This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52007PC0108
Proposal for a Council Regulation on the Financial Regulation applicable to the Euratom Supply Agency
Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ
Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ
/* COM/2007/0108 τελικό - CNS 2007/0042 */
Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ /* COM/2007/0108 τελικό - CNS 2007/0042 */
[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ | Βρυξέλλες, 16.3.2007 COM(2007) 108 τελικό 2007/0042 (CNS) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 4 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ 5 TΙΤΛΟΣ I – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ 6 TΙΤΛΟΣ II – ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η αρχή της ενότητας και της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η αρχή της ετήσιας διάρκειας 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η αρχή της ισοσκέλισης 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Η αρχή της ενιαίας νομισματικής μονάδας 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Η αρχή της καθολικότητας 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Η αρχή της ειδικότητας 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Η αρχή της διαφάνειας 13 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ – ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Κατάρτιση του προϋπολογισμού 14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Διάρθρωση και παρουσίαση του προϋπολογισμού 14 ΤΙΤΛΟΣ IV – ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Γενικές διατάξεις 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Δημοσιονομικοί παράγοντες 16 Τμήμα 1: Η αρχή του διαχωρισμού των καθηκόντων 16 Τμήμα 2: Ο διατάκτης 16 Τμήμα 3: Ο υπόλογος 18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ευθύνη των δημοσιονομικών παραγόντων 19 Τμήμα 1: Γενικοί κανόνες 19 Τμήμα 2: Κανόνες που εφαρμόζονται για τον διατάκτη κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων 20 Τμήμα 3: Κανόνες που εφαρμόζονται για τους υπολόγους 21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Πράξεις εσόδων 21 Τμήμα 1: Γενικές διατάξεις 21 Τμήμα 2: Πρόβλεψη απαίτησης 21 Τμήμα 3: Βεβαίωση απαίτησης 22 Τμήμα 4: Εντολή είσπραξης 22 Τμήμα 5: Είσπραξη 22 Τμήμα 6: Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τους φόρους και τα τέλη 24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Πράξεις δαπανών 24 Τμήμα 1: Ανάληψη δαπάνης 24 Τμήμα 2: Εκκαθάριση δαπάνης 25 Τμήμα 3: Εντολή πληρωμής δαπάνης 26 Τμήμα 4: Πληρωμή δαπάνης 26 Τμήμα 5: Προθεσμίες των πράξεων δαπανών 27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Μηχανογραφικά συστήματα 27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Ο εσωτερικός ελεγκτής 27 ΤΙΤΛΟΣ V – ΑΝΑΘΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 28 ΤΙΤΛΟΣ VI – ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ 28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Απόδοση των λογαριασμών 28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Λογιστική 31 Τμήμα 1: Κοινές διατάξεις 31 Τμήμα 2: Γενική λογιστική 32 Τμήμα 3: Λογιστική του προϋπολογισμού 32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Απογραφή των παγίων στοιχείων ενεργητικού 32 ΤΙΤΛΟΣ VII – ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗ 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εξωτερικός έλεγχος 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Απαλλαγή 33 TΙΤΛΟΣ VIII – ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 34 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Ο Οργανισμός Εφοδιασμού της Ευρατόμ (εφεξής ο «Οργανισμός») είναι ο αρμόδιος κοινοτικός οργανισμός που εξασφαλίζει δίκαιο εφοδιασμό σε πυρηνικά υλικά (μεταλλεύματα, αρχικά υλικά και ειδικά σχάσιμα υλικά). Υπό αυτή την ιδιότητα, ο Οργανισμός διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις προμήθειας των εν λόγω υλικών, που προέρχονται από κράτη εντός ή εκτός της Κοινότητας (άρθρο 52 της Ευρατόμ). Ο Οργανισμός τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής (άρθρο 53 της Ευρατόμ). Ο Οργανισμός έχει νομική προσωπικότητα και οικονομική αυτονομία (άρθρο 53 της Ευρατόμ). Στο άρθρο 54, η Συνθήκη ορίζει ότι το καταστατικό δύναται να προβλέψει εισφορά επί του όγκου των συναλλαγών για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας του Οργανισμού. Εφόσον οι περιστάσεις έχουν αλλάξει, το καταστατικό του Οργανισμού θα τροποποιηθεί με την απόφαση του Συμβουλίου, η οποία υποβάλλεται υπό μορφή σχεδίου μαζί με το παρόν σχέδιο κανονισμού. Το 2002, ο κοινοτικός νομοθέτης εξέδωσε νέο δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα δε με το άρθρο 185 καταρτίστηκε δημοσιονομικός κανονισμός πλαίσιο για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς. Αυτοί οι δύο κανονισμοί δεν εφαρμόζονται άμεσα στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ. Επί σειρά ετών, το Ελεγκτικό Συνέδριο ζητά την έκδοση δημοσιονομικού κανονισμού για τον Οργανισμό, ο οποίος να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης που έχουν θέσει τα θεσμικά όργανα. Με αυτά τα δεδομένα, φάνηκε σκόπιμο να βασιστεί η πρόταση δημοσιονομικού κανονισμού για τον Οργανισμό στον δημοσιονομικό κανονισμό πλαίσιο 2343/2002, εφόσον το νομικό πλαίσιο είναι, εν πολλοίς, παρεμφερές. Ωστόσο, έγινε προσαρμογή του υποδείγματος, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά του Οργανισμού: 1. Επειδή ο προϋπολογισμός του Οργανισμού είναι μικρός, δημοσιονομική αρχή είναι η Επιτροπή, σύμφωνα με το καταστατικό του Οργανισμού· παρ’ όλα ταύτα, για λόγους διαφάνειας και συνέπειας με τον δημοσιονομικό κανονισμό των άλλων κοινοτικών οργανισμών, ως αρμόδια για την απαλλαγή αρχή ορίζεται το Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει με βάση τη σύσταση του Συμβουλίου· 2. Ο Οργανισμός μπορεί να καλύπτεται από τη διαδικασία λογιστικής ενοποίησης των λογαριασμών της Επιτροπής. 3. Για τον δημοσιονομικό κανονισμό του Οργανισμού δεν απαιτούνται εκτελεστικές διατάξεις, αλλά, ελλείψει ρητών διατάξεων στον εν λόγω κανονισμό, εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· 4. Μολονότι ο Οργανισμός δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 185 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, τα καθήκοντα εσωτερικού ελεγκτή ασκούνται από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Επιτροπής. Βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 10 του καταστατικού του Οργανισμού, ο δημοσιονομικός κανονισμός του Οργανισμού εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 185 του προαναφερθέντος κανονισμού. 2007/0042 (CNS) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 183, την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τις γνώμες της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Οργανισμού και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: 5. Ο Οργανισμός Εφοδιασμού της Ευρατόμ (εφεξής ο «Οργανισμός») συστάθηκε με σκοπό να εκτελεί ορισμένα καθήκοντα που αφορούν την προμήθεια μεταλλευμάτων, αρχικών υλικών και ειδικών σχάσιμων υλικών, διαθέτει νομική προσωπικότητα και, επομένως, δικό του προϋπολογισμό, ο οποίος πρόκειται να διέπεται από ειδικούς δημοσιονομικούς κανόνες. 6. Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνέπεια των δημοσιονομικών κανόνων του Οργανισμού με τον κανονισμό (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[1], είναι σκόπιμο, επειδή ο Οργανισμός λαμβάνει επιχορήγηση από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, η εκτέλεση και ο έλεγχος του προϋπολογισμού του να βασίζονται, κατά το δυνατόν, στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής[2], της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών του Οργανισμού. 7. Ενόψει της κατάρτισης και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, πρέπει να επιβεβαιώνεται η τήρηση των τεσσάρων θεμελιωδών αρχών του δικαίου του προϋπολογισμού (ενότητα, ετήσια διάρκεια, καθολικότητα, ειδικότητα), καθώς και των αρχών της αυθεντικότητας, της ισοσκέλισης, της ενιαίας νομισματικής μονάδας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαφάνειας. 8. Είναι αναγκαίο να καθορίζονται οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες του υπολόγου, του εσωτερικού ελεγκτή και των διατακτών. Η ευθύνη των παραγόντων αυτών είναι πλήρης και για όλες τις πράξεις εσόδων και δαπανών που εκτελούνται υπό την εποπτεία τους, πράξεις για τις οποίες οφείλουν να λογοδοτούν, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών, εφόσον συντρέχει λόγος. Το έργο του εσωτερικού ελέγχου πρέπει να διεκπεραιώνεται από τον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής. 9. Το χρονοδιάγραμμα κατάρτισης του προϋπολογισμού, απόδοσης των λογαριασμών και απαλλαγής μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να ευθυγραμμίζεται με τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002.Η απαλλαγή του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού πρέπει να δίδεται από το Κοινοβούλιο, με βάση τη σύσταση που διατυπώνει το Συμβούλιο. 10. Κάθε τμήμα του προϋπολογισμού περιλαμβάνει πίνακα προσωπικού. Το προσωπικό του Οργανισμού πρέπει να εμφαίνεται χωριστά στο πλαίσιο του πίνακα προσωπικού της Επιτροπής. 11. Ο Οργανισμός πρέπει να μπορεί να προσφεύγει στην αρχή που έχει συγκροτηθεί από την Επιτροπή με σκοπό την εξέταση των παρατυπιών, έτσι ώστε για πανομοιότυπες περιπτώσεις να πραγματοποιείται η ίδια αξιολόγηση. 12. Ο Οργανισμός πρέπει να τηρεί αυστηρά τις ίδιες απαιτήσεις με τα θεσμικά όργανα όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Επ’ αυτού, πρέπει να γίνει παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. 13. Ο Οργανισμός μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται, να προσφεύγει σε εξωτερικές οντότητες ιδιωτικού δικαίου μόνο σε περίπτωση ανάγκης, και μόνο για καθήκοντα που δεν συνεπάγονται ούτε άσκηση δημόσιας εξουσίας, ούτε διακριτική ευχέρεια εκτίμησης, και τούτο για να εξασφαλίζεται η υπευθυνότητα του Οργανισμού κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του και η τήρηση των στόχων που του τέθηκαν κατά τη σύστασή του. 14. Ο Οργανισμός πρέπει να υποβάλλει ταμειακή πρόβλεψη για να υποστηρίξει τις αιτήσεις του για καταβολή της κοινοτικής επιχορήγησης. 15. Ενόψει των κανονιστικών απαιτήσεων που απορρέουν από το καταστατικό του Οργανισμού, πρέπει να προσαρμοστεί η διαδικασία απόδοσης των λογαριασμών. ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: TΙΤΛΟΣ I – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Άρθρο 1 1. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις αρχές και τους βασικούς κανόνες για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Οργανισμού. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 16. «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 17. «καταστατικό»: το νέο καταστατικό του Οργανισμού, που εγκρίθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της xx xxxxx 200x. TΙΤΛΟΣ II – ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Άρθρο 2 Υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ο προϋπολογισμός του Οργανισμού καταρτίζεται και εκτελείται τηρουμένων των αρχών της ενότητας, της αυθεντικότητας, της ετήσιας διάρκειας, της ισοσκέλισης, της ενιαίας νομισματικής μονάδας, της καθολικότητας, της ειδικότητας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαφάνειας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η αρχή της ενότητας και της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού Άρθρο 3 Προϋπολογισμός είναι η πράξη που προβλέπει και εγκρίνει, για κάθε οικονομικό έτος, τα έσοδα και τις εκτιμώμενες ως αναγκαίες δαπάνες του Οργανισμού. Άρθρο 4 Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού περιλαμβάνει: 1. ίδια έσοδα, που συνίστανται από τους τόκους και τις προσόδους από τα κεφάλαιά του και τις τοποθετήσεις σε τράπεζες, καθώς και από το τέλος επί των συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 10 του καταστατικού· 2. επιχορήγηση που καθορίζεται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή ως μέρος του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων· 3. έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δαπανών, κατά το άρθρο 17 παράγραφος 1· 4. τις δαπάνες διοικητικής λειτουργίας του Οργανισμού· 5. θα εκδοθούν ειδικοί δημοσιονομικοί κανόνες, ώστε ο Οργανισμός να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί δάνεια ως πηγή δημοσιονομικών πόρων (σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του καταστατικού). Άρθρο 5 1. Κανένα έσοδο και καμία δαπάνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσω καταλογισμού σε γραμμή του προϋπολογισμού. 2. Καμία πίστωση δεν μπορεί να εγγραφεί στον προϋπολογισμό αν δεν αντιστοιχεί σε δαπάνη που εκτιμάται ως αναγκαία. 3. Καμία δαπάνη δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ούτε ανάληψης, ούτε εντολής πέραν των εγκεκριμένων πιστώσεων του προϋπολογισμού. 4. Οι τόκοι τους οποίους αποφέρουν τα κεφάλαια που κατέχει ο Οργανισμός εγγράφονται στον προϋπολογισμό ως έσοδα. 5. Θα εκδοθούν ειδικοί δημοσιονομικοί κανόνες σχετικά με τη χρήση των όποιων δανείων συνάπτει ο Οργανισμός. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η αρχή της ετήσιας διάρκειας Άρθρο 6 Οι πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό εγκρίνονται για τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, το οποίο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου. Άρθρο 7 1. Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει μη διαχωριζόμενες πιστώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων και πιστώσεις πληρωμών. 2. Οι πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων καλύπτουν το συνολικό κόστος των νομικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του εκάστοτε οικονομικού έτους. 3. Οι πιστώσεις πληρωμών καλύπτουν τις πληρωμές που απορρέουν από την εκπλήρωση των νομικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του εκάστοτε οικονομικού έτους ή/και προγενέστερων οικονομικών ετών. 4. Οι πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας είναι μη διαχωριζόμενες πιστώσεις. Οι δαπάνες διοικητικής λειτουργίας που προκύπτουν από συμβάσεις οι οποίες καλύπτουν περιόδους υπερβαίνουσες το εκάστοτε οικονομικό έτος, είτε σύμφωνα με τα τοπικά ήθη, είτε για την προμήθεια υλικού εξοπλισμού, καταλογίζονται στον προϋπολογισμό του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται. Άρθρο 8 1. Τα έσοδα του Οργανισμού στα οποία αναφέρεται το άρθρο 4 καταλογίζονται στο οικονομικό έτος βάσει των ποσών που εισπράττονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. 2. Βάσει των εσόδων του Οργανισμού ανοίγονται ισόποσες πιστώσεις πληρωμών. 3. Οι πιστώσεις που διατίθενται στον προϋπολογισμό στο πλαίσιο ενός οικονομικού έτους μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την κάλυψη των δαπανών που αναλαμβάνονται και πληρώνονται κατά τη διάρκεια αυτού του οικονομικού έτους, καθώς και για την κάλυψη των ποσών που οφείλονται από αναλήψεις υποχρεώσεων προγενέστερων οικονομικών ετών. 4. Οι δεσμεύσεις πιστώσεων καταλογίζονται βάσει των νομικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται έως την 31η Δεκεμβρίου. 5. Οι πληρωμές καταλογίζονται σε ένα οικονομικό έτος βάσει των πληρωμών που πραγματοποιούνται από τον υπόλογο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αυτού του οικονομικού έτους. Άρθρο 9 1. Οι πιστώσεις που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί έως το τέλος του οικονομικού έτους για το οποίο έχουν εγγραφεί ακυρώνονται. 2. Οι πιστώσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί κανονικά έως το κλείσιμο του οικονομικού έτους μεταφέρονται αυτοδικαίως στο επόμενο οικονομικό έτος, και μόνο σ’ αυτό. 3. Οι πιστώσεις που είναι διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο εσόδων με συγκεκριμένο προορισμό, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 17, μεταφέρονται αυτοδικαίως. Οι διαθέσιμες πιστώσεις που αντιστοιχούν στα εκ μεταφοράς έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα. Άρθρο 10 Οι αποδεσμεύσεις πιστώσεων, μετά την ολική ή μερική μη εκτέλεση των ενεργειών για τις οποίες είχαν διατεθεί οι πιστώσεις, κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων οικονομικών ετών σε σχέση με το οικονομικό έτος για το οποίο οι πιστώσεις αυτές είχαν εγγραφεί στον προϋπολογισμό, οδηγούν σε ακύρωση των αντίστοιχων πιστώσεων. Άρθρο 11 Οι πιστώσεις που εμφαίνονται στον προϋπολογισμό μπορούν να δεσμευθούν αμέσως μετά την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού, και με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η αρχή της ισοσκέλισης Άρθρο 12 1. Ο προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις πιστώσεις πληρωμών. 2. Οι πιστώσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ύψος της κοινοτικής επιχορήγησης, προσαυξημένο κατά τα ίδια έσοδα και τα λοιπά τυχόν έσοδα που προβλέπονται στο άρθρο 4. 3 Τα κεφάλαια που καταβάλλονται στον Οργανισμό συνιστούν, σε σχέση με τον προϋπολογισμό του, επιχορήγηση ισοσκέλισης, η οποία έχει τη μορφή προχρηματοδότησης κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 σημείο β) i) του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. Άρθρο 13 1. Εάν το υπόλοιπο του λογαριασμού δημοσιονομικού αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 76, είναι θετικό, επιστρέφεται στην Επιτροπή κατά το ποσό της κοινοτικής επιχορήγησης που κατεβλήθη κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους αναφοράς. Η διαφορά μεταξύ της κοινοτικής επιχορήγησης που είχε εγγραφεί στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής, «ο γενικός προϋπολογισμός») και εκείνης που πράγματι κατεβλήθη στον Οργανισμό αποτελεί αντικείμενο ακύρωσης. 2. Εάν το υπόλοιπο του λογαριασμού δημοσιονομικού αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 76, είναι αρνητικό, εγγράφεται στον προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους. 3. Τα έσοδα ή οι πιστώσεις πληρωμών εγγράφονται στον προϋπολογισμό, κατά μεν τη διάρκεια της διαδικασίας του προϋπολογισμού με τη διαδικασία των διορθωτικών επιστολών, κατά δε τη διάρκεια της εκτέλεσης του προϋπολογισμού μέσω διορθωτικού προϋπολογισμού. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Η αρχή της ενιαίας νομισματικής μονάδας Άρθρο 14 Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται, εκτελείται και αποτελεί αντικείμενο απόδοσης των λογαριασμών σε ευρώ. Ωστόσο, για τις ανάγκες του ταμείου, ο υπόλογος είναι εξουσιοδοτημένος να πραγματοποιεί πράξεις σε εθνικά νομίσματα. Άρθρο 15 1. Εάν ο προϋπολογισμός του Οργανισμού δεν έχει ακόμη εγκριθεί κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, για τις πράξεις ανάληψης υποχρεώσεων και πληρωμών που αναφέρονται σε δαπάνες των οποίων ο καταλογισμός σε συγκεκριμένη γραμμή του προϋπολογισμού θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του τελευταίου κανονικώς εγκριθέντος προϋπολογισμού, εφαρμόζονται οι κανόνες που ακολουθούν. 2. Οι πράξεις ανάληψης υποχρεώσεων μπορούν να γίνονται κατά κεφάλαιο και εντός του ορίου του ενός τετάρτου του συνόλου των πιστώσεων που είχαν εγκριθεί για το εκάστοτε κεφάλαιο στο πλαίσιο του προηγούμενου οικονομικού έτους, με προσαύξηση κατά το ένα δωδέκατο για κάθε διαρρεύσαντα μήνα. Οι πράξεις πληρωμής μπορούν να πραγματοποιούνται μηνιαία κατά κεφάλαιο και εντός του ορίου του ενός δωδεκάτου του συνόλου των πιστώσεων που είχαν εγκριθεί για το εκάστοτε κεφάλαιο στο πλαίσιο του προηγούμενου οικονομικού έτους. Δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση του ορίου των πιστώσεων που προβλέπονται στην προσωρινή κατάσταση εσόδων και δαπανών. 3. Ύστερα από σχετικό αίτημα του Γενικού Διευθυντή, και εάν η συνέχεια των ενεργειών του Οργανισμού και οι διαχειριστικές ανάγκες το απαιτούν, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει ταυτόχρονα δύο ή περισσότερα προσωρινά δωδεκατημόρια, και τούτο τόσο για τις πράξεις ανάληψης υποχρεώσεων όσο και για τις πράξεις πληρωμών, πέραν εκείνων που καθίστανται αυτομάτως διαθέσιμα βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2. Τα πρόσθετα δωδεκατημόρια εγκρίνονται εξ ολοκλήρου και δεν υποδιαιρούνται. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Η αρχή της καθολικότητας Άρθρο 16 Το σύνολο των εσόδων καλύπτει το σύνολο των πιστώσεων πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 17. Τα έσοδα και οι δαπάνες εγγράφονται χωρίς συμψηφισμό μεταξύ τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 19. Άρθρο 17 1. Τα ακόλουθα έσοδα διατίθενται για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δαπανών: 18. έσοδα αντιστοιχούντα σε συγκεκριμένο προορισμό, όπως τα έσοδα από ελευθεριότητα, από επιχορηγήσεις, δωρεές και κληροδοτήματα· 19. νέα κάλυψη επί του εγγεγραμμένου κεφαλαίου από τα κράτη μέλη, εφόσον τα εν λόγω ποσά χορηγούνται ή προορίζονται για συγκεκριμένες δραστηριότητες ή δαπάνες του Οργανισμού και εφόσον το αποφασίσει το Συμβούλιο. 2. Κάθε έσοδο κατά την έννοια της παραγράφου 1 πρέπει να καλύπτει όλες τις δαπάνες, άμεσες ή έμμεσες, που συνδέονται με την αντίστοιχη ενέργεια ή τον αντίστοιχο προορισμό. 3. Ο προϋπολογισμός προβλέπει τη δομή που απαιτείται για την εγγραφή των κατηγοριών των εσόδων με συγκεκριμένο προορισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και, ενόσω τούτο είναι δυνατόν, το ποσό τους. Άρθρο 18 1. Ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να αποδέχεται πάσης φύσεως ελευθεριότητες υπέρ του Οργανισμού, όπως επιχορηγήσεις, δωρεές και κληροδοτήματα. 2. Η αποδοχή ελευθεριοτήτων που είναι δυνατόν να συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση υπόκειται στην εκ των προτέρων έγκριση της Επιτροπής, η οποία αποφαίνεται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος. Εάν η Επιτροπή δεν αποφανθεί εντός της ως άνω διορίας, η ελευθεριότητα λογίζεται ως αποδεκτή. Άρθρο 19 1. Τα ποσά που μπορούν να αφαιρεθούν από τις αιτήσεις πληρωμής, τιμολόγια ή εκκαθαριστικές καταστάσεις, και τα οποία στην περίπτωση αυτή ενταλματοποιούνται κατά το καθαρό ποσό τους, είναι τα εξής: 20. οι ποινές που επιβάλλονται στα μέρη συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συμβάσεων· 21. οι διακανονισμοί ποσών αχρεωστήτως καταβληθέντων, που μπορούν να διενεργηθούν με άμεση έκπτωση επ’ ευκαιρία νέας πληρωμής της ίδιας φύσης υπέρ του ίδιου δικαιούχου, πραγματοποιούμενης στο πλαίσιο του κεφαλαίου, του άρθρου και του οικονομικού έτους που επιβαρύνθηκαν με το επί πλέον καταβληθέν και που οδηγούν σε ενδιάμεσες πληρωμές ή σε πληρωμές υπολοίπων. Οι εκπτώσεις, επιστροφές και μειώσεις που αφαιρούνται από τα τιμολόγια και τις αιτήσεις πληρωμής δεν εγγράφονται ως έσοδα του Οργανισμού. 2. Οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται στον Οργανισμό καταλογίζονται στον προϋπολογισμό κατά ολόκληρο το ποσό τους εκτός φόρων, εφόσον περιλαμβάνουν φορολογικές επιβαρύνσεις που αποτελούν το αντικείμενο επιστροφής: 22. είτε από τα κράτη μέλη δυνάμει του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· 23. είτε από κράτος μέλος ή τρίτη χώρα δυνάμει άλλων σχετικών συμβάσεων. Οι εθνικές φορολογικές επιβαρύνσεις τις οποίες ενδεχομένως υφίσταται ο Οργανισμός προσωρινά κατ’ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου εγγράφονται σε εκκρεμή λογαριασμό έως την επιστροφή τους από τα οικεία κράτη. 3. Ενδεχόμενο αρνητικό υπόλοιπο εγγράφεται στον προϋπολογισμό ως δαπάνη. 4. Οι συναλλαγματικές διαφορές που καταγράφονται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του προϋπολογισμού μπορούν να συμψηφίζονται. Το τελικό αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό, εντάσσεται στο υπόλοιπο του οικονομικού έτους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Η αρχή της ειδικότητας Άρθρο 20 Οι πιστώσεις, στο σύνολό τους, εξειδικεύονται κατά τίτλο και κεφάλαιο, τα δε κεφάλαια υποδιαιρούνται σε άρθρα και θέσεις. Άρθρο 21 1. Ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να προβαίνει σε μεταφορές από άρθρο σε άρθρο στο πλαίσιο κάθε κεφαλαίου. Ενημερώνει δε την Επιτροπή το ταχύτερο δυνατόν. 2. Ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να προβαίνει σε μεταφορές από τίτλο σε τίτλο και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο εντός ορίου 10% επί των πιστώσεων του οικονομικού έτους. Πέραν του ορίου αυτού, μπορεί να προτείνει στην Επιτροπή μεταφορές πιστώσεων από τίτλο σε τίτλο ή από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο πλαίσιο ενός τίτλου. Η Επιτροπή συμβούλιο διαθέτει διορία ενός μηνός για να αντιτεθεί στις μεταφορές αυτές· εάν παρέλθει η διορία αυτή, οι μεταφορές λογίζονται ως εγκριθείσες. 3. Οι προτάσεις μεταφοράς πιστώσεων και οι μεταφορές πιστώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο συνοδεύονται από την ενδεδειγμένη και λεπτομερή αιτιολόγηση, η οποία παρουσιάζει τη διαχείριση των πιστώσεων και τις προβλέψεις των αναγκών έως το τέλος του οικονομικού έτους, τόσο για τις γραμμές που τροφοδοτούνται όσο και για τις γραμμές από τις οποίες γίνεται ανάληψη πιστώσεων. Άρθρο 22 1. Πιστώσεις μέσω μεταφοράς πιστώσεων μπορούν να αποκτήσουν μόνο οι γραμμές του προϋπολογισμού για τις οποίες ο προϋπολογισμός επιτρέπει τη διάθεση πιστώσεων, ή οι οποίες φέρουν τη μνεία «προς υπόμνηση» (p.m.). 2. Οι πιστώσεις που αντιστοιχούν σε έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μεταφοράς πιστώσεων μόνον εφόσον διατηρούν τον προορισμό τους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης Άρθρο 23 1. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας. 2. Η αρχή της οικονομίας ορίζει ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται από τον Οργανισμό για την άσκηση των δραστηριοτήτων του καθίστανται εγκαίρως διαθέσιμα, στην ενδεδειγμένη ποσότητα και ποιότητα και στην καλύτερη τιμή. 3. Η αρχή της αποδοτικότητας αφορά την καλύτερη σχέση μεταξύ χρησιμοποιηθέντων μέσων και επιτευχθέντων αποτελεσμάτων. 4. Η αρχή της αποτελεσματικότητας αφορά την υλοποίηση των συγκεκριμένων στόχων που έχουν τεθεί και την επίτευξη των αναμενόμενων αποτελεσμάτων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Η αρχή της διαφάνειας Άρθρο 24 Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται, εκτελείται και αποτελεί το αντικείμενο απόδοσης λογαριασμών με τήρηση της αρχής της διαφάνειας. Ο προϋπολογισμός και οι διορθωτικοί προϋπολογισμοί, όπως αυτοί έχουν οριστικά εγκριθεί, δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο του Οργανισμού. ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ – ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Κατάρτιση του προϋπολογισμού Άρθρο 25 1. Το σχέδιο προϋπολογισμού καταρτίζεται από τον Γενικό Διευθυντή σύμφωνα με το καταστατικό του Οργανισμού. 2. Κατόπιν γνωμοδότησης της συμβουλευτικής επιτροπής, ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού διαβιβάζει στην Επιτροπή, έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, προσωρινή κατάσταση των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού, καθώς και το πρόγραμμα εργασίας του. 3. Η προσωρινή κατάσταση εσόδων και δαπανών περιλαμβάνει πίνακα προσωπικού, ο οποίος καθορίζει τον αριθμό των θέσεων μόνιμου και έκτακτου προσωπικού στον Οργανισμό[3]. 4. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του γενικού προϋπολογισμού, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την ως άνω προσωρινή κατάσταση του Οργανισμού, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της επιχορήγησης που προορίζεται για τον Οργανισμό, καθώς και τον αριθμό των θέσεων προσωπικού που κρίνει ότι χρειάζεται ο Οργανισμός. 5. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του Οργανισμού, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του. 6. Ο προϋπολογισμός και ο πίνακας προσωπικού εγκρίνονται από την Επιτροπή μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού, ο οποίος καθορίζει το ύψος της επιχορήγησης καθώς και τον πίνακα προσωπικού, εφόσον δε συντρέχει λόγος, αναπροσαρμόζονται αναλόγως. Άρθρο 26 Κάθε τροποποίηση του προϋπολογισμού, ακόμη και του πίνακα προσωπικού, αποτελεί το αντικείμενο διορθωτικού προϋπολογισμού, ο οποίος εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για τον αρχικό προϋπολογισμό. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Διάρθρωση και παρουσίαση του προϋπολογισμού Άρθρο 27 Ο προϋπολογισμός απαρτίζεται από μια κατάσταση εσόδων και μια κατάσταση δαπανών. Άρθρο 28 Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει: 1) όσον αφορά τα έσοδα: 24. τις προβλέψεις εσόδων του Οργανισμού για το εκάστοτε οικονομικό έτος· 25. τα προβλεφθέντα έσοδα του προηγούμενου οικονομικού έτους και τα έσοδα του οικονομικού έτους n – 2· 26. τις σχετικές παρατηρήσεις για κάθε γραμμή εσόδων. 2) όσον αφορά τις δαπάνες: 27. τις πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων για το εκάστοτε οικονομικό έτος· 28. τις πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων για το προηγούμενο οικονομικό έτος, καθώς και τις δαπάνες που ανελήφθησαν κατά το οικονομικό έτος n – 2· 29. τις σχετικές παρατηρήσεις για κάθε υποδιαίρεση. Άρθρο 29 Στον πίνακα προσωπικού του άρθρου 25 αναγράφεται, δίπλα στον αριθμό των εγκεκριμένων θέσεων για το εκάστοτε οικονομικό έτος, ο αριθμός των εγκεκριμένων θέσεων για το προηγούμενο οικονομικό έτος, καθώς και ο αριθμός των θέσεων εργασίας που έχουν πράγματι πληρωθεί. Ο πίνακας προσωπικού θέτει για τον οργανισμό υποχρεωτικό όριο· κανένας διορισμός δεν μπορεί να γίνει πέρα από το όριο αυτό. ΤΙΤΛΟΣ IV – ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Γενικές διατάξεις Άρθρο 30 Καθήκοντα διατάκτη ασκεί ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού. Εκτελεί τον προϋπολογισμό κατά τα έσοδα και τις δαπάνες, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις του Οργανισμού, με δική του ευθύνη, μέσω των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται και εντός του ορίου των διαθέσιμων πιστώσεων. Άρθρο 31 Ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να εκχωρήσει τις εξουσίες του ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού σε υπαλλήλους του Οργανισμού που υπάγονται στους κανονισμούς και στις κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι εντολοδόχοι μπορούν να ενεργούν μόνον εντός των ορίων των εξουσιών που τους έχουν ανατεθεί ρητά. Άρθρο 32 1. Απαγορεύεται σε κάθε δημοσιονομικό παράγοντα, κατά την έννοια του κεφαλαίου 2 του παρόντος τίτλου, να εκδίδει οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης του προϋπολογισμού μέσω της οποίας θα μπορούσε να προκύψει σύγκρουση μεταξύ των ιδίων του συμφερόντων και εκείνων του Οργανισμού. Εάν προκύψει τέτοια περίπτωση, ο εν λόγω παράγοντας υποχρεούται να απόσχει και να αναφέρει το γεγονός στην αρμόδια αρχή. 2. Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων όταν η αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων ενός παράγοντα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού ή ενός εσωτερικού ελεγκτή επηρεάζεται από λόγους οικογενειακούς, συναισθηματικούς, πολιτικής ή εθνικής συνάφειας, οικονομικού συμφέροντος, ή από κάθε άλλο λόγο κοινωνίας συμφέροντος με τον δικαιούχο. 3. Η αρμόδια αρχή της παραγράφου 1 είναι ιεραρχικά ανώτερη του εμπλεκόμενου υπαλλήλου. Εάν πρόκειται για τον Γενικό Διευθυντή, αρμόδια αρχή είναι η Επιτροπή. Άρθρο 33 Όπου παρίσταται ανάγκη, καθήκοντα που είναι δυνατόν να ανατίθενται μέσω συμβάσεων σε εξωτερικούς φορείς ή οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου είναι τα καθήκοντα τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και τα διοικητικά, προπαρασκευαστικά ή δευτερεύοντα καθήκοντα που δεν συνεπάγονται ούτε άσκηση δημόσιας εξουσίας, ούτε χρήση διακριτικής ευχέρειας εκτίμησης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Δημοσιονομικοί παράγοντες Τμήμα 1: Η αρχή του διαχωρισμού των καθηκόντων Άρθρο 34 Τα καθήκοντα του διατάκτη και του υπόλογου διαχωρίζονται και είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Τμήμα 2: Ο διατάκτης Άρθρο 35 1. Ο διατάκτης αναλαμβάνει τη διαχείριση των εσόδων και των δαπανών σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, καθώς και τη διασφάλιση της νομιμότητας και της κανονικότητάς τους. 2. Για τη διαχείριση των δαπανών, ο διατάκτης προβαίνει σε δημοσιονομικές δεσμεύσεις και σε νομικές δεσμεύσεις, στην εκκαθάριση των δαπανών και στην έκδοση των ενταλμάτων πληρωμής, καθώς και στις προκαταρκτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των πιστώσεων. 3. Η διαχείριση των εσόδων περιλαμβάνει την κατάρτιση των προβλέψεων απαιτήσεων, τη βεβαίωση των δικαιωμάτων είσπραξης, την έκδοση των ενταλμάτων είσπραξης και την αποστολή χρεωστικών σημειωμάτων. Εφόσον συντρέχει λόγος, περιλαμβάνει και την παραίτηση από απαιτήσεις ήδη βεβαιωθείσες. 4. Ο Γενικός Διευθυντής, ως διατάκτης του Οργανισμού, δημιουργεί την οργανωτική δομή, καθώς και τα συστήματα και τις διαδικασίες διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου που ενδείκνυνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του Οργανισμού. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να γίνει εύλογη προσαρμογή των προτύπων εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής, λαμβανομένου υπόψη του χαμηλού επιπέδου κινδύνων που συνδέονται με το διαχειριστικό περιβάλλον και με τη φύση των χρηματοδοτούμενων από τον Οργανισμό ενεργειών. 5. Πριν από την έγκριση μιας πράξης, οι επιχειρησιακές και οικονομικές πλευρές της ελέγχονται από άλλους υπαλλήλους πλην εκείνου που έχει κινήσει τη σχετική διαδικασία. Η έναρξη και ο εκ των προτέρων έλεγχος μιας πράξης αποτελούν διακριτά καθήκοντα. 6. Ο διατάκτης φυλάσσει τα δικαιολογητικά που αναφέρονται σε εκτελεσθείσα πράξη επί πέντε έτη από την ημερομηνία της απόφασης απαλλαγής ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Άρθρο 36 1. Ως έναρξη μιας πράξης του άρθρου 35 παράγραφος 5 πρέπει να νοείται το σύνολο των προπαρασκευαστικών εργασιών πριν από την έκδοση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού από τους αρμόδιους διατάκτες των άρθρων 30 και 31. 2. Ως εκ των προτέρων έλεγχος μιας πράξης, κατά την έννοια του άρθρου 35 παράγραφος 5, πρέπει να νοείται το σύνολο των εκ των προτέρων ελέγχων που διοργανώνονται από τον αρμόδιο διατάκτη, με σκοπό την επαλήθευση των επιχειρησιακών και οικονομικών πλευρών της πράξης. 3. Κάθε πράξη αποτελεί αντικείμενο τουλάχιστον μιας εκ των προτέρων επαλήθευσης. Η επαλήθευση αυτή αποσκοπεί ιδίως στη διαπίστωση: 30. της κανονικότητας και του συμμόρφωσης της δαπάνης προς τις ισχύουσες διατάξεις· 31. της εφαρμογής των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 23. 4. Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό που αναλαμβάνουν τα καθήκοντα επαλήθευσης, που προβλέπονται στην παράγραφο 2, είναι διαφορετικοί από εκείνους που ασκούν τα καθήκοντα έναρξης της πράξης, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν υπάγονται δε ιεραρχικά σε αυτούς. 5. Κάθε υπάλληλος υπεύθυνος για τον έλεγχο της διαχείρισης των δημοσιονομικών πράξεων οφείλει να διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, ακολουθεί δε ειδικό κώδικα ο οποίος βασίζεται στα πρότυπα που θεσπίζει η Επιτροπή για τις δικές της υπηρεσίες. Άρθρο 37 Ο Γενικός Διευθυντής αναφέρει στην Επιτροπή ως προς την άσκηση των καθηκόντων του ως διατάκτη, μέσω ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων (εφεξής, «η έκθεση του διατάκτη»), η οποία συνοδεύεται από τα χρηματοοικονομικά στοιχεία της διαχείρισης. Η εν λόγω έκθεση καλύπτει τα αποτελέσματα των πράξεών του σε σύγκριση με τους στόχους που του έχουν τεθεί, τους κινδύνους που συνδέονται με τις πράξεις αυτές, τη χρησιμοποίηση των πόρων που έχει στη διάθεσή του και τη λειτουργία του συστήματος εσωτερικού ελέγχου. Ο εσωτερικός ελεγκτής κατά την έννοια του άρθρου 66 λαμβάνει γνώση της ως άνω ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων, καθώς και των λοιπών προβλεπόμενων πληροφοριακών στοιχείων. Άρθρο 38 Οποιοσδήποτε υπάλληλος ασχολούμενος με τη δημοσιονομική διαχείριση και τον έλεγχο των πράξεων θεωρήσει ότι μια απόφαση, την οποία η προϊσταμένη του αρχή του επιβάλλει να εφαρμόσει ή να αποδεχθεί, είναι παράνομη, παράτυπη ή αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης ή τους επαγγελματικούς κανόνες που οφείλει να τηρεί, το επισημαίνει εγγράφως στον Γενικό Διευθυντή και, σε περίπτωση αδράνειας του τελευταίου εντός ευλόγου χρόνου, στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 4. Σε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα της Κοινότητας, ενημερώνει τις αρχές και τις υπηρεσίες που ορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία. Άρθρο 39 Σε περίπτωση που οι εξουσίες εκτέλεσης του προϋπολογισμού εκχωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 31, τότε το άρθρο 35 παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους διατάκτες κατ’ ανάθεση. Τμήμα 3: Ο υπόλογος Άρθρο 40 1. Η Επιτροπή διορίζει υπόλογο, ο οποίος υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αναλαμβάνει, εντός του Οργανισμού: 32. την ορθή εκτέλεση των πληρωμών και την είσπραξη των εσόδων και των βεβαιωμένων απαιτήσεων· 33. την προετοιμασία και την παρουσίαση των λογαριασμών σύμφωνα με τον τίτλο VΙI· 34. την τήρηση της λογιστικής σύμφωνα με τον τίτλο VΙI· 35. τη θέσπιση, σύμφωνα με τον τίτλο VΙI, των λογιστικών κανόνων και μεθόδων, καθώς και του λογιστικού σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται από τον υπόλογο της Επιτροπής· 36. τον καθορισμό και την επικύρωση των λογιστικών συστημάτων, καθώς και, όπου ενδείκνυται, την επικύρωση των συστημάτων που καθορίζονται από τον διατάκτη και προορίζονται για την παροχή ή την αιτιολόγηση των λογιστικών στοιχείων· 37. τη διαχείριση του ταμείου. 2. Ο υπόλογος λαμβάνει από τον διατάκτη, ο οποίος εγγυάται την αξιοπιστία τους, όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την κατάρτιση λογαριασμών, τα οποία παρέχουν πιστή εικόνα της περιουσιακής κατάστασης του Οργανισμού και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του. 3. Ο υπόλογος είναι ο μόνος εξουσιοδοτημένος για τη διαχείριση χρημάτων και αξιών. Είναι δε υπεύθυνος για τη διαφύλαξή τους. 4. Ο υπόλογος, εάν τούτο είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων του, μπορεί να αναθέτει ορισμένα από τα καθήκοντά του σε υπάλληλο υπαγόμενο στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και για τον οποίο είναι ιεραρχικά υπεύθυνος. 5. Η πράξη ανάθεσης καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στον εντολοδόχο, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ευθύνη των δημοσιονομικών παραγόντων Τμήμα 1: Γενικοί κανόνες Άρθρο 41 1. Με την επιφύλαξη ενδεχόμενων πειθαρχικών μέτρων, η εκχώρηση αρμοδιοτήτων μπορεί να αφαιρεθεί από τους διατάκτες, ανά πάσα στιγμή, προσωρινά ή οριστικά, από την αρχή που τους διόρισε. 2. Με την επιφύλαξη ενδεχόμενων πειθαρχικών μέτρων, ο υπόλογος μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί από τα καθήκοντά του, προσωρινά ή οριστικά, από την Επιτροπή. Η Επιτροπή διορίζει τότε προσωρινό υπόλογο. Άρθρο 42 1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν προδικάζουν την ποινική ευθύνη που είναι δυνατόν να υπέχουν οι δημοσιονομικοί παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 41, υπό τους όρους που προβλέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και από τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και σχετικά με την καταπολέμηση των περιπτώσεων διαφθοράς στις οποίες ενέχονται υπάλληλοι των Κοινοτήτων ή των κρατών μελών. 2. Κάθε διατάκτης ή υπόλογος υπέχει πειθαρχική ευθύνη και ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 43 ή 44. Σε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα της Κοινότητας, επιλαμβάνονται οι αρχές που ορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία. Τμήμα 2: Κανόνες που εφαρμόζονται για τον διατάκτη κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων Άρθρο 43 1. Ο διατάκτης υπέχει ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Έτσι, είναι δυνατόν να κληθεί να αποκαταστήσει, εν όλω ή εν μέρει, τη ζημία που έχουν υποστεί οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες λόγω σοβαρών προσωπικών παραπτωμάτων που τυχόν έχει διαπράξει κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία των καθηκόντων του, ιδίως δε κατά τη βεβαίωση δικαιωμάτων είσπραξης ή κατά την έκδοση ενταλμάτων είσπραξης, κατά την ανάληψη δαπάνης ή την υπογραφή εντάλματος πληρωμής, χωρίς να συμμορφωθεί προς τον παρόντα δημοσιονομικό κανονισμό και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του. Το ίδιο ισχύει και οσάκις, με το σοβαρό προσωπικό του παράπτωμα, αμελεί να συντάξει πράξη απαίτησης, ή αμελεί την έκδοση εντάλματος είσπραξης ή καθυστερεί, χωρίς αιτιολόγηση, την έκδοσή της ή αμελεί ή καθυστερεί την έκδοση εντάλματος πληρωμής, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την αστική ευθύνη του Οργανισμού έναντι τρίτων. 2. Όταν διατάκτης κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων θεωρεί ότι μια απόφαση που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του εμπεριέχει παρατυπίες ή αντιβαίνει προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, οφείλει να το επισημάνει εγγράφως στην εξουσιοδοτούσα αρχή. Αν η εξουσιοδοτούσα αρχή δώσει εγγράφως στον διατάκτη κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων αιτιολογημένη εντολή εκτέλεσης της ανωτέρω απόφασης, ο εντολοδόχος αυτός διατάκτης, ο οποίος οφείλει να εκτελέσει την απόφαση, απαλλάσσεται από την ευθύνη του, εκτελεί δε την εντολή, εκτός αν συνιστά παράβαση του ποινικού δικαίου ή των σχετικών προτύπων ασφαλείας. 3. Σε περίπτωση ανάθεσης αρμοδιοτήτων, ο διατάκτης παραμένει υπεύθυνος για την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων συστημάτων διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου, καθώς και για την επιλογή του διατάκτη προς τον οποίο εκχωρούνται οι αρμοδιότητες. 4. Η αρχή που έχει συσταθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, με σκοπό τον εντοπισμό των οικονομικών παρατυπιών και των ενδεχόμενων συνεπειών τους, ασκεί έναντι του Οργανισμού τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που της έχουν ανατεθεί έναντι των υπηρεσιών της Επιτροπής. Βάσει της γνώμης που διατυπώνει η ως άνω αρχή, ο Γενικός Διευθυντής αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία προς καταλογισμό πειθαρχικής ευθύνης ή ευθύνης προς χρηματική αποζημίωση. Αν η αρχή αυτή ανακαλύψει συστημικά προβλήματα, διαβιβάζει στον διατάκτη και στον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής έκθεση συνοδευόμενη από συστάσεις. Εάν η γνώμη της αρχής αυτής εμπλέκει τον Γενικό Διευθυντή, η αρχή τη διαβιβάζει στον εσωτερικό ελεγκτή και στην Επιτροπή. 5. Κάθε υπάλληλος μπορεί να υποχρεωθεί σε αποκατάσταση, εν όλω ή εν μέρει, της ζημίας που υπέστη ο Οργανισμός λόγω προσωπικών του σοβαρών παραπτωμάτων, τα οποία τυχόν διέπραξε κατά την άσκηση ή με την ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του. Η σχετική αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται για τα πειθαρχικά ζητήματα στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Τμήμα 3: Κανόνες που εφαρμόζονται για τους υπολόγους Άρθρο 44 Τα ακόλουθα περιστατικά, ιδίως, συνιστούν παράπτωμα που μπορεί να συνεπάγεται, υπό τους όρους του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πειθαρχική ευθύνη ή ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση υπολόγου: 1. Απώλεια ή φθορά χρημάτων, αξιών ή εγγράφων των οποίων έχει τη φύλαξη, ή πρόκληση απώλειας ή φθοράς λόγω αμελείας του· 2. Τροποποίηση τραπεζικών λογαριασμών ή τρεχούμενων ταχυδρομικών λογαριασμών χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση του διατάκτη· 3. Διενέργεια εισπράξεων ή πληρωμών που δεν είναι σύμφωνες με τα αντίστοιχα εντάλματα είσπραξης ή πληρωμής· 4. Παράλειψη είσπραξης των οφειλόμενων εσόδων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Πράξεις εσόδων Τμήμα 1: Γενικές διατάξεις Άρθρο 45 Ο Οργανισμός υποβάλλει στην Επιτροπή, υπό όρους και με περιοδικότητα που έχουν συμφωνηθεί με αυτήν, αιτήσεις πληρωμής ολόκληρης ή μέρους της κοινοτικής επιχορήγησης, βάσει ταμειακής πρόβλεψης. Άρθρο 46 Τα ποσά που καταβάλλονται στον Οργανισμό από την Επιτροπή στο πλαίσιο της επιχορήγησης φέρουν τόκους υπέρ του γενικού προϋπολογισμού. Τμήμα 2: Πρόβλεψη απαίτησης Άρθρο 47 Κάθε μέτρο ή κατάσταση που είναι σε θέση να δημιουργήσει ή να μεταβάλει μιαν απαίτηση του Οργανισμού αποτελεί εκ των προτέρων αντικείμενο πρόβλεψης απαίτησης από πλευράς του αρμόδιου διατάκτη. Τμήμα 3: Βεβαίωση απαίτησης Άρθρο 48 1. Βεβαίωση μιας απαίτησης είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης ή ο εντολοδόχος αυτού: 38. επαληθεύει την ύπαρξη των οφειλών του οφειλέτη· 39. προσδιορίζει ή επαληθεύει την υπόσταση και το ύψος της οφειλής· 40. επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η οφειλή καθίσταται απαιτητή. 2. Κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνεται με ένταλμα είσπραξης προς τον υπόλογο, το οποίο συνοδεύεται από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη. Τα δύο αυτά έγγραφα συντάσσονται και αποστέλλονται από τον αρμόδιο διατάκτη. 3. Με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κανονιστικών και συμβατικών διατάξεων, κάθε απαίτηση μη επιστραφείσα έως την καταληκτική ημερομηνία που καθορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα φέρει τόκους σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. 4. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ορισμένα τρέχοντα έσοδα μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσωρινών βεβαιώσεων. Μια προσωρινή βεβαίωση καλύπτει περισσότερες της μίας μεμονωμένες εισπράξεις, οπότε αυτές δεν χρειάζεται να αποτελέσουν το αντικείμενο μεμονωμένης βεβαίωσης. Πριν από τη λήξη του οικονομικού έτους, ο διατάκτης οφείλει να πραγματοποιεί τις αναγκαίες τροποποιήσεις των προσωρινών προβλέψεων, έτσι ώστε αυτές να αντιστοιχούν πλήρως στις απαιτήσεις που έχουν πράγματι βεβαιωθεί. Τμήμα 4: Εντολή είσπραξης Άρθρο 49 Εντολή είσπραξης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης παραγγέλλει στον υπόλογο, με την έκδοση εντάλματος είσπραξης, να εισπράξει απαίτηση την οποία έχει βεβαιώσει. Τμήμα 5: Είσπραξη Άρθρο 50 1. Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται. 2. Ο υπόλογος αναλαμβάνει την εκτέλεση των ενταλμάτων είσπραξης των απαιτήσεων που έχουν εκδοθεί κατά τα δέοντα από τον αρμόδιο διατάκτη. Οφείλει δε να επιδεικνύει επιμέλεια, με σκοπό την εξασφάλιση της είσπραξης των εσόδων του Οργανισμού, και να φροντίζει για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του. 3. Οσάκις ο αρμόδιος διατάκτης πρόκειται να παραιτηθεί από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης, βεβαιώνεται ότι η παραίτηση είναι κανονική και σύμφωνη με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Η παραίτηση από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης επέρχεται με απόφαση του διατάκτη, η οποία πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ο διατάκτης δεν μπορεί να εκχωρήσει την αρμοδιότητα της απόφασης αυτής. Η απόφαση παραίτησης αναφέρει τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την είσπραξη και τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία βασίζεται. 4. Ο αρμόδιος διατάκτης ακυρώνει βεβαιωθείσα απαίτηση οσάκις η ανακάλυψη πραγματικού ή νομικού σφάλματος καταδεικνύει ότι η απαίτηση δεν έχει βεβαιωθεί ορθά. Η ακύρωση αυτή επέρχεται με απόφαση του αρμόδιου διατάκτη, η οποία πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. 5. Ο αρμόδιος διατάκτης προσαρμόζει προς τα άνω ή προς τα κάτω το ποσό βεβαιωθείσας απαίτησης οσάκις η ανακάλυψη πραγματολογικού σφάλματος συνεπάγεται την τροποποίηση του ποσού της απαίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι η τροποποίηση αυτή δεν συνεπάγεται την εγκατάλειψη του δικαιώματος που έχει βεβαιωθεί υπέρ του Οργανισμού. Η αναπροσαρμογή αυτή πραγματοποιείται με απόφαση του διατάκτη, η οποία πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Άρθρο 51 Η πραγματική είσπραξη από τον υπόλογο οδηγεί στην πραγματοποίηση, από πλευράς του υπολόγου, εγγραφής στους λογαριασμούς και στην ενημέρωση του αρμόδιου διατάκτη. Άρθρο 52 1. Αν κατά την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπεται στο χρεωστικό σημείωμα δεν έγινε πράγματι η είσπραξη, ο υπόλογος ενημερώνει σχετικά τον αρμόδιο διατάκτη και κινεί αμέσως, αφού ενημερώσει τον οφειλέτη, τη διαδικασία ανάκτησης με κάθε νόμιμο μέσο, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει λόγος, της είσπραξης με συμψηφισμό και, αν αυτός δεν είναι δυνατός, με αναγκαστική εκτέλεση. 2. Ο υπόλογος προβαίνει στην είσπραξη με συμψηφισμό, και μέχρι του ποσού των απαιτήσεων του Οργανισμού, έναντι κάθε οφειλέτη ο οποίος κατέχει ο ίδιος απαίτηση βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή έναντι του Οργανισμού, υπό την προϋπόθεση ότι ο συμψηφισμός είναι νομικά εφικτός. Άρθρο 53 Συμπληρωματική προθεσμία για την πληρωμή μπορεί να χορηγηθεί από τον υπόλογο, σε συνεννόηση με τον αρμόδιο διατάκτη, μόνον μετά από έγγραφη και δεόντως αιτιολογημένη αίτηση του οφειλέτη, και υπό τους ακόλουθους δύο όρους: 1. Ο οφειλέτης δεσμεύεται να καταβάλει τόκους με το επιτόκιο που προβλέπεται στους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, για όλη την περίοδο της χορηγηθείσας προθεσμίας μετά την αρχική καταληκτική ημερομηνία· 2. Συνιστά, με σκοπό να προστατευθούν τα δικαιώματα του Οργανισμού, χρηματική εγγύηση που καλύπτει την οφειλή τόσο ως προς το κεφάλαιο όσο και ως προς τους τόκους. Τμήμα 6: Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τους φόρους και τα τέλη Άρθρο 54 Ο Γενικός Διευθυντής εκδίδει τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τους φόρους και τα τέλη. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Πράξεις δαπανών Άρθρο 55 Κάθε δαπάνη αποτελεί αντικείμενο ανάληψης, εκκαθάρισης, εντολής πληρωμής και πληρωμής. Τμήμα 1: Ανάληψη δαπάνης Άρθρο 56 1. Δημοσιονομική δέσμευση είναι η πράξη κράτησης των πιστώσεων που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μεταγενέστερων πληρωμών προς εκπλήρωση νομικής δέσμευσης. 2. Νομική δέσμευση είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δημιουργεί ή βεβαιώνει υποχρέωση από την οποία προκύπτει δαπάνη βαρύνουσα τον προϋπολογισμό. Η δημοσιονομική δέσμευση και η νομική δέσμευση εγκρίνονται από τον ίδιο διατάκτη, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, όπως προβλέπεται στους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. 3. Η δημοσιονομική δέσμευση είναι μεμονωμένη εφόσον ο δικαιούχος και το ποσό της δαπάνης έχουν προσδιορισθεί. 4. Η δημοσιονομική δέσμευση είναι συνολική εφόσον τουλάχιστον ένα από τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον χαρακτηρισμό της μεμονωμένης δέσμευσης δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί. 5. Η δημοσιονομική δέσμευση είναι προσωρινή εφόσον προορίζεται να καλύψει τρέχουσες δαπάνες διοικητικής φύσης, των οποίων είτε το ύψος είτε οι τελικοί δικαιούχοι δεν έχουν προσδιορισθεί οριστικά. Η προσωρινή δημοσιονομική δέσμευση υλοποιείται είτε με τη σύναψη μίας ή περισσότερων μεμονωμένων νομικών δεσμεύσεων, που γεννούν το δικαίωμα για μεταγενέστερες πληρωμές, είτε, σε ορισμένες έκτακτες περιπτώσεις που συνδέονται με τις δαπάνες διαχείρισης του προσωπικού, απευθείας με πληρωμές. Άρθρο 57 1. Για κάθε μέτρο που είναι δυνατόν να προκαλέσει δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού, ο αρμόδιος διατάκτης οφείλει να προβαίνει εκ των προτέρων σε δημοσιονομική δέσμευση, πριν αναλάβει νομική δέσμευση έναντι τρίτων. 2. Οι μεμονωμένες νομικές δεσμεύσεις που αναφέρονται σε δημοσιονομικές δεσμεύσεις μεμονωμένες ή προσωρινές αναλαμβάνονται το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n. Κατά την εκπνοή της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, το υπόλοιπο που δεν έχει καλυφθεί από αυτές τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις αποδεσμεύεται από τον αρμόδιο διατάκτη. 3. Οι νομικές δεσμεύσεις για ενέργειες των οποίων η υλοποίηση εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη, καθώς και οι αντίστοιχες δημοσιονομικές δεσμεύσεις, περιλαμβάνουν, εκτός εάν πρόκειται για δαπάνες προσωπικού, καταληκτική ημερομηνία εκτέλεσης, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Τα τμήματα αυτών των δεσμεύσεων που δεν έχουν υλοποιηθεί έξι μήνες μετά την ως άνω καταληκτική ημερομηνία εκτέλεσης αποτελούν το αντικείμενο αποδέσμευσης σύμφωνα με το άρθρο 10. Άρθρο 58 Κατά την έγκριση μιας δημοσιονομικής δέσμευσης, ο αρμόδιος διατάκτης βεβαιώνεται για: 1. την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό· 2. τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων· 3. τη συμμόρφωση της δαπάνης με τις εφαρμοστέες διατάξεις, ιδίως εκείνες του καταστατικού και των κανονιστικών ρυθμίσεων του Οργανισμού, καθώς και κάθε πράξης κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω· 4. την τήρηση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Τμήμα 2: Εκκαθάριση δαπάνης Άρθρο 59 Εκκαθάριση μιας δαπάνης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης: 1. επαληθεύει την ύπαρξη των δικαιωμάτων είσπραξης του πιστωτή· 2. επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η απαίτηση καθίσταται απαιτητή· 3. προσδιορίζει ή επαληθεύει την υπόσταση και το ποσό της απαίτησης. Άρθρο 60 1. Κάθε εκκαθάριση δαπάνης βασίζεται σε δικαιολογητικά έγγραφα, τα οποία πιστοποιούν τα δικαιώματα είσπραξης του πιστωτή, βάσει βεβαίωσης των πράγματι παρασχεθεισών υπηρεσιών, παραδοθεισών προμηθειών ή εκτελεσθέντων έργων, ή βάσει άλλων εγγράφων που να δικαιολογούν την πληρωμή. 2. Η απόφαση εκκαθάρισης της δαπάνης υλοποιείται με την υπογραφή ενός γραμματίου είσπραξης από τον αρμόδιο διατάκτη. 3. Στα πλαίσια μη μηχανογραφικού συστήματος, το γραμμάτιο είσπραξης εκδίδεται με σφραγίδα και υπογραφή του αρμόδιου διατάκτη. Σε μηχανογραφικό σύστημα, το γραμμάτιο είσπραξης εκδίδεται με επικύρωση, καλυπτόμενη από κωδικό πρόσβασης, από πλευράς του αρμόδιου διατάκτη. Τμήμα 3: Εντολή πληρωμής δαπάνης Άρθρο 61 1. Εντολή πληρωμής δαπάνης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης παραγγέλλει στον υπόλογο, μέσω της έκδοσης εντάλματος πληρωμής, να πληρώσει το ποσό μιας δαπάνης την οποία έχει εκκαθαρίσει. 2. Στο ένταλμα πληρωμής τίθεται ημερομηνία και υπογραφή από τον αρμόδιο διατάκτη, στη συνέχεια δε διαβιβάζεται στον υπόλογο. Τα δικαιολογητικά έγγραφα φυλάσσονται από τον αρμόδιο διατάκτη, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 6. 3. Εφόσον συντρέχει λόγος, το ένταλμα πληρωμής που διαβιβάζεται στον υπόλογο συνοδεύεται από βεβαίωση που πιστοποιεί την εγγραφή των αγαθών στα βιβλία απογραφής που αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1. Τμήμα 4: Πληρωμή δαπάνης Άρθρο 62 1. Η πληρωμή πρέπει να βασίζεται στην απόδειξη ότι η αντίστοιχη ενέργεια υλοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής πράξης, κατά την έννοια του άρθρου 49 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 και της σύμβασης, καλύπτει δε μία από τις ακόλουθες πράξεις: 41. πληρωμή του συνόλου των οφειλόμενων ποσών· 42. πληρωμή των οφειλόμενων ποσών κατά τους ακόλουθους τρόπους: 43. προχρηματοδότηση, ενδεχομένως υποδιαιρούμενη σε πλείονες καταβολές, 44. μία ή περισσότερες ενδιάμεσες πληρωμές, 45. πληρωμή του υπολοίπου των οφειλόμενων ποσών. Οι προχρηματοδοτήσεις καταλογίζονται, εν όλω ή εν μέρει, στις ενδιάμεσες πληρωμές. Όλες οι προχρηματοδοτήσεις και οι ενδιάμεσες πληρωμές καταλογίζονται στην πληρωμή των υπολοίπων. 2. Η λογιστική διαχωρίζει, κατά τον χρόνο της εκτέλεσής τους, τα διάφορα είδη πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Άρθρο 63 Η πληρωμή των δαπανών πραγματοποιείται από τον υπόλογο, εντός του ορίου των διαθέσιμων πιστώσεων. Τμήμα 5: Προθεσμίες των πράξεων δαπανών Άρθρο 64 Οι πράξεις εκκαθάρισης, εντολής πληρωμής και πληρωμής των δαπανών πρέπει να εκτελούνται εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις διατάξεις των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Μηχανογραφικά συστήματα Άρθρο 65 Σε περίπτωση διαχείρισης των εσόδων και δαπανών με μηχανογραφικά συστήματα, οι υπογραφές μπορούν να τίθενται με μηχανογραφική ή ηλεκτρονική διαδικασία. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Ο εσωτερικός ελεγκτής Άρθρο 66 1. Ο Οργανισμός διαθέτει θέση εσωτερικού ελεγκτή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του τηρώντας τα προσήκοντα διεθνή πρότυπα. 2. Ο εσωτερικός ελεγκτής της Επιτροπής ασκεί έναντι του Οργανισμού τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που του έχουν ανατεθεί έναντι των υπηρεσιών της Επιτροπής. Άρθρο 67 1. Ο εσωτερικός ελεγκτής συμβουλεύει τον Οργανισμό ως προς την αντιμετώπιση των κινδύνων, διατυπώνοντας ανεξάρτητα τη γνώμη του σχετικά με την ποιότητα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου και εκδίδοντας συστάσεις για τη βελτίωση των όρων εκτέλεσης των πράξεων και για την προώθηση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Ο εσωτερικός ελεγκτής είναι επιφορτισμένος με: 46. την εκτίμηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των εσωτερικών συστημάτων διαχείρισης, καθώς και των επιδόσεων των υπηρεσιών κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων και των ενεργειών σε συσχετισμό με τους συναφείς κινδύνους· 47. την εκτίμηση της επάρκειας και της ποιότητας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου που εφαρμόζονται για κάθε πράξη εκτέλεσης του προϋπολογισμού. 2. Ο εσωτερικός ελεγκτής ασκεί τα καθήκοντά του ως προς όλες τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του Οργανισμού. Διαθέτει πλήρη και απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε στοιχείο που είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων του. 3. Ο εσωτερικός ελεγκτής αναφέρει τις διαπιστώσεις και τις συστάσεις του στην Επιτροπή και στον Γενικό Διευθυντή. Αυτοί αναλαμβάνουν τη λήψη των επακόλουθων μέτρων των συστάσεων που προκύπτουν από τους ελέγχους. 4. Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει στον Οργανισμό ετήσια έκθεση, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, τον αριθμό και το είδος των διενεργηθέντων εσωτερικών ελέγχων, τις διατυπωθείσες συστάσεις και τη συνέχεια που εδόθη σε αυτές τις συστάσεις. Η εν λόγω ετήσια έκθεση αναφέρει, εξάλλου, και τα όποια συστημικά προβλήματα εντοπίσθηκαν από την εξειδικευμένη αρχή που έχει συσταθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. 5. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, που συντάσσεται από τον Γενικό Διευθυντή και διαβιβάζεται προς έγκριση στην Επιτροπή, περιλαμβάνει σύνοψη των εσωτερικών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από τον εσωτερικό ελεγκτή, των συστάσεων που διατυπώθηκαν και τη συνέχεια που εδόθη στις συστάσεις αυτές. Άρθρο 68 Η ευθύνη του εσωτερικού ελεγκτή για ενέργειες κατά την άσκηση των καθηκόντων του προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 87 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. ΤΙΤΛΟΣ V – ΑΝΑΘΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Άρθρο 69 Όσον αφορά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, εφαρμόζονται οι προσήκουσες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 και των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του. ΤΙΤΛΟΣ VI – ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Απόδοση των λογαριασμών Άρθρο 70 Οι ετήσιοι λογαριασμοί του Οργανισμού περιλαμβάνουν: α) τις δημοσιονομικές καταστάσεις του Οργανισμού· β) τις καταστάσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Οργανισμού. Οι λογαριασμοί του Οργανισμού συνοδεύονται από έκθεση επί της δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Άρθρο 71 Οι λογαριασμοί πρέπει να είναι τακτικοί, ειλικρινείς και πλήρεις, και να παρουσιάζουν πιστή απεικόνιση: α) όσον αφορά τις δημοσιονομικές καταστάσεις, των στοιχείων ενεργητικού, παθητικού, των εξόδων και εσόδων, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δεν περιλαμβάνονται στο ενεργητικό και στο παθητικό, καθώς και των ταμειακών ροών· β) όσον αφορά τις καταστάσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού, των στοιχείων εκτέλεσης του προϋπολογισμού ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες. Άρθρο 72 Οι δημοσιονομικές καταστάσεις καταρτίζονται βάσει των γενικώς παραδεκτών λογιστικών αρχών, οι οποίες αποσαφηνίζονται στους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 και έχουν ως εξής: α) συνέχεια των δραστηριοτήτων· β) σύνεση· γ) σταθερότητα των λογιστικών μεθόδων· δ) συγκρισιμότητα των πληροφοριών· ε) ουσιαστικότητα· στ) μη συμψηφισμός· ζ) υπεροχή της πραγματικότητας έναντι της φαινομενικής κατάστασης· η) αυτοτέλεια των χρήσεων. Άρθρο 73 1. Σύμφωνα με την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, οι δημοσιονομικές καταστάσεις λαμβάνουν υπόψη τα έξοδα και τα έσοδα που αφορούν το εκάστοτε οικονομικό έτος, ανεξάρτητα από την ημερομηνία πληρωμής ή είσπραξης. 2. Η αξία των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τους κανόνες αποτίμησης τους καθοριζόμενους από τις λογιστικές μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 132 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. Άρθρο 74 1. Οι δημοσιονομικές καταστάσεις καταρτίζονται σε ευρώ και περιλαμβάνουν: 48. τον ισολογισμό και τον λογαριασμό οικονομικού αποτελέσματος, οι οποίοι παρουσιάζουν την περιουσιακή και χρηματοοικονομική κατάσταση, καθώς και το οικονομικό αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου του διαρρεύσαντος έτους· παρουσιάζονται σύμφωνα με τη διάρθρωση που καθορίζεται στην οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη την ιδιαίτερη φύση των δραστηριοτήτων του Οργανισμού· 49. τον πίνακα ταμειακών ροών, ο οποίος εμφανίζει τις εισπράξεις και τις εκταμιεύσεις του οικονομικού έτους, καθώς και την τελική ταμειακή κατάσταση· 50. την κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων, η οποία παρουσιάζει λεπτομερώς τις αυξήσεις και τις μειώσεις που σημειώθηκαν κατά το οικονομικό έτος σε καθένα από τα στοιχεία των λογαριασμών κεφαλαίου. 2. Το παράρτημα των δημοσιονομικών καταστάσεων συμπληρώνει και σχολιάζει τα στοιχεία που παρουσιάζονται στις καταστάσεις τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1, παρέχει δε κάθε συμπληρωματικό στοιχείο που προβλέπεται από τη διεθνώς παραδεκτή λογιστική πρακτική, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι ενδεδειγμένα για τη γνώση των δραστηριοτήτων του Οργανισμού. Άρθρο 75 Οι καταστάσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού παρουσιάζονται σε ευρώ. Περιλαμβάνουν δε: 51. τον λογαριασμό δημοσιονομικού αποτελέσματος, ο οποίος ανακεφαλαιώνει όλες τις δημοσιονομικές πράξεις του οικονομικού έτους ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες· ο λογαριασμός αυτός ακολουθεί την ίδια διάρθρωση με τη διάρθρωση του προϋπολογισμού· 52. το παράρτημα του λογαριασμού δημοσιονομικού αποτελέσματος, το οποίο συμπληρώνει και σχολιάζει τα στοιχεία του εν λόγω λογαριασμού. Άρθρο 76 Ο υπόλογος κοινοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, συνοδευόμενους από την έκθεση επί της δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης, κατά τη διάρκεια του έτους που αναφέρεται στο άρθρο 71 του παρόντος κανονισμού: 1. στον υπόλογο της Επιτροπής, το αργότερο την 1η Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έκλεισε, έτσι ώστε αυτός να μπορέσει να προβεί στη λογιστική ενοποίηση κατά το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002· 2. στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το αργότερο στις 31 Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έκλεισε. Άρθρο 77 1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διατυπώνει τις παρατηρήσεις του επί των προσωρινών λογαριασμών του Οργανισμού, το αργότερο στις 15 Ιουνίου. 2. Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των προσωρινών λογαριασμών του Οργανισμού, ο Γενικός Διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού, με δική του ευθύνη, και τους διαβιβάζει στη Συμβουλευτική Επιτροπή του Οργανισμού, η οποία διατυπώνει τη γνώμη της επί των λογαριασμών αυτών. 3. Το αργότερο την 1η Ιουλίου του επομένου οικονομικού έτους, ο Γενικός Διευθυντής διαβιβάζει τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. 4. Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο του Οργανισμού. 5. Το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου, ο Γενικός Διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων που αυτό διατυπώνει στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Λογιστική Τμήμα 1: Κοινές διατάξεις Άρθρο 78 1. Λογιστική του Οργανισμού είναι το σύστημα οργάνωσης των δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών πληροφοριακών στοιχείων κατά τρόπο που να επιτρέπει τη συγκέντρωση, ταξινόμηση και καταχώριση των αριθμητικών δεδομένων. 2. Η λογιστική αποτελείται από τη γενική λογιστική και τη λογιστική του προϋπολογισμού. Αυτές οι δύο μορφές λογιστικής τηρούνται ανά ημερολογιακό έτος, σε ευρώ. 3. Τα δεδομένα της γενικής λογιστικής και της λογιστικής του προϋπολογισμού εγκρίνονται κατά το κλείσιμο του οικονομικού έτους, με σκοπό την κατάρτιση των λογαριασμών που αναφέρονται στο κεφάλαιο 1. 4. Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εμποδίζουν την τήρηση, από πλευράς του διατάκτη, και αναλυτικής λογιστικής. Άρθρο 79 Οι λογιστικοί κανόνες και μέθοδοι, καθώς και το εναρμονισμένο λογιστικό σχέδιο προς εφαρμογή από τον Οργανισμό εγκρίνονται από τον υπόλογο της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 133 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. Τμήμα 2: Γενική λογιστική Άρθρο 80 Η γενική λογιστική καταγράφει με χρονολογική σειρά, και βάσει της μεθόδου της διπλής λογιστικής, τα συμβάντα και τις πράξεις που επηρεάζουν την οικονομική, χρηματοοικονομική και περιουσιακή κατάσταση του Οργανισμού. Άρθρο 81 1. Οι διάφορες κινήσεις ανά λογαριασμό, καθώς και τα υπόλοιπά τους, εγγράφονται στα λογιστικά βιβλία. 2. Κάθε λογιστική εγγραφή, συμπεριλαμβανομένων και των λογιστικών διορθώσεων, βασίζεται σε δικαιολογητικά, στα οποία και παραπέμπει. 3. Το λογιστικό σύστημα πρέπει να επιτρέπει την απεικόνιση όλων των λογιστικών εγγραφών. Άρθρο 82 Μετά το κλείσιμο του οικονομικού έτους, και έως την ημερομηνία απόδοσης των οριστικών λογαριασμών, ο υπόλογος του Οργανισμού προβαίνει στις διορθώσεις οι οποίες, χωρίς να συνεπάγονται εκταμίευση ή είσπραξη εις βάρος αυτού του οικονομικού έτους, είναι αναγκαίες για την τακτική, πιστή και ειλικρινή παρουσίαση των λογαριασμών. Τμήμα 3: Λογιστική του προϋπολογισμού Άρθρο 83 1. Η λογιστική του προϋπολογισμού επιτρέπει να παρακολουθείται λεπτομερώς η εκτέλεση του προϋπολογισμού. 2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1, η λογιστική του προϋπολογισμού καταγράφει όλες τις προβλεπόμενες στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού πράξεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Απογραφή των παγίων στοιχείων ενεργητικού Άρθρο 84 1. Ο Οργανισμός τηρεί κατά ποσότητα και κατ’ αξία, σύμφωνα με το υπόδειγμα που εγκρίνεται από τον υπόλογο της Επιτροπής, βιβλία απογραφής όλων των ενσώματων, άυλων και χρηματοοικονομικών παγίων στοιχείων της Κοινότητας. Ο Οργανισμός επαληθεύει τη συμφωνία μεταξύ των εγγραφών των βιβλίων απογραφής και της πραγματικότητας. 2. Οι πωλήσεις κινητών περιουσιακών στοιχείων αποτελούν αντικείμενο κατάλληλης δημοσιοποίησης. ΤΙΤΛΟΣ VII – ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εξωτερικός έλεγχος Άρθρο 85 Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει τους λογαριασμούς του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 160Γ της συνθήκης Ευρατόμ. Άρθρο 86 1. Ο Οργανισμός κοινοποιεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο τον οριστικώς εγκριθέντα προϋπολογισμό. Ενημερώνει δε, το ταχύτερο δυνατόν, το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με όλες τις αποφάσεις και πράξεις του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24. 2. Ο διορισμός των διατακτών και των υπολόγων, καθώς και οι αποφάσεις εκχώρησης αρμοδιοτήτων που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 31 και 40, κοινοποιούνται στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Άρθρο 87 Ο έλεγχος που πραγματοποιείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο διέπεται από τα άρθρα 139 έως 144 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Απαλλαγή Άρθρο 88 1. Ύστερα από σύσταση του Συμβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει, έως την 30ή Απριλίου του έτους n+2, στην απαλλαγή του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους n. 2. Αν δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί η διορία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ενημερώνει τον Γενικό Διευθυντή για τους λόγους καθυστέρησης της απόφασης. 3. Στην περίπτωση όπου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναβάλει την απόφαση για τη χορήγηση της απαλλαγής, ο Γενικός Διευθυντής προσπαθεί να λάβει, το συντομότερο δυνατόν, μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή ή να διευκολυνθεί η άρση των εμποδίων για την έκδοση της απόφασης αυτής. Άρθρο 89 1. Η απόφαση απαλλαγής αναφέρεται στους λογαριασμούς όλων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού, καθώς και στο υπόλοιπο που προκύπτει από αυτούς, όπως και στο ενεργητικό και το παθητικό του Οργανισμού, που εμφανίζονται στον ισολογισμό. 2. Ενόψει της χορήγησης της απαλλαγής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξετάζει, μετά το Συμβούλιο, τους λογαριασμούς και τις δημοσιονομικές καταστάσεις του Οργανισμού. Εξετάζει επίσης την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού, καθώς και τις σχετικές ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε σχέση με το οικείο οικονομικό έτος, όπως και τη δήλωσή του Ελεγκτικού Συνεδρίου που βεβαιώνει την αξιοπιστία των λογαριασμών και τη νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων. 3. Ο Γενικός Διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από αίτημά του, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το οικείο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002. Άρθρο 90 1. Ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να ανταποκριθεί στις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για απαλλαγή, καθώς και στα σχόλια που συνοδεύουν τη σύσταση απαλλαγής που έχει εκδοθεί από το Συμβούλιο. 2. Ύστερα από σχετικό αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής συντάσσει έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ως επακόλουθα αυτών των παρατηρήσεων και σχολίων. Αντίγραφο της έκθεσης αυτής διαβιβάζει στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. TΙΤΛΟΣ VIII – ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 91 Για τα δημοσιονομικά ζητήματα που εμπίπτουν στις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν εξουσιοδοτηθεί να αποκτούν όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία και δικαιολογητικά. Άρθρο 92 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρυξέλλες, […]. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος […] [1] ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1. [2] ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72. [3] Σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, το προσωπικό του Οργανισμού Εφοδιασμού εμφαίνεται χωριστά στο πλαίσιο του πίνακα προσωπικού της Επιτροπής.