EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005DC0540

Έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης

/* COM/2005/0540 τελικό */

52005DC0540




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 3.11.2005

COM(2005) 540 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Εισαγωγή

Η παρούσα έκθεση εκπονήθηκε βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης[1] (εφεξής οδηγία IPPC). Η έκθεση αφορά τα έτη 2000-2002 και ως εκ τούτου περιορίζεται στα 15 κράτη μέλη εκείνης της περιόδου. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση αυτού του είδους όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας μετά από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ τον Οκτώβριο του 1999.

Η οδηγία IPPC έχει ως στόχο να επιτευχθεί η ολοκληρωμένη πρόληψη και ο ολοκληρωμένος έλεγχος της ρύπανσης από περίπου 45.000 βιομηχανικές εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας στην ΕΕ 15. Ως εκ τούτου αντιμετωπίζει, με ένα σύστημα που επιτρέπει τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τη χορήγηση αδειών βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (ΒΔΤ), τις σημαντικότερες εκπομπές, στον αέρα, το νερό και το έδαφος, καθώς και άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Στην παρούσα έκθεση συνοψίζονται οι πληροφορίες που έχουν διαβιβάσει τα κράτη μέλη βάσει ερωτηματολογίου που είχε εγκρίνει για το σκοπό αυτό η Επιτροπή[2]. Όλα τα κράτη μέλη απάντησαν στο ερωτηματολόγιο. Τα περισσότερα από τα κράτη μέλη καθυστέρησαν να απαντήσουν. Η Επιτροπή δεν έχει ελέγξει όλες τις πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο αυτό, μολονότι οι απαντήσεις αναλύθηκαν στο πλαίσιο εξωτερικής μελέτης[3] που διενεργήθηκε για την Επιτροπή. Παράλληλα και όπως αναφέρεται στην παρούσα έκθεση, η Επιτροπή πραγματοποίησε τη δική της ανάλυση σχετικά με το κατά πόσον η εθνική νομοθεσία των επιμέρους κρατών μελών συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της οδηγίας IPPC.

Η Επιτροπή έχει ήδη θίξει στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Προς την αειφόρο παραγωγή» που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2003[4] μια σειρά καθοριστικής σημασίας θεμάτων για την εφαρμογή της οδηγίας. Επιπλέον, βάσει της ως άνω ανακοίνωσης πραγματοποιήθηκε διαβούλευση σχετικά με την εφαρμογή και την πιθανή μελλοντική εξέλιξη της οδηγίας IPPC, τα συμπεράσματα της οποίας λαμβάνονται επίσης υπόψη στην παρούσα έκθεση.

Η γενική πρόοδος όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας

Η οδηγία IPPC ισχύει για τις νέες εγκαταστάσεις από τις 30 Οκτωβρίου 1999, ήτοι από την ημερομηνία κατά την οποία εξέπνευσε η αντίστοιχη προθεσμία για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο. Για τις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις, ως τελική προθεσμία πλήρους συμμόρφωσης προς την οδηγία έχει οριστεί η 30ή Οκτωβρίου 2007, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εκάστοτε εγκατάσταση έχει υποστεί «ουσιαστική μεταβολή» πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

Καθυστερήσεις κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Εν γένει η οδηγία IPPC μεταφέρθηκε στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών με σημαντική καθυστέρηση. Στα τέλη του 2004, τα 15 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν ολοκληρώσει τελικά τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, αν και εξακολουθούσαν να υφίστανται ορισμένα κενά στη νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών.

Η Επιτροπή έλεγξε κατά πόσον έχει ολοκληρωθεί η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο σε όλα τα παλαιά κράτη μέλη. Παράλληλα διενεργείται έλεγχος της νομοθεσίας των νέων κρατών μελών. Έχουν εντοπισθεί ορισμένες ελλείψεις στη μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών. Πολλά από τα κράτη μέλη (Φινλανδία, Σουηδία και Αυστρία) τροποποίησαν τις νομοθεσίες τους σύμφωνα με τις υποδείξεις της Επιτροπής, αλλά εξακολουθούν να εκκρεμούν υποθέσεις επί παραβάσει για το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τις Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο και την Ισπανία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε το 2004 για πρώτη φορά σχετικά με υπόθεση πλημμελούς μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας IPPC στο εθνικό δίκαιο για υπόθεση που αφορούσε τη νομοθεσία της Αυστρίας[5].

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Τα επιμέρους κράτη μέλη χρησιμοποίησαν διαφορετικές προσεγγίσεις κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο.

Μεγάλος αριθμός κρατών μελών έχει ήδη ενσωματώσει τα προβλεπόμενα συστήματα για τη χορήγηση αδειών. Ορισμένα από τα κράτη μέλη (για παράδειγμα η Γαλλία και η Σουηδία) επέφεραν σχετικά μικρές μόνο μεταβολές στις διατάξεις της προϋπάρχουσας εθνικής νομοθεσίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ποικίλλουν ιδιαίτερα οι συγκεκριμένες προσεγγίσεις μεταφοράς της οδηγίας IPPC στο εθνικό δίκαιο. Σε πολλά από τα εν λόγω κράτη μέλη εξακολουθούν να κυριαρχούν κάποια στοιχεία των προϋπαρχόντων συστημάτων.

Άλλα κράτη μέλη (όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα) που δεν διέθεταν προϋπάρχον και ολοκληρωμένο σύστημα παροχής αδειών ως επί το πλείστον εκπόνησαν νέα νομοθεσία και νέα ολοκληρωμένα συστήματα χορήγησης αδειών και θέσπισαν τις αντίστοιχες διαδικασίες, ακολουθώντας ακριβέστερα τις διατάξεις της οδηγίας. Εντούτοις, ορισμένα εξ αυτών κατά τα φαινόμενα καθυστερούν στην καθιέρωση ενός πλήρως επιχειρησιακού συστήματος χορήγησης αδειών.

Έκδοση περιορισμένου αριθμού αδειών IPPC

Τα κράτη μέλη ανέφεραν (για την περίοδο έως τα τέλη του 2002) ότι περίπου 45.000 εγκαταστάσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας IPPC. Κατά την πρώτη περίοδο υποβολής εκθέσεων, χορηγήθηκαν άδειες σε 5545 εγκαταστάσεις για ουσιαστικές μεταβολές (4750) ή για νέες (795) εγκαταστάσεις. Πρόκειται περίπου για το 13% του συνόλου των εγκαταστάσεων.

Ωστόσο, τα ως άνω αριθμητικά δεδομένα δεν αντικατοπτρίζουν τους συνολικούς αριθμούς των τελικώς εκδοθεισών αδειών IPPC, δεδομένου ότι τα προαναφερόμενα ερωτηματολόγια δεν ζητούσαν να υποβληθούν στοιχεία για τις νέες, τις ενημερωμένες ή τις επανεξετασθείσες άδειες για τις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Κατά συνέπεια, επί του παρόντος η εικόνα της επικρατούσας κατάστασης ως προς την εφαρμογή της οδηγίας δεν είναι πλήρης. Τα κράτη μέλη έχουν αρχίσει να εκδίδουν άδειες και για τις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις ή να επανεξετάζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ισχύουν οι ήδη υφιστάμενες άδειες, δίχως επί του παρόντος να διατίθενται συγκεντρωτικά δεδομένα για την ΕΕ.

Εντούτοις, τα περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν ήδη ότι υφίστανται σοβαρές διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τους αριθμούς των εκδοθεισών αδειών. Για παράδειγμα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν αναφέρει ότι έχουν χορηγηθεί λιγότερες από 10 άδειες για «ουσιαστικές μεταβολές» σε ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις, ενώ πολλά άλλα κράτη μέλη ανέφεραν κατά πολύ υψηλότερα επίπεδα χορήγησης αδειών για ανάλογες εγκαταστάσεις. Η Ελλάδα δεν έχει διαβιβάσει δεδομένα σχετικά με τον αριθμό των αδειών που έχουν εκδοθεί.

Ανάγκη επιτάχυνσης της συντελούμενης προόδου ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση έως τον Οκτώβριο του 2007

Εν γένει όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του Ιουνίου 2003, ορισμένα από τα κράτη μέλη κατά τα φαινόμενα έχουν επιτύχει περιορισμένη πρόοδο στον τομέα της πρακτικής εφαρμογής της οδηγίας.

Ως εκ τούτου, υπάρχει η ανησυχία ότι θα υποβληθεί δυσανάλογα υψηλός αριθμός αιτήσεων για χορήγηση αδειών κατά την περίοδο ακριβώς πριν από την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας τον Οκτώβριο του 2007. Αυτό ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη δυσανάλογη επιβάρυνση των αρμόδιων αρχών που μπορεί να μην είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στην πίεση, με τελική ενδεχομένως συνέπεια να μην τηρηθεί η προθεσμία για την έκδοση ή την ενημέρωση των αδειών ή να αποδοθεί μικρότερη της δέουσας προσοχή στην πλήρη ανταπόκριση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας σε επίπεδο κανονιστικών ρυθμίσεων.

Επιπλέον, δεν αρκεί απλώς και μόνο να εκδοθεί μια άδεια έως τις 30 Οκτωβρίου 2007. Επιβάλλεται να διατεθεί επαρκής χρόνος στις εγκαταστάσεις ώστε να συμμορφωθούν πλήρως προς τις απαιτήσεις της οδηγίας μέχρι την ως άνω ημερομηνία. Αξίζει ιδίως να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 της οδηγίας, όλες οι εγκαταστάσεις πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε εγκατάστασης, τη γεωγραφική της θέση και τις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες.

Συνεπώς, η Επιτροπή εξακολουθεί να προτρέπει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μια προγραμματισμένη και ενεργητική στάση σε ό,τι αφορά την ανταπόκριση προς όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία έως τις 30 Οκτωβρίου 2007.

Ειδικά θέματα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής της οδηγίας

Γενικές υποχρεώσεις για τους φορείς εκμετάλλευσης και τις αιτήσεις χορήγησης άδειας

Οι εν λόγω διατάξεις της οδηγίας κατά κανόνα έχουν ορθά μεταφερθεί από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο.

Συντονισμός μεταξύ των αρχών κατά τη διαδικασία χορήγησης αδειών

Τα κράτη μέλη έχουν αναπτύξει διαφορετικά συστήματα συντονισμού των επιμέρους αρχών. Ορισμένα από τα κράτη μέλη έχουν ορίσει μία και μόνο αρχή, ενώ σε άλλα υπάρχουν πολλές αρμόδιες αρχές (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πορτογαλία στην οποία πολλές αρχές έχουν ορισθεί και έκαστη εξ αυτών είναι αρμόδια για τις εξής πτυχές της διαδικασίας: συντονισμός, διαβουλεύσεις και έκδοση αδειών). Ο συντονισμός μεταξύ των εν λόγω αρχών μπορεί να είναι πολυπλοκότερος σε ορισμένα κράτη μέλη, παραδείγματος χάριν στη Γερμανία και την Ολλανδία, οι οποίες εξακολουθούν σε ορισμένες περιπτώσεις να διατηρούν χωριστές άδειες νερού.

Καθορισμός των όρων της άδειας βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών

Η κατάσταση ποικίλλει ιδιαίτερα μεταξύ των κρατών μελών. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν συντάξει καθοδηγητικά έγγραφα για να διευκολύνουν τις αρμόδιες αρχές, ενώ άλλα δεν έχουν προβεί στη δημοσίευση συγκεκριμένων εγγράφων. Ορισμένα κράτη μέλη καθιέρωσαν τομεακή νομοθεσία βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.

Τα κράτη μέλη στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρουν ότι τα Έγγραφα Αναφοράς για τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (ΕΑΒΔΤ), που δημοσίευσε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, λαμβάνονται υπόψη εν γένει και σε ειδικές περιπτώσεις για τον καθορισμό των ΒΔΤ. Ωστόσο, το θέμα αυτό δεν αντιμετωπίζεται συστηματικά σε όλη τη σχετική νομοθεσία. Σημειωτέον ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που έχουν δημοσιευθεί σε ένα ΕΑΒΔΤ στο πλαίσιο διάταξης[6] για τον ορισμό συγκεκριμένου αποβλήτου.

Όροι των αδειών και μεταβολές στις εγκαταστάσεις

Στην πλειοψηφία τους τα κράτη μέλη ενσωμάτωσαν τις απαιτήσεις της οδηγίας σε ό,τι αφορά τα θέματα που θα πρέπει να καλύπτονται από τους όρους των αδειών και την κανονιστική ρύθμιση των μεταβολών που επιφέρουν οι φορείς εκμετάλλευσης σε ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφερε ότι διατυπώθηκαν συγκεκριμένες οδηγίες για να διευκολυνθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την ερμηνεία της έννοιας της «ουσιαστικής μεταβολής» σε επίπεδο λειτουργίας.

Πολλά από τα κράτη μέλη (τουλάχιστον 8) χρησιμοποίησαν τη δυνατότητα που προσφέρει η οδηγία για τον καθορισμό γενικών δεσμευτικών κανόνων. Συνήθως με τη μορφή νομοθετικών διατάξεων, αντί του καθορισμού συγκεκριμένων απαιτήσεων για επιμέρους όρους των αδειών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κανόνες αυτοί ίσχυαν ήδη πριν από την οδηγία για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

Επανεξέταση και αναθεώρηση των αδειών

Η περιοδική επανεξέταση και αναθεώρηση των αδειών αποτελούν καθοριστικής σημασίας στοιχεία για την εξασφάλιση ενός δυναμικού κανονιστικού συστήματος. Όλα τα κράτη μέλη αναφέρουν την ύπαρξη νομοθετικών διατάξεων για την επανεξέταση και την ενημέρωση των αδειών. Εντούτοις, ορισμένα εξ αυτών δεν έχουν καθιερώσει σαφείς διαδικασίες επανεξέτασης που να καθορίζουν π.χ. συγκεκριμένες συχνότητες για την επανεξέταση των αδειών.

Πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας

Όλα τα κράτη μέλη ανέφεραν ότι με εθνικές ή περιφερειακές νομοθετικές πράξεις μεταφέρθηκε στο εθνικό τους δίκαιο η υποχρέωση να απαιτούν την τήρηση επιπλέον όρων για τις άδειες σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, όταν βάσει των περιβαλλοντικών προτύπων ποιότητας επιβάλλονται αυστηρότερες προϋποθέσεις από τις επιτυγχανόμενες με τη χρησιμοποίηση των ΒΔΤ. Ωστόσο, στα περισσότερα από τα κράτη μέλη δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένες ανάλογες περιπτώσεις. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί είτε λόγω της πλημμελούς εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, είτε επειδή σε κάποιες περιπτώσεις οι όροι για τις ΒΔΤ επαρκούν για την τήρηση των προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας. Ωστόσο, στην πρώτη περίπτωση, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τα πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας βάσει των κοινοτικών νομοθετικών πράξεων δυνάμει των οποίων ορίζονται τα εν λόγω πρότυπα.

Η συμμόρφωση προς τους όρους της άδειας

Τα περισσότερα από τα κράτη μέλη καθιέρωσαν διαδικασίες με τις οποίες ελέγχεται η συμμόρφωση προς τους όρους της άδειας, συνήθως με επιτόπιες επιθεωρήσεις. Η συχνότητα αναλόγων επιθεωρήσεων καθώς και η χρήση της «αυτοπαρακολούθησης» εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης ή μη διοικητικών φορέων (παραδείγματος χάριν από διαπιστευμένα εργαστήρια), ποικίλλει ανάλογα με το κράτος μέλος. Η απαίτηση να ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα οι φορείς εκμετάλλευσης τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των εκπομπών έχει καθιερωθεί στα περισσότερα από τα κράτη μέλη. Σε ορισμένα από τα κράτη μέλη τελούν υπό εκπόνηση οι διαδικασίες που αφορούν τις τακτικές επιθεωρήσεις.

Οι διαδικασίες και οι συχνότητες ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Για παράδειγμα στη Σουηδία οι επιθεωρήσεις διενεργούνται κατά μέσο όρο ανά διετία για κάθε εγκατάσταση, η Γαλλία έχει αναπτύξει ένα ετήσιο πρόγραμμα επιθεωρήσεων και στην Ισπανία οι αρμόδιες αρχές εκτελούν επιθεωρήσεις με δική τους πρωτοβουλία όποτε το επιθυμούν.

Ο αριθμός των ενεργειών για την επιβολή της κείμενης νομοθεσίας (σε διοικητικό ή ποινικό επίπεδο) ποικίλλει ιδιαίτερα ανάλογα με το κράτος μέλος. Για παράδειγμα στις Κάτω Χώρες έχουν αναφερθεί 310 ενέργειες για την επιβολή της νομοθεσίας και στη Γαλλία 148 επιτυχείς διώξεις, ενώ ορισμένα άλλα κράτη μέλη δεν έχουν διαβιβάσει τον αριθμό ή το είδος των ενεργειών που ανελήφθησαν για την επιβολή της νομοθεσίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

Ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού

Όλα τα κράτη μέλη ανέφεραν την ύπαρξη νομικών διατάξεων για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας πληροφοριών και τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία χορήγησης αδειών. Συνήθως προβλέπεται χρονική περίοδος ενός μηνός για την πραγματοποίηση της διαβούλευσης με το κοινό σε ό,τι αφορά τις αιτήσεις υποβολής αδειών.

Λίγα κράτη μέλη (παραδείγματος χάρη η Ιρλανδία) ανέφεραν ότι έχουν ληφθεί μέτρα ώστε να γνωστοποιηθεί ενεργά στο κοινό ότι έχει το δικαίωμα (για παράδειγμα μέσω δημοσιεύσεων, φυλλαδίων, γενικών ενημερωτικών εκστρατειών ή πληροφοριών μέσω του Διαδικτύου) να ενημερώνεται και να συμμετέχει. Εν γένει το κοινό πληροφορείται μέσω ανακοινώσεων που αφορούν τις συγκεκριμένες άδειες (για παράδειγμα στις εφημερίδες ή σε επίσημους πίνακες ανακοινώσεων).

Τα κράτη μέλη δεν αναφέρουν σημαντική επιρροή των περιορισμών που προβλέπει η οδηγία 90/313/ΕΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος[7], παραδείγματος χάριν σε ό,τι αφορά την εμπορική και βιομηχανική εμπιστευτικότητα.

Διαμεθοριακές επιπτώσεις

Τα κράτη μέλη ανέφεραν λίαν περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων διασυνοριακής συνεργασίας. Το φαινόμενο αυτό ενδεχομένως απηχεί την ατελή ανταπόκριση προς την υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων αρχών των κρατών μελών σε περιπτώσεις που ενδεχομένως υπήρξαν διαμεθοριακές επιπτώσεις. Τα περισσότερα από τα κράτη μέλη δεν ανέφεραν διαδικασίες για τη διασφάλιση της δέουσας πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες και της συμμετοχής του στις διαδικασίες έκδοσης αδειών σε άλλα κράτη μέλη.

Εκθέσεις για τις οριακές τιμές εκπομπών

Συγκριτικά με τα δεδομένα για τις αντιπροσωπευτικές οριακές τιμές εκπομπών που κατά το παρελθόν είχαν αναφερθεί από τα κράτη μέλη, είναι δύσκολο να προκύψουν σαφή συμπεράσματα για την αυξητική ή πτωτική τάση των εν λόγω τιμών. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατο να επιχειρηθεί σύγκριση των αναφερόμενων οριακών τιμών εκπομπών, με στόχο να διαπιστωθεί η αναμενόμενη σύγκλισή τους, επειδή τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους έκφρασης των εν λόγω οριακών τιμών στις άδειες (παραδείγματος χάρη για διαφορετικές χρονικές περιόδους ή ως προς διαφορετικές στατιστικές απαιτήσεις συμμόρφωσης). Λόγω της περιορισμένης χρήσης αυτών των δεδομένων, η Επιτροπή προτίθεται να επιδιώξει η όλη διαδικασία να προσαρμοστεί καλύτερα στα πιθανά οφέλη κατά την επανεξέταση της οδηγίας.

παρατηρησεισ που διατυπωθηκαν για την οδηγία IPPC

Γενική θετική αξιολόγηση της οδηγίας

Μολονότι πολλά από τα κράτη μέλη τόνισαν την περιορισμένη πρακτική πείρα τους όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας IPPC κατά τη συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς, η γενική άποψη που επικράτησε μεταξύ τους ήταν ότι η εν λόγω οδηγία αποτελεί αποτελεσματικό μέσο για την καταπολέμηση της ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις και συνεπάγεται συγκεκριμένα οφέλη, ιδίως σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη και προληπτική προσέγγιση, την τήρηση των προβλεπόμενων όρων για τη χορήγηση αδειών βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, την ενημέρωση των αδειών, τη βελτίωση της παρακολούθησης και της πρόσβασης στην ενημέρωση, καθώς και τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία χορήγησης αδειών. Ορισμένα κράτη μέλη τόνισαν ότι η εφαρμογή της οδηγίας οδήγησε σε απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών και βελτίωσε το διάλογο μεταξύ αρμόδιων αρχών και φορέων λειτουργίας. Τα ΕΑΒΔΤ που δημοσίευσε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας θεωρούνται χρήσιμα μέσα για τον καθορισμό και τη διάδοση των ΒΔΤ.

Ορισμένα κράτη μέλη εξέφρασαν την επιθυμία για μεγαλύτερη τεχνική συνέπεια της οδηγίας IPPC προς την υπόλοιπη κοινοτική νομοθεσία για τις εκπομπές από τη βιομηχανία και ιδίως την οδηγία 2001/80/ΕΚ για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (από μεγάλες μονάδες καύσης)[8] και την οδηγία 2000/76/ΕΚ για την αποτέφρωση των αποβλήτων[9].

Άλλες παρατηρήσεις

Η Επιτροπή έλαβε περίπου 100 απαντήσεις στην ανακοίνωσή της του 2003 για την οδηγία IPPC[10]. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ενδιαφερόμενοι δεν ζητούν ριζικές αλλαγές της οδηγίας, αλλά κανονιστική σταθερότητα. Ωστόσο, ορισμένες απαντήσεις αναφέρονταν σε τεχνικές τροποποιήσεις με στόχο τη βελτίωση της οδηγίας.

Επιπλέον πολλά κράτη μέλη (ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Κάτω Χώρες) καθώς και ορισμένες βιομηχανικές ενώσεις ζήτησαν ουσιαστικότερη τροποποίηση της οδηγίας ώστε να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της εμπορίας των εκπομπών, κυρίως για τα NOx και το SO2, ως εναλλακτική λύση προς την ισχύουσα διαδικασία χορήγησης αδειών βάσει των ΒΔΤ. Παράλληλα έχει διατυπωθεί σχεδόν ομόφωνα το αίτημα για εκπόνηση καθοδηγητικών εγγράφων όσον αφορά καθοριστικής σημασίας θέματα εφαρμογής της οδηγίας.

Στο ψήφισμα της 28ης Φεβρουαρίου 2004, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράστηκε γενικά θετικά σε ό,τι αφορά την οδηγία και κάλεσε τα κράτη μέλη να καταβάλλουν όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για την εφαρμογή της. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβληματίζεται λόγω των «αξιοσημείωτων διακυμάνσεων κατά την εφαρμογή» της οδηγίας και προτρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας και την εκπόνηση καθοδηγητικών εγγράφων.

Τα επόμενα στάδια – πρόγραμμα δράσης και επανεξέταση της οδηγίας

Λαμβάνοντας υπόψη τις μείζονες προκλήσεις και τα σημαντικά θέματα που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας, η Επιτροπή ανησυχεί για το ρυθμό εφαρμογής της οδηγίας σε ορισμένα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να εντατικοποιήσει τις ενέργειές της που συνοψίζονται εν συνεχεία, με στόχο να εξασφαλισθεί η πλήρης συμμόρφωση κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ομαλά και εγκαίρως.

Δράση 1. Εξασφάλιση της πλήρους μεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά δίκαια

Ορισμένα από τα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη μεταφέρει ορθά την οδηγία IPPC. Αυτό οδήγησε σε πολλές περιπτώσεις παραβάσεων. Η Επιτροπή θα παρακολουθήσει τις εν λόγω υποθέσεις παραβάσεων ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης μεταφορά της οδηγίας στα εθνικά δίκαια.

Δράση 2. Βελτίωση της παρακολούθησης της συντελούμενης προόδου στον τομέα της πλήρους εφαρμογής της οδηγίας IPPC έως τις 30 Οκτωβρίου 2007

Η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας IPPC έως τον Οκτώβριο του 2007 εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών. Απαιτείται να επιτευχθεί ταχύτατη πρόοδος και να υπάρξει μεγαλύτερη πολιτική υποστήριξη με παράλληλη διάθεση διοικητικών πόρων από τις εθνικές διοικήσεις και τις αρμόδιες αρχές ώστε να εξασφαλιστεί η έγκαιρη εφαρμογή της οδηγίας.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαμορφώνει δείκτες που επιτρέπουν την τακτική παρακολούθηση της προόδου των κρατών μελών όσον αφορά την τήρηση της προθεσμίας της 30ής Οκτωβρίου 2007. Οι εν λόγω δείκτες θα περιλαμβάνουν ιδίως πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των χαρακτηρισμένων εγκαταστάσεων και τον αριθμό των αδειών που έχουν εκδοθεί ή ενημερωθεί από τα κράτη μέλη. Οι πληροφορίες αυτές θα διατεθούν στο κοινό μεταξύ άλλων και μέσω του Διαδικτύου.

Η Επιτροπή θα επισκεφθεί επίσης τις αρχές των κρατών μελών στα οποία απαιτείται να καταβληθούν σοβαρές συμπληρωματικές προσπάθειες για να επιτευχθεί η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας.

Δράση 3. Έλεγχοι συμμόρφωσης

Η Επιτροπή μέχρι σήμερα έχει λάβει ελάχιστες καταγγελίες σχετικά με την άστοχη εφαρμογή της οδηγίας IPPC σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους κατάχρησης της εγγενούς ευελιξίας της οδηγίας, η Επιτροπή ανέλαβε ποικίλες δράσεις για να ελέγξει την εφαρμογή της:

- Η Επιτροπή θα εντατικοποιήσει τη χρήση του Ευρωπαϊκού Μητρώου Ρυπογόνων Εκπομπών (ΕΜΡΕ-EPER)[11] για το χαρακτηρισμό των κύριων βιομηχανικών εγκαταστάσεων εκπομπής και θα ελέγξει την εφαρμογή της οδηγίας IPPC στις εν λόγω εγκαταστάσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή έχει εντοπίσει ορισμένες εγκαταστάσεις οι οποίες υπήρξαν υπεύθυνες για σοβαρότατες εκπομπές συγκεκριμένου ρύπου[12] και προτίθεται να παρακολουθήσει τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για να εξασφαλίσουν την πλήρη συμμόρφωση τους προς την οδηγία IPPC έως τις 30 Οκτωβρίου 2007.

- Η Επιτροπή εγκαινίασε επίσης έργο για την περαιτέρω επανεξέταση της προόδου στον τομέα της εφαρμογής της οδηγίας στα κράτη μέλη και, όσον αφορά 30 συγκεκριμένες εγκαταστάσεις IPPC που θα επιλεγούν ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο οι άδειες και οι επιδόσεις των εγκαταστάσεων ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της οδηγίας.

- Το 2006, η Επιτροπή θα εγκαινιάσει έργο μελέτης του βαθμού στον οποίο οι θεσπισθέντες γενικοί δεσμευτικοί κανόνες σε ορισμένα κράτη μέλη ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της οδηγίας.

Όταν η Επιτροπή επισημαίνει περιπτώσεις άστοχης εφαρμογής της οδηγίας, θα αναλαμβάνει όλες τις απαραίτητες δράσεις, συμπεριλαμβανομένης και της εφαρμογής των προβλεπόμενων διαδικασιών για τις παραβάσεις, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου[13] κατά της Ελλάδας ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις για άλλες πιθανές υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας IPPC. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 84/360/ΕΟΚ σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις[14] επειδή δεν καθόρισε πολιτικές ή στρατηγικές σταδιακής προσαρμογής, σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες, θερμοηλεκτρικού σταθμού στην τοποθεσία Λινοπεράματα.

Δράση 4. Ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου ΕΑΒΔΤ και έναρξη της επανεξέτασής τους

Τα ΕΑΒΔΤ είναι σημαντικά μέσα για την εφαρμογή της οδηγίας. Καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια από την Επιτροπή ώστε να εξασφαλισθεί η ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου των ΕΑΒΔΤ (που συμπεριλαμβάνει 32 εξ αυτών) περί τα τέλη του 2005. Επιπλέον, εξετάζεται από κοινού με τα κράτη μέλη και τους εμπλεκόμενους βιομηχανικούς κλάδους η διαδικασία επανεξέτασης ορισμένων από τα ήδη υφιστάμενα ΕΑΒΔΤ, για τα οποία προέκυψαν από την έρευνα νέες καθοριστικής σημασίας πληροφορίες και γνώσεις, με στόχο η εν λόγω διαδικασία να αρχίσει κατά το 2005.

Δράση 5. Η ανάγκη της διευκρίνισης ορισμένων νομικών θεμάτων και της τεχνικής επανεξέτασης της οδηγίας

Από πρόσφατες διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη προέκυψε ότι η ερμηνεία των δραστηριοτήτων που περιγράφονται στο παράρτημα I της οδηγίας και του όρου «εγκατάσταση» αποτελούν τους κύριους τομείς για τους οποίους είναι ιδιαίτερης σημασίας η περαιτέρω καθοδήγηση με στόχο να υποστηριχθεί η εφαρμογή της οδηγίας. Ως εκ τούτου η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη για την υποστήριξη της προπαρασκευής των αντίστοιχων καθοδηγητικών ενεργειών που αναμένεται να ολοκληρωθούν το 2006 και να δημοσιευθούν μέσω Διαδικτύου. Τα σχετικά καθοδηγητικά έγγραφα βασίζονται μεταξύ άλλων στις ερμηνευτικές απόψεις που έχει ήδη υποστηρίξει η Επιτροπή μετά από την έγκριση της οδηγίας.

Η Επιτροπή επισήμανε επίσης την ανάγκη τεχνικής επανεξέτασης της οδηγίας IPPC ώστε να διευκρινιστούν ορισμένες αμφισημίες και να εξασφαλισθεί η αρτιότερη κανονιστική ρύθμιση. Επιπλέον, η ανάπτυξη θεματικών στρατηγικών στο πλαίσιο του Έκτου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον[15] τόνισε ότι η οδηγία IPPC θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στις εν λόγω πρωτοβουλίες με αποτέλεσμα να εξετάζεται και στο συγκεκριμένο πλαίσιο το ενδεχόμενο τροποποίησης της εν λόγω οδηγίας (ιδίως μάλιστα σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής της).

Δράση 6. Αξιολόγηση των τρόπων εξορθολογισμού της ήδη υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με τις βιομηχανικές εκπομπές στο πλαίσιο της βελτίωσης των κανονιστικών ρυθμίσεων

Η διαβούλευση που άρχισε το 2003 με την ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας IPPC, καθώς και ο διάλογος στο Συμβούλιο (ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη νομοθετική απλοποίηση[16]) καθώς και η πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Συνεργασία για την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση»[17], υποδεικνύουν ότι είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η αλληλεπίδραση μεταξύ της οδηγίας IPPC και άλλων νομοθετικών πράξεων. Το θέμα αυτό αναφέρθηκε συγκεκριμένα επίσης σε εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν από το δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή και την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (IMPEL)[18]. (Δίκτυο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου του περιβάλλοντος).

Στο πλαίσιο της επανεξέτασης της οδηγίας IPPC, η Επιτροπή μελετά ως εκ τούτου τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κωδικοποιήσει την ήδη υφιστάμενη νομοθεσία σχετικά με τις βιομηχανικές εκπομπές (ήτοι την οδηγία IPPC και τις αντίστοιχες τομεακές νομοθετικές πράξεις, όπως οι οδηγίες για τις μεγάλες μονάδες καύσης, την αποτέφρωση των αποβλήτων και τη χρήση οργανικών διαλυτών[19]).

Δράση 7. Αξιολόγηση της χρήσης πιθανών μέσων τα οποία να βασίζονται στην αγορά καθώς και άλλων κινήτρων

Η οδηγία IPPC βασίζεται σε μια δυναμική έννοια ως προς τον ορισμό των ΒΔΤ. Εντούτοις, στην πράξη, αφ’ής στιγμής εκδοθεί άδεια IPPC και ανάλογα με την προσέγγιση που υιοθετεί η αντίστοιχη αρμόδια αρχή, οι φορείς εκμετάλλευσης δύνανται να υιοθετήσουν μια ελάχιστη και στατική αντιμετώπιση εξασφαλίζοντας την τήρηση των όρων της άδειας υπό την αυστηρή τους έννοια.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο, στο πλαίσιο της επανεξέτασης της οδηγίας IPPC, να διαμορφώσει κίνητρα, για παράδειγμα χρησιμοποιώντας κάποια μέσα τα οποία να βασίζονται στην αγορά (παραδείγματος χάριν συστήματα εμπορίας εκπομπών, φόρους και επιβαρύνσεις), για να ενθαρρύνει τους φορείς εκμετάλλευσης να υπερκαλύψουν τις κανονιστικές απαιτήσεις που επιβάλλονται βάσει της οδηγίας IPPC και να υποστηρίξει τις καινοτόμες περιβαλλοντικές τεχνολογίες.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η επανεξέταση της IPPC θα συνεχιστεί κατά το 2006 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2007 με ανακοίνωση της Επιτροπής η οποία θα συνοδεύεται, εφόσον κριθεί απαραίτητο, από νομοθετική πρόταση. Η Επιτροπή έχει συγκροτήσει συμβουλευτική ομάδα για την επανεξέταση της IPPC με στόχο να εξασφαλίσει τη διαβούλευση και το στενό διάλογο με τα κράτη μέλη και άλλους άμεσα ενδιαφερομένους. Προβλέπεται επίσης η διοργάνωση δημόσιας ακρόασης κατά το 2006.

Η επανεξέταση θα αξιολογήσει τις δυνατότητες βελτίωσης της λειτουργίας της οδηγίας, από κοινού με άλλες νομοθετικές πράξεις που σχετίζονται με τις βιομηχανικές εκπομπές, δίχως να θίγονται οι βασικές αρχές και επιδιώξεις της. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει για τον λόγο αυτό να αποσπάσουν την προσοχή τους από την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της οδηγίας. Η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας έως τις 30 Οκτωβρίου 2007 επιβάλλεται να παραμείνει πρώτη προτεραιότητα των κρατών μελών.

[1] ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26.

[2] Απόφαση της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 1999, όσον αφορά το ερωτηματολόγιο σχετικά με την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, ΕΕ L 148 της 15.6.1999, σ. 39.

[3] «Ανάλυση των πρώτων εκθέσεων των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας IPPC », LDK-ECO, Ιούνιος 2004, βλέπε http://europa.eu.int/comm/environment/ippc/ippc_ms_implementation.htm#ImplementationReps

[4] COM(2003) 354 τελικό, Προς την αειφόρο παραγωγή, Πρόοδος στην εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

1.Υπόθεση C-78/04 Επιτροπή κατά Αυστρίας (απόφαση της 18.11.2004, ΕΕ C 6 της 08.01.2005 σ. 18).

[5] C-235/02 Προδικαστική απόφαση (διάταξη της 25.01.2004, ΕΕ C 94 της 17.04.04 σ. 13).

[6] ΕΕ L 158 της 23/06/1990, σ. 56

[7] ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 1

[8] ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 91.

[9] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαβούλευση βλέπε http://europa.eu.int/comm/environment/ippc/ippc_ms_implementation.htm#CommCommunication

[10] Απόφαση 2000/479/ΕΚ, ΕΕ L 192 της 28.07.2000, βλέπε www.eper.cec.eu.int

[11] Βλέπε έκθεση επανεξέτασης του EPER http://www.eper.cec.eu.int/eper/documents/EPER%20Review%20report,%20final.pdf

[12] πόθεση C-364/03 Επιτροπή κατά Ελλάδας (απόφαση της 07.07.2005, ΕΕ C 217 της 03.09.05 σ. 9).

[13] ΕΕ 1984 L 188, σ. 20.

[14] Απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ για τη θέσπιση του Έκτου Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον, ΕΕ L 242 της 10.09.2002, σ. 1.

[15] Βλέπε για παράδειγμα τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 23ης Μαρτίου 2005, http://ue.eu.int/ueDocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ec/84335.pdf

[16] COM (2005) 97 τελικό, 16.3.2005.

[17] Βλέπε http://europa.eu.int/comm/environment/impel/

[18] Οδηγία 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1999, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις, ΕΕ L 85 της 29.3.1999, σ. 1.

Top