκει τα διασυνοριακά προγράμματα και αποθαρρύνει τους ερευνητικούς συντελεστές με διεθνή προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να μην αναζητούν πρόσβαση σε διασυνοριακή χρηματοδότηση της έρευνας.

- Η έλλειψη διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ προγραμμάτων δυσχεραίνει την από κοινού αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων, περιπλέκει τη συγκέντρωση των δεδομένων και της εμπειρογνωμοσύνης που είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη, εμποδίζει τη διασυνοριακή κινητικότητα και επιμόρφωση των ερευνητών, και επιβραδύνει τη διεθνή διάδοση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

- Εμποδίζει επίσης καθοριστικά την κατάρτιση στρατηγικών προγραμμάτων ερευνών και τον οριζόντιο συντονισμό της πολιτικής, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Πλαίσιο 1: Διασκορπισμένη δημόσια έρευνα στον Ευρωπαϊκό Χώρο Έρευνας.

Οι επιστημονικοί και τεχνολογικοί (Ε&T) τομείς παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές, παραδείγματος χάριν, ως προς την προσπάθεια Ε&Α που καταβάλλεται, τον βαθμό του υφιστάμενου συντονισμού/κατακερματισμού και των επιδόσεων – και δεν υπάρχει σαφής γραμμική σχέση μεταξύ αυτών των παραγόντων. Η κατωτέρω γραφική παράσταση δείχνει το μέγεθος της δημόσιας χρηματοδότησης, μια αξιολόγηση του βαθμού συντονισμού/κατακερματισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και το σχετικό μέγεθος της ευρωπαϊκής δημόσιας χρηματοδότησης σε σύγκριση με εκείνη των ΗΠΑ σε μερικούς Ε&T τομείς. Η γραφική παράσταση δεν είναι διεξοδική, αλλά χρησιμεύει στην απεικόνιση του μοναδικού χαρακτήρα κάθε Ε&T τομέα, ο οποίος χρειάζεται τη δική του ιδιαίτερη προσέγγιση στο πλαίσιο του Κοινού Προγραμματισμού, του οποίου η κατάρτιση πρέπει να βασίζεται σε τεκμηριωμένες διαπιστώσεις και να στηρίζεται στη στρατηγική ανάλυση λεπτομερών πληροφοριών για τους αντίστοιχους Ε&T τομείς. Για αυτό θα απαιτηθεί πλήρης σύμπραξη από πλευράς κρατών μελών. [pic] Άξονας Χ: Υπολογίζεται ο βαθμός συντονισμού μεταξύ των ερευνητικών προγραμμάτων των κρατών μελών (ΚΜ) και κατακερματισμού της χρηματοδότησης και των θεσμικών οργάνων, με βάση ποιοτικές αξιολογήσεις από επιστημονικές δημοσιεύσεις, στρατηγικές εκθέσεις κ.λπ.· Άξονας Ψ: Αντιπροσωπεύει τη λογαριθμική σχέση των δημόσιων επενδύσεων σε Ε&Α στην Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ)) συγκριτικά με τις ΗΠΑ, Μέγεθος των φυσαλλίδων: Ευθέως ανάλογο προς το ύψος της ευρωπαϊκής δημόσιας χρηματοδότησης (ΚΜ+ΕΕ), με βάση τα δεδομένα της βάσης New Cronos (π.χ. GBAORD) και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, καθώς και επιστημονικές δημοσιεύσεις. Κανονικά, ορισμένα ερευνητικά πεδία θα έπρεπε να είχαν αναλυθεί περαιτέρω. Η φυσαλλίδα της βιοτεχνολογίας, παραδείγματος χάριν, θα έπρεπε να είχε υποδιαιρεθεί σε υγεία, βιομηχανία και περιβάλλον, και φυτά, ζώα και τρόφιμα. Αυτό δεν ήταν πάντοτε δυνατόν, λόγω έλλειψης συγκρίσιμων δεδομένων. |

Γιατί χρειάζεται νέα προσέγγιση

Για να προχωρήσει η Ευρώπη, χρειάζεται να αξιοποιήσει τις επιτυχίες της στη διασυνοριακή δημόσια έρευνα, αλλά πρέπει επίσης να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει τα όρια των υφιστάμενων προσεγγίσεων.

Μερικές από τις μεγαλύτερες επιστημονικές επιτυχίες της Ευρώπης ήταν αποτέλεσμα διασυνοριακής συγκέντρωσης δημόσιων κονδυλίων για Ε&Α. Τα τελευταία 50 χρόνια δημιουργήθηκαν διάφοροι διακυβερνητικοί ερευνητικοί οργανισμοί, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών (CERN), το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (EMBL) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ΕΟΔ). Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, δρομολογήθηκαν διακυβερνητικά προγράμματα, όπως το COST και το EUREKA, και ξεκίνησε το πρόγραμμα πλαίσιο έρευνας. Πολλαπλασιάστηκαν οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών. Και, από το 2005, η Κοινότητα εγκαινίασε ορισμένα νέα, πολλά υποσχόμενα, μέσα συντονισμού και συνεργασίας, όπως τον μηχανισμό ERA-NET και τις πρωτοβουλίες βάσει του άρθρου 169[7].

Παρ’ όλα ταύτα, ο αντίκτυπος αυτών των κοινοτικών πρωτοβουλιών θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερος, εάν υπήρχε συνολικότερη στρατηγική εστίαση, μεγαλύτερη πολιτική δέσμευση σε υψηλό επίπεδο από πλευράς των κρατών μελών, περισσότερη διαφάνεια των εθνικών συστημάτων έρευνας και λιγότερη δυσκαμψία των μέσων. Η αύξηση αυτών των πρωτοβουλιών, και του συνολικού μεγέθους του 7ου ΠΠ, δεν έχει νόημα αν δεν αντιμετωπιστεί η έλλειψη στρατηγικού προγραμματισμού μεταξύ των κρατών μελών. Οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών, όπως και οι διακυβερνητικοί ερευνητικοί οργανισμοί και προγράμματα έχουν περιορισμένο αντίκτυπο. Μολονότι η Ανοικτή Μέθοδος Συντονισμού κατέστησε δυνατή την εποικοδομητική ανταλλαγή ιδεών, δεν κατέληξε σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες συντονισμού των εθνικών ερευνητικών πολιτικών μεταξύ κρατών μελών ή σε κοινό σχέδιο όπου να καθορίζονται οι τομείς στρατηγικής σημασίας.

Μπορούν, όμως, να αποκομισθούν διδάγματα από αυτές τις πρόσφατες κοινοτικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να ενταθεί ο συντονισμός των προγραμμάτων και η συνεργασία, και τα διδάγματα αυτά μπορούν να χρησιμεύσουν ως ζωτική βάση, ώστε να επιτευχθεί πρόοδος στο πεδίο του Κοινού Προγραμματισμού.

Παρουσιάζεται τώρα μια μοναδική ευκαιρία να γίνει άλμα προόδου στην πανευρωπαϊκή ερευνητική συνεργασία, που μπορεί να αποδειχθεί τόσο σημαντικό όσο και η δημιουργία των προγραμμάτων πλαισίων. Με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή επιδιώκει να διευκολύνει την επεξεργασία μιας λύσης, ξεκινώντας μια στρατηγική και δομημένη διαδικασία.

Πλαίσιο 2: Κοινός Προγραμματισμός για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του γηράσκοντος πληθυσμού

Η αύξηση της συχνότητας των κρουσμάτων της νόσου του Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας αποτελεί ίσως μια από τις πιο ανησυχητικές εκδηλώσεις της γήρανσης του πληθυσμού. Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι εκφυλιστική ασθένεια, η οποία αργά και σταδιακά καταστρέφει τα εγκεφαλικά κύτταρα και επιδρά στη μνήμη, τη σκέψη, την κρίση και την προσωπικότητα. Μακροπρόθεσμα, συχνά οδηγεί σε επιπρόσθετα προβλήματα, όπως νοητική σύγχυση, διαταραχές του λόγου, απότομες αλλαγές της διάθεσης και αποπροσανατολισμό στον χρόνο και τον χώρο. Περίπου ένα άτομο στα 20, ηλικίας άνω των 65 ετών, υποφέρει από άνοια. Ο αριθμός ατόμων στην Ευρώπη που παρουσιάζουν άνοια – εκ των οποίων 50 έως 70% πάσχουν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ – ανέρχεται σε 5,5 εκατομμύρια περίπου, αριθμός ο οποίος, για τα άτομα άνω των 60 ετών, αναμένεται να ανέλθει σε 10,7 εκατομμύρια έως το 2040. Το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης όσον αφορά την άνοια ήδη υπερβαίνει τα 80 δισεκατομμύρια ευρώ στην ΕΕ. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει προληπτική ή θεραπευτική αγωγή για τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Παρ’ όλα ταύτα, η ευρωπαϊκή δημόσια στήριξη που διατίθεται συγκεκριμένα για έρευνα σχετικά με τη νόσο του Αλτσχάιμερ είναι ελάχιστη σε σύγκριση με εκείνη των ΗΠΑ. Συν τοις άλλοις, δεν υπάρχει καμία σημαντική θεσμική κινητήριος δύναμη η οποία να στηρίζει την έρευνα για τη νόσο του Αλτσχάιμερ στην Ευρώπη. Οι πόροι είναι διαμοιρασμένοι μεταξύ πολλών και διαφόρων οργανισμών χρηματοδότησης, διεσπαρμένων στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Το γεγονός αυτό δημιουργεί κίνδυνο σπατάλης των πόρων, με την αλληλεπικάλυψη της χρηματοδότησης της έρευνας σε επίπεδο ΕΕ. Για ένα τέτοιο κοινό για όλους πρόβλημα επιβάλλεται κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια, ώστε να διαμορφωθεί κοινή λύση. Στις ΗΠΑ, το National Institute of Health (Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας) και το National Institute on Aging (Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης) αποτελούν ισχυρές θεσμικές κινητήριες δυνάμεις της έρευνας για τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Το ζήτημα που τίθεται είναι: τι θα κάνει η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει αυτή τη σοβαρή κοινωνική πρόκληση; |

Κοινός Προγραμματισμός – Συνεργασία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων

Κοινός Προγραμματισμός: Η γενική ιδέα

Ο Κοινός Προγραμματισμός συνεπάγεται προαιρετική συμμετοχή των κρατών μελών, βάσει μεταβλητής γεωμετρίας, στον καθορισμό, την κατάρτιση και την εφαρμογή κοινών στρατηγικών προγραμμάτων ερευνών, βασισμένων σε κοινό όραμα όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης σοβαρών κοινωνικών προκλήσεων. Είναι δυνατόν να συνεπάγεται στρατηγική συνεργασία μεταξύ υφιστάμενων εθνικών προγραμμάτων ή σχεδιασμό και κατάρτιση από κοινού εντελώς νέων προγραμμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, προϋποθέτει συγκέντρωση και από κοινού αξιοποίηση των πόρων, επιλογή ή δημιουργία των καταλληλότερων μέσων, εφαρμογή και συλλογική παρακολούθηση και αξιολόγηση της προόδου. Αποσκοπεί στην αύξηση και τη βελτίωση της διασυνοριακής συνεργασίας, του συντονισμού και της ολοκλήρωσης των χρηματοδοτούμενων από δημόσιους πόρους ερευνητικών προγραμμάτων των κρατών μελών σε έναν περιορισμένο αριθμό στρατηγικών τομέων, και με τον τρόπο αυτό να βοηθήσει την Ευρώπη να επαυξήσει την αποδοτικότητα της δημόσιας χρηματοδότησης που διαθέτει για την έρευνα, ώστε να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι σοβαρές κοινωνικές προκλήσεις.

Κοινός Προγραμματισμός: Φιλόδοξος δομικός στόχος

- Ο Κοινός Προγραμματισμός αφορά την αλλαγή της δομής του ευρωπαϊκού ερευνητικού τοπίου. Είναι μια εκτενής, μακρόπνοη και στρατηγική διαδικασία, που έχει σκοπό να επαυξήσει την ικανότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, πράγμα το οποίο εξαρτάται καθοριστικά από την έρευνα. Πρόκειται για τον προσδιορισμό κοινών οραμάτων και στρατηγικών προγραμμάτων ερευνών, την εφαρμογή τους κατά τον καταλληλότερο τρόπο και την επίτευξη απτών κοινωνικών αποτελεσμάτων. Στον Κοινό Προγραμματισμό καθορίζονται σαφείς και ρεαλιστικοί στόχοι και παραδοτέα, με την προοπτική να επιτευχθούν επαναστατικές εξελίξεις στους τομείς όπου εφαρμόζεται.

- Ο Κοινός Προγραμματισμός δεν είναι μια απλή διαδικασία ονοματοδοσίας, όπου τα υφιστάμενα εθνικά ερευνητικά προγράμματα που ασχολούνται με το ίδιο θέμα απλώς ομαδοποιούνται υπό κοινό τίτλο ή συντονίζονται και ευθυγραμμίζονται χαλαρά. Ούτε πρόκειται για άκαμπτο διαχωρισμό της εργασίας μεταξύ χωρών όσον αφορά τις ερευνητικές δραστηριότητες σε συγκεκριμένο πεδίο ή για μεταβίβαση στις Βρυξέλλες των εθνικών προϋπολογισμών για την έρευνα. Πρόκειται για την επίτευξη δομικών αποτελεσμάτων, ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα και ο αντίκτυπος της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας.

- Πάντως, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν επίγνωση του τι συνεπάγεται ο Κοινός Προγραμματισμός. Στην πιο φιλόδοξη εκδοχή του, ο Κοινός Προγραμματισμός απαιτεί να είναι διατεθειμένα τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στον καθορισμό και την εφαρμογή κοινών προγραμμάτων ερευνών, με πολυετείς δραστηριότητες (προγραμματισμός, έναρξη, αξιολόγηση) και μηχανισμούς χρηματοδότησης, κατόπιν λήψης αποφάσεων από κοινού.

… με ρεαλιστική και ευέλικτη προσέγγιση

- Για τον Κοινό Προγραμματισμό απαιτείται νέα νοοτροπία στα κράτη μέλη. Πάνω απ’ όλα, απαιτούνται συγκεκριμένες δεσμεύσεις και ενέργειες από τα κράτη μέλη, καθώς και αναθεώρηση και αναδιοργάνωση του τρόπου με τον οποίο καταρτίζονται και εφαρμόζονται τα εθνικά ερευνητικά προγράμματα, με την επανεστίασή τους σε κοινούς στόχους.

- Για τον λόγο αυτό, ο Κοινός Προγραμματισμός πρέπει να είναι προαιρετική διαδικασία, βασισμένη στην αρχή της μεταβλητής γεωμετρίας και της ελεύθερης πρόσβασης. Δεν είναι ανάγκη να συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη σε μια συγκεκριμένη πρωτοβουλία, αλλά οι εταίροι πρέπει να είναι σε θέση να συγκεντρώνουν μεταξύ τους την απαιτούμενη κρίσιμη μάζα πόρων.

- Για τον λόγο αυτό επίσης, είναι απαραίτητο να ακολουθήσει ο Κοινός Προγραμματισμός ρεαλιστική και ευέλικτη προσέγγιση και σταδιακή διαδικασία (βλ. κεφάλαιο 3), ώστε να μεγιστοποιήσει τα ενδεχόμενα δομικά αποτελέσματα και τον αντίκτυπο στην κοινωνία.

- Ο Κοινός Προγραμματισμός δεν προϋποθέτει κοινοτική χρηματοδότηση εκ των προτέρων. Πρώτον και κυριότερον, πρόκειται για χάραξη κοινών στρατηγικών από τα κράτη μέλη και για τη συγκέντρωση και από κοινού αξιοποίηση των εθνικών πόρων. Ταυτοχρόνως, δεν αποκλείεται η δυνατότητα συμπληρωματικής κοινοτικής χρηματοδότησης, ανάλογα με την προστιθέμενη αξία, την ευρωπαϊκή διάσταση και τον ενδεχόμενο δομικό αντίκτυπο των σχετικών πρωτοβουλιών.

Τα οφέλη του Κοινού Προγραμματισμού

Ο Κοινός Προγραμματισμός θα ωφελήσει τα κράτη μέλη, τους διαχειριστές του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Προγράμματος, τους επιστήμονες και τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη:

- Ο Κοινός Προγραμματισμός διευκολύνει την από κοινού αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων, την επεξεργασία κοινών λύσεων και τη διατύπωση ενιαίων απόψεων στη διεθνή σκηνή.

- Συμβάλλει στην υπερκέραση των εμποδίων εισόδου, όπως είναι το υψηλό κόστος εκκίνησης και λειτουργίας σε ορισμένους Ε&T τομείς.

- Συντελεί στη βελτιστοποίηση της εμβέλειας των ερευνητικών προγραμμάτων σε ολόκληρη τη Ευρώπη, στην εξάλειψη της σπατάλης λόγω αλληλεπικάλυψης των προγραμμάτων στην Ευρώπη και στην εμβάθυνση των προγραμμάτων.

- Προωθεί την επιστημονική αριστεία, μέσω κοινών προκηρύξεων με κοινή χρηματοδότηση και αξιολόγηση από ομότιμους κριτές, πράγμα το οποίο αυξάνει τον ανταγωνισμό για κονδύλια και βελτιώνει την ποιότητα των ερευνητικών προτάσεων.

- Με την υποστήριξη της διασυνοριακής συνεργασίας σε έργα, ο Κοινός Προγραμματισμός διευκολύνει τη συγκέντρωση των δεδομένων και της εμπειρογνωμοσύνης που είναι διασκορπισμένα σε διάφορες χώρες ή σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθιστά δυνατή την ταχεία διάδοση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, προωθεί τη διασυνοριακή κινητικότητα και επιμόρφωση των ανθρώπινων πόρων, και αυξάνει τον επιστημονικό, τεχνολογικό και καινοτομικό αντίκτυπο από κάθε ευρώ που επενδύεται στη δημόσια έρευνα.

- Βοηθά ώστε να ενισχυθεί ο συντονισμός με άλλες συναφείς πολιτικές, χάρη στην ευρύτερη δημοσιότητα των προγραμμάτων, μειώνει το κόστος διαχείρισης των προγραμμάτων, προσφέρει τη δυνατότητα εκμάθησης διασυνοριακών πολιτικών, και βελτιώνει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια των δημόσιων ερευνητικών προγραμμάτων.

Τα προαναφερόμενα οφέλη θα έχουν επίσης ιδιαίτερη αξία για εκείνες τις περιφέρειες και χώρες που παρουσιάζουν καθυστέρηση ως προς τις επενδύσεις στην έρευνα και τις επιδόσεις της. Χάρη στα σημαντικά Ε&T οφέλη που πηγάζουν από τον Κοινό Προγραμματισμό, και στα σημαντικά δομικά του αποτελέσματα, οι πολίτες της Ευρώπης θα επωφεληθούν από ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη, μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και περισσότερες θέσεις απασχόλησης, καθώς και από ταχύτερες και καλύτερες λύσεις σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.

Για την αποσαφήνιση αυτών των ωφελειών, δίδεται ένα παράδειγμα που δείχνει τι θα μπορούσε να συνεισφέρει ο Κοινός Προγραμματισμός στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η γήρανση του πληθυσμού (βλ. πλαίσιο 2). Το παράδειγμα αυτό είναι καθαρά υποθετικό και επεξηγηματικό. Μοναδικός του σκοπός είναι να αναδείξει με πιο συγκεκριμένο και εμφανή τρόπο τη δύναμη και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει ο Κοινός Προγραμματισμός, ως μηχανισμός διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ προγραμμάτων, σε στρατηγικούς τομείς. Λεπτομερέστερη ανάλυση του δυναμικού του Κοινού Προγραμματισμού για άλλες κοινωνικές προκλήσεις και τεχνολογικούς τομείς παρατίθεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, που συνοδεύει την παρούσα ανακοίνωση.

Πρακτική εφαρμογή του Κοινού Προγραμματισμού |

Στην παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή προτείνει μια ρεαλιστική μεθοδολογία για την επίτευξη Κοινού Προγραμματισμού, σε έναν περιορισμένο αριθμό τομέων στους οποίους υπάρχει συμφωνία να εφαρμοστεί. Η διαδικασία επισήμανσης αυτών των ειδικών τομέων περιγράφεται στο επόμενο κεφάλαιο. Στο παρόν κεφάλαιο 3 παρουσιάζεται η απαιτούμενη μεθοδολογία για την πρακτική εφαρμογή του. Βασίζεται στην πείρα που αποκομίστηκε από τις Ευρωπαϊκές Τεχνολογικές Πλατφόρμες, αλλά προσαρμοσμένη στα δημόσια ερευνητικά προγράμματα. Περιλαμβάνει διάφορα στάδια, που αντιστοιχούν στον κύκλο ζωής των ερευνητικών προγραμμάτων, συγκεκριμένα από την κατάρτιση και την εφαρμογή του προγράμματος έως την παρακολούθηση και την αξιολόγηση.

Τρία είναι τα στάδια που εντοπίζονται:

1. Διαμόρφωση κοινού οράματος για τον συμφωνηθέντα τομέα: Το όραμα αυτό αναμένεται να προσδιορίσει τους μακρόπνοους στόχους, οι οποίοι πρόκειται να καθοριστούν από εμπειρογνώμονες που είναι αυθεντίες στον τομέα και να εγκριθούν σε πολιτικό επίπεδο. Θα διαμορφωθεί με βάση αξιόπιστα στοιχεία (που περιλαμβάνουν ενδεχομένως (κοινές) δραστηριότητες με γνώμονα τις μελλοντικές πολιτικές) και ευρείες (δημόσιες) διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, ιδίως με την επιστημονική κοινότητα και τη βιομηχανία. Θα μπορούσε επίσης να βασίζεται σε προκαταρκτική (κοινή) αξιολόγηση υφιστάμενων προγραμμάτων και ικανοτήτων.

2. Αφού διαμορφωθεί το όραμα, θα πρέπει να εκφραστεί στην πράξη ως Στρατηγικό Πρόγραμμα Ερευνών (ΣΠΕ), που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένους, μετρήσιμους, εφικτούς, ρεαλιστικούς και χρονικά προσδιορισμένους (SMART) στόχους. Με το Στρατηγικό Πρόγραμμα Ερευνών πρόκειται να υλοποιηθεί το όραμα, και η εφαρμογή των στόχων του οράματος να συνδεθεί με τις υπάρχουσες ειδικότητες στην Ευρώπη ή με νέες, που χρειάζεται να αναπτυχθούν. Θα έχει ουσιαστική σημασία η καλή γνώση των υφιστάμενων προγραμμάτων και ειδικοτήτων στην Ευρώπη (και πέραν αυτής).

3. Εφαρμογή του ΣΠΕ: Όλες οι συμμετέχουσες δημόσιες αρχές προσανατολίζουν τα προγράμματα και τη χρηματοδότησή τους, ούτως ώστε να συμβάλλουν με συνεκτικό τρόπο στην εφαρμογή του ΣΠΕ. Θα πρέπει να διερευνηθεί όλα το φάσμα εργαλείων της δημόσιας έρευνας (εθνικά και περιφερειακά ερευνητικά προγράμματα, διακυβερνητικοί ερευνητικοί οργανισμοί και διακυβερνητικά προγράμματα συνεργασίας, ερευνητικές υποδομές, προγράμματα κινητικότητας κ.ά.) και να χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή των επιμέρους Πρωτοβουλιών Κοινού Προγραμματισμού. Η εφαρμογή μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει τη διάθεση χρηματοδότησης και μέσων από την ΕΕ, μέσω του προγράμματος πλαισίου. Πρέπει να εξασφαλίζεται τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση της προόδου ως προς τους στόχους SMART, και τα αποτελέσματα να αναφέρονται σε πολιτικό επίπεδο.

Ο Κοινός Προγραμματισμός μπορεί να διευκολυνθεί, εάν υπάρχουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις:

- Συμφωνία επί ορισμένων αρχών και διαδικασιών κοινής αποδοχής για την αξιολόγηση από ομότιμους κριτές («οι επιστημονικοί κανόνες του παιχνιδιού»).

- Επεξεργασία κοινών μεθοδολογιών για τις δραστηριότητες με γνώμονα τις μελλοντικές πολιτικές και για την από κοινού αξιολόγηση των εθνικών ή περιφερειακών προγραμμάτων ή επενδύσεων σε συγκεκριμένους τομείς της έρευνας.

- Καθορισμός κοινών αρχών για τη διασυνοριακή χρηματοδότηση της έρευνας από τις εθνικές ή περιφερειακές αρχές («οι οικονομικοί κανόνες του παιχνιδιού»).

- Αποτελεσματικά μέτρα για να εξασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως και για να διευκολυνθεί η διάδοση και η βέλτιστη χρήση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

Διαδικασία για την επισήμανση ειδικών τομέων Κοινού Προγραμματισμού |

Όπως αναφέρεται στην παρούσα ανακοίνωση, ο Κοινός Προγραμματισμός συνίσταται στη διαμόρφωση κοινών οραμάτων και στρατηγικών προγραμμάτων ερευνών από τα κράτη μέλη, για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων κοινωνικών προκλήσεων.

Όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για προαιρετική διαδικασία, βασισμένη στην αρχή της μεταβλητής γεωμετρίας και της ελεύθερης πρόσβασης. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ευρύτερης διαδικασίας της Λουμπλιάνας, είναι λογικό να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη διακυβέρνησή της τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, όπως και πρέπει να τονιστεί η κατοχή και η αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η Επιτροπή μπορεί να ενεργήσει ως καταλύτης και θα είναι έτοιμη να προσφέρει την αρωγή που θα ζητηθεί από τα κράτη μέλη τα οποία συμμετέχουν στις Πρωτοβουλίες Κοινού Προγραμματισμού. Θα τηρεί, επίσης, ενήμερο το Συμβούλιο σχετικά με τις εξελίξεις, ούτως ώστε αυτό να μπορεί να εξασφαλίζει αποτελεσματική παρακολούθηση και εφαρμογή. Με τον τρόπο αυτό, θα εξασφαλίζεται και η ελεύθερη πρόσβαση, με την ενημέρωση όλων των κρατών μελών σχετικά με τις προβλεπόμενες ή υλοποιούμενες Πρωτοβουλίες, ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε στάδιο.

Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή:

- Καλεί το Συμβούλιο να υιοθετήσει, έως το τέλος του 2008, τη γενική ιδέα και τους στόχους του Κοινού Προγραμματισμού.

- Καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει από τους Υπουργούς να διορίσουν αντιπροσώπους υψηλού επιπέδου, προκειμένου να επισημάνουν, αιτιολογώντας την επιλογή τους, έως το καλοκαίρι του 2009, ειδικούς τομείς Κοινού Προγραμματισμού, βάσει σαφών κριτηρίων (βλ. πλαίσιο 3) και διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερομένους. Η Επιτροπή προτείνει να αναλάβει καθήκοντα γραμματείας αυτής της ομάδας.

- Θα υποβάλει στο Συμβούλιο, προς έκδοση έως το τέλος του 2009, συστάσεις με σκοπό τη δρομολόγηση Πρωτοβουλιών Κοινού Προγραμματισμού στους ειδικούς τομείς που θα έχουν επισημανθεί από τους αντιπροσώπους υψηλού επιπέδου. Οι εν λόγω συστάσεις θα περιλαμβάνουν λεπτομερέστερες υποδείξεις όσον αφορά τη διακυβέρνηση και την εφαρμογή των Πρωτοβουλιών Κοινού Προγραμματισμού, λαμβάνοντας υπόψη την ανάδραση από το Συμβούλιο και από τα κράτη μέλη που θα έχουν δεσμευτεί να συμμετάσχουν στις επιμέρους Πρωτοβουλίες.

- Θα εγκαινιάσει τη συνεργασία μεταξύ ενδιαφερομένων οργανισμών και αρχών, με προοπτική να βελτιωθούν οι βασικές προϋποθέσεις του Κοινού Προγραμματισμού.

- Καλεί το Συμβούλιο να επιβλέπει και να παρακολουθεί τακτικά την πρόοδο των Πρωτοβουλιών Κοινού Προγραμματισμού και, εάν χρειαστεί, να εξετάσει περαιτέρω μέτρα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής τους.

Πλαίσιο 3: Κριτήρια για την επισήμανση ειδικών τομέων Κοινού Προγραμματισμού

- Ο τομέας αφορά μια πανευρωπαϊκή/παγκόσμια κοινωνικο-οικονομική ή περιβαλλοντική πρόκληση·

- Η έρευνα με δημόσια χρηματοδότηση είναι ουσιαστικής σημασίας για την αντιμετώπιση της πρόκλησης·

- Ο Κοινός Προγραμματισμός στον τομέα προσφέρει σαφή προστιθέμενη αξία, π.χ. υπάρχει ανάγκη έρευνας με δημόσια χρηματοδότηση σε κλίμακα και έκταση πέραν των δυνατοτήτων των επιμέρους κρατών μελών·

- Ο τομέας έχει επαρκή εστίαση, ούτως ώστε να μπορούν να καθοριστούν σαφείς και ρεαλιστικοί στόχοι.

Επιπλέον, μια Πρωτοβουλία Κοινού Προγραμματισμού σε έναν επιλεγμένο τομέα θα πρέπει:

- Να συμβάλλει στην υπερκέραση του κατακερματισμού και της σπατάλης λόγω αλληλεπικάλυψης ερευνών χρηματοδοτούμενων με δημόσιους πόρους, και να συντελεί στην αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη χρήση των δημόσιων πόρων·

- Να περιλαμβάνει τις βασικές δημόσιες πρωτοβουλίες στον τομέα, και να συγκεντρώνει την πλήρη υποστήριξη και δέσμευση των κρατών μελών που συμμετέχουν.

[1] Να σημειωθεί: Οι Κοινές Τεχνολογικές Πρωτοβουλίες που τίθενται σε εφαρμογή στον τομέα των ΤΠΕ (ENIAC και ARTEMIS, στους τομείς της νανοηλεκτρονικής και των ενσωματωμένων συστημάτων πληροφορικής, αντιστοίχως) κινητοποιούν επιχειρηματικά, κοινοτικά και κρατικά κονδύλια.

[2] Βλ. την εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα ανακοίνωση.

[3] COM(2007) 723 της 22.11.2007.

[4] Επιπλέον αυτής της ανακοίνωσης, η Επιτροπή εξέδωσε εφέτος:- Σύσταση «σχετικά με τη διαχείριση της διανοητικής ιδιοκτησίας στις δραστηριότητες μεταφοράς γνώσης και έναν κώδικα ορθής πρακτικής για τα πανεπιστήμια και τους άλλους δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς», COM(2008) 1329 της 10.4.2008·- Ανακοίνωση με τίτλο: «Καλύτερες σταδιοδρομίες και περισσότερη κινητικότητα: μια ευρωπαϊκή σύμπραξη για τους ερευνητές», COM(2008) 317 της 23.5.2008·- Επιπλέον, προετοιμάζει κανονισμό του Συμβουλίου σχετικά με «Κοινοτικό νομικό πλαίσιο για την Ευρωπαϊκή Ερευνητική Υποδομή» και ανακοίνωση με τίτλο: «Στρατηγικό ευρωπαϊκό πλαίσιο για διεθνή επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία».

[5] Η έννοια αυτή καλύπτει οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις.

[6] Creating an Innovative Europe, έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του κ. Esko Aho προς την Επιτροπή, Ιανουάριος 2006.

[7] Στο πλαίσιο αυτό, στην προσεχή ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο: «A Marine and Maritime Research Strategy for Europe» προτείνεται πιο στρατηγική προσέγγιση, η οποία υπερβαίνει τον παρόντα συντονισμό διαφόρων δράσεων ERA-NET που καλύπτουν τη θαλάσσια έρευνα και η οποία θα δημιουργήσει συγκεκριμένες ευκαιρίες για κοινό προγραμματισμό.

Top