This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52006DC0768
Communication from the Commission to the Council in accordance with Article 19(1) of Council Directive 2003/96/EC (taxation of industrial uses of LPG and taxation of coal)
Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου (φορολογία των βιομηχανικών χρήσεων του υγραερίου και φορολογία του άνθρακα)
Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου (φορολογία των βιομηχανικών χρήσεων του υγραερίου και φορολογία του άνθρακα)
/* COM/2006/0768 τελικό */
Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου (φορολογία των βιομηχανικών χρήσεων του υγραερίου και φορολογία του άνθρακα) /* COM/2006/0768 τελικό */
[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ | Βρυξέλλες, 5.12.2006 COM(2006) 768 τελικό ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου (φορολογία των βιομηχανικών χρήσεων του υγραερίου και φορολογία του άνθρακα) 1. Εισαγωγή Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου[1] σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (εφεξής “οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων ή "οδηγία") εκτός από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην οδηγία και ειδικότερα στα άρθρα 5, 15 και 17, το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις για λόγους ειδικής πολιτικής. Η Επιτροπή εξετάζει τα αιτήματα. Στη συνέχεια, είτε υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο ή, εναλλακτικά, ενημερώνει το Συμβούλιο για τους λόγους για τους οποίους δεν πρότεινε την έγκριση του μέτρου. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επανεξέτασης των παρεκκλίσεων που λήγουν στα τέλη του 2006 βάσει της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, η Ελλάδα και η Λιθουανία υπέβαλαν αίτηση προκειμένου να τους επιτραπεί να παρεκκλίνουν από ορισμένες από τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, για ορισμένα ενεργειακά προϊόντα. Οι επιστολές αυτές πρωτοκολλήθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης[2]. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να ενημερωθεί το Συμβούλιο για τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή δεν προτείνει την έγκριση των μέτρων αυτών. 2. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ 2.1. Το αίτημα της Ελλάδας Η Ελλάδα επιθυμεί να εφαρμόσει μειωμένο φορολογικό συντελεστή στο υγραέριο που χρησιμοποιείται για βιομηχανικούς σκοπούς ίσον με 0,29 ευρώ ανά 1000 κιλά υγραερίου. Τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας (σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων) ανέρχονται σε 41 ευρώ ανά 1000 κιλά υγραερίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κίνησης. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, το μέτρο έχει δύο κύριους στόχους. Πρώτον, να προάγει τη χρήση καυσίμων περισσότερο φιλικών προς το περιβάλλον σε σύγκριση με άλλα πετρελαιοειδή, ως κατά σειρά δεύτερη καλύτερη και προσωρινή λύση λαμβανομένου υπόψη ότι το δίκτυο φυσικού αερίου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί στην Ελλάδα. Γι’ αυτόν τον σκοπό, οι ελληνικές αρχές τονίζουν τα περιβαλλοντικά οφέλη του υγραερίου. Ο δεύτερος στόχος του μέτρου είναι να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση της εθνικής βιομηχανίας. Το αίτημα δεν προβλέπει ημερομηνία λήξης του μέτρου. 2.2. Το αίτημα της Λιθουανίας Η Λιθουανία επιθυμεί να παρεκκλίνει από τις γενικές διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 2 παράγραφος 1 και να μην επιβάλλει φορολογία στον άνθρακα. Με άλλα λόγια, η Λιθουανία επιθυμεί να αναβάλει την επιβολή φορολογίας στον άνθρακα. Σύμφωνα με τις λιθουανικές αρχές, κύριος στόχος του μέτρου είναι η ανασυγκρότηση και ο εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, ιδίως των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν άνθρακα στη δραστηριότητά τους. Σύμφωνα με τις λιθουανικές αρχές, η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί πολύ χρόνο και συνεπώς υπάρχει ανάγκη αναβολής της επιβολής φορολογίας στον άνθρακα. Οι λιθουανικές αρχές επισημαίνουν σχετικά ότι στόχος του μέτρου είναι η προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης απομακρυσμένων περιοχών της χώρας. Επιπλέον, οι λιθουανικές αρχές τόνισαν την αυξανόμενη ανάγκη για πηγές φθηνής ενέργειας σε ένα περιβάλλον με αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και επισημαίνουν επίσης τις μεταβολές που υφίσταται σήμερα το εθνικό σύστημα ενέργειας λόγω του κλεισίματος του πυρηνικού σταθμού στην Ignalina. Το αίτημα προβλέπει ημερομηνία λήξης την 31η Δεκεμβρίου 2009. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ Η φορολογία των πετρελαιοειδών, συμπεριλαμβανομένου του υγραερίου, εναρμονίστηκε στην ΕΕ από το 1993[3]. Η κοινοτική νομοθεσία θέτει ελάχιστα όρια φορολογίας για τη χρήση καυσίμων κίνησης και θέρμανσης. Για λόγους ανταγωνιστικότητας μεταξύ ορισμένων βιομηχανικών και εμπορικών τομέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκείνων των τρίτων χωρών, το άρθρο 8 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων ορίζει πολύ χαμηλότερα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας για τη χρήση τους ως καυσίμων κίνησης. Στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς, αυτά τα ελάχιστα επίπεδα στοχεύουν στον καθορισμό ίσων συνθηκών ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, επετράπη αρχικά στην Ελλάδα να εφαρμόσει μειωμένους συντελεστές φορολογίας και απαλλαγή από τη φορολογία για το υγραέριο που χρησιμοποιείται για βιομηχανικούς σκοπούς. Το 2001, αυτή η άδεια παρατάθηκε για τελευταία αφορά από το Συμβούλιο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006 και κατόπιν ενσωματώθηκε στις μεταβατικές ρυθμίσεις της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Η θέσπιση της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής των εναρμονισμένων φόρων κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα πέραν των πετρελαιοειδών, αλλά σε άμεσο ανταγωνισμό με αυτά, όπως ο άνθρακας. Στόχος ήταν η εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των πετρελαιοειδών και άλλων άμεσα ανταγωνιστικών ενεργειακών προϊόντων που δεν υπόκεινται σε φορολογία σε επίπεδο ΕΕ και, επιπλέον, η εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των καταναλωτών ενέργειας στα διάφορα κράτη μέλη τα οποία φορολογούν ή δεν φορολογούν ενεργειακά προϊόντα πέραν από τα πετρελαιοειδή (βλέπε τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων). Για να επιτραπεί στα κράτη μέλη να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και ιδίως για να αποφευχθούν αιφνίδιες αυξήσεις τιμών σε νέα φορολογήσιμα προϊόντα, η οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων καθόρισε διάφορες μεταβατικές περιόδους (γενικές ή ανά χώρα). Σ’ αυτό το πλαίσιο, και δεδομένης της ιδιαιτερότητας της Λιθουανίας, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος επετράπη να αναβάλει τη φορολογία επί του άνθρακα, του κοκ και του λιγνίτη μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2007.[4] Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της του Ιουνίου 2006 Επανεξέταση των παρεκκλίσεων που περιέχονται στα παραρτήματα II και III της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου, οι οποίες λήγουν στα τέλη του 2006 (εφεξής «η ανακοίνωση 2006»)[5] παρέσχε επισκόπηση της ευρέος φάσματος ευελιξίας που περιείχε ήδη η οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και, ιδίως, υπογράμμισε τη λογική και τα κίνητρα που στηρίζουν τη συμπερίληψη ορισμένων εναλλακτικών λύσεων για προϊόντα ή χρήστες. Ιδίως, η Επιτροπή τόνισε ότι η οδηγία ήδη λαμβάνει δεόντως υπόψη τους δυνητικούς ανταγωνιστικούς περιορισμούς που δύνανται να προκύψουν από τη φορολογία της ενέργειας. Επίσης, η Επιτροπή τόνισε σ’ αυτή την ανακοίνωση τη ζωτική σημασία που αποδίδει η οδηγία στη φορολογία του άνθρακα. 4. Αξιολόγηση της Επιτροπής Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελλάδα και η Λιθουανία στα αιτήματά τους προέβαλαν κυρίως επιχειρήματα τα οποία λαμβάνονται υπόψη από την ίδια την οδηγία η οποία αναφέρεται ιδίως στο πεδίο εφαρμογής της φορολογίας, ορίζοντας τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας και τη δυνατή φορολογική διαφοροποίηση για ορισμένα προϊόντα και χρήσεις. Προβλέποντας τα διάφορα κριτήρια, ο κοινοτικός νομοθέτης, που ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93 ΕΚ, στάθμισε ανάλογα επιχειρήματα, στόχους και συμφέροντα που αναφέρονται παρομοίως στο άρθρο 19 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, και ιδίως η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ο θεμιτός ανταγωνισμός, και οι κοινοτικές πολιτικές για το περιβάλλον και την ενέργεια. Ειδικότερα, ο κοινοτικός νομοθέτης, κατά την έκδοση της οδηγίας, έλαβε δεόντως υπόψη τις ανταγωνιστικές πτυχές. Αυτές επηρέασαν πρώτα απ’ όλα τον ορισμό των ελάχιστων επιπέδων φορολογίας σύμφωνα με το προϊόν και τη χρήση. Επιπλέον, η οδηγία περιέχει πλήρη δέσμη πιθανών εναλλακτικών λύσεων, στις οποίες μπορούν να προσφύγουν τα κράτη μέλη βάσει της ίδιας της οδηγίας, γεγονός που τους επιτρέπει να ορίσουν συμπληρωματικές διαφοροποιήσεις των φορολογικών συντελεστών για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των προβληματισμών σχετικά με την ανταγωνιστικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας πρέπει να τηρηθούν για να διασφαλιστούν ίσες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά. Επίπεδα χαμηλότερα από τα ελάχιστα μπορούν να εφαρμοστούν όταν οι χρήστες είναι επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα αυστηρά κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 έως 4 της οδηγίας. Ένα από αυτά τα κριτήρια είναι ότι μπορούν να επιτευχθούν με άλλα μέσα οι περιβαλλοντικοί στόχοι αυτών των ελάχιστων ορίων. Τα ελάχιστα όρια που εφαρμόζονται εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας, χαμηλότερα από τα όρια που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, πρέπει να εξετασθούν σε αυτό το πλαίσιο. Κατά συνέπεια, η αναφορά της Ελλάδας στην ανταγωνιστική θέση των βιομηχανιών της δεν αντικατοπτρίζει ένα λόγο ειδικής πολιτικής για τους σκοπούς του άρθρου 19 της οδηγίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια απεριόριστη παρέκκλιση για λόγους ανταγωνιστικότητας, όπως ζήτησε η Ελλάδα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι σκόπιμο να χορηγηθεί περαιτέρω παρέκκλιση για μια περιορισμένη περίοδο. Η Ελλάδα είχε ήδη αρκετό χρόνο για να προσαρμοστεί στα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας του υγραερίου, δεδομένου ότι τα εναρμονισμένα ελάχιστα όρια φορολογίας των καυσίμων κίνησης για ορισμένους βιομηχανικούς και εμπορικούς σκοπούς υφίστανται ήδη από το 1993 και εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Η Ελλάδα δεν αντέταξε κανένα επιχείρημα σ’ αυτό το πλαίσιο, που να μπορεί να ληφθεί υπόψη δυνάμει του άρθρου 19 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Όσον αφορά το γεγονός ότι η Ελλάδα επικαλείται τις περιβαλλοντικές πτυχές του υγραερίου, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει ότι απ’ ό,τι γνωρίζει η εγκατάσταση του δικτύου φυσικού αερίου έχει ήδη μερικώς ολοκληρωθεί, ιδίως στις περισσότερο βιομηχανικές περιοχές της Ελλάδας. Υπερβολικά ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση για το υγραέριο, ιδίως η ουσιαστική απαλλαγή που προβλέπεται από αυτό το κράτος μέλος, θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους χρήστες από το να στραφούν στο φυσικό αέριο, το οποίο είναι φιλικό προς το περιβάλλον τουλάχιστον όσο και το υγραέριο. Τούτο θα μπορούσε να διαταράξει την ανταγωνιστική σχέση μεταξύ αυτών των δύο καυσίμων που έχει ορίσει το Συμβούλιο στο πλαίσιο του άρθρου 8 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Αυτή η ανταγωνιστική σχέση, μαζί με άλλες παρόμοιες σχέσεις, ορίστηκαν σκόπιμα από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93 ΕΚ. Η διαφορετική αξιολόγηση ενός κράτους μέλους δεν συνιστά λόγο ειδικής πολιτικής κατά την έννοια του άρθρου 19 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Όσον αφορά την αίτηση που υπέβαλε η Λιθουανία, υπενθυμίζεται κυρίως ότι η οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων επεξέτεινε σκόπιμα τους εναρμονισμένους φόρους κατανάλωσης στον άνθρακα (βλέπε ανωτέρω). Επιπλέον της ανταγωνιστικής πτυχής μεταξύ των διαφόρων καυσίμων, τούτο δικαιολογείται και από την ανάγκη για προστασία του περιβάλλοντος, μια πτυχή που η οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά κάθε ενεργειακού προϊόντος. Έτσι, η οδηγία αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 6 της Συνθήκης το οποίο απαιτεί την ενσωμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος στον ορισμό και στην εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών (6η αιτιολογική σκέψη). Επιπλέον, αναφέρεται στο πρωτόκολλο του Κιότο που κυρώθηκε από την Κοινότητα[6] και υπενθυμίζει ότι η φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ένα εκ των διαθέσιμων μέσων προς επίτευξη των στόχων του πρωτοκόλλου του Κιότο (7η αιτιολογική σκέψη). Ακόμα, μεταξύ των κυρίων κατηγοριών καυσίμων που καλύπτονται από την οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, ο άνθρακας παρουσιάζει τις υψηλότερες εκπομπές CO2. Βάσει των παραπάνω, το αίτημα της Λιθουανίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στο μέτρο που θεωρείται ότι βασίζεται γενικά σε προβληματισμούς σχετικά με την ανταγωνιστικότητα. Η οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων σκόπιμα ενσωματώνει τον άνθρακα στο καθεστώς της, και πιο συγκεκριμένα για λόγους ανταγωνισμού, ενώ προβλέπει διάφορες παρεκκλίσεις, όπως αναφέρεται λεπτομερώς ανωτέρω. Συνεπώς, προβληματισμοί όπως οι προαναφερθέντες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως λόγοι ειδικής πολιτικής για τους σκοπούς του άρθρου 19 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Επίσης, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, από περιβαλλοντικής πλευράς, η οποία πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια του άρθρου 19, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση από εκείνη του άρθρου 19. Τα ανωτέρω συμπεράσματα ενισχύονται περισσότερο από το επιχείρημα της Λιθουανίας σύμφωνα με το οποίο ο άνθρακας θίγεται λιγότερο από μια αύξηση της τιμής της ενέργειας απ’ ό,τι άλλα περισσότερο φιλικά προς το περιβάλλον καύσιμα όπως το φυσικό αέριο. Επιπλέον, είναι προσήκον να εξεταστούν ορισμένα συμπληρωματικά επιχειρήματα που υπέβαλε η Λιθουανία. Το αίτημα της Λιθουανίας μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από την επιθυμία παράτασης της απαλλαγής του άνθρακα ως μέτρου μεταβατικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό τον σκοπό, πρέπει να τονισθεί ότι στη Λιθουανία χορηγήθηκε παρέκκλιση που επιτρέπει την απαλλαγή του άνθρακα, του οπτάνθρακα και του λιγνίτη από τη φορολογία μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2007[7] σε πλήρη ευθυγράμμιση με το αίτημά της που υπέβαλε πριν την ένταξη στην ΕΕ στα πλαίσια της χορήγησης μεταβατικών περιόδων από την προσφάτως εκδοθείσα οδηγία προς τα υπό ένταξη κράτη μέλη[8]. Στόχος των μεταβατικών περιόδων ήταν να επιτραπεί στα εν λόγω κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις νέες απαιτήσεις που εισήγαγε η οδηγία. Γι’ αυτό τον σκοπό, το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι ελάχιστοι συντελεστές που όρισε η οδηγία 2003/96/EΚ ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες και κατά συνέπεια υπήρχε ανάγκη μεταβατικών περιόδων (βλ. 2η και 3η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/74/EΚ). Οι μεταβατικές περίοδοι που χορηγήθηκαν στα πλαίσια της οδηγίας 2004/74/EΚ σε συμφωνία με το αίτημα της Λιθουανίας, έλαβαν υπόψη ιδίως, το επιχείρημα στο οποίο στηρίχθηκε η Λιθουανία σήμερα, όσον αφορά την αναγκαία μεταβατική περίοδο για τον τομέα ενέργειας της Λιθουανίας κατόπιν του παροπλισμού του πυρηνικού σταθμού Ignalina. Υπό αυτό το πρίσμα, η Λιθουανία ζήτησε παρέκκλιση η οποία και της χορηγήθηκε και η οποία της επιτρέπει να απαλλάξει το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια από τη φορολογία μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010 σύμφωνα με το πρόγραμμα παροπλισμού του πυρηνικού σταθμού Ignalina. Δεδομένου ότι όλες αυτές οι πτυχές ελήφθησαν δεόντως υπόψη κατά την έκδοση της οδηγίας 2004/74/EΚ, η Επιτροπή δεν μπορεί να διακρίνει κανένα λόγο ειδικής πολιτικής στο παρόν πλαίσιο. Τέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει αποδεκτό το επιχείρημα περιφερειακής πολιτικής που προέβαλε η Λιθουανία. Αναφορικά με αυτό, η Επιτροπή σημειώνει ότι η παρέκκλιση που χορηγήθηκε για την περίοδο 2004 – 2006 δεν είχε στόχο την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, και κατά συνέπεια καμία «παράταση» της παρέκκλισης δεν είναι δυνατή σ’ αυτό το πλαίσιο. Ο προαναφερθείς στόχος δεν δύναται να γίνει αποδεκτός επίσης, όπως έχει, ως αξιόπιστο λόγος πολιτικής, δυνάμενος να δικαιολογήσει την έγκριση που ζητήθηκε δυνάμει του άρθρου 19 της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι η προβλεπόμενη ευνοϊκή μεταχείριση δεν περιορίζεται σε ορισμένες περιφέρειες, η φοροαπαλλαγή του άνθρακα δεν φαίνεται να αποτελεί αναλογική απάντηση σε ένα τέτοιο στόχο πολιτικής. Αντί να συνιστά μια κατάλληλη άμεση στήριξη σε συγκεκριμένες δραστηριότητες[9], η φοροαπαλλαγή του άνθρακα δεν θα ικανοποιούσε συγκεκριμένες ανάγκες που προκύπτουν από διάφορες καταστάσεις, αλλά θα στήριζε αδιακρίτως την κατανάλωση άνθρακα, υπονομεύοντας ανώφελα έναν από τους κύριους στόχους αυτής της φορολογίας και συγκεκριμένα τη δημιουργία κινήτρων για βελτιωμένη ενεργειακή αποδοτικότητα και την επακόλουθη προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει εκ νέου ότι η οδηγία σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων περιέχει διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν ορισμένες παραχωρήσεις όσον αφορά τη φορολογία, ενώ διαφυλάσσουν τα περιβαλλοντικά αποτελέσματα που υποτίθεται ότι θα παράγει (βλέπε ιδίως το άρθρο 17 παράγραφοι 2 έως 4 της οδηγίας). 5. Συμπεράσματα Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι λόγοι πολιτικής που επικαλέσθηκαν οι ενδιαφερόμενοι δεν δικαιολογούν την έγκριση των μέτρων, τα οποία θα οδηγούσαν σε παρεκκλίσεις από ορισμένες από τις βασικές διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων. Δεδομένων των όρων της οδηγίας σχετικά με τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων που προβλέπει, οι προβληματισμοί όσον αφορά τον ανταγωνισμό που στηρίζουν τα αιτήματα δεν έχουν χαρακτήρα λόγων ειδικής πολιτικής για τους σκοπούς του άρθρου 19. Ορισμένες πτυχές των αιτημάτων που υποβλήθηκαν αντιφάσκουν με τους στόχους και τα συμφέροντα που αποτελούν τις βάσεις των διατάξεων της οδηγίας, που επίσης αναφέρονται στο άρθρο 19. Η απαλλαγή του άνθρακα από τη φορολογία δεν αποτελεί αναλογική απάντηση στους στόχους ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού που προέβαλε η Λιθουανία. Επίσης, κανένας λόγος δυνάμει του άρθρου 19 δεν θα δικαιολογούσε τα μέτρα ως μεταβατικά μέτρα. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν προτείνει την έγκριση των μέτρων αυτών. [1] Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 31.10.2003 σ. 51· οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία από τις οδηγίες 2004/74/ΕΚ και 2004/75/ΕΚ (ΕΕ L 157 της 30ής Απριλίου 2004, σ. 87 και 100). [2] 13 Οκτωβρίου 2006 (Ελλάδα) και 29 Σεπτεμβρίου 2006 (Λιθουανία). [3] Οδηγία 92/81/EΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316 της 31.10.1992)· οδηγία που καταργήθηκε μαζί με την οδηγία 92/82/EΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 1992 για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή από την 31η Δεκεμβρίου 2003 με την οδηγία 2003/96/EΚ του Συμβουλίου. [4] Βλ. οδηγία 2004/74/EΚ του Συμβουλίου της 29.4.2004, ΕΕ L 157, σ. 87 [5] COM(2006) 342 της 30ής Ιουνίου 2006 Επανεξέταση των παρεκκλίσεων που περιέχονται στα παραρτήματα II και III της οδηγίας 2003/96/EΚ του Συμβουλίου, οι οποίες λήγουν στα τέλη του 2006 . [6] Απόφαση 94/69/EΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1993 σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές, ΕΕ L 33, 7.2.1994, σ. 11. [7] Οδηγία 2004/74/EΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη δυνατότητα για ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, όσον αφορά τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, προσωρινές απαλλαγές ή μειώσεις των επιπέδων φορολογίας (ΕΕ L 157 της 30ης Απριλίου 2004, σ. 87). [8] COM(2004) 42 της 28 ης Ιανουαρίου 2004 Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ σχετικά με τη δυνατότητα για ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, όσον αφορά τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, προσωρινές απαλλαγές ή μειώσεις των επιπέδων φορολογίας (ΕΕ L 157 της 30 ης Απριλίου 2004, σ. 87) . [9] Η χορήγηση των οποίων υπόκειται φυσικά σε κανόνες που ισχύουν στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.