EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008AG0011

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 11/2008, της 28ης Φεβρουαρίου 2008 , που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

ΕΕ C 122E της 20.5.2008, p. 1–9 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

20.5.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 122/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 11/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 28 Φεβρουαρίου 2008

για την έκδοση της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

(2008/C 122 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, ιδίως, το άρθρο 61 στοιχείο γ), και το άρθρο 67 παράγραφος 5 δεύτερη περίπτωση,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η Κοινότητα όρισε ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εντός του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Για τον σκοπό αυτό, η Κοινότητα πρέπει να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)

Η αρχή της πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι θεμελιώδης και, με στόχο τη διευκόλυνση καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε, της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, κάλεσε τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν εναλλακτικές εξωδικαστικές διαδικασίες.

(3)

Τον Μάιο του 2000, το Συμβούλιο υιοθέτησε συμπεράσματα για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στο αστικό και εμπορικό δίκαιο και δήλωσε ότι ο καθορισμός βασικών αρχών στον συγκεκριμένο τομέα αποτελεί ουσιαστικό στάδιο για να καταστεί δυνατή η δέουσα επεξεργασία και λειτουργία εξωδικαστικών διαδικασιών για την επίλυση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ώστε να απλουστευθεί και να βελτιωθεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

(4)

Τον Απρίλιο του 2002, η Επιτροπή παρουσίασε Πράσινη Βίβλο σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στο αστικό και εμπορικό δίκαιο, προβαίνοντας σε απολογισμό της τρέχουσας κατάστασης όσον αφορά τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άρχισε ευρεία διαβούλευση με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους σχετικά με ενδεχόμενα μέτρα προοριζόμενα να ενθαρρύνουν τη χρήση της διαμεσολάβησης.

(5)

Ο στόχος της διασφάλισης καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ο οποίος αποτελεί μέρος της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, θα πρέπει να περιλαμβάνει την πρόσβαση στις δικαστικές καθώς και τις εξωδικαστικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, κυρίως όσον αφορά την ύπαρξη διαθέσιμων υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

(6)

Η διαμεσολάβηση μπορεί να προσφέρει οικονομικά αποδοτική και ταχεία εξωδικαστική επίλυση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέσω διαδικασιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των διαδίκων. Οι συμφωνίες που επιτυγχάνονται μέσω διαμεσολάβησης προσφέρονται περισσότερο για εκούσια εκτέλεση και επιτρέπουν να διατηρηθεί φιλική και βιώσιμη σχέση μεταξύ των μερών. Τα προτερήματα αυτά είναι εντονότερα στις καταστάσεις που περιλαμβάνουν διασυνοριακά στοιχεία.

(7)

Προκειμένου να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η χρήση της διαμεσολάβησης και να εξασφαλιστεί ότι οι διάδικοι που προσφεύγουν στη διαμεσολάβηση μπορούν να βασίζονται σε ένα προβλέψιμο νομικό πλαίσιο, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί νομοθεσία-πλαίσιο, η οποία να καλύπτει ειδικότερα βασικές πτυχές της πολιτικής δικονομίας.

(8)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στη διαμεσολάβηση σε διασυνοριακές διαφορές, αλλά τα κράτη μέλη μπορούν κάλλιστα να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές και σε εσωτερικές διαδικασίες διαμεσολάβησης.

(9)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει με κανένα τρόπο τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας στη διαδικασία διαμεσολάβησης.

(10)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερα μέρη μιας διασυνοριακής διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε φιλική συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις ως προς τα οποία τα μέρη δεν έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν βάσει του οικείου εφαρμοστέου δικαίου. Τέτοια δικαιώματα και υποχρεώσεις αποτελούν ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στο οικογενειακό και το εργατικό δίκαιο.

(11)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις διαπραγματεύσεις προ της συνάψεως συμβάσεων ή τις οιονεί δικαστικές διαδικασίες, όπως ορισμένα δικαστικά συστήματα συμβιβασμού, καταγγελίες καταναλωτών, διαιτησία, αποφάσεις εμπειρογνωμόνων και διαδικασίες στις οποίες πρόσωπα ή φορείς εκδίδουν τυπική σύσταση, δεσμευτική ή μη, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς.

(12)

Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο παραπέμπει τα μέρη σε διαμεσολάβηση ή η εθνική νομοθεσία προβλέπει διαμεσολάβηση. Επιπλέον, εφόσον ένας δικαστής μπορεί να ενεργεί ως διαμεσολαβητής κατά το εθνικό δίκαιο, η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να διέπει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή που δεν έχει επιληφθεί οιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας σχετικής με τη διαφορά ή τις διαφορές. Δεν θα πρέπει, εντούτοις, να επεκτείνεται σε προσπάθειες που καταβάλλει το δικαστήριο ή ο δικαστής που έχει επιληφθεί της διευθέτησης διαφοράς, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας σχετικής με την εν λόγω διαφορά ή σε υποθέσεις στις οποίες το επιληφθέν δικαστήριο ή ο επιληφθείς δικαστής ζητεί τη συνδρομή ή τη γνωμοδότηση αρμοδίου προσώπου.

(13)

Η διαμεσολάβηση που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αποτελεί εκούσια διαδικασία υπό την έννοια ότι τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή. Ωστόσο, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στα δικαστήρια να ορίζουν προθεσμίες για τη διαδικασία διαμεσολάβησης. Επίσης, τα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να εφιστούν την προσοχή των διαδίκων στη δυνατότητα διαμεσολάβησης, εφόσον είναι σκόπιμο.

(14)

Η οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τυχόν εθνική νομοθεσία η οποία καθιστά την προσφυγή στη διαμεσολάβηση υποχρεωτική ή τη συνδέει με κίνητρα ή κυρώσεις, εφόσον η εν λόγω νομοθεσία δεν εμποδίζει τα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστικό σύστημα. Η οδηγία δεν θα πρέπει επίσης να θίγει τα υφιστάμενα αυτορυθμιζόμενα συστήματα διαμεσολάβησης, εφόσον αφορούν πτυχές οι οποίες δεν καλύπτονται από την οδηγία.

(15)

Για λόγους νομικής ασφάλειας η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ορίζει ποια ημερομηνία θα πρέπει να καθορίζεται για να διαπιστώνεται αν μια διαφορά την οποία τα μέρη επιδιώκουν να επιλύσουν με τη διαμεσολάβηση είναι διασυνοριακή. Ελλείψει γραπτής συμφωνίας πρέπει να θεωρηθεί ότι τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση τη στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνουν ειδική δράση για να αρχίσει η διαδικασία της διαμεσολάβησης.

(16)

Για να εξασφαλιστεί η απαραίτητη αμοιβαία εμπιστοσύνη σχετικά με την τήρηση του απορρήτου, με τις επιπτώσεις στις προθεσμίες παραγραφής και με τις αποσβεστικές προθεσμίες, καθώς και όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν, με κάθε μέσο που κρίνουν σκόπιμο, την κατάρτιση διαμεσολαβητών και την καθιέρωση αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας στην παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

(17)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν τους μηχανισμούς αυτούς, οι οποίοι ενδέχεται να περιλαμβάνουν την προσφυγή σε λύσεις με βάση την αγορά, αλλά δεν θα πρέπει να αναμένεται να παράσχουν οιαδήποτε χρηματοδότηση εν προκειμένω. Οι μηχανισμοί θα πρέπει να φροντίζουν να διατηρούν την ευελιξία της διαδικασίας διαμεσολάβησης και την αυτονομία των μερών και να εξασφαλίζουν ότι η διαμεσολάβηση διεξάγεται με κατάλληλο αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο. Οι διαμεσολαβητές ενημερώνονται για την ύπαρξη του ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές, ο οποίος θα πρέπει επίσης να διατίθεται και στο ευρύ κοινό μέσω του Διαδικτύου.

(18)

Στον τομέα της προστασίας του καταναλωτή, η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση (3) η οποία καθορίζει τα ελάχιστα κριτήρια ποιότητας τα οποία θα πρέπει να προσφέρουν στους χρήστες τους τα εξωδικαστικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με τη συναινετική επίλυση καταναλωτικών διαφορών. Κάθε διαμεσολαβητής ή οργανισμός που καλύπτεται από την εν λόγω σύσταση ενθαρρύνεται να τηρεί τις αρχές της. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διάδοση πληροφοριών σχετικά με αυτά τα όργανα, η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσει βάση δεδομένων των εξωδικαστικών συστημάτων τα οποία συμμορφώνονται, κατά τα κράτη μέλη, με τις αρχές της εν λόγω σύστασης.

(19)

Η διαμεσολάβηση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία υπό την έννοια ότι η τήρηση των συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση εξαρτάται από την καλή θέληση των μερών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να εξασφαλίζουν ότι τα μέρη έγγραφης συμφωνίας που προκύπτει από διαμεσολάβηση μπορούν να ζητούν την εκτέλεση του περιεχομένου της συμφωνίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να αρνούνται την αναγνώριση της συμφωνίας ως εκτελεστής μόνον εφόσον το περιεχόμενό της αντιβαίνει στο εθνικό τους δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ιδιωτικού τους δικαίου, ή εφόσον δεν προβλέπεται στο εν λόγω δίκαιο η εκτελεστότητα του περιεχομένου της συγκεκριμένης συμφωνίας. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, αν η υποχρέωση που προβλέπεται στη συμφωνία δεν μπορεί να καταστεί εκτελεστή λόγω της φύσεώς της.

(20)

Το περιεχόμενο συμφωνίας που προκύπτει από διαμεσολάβηση η οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε ένα κράτος μέλος θα πρέπει να αναγνωρίζεται και να θεωρείται εκτελεστό στα λοιπά κράτη μέλη σύμφωνα με την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία ή το εθνικό δίκαιο. Τούτο μπορεί, λόγου χάρη, να στηριχθεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (4) ή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε συζυγικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (5).

(21)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 ορίζει συγκεκριμένα ότι οι συμφωνίες μεταξύ των μερών, προκειμένου να είναι εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος στο οποίο συνήφθησαν. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία, εάν το περιεχόμενο συμφωνίας που προκύπτει από διαμεσολάβηση σε υπόθεση οικογενειακού δικαίου δεν είναι εκτελεστό στο κράτος μέλος στο οποίο συνήφθη η συμφωνία και στο οποίο ζητείται να κηρυχθεί εκτελεστή η συμφωνία, δεν θα πρέπει να ενθαρρύνει τα μέρη να παρακάμψουν το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους επιδιώκοντας να κηρυχθεί η συμφωνία τους εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος.

(22)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους κανόνες των κρατών μελών σχετικά με την εκτέλεση συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση.

(23)

Η εμπιστευτικότητα της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι σημαντική και η παρούσα οδηγία θα πρέπει, ως εκ τούτου, να προβλέπει ελάχιστο βαθμό συμβατότητας των κανόνων πολιτικής δικονομίας όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προστατεύεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης σε κάθε μεταγενέστερη αστική και εμπορική δίκη ή διαιτησία.

(24)

Προκειμένου να ενθαρρυνθούν τα μέρη να χρησιμοποιούν τη διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι κανόνες τους περί παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών δεν εμποδίζουν τα μέρη να προσφεύγουν σε δικαστήριο ή διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειάς τους για διαμεσολάβηση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού, ακόμη και αν η παρούσα οδηγία δεν εναρμονίζει τους εθνικούς κανόνες περί παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής και τις αποσβεστικές προθεσμίες που προβλέπουν διεθνείς συμφωνίες, λόγου χάρη στον τομέα των μεταφορών, όπως αυτές εφαρμόζονται στα κράτη μέλη.

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν την παροχή πληροφοριών στο ευρύ κοινό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο δύνανται να έλθουν σε επαφή με τους διαμεσολαβητές ή τους οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης. Θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν τους ασκούντες νομικό επάγγελμα να ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με τη δυνατότητα διαμεσολάβησης.

(26)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (6), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν και να δημοσιοποιούν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν στο μέτρο του δυνατού την αντιστοιχία της οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

(27)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και λαμβάνει υπόψη τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(28)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της μέτρο.

(29)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να μετάσχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(30)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Στόχος και πεδίο εφαρμογής

1.   Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και να προαγάγει τον φιλικό διακανονισμό τους, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις εκτός ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα οποία τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν βάσει του εφαρμοστέου δικαίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις, ή την ευθύνη του κράτους λόγω πράξεων ή παραλείψεων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας («acta jure imperii»).

3.   Στην παρούσα οδηγία, με τον όρο«κράτος μέλος» νοούνται τα κράτη μέλη με εξαίρεση τη Δανία.

Άρθρο 2

Διασυνοριακές διαφορές

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ως διασυνοριακή διαφορά νοείται εκείνη κατά την οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο οποιουδήποτε άλλου μέρους κατά την ημερομηνία κατά την οποία:

α)

τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης αφότου ανέκυψε η διαφορά·

β)

διετάχθη η διαμεσολάβηση από το δικαστήριο·

γ)

υφίσταται υποχρέωση διαμεσολάβησης δυνάμει του εθνικού δικαίου· ή

δ)

κληθούν τα μέρη για τους σκοπούς του άρθρου 5.

2.   Ανεξαρτήτως της παραγράφου 1, για τους σκοπούς των άρθρων 7 και 8, ως διασυνοριακή διαφορά νοείται επίσης εκείνη για την οποία αρχίζουν δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία έπειτα από διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών κατά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) ή γ) ημερομηνία.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η κατοικία προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «διαμεσολάβηση» νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.

Η έννοια αυτή περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την εν λόγω διαφορά. Δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή που έχει επιληφθεί της υπόθεσης για την επίλυση διαφοράς κατά τη διάρκεια της σχετικής με την εν λόγω διαφορά δίκης.

β)

Ως «διαμεσολαβητής» νοείται οιοσδήποτε τρίτος από τον οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως της ονομασίας του ή του επαγγέλματός του στο αντίστοιχο κράτος μέλος και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή ανέλαβε να τελέσει την εν λόγω διαμεσολάβηση.

Άρθρο 4

Διασφάλιση της ποιότητας της διαμεσολάβησης

1.   Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, με όποια μέσα κρίνουν σκόπιμα, την εκπόνηση προαιρετικών κωδίκων δεοντολογίας και την τήρησή τους εκ μέρους των διαμεσολαβητών και των οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, καθώς και άλλων αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας σχετικά με την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

2.   Τα κράτη μέλη προωθούν τη βασική και περαιτέρω εκπαίδευση διαμεσολαβητών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η διαμεσολάβηση διεξάγεται με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο έναντι των μερών.

Άρθρο 5

Προσφυγή στη διαμεσολάβηση

1.   Δικαστήριο επιλαμβανόμενο υπόθεσης δύναται, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση για να επιλύσουν τη διαφορά. Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να καλέσει τα μέρη να μετάσχουν σε ενημερωτική συνάντηση σχετικά με την προσφυγή στη διαμεσολάβηση, εφόσον πραγματοποιούνται τέτοιες συναντήσεις και είναι εύκολη η πρόσβασή τους.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικής νομοθεσίας η οποία καθιστά την προσφυγή στη διαμεσολάβηση υποχρεωτική ή τη συνδέει με κίνητρα ή κυρώσεις, ανεξάρτητα αν γίνεται πριν από ή μετά την έναρξη της δίκης, στον βαθμό που η νομοθεσία αυτή δεν εμποδίζει την εκ μέρους των μερών άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστικό σύστημα.

Άρθρο 6

Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση

1.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα μέρη, ή ένα εξ αυτών με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να καταστεί εκτελεστό το περιεχόμενο έγγραφης συμφωνίας που έχει προκύψει από διαμεσολάβηση. Το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας κηρύσσεται εκτελεστό εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας αντιβαίνει στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση είτε το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους δεν προβλέπει την εκτελεστότητά της.

2.   Το περιεχόμενο της συμφωνίας μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστό από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή με δικαστική ή άλλη απόφαση, ή με δημόσιο έγγραφο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

3.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα δικαστήρια ή άλλες αρχές που είναι αρμόδιες να λαμβάνουν αιτήσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

4.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους κανόνες που ισχύουν για την αναγνώριση και την εφαρμογή σε άλλο κράτος μέλος συμφωνίας η οποία έχει κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 7

Απόρρητο της διαμεσολάβησης

1.   Δεδομένου ότι η διαμεσολάβηση θα πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως, ούτε οι διαμεσολαβητές ούτε όσοι άλλοι εμπλέκονται διοικητικά στη διαδικασία διαμεσολάβησης να υποχρεώνονται να προσκομίσουν, σε αστικές και εμπορικές δίκες ή διαιτησίες, στοιχεία που προκύπτουν από διαδικασία διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, παρά μόνο:

α)

εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των πρωταρχικών συμφερόντων των παιδιών ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου· ή

β)

όταν η κοινολόγησή του περιεχομένου της συμφωνίας που προέκυψε από τη διαμεσολάβηση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση αυτής της συμφωνίας.

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εμποδίζουν την εκ μέρους των κρατών μελών θέσπιση αυστηρότερων μέτρων για την προστασία του απόρρητου της διαμεσολάβησης.

Άρθρο 8

Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέρη που επιλέγουν να επιχειρήσουν τον διακανονισμό διαφοράς με διαμεσολάβηση, δεν κωλύονται στη συνέχεια να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία σε σχέση με την εν λόγω διαφορά, λόγω παραγραφής ή λήξεως αποσβεστικής προθεσμίας διαρκούσης της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις περί παραγραφής ή λήξεως αποσβεστικής προθεσμίας διατάξεις των διεθνών συμφωνιών στις οποίες είναι συμβαλλόμενα τα κράτη μέλη.

Άρθρο 9

Ενημέρωση του κοινού

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, με κάθε πρόσφορο κατά την κρίση τους μέσο, την παροχή πληροφόρησης στο ευρύ κοινό σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης σε διαμεσολαβητές και οργανισμούς παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ιδίως στο Διαδίκτυο.

Άρθρο 10

Ενημέρωση σχετικά με τα αρμόδια δικαστήρια και αρχές

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί, με όλα τα κατάλληλα μέσα, τις πληροφορίες σχετικά με τα αρμόδια δικαστήρια ή αρχές, τις οποίες κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

Άρθρο 11

Επανεξέταση

Το αργότερο στις … (7), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, έκθεση ως προς την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η έκθεση λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της διαμεσολάβησης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις επιπτώσεις της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις αναπροσαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 12

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις … (8), με εξαίρεση το άρθρο 10, για το οποίο ως προθεσμία συμμόρφωσης ορίζεται η … (9) το αργότερο. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή.

Οι θεσπιζόμενες από τα κράτη μέλη ανωτέρω διατάξεις περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στο πεδίο που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 286 της 17.11.2005, σ. 1.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Μαρτίου 2007 (ΕΕ C 27 E της 31.1.2008, σ. 129), και κοινή θέση του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2008 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ).

(3)  Σύσταση της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2001, σχετικά με τις αρχές που εφαρμόζονται στα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ΕΕ L 109 της 19.4.2001, σ. 56).

(4)  ΕΕ L 12, 16.1.2001 σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363, 20.12.2006, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 338, 23.12.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2116/2004 (ΕΕ L 367, 14.12.2004, σ. 1).

(6)  ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.

(7)  Οκτώ έτη μετά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(8)  Τρία έτη μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας.

(9)  30 μήνες μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας.


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Η Επιτροπή υπέβαλε την πρότασή της για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στις 22 Οκτωβρίου 2004.

2.

Στη σύνοδό του στην 1η και τις 2 Δεκεμβρίου 2005 το Συμβούλιο (Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) σημείωσε κοινή συμφωνία στα πλαίσια της Επιτροπής για υποθέσεις αστικού δικαίου (ADR) (1).

3.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε γνώμη σε πρώτη ανάγνωση για την πρόταση στις 29 Μαρτίου 2007 (2).

4.

Η Επιτροπή Υποθέσεων Αστικού Δικαίου (ADR) εξέτασε τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 13 Απριλίου 2007. Με βάση την εξέταση αυτή ετοιμάσθηκε ενοποιημένη μορφή της πρότασης που συζητήθηκε στη συνέχεια σε ορισμένες συνεδριάσεις και επαναδιατυπώθηκε σε ορισμένα σημεία.

5.

Στις 3 Οκτωβρίου 2007 η ΕΜΑ ενέκρινε συμβιβαστικό κείμενο (3) που προέκυψε από τις συζητήσεις στην Επιτροπή ως αφετηρία για τις διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία σε δεύτερη ανάγνωση.

6.

Κατά τις επακόλουθες επαφές με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφωνήθηκαν ορισμένες τροπολογίες του συμβιβαστικού κειμένου. Στη σύνοδό του στις 8 και 9 Νοεμβρίου 2007 το Συμβούλιο (Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) κατέληξε σε πολιτική συμφωνία για το νέο αυτό κείμενο (4). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε με την ευκαιρία αυτή ότι μπορεί να αποδεχθεί το κείμενο.

7.

Το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση ομόφωνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008.

ΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

8.

Η κοινή θέση του Συμβουλίου αντιστοιχεί στο κείμενο της πολιτικής συμφωνίας του Νοεμβρίου 2007 το οποίο αντανακλούσε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετά την έγκριση της γνώμης σε πρώτη ανάγνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Α.   Τροπολογίες 1 έως 11 σχετικά με τις αιτιολογικές παραγράφους

9.

Το Συμβούλιο επανέλαβε κατ' ουσία στο μέτρο του δυνατού τις τροπολογίες 1-11, αλλά πολλές από αυτές επαναδιατυπώθηκαν και εισήχθησαν σε διαφορετική σειρά, ούτως ώστε να αντανακλούν την τελική διατύπωση και δομή του σχεδίου οδηγίας.

10.

Το Συμβούλιο δεν ενέκρινε την τροπολογία 2, αλλά διατήρησε στην αιτιολογική παράγραφο 18 αναφορά στη σύσταση της Επιτροπής που αναφέρεται στην τροπολογία. Η τροπολογία 4 αντανακλάται στην αιτιολογική παράγραφο 8, αλλά σε πιο συνοπτική μορφή. Η τελευταία πρόταση της τροπολογίας 6 έμεινε έξω, καθώς το Συμβούλιο διατήρησε το κείμενο του άρθρου 7α της κοινής συμφωνίας από τον Δεκέμβριο του 2005 (Άρθρο 8 της κοινής θέσης). Η τροπολογία 10 ενσωματώθηκε κατ' ουσία στην αιτιολογική παράγραφο 17, αλλά οι ειδικές αναφορές στις συστάσεις της Επιτροπής έμειναν έξω και το ίδιο ισχύει για τις αναφορές στη δημοσίευση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Συμπεριφοράς για τους Διαμεσολαβητές.

11.

Το Συμβούλιο εισήγαγε ορισμένες νέες αιτιολογικές παραγράφους προκειμένου να εξηγήσει περαιτέρω ορισμένες πτυχές του σχεδίου οδηγίας. Το Συμβούλιο ήθελε να αναγνωρίσει ότι θα χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στο μέλλον οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης και εισήγαγε για το λόγο αυτό την αιτιολογική παράγραφο 9 η οποία ασχολείται με την πτυχή αυτή. Το Συμβούλιο θέλησε επίσης να καταστήσει σαφές ότι το σχέδιο οδηγίας δεν θέτει κανόνες για τον έλεγχο εφαρμογής και ότι οι κανόνες περί εφαρμογής που υπάρχουν σήμερα στα κράτη μέλη παραμένουν συνεπώς ως έχουν (αιτιολογική παράγραφος 22). Τέλος, προκειμένου να συμμορφώνεται προς τη Διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας, το Συμβούλιο εισήγαγε την αιτιολογική παράγραφο 26 με την οποία ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν πίνακες αντιστοιχίας κατά την εφαρμογή της οδηγίας.

Β.   Τροπολογίες 12 έως 34 σχετικές με τα άρθρα

12.

Το Συμβούλιο δέχθηκε τις τροπολογίες 12, 13 και 14 για το άρθρο 1, οι οποίες αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό το κείμενο της κοινής συμφωνίας από το Δεκέμβριο του 2005. Η προτεινόμενη διαγραφή μέρους της πρώτης πρότασης της παραγράφου 2 δεν έγινε ωστόσο αποδεκτή, αλλά η εξαίρεση διατυπώθηκε με διαφορετικό τρόπο και το κείμενο της κοινής θέσης έχει τώρα ως εξής: «εκτός όσον αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα οποία τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν βάσει του εφαρμοστέου δικαίου». Επιπλέον, στην αιτιολογική παράγραφο 10 διασαφηνίζεται η διάταξη αυτή.

13.

Το Συμβούλιο ενσωμάτωσε την ουσία της τροπολογίας 15 όσον αφορά ένα νέο άρθρο για την διασυνοριακή φύση της οδηγίας, αλλά επαναδιατύπωσε σε κάποιο βαθμό τη διάταξη. Εισήγαγε επίσης μία νέα αιτιολογική παράγραφο (αιτιολογική παράγραφος 15) για να διασαφηνίσει περαιτέρω την παράγραφο 1.

14.

Οι τροπολογίες 16 και 17 αντανακλώνται στο κείμενο του παρόντος άρθρου 3. Το Συμβούλιο δέχτηκε να αναφέρει ρητά στο κείμενο ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης έχει εθελοντικό χαρακτήρα και το τόνισε επίσης αυτό στην παράγραφο 13. Συνεπώς το Συμβούλιο θεώρησε περιττό να εισαγάγει νέα παράγραφο για την πτυχή αυτή όπως πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην τροπολογία 21. Όσο για το κείμενο της υποπαραγράφου β) του παρόντος άρθρου 3, το Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει το κείμενο της κοινής συμφωνίας από το Δεκέμβριο του 2005 θεωρώντας ότι το κείμενο αυτό καθιστά επαρκώς σαφείς ποιες απαιτήσεις πρέπει να πληροί ο διαμεσολαβητής κατά την διενέργεια της διαμεσολάβησης.

15.

Το Συμβούλιο ενσωμάτωσε την τροπολογία 18 στο άρθρο 4 της κοινής θέσης με την εξαίρεση της προτεινόμενης παραγράφου 3 την οποία δεν μπόρεσε να δεχτεί το Συμβούλιο.

16.

Οι τροπολογίες 19 έως 20 σχετικά με το άρθρο 3 (το άρθρο 5 της κοινής θέσης) οι οποίες αντιστοιχούσαν στο κείμενο της κοινής συμφωνίας από το Δεκέμβριο του 2005 έγιναν πλήρως αποδεκτές. Το ίδιο ισχύει και για τις τροπολογίες 22 έως 27 οι οποίες αφορούσαν τη διαγραφή διατάξεων.

17.

Οι τροπολογίες 23 έως 26 που αφορούν το άρθρο 5 (το άρθρο 6 της κοινής θέσης) έγιναν αποδεκτές από το Συμβούλιο με μια ελαφρά αναδιατύπωση της παραγράφου 1 ούτως ώστε να γίνει το κείμενο σαφέστερο.

18.

Όσο για την τροπολογία 28 το Συμβούλιο δέχτηκε το ουσιαστικό μέρος το οποίο αντανακλάται στο κείμενο του άρθρου 7 της κοινής θέσης. Το Συμβούλιο αποφάσισε ωστόσο να διατηρήσει τη διάταξη όπως διατυπώθηκε στην κοινή συμφωνία από το Δεκέμβριο του 2005. Αυτό σημαίνει ότι το Συμβούλιο δεν δέχθηκε ότι θα ήταν αδύνατο για τα μέρη σε διαμεσολάβηση να αποκαλύψουν πληροφορίες σχετικές με τη διαδικασία διαμεσολάβησης και ότι η απαγόρευση αποκάλυψης θα πρέπει να καλύπτει επίσης την αποκάλυψη σε τρίτα μέρη. Διατηρώντας το κείμενο της κοινής συμφωνίας το Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να μην υποβάλει τα κράτη μέλη στην υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι δεν θα έχουν καν το δικαίωμα να καταθέτουν ως μάρτυρες όσοι ενέχονται σε διαδικασία διαμεσολάβησης.

19.

Το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχτεί την τροπολογία 29 η οποία κατά τη γνώμη του περιείχε διατάξεις που ήταν υπερβολικά λεπτομερείς για μία οδηγία. Διατήρησε συνεπώς στο άρθρο 8 της κοινής θέσης το κείμενο της κοινής συμφωνίας από το Δεκέμβριο του 2005. Προκειμένου να τονίσει ωστόσο τη σημασία αυτής της διάταξης και να ανταποκριθεί στις ανησυχίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το Συμβούλιο εισήγαγε νέα αιτιολογική παράγραφο (αιτιολογική παράγραφο 24) η οποία καθιστά σαφές ότι τα κράτη μέλη υποβάλλονται από την οδηγία στην υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος. Η τροπολογία 30 όσον αφορά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου έγινε αποδεκτή από το Συμβούλιο, αλλά το τελευταίο μέρος της διάταξης δεν κρίθηκε αναγκαίο και έμεινε έτσι έξω από το τελικό κείμενο.

20.

Το Συμβούλιο δέχτηκε την τροπολογία 31 η οποία αντανακλάται στο νέο άρθρο 9 της κοινής θέσης και στην αντίστοιχη αιτιολογική παράγραφο (αιτιολογική παράγραφος 25).

21.

Η τροπολογία 32 απορρίφθηκε από το Συμβούλιο διότι θα ήταν αδύνατο να δημοσιευθεί ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Συμπεριφοράς για τους Διαμεσολαβητές στην Επίσημη Εφημερίδα δεδομένου ότι ο Κώδικας Συμπεριφοράς δεν είναι κείμενο που εκδίδεται επίσημα. Όπως αναφέρεται ωστόσο στην παράγραφο 0 το Συμβούλιο εισήγαγε αναφορά στον Κώδικα Συμπεριφοράς στην αιτιολογική παράγραφο 17.

22.

Η τροπολογία 33 η οποία περιέχει ρήτρα αναθεώρησης έγινε κατ' ουσία αποδεκτή από το Συμβούλιο, και μία τέτοια διάταξη περιέχεται τώρα στο άρθρο 11 της κοινής θέσης, με διαφορετική όμως διατύπωση. Το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχτεί το τελευταίο μέρος της προτεινόμενης ρήτρας αναθεώρησης όσον αφορά την εναρμόνιση του περιόδων περιορισμού και παραγραφής, όπως δεν μπόρεσε να δεχτεί την τροπολογία 29 όσον αφορά το άρθρο με το ίδιο θέμα. Αυτή η συγκεκριμένη διάταξη ήταν μέρος των διαπραγματεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το σημερινό κείμενο έχει συνεπώς ήδη συμφωνηθεί.

23.

Το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχτεί την τροπολογία 34 καθώς η προτεινόμενη εφαρμογή μέσω εθελοντικών συμφωνιών θα μπορούσε να είναι αδύνατη για νομικούς λόγους. Προκειμένου να γίνει ωστόσο σαφές ότι μπορούν να διατηρηθούν τα υπάρχοντα αυτορυθμιζόμενα συστήματα διαμεσολάβησης εφόσον ασχολούνται με πτυχές που δεν καλύπτονται από την οδηγία, εισήχθηκε προς το σκοπό αυτό μία πρόταση στην αιτιολογική παράγραφο 14. Όσο για τις ημερομηνίες για συμμόρφωση με την οδηγία που προτείνονται στην τροπολογία 34 το Συμβούλιο έθεσε διαφορετικές ημερομηνίες. Τα κράτη μέλη θα έχουν τώρα 36 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης για να συμμορφωθούν με την οδηγία, αλλά πρέπει να κοινοποιήσουν εντός 30 μηνών στην Επιτροπή πληροφορίες για το αρμόδιο δικαστήριο ή τις αρχές.

ΙΙΙ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

24.

Το Συμβούλιο θεωρεί την κοινή του θέση ένα σωστά ισορροπημένο κείμενο το οποίο αντανακλά πιστά τη συμφωνία στην οποία κατέληξε μετά από διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 2007.


(1)  15043/05 JUSTCIV 217 CODEC 1102.

(2)  8117/1/07 REV 1 CODEC 312 JUSTCIV 76.

(3)  13290/07 JUSTCIV 243 CODEC 1000.

(4)  14316/07 JUSTCIV 278 CODEC 1130.


Top