Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005PC0661

    Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής όσον αφορά ορισμένα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες {SEC(2005) 1657}

    /* COM/2005/0661 τελικό - ACC 2005/0254 */

    52005PC0661

    Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής όσον αφορά ορισμένα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες {SEC(2005) 1657} /* COM/2005/0661 τελικό - ACC 2005/0254 */


    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 16.12.2005

    COM(2005) 661 τελικό

    2005/0254 (ACC)

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής όσον αφορά ορισμένα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες {SEC(2005) 1657}

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Το Δεκέμβριο του 2003 η Επιτροπή υπέβαλε στην επιτροπή του άρθρου 133 του Συμβουλίου έγγραφο εργασίας σχετικά με την πιθανότητα θέσπισης ενός καθεστώτος σήμανσης της καταγωγής ΕΕ, μετά το ανανεωμένο ενδιαφέρον που εξέφρασαν ορισμένα κράτη μέλη και ορισμένοι κλάδοι ως προς το θέμα αυτό. Τα εν λόγω κράτη μέλη και οι εν λόγω κλάδοι εξέφραζαν ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον σχετικά με το αυξημένο ποσοστό παραπλανητικών και/ή δόλιων σημάτων καταγωγής σε προϊόντα εισαγωγής. Τα προαναφερόμενα μέρη αιτήθηκαν τη θέσπιση κανόνων που απαιτούν τη σήμανση της καταγωγής των προϊόντων εισαγωγής και/ή της ΕΕ.

    Το πρώτο εξάμηνο του 2004, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία διαβούλευσης σχετικά με το θέμα αυτό στην οποία συμμετείχαν οι κύριοι φορείς - βιομηχανία, συνδικάτα, καταναλωτές και άλλοι φορείς – τα αποτελέσματα της οποίας συζητήθηκαν στην επιτροπή του άρθρου 133 τον Ιούλιο του 2004. Η επιτροπή του άρθρου 133 κάλεσε την Επιτροπή να προβεί σε περαιτέρω διαβουλεύσεις σχετικά με τη σκοπιμότητα ενός καθεστώτος σήμανσης της καταγωγής που θα ισχύει σε επιλεγμένες κατηγορίες εισαγωγής, καθώς και άλλες εναλλακτικές λύσεις και να υποβάλει τα συμπεράσματά της καθώς και σύσταση στο Συμβούλιο. Έτσι, πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω διαβουλεύσεις από το Σεπτέμβριο του 2004 έως τον Απρίλιο του 2005.

    Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προαναφερόμενης διαδικασίας διαβούλευσης, το συνημμένο σχέδιο κανονισμού προτείνει την εισαγωγή ενός υποχρεωτικού καθεστώτος σήμανσης της καταγωγής που θα καλύπτει σειρά κλάδων που κρίνουν ότι θα επωφεληθούν από την πρωτοβουλία (βλ. παράρτημα) και θα ισχύει μόνον για εισαγόμενα προϊόντα. Εκτιμάται ότι η λύση αυτή λαμβάνει καλύτερα υπόψη τα συμφέροντα των περισσότερων φορέων (της βιομηχανίας, των εργατικών ενώσεων και μέρους της κίνησης των καταναλωτών), είναι μια λύση που περιορίζει οιαδήποτε κόστη και ζημίες για άλλα ενδιαφερόμενα μέρη (βιομηχανίες της ΕΕ που έχουν μεταφέρει την παραγωγή τους, έμποροι), και που εξασφαλίζει ταυτόχρονα έναν θετικό αντίκτυπο όσον αφορά τους στόχους πολιτικής της πρωτοβουλίας.

    Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν διαθέτει σήμερα νομοθεσία σχετικά με τη χρήση της σήμανσης καταγωγής («made in») για βιομηχανικά προϊόντα. Μια πρόσφατη οδηγία με στόχο την εναρμόνιση του ελέγχου των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών εντός της αγοράς αφορά επίσης πτυχές της παραπλανητικής χρήσης των ενδείξεων καταγωγής. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν προσδιορίζει την έννοια του «made in», ούτε επιτρέπει ελέγχους από τις τελωνειακές αρχές. Διαφέρουν, επίσης οι κανόνες σχετικά με την εθελοντική χρήση των σημάτων καταγωγής που υφίστανται σε ορισμένα κράτη μέλη.

    Η σημερινή κατάσταση τοποθετεί την ΕΚ σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους που απαιτούν τη σήμανση της καταγωγής για τα εισαγόμενα προϊόντα. Αφαιρεί τη δυνατότητα από τους κοινοτικούς παραγωγούς ευαίσθητων ως προς την καταγωγή καταναλωτικών αγαθών να πραγματοποιούν κέρδη που συνδέονται με την παραγωγή εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με συνέπεια να χάνεται η ευκαιρία για την πιο αποτελεσματική πρόληψη δόλιων και/ή παραπλανητικών ισχυρισμών περί καταγωγής. Κατά συνέπεια, η ΕΚ χάνει την ευκαιρία για τη βελτίωση της ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την καταγωγή ορισμένων προϊόντων που μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη για την επιβολή της προαναφερόμενης οδηγίας. Το παρόν σχέδιο κανονισμού στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων.

    Οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της ΕΚ όπως ο Καναδάς, η Κίνα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ επιβάλλουν ήδη σήμανση καταγωγής στα εισαγόμενα προϊόντα. Οι εξαγωγείς στην ΕΚ οφείλουν να συμμορφωθούν με τις εν λόγω απαιτήσεις και να τοποθετούν σήμα καταγωγής στα προϊόντα τους. Έτσι, η παρούσα πρόταση θα τοποθετήσει την ΕΚ σε ίση θέση σε σχέση με τους εμπορικούς της εταίρους με τη θέσπιση αντίστοιχης νομοθεσίας.

    Η απουσία ενός κοινού ορισμού της καταγωγής για σκοπούς σήμανσης, για κανόνες σήμανσης και για κοινούς κανόνες σχετικά με τους ελέγχους επηρεάζει όχι μόνον τους καταναλωτές που μπορεί εξαπατώνται ως προς την καταγωγή των αγορών τους, ή να μην τους παρέχονται στοιχεία σχετικά με την καταγωγή των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και την ανταγωνιστικότητα του κοινοτικού κλάδου.

    Η σήμανση καταγωγής θα συμβάλει επίσης στην πρόληψη της σπίλωσης της φήμης του κοινοτικού κλάδου από ανακριβείς ή απλά δόλιους ισχυρισμούς περί καταγωγής.

    Η σήμανση καταγωγής θα διευκολύνει την επιλογή των καταναλωτών και θα συμβάλει στη μείωση των δόλιων ισχυρισμών περί καταγωγής. Η βελτιωμένη διαφάνεια και η ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων θα συμβάλει επίσης στην υλοποίηση του στόχου της ατζέντας της Λισσαβόνας σχετικά με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων που υφίστανται σήμερα αθέμιτο ανταγωνισμό στην αγορά.

    Ο κανονισμός αποσκοπεί σε έναν καθορισμό της χώρας καταγωγής βάσει των μη προτιμησιακών κανόνων καταγωγής της ΕΚ, όπως εφαρμόζονται για άλλους τελωνειακούς σκοπούς. Η εφαρμογή των μη προτιμησιακών κανόνων καταγωγής της ΕΚ για σκοπούς σήμανσης της καταγωγής είναι συνεπής προς τις δεσμεύσεις της ΕΚ όπως προκύπτουν από τη συμφωνία του ΠΟΕ περί κανόνων καταγωγής.

    Με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή μείωση της επιβάρυνσης από το νέο καθεστώς, ο κανονισμός περιορίζει τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις για τη σήμανση των προϊόντων στο ελάχιστο ώστε να εξασφαλιστεί ότι το σήμα καταγωγής εντοπίζεται εύκολα και είναι κατανοητό από τον καταναλωτή, αλλά ταυτόχρονα δεν αντικαθίσταται ούτε φαλκιδεύεται εύκολα. Όσον αφορά τη γλώσσα, ο κανονισμός δίνει τη δυνατότητα της χρησιμοποίησης των λέξεων «made in» ή άλλων παρόμοιων εκφράσεων σε οιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που είναι κατανοητή από τον τελικό καταναλωτή.

    Αναγνωρίζοντας ότι τα συγκεκριμένα μέσα για τον καθορισμό ενός σήματος καταγωγής μπορεί να εξαρτώνται από το είδος του προϊόντος, ο κανονισμός εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να νομοθετήσει περαιτέρω σχετικά με το θέμα αυτό. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι και άλλοι κλάδοι μπορεί να ενδιαφέρονται να προσχωρήσουν στο καθεστώς σήμανσης της καταγωγής, ή ότι η σήμανση της καταγωγής μπορεί να παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον για άλλους κλάδους, ο κανονισμός εξουσιοδοτεί επίσης την Επιτροπή να συμπεριλάβει ή να διαγράψει κλάδους από το πεδίο εφαρμογής της.

    2005/0254 (ACC)

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής όσον αφορά ορισμένα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

    την πρόταση της Επιτροπής[1],

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Ο παρών κανονισμός ισχύει σε εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα, εξαιρουμένων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) του αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1999 για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας[2], και των τροφίμων που ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2002 για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων[3].

    (2) Η απουσία κοινοτικών κανόνων και οι διαφορές μεταξύ των συστημάτων που ισχύουν στα κράτη μέλη, όσον αφορά την ένδειξη σε ορισμένα προϊόντα σχετικά με τη χώρα καταγωγής τους, έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου σε πολλούς κλάδους σημαντικό μέρος των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες και που διανέμονται στην αγορά της Κοινότητας δεν φέρουν κανένα ή φέρουν αποπροσανατολιστικά στοιχεία σχετικά με τη χώρα καταγωγής τους.

    (3) Η οικονομική σημασία του σήματος καταγωγής για τη λήψη απόφασης από τον καταναλωτή και για το εμπόριο αναγνωρίζεται από την πρακτική άλλων σημαντικών εμπορικών εταίρων που έχουν θεσπίσει υποχρεωτικούς κανόνες για την επίθεση σήματος καταγωγής. Οι εξαγωγείς στην Κοινότητα οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανόνες αυτούς και να τοποθετούν σήμα καταγωγής στα προϊόντα που επιθυμούν να εξάγουν στις κοινοτικές αγορές.

    (4) Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες πρέπει να τεθούν σε ισότιμη βάση με τους εμπορικούς τους εταίρους θεσπίζοντας αντίστοιχη νομοθεσία που θα συμβάλει επίσης στην πρόληψη ψευδών ή παραπλανητικών ισχυρισμών καταγωγής για ορισμένα εισαγόμενα προϊόντα.

    (5) Σύμφωνα με την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά[4], οι καταναλωτές ενδεχομένως να αποδίδουν εμπορική αξία σε στοιχεία που αφορούν τη γεωγραφική καταγωγή ενός προϊόντος. Σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, σε περίπτωση που ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική καταγωγή οδηγήσουν έναν καταναλωτή να αγοράσει ένα προϊόν το οποίο δεν θα είχε αγοράσει σε διαφορετική περίπτωση, αυτό συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική. Η εν λόγω οδηγία δεν καθιστά υποχρεωτική τη σήμανση για τη γεωγραφική καταγωγή των προϊόντων, ούτε καθορίζει την έννοια της καταγωγής.

    (6) Η διατύπωση ενός κοινού ορισμού για τη σήμανση των προϊόντων και η θέσπιση κανόνων σήματος καταγωγής και κοινών κανόνων για ελέγχους θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού, θα διευκολύνουν τις επιλογές του καταναλωτή στους οικείους κλάδους και θα συμβάλουν στη μείωση των παραπλανητικών ισχυρισμών περί καταγωγής.

    (7) Η εισαγωγή ενός σήματος καταγωγής μπορεί να συμβάλει ώστε η απαίτηση για κοινοτικές προδιαγραφές να λειτουργεί υπέρ της κοινοτικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Θα συμβάλει επίσης ώστε να αποφευχθεί η σπίλωση της φήμης της κοινοτικής βιομηχανίας από ανακριβείς ισχυρισμούς καταγωγής. Έτσι, η μεγαλύτερη διαφάνεια και οι πληροφορίες που απευθύνονται στον καταναλωτή σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων θα συμβάλουν στους στόχους της ατζέντας της Λισσαβόνας.

    (8) Το άρθρο IX της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1994 προβλέπει ότι τα μέλη του ΠΟΕ δύνανται να θεσπίζουν και να επιβάλουν νόμους και κανονισμούς που συνδέονται με σήματα καταγωγής στις εισαγωγές, ιδίως για την προστασία των καταναλωτών κατά δόλιων ή παραπλανητικών ενδείξεων.

    (9) Βάσει των συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Τουρκίας και των συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας ΕΟΧ, είναι απαραίτητο να εξαιρεθούν τα προϊόντα καταγωγής στις εν λόγω χώρες από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

    (10) Οι μη προτιμησιακοί κανόνες καταγωγής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περιέχονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα[5] και οι διατάξεις εφαρμογής τους στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1993 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα[6]. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είναι προτιμότερη η λήψη υπόψη των εν λόγω κανόνων καταγωγής για τον καθορισμό των εισαγόμενων προϊόντων. Η χρησιμοποίηση μιας έννοιας που γνωρίζουν καλά οι έμποροι και οι διοικήσεις αναμένεται να διευκολύνει την εισαγωγή και την εφαρμογή της. Οι μη προτιμησιακοί κανόνες καταγωγής εφαρμόζονται για όλους τους σκοπούς μη προτιμησιακών εμπορικών πολιτικών. Πρέπει να αποφεύγεται η επανάληψη των δηλώσεων και της τεκμηρίωσης.

    (11) Για τον περιορισμό της επιβάρυνσης για τη βιομηχανία, το εμπόριο και τη διοίκηση, η σήμανση της καταγωγής πρέπει να καταστεί υποχρεωτική για εκείνους τους κλάδους για τους οποίους η Επιτροπή, βάσει προηγούμενης διαβούλευσης, έχει διαπιστώσει την ύπαρξη προστιθέμενης αξίας. Πρέπει να προβλεφθεί η εύκολη προσαρμογή του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ανά κλάδο. Επίσης, πρέπει να προβλεφθεί η εξαίρεση συγκεκριμένων προϊόντων για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή σε περιπτώσεις στις οποίες το σήμα καταγωγής, σε άλλη περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Αυτό μπορεί να ισχύει, ειδικότερα, στις περιπτώσεις στις οποίες η σήμανση καταγωγής μπορεί να είναι επιζήμια για τα οικεία προϊόντα, ή όσον αφορά ορισμένες πρώτες ύλες.

    (12) Πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη ώστε τα στοιχεία σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων που προκύπτουν και/ή επιβεβαιώνονται κατά τη διάρκεια ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές να μπορούν να ανταλλαχθούν, μεταξύ άλλων και με τις αρχές και με άλλα πρόσωπα και οργανισμούς, για τα οποία τα κράτη μέλη προβλέπουν ρόλο επιβολής βάσει της οδηγίας 2005/29/EΚ. Πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η προστασία των προσωπικών δεδομένων, του εμπορικού και βιομηχανικού απορρήτου και της εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις διοικητικές και επαγγελματικές πράξεις.

    (13) Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού επιβάλλεται να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[7].

    (14) Τα προϊόντα που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές των ταξιδιωτών για προσωπική χρήση εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός των ορίων που προβλέπονται όσον αφορά την τελωνειακή ατέλεια και εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι τα προϊόντα αποτελούν μέρος εμπορικής κυκλοφορίας. Πρέπει να προβλεφθεί ότι και οι υπόλοιπες περιπτώσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ.918/83 του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1983 για τη θέσπιση του κοινοτικού καθεστώτος τελωνειακών ατελειών πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μέσω των διατάξεων εφαρμογής.

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1. Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα βιομηχανικά προϊόντα εξαιρουμένων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 και των τροφίμων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    2. Τα προϊόντα που απαιτούν σήμανση είναι εκείνα που περιέχονται στον κατάλογο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού και εισάγονται από τρίτες χώρες, εξαιρουμένων των προϊόντων καταγωγής επικράτειας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Τουρκίας και των Συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας ΕΟΧ.

    Τα προϊόντα είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τη σήμανση καταγωγής όταν για τεχνικούς ή εμπορικούς λόγους είναι αδύνατη η σήμανσή τους.

    3. Οι όροι «καταγωγή» και «καταγωγής» αναφέρονται στη μη προτιμησιακή καταγωγή σύμφωνα με τα άρθρα 22 έως 26 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

    4. Με τη φράση «διάθεση στην αγορά» νοείται η διάθεση στην κοινοτική αγορά ενός μεμονωμένου προϊόντος που προορίζεται για τελική χρήση, με στόχο τη διανομή και/ή χρήση, είτε έναντι αμοιβής είτε δωρεάν.

    5. Ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται οιεσδήποτε αρχές ενέχονται στον έλεγχο των προϊόντων είτε κατά την εισαγωγή είτε κατά τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων στην αγορά.

    6. Ο εν λόγω κανονισμός δεν ισχύει για προϊόντα μη εμπορικής φύσης που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές των ταξιδιωτών εντός των ορίων που προβλέπονται όσον αφορά την τελωνειακή ατέλεια και εφόσον δεν υπάρχουν ουσιαστικές ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι τα προϊόντα αποτελούν μέρος εμπορικής κυκλοφορίας.

    Σε περίπτωση που εισαγόμενα προϊόντα είναι δυνατόν να απολαύουν ατέλειας εισαγωγικών δασμών βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 918/83 [8] , και δεν υπάρχουν ουσιαστικές ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι τα προϊόντα αποτελούν μέρος εμπορικής κυκλοφορίας, τα εν λόγω προϊόντα είναι επίσης δυνατόν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

    Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει πρόσθετα μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6(2), για τον καθορισμό των ειδικών κατηγοριών προϊόντων για τα οποία ισχύει η παράγραφος 6.

    Άρθρο 2

    Βάσει των προϋποθέσεων που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι υποχρεωτική η σήμανση καταγωγής για την εισαγωγή ή τη διάθεση προϊόντων στην αγορά.

    Άρθρο 3

    1. Η χώρα καταγωγής των προϊόντων επισημαίνεται στα εν λόγω προϊόντα. Σε περίπτωση που τα εν λόγω προϊόντα συσκευάζονται, η σήμανση γίνεται ξεχωριστά, πάνω στη συσκευασία.

    Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει πρόσθετα μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6(2), για τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες γίνεται δεκτή η σήμανση στη συσκευασία αντί για τη σήμανση πάνω στα ίδια τα προϊόντα. Συγκεκριμένα, αυτό πρέπει να ισχύει σε περίπτωση που τα προϊόντα φτάνουν κανονικά στον τελικό καταναλωτή ή χρήστη στη συνήθη συσκευασία τους.

    2. Οι λέξεις «made-in» («κατασκευάστηκε») από κοινού με την ονομασία της χώρας καταγωγής θα δείχνουν την καταγωγή των προϊόντων. Η σήμανση είναι δυνατόν να γίνεται σε οιαδήποτε επίσημη γλώσσα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που είναι εύκολα κατανοητή από τους τελικούς πελάτες στο κράτος μέλος στο οποίο θα διατεθούν τα προϊόντα.

    3. Η σήμανση καταγωγής θα εμφανίζεται με ευανάγνωστους και ανεξίτηλους χαρακτήρες, θα είναι ορατή κατά το συνήθη χειρισμό, σαφέστατα ευκρινής σε σχέση με άλλα στοιχεία και θα παρουσιάζεται με τρόπο μη αποπροσανατολιστικό και που δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε λανθασμένη εντύπωση όσον αφορά την καταγωγή του προϊόντος.

    4. Τα προϊόντα φέρουν την απαιτούμενη σήμανση κατά την εισαγωγή. Με την επιφύλαξη μέτρων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 3, απαγορεύεται η αφαίρεση ή η παραβίαση της σήμανσης έως ότου τα προϊόντα πωληθούν στον τελικό καταναλωτή ή χρήστη.

    Άρθρο 4

    Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει πρόσθετα μέτρα εφαρμογής, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6(2) και συγκεκριμένα με στόχο :

    - Να καθορίσει τη λεπτομερή μορφή και τις διατυπώσεις της σήμανσης καταγωγής.

    - Να καταρτίσει σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες κατάλογο με τις προϋποθέσεις που ορίζουν ρητά ότι τα προϊόντα είναι καταγωγής της χώρας που αναφέρεται στη σήμανση.

    - Να καθορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες κοινά χρησιμοποιούμενες συντομογραφίες υποδεικνύουν αλάνθαστα τη χώρα καταγωγής και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

    - Να καθορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες τα προϊόντα δεν είναι δυνατόν ή δεν χρειάζεται να σημανθούν για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους.

    - Να καθορίσει άλλους κανόνες που μπορεί να απαιτούνται όταν διαπιστώνεται ότι τα προϊόντα δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

    - Να ενημερώσει το παράρτημα του παρόντος κανονισμού σε περιπτώσεις στις οποίες η αξιολόγηση έχει μεταβληθεί ως προς το εάν είναι απαραίτητη η σήμανση καταγωγής για ένα συγκεκριμένο κλάδο.

    Άρθρο 5

    1. Τα προϊόντα δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό εάν:

    - Δεν φέρουν σήμανση καταγωγής.

    - Η σήμανση καταγωγής δεν αντιστοιχεί με την καταγωγή των προϊόντων.

    - Η σήμανση καταγωγής έχει αλλάξει ή αφαιρεθεί, ή έχει άλλως παραβιαστεί, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτήθηκε διόρθωση βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

    2. Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει περαιτέρω μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 ως προς τις δηλώσεις και τα συνοδευτικά έγγραφα που μπορούν να υποβληθούν για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

    3. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο εντός 9 μηνών μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού και κοινοποιούν κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατόν.

    4. Σε περίπτωση στην οποία τα προϊόντα δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη εγκρίνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να απαιτήσουν από τον ιδιοκτήτη των προϊόντων ή από οιονδήποτε άλλο αρμόδιο για αυτά τη σήμανσή τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με δικά τους έξοδα.

    5. Εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανταλλάσσουν στοιχεία που έχουν λάβει κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και με τις αρχές και με άλλα πρόσωπα ή οργανισμούς που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ.

    Άρθρο 6

    1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή σήμανσης καταγωγής, (εφεξής αποκαλούμενη «επιτροπή»).

    2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

    Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε ένα μήνα.

    3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

    Άρθρο 7

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Τα άρθρα 2, 3 και 5 ισχύουν επί 12 μήνες ύστερα από τη θέση του παρόντος κανονισμού σε ισχύ. Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6 (2), η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την περίοδο αυτή για το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε οι ενδιαφερόμενοι φορείς να θέσουν σε εφαρμογή τις απαιτήσεις σήμανσης της καταγωγής που προβλέπουν οι διατάξεις εφαρμογής και σε κάθε περίπτωση το διάστημα αυτό δεν μπορεί να είναι λιγότερο από έξι μήνες.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες,

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Τα προϊόντα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός αναγν ωρίζονται από τους κωδικούς ΣΟ.

    Κωδικός ΣΟ | Περιγραφή εμπορευμάτων |

    4104 41 / 4104 49 / 4105 30 / 4106 22 / 4106 32 / 4106 40 / 4106 92 / 4107 έως 4114 / 4302 13 / ex4302 19 (35, 80) | Ακατέργαστο και κατεργασμένο δέρμα |

    4008 21 / 4008 11 / 4005 99 / 4204 / 4302 30 (25, 31) 8308 10(00) / 8308 90(00) / 9401 90 / 9403 90 | Τακούνια, σόλες, λωρίδες, μέρη αυτών, συνθετικά, λοιπά |

    4201 / 4202 / 4203 / 4204/ 4205 / 4206 | Είδη σελοποιίας και λοιπού εξοπλισμού για όλα τα ζώα, είδη ταξιδιού, σακίδια χεριού και παρόμοια, τεχνουργήματα από έντερα (άλλα από τις μεταξότριχες αλιείας) |

    4303 / 4304 | Ενδύματα, εξαρτήματα της ένδυσης και άλλα είδη από γουνοδέρματα, τεχνητά γουνοδέρματα και είδη από τεχνητά γουνοδέρματα |

    Κεφ. 50 – 63 | Υφαντικές ύλες και τεχνουργήματα από τις ύλες αυτές |

    6401 / 6402 / 6403 / 6404 / 6405 / 6406 | Υποδήματα, γκέτες και ανάλογα είδη |

    6907 / 6908 / 6911 / 6912 / 6913 / 691490100 | Προϊόντα κεραμευτικής |

    7013 21 11 / 7013 21 19 / 7013 21 91 / 7013 21 99 / 7013 31 10 / 7013 31 90 / 7013 91 10 / 7013 91 90 | Γυάλινα αντικείμενα, επιτραπέζια, μαγειρείου, καλλωπιστηρίου, γραφείου, εσωτερικής διακόσμησης διαμερισμάτων ή παρόμοιων χρήσεων, άλλα από εκείνα των κλάσεων 7010 ή 7018 από μολυβδούχο κρύσταλλο. |

    7113/7114/7115/7116 | Κοσμήματα και τα μέρη τους, από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα, είδη χρυσοχοΐας και τα μέρη τους, από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα, άλλα τεχνουργήματα από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα, τεχνουργήματα από μαργαριτάρια φυσικά ή από καλλιέργεια, από πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες, (ή από πέτρες, συνθετικές ή ανασχηματισμένες) |

    Κεφ. 94 | Έπιπλα, είδη κλινοστρωμνής, στρώματα, μαξιλάρια, συσκευές φωτισμού, φωτεινά σήματα καθώς και παρόμοια είδη, προκατασκευές. |

    9603 | Σκούπες και ψήκτρες, έστω και αν αποτελούν μέρη μηχανών, συσκευών ή οχημάτων, μηχανικές σκούπες για χρήση με το χέρι, χωρίς κινητήρα, πινέλα και ξεσκονιστήρια από φτερά· παρασκευασμένες κεφαλές για είδη ψηκτροποιίας· βύσματα και κύλινδροι για βαφή· καθαριστήρες υγρών επιφανειών από καουτσούκ ή από ανάλογες εύκαμπτες ύλες |

    [1] ΕΕ C , , σ. .

    [2] ΕΕ L 17, της 21.2.2000, σ.22

    [3] ΕΕ L 31, της 1.2.2002, σ.1.

    [4] ΕΕ L 149, 11.6.2005, σ. 22.

    [5] ΕΕ L 302, της 19.10.1992, σ.1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

    [6] ΕΕ L 253, της 11.10.1993, σ.1. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 837/2005 (ΕΕ L 139, 2.6.2005, σ. 1).

    [7] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

    [8] ΕΕ L 105, 23.4.1983, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003.

    Top