Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005PC0089

    Πρόταση Οδηγιασ του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά ορισμένα μέτρα που αποσκοπούν στην απλούστευση της διαδικασίας επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας και στη συμβολή στην πάταξη των περιπτώσεων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για την κατάργηση ορισμένων αποφάσεων χορήγησης παρεκκλίσεων

    /* COM/2005/0089 τελικό - CNS 2005/0019 */

    52005PC0089

    Πρόταση Οδηγιασ του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά ορισμένα μέτρα που αποσκοπούν στην απλούστευση της διαδικασίας επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας και στη συμβολή στην πάταξη των περιπτώσεων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για την κατάργηση ορισμένων αποφάσεων χορήγησης παρεκκλίσεων /* COM/2005/0089 τελικό - CNS 2005/0019 */


    Βρυξέλλες, 16.3.2005

    COM(2005) 89 τελικό

    2005/0019 (CNS)

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά ορισμένα μέτρα που αποσκοπούν στην απλούστευση της διαδικασίας επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας και στη συμβολή στην πάταξη των περιπτώσεων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για την κατάργηση ορισμένων αποφάσεων χορήγησης παρεκκλίσεων

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Γενικό Πλαίσιο

    Σύμφωνα με το άρθρο 27 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, δύναται να επιτρέπει σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίζει ειδικά μέτρα παρέκκλισης από τις διατάξεις της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, για λόγους απλούστευσης της διαδικασίας επιβολής του φόρου ή πρόληψης ορισμένων τύπων φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής.

    Επί του παρόντος, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν πάνω από 140 παρεκκλίσεις. Ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί στο προσεχές μέλλον, δεδομένου ότι κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 έχουν αρχίσει να υποβάλλουν αιτήσεις χορήγησης παρεκκλίσεων. Επιπλέον, είναι σχεδόν σίγουρο ότι, εντός σχετικά μικρού χρονικού διαστήματος, οι χώρες αυτές θα θεσπίσουν στο πλαίσιο της νομοθεσίας τους και άλλα ειδικά μέτρα τα οποία θα απαιτήσουν μια κοινοτική νομική βάση.

    Στην ανακοίνωσή της στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 7ης Ιουνίου 2000, σχετικά με μια στρατηγική που αποβλέπει στη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος ΦΠΑ στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς,[1] η Επιτροπή δεσμεύτηκε να προχωρήσει στον εξορθολογισμό ορισμένων από τον μεγάλο αριθμό των εφαρμοζόμενων παρεκκλίσεων. Η Επιτροπή επανέλαβε τη δέσμευσή της στην ανακοίνωση της 20ης Οκτωβρίου 2003[2], για την αναθεώρηση και την αναπροσαρμογή αυτής της στρατηγικής. Στην ανακοίνωση αυτή καθορίστηκε ότι ο εν λόγω εξορθολογισμός θα μπορούσε να συνίσταται στην επέκταση, σε όλα τα κράτη μέλη, ορισμένων μεμονωμένων παρεκκλίσεων, μέσω της τροποποίησης της έκτης οδηγίας ΦΠΑ.[3] Οι παρεκκλίσεις αυτές θα ήταν δυνατόν να είναι αυτές που έχουν ήδη αποδειχθεί αποτελεσματικές και έχουν συμβάλει στην επίλυση προβλημάτων που αντιμετώπισαν περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

    Τόσο ο μεγάλος αριθμός των παρεκκλίσεων όσο και τα παρεμφερή προβλήματα στην επίλυση των οποίων στοχεύουν αποτελούν ένδειξη του γεγονότος ότι, κατά τα τελευταία έτη, οι περιπτώσεις φοροαποφυγής και απάτης όσον αφορά τον ΦΠΑ έχουν αναδειχθεί σε μείζον θέμα. Τόσο οι εθνικές αρχές των κρατών μελών, όσο και οι διάφορες επαγγελματικές ενώσεις έχουν επισημάνει ότι το φαινόμενο της απάτης όσον αφορά τον ΦΠΑ έχει αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις σε ορισμένους τομείς, ώστε να θέτει τις «έντιμες» επιχειρήσεις σε μειονεκτική από πλευράς ανταγωνισμού θέση. Η επιβολή ΦΠΑ, δίχως όμως την καταβολή του στο κράτος δεν συνεπάγεται μόνο την απώλεια κρατικών εσόδων, αλλά παρέχει επίσης τη δυνατότητα στις «ανέντιμες» επιχειρήσεις να παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τους «έντιμους» ανταγωνιστές τους.

    Επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο συχνά τεχνητούς μηχανισμούς- που συνίστανται συνήθως σε σειρά συναλλαγών- οι οποίοι καταρτίζονται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση πλεονεκτήματος όσον αφορά τον ΦΠΑ, είτε μειώνοντας το τελικά καταβαλλόμενο ποσό ΦΠΑ ή αυξάνοντας το ποσό επιστροφής ΦΠΑ. Παρά το γεγονός ότι είναι συνήθως εμφανής ο τεχνητός χαρακτήρας της αλυσίδας αυτής συναλλαγών, είναι πολύ δύσκολο να ληφθούν άμεσα και αποτελεσματικά από νομικής απόψεως μέτρα για την αντιμετώπισή τους, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά και, γενικότερα, η προσφυγή στη δικαιοσύνη αποτελούν αναπόφευκτα χρονοβόρες διαδικασίες. Εν τω μεταξύ, η εμπειρία στα κράτη μέλη δεικνύει ότι οι μηχανισμοί φοροδιαφυγής στον τομέα του ΦΠΑ καταρτίζονται από ειδικούς, ενώ οι πιο αποτελεσματικοί από αυτούς διατίθενται στη συνέχεια στην αγορά ως προϊόν για τις επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρόβλημα της φοροδιαφυγής δεν αφορά μόνο ένα κράτος μέλος, είναι αμφίβολο αν μια «κατά περίπτωση» αντιμετώπιση του προβλήματος είναι πλέον ενδεδειγμένη.

    Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη επιθυμούν να τροποποιήσουν την εθνική τους νομοθεσία στον τομέα του ΦΠΑ προκειμένου να καταπολεμήσουν τους μηχανισμούς αυτούς φοροδιαφυγής, ανακύπτει το ερώτημα της συμβατότητας των προβλεπόμενων μέτρων με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με την έκτη οδηγία ΦΠΑ. Ιδίως στον τομέα της φοροδιαφυγής, οι μηχανισμοί για την τεχνητή μείωση του ποσού του ΦΠΑ καταρτίζονται ύστερα από προσεκτική ανάλυση των διατάξεων τόσο της εθνικής νομοθεσίας για τον ΦΠΑ, όσο και της έκτης οδηγίας ΦΠΑ. Οι αρχές του κοινού συστήματος ΦΠΑ, όπως ορίζονται στην έκτη οδηγία ΦΠΑ, θεωρείται ότι έχουν σχεδιαστεί κατά κύριο λόγο για τις έντιμες συναλλαγές. Συγκεκριμένα, στην έκτη οδηγία ΦΠΑ δεν γίνεται σχεδόν καμία αναφορά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υποκείμενος στον φόρο επιχειρεί να καταστρατηγήσει αυτές τις αρχές. Μόνον το προαναφερθέν άρθρο 27 προβλέπει νομική βάση σύμφωνα με την οποία, το Συμβούλιο δύναται, ύστερα από μεμονωμένο αίτημα κράτους μέλους, να επιτρέψει την εφαρμογή ειδικών μέτρων που συνιστούν παρεκκλίσεις από τους συνήθεις κανόνες. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή θεωρείται ιδιαίτερα χρονοβόρα και περίπλοκη.

    Επομένως, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των εν λόγω γνωστών μηχανισμών, είναι σκόπιμη η τροποποίηση της οδηγίας, με στόχο τη θέσπιση μιας αποτελεσματικής εναλλακτικής στρατηγικής στη συνήθη τακτική, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, από τα διαθέσιμα στοιχεία, προκύπτει η ύπαρξη φορολογικής απάτης ή φοροαποφυγής.

    Η πρόταση

    Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στην τροποποίηση της 6ης οδηγίας προκειμένου να παρασχεθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα της ταχείας λήψης ορθών από νομικής απόψεως μέτρων με στόχο την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής σε συγκεκριμένους και στοχοθετημένους τομείς. Με τον τρόπο αυτό, δεν θα προκύψουν οφέλη μόνο για τα εθνικά δημόσια ταμεία, αλλά και για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε μηχανισμούς φοροδιαφυγής και, ως εκ τούτου, υφίστανται τις συνέπειες του αθέμιτου ανταγωνισμού. Πέραν των μέτρων καταπολέμησης των περιπτώσεων φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής, η πρόταση εξορθολογισμού περιλαμβάνει, επίσης, ορισμένα μέτρα τα οποία στοχεύουν στην απλούστευση της εφαρμογής της φορολογίας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπόχρεοι του φόρου αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή εξορθολογισμού δεν θίγει ούτε τα ειδικά μέτρα που προορίζονται για την αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης κατάστασης σε μεμονωμένο κράτος μέλος, ούτε το δικαίωμα των κρατών μελών να συνεχίζουν να ζητούν παρεκκλίσεις δυνάμει του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας, στις περιπτώσεις που αυτό θεωρείται δικαιολογημένο.

    Η πρόταση εισάγει, συνεπώς, αλλαγές σε ορισμένους τομείς στους οποίους υφίστανται αποδεδειγμένες δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της έκτης οδηγίας, καθώς και μια γενικότερη ανάγκη μεγαλύτερου βαθμού ευελιξίας. Όπως και οι παρεκκλίσεις στις οποίες βασίζονται, τα προτεινόμενα μέτρα αντιπροσωπεύουν μια εναλλακτική λύση ως προς τους συνήθεις κανόνες και απευθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη με αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση των περιπτώσεων φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής ή την απλούστευση της εφαρμογής της φορολογίας. Η Επιτροπή είναι επίσης της άποψης ότι σε ορισμένους τομείς, όπως η φορολογία απορριμμάτων και καταλοίπων, είναι προτιμότερο και πιο ενδεδειγμένο να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής σε μια τροποποιημένη 6η οδηγία σε μόνιμη βάση, αντί να γίνεται υπερβολική χρήση των προσωρινών παρεκκλίσεων. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν αντιπροσωπεύουν, ως επί το πλείστον, τίποτα περισσότερο από μια κωδικοποίηση των μέτρων που σε κάθε περίπτωση θα επιτρέπονταν βάσει της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 27. Επίσης, οι προτεινόμενοι εναλλακτικοί κανόνες υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς. Η πρόταση προβλέπει, ωστόσο, την επέκταση, σε δύο τομείς, ενός μέτρου που ήδη περιέχεται στην οδηγία (και όχι στις παρεκκλίσεις) το οποίο έχει αποδειχθεί χρήσιμο στα κράτη μέλη για τους σκοπούς του φορολογικού ελέγχου.

    Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις (που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων, όπως απαιτείται από τη νομοθεσία) παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα επιλογής ενός εναλλακτικού κανόνα, δίχως όμως να καθιστούν υποχρεωτική την εφαρμογή του. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να υιοθετήσουν τον κανόνα εάν δεν τον θεωρούν χρήσιμο. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των πολλών αλλαγών που γίνονται στους μηχανισμούς φοροαποφυγής ώστε να παρακάμπτονται τα μέτρα καταπολέμησής τους, η πρόταση παρέχει στα κράτη μέλη δυνατότητα προσαρμογής των μέτρων στις συγκεκριμένες εθνικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, εφόσον επιλέξουν την εφαρμογή του νέου κανόνα, τα κράτη μέλη θα έχουν το δικαίωμα να περιορίζουν την εφαρμογή του στην επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος φοροαποφυγής ή φοροδιαφυγής που αντιμετωπίζουν. Επομένως, οι επιχειρήσεις δεν επιβαρύνονται με την υποχρεωτική εφαρμογή ακατάλληλων κανόνων. Αντίθετα, επωφελούνται από μια επιλεκτική αντί για ευρεία εφαρμογή του κανόνα που στοχεύει στους φοροφυγάδες και όχι τις επιχειρήσεις γενικότερα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσέγγιση αυτή, η οποία θέτει όρια στις παρεκκλίσεις και επιτρέπει ένα βαθμό ευελιξίας όσον αφορά την εφαρμογή τους εντός αυτών των ορίων, αποτελεί την πλέον κατάλληλη αντιμετώπιση των γενικότερων προβλημάτων που έχουν εντοπιστεί και απαιτούν λύσεις ειδικά προσαρμοσμένες σε κάθε περίπτωση.

    Εφόσον ένας από τους στόχους της πρότασης είναι η μείωση του αριθμού των παρεκκλίσεων, ειδικότερα, στις περιπτώσεις που παρατηρούνται αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των κρατών μελών, η οδηγία προβλέπει, επίσης, την επίσημη κατάργηση ορισμένων αποφάσεων του Συμβουλίου. Αν και ένας σημαντικός αριθμός των παρεκκλίσεων αυτών έχουν περιορισμένη διάρκεια και θα παύσουν κάποια στιγμή να ισχύουν, ορισμένες (για διάφορους λόγους) δεν έχουν περιορισμένη διάρκεια. Δεδομένου ότι η τροποποιημένη οδηγία 77/388/EΟΚ θα παρέχει τη νομική βάση για τα μέτρα που περιέχονται στις παρεκκλίσεις, δεν είναι αναγκαία η διατήρηση διττής νομικής βάσης η οποία, εξάλλου, θα προκαλούσε σύγχυση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι παρεκκλίσεις που καλύπτει η εν λόγω οδηγία θα καταργηθούν ύστερα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα το οποίο απαιτείται για την κατάλληλη προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας. Η προτεινόμενη προθεσμία ενός έτους θα καταστήσει, μεταξύ άλλων, δυνατή τη διεξαγωγή εκ νέου διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της επιτροπής ΦΠΑ, εφόσον κρίνονται αναγκαίες, και θα παράσχει τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση των αναγκαίων τροποποιήσεων σε εθνικό επίπεδο.

    Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής εξορθολογισμού, θα εντοπιστούν επίσης οι παρεκκλίσεις που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 5 της οδηγίας 77/388/EΚ, οι οποίες όμως δεν εφαρμόζονται πλέον από τα σχετικά κράτη μέλη είτε γιατί έχουν λήξει είτε επειδή έχουν αντικατασταθεί. Δεδομένου ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν υφίστανται πλέον δεν υπάρχει ανάγκη κατάργησής τους μέσω της προτεινόμενης οδηγίας.

    Ένας επιπλέον στόχος της διαδικασίας εξορθολογισμού είναι η βελτίωση της διαφάνειας. Η διαδικασία αυτή άρχισε, στις αρχές του 2004, με τροποποιήσεις του άρθρου 27, που περιέχονται στην οδηγία 2004/7/EΚ. Οι τροποποιήσεις αυτές καταργούν τη διάταξη βάσει της οποίας το Συμβούλιο θεωρείται ότι έχει εγκρίνει σιωπηρά μια παρέκκλιση εάν δεν προβάλει αντιρρήσεις εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή της. Βάσει της αναθεωρημένης διαδικασίας, η Επιτροπή οφείλει να απαντά σε κάθε αίτηση κράτους μέλους για ειδική μεταχείριση, υποβάλλοντας είτε την κατάλληλη πρόταση στο Συμβούλιο όταν η αίτηση είναι αποδεκτή ή, όταν έχει αντιρρήσεις σχετικά με την αίτηση παρέκκλισης, μια ανακοίνωση όπου εκθέτει τις εν λόγω αντιρρήσεις.

    Ο στόχος αυτός ενισχύεται περαιτέρω δεδομένου ότι, σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη πρόταση, η Επιτροπή δημοσίευσε, στον δικτυακό τόπο της ΓΔ TAXUD, κατάλογο στον οποίο γίνεται αναφορά σε όλα τα μέτρα τα οποία έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 27 παράγραφοι 1 έως 4 και ισχύουν ακόμη ή τα οποία έχουν κοινοποιηθεί βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 5.

    Συγκεκριμένες διατάξεις

    Άρθρο 1 παράγραφος 1: Συσχετισμός «grouping» και άρθρο 1 παράγραφος 2: Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων εν πλήρη λειτουργία

    Παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτει από τις ισχύουσες παρεκκλίσεις, στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2, η Επιτροπή δράττεται της ευκαιρίας να προτείνει αλλαγές για την ενίσχυση τομέων οι οποίοι, κατά την άποψη των κρατών μελών, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης για την αποφυγή καταβολής του ΦΠΑ. Όσον αφορά τόσο τον μηχανισμό «συσχετισμού», όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της έκτης οδηγίας, όσο και τις «μεταβιβάσεις επιχειρήσεων εν πλήρη λειτουργία» (άρθρο 5 παράγραφος 8), η πρόταση παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή των κανόνων δεν θα έχει αθέμιτα αποτελέσματα υπό μορφή αδικαιολόγητου οφέλους ή αδικαιολόγητης ζημίας για τους ενδιαφερόμενους. Τα κράτη μέλη έχουν ήδη την ευχέρεια να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να εφαρμόζονται οι δύο αυτοί κανόνες. Ο νέος κανόνας, που εφαρμόζεται ήδη στα επενδυτικά αγαθά βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 6, θα ενισχύσει τα κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να αποτρέπουν τυχόν αθέμιτα αποτελέσματα από την εφαρμογή των κανόνων.

    Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α): Διαγραφή

    Το άρθρο αυτό διαγράφει απλά τον ισχύοντα ορισμό της κανονικής αξίας της 6ης οδηγίας, που εφαρμόζεται μόνο στο άρθρο 11 (Α) παράγραφος 1 στοιχείο δ). Το άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β) της προτεινόμενης οδηγίας εισάγει έναν τροποποιημένο ορισμό με την προσθήκη της νέας παραγράφου 8 στο άρθρο 11 (Α).

    Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β): Νέα παράγραφος 5-Επενδυτικός χρυσός

    Πολλά κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη ένα ειδικό μέτρο, βάσει του άρθρου 27, με στόχο την αποτροπή της μη καταβολής του ΦΠΑ που αναλογεί στον επενδυτικό χρυσό που τυγχάνει απαλλαγής και ο οποίος χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την κατασκευή καταναλωτικών αγαθών. Στην παρούσα πρόταση, προτείνεται να προβλέπεται στην έκτη οδηγία ΦΠΑ η δυνατότητα εφαρμογής αυτού του μέτρου σε όλα τα κράτη μέλη. Στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β) της πρότασης εισάγεται ένας προαιρετικός κανόνας ο οποίος απορρέει από τις υφιστάμενες παρεκκλίσεις μέσω της προσθήκης μιας νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 11 (Α) της 6ης οδηγίας.

    Ο επενδυτικός χρυσός, ο οποίος φυλάσσεται υπό μορφή ράβδων ή πλακών ειδικής καθαρότητας αναγνωρισμένης από τις αγορές πολύτιμων μετάλλων, ή υπό μορφή χρυσών νομισμάτων, ο οποίος πληροί τα νομικά κριτήρια, απαλλάσσεται του ΦΠΑ. Όταν ο χρυσός πωλείται υπό μορφή η οποία δεν θεωρείται πλέον ως επενδυτικός χρυσός, πρέπει να καταβάλλεται ΦΠΑ. Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, της μετατροπής των ράβδων χρυσού σε κοσμήματα. Το ποσό του καταβαλλόμενου φόρου μπορεί να μειωθεί σε περίπτωση που ο πελάτης παρέχει ο ίδιος τον επενδυτικό χρυσό, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η συναλλαγή θα συνίσταται αποκλειστικά στις εργασίες επεξεργασίας του χρυσού. Εφόσον δεν υφίσταται παράδοση του απαλλασσόμενου χρυσού, δεν θα επιβάλλεται φόρος παρά το γεγονός ότι ο χρυσός δεν χαρακτηρίζεται πλέον ως επενδυτικός και, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει πλέον απαλλαγής. Οι υφιστάμενες παρεκκλίσεις αποσκοπούν στην εξάλειψη αυτής ακριβώς της καταχρηστικής πρακτικής. Ομοίως, όταν ο επενδυτικός χρυσός παρέχεται από τον πελάτη και ο κοσμηματοπώλης τον μετατρέπει σε κόσμημα το οποίο περιέχει επίσης υλικά που προμηθεύει ο κοσμηματοπώλης, η αξία του χρυσού δεν συμπεριλαμβάνεται στην τελική παράδοση του αγαθού. Το άρθρο αυτό απαιτεί από όσους επεξεργάζονται απαλλασσόμενο χρυσό να υπολογίζουν τον ΦΠΑ στην αξία του χρυσού όταν δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση απαλλαγής.

    Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β): Νέοι παράγραφοι 6-8 Εκτίμηση της αξίας των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών

    Ένας από τους ευαίσθητους τομείς όσον αφορά τη φοροαποφυγή, είναι ο καθορισμός της αξίας των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών, δεδομένου ότι επηρεάζει άμεσα το ποσό του επιβαλλόμενου φόρου. Η νέα παράγραφος 6 που προστίθεται στο άρθρο 11 (Α) της 6ης οδηγίας και η οποία περιέχεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β), εισάγει έναν προαιρετικό κανόνα, βάσει του οποίου, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να υπολογίζουν εκ νέου την αξία ορισμένων παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών.

    Δεδομένου ότι ο κανόνας εκτίμησης της βάσης επιβολής του φόρου που περιέχεται στο άρθρο 11 της έκτης οδηγίας είναι σαφής και συνιστά μία από τις βασικές συνιστώσες της φορολογίας, οποιαδήποτε παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό θα πρέπει να οριοθετείται με ακρίβεια. Ειδικότερα, οι προτάσεις βασίζονται στην αρχή σύμφωνα με την οποία οι φορολογικές αρχές δεν θα πρέπει να παρεμβαίνουν στον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και, ακόμη τότε, όχι σε μόνιμη βάση. Κατά συνέπεια, το άρθρο παρέχει τη δυνατότητα επανεκτίμησης μόνο στο πλαίσιο της καταπολέμησης της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής, και αυτό υπό την προϋπόθεση της πραγματοποίησης συμπληρωματικών ελέγχων. Ο κανόνας αυτός μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν υφίστανται δεσμοί μεταξύ των μερών της συναλλαγής και έχει αποδειχθεί ότι εξαιτίας αυτών των δεσμών και όχι άλλων εμπορικών λόγων η αξία της σχετικής παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών καθορίστηκε σε επίπεδο διαφορετικό από την τρέχουσα αγοραία αξία. Επιπροσθέτως, η επανεκτίμηση της αξίας μιας παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε τρεις περιπτώσεις: (σε περίπτωση υποεκτίμησης) όταν έχει επιβληθεί ΦΠΑ και ο αποδέκτης της πράξης δεν δικαιούται πλήρους έκπτωσης ΦΠΑ, ή (σε περίπτωση υπερεκτίμησης) όταν έχει επιβληθεί ΦΠΑ και ο προμηθευτής ή ο πάροχος υπηρεσιών δεν δικαιούται πλήρους έκπτωσης ΦΠΑ. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει επιβληθεί ΦΠΑ, η επανεκτίμηση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση που η απαλλασσόμενη από το φόρο πράξη έχει αποτελέσει αντικείμενο υποεκτίμησης από πρόσωπο που τυγχάνει μερικής απαλλαγής. Τέλος, ο εν λόγω κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί εάν η διαφορά μεταξύ της κανονικής αξίας και της αξίας της παράδοσης αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών δεν είναι σημαντική, ή όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι η παράδοση ή η παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται έναντι της ίδιας αντιπαροχής και σε άλλα πρόσωπα που δεν θεωρούνται συνδεδεμένα κατά την έννοια του ορισμού που παρέχεται στην οδηγία.

    Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του μέτρου επανεκτίμησης είναι περιορισμένο. Προβλέπεται ότι δεν θα χρησιμοποιείται για τις συνήθεις καθημερινές πράξεις, αλλά ότι θα εφαρμόζεται σε ένα πολύ μικρό αριθμό πράξεων που αφορούν ορισμένες κατηγορίες και οι οποίες πραγματοποιούνται υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Δεδομένου ότι θα πρέπει να πληρούνται ορισμένα κριτήρια, το μέτρο επανεκτίμησης δεν μπορεί να εφαρμόζεται επίσης σε πράξεις όπως η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών σε τιμές κάτω του κόστους στο πλαίσιο κάποιας ενέργειας προβολής, η πώληση με έκπτωση προϊόντων που έχουν υποστεί ζημία και η εκποίηση των εμπορευμάτων λόγω τέλους σειράς ή τέλους εποχής.

    Το μέτρο αυτό αποσκοπεί στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής σε περίπτωση που η φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται σε χαμηλή τιμή σε αγοραστή που δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης του συνολικού ποσού ΦΠΑ και, κατά συνέπεια, το χαμηλότερο ποσό του φόρου αντιπροσωπεύει μια πραγματική και διαρκή απώλεια φορολογικών εσόδων. Το χαμηλό επίπεδο της καθορισθείσας αντιπαροχής οφείλεται αποκλειστικά στους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ του προμηθευτή και του αγοραστή. Για να μπορέσουν να εφαρμόσουν τον κανόνα, τα κράτη μέλη οφείλουν να προσδιορίσουν τους σχετικούς δεσμούς που υφίστανται μεταξύ των μερών. Οι δεσμοί αυτοί πρέπει να εμπίπτουν στις κατηγορίες που αναφέρονται στην οδηγία.

    Ομοίως, ο κανόνας όσον αφορά τις υπερτιμημένες παραδόσεις απευθύνεται στις επιχειρήσεις που δεν έχουν πλήρες δικαίωμα έκπτωσης και οι οποίες διογκώνουν τις φορολογητέες παραδόσεις που πραγματοποιούνται σε πλήρως φορολογούμενες επιχειρήσεις που συνδέονται με αυτές. Ο λήπτης δικαιούται να ανακτήσει το συνολικό ποσό του καταβληθέντος σε προηγούμενο στάδιο φόρου. Ωστόσο, αυξάνοντας την αξία, ο προμηθευτής επιτυγχάνει την επανακατανομή, ως προς την αξία, των φορολογητέων και μη φορολογητέων πράξεων και, με τον τρόπο αυτό, αυξάνει την αναλογία του εκπεστέου ΦΠΑ. Οι επιχειρήσεις μπορούν να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τη μείωση της αξίας της απαλλασσόμενης πράξης κατά τρόπον ώστε να μειώνεται ο κύκλος εργασιών που απαλλάσσεται του φόρου σε σχέση με την αξία των φορολογητέων παραδόσεών τους και, ως εκ τούτου, να αυξάνεται το ποσοστό ανάκτησης του φόρου.

    Βάσει της παρούσας πρότασης, η δυνατότητα επανακαθορισμού της αξίας της βάσης επιβολής του φόρου θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που η μεταβολή της αξίας μιας πράξης συνεπάγεται την άμεση απώλεια φορολογικών εσόδων, είτε μέσω της αύξησης του ποσού της ανάκτησης είτε λόγω της μείωσης του μη ανακτήσιμου φόρου. Δεν θα πρέπει να υπάρχει απώλεια φορολογικών εσόδων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η πράξη πραγματοποιείται από ένα πλήρως φορολογούμενο πρόσωπο για λογαριασμό ενός άλλου πλήρως φορολογούμενου προσώπου, δεδομένου ότι ο φόρος που επιβάλλεται στην πράξη αυτή μπορεί να απαιτηθεί και ο καθορισμός της αξίας δεν επηρεάζει την ανάκτηση από τον προμηθευτή ή τον πάροχο υπηρεσιών. Οι πράξεις αυτές έχουν συνεπώς εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής των εναλλακτικών νέων κανόνων. Αυτό συνάδει με το γεγονός ότι οι προαιρετικοί κανόνες αποτελούν ακόμη μια μορφή παρέκκλισης από τους δεσμευτικούς κανόνες, οι οποίοι (σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου) θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στην αντιμετώπιση του εκάστοτε προβλήματος.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, καθώς και οι παραδόσεις στο εσωτερικό κράτους μέλους διέπονται από τον εν λόγω κανόνα, δεδομένου ότι η πρόταση τροποποιεί το άρθρο 11 (Α) της έκτης οδηγίας που αποτελεί τη διάταξη που χρησιμοποιείται δυνάμει του άρθρου 28ε για τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου των ενδοκοινοτικών παραδόσεων.

    Η πρόταση παρέχει τη δυνατότητα επανακαθορισμού της αξίας των πράξεων στην κανονική αξία. Για να ληφθεί υπόψη αυτή η αλλαγή, η προτεινόμενη νέα παράγραφος 8 στο άρθρο 11 (Α) της έκτης οδηγίας προσαρμόζει και αντικαθιστά τον ορισμό της κανονικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 11 (Α) παράγραφος 1 στοιχείο δ). Μεταξύ των δύο επιλογών- επανεκτίμηση της αξίας με τη χρησιμοποίηση της κανονικής αξίας ή της τιμής κόστους- η Επιτροπή εκτιμά ότι η χρησιμοποίηση της κανονικής αξίας είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Η χρησιμοποίηση της τιμής κόστους θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξουδετερώσουν τις απώλειες φορολογικών εσόδων μέσω της χαμηλότερης αξίας, ενώ η κανονική αξία παρέχει στις φορολογικές αρχές τη δυνατότητα προστασίας ενός τμήματος του φόρου προστιθέμενης αξίας. Ούτε η κανονική αξία ούτε η τιμή κόστους δεν μπορεί να υπολογιστεί εύκολα σε κάθε πράξη. Εντούτοις, η κανονική αξία παρέχει στα κράτη μέλη μεγαλύτερη δυνατότητα είσπραξης ενός ποσού που προσεγγίζει τον φόρο που θα ήταν διαφορετικά απαιτητός. Για τη διασφάλιση ενός μεγαλύτερου βαθμού προστασίας για τον φορολογούμενο, η πρόταση επαναβεβαιώνει ότι η κανονική αξία μπορεί να είναι κατώτερη του κόστους πραγματοποίησης της παράδοσης, καθορίζοντας, όμως, παράλληλα ως ελάχιστη τιμή της κανονικής αξίας την τιμή κόστους.

    Η θέσπιση του συγκεκριμένου μέτρου, καθώς και της εθνικής νομοθεσίας και των κανόνων που το διέπουν, υπόκεινται σε διαβουλεύσεις με την επιτροπή ΦΠΑ, η οποία έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 29 της 6ης οδηγίας. Και αυτό προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία ερμηνεία της νομοθεσίας σε όλα τα κράτη μέλη που επιλέγουν να υιοθετήσουν το εν λόγω μέτρο. Η υποχρέωση αυτή διαβούλευσης συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν ήδη παρέκκλιση που καλύπτεται από τον νέο αυτό κανόνα θα πρέπει να κοινοποιήσουν εκ νέου τις σχετικές διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας αμέσως μετά την τροποποίηση της κοινοτικής νομικής βάσης.

    Άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5: Τροποποιήσεις όσον αφορά τις αναφορές

    Οι δύο αυτές παράγραφοι επιφέρουν τροποποιήσεις στις αναφορές στο άρθρου 21 που περιέχονται στα άρθρα 17 και 18 της 6ης οδηγίας ΦΠΑ. Το άρθρο 1 παράγραφος 7 της προτεινόμενης οδηγίας προσθέτει έναν νέο προαιρετικό μηχανισμό αντιστροφής της επιβάρυνσης στο άρθρο 21 παράγραφος 2 της 6ης οδηγίας ΦΠΑ.

    Άρθρο 1 παράγραφος 6:Επενδυτικά αγαθά

    Στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ καθορίζονται ειδικοί κανόνες για τον διακανονισμό των εκπτώσεων του καταβληθέντος σε προηγούμενο στάδιο ΦΠΑ όσον αφορά τα επενδυτικά αγαθά. Στο άρθρο 20 παράγραφος 4 προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν την έννοια των επενδυτικών αγαθών.

    Ενώ φαίνεται λογικό οι υπηρεσίες που υπερβαίνουν μια καθορισμένη αξία και οι οποίες χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε μια επιχείρηση, να εξομοιούνται προς αγαθά, αυτό δεν προβλέπεται ρητά στην παρούσα μορφή της οδηγίας. Κατά συνέπεια, ορισμένα κράτη μέλη παρέλειψαν να εφαρμόσουν το άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 σε παροχές υπηρεσιών, αν και η Επιτροπή γνωρίζει τις ευκαιρίες φοροδιαφυγής που παρέχει αυτή η πρακτική. Η προτεινόμενη τροποποίηση στο άρθρο 1 παράγραφος 6 αποσκοπεί να διευκρινίσει ότι ο διακανονισμός των εκπτώσεων σχετικά με τα επενδυτικά αγαθά βάσει του άρθρου 20 της έκτης οδηγίας μπορεί να εφαρμόζεται εξίσου στις υπηρεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν χαρακτήρα επενδυτικών αγαθών και εξομοιούνται προς αυτά.

    Άρθρο 1 παράγραφος 7: Μηχανισμός αντιστροφής της επιβάρυνσης

    Το άρθρο 1 παράγραφος 7 επεκτείνει την εφαρμογή του προαιρετικού μηχανισμού αντιστροφής της επιβάρυνσης σε συγκεκριμένες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται σε υποκείμενους στο φόρο. Οι πράξεις αυτές αφορούν τομείς της οικονομίας όσον αφορά τους οποίους έχει αποδειχθεί ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσκολία ελέγχου, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της φύσης των σχετικών δραστηριοτήτων ή της δομής τους. Σημαντικές απώλειες εσόδων προκύπτουν συχνά στις περιπτώσεις όπου οι υποκείμενοι στον φόρο εκδίδουν τιμολόγια για τις παραδόσεις, προτού εξαφανιστούν, δίχως να καταβάλλουν τον ΦΠΑ, ενώ, συγχρόνως, ο λήπτης ασκεί νομίμως το δικαίωμά του στην έκπτωση.

    Οι τομείς που καλύπτονται είναι οι υπηρεσίες που αφορούν τα κτίρια (περιλαμβανομένων ορισμένων ή του συνόλου των υπηρεσιών που σχετίζονται με τις κατασκευές, τις επισκευές, τον καθαρισμό και τις κατεδαφίσεις), η διάθεση προσωπικού που σχετίζεται με αυτές τις υπηρεσίες, τα οικόπεδα και τα κτίρια όσον αφορά τα οποία ασκήθηκε το δικαίωμα φορολόγησης και οι παραδόσεις απορριμμάτων, αποβλήτων και ανακυκλούμενων υλικών, καθώς και ορισμένων προϊόντων που προέρχονται από την επεξεργασία αυτών των υλικών και ορισμένες υπηρεσίες επεξεργασίας. Οι περιπτώσεις που καλύπτονται από τον όρο «απορρίμματα» παρατίθενται σε ένα νέο παράρτημα το οποίο περιέχει κατάλογο των παραδόσεων που καλύπτονται από τις υφιστάμενες παρεκκλίσεις. Αν και ορισμένα κράτη μέλη δικαιούνται επί του παρόντος να εκπίπτουν, κατά παρέκκλιση, τον οφειλόμενο φόρο στις παραδόσεις απορριμμάτων, ο μηχανισμός αντιστροφής της επιβάρυνσης παρέχει τη δυνατότητα ανάκτησης του φόρου, είναι εύκολος στην εφαρμογή του, έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη εφαρμοστεί και διασφαλίζει ότι ο συγκαλυμμένος φόρος δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή μέσω του μη ανακτήσιμου φόρου του πωλητή. Επιπροσθέτως, μια νέα απαλλαγή, ακόμη και αν είχε προαιρετικό χαρακτήρα, δεν θα ανταποκρινόταν στη γενικότερη ανάγκη περιορισμού της επέκτασης των απαλλαγών.

    Επιπροσθέτως, σε ορισμένα κράτη μέλη έχει χορηγηθεί παρέκκλιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή της απώλειας φορολογικών εσόδων σε τρεις περιπτώσεις: στις πωλήσεις ακινήτων στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης, εφόσον έχει ασκηθεί το δικαίωμα επιλογής φορολόγησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 (Γ), στην πώληση αγαθών που λαμβάνονται ως εγγύηση και στην παράδοση αγαθών μετά την εκχώρηση του δικαιώματος επιφύλαξης κυριότητας σε εκδοχέα και την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον εκδοχέα. Και στις τρεις περιπτώσεις, η παράδοση πραγματοποιείται συνήθως από πωλητή που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεών του προς τις φορολογικές αρχές. Ως αποτέλεσμα, είτε ο φόρος υπολογίζεται ως προϊόν πώλησης και παρακρατείται από τον πιστωτή για την εξόφληση του χρέους του υποκείμενου στο φόρο, ή (όταν απαιτείται η πληρωμή του από τον υποκείμενο στο φόρο) ο υποκείμενος στο φόρο εξαφανίζεται χωρίς να καταβάλει τον φόρο στις αρχές. Με βάση το άρθρο 1 παράγραφος 7, οι υποκείμενοι στο φόρο που είναι και οι λήπτες των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών καθίστανται σε αυτές τις περιπτώσεις υπεύθυνοι για τη καταβολή του ΦΠΑ και για τη χρέωσή του στις συγκεκριμένες πράξεις. Με τον τρόπο αυτό, το σύστημα απλοποιείται και γίνεται αποτελεσματικότερο, δίχως καμία φορολογική επίπτωση για τον πελάτη και με ελάχιστο πρόσθετο κόστος συμμόρφωσης.

    Το δεύτερο εδάφιο καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια (με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαβούλευσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο) να εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα και να αποφασίζουν για τον χαρακτήρα αυτών των μέτρων.

    Άρθρο 1 παράγραφος 8: Νέο παράρτημα

    Το παράρτημα που προστίθεται με το άρθρο 1 παράγραφος 8 καταγράφει τα είδη και τις μορφές αποβλήτων που καλύπτονται από τον μηχανισμό αντιστροφής της επιβάρυνσης.

    Άρθρο 2: Κατάργηση αποφάσεων

    Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου που παρατίθενται στο άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 4 (πριν από την τροποποίηση της οδηγίας 2004/7/EΚ), καταργούνται όταν το περιεχόμενό τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας.

    Η ημερομηνία κατάργησης παρέχει προθεσμία ενός έτους στα κράτη μέλη τα οποία οφείλουν να προσαρμόσουν καταλλήλως τη νομοθεσία τους για να λάβουν υπόψη την αλλαγή της νομικής βάσης καθώς και άλλες ουσιαστικές τροποποιήσεις. Παρέχει επίσης τον απαραίτητο χρόνο για τυχόν διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής ΦΠΑ.

    Στο παράρτημα I της παρούσας έκθεσης παρατίθεται κατάλογος των αποφάσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 4, οι οποίες, κατά την άποψη της Επιτροπής, θα καλύπτονται από το άρθρο 2 της προτεινόμενης οδηγίας. Στο παράρτημα II παρατίθενται οι αποφάσεις των οποίων το περιεχόμενο θεωρείται από την Επιτροπή ότι καλύπτεται από τους όρους της πρότασης, οι οποίες όμως δεν κρίνεται αναγκαίο να καταργηθούν δεδομένου ότι προβλέπεται να λήξουν σε μια καθορισμένη ημερομηνία ή όταν τεθούν σε ισχύ εναλλακτικοί κανόνες, αναλόγως με το ποια από τις δύο ημερομηνίες θα είναι προγενέστερη. Η Επιτροπή θα προτείνει μέτρα που θα διασφαλίζουν τη διατήρηση των παρεκκλίσεων της τελευταίας αυτής κατηγορίας μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται διαβούλευση δυνάμει του άρθρου 29. Οι αναφορές γίνονται στις αρχικές αποφάσεις και όχι σε μεταγενέστερες τροποποιήσεις.

    Τέλος, το παράρτημα III της παρούσας αιτιολογικής έκθεσης περιλαμβάνει κατάλογο των παρεκκλίσεων που έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 5, αλλά για τις οποίες η Επιτροπή ενημερώθηκε από τα κράτη μέλη ότι δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Η Επιτροπή, δεν θεωρεί αναγκαία την επίσημη κατάργηση αυτών των παρεκκλίσεων, αλλά τις συμπεριέλαβε στο παρόν έγγραφο για λόγους διαφάνειας.

    Άρθρο 3: Εφαρμογή, κοινοποίηση και αναφορές

    Στο άρθρο 3 τίθενται δύο στόχοι. Η παράγραφος 1 ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη οφείλουν να προβούν στις απαραίτητες τροποποιήσεις της εθνικής τους νομοθεσίας προκειμένου να εφαρμόσουν τις διατάξεις της οδηγίας που έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Με τους όρους «ανάγκη συμμόρφωσης» νοείται ότι στις περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος δεν επιλέξει την άσκηση δικαιώματος που προβλέπεται από την οδηγία δεν υφίσταται υποχρέωση προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που η προτεινόμενη οδηγία τροποποιεί τα υφιστάμενα δικαιώματα επιλογών (παραδείγματος χάρη την επιλογή «συσχετισμού» που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 77/388), και όταν έχουν ήδη ασκηθεί αυτά τα δικαιώματα από κράτος μέλος, το τελευταίο αυτό οφείλει να μεταφέρει τις τροποποιήσεις στην εθνική νομοθεσία. Εάν ένα κράτος μέλος δεν κάνει χρήση αυτής της επιλογής, τότε δεν θα πρέπει να λαμβάνεται κανένα μέτρο μέχρις ότου αυτή υιοθετηθεί.

    Το δεύτερο εδάφιο και η παράγραφος 2 ορίζουν ότι, όταν τα κράτη μέλη εγκρίνουν νομοθετική διάταξη στο πλαίσιο της οδηγίας, οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και να κάνουν αναφορά στην οδηγία είτε κατά τη δημοσίευση της είτε μέσα στο κείμενο.

    Άρθρο 4: Έναρξη ισχύος και άρθρο 5: αποδέκτες

    Ο σχολιασμός των άρθρων αυτών περιττεύει.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    Κατάλογος αποφάσεων, δυνάμει του άρθρου 27, οι οποίες, κατά την άποψη της Επιτροπής, καλύπτονται από τις διατάξεις της πρότασης και, κατά συνέπεια, καταργούνται με την οδηγία

    Μη δημοσιευθείσα απόφαση του Συμβουλίου του έτους 1979, σχετικά με τον καθορισμό της αξίας των παραδόσεων αγαθών και των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από συνδεδεμένα πρόσωπα, την οποία ζήτησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    Απόφαση του Συμβουλίου που θεωρείται ότι εκδόθηκε στις 11 Απριλίου 1987, η οποία επιτρέπει στο Ηνωμένο Βασίλειο να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 11 της οδηγίας 77/388/EΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους προστιθέμενης αξίας.[4]

    Απόφαση 88/498/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 1988, που επιτρέπει στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[5]

    Απόφαση του Συμβουλίου η οποία θεωρείται ότι εκδόθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1997 στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 4 της οδηγίας 77/388/EΟΚ, στην έκδοση της 17ης Μαΐου 1977, που επιτρέπει στη Γαλλική Δημοκρατία να εφαρμόζει μέτρο παρέκκλισης από τα άρθρα 2 και 10 της οδηγίας 77/388/EΟΚ περί εναρμονίσεων των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλων εργασιών. Τα κράτη μέλη ενημερώθηκαν για αυτή την αίτηση στις 18 Δεκεμβρίου 1996.

    Απόφαση 98/23/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1997, που επιτρέπει στο Ηνωμένο Βασίλειο να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 28ε παράγραφος 1 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[6]

    Απόφαση 2002/439/ΕΚ του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 2002, που εξουσιοδοτεί τη Γερμανία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών[7]

    Απόφαση 2002/880/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, που εξουσιοδοτεί την Αυστρία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών[8]

    Απόφαση 2004/290/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ης Μαρτίου 2004, που εξουσιοδοτεί τη Γερμανία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών[9]

    Απόφαση 2004/736/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2004, που εξουσιοδοτεί το Ηνωμένο Βασίλειο να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 11 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[10]

    Απόφαση 2004/758/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, που εξουσιοδοτεί την Αυστρία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών[11]

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    Κατάλογος αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 27 οι οποίες, κατά την άποψη της Επιτροπής, καλύπτονται από τις διατάξεις της πρότασης, αλλά οι οποίες δεν είναι αναγκαίο να καταργηθούν

    Απόφαση 98/161/ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1988 με την οποία εξουσιοδοτείται το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από τα άρθρα 2 και 28α παράγραφος 1 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[12]

    Απόφαση 2000/256/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 2000 με την οποία εξουσιοδοτείται το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 11 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[13]

    Απόφαση 2000/746/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, που εξουσιοδοτεί τη Γαλλική Δημοκρατία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 11 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών. [14]

    Απόφαση 2001/865/ΕΚ του Συμβουλίου της 6ης Νοεμβρίου 2001, που εξουσιοδοτεί το Βασίλειο της Ισπανίας να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 11 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[15]

    Απόφαση 2002/736/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002[16], με την οποία εξουσιοδοτείται η Ελληνική Δημοκρατία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από τα άρθρα 2 και 28α της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών

    Απόφαση 2004/228/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2004, με την οποία εξουσιοδοτείται το Βασίλειο της Ισπανίας να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.[17]

    Απόφαση 2004/295/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 2004, με την οποία εξουσιοδοτείται η Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών[18]

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙI

    Κατάλογος των κοινοποιήσεων δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 5 τις οποίες τα κράτη μέλη θεωρούν ως περιττές και συνεπώς η Επιτροπή εκτιμά ότι θα πρέπει να καταργηθούν

    (1) Κοινοποιήσεις για τη Γαλλική Δημοκρατία σχετικά με:

    -τα άρθρα 2 και 21 και τη φορολόγηση των αγορών από μη υποκείμενους στο φόρο·

    -το άρθρο 11 και τον καθορισμό των μέγιστων κατ΄αποκοπή βάσεων φορολόγησης για τις εισαγωγές και τις παραδόσεις αλόγων αξίας·

    -το άρθρο 11 και τη φορολόγηση του συνολικού ποσού των συναλλαγών που πραγματοποιούνται από άτομα που συμμετέχουν στην παράδοση αγαθών από μη υποκείμενους στο φόρο.

    (2) Κοινοποιήσεις για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σχετικά με:

    -το άρθρο 10 και την αναστολή της πληρωμής του φόρου για ορισμένες παραδόσεις σε συνέχεια της εισαγωγής·

    -το άρθρο 17 και την κατ΄αποκοπή έκπτωση του ΦΠΑ στις δαπάνες ταξιδιού.

    (3) Κοινοποιήσεις για το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου σχετικά με:

    -το άρθρο 9 και τη μεταχείριση των πράξεων μεταφοράς·

    -το άρθρο 11 στοιχείο γ) και τη μετατροπή των αξιών σε φράγκα Λουξεμβούργου με τη μέση ισοτιμία του σχετικού μήνα·

    -το άρθρο 13 στοιχείο α) και την εξαίρεση από τη φορολογία των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα υπέρ των μελών τους έναντι εγγραφής·

    -το άρθρο 21 και τον ορισμό φορολογικού αντιπροσώπου για τον υπολογισμό του ΦΠΑ στις πωλήσεις που πραγματοποιούν προμηθευτές αγαθών ή πάροχοι υπηρεσιών που δεν έχουν την έδρα τους στο Λουξεμβούργο.

    (4) Κοινοποιήσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας σχετικά με:

    -τα άρθρα 6, 11 και 13 και τις ειδικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στη βάση επιβολής του φόρου στις περιπτώσεις διαμονής μακράς διάρκειας σε ξενοδοχεία·

    -το άρθρο 11 και την εφαρμογή του καθεστώτος μεταχείρισης των μεσαζόντων που συμμετέχουν στην πώληση καλλυντικών προϊόντων·

    -το άρθρο 11 και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στα εκπτωτικά κουπόνια.

    2005/0019 (CNS)

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά ορισμένα μέτρα που αποσκοπούν στην απλούστευση της διαδικασίας επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας και στη συμβολή στην πάταξη των περιπτώσεων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για την κατάργηση ορισμένων αποφάσεων χορήγησης παρεκκλίσεων

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93,

    την πρόταση της Επιτροπής[19],

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[20]:

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[21]:

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    Προκειμένου να καταπολεμηθεί η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή και να απλουστευθεί η διαδικασία επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας, ορισμένες παρεκκλίσεις που εφαρμόζονται και έχουν χορηγηθεί σε ορισμένα μεμονωμένα κράτη μέλη αλλά οι οποίες καλύπτουν παρεμφερή προβλήματα, θα πρέπει επεκταθούν σε όλα τα κράτη μέλη, με την ενσωμάτωσή τους στην οδηγία 77/388/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών-κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση[22] Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ανάλογα και να περιορίζονται στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν διαφορετικές ανάγκες, η ενσωμάτωση αυτή πρέπει να περιοριστεί στην επέκταση, σε όλα τα κράτη μέλη, της δυνατότητας υιοθέτησης των σχετικών κανόνων, ανάλογα με τις ανάγκες.

    Τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες στην οδηγία 77/388/EΟΚ διευκολύνσεις υπέρ των επιχειρήσεων όσον αφορά τον υποκείμενο στο φόρο, καθώς και η μεταβίβαση επιχείρησης ως λειτουργούσας επιχείρησης δεν αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης με σκοπό τη φοροαποφυγή.

    Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε ό,τι αφορά την αξία των πράξεων σε συγκεκριμένες περιορισμένες περιπτώσεις, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχει απώλεια φορολογικών εσόδων μέσω της προσφυγής στον μηχανισμό των συνδεδεμένων μερών για την άντληση φορολογικού οφέλους.

    Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιλαμβάνουν στη βάση επιβολής του φόρου μιας πράξης, την αξία του επενδυτικού χρυσού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του τελικού προϊόντος, εφόσον, ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας του, ο χρυσός δεν νοείται πλέον ως επενδυτικός χρυσός.

    Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι ορισμένες υπηρεσίες που έχουν χαρακτήρα επενδυτικών αγαθών μπορούν να συμπεριληφθούν στο καθεστώς που επιτρέπει την προσαρμογή των εκπτώσεων για τα επενδυτικά αγαθά, καθ΄όλη τη διάρκεια ζωής τους, σύμφωνα με την πραγματική χρήση τους.

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση, σε ειδικές περιπτώσεις, να ορίζουν τον λήπτη των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών ως υπόχρεο για τον υπολογισμό και την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας. Το μέτρο αυτό θα συμβάλει στις προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη μέλη για την πάταξη της φοροδιαφυγής και τον περιορισμό της απώλειας φορολογικών εσόδων σε συγκεκριμένους τομείς και σε ορισμένα είδη συναλλαγών.

    Ως εκ τούτου, η οδηγία 77/388/EΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

    Ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου που επιτρέπουν μεμονωμένες παρεκκλίσεις, σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 77/388/EΟΚ, πρέπει επομένως να καταργηθούν. Επίσης, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να έχουν το δικαίωμα να κάνουν χρήση των παρεκκλίσεων που προβλέπονται σε αυτό το άρθρο, αλλά οι οποίες καλύπτονται συγχρόνως από τα μέτρα που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία.

    Προκειμένου να μπορούν να εφαρμοστούν με συνέπεια ορισμένα από τα μέτρα που παρέχουν στα κράτη μέλη ευελιξία όσον αφορά την εφαρμογή και την υλοποίηση, η θέσπισή τους πρέπει να υπόκειται σε διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή του φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 29 της οδηγίας 77/388/EΟΚ.

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1

    Η οδηγία 77/388/EΟΚ τροποποιείται ως ακολούθως:

    (1) Στο άρθρο 4 παράγραφος 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Όταν ένα κράτος μέλος ασκεί τη δυνατότητα επιλογής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, οφείλει να διασφαλίζει ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν δημιουργεί ούτε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα ούτε αδικαιολόγητη ζημία για τους υποκείμενους στο φόρο».

    (2) Στο άρθρο 5 παράγραφος 8 η δεύτερη πρόταση αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τα Κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποτροπή στρεβλώσεως των όρων του ανταγωνισμού, εάν ο λήπτης δεν υπόκειται πλήρως στον φόρο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση αυτή, δεν δημιουργείται αδικαιολόγητο πλεονέκτημα ή αδικαιολόγητη ζημία.»

    (3) Το άρθρο 11(Α) τροποποιείται ως εξής:

    (α) Στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο.

    β) Προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι 5, 6, 7 και 8:

    «5. «Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών περιέχουν την επεξεργασία απαλλασσόμενου από τον φόρο επενδυτικού χρυσού κατά την έννοια του άρθρου 26β (Α) στο βαθμό που παύει να χαρακτηρίζεται πλέον ως επενδυτικός χρυσός, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η βάση επιβολής του φόρου θα περιλαμβάνει την αξία του χρυσού που περιέχεται στο τελικό προϊόν, υπολογισμένης βάσει της τρέχουσας κανονικής αξίας του επενδυτικού χρυσού.

    6. Τα κράτη μέλη δύνανται, με την επιφύλαξη της διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 29, να ορίσουν ότι η βάση επιβολής του φόρου μιας παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών είναι η ίδια με την κανονική αξία σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    (α) όταν η αντιπαροχή είναι σημαντικά κατώτερη από την κανονική αξία και ο λήπτης της παράδοσης ή της παροχής υπηρεσιών δεν έχει πλήρες δικαίωμα έκπτωσης δυνάμει του άρθρου 17·

    β) όταν η αντιπαροχή είναι σημαντικά κατώτερη από την κανονική αξία και ο προμηθευτής αγαθών ή ο πάροχος υπηρεσιών δεν έχει πλήρες δικαίωμα έκπτωσης βάσει του άρθρου 17, ενώ η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών τυγχάνει απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 13·

    (γ) όταν η αντιπαροχή είναι σημαντικά υψηλότερη από την κανονική αξία και ο προμηθευτής αγαθών ή ο πάροχος υπηρεσιών δεν έχει πλήρες δικαίωμα προς έκπτωση δυνάμει του άρθρου 17.

    Η δυνατότητα αυτή επιλογής εφαρμόζεται μόνο για την πρόληψη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και όταν η αντιπαροχή στην οποία θα βασιζόταν σε διαφορετική περίπτωση η βάση επιβολής του φόρου έχει επηρεασθεί από τυχόν οικογενειακούς, ιδιοκτησιακούς, οικονομικούς ή νομικούς δεσμούς, όπως καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Για τους σκοπούς αυτούς, οι νομικοί δεσμοί περιλαμβάνουν επίσης την επίσημη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.

    7. Η επιλογή που προβλέπεται στην παράγραφο 6 δεν εφαρμόζεται σε καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    (α) όταν ο προμηθευτής ή ο πάροχος μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχουν εμπορικοί λόγοι για την αντιπαροχή που έχει επιβληθεί για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.

    β) όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι παρεμφερής αντιπαροχή θα επιβαλλόταν στην περίπτωση ενός ατόμου που δεν έχει κανένα δεσμό με τον προμηθευτή αγαθών ή τον πάροχο υπηρεσιών, του τύπου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6.

    8. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «κανονική αξία» νοείται το πλήρες ποσό το οποίο ένας λήπτης, ευρισκόμενος στο στάδιο εμπορίας όπου πραγματοποιείται η πράξη, θα έπρεπε να καταβάλει σε ανεξάρτητο προμηθευτή αγαθού ή πάροχο υπηρεσίας στο εσωτερικό κράτους μέλους στο οποίο φορολογείται η παράδοση ή η παροχή υπηρεσιών, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιείται η πράξη και υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, προκειμένου να αποκτήσει το εν λόγω αγαθό ή την υπηρεσία. Εκτός εάν δικαιολογείται από τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη από το κόστος που υφίσταται ο προμηθευτής για την πραγματοποίηση της πράξης.»

    (4) Το άρθρο 17 παράγραφος 4, όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 28στ παράγραφος 1, τροποποιείται ως ακολούθως:

    (α) Στο στοιχείο α) του δεύτερου εδαφίου, οι λέξεις «Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο α), παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή παράγραφος 2 στοιχείο γ)»·

    β) Στο στοιχείο β) του δεύτερου εδαφίου, οι λέξεις «Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο α)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή παράγραφος 2 στοιχείο γ)»·

    (5) Στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ), όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 28στ παράγραφος 2, οι λέξεις «Άρθρο 21 παράγραφος 1» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Άρθρο 21 παράγραφος 1 ή άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο γ)»·

    (6) Στο άρθρο 20 παράγραφος 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόζουν τις παραγράφους 2 και 3 στις υπηρεσίες που έχουν χαρακτηριστικά παρεμφερή με αυτά που αποδίδονται συνήθως στα επενδυτικά αγαθά, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι υπηρεσίες αυτές δεν θεωρούνται ως τρέχουσες δαπάνες αλλά ως πάγια στοιχεία του ενεργητικού.»

    (7) Στο άρθρο 21 παράγραφος 2, όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 28ζ, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

    γ) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πραγματοποιούνται οι ακόλουθες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν, με την επιφύλαξη των διαβουλεύσεων βάσει του άρθρου 29, ότι ο υπόχρεος του φόρου είναι ο υποκείμενος στον φόρο, ο οποίος είναι ο λήπτης των ακόλουθων παραδόσεων ή υπηρεσιών:

    i) η παροχή υπηρεσιών στους τομείς των κατασκευών, επισκευών, καθαρισμού, συντήρησης, μετατροπών και κατεδάφισης ακινήτων·

    (ii) η διάθεση προσωπικού που απασχολείται στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο σημείο (i) ·

    (iii) η παράδοση ακινήτων, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 (Β) στοιχεία ζ) και η), στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο προμηθευτής έχει επιλέξει τη φορολόγηση της παράδοσης σύμφωνα με το μέρος Γ στοιχείο β) αυτού του άρθρου·

    (iv) η παράδοση χρησιμοποιημένου υλικού, χρησιμοποιημένου υλικού που δεν είναι δυνατόν να επαναχρησιμοποιηθεί στην ίδια κατάσταση, αποκομμάτων, βιομηχανικών και μη βιομηχανικών απορριμμάτων, ανακυκλώσιμων αποβλήτων, αποβλήτων που έχουν υποστεί μερική επεξεργασία και ορισμένων εξειδικευμένων υπηρεσίες που παρατίθενται στο παράρτημα Μ·

    v) η παράδοση, εκτός της διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης, αγαθών που παρέχονται ως εγγύηση από υποκείμενο στο ΦΠΑ υπέρ άλλου προς εκτέλεση αυτής της εγγύησης·

    (vi) η παράδοση ακινήτων όσον αφορά τα οποία έχει ασκηθεί η επιλογή φορολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 13 μέρος Γ, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης της επιχείρησης που είχε την ιδιοκτησία των ακινήτων τα οποία πωλήθηκαν·

    (vii) η παράδοση αγαθών μετά την εκχώρηση του δικαιώματος επιφύλαξης κυριότητας σε εκδοχέα και την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον εκδοχέα.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν τις παραδόσεις που καλύπτονται από το σημείο (i), καθώς και τις κατηγορίες των προμηθευτών, των παρόχων ή των ληπτών τους οποίους αφορά το συγκεκριμένο σημείο. Μπορούν επίσης να περιορίσουν την εφαρμογή αυτού του μέτρου σε ορισμένες παραδόσεις που απαριθμούνται στο σημείο (iv) και στο παράρτημα Μ.»

    (8) Προστίθενται το παράρτημα Μ το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 2

    Καταργούνται από [ημερομηνία- ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος] οι αποφάσεις για τη χορήγηση παρεκκλίσεων σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 77/388/EEC, οι οποίες καλύπτονται από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 3

    1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, το αργότερο [ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας]. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

    Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσής τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

    2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την [ ] ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

    Άρθρο 5

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη

    Βρυξέλλες,

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ M

    Κατάλογος παραδόσεων χρησιμοποιημένων υλικών που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο γ) (iv)

    (α) οι παραδόσεις απορριμμάτων, αποκομμάτων και άλλων χρησιμοποιημένων υλικών από σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα, περιλαμβανομένων των υλικών των ημικατεργασμένων προϊόντων που λαμβάνονται με τη μεταποίηση, την κατεργασία ή τη χύτευση μη σιδηρούχων μετάλλων·

    β) οι παραδόσεις σιδηρούχων και μη σιδηρούχων ημικατεργασμένων προϊόντων και η παροχή ορισμένων σχετικών υπηρεσιών·

    (γ) οι παραδόσεις υπολειμμάτων και λοιπών υλικών ανακύκλωσης αποτελουμένων από σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα, των κραμάτων αυτών, σκουριάς, τέφρας και βιομηχανικών υπολειμμάτων που περιέχουν μέταλλα ή κράματα μετάλλων και η παροχή υπηρεσιών που συνίσταται στην επιλογή, την κοπή, τον τεμαχισμό και τη συμπίεση όλων αυτών των προϊόντων·

    (δ) οι παραδόσεις και ορισμένες συνδεδεμένες υπηρεσίες κατεργασίας απορριμμάτων από σιδηρούχα μέταλλα, καθώς και ξεσμάτων και αποκομμάτων, απορριμμάτων και χρησιμοποιημένων υλικών και υλικών ανακύκλωσης που περιλαμβάνουν σκόνη από γυαλί, γυαλί, χαρτί, χαρτόνι, ράκη, οστά, δέρμα φυσικό ή τεχνητό, ακατέργαστο δέρμα, περγαμηνοειδή δέρματα, ακατέργαστα δέρματα, τένοντες και νεύρα, σπάγκοι, σχοινιά και χοντρά σχοινιά, καουτσούκ και πλαστικές ύλες·

    (ε) οι παραδόσεις των υλικών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) μετά τη μεταποίηση που υφίστανται υπό μορφή καθαρισμού, στίλβωσης, κοπής ή χύτευσης σε πλινθώματα·

    στ) οι παραδόσεις αποκομμάτων και απορριμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία βασικών μετάλλων».

    [1] COM (2000) 348 τελικό.

    [2] COM (2003) 614 τελικό.

    [3] Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, της 13.6.1977, σ.1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/66/ΕΚ (ΕΕ L 168, της 1.5.2004, σ.35).

    [4] ΕΕ L 132, της 21.5.87, σ.22

    [5] ΕΕ L 269, της 29.9.1988, σ. 54

    [6] ΕΕ L 8, της 14.01.1998, σ. 24

    [7] ΕΕ L 151, της 11.6.2002, σ.12

    [8] ΕΕ L 306, της 8.11.2002, σ. 24

    [9] ΕΕ L 94, της 31.3.2004, σ. 59

    [10] ΕΕ L 325, της 28.10.2004, σ. 58

    [11] ΕΕ L 336, της 12.11.2004, σ. 38.

    [12] ΕΕ L 53, της 24.2.1998, σ.19

    [13] ΕΕ L 79, της 30.3.2000, σ. 36.

    [14] ΕΕ L 302, της 1.12.2000, σ 61

    [15] ΕΕ L 323, της 7.12.2001, σ. 24

    [16] ΕΕ L 233, της 30.8.2002, σ. 36.

    [17] ΕΕ L 70, της 9.3.2004, σ. 37.

    [18] ΕΕ L 97, της 1.4.2004, σ. 63

    [19] ΕΕ C , της , σ. .

    [20] ΕΕ C , της , σ. .

    [21] ΕΕ C , της , σ. .

    [22] ΕΕ L 145, της 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/66/EΚ (ΕΕ L 168, της 1.5.2004, σ. 35).

    Top