Valige katsefunktsioonid, mida soovite proovida

See dokument on väljavõte EUR-Lexi veebisaidilt.

Dokument 52008DC0109

    Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με μέτρα για την αλλαγή του συστήματος ΦΠΑ με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης {SEC(2008) 249}

    /* COM/2008/0109 τελικό */

    52008DC0109




    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 22.2.2008

    COM(2008) 109 τελικό

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

    σχετικά με μέτρα για την αλλαγή του συστήματος ΦΠΑ με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης {SEC(2008) 249}

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    1. Ιστορικό 3

    2. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης 4

    3. Φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων στο κράτος μέλος αναχώρησης 5

    3.1. Αποτελέσματα της ανάλυσης της Επιτροπής 5

    3.2. Συμπέρασμα σχετικά με τη φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων 7

    4. Αντιστροφή της επιβάρυνσης 8

    4.1. Αποτελέσματα της ανάλυσης της Επιτροπής 8

    4.2. Συνέπεια με το ισχύον σύστημα ΦΠΑ 10

    4.3. Συμπέρασμα σχετικά με την αντιστροφή της επιβάρυνσης 11

    5. Δυνατότητα εφαρμογής πιλοτικού προγράμματος περιορισμένης διάρκειας σε ένα ενδιαφερόμενο κράτος μέλος 11

    5.1. Αποτελέσματα της ανάλυσης της Επιτροπής 11

    5.2. Συμπέρασμα σχετικά με το πιλοτικό πρόγραμμα 13

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

    σχετικά με μέτρα για την αλλαγή του συστήματος ΦΠΑ με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης

    1. Ιστορικό

    Το Συμβούλιο ECOFIN της 5ης Ιουνίου 2007 ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει δύο περισσότερο φιλόδοξα μέτρα για την αντιμετώπιση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ:

    - τη φορολόγηση των ενδοκοινοτικών συναλλαγών και

    - την καθιέρωση της δυνατότητας εφαρμογής ενός γενικού συστήματος αντιστροφής της φορολογικής υποχρέωσης (αντιστροφή της επιβάρυνσης).

    Επιπλέον, το Συμβούλιο ζήτησε ειδικότερα από την Επιτροπή να αναλύσει τη δυνατότητα εφαρμογής, σε ένα ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και για περιορισμένη χρονική διάρκεια, ενός πιλοτικού προγράμματος γενικευμένης αντιστροφής της επιβάρυνσης.

    Στη σύνοδό του της 4ης Δεκεμβρίου 2007, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να παρουσιάσει τα πορίσματά της όσον αφορά τις σχετικές με τα εν λόγω περισσότερο φιλόδοξα μέτρα εργασίες, ώστε να συζητηθούν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2008. Ανταποκρινόμενη στο αίτημα αυτό του Συμβουλίου, η Επιτροπή υποβάλλει την παρούσα ανακοίνωση.

    Όσον αφορά τη φορολόγηση των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να διερευνήσει αρχικά τη δυνατότητα φορολόγησης των συναλλαγών αυτών στο κράτος μέλος αναχώρησης και να εστιαστεί στις ακόλουθες πτυχές:

    - τις γενικές επιπτώσεις μιας διαδικασίας συμψηφισμού στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών και ειδικότερα στα ως επί το πλείστον «εισάγοντα» κράτη μέλη και στα ως επί το πλείστον «εξάγοντα» κράτη μέλη·

    - μια χονδρική εκτίμηση του πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για τους φορολογούμενους και τις φορολογικές υπηρεσίες η καθιέρωση της φορολόγησης των ενδοκοινοτικών παραδόσεων·

    - τον κίνδυνο εμφάνισης νέων μορφών απάτης και την αποτελεσματικότητα στην εξάλειψη υφιστάμενων δολίων δραστηριοτήτων·

    - τον καταμερισμό των ευθυνών και κινδύνων μεταξύ του κράτους μέλους αναχώρησης, όπου καταβάλλεται ο φόρος και του κράτους μέλους άφιξης, όπου εκπίπτει ο φόρος·

    - τις σχετικές με τον ανταγωνισμό πτυχές της φορολόγησης των ενδοκοινοτικών παραδόσεων, σε σχέση με τους εθνικούς φορολογικούς κανόνες και σε σύγκριση με το ισχύον σύστημα.

    Όσον αφορά την αρχή της γενικευμένης αντιστροφής της επιβάρυνσης, το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει τις ακόλουθες πτυχές:

    - τις επιπτώσεις στα κράτη μέλη που δεν εφαρμόζουν το σύστημα της αντιστροφής της επιβάρυνσης και ειδικότερα τις επιπτώσεις στους προϋπολογισμούς τους σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών τους·

    - τη συνέπεια και εναρμόνιση της νομοθεσίας για τον ΦΠΑ στην ΕΕ·

    - το κόστος της εφαρμογής συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης για τους φορολογούμενους και τις διοικητικές αρχές·

    - τη μετατόπιση της απάτης σε άλλα κράτη μέλη που δεν εφαρμόζουν σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης·

    - τον κίνδυνο εμφάνισης νέων μορφών απάτης·

    - τη δυνατότητα εφαρμογής πιλοτικού προγράμματος περιορισμένης διάρκειας σε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    2. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης

    Λόγω της στενότητας του χρόνου που διέθετε η Επιτροπή, τα αποτελέσματα της ανάλυσης βασίζονται κυρίως σε ορισμένες ειδικές μελέτες που εκπονήθηκαν από εξωτερικό σύμβουλο των οποίων η αξία είναι περιορισμένη, στις απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο που εστάλη στις φορολογικές υπηρεσίες, στις αντιδράσεις των επιχειρήσεων και σε ανάλυση που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής. Αν και για ορισμένα ζητήματα ενδέχεται να χρειάζεται διεξοδικότερη ανάλυση, τα πρώτα αποτελέσματα που προέκυψαν οδηγούν ήδη στη διατύπωση μιας σειράς βασικών ερωτημάτων προς το Συμβούλιο των Υπουργών, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για την Επιτροπή προκειμένου να προσανατολίσει τις τυχόν περαιτέρω εργασίες.

    Λεπτομερέστερη ανάλυση περιέχεται στο συνημμένο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής. Με βάση την ανάλυση αυτή, η παρούσα ανακοίνωση επεξηγεί την κατάσταση όσον αφορά τις διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες για την αλλαγή του ισχύοντος συστήματος ΦΠΑ, εξετάζοντας τα σημεία που επεσήμανε στην Επιτροπή το Συμβούλιο, θέτει δε τα πολιτικά ερωτήματα για τα οποία η Επιτροπή αναμένει απαντήσεις από το Συμβούλιο. Περαιτέρω εργασίες για μέτρα σχετικά με την αλλαγή του συστήματος ΦΠΑ με σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα ήταν χρήσιμα, μόνον εφόσον δοθούν σαφείς και συνοπτικές κατευθύνσεις σχετικά με τα ερωτήματα αυτά και εφόσον οι φορολογικές υπηρεσίες διαβιβάσουν κατάλληλα συμπληρωματικά στοιχεία.

    3. Φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων στο κράτος μέλος αναχώρησης

    Από το 1987, Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αρχή της «χώρας προέλευσης» στο πλαίσιο του ΦΠΑ αποτελεί το μόνο μέσο που εγγυάται τη δημιουργία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς. Τόσο η πρόταση του 1987, όσο και εκείνη του 1995 είχαν ως αφετηρία την εναρμόνιση των συντελεστών του ΦΠΑ, ή τουλάχιστον τη σε μεγάλο βαθμό σύγκλισή τους, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπήρχε στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν ήταν – και εξακολουθούν να μην είναι – πρόθυμα να εγκαταλείψουν τα κυριαρχικά δικαιώματά τους όσον αφορά τον καθορισμό των συντελεστών ΦΠΑ. Με την επινόηση επομένως ενός συστήματος φορολόγησης των ενδοκοινοτικών παραδόσεων, η Επιτροπή διαμόρφωσε έναν μηχανισμό που δεν απαιτεί τόσο εκτεταμένη εναρμόνιση. Στο πλαίσιο αυτό, η φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων διαπνέεται από την αρχή της συνέχισης της εφαρμογής εθνικών συντελεστών ΦΠΑ, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, με μόνη αλλαγή την αντικατάσταση της φορολογικής απαλλαγής που ίσχυε για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις από τη φορολόγησή τους με συντελεστή 15%. Όταν το κράτος μέλος άφιξης των εμπορευμάτων εφαρμόζει συντελεστή υψηλότερο του 15%, ο επιπλέον αυτός ΦΠΑ θα περιέλθει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος· όταν το κράτος μέλος άφιξης των εμπορευμάτων εφαρμόζει συντελεστή χαμηλότερο του 15% λόγω της εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ ή μηδενικού συντελεστή σε ορισμένα κράτη μέλη, το κράτος μέλος του αγοραστή θα πιστώσει τον υποκείμενο στον φόρο που προβαίνει στην ενδοκοινοτική απόκτηση. Ομοίως, το κράτος μέλος άφιξης θα μπορεί να εισπράξει τον ΦΠΑ που προκύπτει από τυχόν περιορισμό του δικαιώματος του αγοραστή να εκπέσει τον ΦΠΑ επί των εισροών. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα μπορούσε να προκαλέσει η εφαρμογή διαφορετικών εθνικών συντελεστών ΦΠΑ.

    3.1. Αποτελέσματα της ανάλυσης της Επιτροπής

    Η φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων φαίνεται να αποτελεί κατάλληλη λύση για τα προβλήματα που δημιουργεί η ενδοκοινοτική απάτη «του αφανούς εμπόρου» (Missing Trader Intra-Community – MTIC - fraud). Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση άλλων μορφών απάτης . Η υπαγωγή μάλιστα των ενδοκοινοτικών παραδόσεων σε φορολογία θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει τις ευκαιρίες διάπραξης άλλων υφιστάμενων μορφών απάτης στο πλαίσιο των εν λόγω συναλλαγών. Στο στάδιο αυτό, ωστόσο, είναι αδύνατον να εκτιμηθεί το αναμενόμενο συνολικό αποτέλεσμα της αλλαγής της φορολόγησης των ενδοκοινοτικών παραδόσεων στο κράτος μέλος αναχώρησης. Πέραν τούτου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σχετικές με τον ανταγωνισμό πτυχές . Ενώ δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να αναμένεται ότι η διαφορά μεταξύ ενός κοινού συντελεστή 15% και των συντελεστών που εφαρμόζουν σήμερα τα κράτη μέλη θα είχε σημαντική επίπτωση, οι ενδεχόμενες επιπτώσεις σε επίπεδο ταμειακών ροών δημιουργούν ορισμένες ανησυχίες. Πράγματι, δεδομένου ότι οι ενδοκοινοτικές παραδόσεις αντιπροσωπεύουν τώρα 2.400 δισ. ευρώ ετησίως, το ύψος του ΦΠΑ που θα πρέπει να καταβάλουν οι επιχειρήσεις θα είναι της τάξης των 360 δισ. ευρώ, το οποίο θα έχει ποικίλες επιπτώσεις στις ταμειακές ροές. Η εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών είναι εξαιρετικά δύσκολη καθώς αυτές εξαρτώνται από τις πραγματικές περιστάσεις, όπως τις σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων παράδοσης και των επιχειρήσεων απόκτησης αγαθών και τις σχέσεις μεταξύ των υποκείμενων στον φόρο και των οικείων φορολογικών υπηρεσιών. Είναι αδύνατον να γίνει γενίκευση με βάση τις επιμέρους περιστάσεις, απαιτείται δε λεπτομερής μοντελοποίηση προκειμένου να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι η φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων θα επιδείνωνε περισσότερο τη θέση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι αυτές βρίσκονται ήδη σε μειονεκτική θέση στην εγχώρια αγορά όσον αφορά θέματα προχρηματοδότησης.

    Άλλα στοιχεία του κόστους για τους φορολογούμενους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που θεωρούνται αναγκαίες τόσο για τη φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων όσο και για το απαραίτητο σύστημα συμψηφισμού. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα αρκούσε η υποβολή μηνιαίων ανακεφαλαιωτικών πινάκων τόσο από τον προμηθευτή όσο και από τον αγοραστή. Στο πλαίσιο αυτό, το συνεπαγόμενο κόστος συνίσταται βασικά στο χαρακτηριστικό εφάπαξ κόστος της αλλαγής, μακροπρόθεσμα δε ελαχιστοποιείται. Η αλλαγή που συνίσταται στη συντόμευση της καλυπτόμενης από τους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες χρονικής περιόδου προβλέπεται ούτως ή άλλως και από το ισχύον σύστημα – η Επιτροπή υποβάλλει τώρα τις σχετικές προτάσεις ανταποκρινόμενη στην έκκληση που διατύπωσε το ECOFIN τον Ιούνιο του 2007 – το δε κόστος που συνεπάγεται η επέκταση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων στους υποκείμενους στον φόρο αγοραστές αγαθών, θα είναι πιθανότατα περιορισμένο.

    Η ακριβής εκτίμηση του κόστους για τις φορολογικές υπηρεσίες δείχνει να παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. Οι απαντήσεις των κρατών μελών στο ερωτηματολόγιο δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικές ως προς το θέμα αυτό.

    Για τα κράτη μέλη, το σημαντικότερο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι πιθανότατα ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού . Αντίθετα με τη θέση που υποστήριξε το 1996, η Επιτροπή προτιμά έναν μικροοικονομικό διμερή συμψηφισμό βάσει ανακεφαλαιωτικών πινάκων. Η λύση αυτή αφήνει περιθώρια στα κράτη μέλη για να καθορίσουν, στο πλαίσιο κοινών κατευθυντήριων γραμμών που πρέπει να καταρτιστούν, τον ακριβή τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να λειτουργήσει το σύστημα. Τα στοιχεία των ανακεφαλαιωτικών πινάκων, τα οποία θα χρησιμεύσουν και για τον συμψηφισμό, θα πρέπει να βασίζονται στα εκδοθέντα και παραληφθέντα τιμολόγια, δεδομένου ότι οι ισχύοντες κανόνες για τις φορολογήσιμες πράξεις που συνδέονται με ενδοκοινοτικές συναλλαγές δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί ότι η δήλωση του προμηθευτή, η καταβολή του φόρου, ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας του αγοραστή και η έκπτωση του φόρου από τον αγοραστή πραγματοποιήθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο. Για λόγους συνέπειας, οι ίδιοι κανόνες θα έπρεπε να εφαρμόζονται και για τις εγχώριες συναλλαγές.

    Το σύστημα συμψηφισμού θα αφορά όλα τα κράτη μέλη, καθώς είτε θα πρέπει να καταβάλλουν κάποιο ποσό σε άλλα κράτη μέλη είτε να εισπράττουν από άλλα κράτη μέλη, ανάλογα με το σχετικό εμπορικό ισοζύγιο. Κατ' αρχήν όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει και να πληρώσουν και να εισπράξουν. Σύμφωνα με τις στατιστικές για το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο, 16 κράτη μέλη θα είναι γενικά «καθαροί αποδέκτες» και 11 κράτη μέλη «καθαροί πληρωτές». Το 2006, στα 16 κράτη μέλη το συνολικό πλεόνασμα των αποκτήσεων, έναντι των παραδόσεων, ήταν της τάξης των 200 δισ. ευρώ. Με την εφαρμογή συντελεστή ΦΠΑ 15% τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να αναμένουν να εισπράξουν φορολογικά έσοδα ύψους 30 δισ. ευρώ από άλλα κράτη μέλη. Αυτό πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα το γεγονός ότι για τα περισσότερα κράτη μέλη η αξία των ενδοκοινοτικών παραδόσεων κυμαίνεται μεταξύ του 10% και 20% της αξίας των συνολικών παραδόσεων , οπότε τα κράτη μέλη έχουν ούτως ή άλλως τη βεβαιότητα ότι μπορούν να εξαρτώνται κατά 80% έως 90% από τον συνολικό ΦΠΑ που οφείλουν να καταβάλουν οι υποκείμενοι στο φόρο στην επικράτειά τους.

    Ανταποκρινόμενη στην επιθυμία του Συμβουλίου, η Επιτροπή δεν υπεισήλθε στο στάδιο αυτό σε πολύπλοκες λεπτομέρειες όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος συμψηφισμού. Ωστόσο, είναι σαφές ότι για την αποφυγή ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, η πρώτη πληρωμή μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα μετά τον μήνα αναφοράς και η τελική εκκαθάριση να πραγματοποιηθεί σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα εξαμήνου και δωδεκαμήνου. Το σημαντικότερο στο στάδιο αυτό είναι να γίνει κατανοητός ο μεταξύ των κρατών μελών καταμερισμός των ευθυνών. Ένα κράτος μέλος θα είναι πάντα υπόχρεο καταβολής του ΦΠΑ που εμφαίνεται στον ανακεφαλαιωτικό πίνακα του προμηθευτή στο κράτος μέλος του αγοραστή έστω και αν ο υποκείμενος στον φόρο που πραγματοποιεί την παράδοση δεν κατέβαλε τον ΦΠΑ στην οικεία εφορία. Το κράτος μέλος του πελάτη οφείλει να ελέγξει κανονικά τους οικείους υποκείμενους στο φόρο ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν έχουν εκπέσει υπέρμετρα τον ΦΠΑ για ενδοκοινοτικές αποκτήσεις. Με την εφαρμογή των αρχών αυτών εξασφαλίζεται η παροχή κινήτρου στα κράτη μέλη για την ορθή είσπραξη και έλεγχο του ΦΠΑ. Εάν ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές, οι οποίες δεν κατέστη δυνατόν να διαλευκανθούν, συνιστάται να γίνει ισότιμος καταμερισμός του ενδεχόμενου ελλείμματος μεταξύ των δύο κρατών μελών, ώστε να έχουν αμφότερα το κίνητρο να διεξάγουν τον δέοντα έλεγχο.

    3.2. Συμπέρασμα σχετικά με τη φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων

    Η ανάλυση την οποία ήταν σε θέση να διενεργήσει η Επιτροπή μέσα στο χρονικό πλαίσιο που καθόρισε το Συμβούλιο κατέδειξε ότι ένα σύστημα φορολόγησης των ενδοκοινοτικών παραδόσεων παρουσιάζει αρκετά θετικά στοιχεία. Επεσήμανε επίσης ορισμένα προβληματικά σημεία, κανένα όμως από αυτά δεν θα δικαιολογούσε την απόρριψη του συστήματος.

    Υπάρχει ωστόσο ένα σοβαρό ζήτημα, το οποίο κατά την άποψη της Επιτροπής θα έπρεπε να αποσαφηνιστεί πριν επιχειρηθεί περαιτέρω ανάλυση του συστήματος. Σε πολιτικό επίπεδο, το δυσκολότερο ζήτημα αναμένεται να είναι η εξάρτηση των φορολογικών εσόδων των επιμέρους κρατών μελών από τις μεταβιβάσεις που θα πραγματοποιούν άλλα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι το σύστημα αυτό υπολογίζεται να έχει επίπτωση στο 10% περίπου των συνολικών εσόδων ΦΠΑ, το οποίο ανέρχεται συνολικά για την ΕΕ σε 30 δισ. ευρώ, το ερώτημα που τίθεται ευλόγως είναι κατά πόσο τα κράτη μέλη είναι έτοιμα να δεχτούν την εξάρτηση αυτή.

    Εάν η απάντηση είναι καταφατική, η Επιτροπή είναι έτοιμη να παρουσιάσει λεπτομερέστερα στοιχεία όσον αφορά την πρακτική λειτουργία του συστήματος συμψηφισμού και να ολοκληρώσει επίσης τις απαιτούμενες αναλύσεις για τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου συστήματος φορολόγησης. Είναι σαφές ότι γι' αυτό θα χρειαστεί να διαβιβαστούν περισσότερα στοιχεία από τις φορολογικές υπηρεσίες.

    Εάν η απάντηση είναι αρνητική , πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο καθιέρωσης συστήματος που περιλαμβάνει μηχανισμό συμψηφισμού. Στην περίπτωση αυτή, η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η φορολόγηση των ενδοκοινοτικών παραδόσεων στον προορισμό τους, οπότε η Επιτροπή αναμένει οδηγίες από το Συμβούλιο προκειμένου να αναλύσει περαιτέρω ή όχι τη λύση αυτή. Η Επιτροπή, ωστόσο, επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι η συγκεκριμένη λύση προϋποθέτει τη δημιουργία ενός πραγματικού μηχανισμού «της μιας και μόνης θυρίδας» – το οποίο αντιμετωπίζεται ούτως ή άλλως θετικά από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – και θα επιτρέπει τη φορολόγηση με τον κατάλληλο συντελεστή στο κράτος μέλος απόκτησης, χωρίς να απαιτείται η εφαρμογή του κοινού συντελεστή 15% για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις. Επιπλέον, το σύστημα αυτό συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος, τόσο για τους υποκείμενους στο φόρο, όσο και για τις φορολογικές υπηρεσίες.

    Αυτά είναι, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα στοιχεία για τα οποία απαιτούνται περαιτέρω κατευθύνσεις από το Συμβούλιο, προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο η λύση της φορολόγησης των ενδοκοινοτικών παραδόσεων πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.

    4. Αντιστροφή της επιβάρυνσης

    4.1. Αποτελέσματα της ανάλυσης της Επιτροπής

    Η Επιτροπή πιστεύει ότι η καθιέρωση γενικευμένου συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης θα περιόριζε σημαντικά την απάτη «του αφανούς εμπόρου» (MTIC), καθώς και άλλες μορφές απάτης σχετικές με την έκπτωση του ΦΠΑ. Ωστόσο, προβληματίζεται μήπως η αντιστροφή της επιβάρυνσης έχει τελικά αρνητικές επιπτώσεις στα έσοδα των κρατών μελών εξαιτίας άλλων νέων μορφών απάτης.

    Για την καταπολέμηση των νέων αυτών μορφών απάτης , και ιδίως της κατανάλωσης χωρίς την καταβολή φόρου και της δόλιας χρήσης των αριθμών φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, το σύστημα θα έπρεπε να συνοδεύεται από σειρά μέτρων τα οποία θα το περιέπλεκαν και θα δημιουργούσαν νέες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές υπηρεσίες.

    Πρώτον, θα ήταν κατά τα φαινόμενα αναγκαίο να εφαρμοστεί ένα κατώτατο όριο για να περιοριστεί ο κίνδυνος τελικής κατανάλωσης χωρίς την καταβολή φόρου. Ένα τέτοιο όριο θα δημιουργούσε σοβαρές επιπλοκές καθώς θα έπρεπε να γίνουν διακρίσεις που δεν υφίστανται σήμερα και που δεν ανταποκρίνονται στην εμπορική πραγματικότητα. Θα χρειαζόταν επίσης μια σειρά ορισμών προκειμένου να καταστεί δυνατή η πρακτική εφαρμογή του και να καλυφθούν όλες οι πιθανές καταστάσεις.

    Δεύτερον, δεδομένου ότι το σύστημα θα βασίζεται στη διάκριση μεταξύ των υποκείμενων στο φόρο που δικαιούνται να πραγματοποιούν αγορές βάσει του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης και όλων των άλλων, θα επωμιστούν νέες ευθύνες οι υποκείμενοι στο φόρο, οι οποίοι θα κληθούν να προσδιορίσουν την ιδιότητά τους αυτή. Οι φορολογικές υπηρεσίες θα πρέπει να αναπτύξουν και να προσφέρουν στις επιχειρήσεις τα απαιτούμενα μέσα για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις αυτές και να τους παράσχουν την ασφάλεια δικαίου που χρειάζονται προκειμένου να αποφασίσουν αν θα εφαρμόσουν το κανονικό σύστημα ΦΠΑ ή το σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης. Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, κατά βάση, όλοι οι υποκείμενοι στο φόρο θα πρέπει να εφαρμόζουν εν παραλλήλω και τα δύο συστήματα, πράγμα το οποίο θα δημιουργήσει πολλές περιπλοκές. Επιπλέον, με το σύστημα αυτό προβλέπεται να αυξηθεί ο αριθμός των αιτήσεων επιστροφής του ΦΠΑ που θα υποβάλλονται από φορολογούμενους οι οποίοι δεν θα είναι πλέον σε θέση να αντισταθμίσουν τον φόρο που έχουν προκαταβάλει για μικρότερες αποκτήσεις, δεδομένου ότι οι παραδόσεις τους δεν θα υπόκεινται σε φόρο βάσει του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης. Τα κράτη μέλη, τα οποία ήδη αφιερώνουν ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος των πόρων τους για τον έλεγχο των αιτήσεων επιστροφής, θα αναγκαστούν κατά τα φαινόμενα να αυξήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους για να εξασφαλίσουν ότι οι υποκείμενοι στο φόρο, από τις δηλώσεις των οποίων προκύπτει φορολογική υποχρέωση, θα εξακολουθούν να ελέγχονται όπως σήμερα. Αυτό ενδέχεται να έχει άμεσες επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα του ΦΠΑ ως πηγής εσόδων για τα κράτη μέλη.

    Τρίτον, για να εξουδετερωθούν οι συνέπειες της κατάργησης των τμηματικών πληρωμών, θα είναι αναγκαίο να επιβληθούν αντισταθμιστικές υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων οι οποίες θα επιτρέπουν τη διασταύρωση των στοιχείων που παρέχουν οι προμηθευτές και οι αγοραστές. Οι υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να διευκρινιστούν περαιτέρω, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέπεια των δηλώσεων και να αποφευχθούν οι αναντιστοιχίες στα δεδομένα.

    Αν και το ακριβές επιπλέον κόστος που συνεπάγεται το εν λόγω σύστημα για τις επιχειρήσεις δεν είναι γνωστό, οι υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων και μόνο θα έχουν ένα εφάπαξ κόστος στο εισαγωγικό τους στάδιο και στη συνέχεια το πάγιο κόστος. Η ορθή εφαρμογή ενός κατωτάτου ορίου φαίνεται να αποτελεί για τις επιχειρήσεις το κατεξοχήν δαπανηρό στοιχείο του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης. Από μια πρόσφατη μελέτη που εκπόνησε το Αυστριακό Ινστιτούτο Έρευνας με αντικείμενο τις ΜΜΕ για λογαριασμό του εμπορικού επιμελητηρίου της Βιέννης, προκύπτει ότι το εφάπαξ κόστος για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα κυμανθεί μεταξύ 12.750 και 20.000 ευρώ, ενώ το τρέχον ετήσιο κόστος θα ανέρχεται σε 6.000 έως 9.300 ευρώ. Μια προγενέστερη γερμανική μελέτη υπολόγισε το συνολικό κόστος για τους γερμανούς υποκείμενους στον φόρο σε 1,6 έως 2 δισ. ευρώ για το πρώτο έτος της εφαρμογής του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης και για τη συνέχεια σε 100 έως 200 εκατ. ευρώ ετησίως (για τις τρέχουσες δαπάνες).

    Το κόστος για τις φορολογικές υπηρεσίες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα ελέγχου που θα εφαρμόσουν. Ενώ από τη μια πλευρά αναμένεται κέρδος — καθώς προβλέπεται να περιοριστεί κατά πολύ η σχετική με την έκπτωση του ΦΠΑ φοροδιαφυγή — από την άλλη θα προκύψουν νέα πεδία στα οποία θα απαιτηθούν αναπόφευκτα ειδικοί έλεγχοι. Στην πραγματικότητα, με την αντιστροφή της επιβάρυνσης, το μεγαλύτερο μέρος του ΦΠΑ θα καταβάλλεται από τους τελικούς προμηθευτές της αλυσίδας παραγωγής, οι οποίοι σε πολλές χώρες είναι μικρότεροι και λιγότερο αξιόπιστοι από τις ολιγάριθμες μεγάλες επιχειρήσεις που καταβάλλουν σήμερα ένα μεγάλο μέρος του ΦΠΑ στα περισσότερα κράτη μέλη. Είναι σαφές ότι, λόγω των χαρακτηριστικών του, ο τομέας της λιανικής πώλησης απαιτεί περισσότερους πόρους για τον έλεγχό του, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι οι παραδόσεις σε όλους τους λιανοπωλητές θα είναι αφορολόγητες. Οι νέες υποχρεώσεις υποβολής αναλυτικών δηλώσεων που θα επιβληθούν σε όλες τις επιχειρήσεις του οικονομικού κλάδου θα απαιτήσουν νέες μορφές διαχείρισης του κινδύνου , καθώς ο όγκος των προς διαχείριση νέων στοιχείων θα είναι τεράστιος. Ο προσδιορισμός των υποκείμενων στον φόρο θα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ' ότι με το ισχύον σύστημα και θα απαιτήσει πρόσθετες προσπάθειες και πόρους. Τέλος, ο γενικός έλεγχος όλων των επιχειρήσεων — και όχι μόνο εκείνων που καταβάλλουν ΦΠΑ — θα πρέπει να συνεχιστεί, ώστε να αποτραπεί η εκτροπή των αγαθών και υπηρεσιών προς την παραοικονομία . Στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο, τα κράτη μέλη δεν ήταν ως επί το πλείστον σε θέση να παράσχουν ενδείξεις σχετικά με το μέρος του κόστους που θα μπορούσαν να αναλάβουν οι διοικητικές αρχές.

    Στις απαντήσεις αυτές, τα κράτη μέλη περιέλαβαν λίγα συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της εφαρμογής συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης σε άλλα κράτη μέλη. Ανέφεραν, ωστόσο, ότι θεωρούσαν αναγκαία την υιοθέτηση ενός αυστηρότατου συστήματος ελέγχου, ώστε να προστατευθούν τα άλλα κράτη μέλη από τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε η αντιστροφή της επιβάρυνσης. Έκριναν επίσης ότι χρειάζεται βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των διοικητικών υπηρεσιών προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τη νέα αυτή κατάσταση.

    Δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι εξαιτίας της λήψης ειδικών μέτρων κατά της απάτης αυτή θα μετατοπιστεί σε άλλα κράτη μέλη. Καθώς όμως στο παρελθόν τα μέτρα αυτά θεσπίζονταν παραδοσιακά κατά τομέα, εκφράστηκαν φόβοι μήπως ένα γενικότερο μέτρο, όπως η αντιστροφή της επιβάρυνσης, έχει διαφορετικές συνέπειες.

    4.2. Συνέπεια με το ισχύον σύστημα ΦΠΑ

    Η Επιτροπή πιστεύει ότι μια τόσο ριζική αλλαγή του συστήματος ΦΠΑ, όπως αυτή που θα προκληθεί λόγω της καθιέρωσης, σε προαιρετική βάση, ενός γενικευμένου συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης, αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη συνέπεια και την εναρμόνιση του συστήματος ΦΠΑ της ΕΕ, καθώς και τις δυνατότητες περαιτέρω εξέλιξής του.

    Επί του παρόντος, η νομοθεσία της ΕΕ σχεδιάζεται και εξελίσσεται με τρόπο ώστε να διαμορφώνεται ένα κοινό πλαίσιο. Σε περίπτωση που θα συνυπάρχουν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δύο συστήματα ΦΠΑ που διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα δύο κατά την κατάρτιση και συζήτηση των νέων νομοθετικών πράξεων. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να προστεθούν νέα στοιχεία σ' αυτό το διττό σύστημα για την προσαρμογή του στην εξελισσόμενη εσωτερική αγορά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές δέσμες υποχρεώσεων. Ένα ανισοβαρές σύστημα αυτού του είδους θα διακύβευε σοβαρά τη μελλοντική εναρμόνιση του ΦΠΑ, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη θα έχουν διαφορετικά κίνητρα για να επιφέρουν βελτιώσεις, ανάλογα με το σύστημα που εφαρμόζουν.

    Είναι σημαντικό επομένως να γίνει αντιληπτό ότι η εφαρμογή του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης σε προαιρετική βάση θα σήμαινε απομάκρυνση από το σημερινό επίπεδο εναρμόνισης που είναι επωφελές για τις δραστηριοποιούμενες στην ενιαία αγορά επιχειρήσεις. Οι πρόσθετες περιπλοκές που θα επέφερε στις επιχειρήσεις ένα προαιρετικό σύστημα θα παρεμπόδιζαν την επίτευξη των κοινοτικών στόχων για την ανάπτυξη και την απασχόληση, οι οποίοι συναρτώνται με την ελάφρυνση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις. Ειδικότερα, ένα τέτοιο σύστημα θα ερχόταν σε αντίθεση με τη στρατηγική που ακολουθείται μέχρι σήμερα όσον αφορά τον ΦΠΑ, στόχος της οποίας είναι η περαιτέρω απλούστευση της εφαρμογής του ΦΠΑ στην ενιαία αγορά χάρη στη μείωση των επιβαρύνσεων και υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και στην παροχή ασφάλειας δικαίου.

    4.3. Συμπέρασμα σχετικά με την αντιστροφή της επιβάρυνσης

    Είναι σαφές ότι ένα γενικευμένο σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης θα συνιστούσε νέα προσέγγιση που θα μπορούσε να έχει και θετικές και αρνητικές συνέπειες. Ανεξάρτητα από την τελική απόφαση όσον αφορά το σύστημα, η ιδέα ενός προαιρετικού συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης είναι ιδιαίτερα προβληματική, καθώς πρόκειται για σύστημα ριζικά διαφορετικό από αυτό που εφαρμόζεται σήμερα. Θα απαιτούσε τη διαμόρφωση ενός δεύτερου συστήματος σε επίπεδο ΕΕ, γεγονός το οποίο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επίσης, θα υπονόμευε την εναρμόνιση και τις δυνατότητες περαιτέρω βελτίωσης του συστήματος του ΦΠΑ.

    Πέραν τούτου, εκτιμήθηκε ότι ο προαιρετικός χαρακτήρας ενός γενικευμένου συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης συνιστά παράγοντα κόστους για τις επιχειρήσεις και ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικότερων παραγόντων κινδύνου εμφάνισης νέων μορφών απάτης στην ΕΕ.

    Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή πιστεύει ότι ένα γενικό σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης θα πρέπει είτε να καθιερωθεί σε υποχρεωτική βάση είτε να απορριφθεί ως ιδέα.

    5. Δυνατότητα εφαρμογής πιλοτικού προγράμματος περιορισμένης διάρκειας σε ένα ενδιαφερόμενο κράτος μέλος

    5.1. Αποτελέσματα της ανάλυσης της Επιτροπής

    Κατόπιν της ανωτέρω ανάλυσης, η Επιτροπή εξακολουθεί να μην είναι πεπεισμένη για την καταλληλότητα του μοντέλου της γενικής αντιστροφής της επιβάρυνσης ως μέσου βελτίωσης της θωράκισης του συστήματος του ΦΠΑ έναντι της απάτης. Δεν αμφισβητεί τη συμβολή του στην αποτροπή της απάτης «του αφανούς εμπόρου» (MTIC), πλην όμως προβληματίζεται για τις άλλες επιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής. Ωστόσο, οφείλει να τονίσει ότι η διενεργηθείσα ανάλυση της αντιστροφής της επιβάρυνσης στηρίζεται ως επί το πλείστον σε υποθέσεις καθώς δεν υπάρχει πραγματική εμπειρία από την οποία να μπορούν να αντληθούν διδάγματα. Οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα δεν επιτρέπουν τη λήψη τελικής απόφασης λόγω της έλλειψης εμπειρικών στοιχείων αφού καμία χώρα στον κόσμο δεν εφαρμόζει επί του παρόντος σύστημα αυτού του είδους. Δεδομένου ότι κάθε περαιτέρω ανάλυση θα αντιμετώπιζε ούτως ή άλλως το ίδιο πρόβλημα, λόγω του υποθετικού της χαρακτήρα, η Επιτροπή πιστεύει ότι μόνο ένα πιλοτικό πρόγραμμα που θα διεξαγόταν σε ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να δώσει ουσιαστικότερες απαντήσεις στα ερωτήματα του Συμβουλίου.

    Αξίζει πάντως να υπογραμμιστεί ότι σκοπός του προγράμματος αυτού θα ήταν η δοκιμαστική εφαρμογή ενός υποχρεωτικού γενικού συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης , δεδομένου ότι - τόσο για λόγους εσωτερικής αγοράς όσο και επειδή αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την εκ των πραγμάτων κατάργηση του κοινού συστήματος ΦΠΑ – η αλλαγή αυτή του συστήματος του ΦΠΑ δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί μόνο σε λίγα κράτη μέλη.

    Το πολιτικό πρόγραμμα θα πρέπει να οργανωθεί με τρόπο ώστε να παρέχει τις βέλτιστες δυνατότητες εμπλουτισμού των γνώσεων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης, χωρίς όμως να εκθέτει ταυτόχρονα σε σοβαρούς κινδύνους ούτε το κράτος μέλος εθελοντή ούτε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

    Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται σημαντικό το κράτος μέλος εθελοντής να έχει αρκετά εκτεταμένη οικονομία ώστε να είναι αντιπροσωπευτική, όχι όμως τόσο ισχυρή ώστε να επηρεαστούν οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

    Ένα πιλοτικό πρόγραμμα διαρκεί εξ ορισμού ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτό πρέπει να είναι επαρκές για να ληφθούν τα αναγκαία αποτελέσματα αλλά και κατάλληλο ώστε το κόστος της αλλαγής σε σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης και ενδεχομένως το κόστος της επανόδου στο κλασσικό σύστημα ΦΠΑ να μην είναι δυσανάλογα υψηλό για τους υποκείμενους στον φόρο. Κατόπιν τούτου, το πιλοτικό πρόγραμμα θα πρέπει να καταδείξει:

    - τον βαθμό στον οποίο το σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης επιτυγχάνει πράγματι να περιορίσει και να μειώσει την υφιστάμενη απάτη — η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να γίνει τόσο ως προς τη συνολική μείωση του οφειλόμενου στην απάτη ελλείμματος του ΦΠΑ όσο και σε σχέση με τις μορφές απάτης που περιορίζονται.

    - τον βαθμό στον οποίο νέες μορφές απάτης συνιστούν πραγματικό κίνδυνο και τα πλέον ελπιδοφόρα μέτρα για την εξουδετέρωση του κινδύνου αυτού — θα απαιτηθεί συνεχής αξιολόγηση της εξέλιξης των διαφόρων μορφών απάτης και των μέτρων που εφαρμόζονται για τον περιορισμό της, εξυπακούεται δε ότι δεν πρέπει να πρόκειται για μέτρα που θεωρούνται ελπιδοφόρα για την καταπολέμηση της απάτης στο πλαίσιο του ήδη ισχύοντος συστήματος.

    - το κόστος της εφαρμογής και λειτουργίας του συστήματος για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές υπηρεσίες και το κατά πόσον αυτό είναι ανάλογο προς το όφελος που θα αποκομίσει το δημόσιο ταμείο.

    Είναι σαφές ότι το πρόγραμμα θα πρέπει να συνοδεύεται από μηχανισμό παρακολούθησης που θα προσδώσει διαφάνεια σε ολόκληρο το εγχείρημα και θα εξασφαλίσει ανάδραση όσον αφορά τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις του συστήματος σε άλλα κράτη μέλη. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ισόρροπη εκπροσώπηση των ενδιαφερομένων μερών, προτείνεται η σύσταση διευθύνουσας ομάδας που θα απαρτίζεται από την εθελόντρια χώρα, την Επιτροπή και τουλάχιστον τα γειτονικά κράτη μέλη.

    Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, το πιλοτικό πρόγραμμα είναι σκόπιμο να διαρκέσει τουλάχιστον πέντε έτη δεδομένου ότι δεν θα διατίθεται στατιστικό υλικό για την ποσοτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων του πριν από μια τριετία. Ίσως μάλιστα να πρέπει να διαρκέσει περισσότερο, καθώς οι φοροφυγάδες μπορεί να διστάσουν να επινοήσουν νέες μορφές απάτης γνωρίζοντας ότι το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί μόνο για ένα πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα.

    Η Επιτροπή είναι διατεθειμένη να επεξεργαστεί, μαζί με όλες τις αντιπροσωπείες που θα συμμετάσχουν στην ομάδα εργασίας αριθ. 1, το λεπτομερές πλαίσιο που απαιτείται για την εφαρμογή ενός γενικευμένου συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης για μια δοκιμαστική περίοδο. Με βάση τις εργασίες αυτές, η Επιτροπή θα μπορούσε στη συνέχεια να υποβάλει τη σχετική νομοθετική πρόταση.

    5.2. Συμπέρασμα σχετικά με το πιλοτικό πρόγραμμα

    Η αντιστροφή της επιβάρυνσης είναι μια ιδέα που δεν μπορεί ούτε πρέπει να αποκλειστεί στο παρόν στάδιο διότι παρουσιάζει πολλά αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ένα σύστημα τόσο διαφορετικό από αυτό που ισχύει σήμερα, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να καθιερωθεί σε προαιρετική βάση χωρίς να διακυβευθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Δεδομένου ότι ελλείψει σχετικών εμπειρικών στοιχείων, είναι πρόωρο να ληφθεί απόφαση για την καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος, καλείται το Συμβούλιο:

    - να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα για να διαπιστωθεί κατά πόσο η αντιστροφή της επιβάρυνσης θα αποτελούσε κατάλληλο μέσο αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής σε σχέση με τον ΦΠΑ, και

    - εφόσον προβλεφθεί ένα τέτοιο πιλοτικό πρόγραμμα, να επιβεβαιώσει την ανάληψη, από την Επιτροπή, των προπαρασκευαστικών εργασιών που θα δώσουν τη δυνατότητα σε μια εθελόντρια χώρα να το δρομολογήσει υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η παρούσα ανακοίνωση.

    Üles