Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007IG0328(01)

Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, ενόψει της έκδοσης της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος

ΕΕ C 71 της 28.3.2007, p. 35–45 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

28.3.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 71/35


Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, ενόψει της έκδοσης της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος

(2007/C 71/13)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο α), το άρθρο 32 και το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γ),

Με πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου της Σουηδίας,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδίδει θεμελιώδη σημασία στη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που αποτελεί βασικό μέλημα των λαών των κρατών που συγκροτούν την Ένωση.

(2)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο να προσφέρει υψηλό βαθμό ασφάλειας στους πολίτες, εντός αυτού του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με την ανάπτυξη κοινών διαδικασιών μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

(3)

Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έλαβε χώρα στο Τάμπερε τον Οκτώβριο του 1999 επιβεβαίωσαν την ανάγκη βελτίωσης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για τον σκοπό της ανίχνευσης και της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων.

(4)

Στο Πρόγραμμα της Χάγης του Νοεμβρίου 2004 για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε την πεποίθηση ότι, για τον σκοπό αυτό, απαιτείται μια καινοτόμα προσέγγιση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την επιβολή του νόμου.

(5)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε, συνεπώς, ότι η ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών θα πρέπει να πληροί τους όρους που ισχύουν όσον αφορά την αρχή της διαθεσιμότητας. Αυτό σημαίνει ότι ένας υπάλληλος κράτους μέλους της Ένωσης αρμόδιος για την επιβολή του νόμου, ο οποίος χρειάζεται πληροφορίες προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του, μπορεί να τις λαμβάνει από ένα άλλο κράτος μέλος και ότι οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου στο κράτος μέλος που κατέχει τις πληροφορίες αυτές θα τις παρέχει, για τον σκοπό που έχει δηλωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της εν εξελίξει έρευνας σε αυτό το κράτος μέλος.

(6)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε την 1η Ιανουαρίου 2008 ως όριο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου στο Πρόγραμμα της Χάγης.

(7)

Η απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου των κρατών μελών μπορούν να ανταλλάσσουν, γρήγορα και αποτελεσματικά, υφιστάμενες πληροφορίες και στοιχεία για τη διερεύνηση εγκλημάτων ή τη διεξαγωγή αστυνομικών επιχειρήσεων.

(8)

Το Πρόγραμμα της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει, ωστόσο, ότι θα πρέπει να γίνεται πλήρης χρήση της νέας τεχνολογίας και ότι θα πρέπει να διευκολύνεται η αμοιβαία πρόσβαση στις εθνικές βάσεις δεδομένων. Το Πρόγραμμα της Χάγης ορίζει επίσης ότι νέες κεντρικές βάσεις δεδομένων θα πρέπει να δημιουργηθούν μόνο βάσει μελετών που θα έχουν καταδείξει την προστιθέμενη αξία τους.

(9)

Για μια πραγματική διεθνή συνεργασία, έχει πρωταρχική σημασία να είναι δυνατή η γρήγορη και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών. Ο στόχος είναι να εισαχθούν διαδικασίες για την προώθηση ταχέων, αποτελεσματικών και οικονομικών μέσων ανταλλαγής δεδομένων. Για την κοινή χρήση των δεδομένων, οι διαδικασίες αυτές πρέπει να υπόκεινται σε λογοδοσία και να περιλαμβάνουν κατάλληλες εγγυήσεις όσον αφορά την ακρίβεια και την ασφάλεια των δεδομένων κατά τη διαβίβαση και την αποθήκευση καθώς και τρόπους καταχώρησης της ανταλλαγής δεδομένων και περιορισμούς της χρήσης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται.

(10)

Οι απαιτήσεις αυτές καλύπτονται από τη Σύμβαση του Prüm της 27ης Μαΐου 2005 μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Δημοκρατίας της Αυστρίας σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης. Για να μπορέσουν να εκπληρωθούν οι ουσιαστικές απαιτήσεις του Προγράμματος της Χάγης ως προς όλα τα κράτη μέλη και ταυτοχρόνως να επιτευχθούν οι στόχοι του όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, τα βασικά μέρη της Σύμβασης του Prüm χρειάζεται να καταστούν εφαρμοστέα ως προς όλα τα κράτη μέλη. Η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου θα πρέπει να βασίζεται, συνεπώς, στις κύριες διατάξεις της Σύμβασης του Prüm.

(11)

Κατά συνέπεια, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις με στόχο τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία δικαιώματα πρόσβασης στους αυτοματοποιημένους φακέλους εξέτασης DNA, τα συστήματα αυτοματοποιημένης αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων και τα μητρώα οχημάτων. Στην περίπτωση δεδομένων από αυτοματοποιημένους φακέλους εξέτασης DNA και συστήματα αυτοματοποιημένης αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, ένα σύστημα επιτυχούς/μη επιτυχούς αναζήτησης θα πρέπει να επιτρέπει στο κράτος μέλος που προβαίνει στην αναζήτηση να ζητεί συγκεκριμένα συναφή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από το κράτος μέλος που χειρίζεται το φάκελο και, εφόσον απαιτείται, να ζητεί περαιτέρω πληροφορίες μέσω διαδικασιών αμοιβαίας συνδρομής.

(12)

Κατά τον τρόπο αυτό θα επιταχυνθούν σημαντικά οι υφιστάμενες διαδικασίες, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι σε θέση να διαπιστώνουν κατά πόσον ένα άλλο κράτος μέλος διαθέτει τις πληροφορίες που χρειάζονται και ποιο είναι αυτό το κράτος μέλος.

(13)

Η διασυνοριακή σύγκριση δεδομένων θα πρέπει να δημιουργήσει μια νέα διάσταση στον τομέα της πάταξης του εγκλήματος. Οι πληροφορίες που αποκτώνται με τη σύγκριση δεδομένων θα πρέπει να οδηγήσουν σε νέες ερευνητικές προσεγγίσεις για τα κράτη μέλη και, συνεπώς, να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην παροχή συνδρομής προς τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου των κρατών μελών.

(14)

Οι κανόνες θα πρέπει να βασίζονται στη δικτύωση των εθνικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών και, συνεπώς, να αποτελούν μια απλή και αποτελεσματική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος.

(15)

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και μη προσωπικού χαρακτήρα με στόχο τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών σε σχέση με σημαντικά γεγονότα με διασυνοριακή διάσταση.

(16)

Δεδομένου ότι η διεθνής συνεργασία, ειδικότερα για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος, πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω, η παρούσα απόφαση, πέρα από το ότι βελτιώνει την ανταλλαγή πληροφοριών, θα πρέπει να επιτρέψει μεταξύ άλλων, τη στενότερη συνεργασία μεταξύ αστυνομικών αρχών, παραδείγματος χάριν μέσω κοινών επιχειρήσεων ασφαλείας (όπως, κοινών περιπολιών) και διασυνοριακών επεμβάσεων σε περίπτωση άμεσου κινδύνου για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων.

(17)

Η στενότερη αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις πρέπει να πραγματοποιείται με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αυτό θα πρέπει να εξασφαλισθεί με τις συνολικές ειδικές ρυθμίσεις προστασίας δεδομένων που περιέχονται στην παρούσα απόφαση και είναι προσαρμοσμένες στην ειδική φύση της ρυθμιζόμενης ανταλλαγής δεδομένων. Οι ειδικές διατάξεις προστασίας δεδομένων της παρούσας απόφασης θα πρέπει να λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη την ειδική φύση της διασυνοριακής επιγραμμικής πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων. Δεδομένου ότι, κατά την επιγραμμική πρόσβαση, δεν μπορεί το κράτος μέλος που χειρίζεται τον φάκελο να προβαίνει σε προηγούμενους ελέγχους, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να εξασφαλίσει τη διεξαγωγή εκ των υστέρων παρακολούθησης.

(18)

Τα κράτη μέλη, γνωρίζοντας τη σημασία της παρούσας απόφασης για την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων, και συνειδητοποιώντας ότι η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο κράτος μέλος απαιτεί επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων εκ μέρους του λαμβάνοντος κράτους μέλους, θα πρέπει να μεριμνούν για την αποτελεσματική εφαρμογή όλων των κανόνων προστασίας δεδομένων που περιέχονται στην παρούσα απόφαση.

(19)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας απόφασης, και ιδίως η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω της διασυνοριακής φύσης των θεμάτων πάταξης του εγκλήματος και ασφαλείας, με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται τα κράτη μέλη να βασίζονται το ένα στο άλλο εν προκειμένω, και μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο μπορεί, να θεσπίσει μέτρα βάσει της αρχής της επικουρικότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(20)

Η παρούσα απόφαση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που καθιερώνονται ιδίως στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

Άρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

Μέσω της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη σκοπεύουν να αναβαθμίσουν τη διασυνοριακή συνεργασία σε θέματα που καλύπτονται από τον τίτλο IV της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπηρεσιών αρμόδιων για την πρόληψη και την διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Προς τον σκοπό αυτό, η παρούσα απόφαση περιέχει κανόνες στους εξής τομείς:

α)

Διατάξεις όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης διαβίβασης προφίλ DNA, δεδομένων σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα και ορισμένων δεδομένων σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (Κεφάλαιο 2).

β)

Διατάξεις όσον αφορά τους όρους παροχής δεδομένων σε σχέση με σημαντικά γεγονότα με διασυνοριακή διάσταση (Κεφάλαιο 3).

γ)

Διατάξεις όσον αφορά τους όρους παροχής πληροφοριών για την πρόληψη τρομοκρατικών πράξεων (Κεφάλαιο 4).

δ)

Διατάξεις όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία της αναβάθμισης της αστυνομικής συνεργασίας μέσω διάφορων μέτρων (Κεφάλαιο 5).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΠΙΓΡΑΜΜΙΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Προφίλ DNA

Άρθρο 2

Καθιέρωση εθνικών φακέλων εξέτασης DNA

1.   Τα κράτη μέλη ανοίγουν και τηρούν εθνικούς φακέλους εξέτασης DNA για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Η επεξεργασία των δεδομένων που διατηρούνται στους φακέλους αυτούς, δυνάμει της παρούσας απόφασης, εκτελείται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, τηρουμένου του εθνικού δικαίου που διέπει την επεξεργασία δεδομένων.

2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των δεδομένων αναφοράς από τους εθνικούς φακέλους εξέτασης DNA, όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1. Τα δεδομένα αναφοράς περιλαμβάνουν μόνο προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA και αριθμό αναφοράς. Τα δεδομένα αναφοράς δεν πρέπει να περιέχουν δεδομένα που να επιτρέπουν την άμεση αναγνώριση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται. Τα δεδομένα αναφοράς τα οποία δεν ανάγονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο («μη αναγνωρισθέντα προφίλ DNA») πρέπει να επισημαίνονται.

3.   Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τους εθνικούς φακέλους εξέτασης DNA στους οποίους εφαρμόζονται τα άρθρα 2 έως 6 και τους όρους της αυτοματοποιημένης αναζήτησης που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 33.

Άρθρο 3

Αυτοματοποιημένη αναζήτηση στα προφίλ DNA

1.   Για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων, τα κράτη μέλη παρέχουν στα εθνικά σημεία επαφής των λοιπών κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, πρόσβαση στα δεδομένα αναφοράς των φακέλων τους εξέτασης DNA, με εξουσία διεξαγωγής αυτοματοποιημένων αναζητήσεων μέσω σύγκρισης των προφίλ DNA. Η εξουσία αναζήτησης μπορεί να ασκείται μόνο σε ατομικές περιπτώσεις και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του αιτούντος κράτους μέλους.

2.   Εάν από αυτοματοποιημένη αναζήτηση προκύψει ότι το παρασχεθέν προφίλ DNA αντιστοιχεί σε προφίλ DNA που έχει καταχωρηθεί στο φάκελο του λαμβάνοντος κράτους μέλους στον οποίο διεξάγεται η αναζήτηση, το σημείο επαφής του λαμβάνοντος κράτους μέλους λαμβάνει αυτοματοποιημένη κοινοποίηση των δεδομένων αναφοράς με τα οποία έχει διαπιστωθεί αντιστοιχία. Εάν δεν προκύψει αντιστοιχία, παρέχεται αυτοματοποιημένη κοινοποίηση.

Άρθρο 4

Αυτοματοποιημένη σύγκριση προφίλ DNA

1.   Για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων, τα κράτη μέλη συγκρίνουν, με αμοιβαία συγκατάθεση, μέσω των εθνικών σημείων επαφής τους, τα άγνωστα προφίλ DNA που διαθέτουν με όλα τα προφίλ DNA από τα δεδομένα αναφοράς των άλλων εθνικών φακέλων εξέτασης DNA. Τα προφίλ παρέχονται και συγκρίνονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Τα άγνωστα προφίλ DNA παρέχονται προς σύγκριση μόνο εφόσον το προβλέπει το εθνικό δίκαιο του αιτούντος κράτους μέλους.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος, κατά τη σύγκριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε από τα παρασχεθέντα προφίλ DNA αντιστοιχεί σε εκείνα του φακέλου εξέτασης DNA, παρέχει αμελλητί, στο εθνικό σημείο επαφής του άλλου κράτους μέλους, τα δεδομένα αναφοράς με τα οποία διαπιστώθηκε αντιστοιχία.

Άρθρο 5

Παροχή περαιτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων πληροφοριών

Εάν, κατά τη διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 3 και 4, διαπιστώνεται αντιστοιχία μεταξύ προφίλ DNA, η παροχή οποιωνδήποτε διαθέσιμων περαιτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων πληροφοριών σχετικά με τα δεδομένα αναφοράς διέπεται από το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί νομικής συνδρομής, του προς ο η αίτηση κράτους μέλους.

Άρθρο 6

Εθνικό σημείο επαφής και μέτρα εφαρμογής

1.   Για τους σκοπούς της παροχής δεδομένων που αναφέρεται στα άρθρα 3 και 4, κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό σημείο επαφής. Οι εξουσίες του εθνικού σημείου επαφής διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

2.   Οι λεπτομερείς τεχνικές ρυθμίσεις για τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 34.

Άρθρο 7

Συλλογή κυτταρικού υλικού και παροχή προφίλ DNA

Εάν, κατά τη διάρκεια έρευνας ή ποινικής διαδικασίας, δεν υπάρχει διαθέσιμο προφίλ DNA για συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος του προς ο η αίτηση κράτους μέλους, το εν λόγω κράτος μέλος παρέχει νομική συνδρομή μέσω της συλλογής και της εξέτασης κυτταρικού υλικού από το πρόσωπο αυτό και της παροχής του αποκτηθέντος προφίλ DNA, εφόσον:

α)

το αιτούν κράτος μέλος προσδιορίζει τον σκοπό για τον οποίο απαιτείται αυτό,

β)

το αιτούν κράτος μέλος προσκομίζει ένταλμα έρευνας ή έγγραφο που έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή, όπως απαιτεί το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι προϋποθέσεις συλλογής και εξέτασης κυτταρικού υλικού θα πληρούνταν εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο ευρισκόταν στο έδαφος του αιτούντος κράτους μέλους, και

γ)

σύμφωνα με το δίκαιο του προς ο η αίτηση κράτους μέλους, πληρούνται οι προϋποθέσεις συλλογής και εξέτασης κυτταρικού υλικού και παροχής του προφίλ DNA.

ΤΜΗΜΑ 2

Δεδομένα σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα

Άρθρο 8

Δεδομένα σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα

Για τον σκοπό της εφαρμογής της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα δεδομένων αναφοράς από τον φάκελο για τα εθνικά συστήματα αυτοματοποιημένης αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν δημιουργηθεί για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Τα δεδομένα αναφοράς περιλαμβάνουν μόνο δεδομένα σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα και αριθμό αναφοράς. Τα δεδομένα αναφοράς δεν πρέπει να περιέχουν δεδομένα που να επιτρέπουν την άμεση αναγνώριση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται. Τα δεδομένα αναφοράς τα οποία δεν ανάγονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο (μη αναγνωρισθέντα δεδομένα σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα) πρέπει να επισημαίνονται.

Άρθρο 9

Αυτοματοποιημένη αναζήτηση σε δεδομένα σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα

1.   Για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων, τα κράτη μέλη παρέχουν στα εθνικά σημεία επαφής των λοιπών κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, πρόσβαση στα δεδομένα αναφοράς των συστημάτων αυτοματοποιημένης αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό, με εξουσία διεξαγωγής αυτοματοποιημένων αναζητήσεων μέσω σύγκρισης των δεδομένων σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα. Η αναζήτηση μπορεί να ασκείται μόνο σε ατομικές περιπτώσεις και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του αιτούντος κράτους μέλους.

2.   Η επιβεβαίωση των δεδομένων σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα προς τα δεδομένα αναφοράς που κατέχει το κράτος μέλος το οποίο διαχειρίζεται το φάκελο διαπιστώνεται από το εθνικό σημείο επαφής του αιτούντος κράτους μέλους μέσω της αυτοματοποιημένης παροχής των δεδομένων αναφοράς που απαιτούνται για τη διαπίστωση σαφούς αντιστοιχίας.

Άρθρο 10

Παροχή περαιτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων πληροφοριών

Εάν, κατά τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 9, διαπιστώνεται αντιστοιχία μεταξύ δεδομένων σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα, η παροχή οποιωνδήποτε διαθέσιμων περαιτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων πληροφοριών σχετικά με τα δεδομένα αναφοράς διέπεται από το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί νομικής συνδρομής, του προς ο η αίτηση κράτους μέλους.

Άρθρο 11

Εθνικό σημείο επαφής και μέτρα εφαρμογής

1.   Για τους σκοπούς της παροχής δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 9, κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό σημείο επαφής. Οι εξουσίες του εθνικού σημείου επαφής διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

2.   Οι λεπτομερείς τεχνικές ρυθμίσεις για τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 9 καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 34.

ΤΜΗΜΑ 3

Δεδομένα σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οχημάτων

Άρθρο 12

Αυτοματοποιημένη αναζήτηση στα δεδομένα σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οχημάτων

1.   Για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων και κατά την αντιμετώπιση άλλων αδικημάτων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ή της εισαγγελικής υπηρεσίας στο κράτος μέλος που προβαίνει στην αναζήτηση καθώς και για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τα κράτη μέλη παρέχουν στα εθνικά σημεία επαφής των λοιπών κρατών μελών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, πρόσβαση στα κατωτέρω δεδομένα σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οχημάτων, με εξουσία διεξαγωγής αυτοματοποιημένων αναζητήσεων σε ατομικές περιπτώσεις:

α)

δεδομένα σχετικά με ιδιοκτήτες ή χρήστες, και

β)

δεδομένα σχετικά με οχήματα.

Οι αναζητήσεις μπορούν να διεξάγονται μόνο με πλήρες αριθμό αμαξώματος ή πλήρη αριθμό άδειας κυκλοφορίας. Η εξουσία αναζήτησης μπορεί να ασκείται μόνο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που προβαίνει στην αναζήτηση αυτή.

2.   Για τους σκοπούς της παροχής δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό σημείο επαφής. Οι εξουσίες του εθνικού σημείου επαφής διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Οι λεπτομερείς τεχνικές ρυθμίσεις για τη διαδικασία περιέχονται στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 34.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Άρθρο 13

Παροχή δεδομένων μη προσωπικού χαρακτήρα

Για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας προκειμένου για σημαντικά γεγονότα με διασυνοριακή διάσταση, ιδίως αθλητικές εκδηλώσεις ή συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα κράτη μέλη παρέχουν το ένα στο άλλο, έπειτα από αίτηση και κατόπιν δικής τους συμφωνίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του παρέχοντος κράτους μέλους, οποιαδήποτε δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα απαιτούνται για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 14

Παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας προκειμένου για σημαντικά γεγονότα με διασυνοριακή διάσταση, ιδίως αθλητικές εκδηλώσεις ή συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα κράτη μέλη παρέχουν το ένα στο άλλο, έπειτα από αίτηση και κατόπιν δικής τους συμφωνίας, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν, από οριστικές καταδικαστικές αποφάσεις ή άλλες περιστάσεις, προκύπτουν εύλογες υπόνοιες ότι τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα θα διαπράξουν αξιόποινες πράξεις στο πλαίσιο του γεγονότος ή θα θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εφόσον η παροχή των δεδομένων αυτών επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο του παρέχοντος κράτους μέλους.

2.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υφίστανται επεξεργασία μόνο για τους σκοπούς που ορίζονται στην παράγραφο 1 και για το καθοριζόμενο γεγονός για το οποίο έχουν παρασχεθεί. Τα παρασχεθέντα δεδομένα πρέπει να διαγράφονται αμελλητί μόλις επιτευχθούν ή είναι πλέον αδύνατον να επιτευχθούν οι σκοποί που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα παρασχεθέντα δεδομένα πρέπει να διαγράφονται, εν πάση περιπτώσει, εντός ενός έτους κατ' ανώτατο όριο.

Άρθρο 15

Εθνικό σημείο επαφής

Για τους σκοπούς της παροχής δεδομένων κατά τα αναφερόμενα στα άρθρα 13 και 14, κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό σημείο επαφής. Οι εξουσίες του εθνικού σημείου επαφής διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Άρθρο 16

Παροχή πληροφοριών για την πρόληψη τρομοκρατικών πράξεων

1.   Για την πρόληψη τρομοκρατικών πράξεων, το κράτος μέλος μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σε ατομικές περιπτώσεις, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση, να παρέχει στα εθνικά σημεία επαφής των λοιπών κρατών μελών, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2, εφόσον αυτό απαιτείται διότι από ειδικές περιστάσεις προκύπτουν εύλογες υπόνοιες ότι τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα θα διαπράξουν αξιόποινες πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 3 της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (3).

2.   Τα δεδομένα που πρέπει να παρέχονται περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης και την περιγραφή των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτουν οι εύλογες υπόνοιες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνικό σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών με τα εθνικά σημεία επαφής των λοιπών κρατών μελών. Οι εξουσίες του εθνικού σημείου επαφής διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

4.   Το παρέχον κράτος μέλος μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, να επιβάλλει όρους για τη χρήση των σχετικών δεδομένων και πληροφοριών από το λαμβάνον κράτος μέλος. Το λαμβάνον κράτος μέλος δεσμεύεται από τους όρους αυτούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 17

Κοινές επιχειρήσεις

1.   Προκειμένου να αναβαθμισθεί η αστυνομική συνεργασία, οι αρμόδιες αρχές που ορίζουν τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την πρόληψη των αξιόποινων πράξεων, να εφαρμόζουν κοινές περιπολίες και άλλες κοινές επιχειρήσεις κατά τις οποίες όργανα ή άλλοι υπάλληλοι (εφεξής «όργανα») από άλλα κράτη μέλη συμμετέχουν σε επιχειρήσεις στο έδαφος κράτους μέλους.

2.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί, ως κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και με τη συγκατάθεση του αποσπώντος κράτους μέλους, να αναθέτει εκτελεστικές εξουσίες σε όργανα των αποσπόντων κρατών μελών που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις ή, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, να παρέχει στα όργανα των αποσπόντων κρατών μελών τη δυνατότητα να ασκούν τις εκτελεστικές εξουσίες τους σύμφωνα με το δίκαιο του αποσπώντος κράτους μέλους. Αυτές οι κυριαρχικές εξουσίες μπορούν να ασκούνται μόνο υπό την καθοδήγηση οργάνων του κράτους μέλους υποδοχής και κατά κανόνα παρουσία τους. Τα όργανα των αποσπόντων κρατών μελών υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής. Το κράτος μέλος υποδοχής αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις τους.

3.   Τα όργανα των αποσπόντων κρατών μελών που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις ενεργούν σύμφωνα με τις εντολές της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν δηλώσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 33, με τις οποίες ρυθμίζουν τις πρακτικές πτυχές της συνεργασίας.

Άρθρο 18

Συνδρομή σε σχέση με μαζικές συγκεντρώσεις και σοβαρά ατυχήματα

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν μεταξύ τους αμοιβαία συνδρομή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σε σχέση με μαζικές συγκεντρώσεις και παρόμοια σημαντικά γεγονότα και σοβαρά ατυχήματα, επιδιώκοντας να αποτρέψουν τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων και να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ως εξής:

α)

κοινοποιώντας η μία στην άλλη, το συντομότερο δυνατόν, εφόσον οι καταστάσεις αυτές έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο και ανταλλάσσοντας οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες,

β)

λαμβάνοντας και συντονίζοντας τα αναγκαία μέτρα αστυνόμευσης στο έδαφός τους προκειμένου για καταστάσεις με διασυνοριακό αντίκτυπο,

γ)

όσο είναι δυνατόν, αποσπώντας όργανα, εμπειρογνώμονες και συμβούλους και παρέχοντας εξοπλισμό, κατ' αίτηση του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει προκύψει η κατάσταση.

Άρθρο 19

Χρήση όπλων, πυρομαχικών και εξοπλισμού

1.   Τα όργανα του αποσπώντος κράτους μέλους που συμμετέχουν σε κοινή επιχείρηση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορούν να φορούν τις εθνικές τους στολές. Μπορούν να φέρουν τα όπλα, πυρομαχικά και εξοπλισμό που τους επιτρέπει το εθνικό δίκαιο του αποσπώντος κράτους μέλους. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαγορεύει στα όργανα αποσπώντος κράτους μέλους να φέρουν συγκεκριμένα όπλα, πυρομαχικά ή εξοπλισμό.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν δηλώσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 34 στις οποίες απαριθμούν τα όπλα, τα πυρομαχικά και τον εξοπλισμό που μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο στο πλαίσιο νόμιμης αυτοάμυνας ή υπεράσπισης άλλων προσώπων. Το όργανο του κράτους μέλους υποδοχής που είναι πράγματι υπεύθυνο για την επιχείρηση μπορεί, σε ατομικές περιπτώσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να δίδει άδεια προς χρήση όπλων, πυρομαχικών και εξοπλισμού για σκοπούς πέραν εκείνων που προσδιορίζονται στην πρώτη πρόταση. Η χρήση όπλων, πυρομαχικών και εξοπλισμού διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνονται αμοιβαία σχετικά με τα επιτρεπόμενα όπλα, πυρομαχικά και εξοπλισμό καθώς και τους όρους χρήσης τους.

3.   Εφόσον τα όργανα κράτους μέλους χρησιμοποιούν οχήματα στο πλαίσιο της δράσης τους δυνάμει της παρούσας απόφασης στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, υπόκεινται στις ίδιες διατάξεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας με τα όργανα του κράτους μέλους υποδοχής, μεταξύ άλλων όσον αφορά το δικαίωμα διέλευσης και οποιαδήποτε ειδικά προνόμια.

4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν δηλώσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 33, με τις οποίες ρυθμίζουν τις πρακτικές πτυχές της χρήσης όπλων, πυρομαχικών και εξοπλισμού.

Άρθρο 20

Προστασία και συνδρομή

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στα όργανα των άλλων κρατών μελών που διέρχονται τα σύνορα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την ίδια προστασία και συνδρομή την οποία παρέχουν στα οικεία όργανα.

Άρθρο 21

Γενικοί κανόνες περί αστικής ευθύνης

1.   Όταν όργανα ενός κράτους μέλους δρουν σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος στο οποίο υπάγονται ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία την οποία προξενούν κατά τις επιχειρήσεις τους, σύμφωνα με τη δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου δρουν.

2.   Το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προξενήθηκε η ζημία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, επανορθώνουν τη ζημία αυτή υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες τις οποίες προξενούν τα δικά του όργανα.

3.   Το κράτος μέλος όργανα του οποίου προξένησαν ζημία σε οποιονδήποτε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, επιστρέφουν πλήρως στο εν λόγω κράτος μέλος οποιαδήποτε ποσά τα οποία κατέβαλε στους παθόντες ή στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα.

4.   Με την επιφύλαξη της άσκησης των δικαιωμάτων τους έναντι τρίτων και εξαιρουμένης της παραγράφου 3, κάθε κράτος μέλος απέχει να κάνει χρήση της δυνατότητας να ζητήσει αποζημίωση, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, για τη ζημία την οποία υπέστη από άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 22

Ποινική ευθύνη

Τα όργανα που δρουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, δυνάμει της παρούσας απόφασης, έχουν την ίδια μεταχείριση με τα όργανα του κράτους μέλους υποδοχής έναντι ενδεχόμενων αξιόποινων πράξεων τις οποίες τυχόν διαπράττουν ή υφίστανται, εκτός εάν προβλέπεται άλλως σε άλλη συμφωνία η οποία είναι δεσμευτική για τα αφορώμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 23

Εργασιακή σχέση

Τα όργανα που δρουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, δυνάμει της παρούσας απόφασης, εξακολουθούν να υπόκεινται στις διατάξεις εργατικού δικαίου που ισχύουν στο δικό τους κράτος μέλος, ειδικότερα όσον αφορά τους πειθαρχικούς κανόνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 24

Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, νοούνται ως:

α)

«επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», οποιαδήποτε εργασία ή σειρά εργασιών που εκτελείται επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είτε με αυτόματα μέσα είτε όχι, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η διαλογή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση μέσω παροχής, διάδοσης ή άλλου τρόπου διάθεσης, η ευθυγράμμιση, ο συνδυασμός, το κλείδωμα, η διαγραφή ή η εξάλειψη δεδομένων. Η επεξεργασία κατά την έννοια της παρούσας απόφασης περιλαμβάνει επίσης την κοινοποίηση του κατά πόσον ήταν επιτυχής η αναζήτηση,

β)

«αυτοματοποιημένη διαδικασία αναζήτησης», η άμεση πρόσβαση στους αυτοματοποιημένους φακέλους άλλου φορέα, με πλήρως αυτοματοποιημένη ανταπόκριση στη διαδικασία αναζήτησης,

γ)

«χαρακτηρισμός», η επισήμανση των αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς σκοπό να περιορισθεί η επεξεργασία τους στο μέλλον,

δ)

«κλείδωμα», η επισήμανση των αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να περιορισθεί η επεξεργασία τους στο μέλλον.

2.   Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται στα δεδομένα που παρέχονται ή έχουν παρασχεθεί δυνάμει της παρούσας απόφασης, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στα προηγούμενα Κεφάλαια.

Άρθρο 25

Επίπεδο της προστασίας δεδομένων

1.   Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που παρέχονται ή έχουν παρασχεθεί δυνάμει της παρούσας απόφασης, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει στο εθνικό του δίκαιο επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που απορρέει από τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων κατά την αυτόματη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από υπολογιστή της 28ης Ιανουαρίου 1981 και το πρόσθετο πρωτόκολλό της 8ης Νοεμβρίου 2001 και λαμβάνει υπόψη, προς τον σκοπό αυτό, τη σύσταση αριθ. R (87) 15 της 17ης Σεπτεμβρίου 1987 της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη για τη ρύθμιση της χρήσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα, ακόμη και στην περίπτωση που τα δεδομένα δεν υποβάλλονται σε αυτόματη επεξεργασία.

2.   Δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση προτού να μεταφερθούν οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου στο εθνικό δίκαιο των εδαφών των σχετικών κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στα κράτη μέλη στα οποία η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα απόφαση έχει αρχίσει ήδη δυνάμει της Σύμβασης, της 27ης Μαΐου 2005, μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Δημοκρατίας της Αυστρίας σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης («Σύμβαση του Prüm»).

Άρθρο 26

Σκοπός

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το λαμβάνον κράτος μέλος επιτρέπεται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν παρασχεθεί τα δεδομένα σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. H επεξεργασία για άλλους σκοπούς επιτρέπεται μόνο με προηγούμενη άδεια του κράτους μέλους που διαχειρίζεται τον φάκελο και υπό την επιφύλαξη μόνον του εθνικού δικαίου του λαμβάνοντος κράτους μέλους. Η άδεια αυτή μπορεί να δίδεται εφόσον η εν λόγω επεξεργασία για τους συγκεκριμένους άλλους σκοπούς επιτρέπεται δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους που χειρίζεται τον φάκελο.

2.   Η επεξεργασία των δεδομένων που παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 9 από το λαμβάνον κράτος μέλος επιτρέπεται μόνον προκειμένου:

α)

να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ των συγκρινόμενων προφίλ DNA ή δεδομένων σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα,

β)

να προετοιμασθεί και να υποβληθεί αστυνομική ή δικαστική αίτηση νομικής συνδρομής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση αντιστοιχίας μεταξύ των δεδομένων αυτών,

γ)

να πραγματοποιηθεί καταχώρηση κατά την έννοια του άρθρου 30.

Το κράτος μέλος που χειρίζεται τον φάκελο μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα που του παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 9 μόνον όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της σύγκρισης, των αυτόματων απαντήσεων στις αναζητήσεις ή των καταχωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 30. Τα παρεχόμενα δεδομένα διαγράφονται αμέσως μετά τη σύγκριση των δεδομένων ή τις αυτόματες απαντήσεις στις αναζητήσεις, εκτός εάν απαιτείται περαιτέρω επεξεργασία για τους σκοπούς που αναφέρονται στα σημεία 2) και 3) του πρώτου εδαφίου.

3.   Τα δεδομένα που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 12 μπορούν να χρησιμοποιούνται από το κράτος μέλος που χειρίζεται τον φάκελο μόνον όταν αυτό απαιτείται για τον σκοπό των αυτόματων απαντήσεων σε διαδικασίες αναζήτησης ή των καταχωρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 30. Τα παρεχόμενα δεδομένα διαγράφονται αμέσως μετά τις αυτόματες απαντήσεις στις αναζητήσεις, εκτός εάν απαιτείται περαιτέρω επεξεργασία για τις καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 30. Το λαμβάνον κράτος μέλος μπορεί να χρησιμοποιεί τα δεδομένα που περιέχονται στην απάντηση μόνο για τη διαδικασία για την οποία έλαβε χώρα η αναζήτηση.

Άρθρο 27

Αρμόδιες αρχές

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρχές, φορείς και δικαστήρια που είναι αρμόδια για την προώθηση των στόχων του άρθρου 26. Ιδίως, παρέχονται δεδομένα σε άλλες οντότητες μόνο με προηγούμενη άδεια του παρέχοντος κράτους μέλους και σύμφωνα με το δίκαιο του λαμβάνοντος κράτους μέλους.

Άρθρο 28

Ακρίβεια, επίκαιρος χαρακτήρας και διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν την ακρίβεια και τον επίκαιρο χαρακτήρα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν προκύπτει, μεταξύ άλλων από κοινοποίηση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλως, ότι έχουν παρασχεθεί εσφαλμένα δεδομένα ή δεδομένα που δεν θα έπρεπε να έχουν παρασχεθεί, αυτό κοινοποιείται αμελλητί στο λαμβάνον κράτος μέλος ή τα λαμβάνοντα κράτη μέλη. Το σχετικό κράτος μέλος ή τα σχετικά κράτη μέλη υποχρεούνται να διορθώσουν ή να διαγράψουν τα δεδομένα. Επιπλέον, τα παρεχόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διορθώνονται, εφόσον διαπιστώνεται ότι είναι εσφαλμένα. Εάν ο λαμβάνων φορέας μπορεί εύλογα να θεωρήσει ότι τα παρασχεθέντα δεδομένα είναι εσφαλμένα ή ότι θα έπρεπε να διαγραφούν, ενημερώνει πάραυτα τον φορέα ο οποίος τα παρέσχε.

2.   Τα δεδομένα των οποίων η ακρίβεια αμφισβητείται από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται και των οποίων η ακρίβεια ή ανακρίβεια δεν δύναται να αποδειχθεί, επισημαίνονται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών και κατ' αίτηση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Εφόσον υπάρχει επισήμανση, μπορεί να αφαιρείται υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου των κρατών μελών και μόνο με την άδεια του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή βάσει αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου ή της ανεξάρτητης αρχής προστασίας δεδομένων.

3.   Τα παρασχεθέντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν παρασχεθεί ή ληφθεί, διαγράφονται. Τα δεδομένα τα οποία έχουν παρασχεθεί και ληφθεί νομίμως διαγράφονται:

α)

εφόσον δεν είναι αναγκαία ή δεν είναι πλέον αναγκαία για τον σκοπό για τον οποίο έχουν παρασχεθεί· όταν παρέχονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς να έχουν ζητηθεί, ο λαμβάνων φορέας ελέγχει κατά πόσον είναι αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν παρασχεθεί,

β)

μετά την πάροδο της ανώτατης περιόδου διατήρησης των δεδομένων που καθορίζει το εθνικό δίκαιο του παρέχοντος κράτους μέλους, εφόσον ο παρέχων φορέας ενημέρωσε τον λαμβάνοντα φορέα για αυτές τις ανώτατες περιόδους κατά την παροχή των δεδομένων.

Εφόσον μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι η διαγραφή αυτή θα έθιγε τα συμφέροντα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, τα δεδομένα κλειδώνονται αντί να διαγραφούν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κλειδωμένα δεδομένα μπορούν να παρέχονται ή να χρησιμοποιούνται μόνον για τον σκοπό ο οποίος εμπόδισε τη διαγραφή τους.

Άρθρο 29

Τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την εξασφάλιση της προστασίας των δεδομένων και της ασφάλειας των δεδομένων

1.   Οι παρέχοντες και λαμβάνοντες φορείς λαμβάνουν μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατεύονται αποτελεσματικά έναντι τυχαίας καταστροφής ή καταστροφής χωρίς άδεια, τυχαίας απώλειας, πρόσβασης χωρίς άδεια, μεταβολής χωρίς άδεια ή τυχαίας μεταβολής και κοινολόγησης χωρίς άδεια.

2.   Τα ειδικά χαρακτηριστικά των τεχνικών προδιαγραφών της αυτοματοποιημένης διαδικασίας αναζήτησης ρυθμίζονται στα μέτρα εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 34, τα οποία εξασφαλίζουν ότι:

α)

λαμβάνονται σύγχρονα τεχνικά μέτρα για την αποτελεσματική προστασία και ασφάλεια των δεδομένων, ιδίως όσον αφορά την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητά τους,

β)

χρησιμοποιούνται διαδικασίες κρυπτογράφησης και αδειοδότησης που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές κατά την προσφυγή σε δίκτυα γενικής πρόσβασης, και

γ)

μπορεί να ελεγχθεί το παραδεκτό των αναζητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφοι 2, 4 και 5.

Άρθρο 30

Καταγραφή κινήσεων και καταχώρηση· ειδικοί κανόνες που διέπουν την αυτοματοποιημένη και μη αυτοματοποιημένη παροχή

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι πραγματοποιείται καταγραφή κινήσεων για κάθε μη αυτοματοποιημένη παροχή και κάθε μη αυτοματοποιημένη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον φορέα που διαχειρίζεται το φάκελο και τον αναζητούντα φορέα, ώστε να εξακριβώνεται το παραδεκτό της παροχής. Η καταγραφή κινήσεων περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον λόγο της παροχής,

β)

τα παρεχόμενα δεδομένα,

γ)

την ημερομηνία της παροχής, και

δ)

το όνομα ή τα στοιχεία του λαμβάνοντος φορέα και του φορέα που χειρίζεται τον φάκελο.

2.   Τα κατωτέρω εφαρμόζονται στις αυτοματοποιημένες αναζητήσεις δεδομένων βάσει των άρθρων 3, 9 και 12 και στην αυτοματοποιημένη σύγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4:

α)

Μόνο ειδικά εξουσιοδοτημένα όργανα των εθνικών σημείων επαφής μπορούν να εκτελούν αυτοματοποιημένες αναζητήσεις ή συγκρίσεις. Ο κατάλογος των οργάνων που είναι εξουσιοδοτημένα να εκτελούν αυτοματοποιημένες αναζητήσεις ή συγκρίσεις, διατίθεται, κατόπιν αιτήσεως, στις αρχές ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 5 και στα λοιπά κράτη μέλη.

β)

Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι κάθε παροχή και λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον φορέα που διαχειρίζεται τον φάκελο και τον λαμβάνοντα φορέα καταχωρείται, συμπεριλαμβανομένης της κοινοποίησης του κατά πόσον ήταν επιτυχής η αναζήτηση. Η καταχώρηση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

παρεχόμενα δεδομένα,

ii)

ημερομηνία και ακριβής χρονική στιγμή της παροχής, και

iii)

όνομα ή στοιχεία του λαμβάνοντος φορέα και του φορέα που χειρίζεται τον φάκελο.

Ο λαμβάνων φορέας καταχωρεί επίσης τον λόγο της αναζήτησης ή παροχής καθώς και την αναγνωριστική μονάδα του οργάνου που εκτέλεσε την αναζήτηση και του οργάνου που παρήγγειλε την αναζήτηση ή την παροχή.

3.   Ο φορέας που προβαίνει στην καταχώρηση γνωστοποιεί αμέσως τα καταχωρηθέντα δεδομένα στους αρμόδιους φορείς προστασίας δεδομένων του σχετικού κράτους μέλους, το αργότερο εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη λήψη της αίτησης. Τα καταχωρηθέντα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον για τους εξής σκοπούς:

α)

παρακολούθηση της προστασίας των δεδομένων,

β)

ασφάλεια των δεδομένων.

4.   Τα καταχωρηθέντα δεδομένα προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα έναντι της ανάρμοστης χρήσης και άλλων μορφών εσφαλμένης χρήσης, διατηρούνται δε επί δύο έτη. Μετά την περίοδο διατήρησης, τα καταχωρηθέντα δεδομένα διαγράφονται αμέσως.

5.   Υπεύθυνες για τους νομικούς ελέγχους όσον αφορά την παροχή ή τη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είναι οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας δεδομένων των αντίστοιχων κρατών μελών. Οποιοσδήποτε μπορεί να ζητήσει από τους φορείς αυτούς να ελέγξουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων που τον αφορούν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ανεξάρτητα από σχετικές αιτήσεις, οι εν λόγω φορείς και οι φορείς που είναι υπεύθυνοι για την καταχώρηση εκτελούν τυχαίους ελέγχους της νομιμότητας της παροχής, βάσει των σχετικών φακέλων.

Τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών διατηρούνται προς επιθεώρηση επί 18 μήνες από τις ανεξάρτητες αρχές προστασίας δεδομένων. Μετά την περίοδο αυτή, καταστρέφονται αμέσως. Από κάθε φορέα προστασίας δεδομένων μπορεί να ζητείται από την ανεξάρτητη αρχή προστασίας δεδομένων άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας δεδομένων των κρατών μελών εκτελούν τα καθήκοντα επιθεώρησης που απαιτούνται για την αμοιβαία συνεργασία, ιδίως μέσω της ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών.

Άρθρο 31

Δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και αποζημιώσεις

1.   Κατ' αίτηση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα κατά το εθνικό δίκαιο, παρέχονται πληροφορίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, κατόπιν αποδείξεως της ταυτότητάς του, χωρίς υπέρμετρη δαπάνη, με γενικά κατανοητή διατύπωση και χωρίς απαράδεκτες καθυστερήσεις, σχετικά με τα δεδομένα τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία όσον αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, την καταγωγή τους, τον αποδέκτη ή τις ομάδες αποδεκτών, τον επιδιωκόμενο σκοπό της επεξεργασίας και τη νομική βάση της επεξεργασίας. Επιπλέον, το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δικαιούται να ζητεί τη διόρθωση των ανακριβών δεδομένων και τη διαγραφή των δεδομένων που υποβλήθηκαν παράνομα σε επεξεργασία. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επίσης ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, σε περίπτωση παράβασης των δικαιωμάτων του όσον αφορά την προστασία των δεδομένων, δύναται να καταθέσει πραγματική προσφυγή σε ανεξάρτητο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή σε ανεξάρτητη αρχή ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 28 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (4), και ότι του παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση ή άλλο νομικό αντιστάθμισμα. Οι λεπτομερείς δικονομικοί κανόνες για την επιδίωξη αυτών των δικαιωμάτων και οι λόγοι περιορισμού του δικαιώματος πρόσβασης διέπονται από τις σχετικές εθνικές νομικές διατάξεις του κράτους μέλους όπου επιδιώκει τα δικαιώματά του το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα.

2.   Όταν φορέας κράτους μέλους παρέσχε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της παρούσας απόφασης, ο λαμβάνων φορέας του άλλου κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλείται την ανακρίβεια των παρασχεθέντων δεδομένων ως λόγο προκειμένου να αποφύγει την ευθύνη του έναντι του ζημιωθέντος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εάν επιδικασθεί αποζημίωση εις βάρος του λαμβάνοντος φορέα λόγω χρήσης ανακριβών δεδομένων τα οποία του διαβιβάσθηκαν, ο φορέας ο οποίος παρέσχε τα δεδομένα επιστρέφει πλήρως στον λαμβάνοντα φορέα το ποσό που καταβλήθηκε ως αποζημίωση.

Άρθρο 32

Ενημέρωση κατ' αίτηση των κρατών μελών

Το λαμβάνον κράτος μέλος ενημερώνει το παρέχον κράτος μέλος σχετικά με την επεξεργασία των παρασχεθέντων δεδομένων και το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 33

Δηλώσεις

1.   Για τον σκοπό της εφαρμογής της παρούσας απόφασης, κάθε κράτος μέλος υποβάλλει δηλώσεις στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου όταν, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 2, της διαβιβάζει το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρονται στο οικείο εθνικό δίκαιο οι υποχρεώσεις που του επιβάλλονται βάσει της παρούσας απόφασης.

2.   Οι δηλώσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν να τροποποιούνται ανά πάσα στιγμή με την υποβολή δήλωσης στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου. Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου διαβιβάζει οποιεσδήποτε δηλώσεις λαμβάνει στα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Άρθρο 34

Μέτρα εφαρμογής

Το Συμβούλιο θεσπίζει τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 34, παράγραφος 2, στοιχείο γ), δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης ΕΕ.

Άρθρο 35

Δαπάνες

Κάθε κράτος μέλος φέρει τις επιχειρησιακές δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι δικές του αρχές σε σχέση με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης. Σε ειδικές περιπτώσεις, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούν να συμφωνούν διαφορετικούς διακανονισμούς.

Άρθρο 36

Σχέση με άλλες πράξεις

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που αφορούν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης και ισχύουν κατά την ημερομηνία έκδοσής της, στον βαθμό που οι εν λόγω συμφωνίες ή διακανονισμοί προβλέπουν την επέκταση ή διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης. Για τα οικεία κράτη μέλη, οι σχετικές διατάξεις της παρούσας απόφασης εφαρμόζονται αντί των διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης και περιέχονται στη Σύμβαση του Prüm. Οποιοδήποτε άρθρο ή μέρος άρθρου της Σύμβασης του Prüm, για το οποίο δεν εφαρμόζεται διάταξη της παρούσας απόφασης αντί της Σύμβασης του Prüm, εξακολουθεί να εφαρμόζεται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης του Prüm.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν ή να θέτουν σε ισχύ διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που αφορούν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης μετά την έναρξη της ισχύος της, στον βαθμό που οι εν λόγω συμφωνίες ή διακανονισμοί προβλέπουν την επέκταση ή διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης.

3.   Οι συμφωνίες και διακανονισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δύνανται να επηρεάζουν τις σχέσεις με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, εντός … ετών από την έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων από την παρούσα απόφαση, τις ισχύουσες συμφωνίες ή διακανονισμούς, κατά την έννοια της παραγράφου 1, των οποίων επιθυμούν να συνεχίσουν την εφαρμογή.

5.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης στο Συμβούλιο και την Επιτροπή όλες τις νέες συμφωνίες ή διακανονισμούς, κατά την έννοια της παραγράφου 2, εντός τριών μηνών από την υπογραφή τους ή, στην περίπτωση πράξεων που έχουν υπογραφεί πριν από την έκδοση της παρούσας απόφασης, εντός τριών μηνών από την έναρξη της ισχύος τους.

6.   Η παρούσα απόφαση δεν θίγει κατά κανένα τρόπο τις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

Άρθρο 37

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις της παρούσας απόφασης εντός … ετών από την έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων από την παρούσα απόφαση.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρονται στο οικείο εθνικό δίκαιο οι υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας απόφασης. Κατά τη διαβίβαση αυτή, κάθε κράτος μέλος μπορεί να δηλώνει ότι θα εφαρμόσει αμέσως την παρούσα απόφαση στις σχέσεις του με τα κράτη μέλη που έχουν προβεί στην ίδια κοινοποίηση.

3.   Βάσει των ανωτέρω στοιχείων και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη εφόσον τους ζητηθεί, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο, έως το αργότερο τρία έτη μετά την έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης και προτάσεις για οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια.

Άρθρο 38

Εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα [… ημέρες] μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις …

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Γνώμη της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 89.

(3)  ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.


Top