Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004SC0817

    Σύσταση για γνώµη του Συµßουλίου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας για την περίοδο 2004-2008

    /* SEC/2004/0817 τελικό */

    52004SC0817

    Σύσταση για γνώµη του Συµßουλίου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας για την περίοδο 2004-2008 /* SEC/2004/0817 τελικό */


    Σύσταση για ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας για την περίοδο 2004-2008

    (υποβάλλεται από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών [1] προβλέπει ότι τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, δηλαδή τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, οφείλουν να υποβάλλουν προγράμματα σύγκλισης στο Συμβούλιο και την Επιτροπή στο πλαίσιο της τακτικής άσκησης της πολυμερούς εποπτείας δυνάμει του άρθρου 99 της Συνθήκης.

    [1] ΕΕ L209, 2.8.1997. Όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο παρόν κείμενο διατίθενται στον ακόλουθο δικτυακό τόπο:

    http://europa.eu.int/comm/economy_finance/about/activities/sgp/main_en.htm

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού, το Συμβούλιο οφείλει να εξετάσει κάθε πρόγραμμα σύγκλισης με βάση τις αξιολογήσεις της Επιτροπής και της επιτροπής του άρθρου 114 της Συνθήκης (Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή). Με βάση τη σύσταση της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το πρόγραμμα, πρέπει να εκδώσει γνώμη. Σύμφωνα με τον κανονισμό, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν σε ετήσια βάση επικαιροποίηση των προγραμμάτων σύγκλισης, που μπορούν επίσης να εξεταστούν από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες.

    Στις δέκα χώρες που προσχώρησαν στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 έχει δοθεί παρέκκλιση και, συνεπώς, δεν συμμετέχουν ακόμη στο ενιαίο νόμισμα. Οι χώρες αυτές αναλάβει τη δέσμευση να υποβάλουν προγράμματα σύγκλισης μέχρι τις 15 Μαΐου 2004 και στη συνέχεια την πρώτη επικαιροποίηση των προγραμμάτων αυτών προς τα τέλη του 2004.

    Το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας που καλύπτει την περίοδο 2004-2008 υποβλήθηκε στις 14 Μαΐου 2004. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αξιολόγησαν από τεχνική άποψη το επικαιροποιημένο πρόγραμμα, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των εαρινών προβλέψεων του 2004 και με βάση τον κώδικα δεοντολογίας [2] και τις αρχές που διακηρύσσονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 27ης Νοεμβρίου 2002 για την ενίσχυση του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών [3]. Η αξιολόγηση αυτή οδήγησε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

    [2] Αναθεωρημένη γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής σχετικά με το περιεχόμενο και τη μορφή των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ECOFIN στις 10.7.2001.

    [3] COM (2002) 668 τελικό, 27.11.2002.

    Στις 14 Μαΐου 2004, η Ουγγαρία υπέβαλε το πρώτο πρόγραμμα σύγκλισης, το οποίο είχε εγκριθεί από την κυβέρνηση στις 13 Μαΐου και καλύπτει την περίοδο από το 2004 έως το 2008. Είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνο με τον κώδικα δεοντολογίας για το περιεχόμενο και τη μορφή των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης. Το πρόγραμμα αναφέρεται στη σχεδιαζόμενη υιοθέτηση του ευρώ το 2010 (ενδεχομένως το 2009 εάν οι οικονομικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες από ό,τι αναμένεται). Κατά συνέπεια, η χώρα προβλέπεται να έχει συμμορφωθεί με τα κριτήρια σύγκλισης μέχρι το 2008.

    Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από 9,3% του ΑΕΠ το 2002 σε 5,9% του ΑΕΠ το 2003, αλλά εξακολουθεί να είναι αισθητά υψηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη. Στις 12 Μαΐου 2004, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για την Ουγγαρία, με την έκδοση έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατύπωσε γνώμη για την έκθεση αυτή στις 25 Μαΐου. Στις 5 Ιουλίου 2004, το Συμβούλιο αναμένεται, με βάση τις δύο συστάσεις της Επιτροπής, να αποφασίσει σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ουγγαρία και να απευθύνει συστάσεις στην Ουγγαρία προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση αυτή.

    Το πρόγραμμα σύγκλισης περιλαμβάνει δύο διαφορετικά σενάρια για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις : ένα "βασικό" και ένα "περισσότερο αισιόδοξο" σενάριο. Οι δημοσιονομικές προβλέψεις στηρίζονται στο βασικό σενάριο. Το σενάριο αυτό προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 3½-4% το 2004 και 2005, και στη συνέχεια αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά περίπου ½ της εκατοστιαίας μονάδας κάθε έτος μέχρι το 2008. Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να επιτευχθεί χάρη στην ισχυρή αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, που θα αντισταθμίσουν τη χαμηλότερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της αισθητής επιβράδυνσης της μέχρι τότε υψηλής αύξησης των πραγματικών μισθών. Αυτό θα φανεί επίσης στη βαθμιαία αν και περιορισμένη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το "πιο αισιόδοξο" σενάριο που περιγράφεται συνοπτικά εμφανίζει υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς λόγω μεγαλύτερων εξαγωγών. Λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2004, το "βασικό" σενάριο θα πρέπει να θεωρηθεί ως το σενάριο αναφοράς που περιέχει περισσότερο αξιόπιστες αναπτυξιακές παραδοχές. Ωστόσο, παρόλο που με βάση τις μέχρι στιγμής διαθέσιμες πληροφορίες οι εξελίξεις αυτές φαίνονται εύλογες σε βραχυπρόθεσμη βάση, ακόμη και το σενάριο αυτό θεωρείται κάπως αισιόδοξο σε μεσοπρόθεσμη βάση. Χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη και τα μέτρα για την τόνωση της απασχόλησης, η ανεργία αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω σε περίπου 5½% μέχρι το 2008 και το ποσοστό συμμετοχής αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και σε 64% το 2008 (έναντι ανεργίας ελαφρά χαμηλότερης του 6% και ποσοστού συμμετοχής 60% που καταγράφηκαν το 2003).

    Σύμφωνα με το πρόγραμμα σύγκλισης, μετά την κορύφωση του μέσου ετήσιου πληθωρισμού σε 6½% το 2004, προβλέπεται η βαθμιαία αποκλιμάκωσή για να υποχωρήσει σε περίπου 3% μέχρι το 2008. Η έντονη μείωση του πληθωρισμού το 2005 θα είναι αποτέλεσμα της κάμψης των αυξήσεων των τιμών που οφείλονταν στους έμμεσους φόρους, αλλά ο αποπληθωρισμός θα ενισχύεται καθ'όλη τη διάρκεια του προγράμματος χάρη στις περιορισμένες αυξήσεις των πραγματικών μισθών (ιδίως στο δημόσιο τομέα) και τις περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι προβλέψεις αυτές είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνες με τις υποθέσεις και της Επιτροπής. Το πρόγραμμα σύγκλισης δεν παρέχει οποιεσδήποτε ενδείξεις σχετικά με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές του νομισματικού και συναλλαγματικού καθεστώτος για την υπό εξέταση περίοδο (ο σημερινός μηχανισμός περιλαμβάνει ένα πλαίσιο οριοθέτησης του πληθωρισμού σε συνδυασμό με ένα περιθώριο διακύμανσης +/- 15% γύρω από την κεντρική ισοτιμία). Επιπλέον, αντίθετα με το προενταξιακό οικονομικό πρόγραμμα του 2003, το πρόγραμμα σύγκλισης δεν θέτει ως στόχο τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ αμέσως μετά την προσχώρηση στην ΕΕ. Αντίθετα, αναγνωρίζεται ότι η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ προϋποθέτει αναγκαστικά μια αξιόπιστη και διατηρήσιμη πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής.

    Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική εμφανίζει σημαντική απόκλιση από το προενταξιακό οικονομικό πρόγραμμα του 2003. Ενώ το πρόγραμμα αυτό αποσκοπούσε στον περιορισμό του ελλείμματος σε ποσοστό χαμηλότερο του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2005, ο στόχος αυτός αναβάλλεται στο πρόγραμμα σύγκλισης μέχρι το 2008. Μεγάλο μέρος της εξυγίανσης που προβλέπει το πρόγραμμα σχεδιάζεται να επιτευχθεί κυρίως κατά την έναρξη της περιόδου, καθώς το έλλειμμα υποχωρεί αρχικά από 5,9% του ΑΕΠ το 2003 σε 4,6% του ΑΕΠ το 2004 και στη συνέχεια μειώνεται κάθε έτος κατά περίπου ½ της εκατοστιαίας μονάδας (4,1% του ΑΕΠ το 2005, 3,6% το 2006, 3,1% το 2007 και 2,7% του ΑΕΠ το 2008). Η στρατηγική εξυγίανσης στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις δαπάνες, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της υγείας. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε με την απαραίτητη ακρίβεια ούτε τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων αυτών ούτε την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εφαρμογή τους. Η προβλεπόμενη μείωση του δείκτη συνολικών δαπανών κατά άνω των 4 εκατοστιαίων μονάδων από το 2003 έως το 2008 [4] αναμένεται να επιτρέψει την αύξηση του μεριδίου των δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ, με την υποστήριξη της χρηματοδότησης εκ μέρους της ΕΕ. Συγχρόνως, προβλέπεται ότι η δημοσιονομική εξυγίανση θα συνοδεύεται από μείωση της βαρύτητας του δημόσιου τομέα στην οικονομία. Αυτό θα εκδηλωθεί επίσης με μια μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης από 39% το 2004 σε 37% το 2008.

    [4] Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα των μεταβιβάσεων της ΕΕ στις δαπάνες (που αναμένεται να αυξηθούν από περίπου 0,5% του ΑΕΠ το 2004 σε 2,5% του ΑΕΠ το 2008).

    Ο ετήσιος ρυθμός εξυγίανσης που φθάνει σε περίπου ½ της εκατοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ από το 2005 μπορεί να φαίνεται σχετικά περιορισμένος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την ισχυρή ανάπτυξη που προβλέπεται καθ'όλη τη διάρκεια της περιόδου, το σχετικά υψηλό επίπεδο των δεικτών του ελλείμματος και του χρέους και την αναμενόμενη πτώση των πληρωμών τόκων. Ωστόσο, για την αξιολόγηση αυτού του ρυθμού εξυγίανσης θα πρέπει παράλληλα να ληφθούν υπόψη τρεις παρατηρήσεις. Πρώτον, είναι σημαντικό για την Ουγγαρία να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής θέτοντας εφικτούς στόχους και επιτυγχάνοντας τους στόχους αυτούς. Δεύτερον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στις οποίες στηρίζεται η στρατηγική αυτή, αφ' ης στιγμής προσδιοριστούν και εφαρμοστούν, αναμένεται να ενισχύσουν τη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και να βελτιώσουν την ποιότητα των δημοσίων οικονομικών. Τρίτον, ο κρατικός προϋπολογισμός υφίσταται πιέσεις από το κόστος της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης (που αναμένεται να αυξηθεί από 0,7% το 2003 σε 0,9% του ΑΕΠ μέχρι το 2008).

    Ωστόσο, ανησυχίες προκαλεί το γεγονός ότι το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί σε ποσοστό χαμηλότερο του 3% του ΑΕΠ μόλις το 2008, και πάλι με ένα μικρό περιθώριο ασφαλείας. Οποιαδήποτε δυσμενής εξέλιξη σε μακροοικονομικό ή δημοσιονομικό επίπεδο, θα μπορούσε να υπονομεύσει την επίτευξη του στόχου αυτού, με δυνητικά σοβαρές επιπτώσεις στη συνολική στρατηγική προσαρμογής της κυβέρνησης. Συνεπώς, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός του προγράμματος μπορεί να μην επαρκεί για τη μείωση του ελλείμματος σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3% μέχρι τη λήξη του προγράμματος, και θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι ευκαιρίες για την επιτάχυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η εμπειρία των υπερβάσεων που σημειώθηκαν στις δαπάνες κατά την τελευταία διετία όσο και η απουσία σαφών ενδείξεων σχετικά με τα φιλόδοξα μέτρα για τη μείωση των δαπανών για την περίοδο 2005-2008 αποτελούν πηγή ανησυχίας. Επιπλέον, η όλη στρατηγική προσαρμογής στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχία με την οποία θα εφαρμοστούν οι φιλόδοξες προσαρμογές που σχεδιάστηκαν για το 2004. Η μη επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου το έτος αυτό θα έθετε σε κίνδυνο το σύνολο της στρατηγικής αυτής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν μπορούν να αποκλειστούν απρόβλεπτες δαπάνες, όπως εκείνες που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια, είναι σημαντικό η κυβέρνηση να μην παρεκκλίνει από την πορεία που εξήγγειλε στο πρόγραμμα σύγκλισης, και να θεσπίσει πρόσθετα και έγκαιρα διορθωτικά μέτρα εφόσον καταστεί αναγκαίο έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου σχετικά με το έλλειμμα το 2004.

    Σε συνολικό επίπεδο, η στρατηγική εξυγίανσης που παρουσιάζεται στο πρόγραμμα σύγκλισης θεωρείται ότι μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα των δημοσίων οικονομικών. Αναγνωρίζεται εν γένει ότι η δημοσιονομική εξυγίανση είναι πιο διατηρήσιμη όταν στηρίζεται σε περικοπές των δαπανών, ιδίως όταν συνοδεύονται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης, σκόπιμη θεωρείται η μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, ιδίως επί της εργασίας. Ωστόσο, για να τεθεί σε λειτουργία ένας ενάρετος κύκλος, είναι απαραίτητο να τηρηθούν οι στόχοι σχετικά με τις δαπάνες. Συνεπώς, απαιτείται ιδιαίτερη σύνεση όσον αφορά τις φορολογικές περικοπές, οι οποίες θα πρέπει να εφαρμοστούν μόνο εφόσον εκτελεστούν οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις και επιτευχθούν οι στόχοι σχετικά με το έλλειμμα. Επιπλέον, εάν ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης δεν ανταποκριθεί στις προσδοκίες του προγράμματος, είναι πιθανό να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα έτσι ώστε να διατηρηθεί η πορεία εξυγίανσης.

    Όσον αφορά το δείκτη χρέους, το πρόγραμμα προβλέπει ότι μετά την κορύφωσή του σε σχεδόν 60% του ΑΕΠ το 2004, θα παρουσιάζει υποχώρηση χάρη στη σχεδιαζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ παράλληλα θα επηρεάζεται θετικά από τη μείωση των πληρωμών τόκων και την αρνητική προσαρμογή αποθεμάτων-ροών. Εφόσον η εξυγίανση πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το πρόγραμμα, δεν υπάρξει σημαντική εξασθένιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και επιτευχθεί η αναμενόμενη μείωση των πληρωμών τόκων, η εξέλιξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί πιθανή. Η εξασφάλιση της ομαλής κάλυψης των δανειακών αναγκών του δημοσίου και η ανάγκη συγκράτησης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους υπογραμμίζουν τη καθοριστική σημασία της τήρησης των στόχων του προγράμματος σχετικά με την πορεία της εξυγίανσης.

    Λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το σχετικά υψηλό επίπεδο του χρέους, η Ουγγαρία αντιμετωπίζει κάποιους κινδύνους δημοσιονομικών ανισορροπιών για την κάλυψη των προβλεπόμενων δαπανών της γήρανσης του πληθυσμού. Ενώ η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που άρχισε το 1998 και προβλέπει τη σταδιακή θέσπιση ενός μηχανισμού με τρεις πυλώνες - συμπεριλαμβανομένων παραμετρικών μεταβολών στον πυλώνα των αναδιανεμητικών συντάξεων, όπως π.χ. την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, ή την τιμαριθμική προσαρμογή των συντάξεων - έχει περιορίσει αισθητά τους κινδύνους των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών ανισορροπιών, δεν τους έχει όμως εξαλείψει εντελώς. Για να εξασφαλιστεί η διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών, έχει καθοριστική σημασία να εξασφαλιστεί ένα επαρκές πρωτογενές πλεόνασμα σε μεσοπρόθεσμη βάση σε συνδυασμό με την εφαρμογή μέτρων για τον μεγαλύτερο περιορισμό των δαπανών που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού, και ιδίως στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

    Σύγκριση των κυριότερων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Με βάση την αξιολόγηση αυτή η Επιτροπή εξέδωσε την ακόλουθη σύσταση για γνώμη του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας και τη διαβιβάζει στο Συμβούλιο.

    Σύσταση για ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας για την περίοδο 2004-2008

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών [5], και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 3,

    [5] ΕΕ L209, 2.8.1997, σ. 1. Τα έγγραφα που αναφέρονται στο παρόν κείμενο διατίθενται στον ακόλουθο δικτυακό τόπο:

    http://europa.eu.int/comm/economy_finance/about/activities/sgp/main_en.htm

    τη σύσταση της Επιτροπής,

    Έπειτα από διαβουλεύσεις με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ:

    Στις [5 Ιουλίου 2004] το Συμβούλιο εξέτασε το πρόγραμμα σύγκλισης της Ουγγαρίας, που καλύπτει την περίοδο 2004 έως 2008. Το πρόγραμμα είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνο με τις απαιτήσεις του αναθεωρημένου "κώδικα δεοντολογίας για το περιεχόμενο και τη μορφή των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης".

    Η δημοσιονομική στρατηγική στην οποία στηρίζεται το πρόγραμμα αποσκοπεί στη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε ποσοστό χαμηλότερο του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2008, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη βαρύτητα του δημόσιου τομέα στην οικονομία. Για τον σκοπό αυτό, το πρόγραμμα προβλέπει την εντατικοποίηση των προσπαθειών εξυγίανσης στην αρχή της περιόδου που καλύπτει το πρόγραμμα, έτσι ώστε το δημόσιο έλλειμμα να μειωθεί από 5,9% του ΑΕΠ το 2003 σε 4,6% του ΑΕΠ το 2004, ακολουθώντας στη συνέχεια έναν ετήσιο ρυθμό μείωσης κατά περίπου ½ της εκατοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ (4,1% του ΑΕΠ το 2005, 3,6% το 2006, 3,1% το 2007 και 2,7% του ΑΕΠ το 2008). Η εξυγίανση περιλαμβάνει κυρίως μέτρα στον τομέα των δαπανών, που συνοδεύονται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της υγείας και της εκπαίδευσης. Εντούτοις, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει ακόμη να προσδιοριστούν και να εφαρμοστούν. Η μείωση του συνολικού δείκτη δαπανών θα επιτρέψει την αύξηση του μεριδίου των δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ, με τη στήριξη της χρηματοδότησης από την ΕΕ. Συγχρόνως, σχεδιάζεται μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης από 39% του ΑΕΠ σε 37% του ΑΕΠ.

    Το πρόγραμμα περιλαμβάνει δύο διαφορετικά σενάρια για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις: ένα "βασικό" σενάριο και ένα "περισσότερο αισιόδοξο" σενάριο. Το βασικό σενάριο θα πρέπει να θεωρηθεί ως το σενάριο αναφοράς για την αξιολόγηση των δημοσιονομικών προβλέψεων δεδομένου ότι περιλαμβάνει πιο εύλογες παραδοχές σχετικά με τον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ που προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3½-4% το 2004 και το 2005, ενώ στη συνέχεια αναμένεται μια μάλλον αισιόδοξη αύξηση του αναπτυξιακού ρυθμού κατά ½ εκατοστιαία μονάδα ετησίως μέχρι το 2008. Η πρόβλεψη για τον ταχύ ρυθμό του αποπληθωρισμού μετά το 2004, όταν θα αμβλυνθούν οι επιπτώσεις των έμμεσων φόρων, φαίνεται αρκετά ρεαλιστική, με την προϋπόθεση ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών θα επιβραδυνθεί αισθητά έτσι ώστε να συμβαδίζει με την παραγωγικότητα.

    Το πρόγραμμα προβλέπει ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μόλις το 2008. Η μείωση του ελλείμματος που προβλέπεται στο πρόγραμμα φαίνεται εφικτή. Οι κίνδυνοι σχετικά με την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης συνδέονται με το ενδεχόμενο ενός χαμηλότερου αναπτυξιακού ρυθμού σε σχέση με τον αναμενόμενο, τις υπερβάσεις των δαπανών που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν και την έλλειψη πληροφόρησης σχετικά με τα προβλεπόμενα μέτρα περικοπής των δαπανών κατά τα τελευταία έτη του προγράμματος. Η επίτευξη της σημαντικής προσαρμογής που προβλέπεται για το πρώτο έτος του προγράμματος έχει καθοριστική σημασία για την αξιοπιστία της στρατηγικής προσαρμογής. η μη επίτευξη του στόχου αυτού θα έθετε σε κίνδυνο όλη την πορεία προσαρμογής. Συνεπώς, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός του προγράμματος ενδέχεται να μην επαρκεί για τη μείωση του ελλείμματος σε επίπεδο χαμηλότερο του 3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του προγράμματος και θα πρέπει να αξιοποιηθεί κάθε ευκαιρία για την επιτάχυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Συγχρόνως, τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα αντανακλούν σε σημαντικό βαθμό την εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, μέσω του οποίου ο δείκτης των δημοσίων επενδύσεων προς το ΑΕΠ θα φθάσει από 4,0% του ΑΕΠ το 2004 σε 5,5% του ΑΕΠ το 2008.

    Ο δείκτης του χρέους, μετά την κορύφωσή του σε σχεδόν 60% του ΑΕΠ το 2004, προβλέπεται σύμφωνα με το πρόγραμμα να υποχωρήσει σε 54% του ΑΕΠ μέχρι το 2008. Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με τη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει σχεδιαστεί, επηρεαζόμενη παράλληλα ευνοϊκά από τη μείωση των πληρωμών τόκων και την αρνητική προσαρμογή αποθεμάτων-ροών. Ωστόσο, η αρκετά εύλογη αυτή θετική εξέλιξη θα μπορούσε να διακυβευτεί από μια βραδύτερη από την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων.

    Η Ουγγαρία αντιμετωπίζει κάποιους κινδύνους δημοσιονομικών ανισορροπιών για την κάλυψη των προβλεπόμενων δαπανών της γήρανσης του πληθυσμού. Ενώ η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που άρχισε το 1998 και προβλέπει τη σταδιακή θέσπιση ενός μηχανισμού με τρεις πυλώνες - συμπεριλαμβανομένων παραμετρικών μεταβολών στον πυλώνα των αναδιανεμητικών συντάξεων, όπως π.χ. την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, ή την τιμαριθμική προσαρμογή των συντάξεων - έχει περιορίσει αισθητά τους κινδύνους των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών ανισορροπιών, δεν τους έχει όμως εξαλείψει εντελώς. Για να εξασφαλιστεί η διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών, έχει καθοριστική σημασία να εξασφαλιστεί ένα επαρκές πρωτογενές πλεόνασμα σε μεσοπρόθεσμη βάση σε συνδυασμό με την εφαρμογή μέτρων για τον μεγαλύτερο περιορισμό των δαπανών που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού, και ιδίως στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

    [Στις 5 Ιουλίου 2004], με βάση τις συστάσεις της Επιτροπής, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα στην Ουγγαρία σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 5 της Συνθήκης και απηύθυνε συστάσεις στην Ουγγαρία σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 7 για τον τερματισμό της κατάστασης αυτής, παρέχοντας συγχρόνως κατευθύνσεις σχετικά με τον προσανατολισμό της πολιτικής.

    Κυριότερες προβλέψεις του προγράμματος σύγκλισης της Ουγγαρίας

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Top