EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004PC0835

Πρόταση κανονισμου του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας {SEC(2004) 1628}

/* COM/2005/0835 τελικό - COD 2004/0287 */

52004PC0835

Πρόταση κανονισμου του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας {SEC(2004) 1628} /* COM/2005/0835 τελικό - COD 2004/0287 */


Βρυξέλλες, 28.12.2004

COM(2004) 835 τελικό

2004/0287 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας SEC(2004)1628

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Γενικός στόχος

Στο πλαίσιο της σταδιακής εφαρμογής ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων και ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο χορηγήθηκε απόλυτη προτεραιότητα στην ανάπτυξη και καθιέρωση του Συστήματος Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS-Visa Information System), το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν δεδομένα για τις θεωρήσεις και αντιπροσωπεύει μια από τις μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προορίζονται να παγιώσουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια.

Με βάση τα συμπεράσματα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων του Λάκεν, της Σεβίλλης και της Θεσσαλονίκης, το Συμβούλιο ΔΕΥ θέσπισε στις 19 Φεβρουαρίου 2004 συμπεράσματα σχετικά με την καθιέρωση του συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις[1]. Αυτά τα συμπεράσματα τα οποία επιβεβαιώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 25ης και 26ης Μαρτίου 2004[2] διατυπώνουν προσανατολισμούς που πρέπει να ληφθούν "υπόψη κατά την προετοιμασία της τεχνικής υλοποίησης του VIS, καθώς και στην πρόταση για τη θέσπιση νομικής πράξης για τη δημιουργία του VIS, τηρώντας πλήρως την κοινοτική νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα"[3].

Πριν από αυτή την πρόταση, το Συμβούλιο θέσπισε στις 8 Ιουνίου 2004 την απόφαση 2004/512/ΕΚ του Συμβουλίου για τη δημιουργία του Συστήματος Πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS)[4], η οποία αποτελεί τη νομική βάση που απαιτείται για να επιτραπεί η εγγραφή στον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων των απαραίτητων πιστώσεων για την ανάπτυξη του VIS και η εκτέλεση αυτού του μέρους του προϋπολογισμού, προσδιορίζει την αρχιτεκτονική του συστήματος και παρέχει εντολή στην Επιτροπή να αναπτύξει το VIS σε τεχνικό επίπεδο με τη βοήθεια της επιτροπής SΙS ΙΙ[5], ενώ τα εθνικά συστήματα θα πρέπει να προσαρμοστούν και/ή να αναπτυχθούν από τα κράτη μέλη.

Η συνέχιση της ανάπτυξης και η εφαρμογή του VIS προϋποθέτουν την επεξεργασία συνολικού νομικού πλαισίου. Η παρούσα πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επιδιώκει να προσδιορίσει το στόχο και τις λειτουργίες του VIS καθώς και τις σχετικές αρμοδιότητες, να αναθέσει εντολή στην Επιτροπή να εφαρμόσει το σύστημα και να εξασφαλίσει τη διατήρησή του καθώς και να θεσπίσει τις διαδικασίες και τις λεπτομέρειες ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις αιτήσεις θεωρήσεων μικρής διάρκειας προκειμένου να διευκολυνθεί η εξέταση αυτών των αιτήσεων και οι σχετικές αποφάσεις.

Το VIS θα βελτιώσει την εφαρμογή της κοινής πολιτικής στον τομέα των θεωρήσεων, την προξενική συνεργασία και τη διαβούλευση των κεντρικών προξενικών αρχών για να αποτραπούν οι απειλές της εσωτερικής ασφάλειας και οι πολλαπλές αιτήσεις θεωρήσεων καθώς και να διευκολυνθεί η καταπολέμηση της απάτης και οι έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα και στο έδαφος των κρατών μελών, ο εντοπισμός και η επιστροφή λαθρομεταναστών και η εφαρμογή του "κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ" (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 343/2003[6]). Η βελτίωση της αξιολόγησης των αιτήσεων θεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κεντρικών αρχών, καθώς και η εξακρίβωση ταυτότητας και ο έλεγχος των αιτούντων στα σημεία ελέγχου και στα προξενεία συμβάλλουν στην εσωτερική ασφάλεια των κρατών μελών και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας[7], η οποία αποτελεί οριζόντιο στόχο και ουσιαστικό κριτήριο της κοινής πολιτικής στον τομέα των θεωρήσεων, καθώς και στην καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης[8]. Παράλληλα, το VIS θα ωφελήσει τους καλόπιστους ταξιδιώτες βελτιώνοντας τις διαδικασίες έκδοσης θεωρήσεων και ελέγχου.

Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού έχει σχέση με την ανταλλαγή δεδομένων για τις θεωρήσεις Σένγκεν μικρής διάρκειας, που αποτελούν πρωταρχικό στόχο του VIS, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών θεωρήσεων μακράς διάρκειας που έχουν ταυτόχρονα ισχύ θεωρήσεων μικρής διάρκειας. Η ανταλλαγή δεδομένων για άλλες εθνικές θεωρήσεις μακράς διάρκειας των κρατών Σένγκεν, η οποία συμπεριλαμβάνεται επίσης στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 2004[9], χρειάζεται χωριστό νομικό μέσο: δεν υπάρχει, εκτός από τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας, κοινό κεκτημένο σχετικά με τις διαδικασίες έκδοσης θεωρήσεων μακράς διάρκειας για τα κράτη μέλη και η διαδικασία συναπόφασης δεν εφαρμόζεται στο άρθρο 63 σημείο 3 στοιχείο α) της Συνθήκης, στο βαθμό που δεν έχει ληφθεί απόφαση δυνάμει του άρθρου 67 σημείο 2 της Συνθήκης.

Ο παρόν κανονισμός θα αποτελέσει τη βασική πράξη του νομικού πλαισίου που αφορά το VIS. Άλλα νομικά μέσα θα χρειαστούν εντούτοις για να συμπληρωθεί αυτό το πλαίσιο και ιδιαίτερα προκειμένου να:

α) τροποποιηθεί η κοινή προξενική εγκύκλιος (ΚΠΕ)[10], σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τα βιομετρικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης καταχώρισης αυτών των δεδομένων και των ισχυουσών εξαιρέσεων·

β) τεθεί σε εφαρμογή ένας μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων με την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο με σκοπό να διευκολυνθεί η εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο Ι (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 343/2003[11]) καθώς και οι διοικητικές διαδικασίες και οι διαδικασίες εξακρίβωσης της ταυτότητας για την επιστροφή λαθρομεταναστών, στο βαθμό που η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετέχουν στην πολιτική μετανάστευσης και επιστροφής·

γ) ανταλλάσσονται δεδομένα, με τη μεσολάβηση του VIS, για τις θεωρήσεις μακράς διάρκειας που δεν έχουν ταυτόχρονη ισχύ με θεωρήσεις μικρής διάρκειας· θα ήταν χρήσιμο να προσδιοριστούν νέοι πολιτικοί προσδιορισμοί λαμβανομένης υπόψη της απουσίας κοινού κεκτημένου για αυτές τις θεωρήσεις.

2. Επιπτώσεις του Συστήματος Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS)

Η εκτεταμένη αξιολόγηση αντικτύπου[12] η οποία επισυνάπτεται στην παρούσα πρόταση, τονίζει την αναγκαιότητα του VIS και τον αντίκτυπό του σε σχέση με άλλες πολιτικές επιλογές. Τονίζει κυρίως το λόγο για τον οποίο η χρήση και η αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων στο VIS είναι ουσιαστικής σημασίας για την υλοποίηση των στόχων του συστήματος και καθορίζει τις κατάλληλες εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων. Λαμβάνοντας υπόψη τον ευαίσθητο χαρακτήρα των ζητημάτων που έχουν σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτείται μεταξύ άλλων η διαβούλευση της ομάδας εργασίας του άρθρου 29[13].

3. Νομική βάση

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στο άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο (ii) και στο άρθρο 66 της συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 66 παρέχει τη δέουσα νομική βάση για την εγκαθίδρυση και τη διατήρηση του VIS καθώς και για τις διαδικασίες ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις θεωρήσεις μεταξύ των κρατών μελών, εξασφαλίζοντας τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καθώς και τη συνεργασία μεταξύ αυτών των αρχών και της Επιτροπής στους τομείς που καλύπτονται από τον τίτλο IV της Συνθήκης. Μεταξύ αυτών των τομέων συμπεριλαμβάνεται η εφαρμογή της κοινής πολιτικής όσον αφορά τις θεωρήσεις, οι έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα και τα μέτρα που αφορούν το άσυλο και τη λαθρομετανάστευση.

Εντούτοις, ανεξάρτητα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες για την εισαγωγή, ανταλλαγή και αναζήτηση δεδομένων σχετικά με τις θεωρήσεις στο VIS, ο κανονισμός προτείνει διαδικασίες οι οποίες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση και την έκδοση θεωρήσεων μικρής διάρκειας από τα κράτη μέλη, στη βάση του κεκτημένου του Σένγκεν όσον αφορά την κοινή πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων. Η εισαγωγή πληροφοριών στο σύστημα VIS, κατά την παραλαβή της αίτησης για την έκδοση θεώρησης, και η επαλήθευση προηγούμενων αιτήσεων στο VIS, που αποτελούν υποχρεωτικά στάδια για την εξέταση της αίτησης, αποτελούν από μόνες τους διαδικασίες και προϋποθέσεις έκδοσης θεωρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο (ii).

Σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο (ii) της συνθήκης ΕΚ θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 251. Δεδομένου ότι το άρθρο 66 υπόκειται στο εξής στην ειδική πλειοψηφία και όχι πλέον στην ομοφωνία όπως συνέβαινε προηγουμένως[14], οι δύο νομικές βάσεις είναι συμβιβάσιμες και μπορούν να συνδυαστούν. Η διαδικασία συναπόφασης εφαρμόζεται κατά συνέπεια για τη θέσπιση του κανονισμού στο σύνολό του.

4. Συμμετοχή στο σύστημα VIS

Δεδομένου ότι ο κανονισμός καλύπτει την ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας μεταξύ των κρατών μελών "τα οποία έχουν καταργήσει τους ελέγχους στα εσωτερικά τους σύνορα"[15], αποτελεί ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν σχετικά με την κοινή πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων. Οι συνέπειες συμμετοχής στο σύστημα VIS είναι οι ακόλουθες:

Ισλανδία και Νορβηγία:

Οι διαδικασίες που θεσπίζονται στη συμφωνία σύνδεσης[16] που συνάφθηκε από το Συμβούλιο και τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν εφαρμόζονται επειδή η παρούσα πρόταση θεμελιώνεται στο κεκτημένο Σένγκεν όπως αυτό ορίζεται στο παράρτημα Α της προαναφερόμενης συμφωνίας.

Δανία:

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη συνθήκη ΕΕ και στη συνθήκη ΕΚ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αποτελεί πράξη που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου IV της συνθήκης ΕΚ εφαρμόζεται το άρθρο 5 του προαναφερόμενου πρωτοκόλλου.

Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία :

Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αίτηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας[17], καθώς και με την απόφαση 2002/192/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με την αίτηση της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες διατάξεις του κεκτημένου Σένγκεν[18], το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στη θέσπιση του κανονισμού και δεν δεσμεύονται από αυτόν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή του.

Νέα κράτη μέλη :

Δεδομένου ότι η πρωτοβουλία αποτελεί πράξη θεμελιωμένη στο κεκτημένο Σένγκεν ή άλλως αναφερόμενη σε αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης, ο κανονισμός θα ισχύσει σε ένα νέο κράτος μέλος μόνο μετά από απόφαση του Συμβουλίου σύμφωνη με την παρούσα διάταξη.

Ελβετία :

Ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που υπεγράφη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την Ελβετική Συνομοσπονδία για τη σύνδεση αυτής της τελευταίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν [19] η οποία υπάγεται στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και την προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων αυτής της συμφωνίας[20].

5. Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Το άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο (ii) θεμελιώνει κοινοτική αρμοδιότητα για τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις έκδοσης θεωρήσεων μικρής διάρκειας για τα κράτη μέλη. Το άρθρο 66 θεμελιώνει από την πλευρά του κοινοτική αρμοδιότητα για τα μέτρα που προορίζονται να κατοχυρώσουν τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής. Αυτές οι αρμοδιότητες πρέπει εντούτοις να ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η πρόταση ικανοποιεί τα κριτήρια αυτής της διάταξης.

Οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η ανάπτυξη ενός κοινού συστήματος και κοινών διαδικασιών ανταλλαγής δεδομένων για τις θεωρήσεις μεταξύ των κρατών μελών είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

Οι δραστηριότητες της Επιτροπής περιορίζονται στην εγκαθίδρυση και τη διατήρηση του κεντρικού συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις, των εθνικών διασυνδέσεων και της υποδομής επικοινωνίας μεταξύ του κεντρικού VIS και αυτών των διασυνδέσεων, ενώ κάθε κράτος μέλος παραμένει υπεύθυνο για το εθνικό του σύστημα. Το νομικό μέσο που επελέγη είναι ο κανονισμός, επειδή είναι απαραίτητο να θεσπιστεί πράξη εφαρμογής γενική, υποχρεωτική ως προς όλα τα στοιχεία της και άμεσα εφαρμόσιμη σε κάθε κράτος μέλος.

Η παρούσα πρωτοβουλία δεν υπερβαίνει αυτό που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της: τα δεδομένα που πρέπει να εισάγονται στο VIS είναι απαραίτητα για την εξέταση των αιτήσεων θεωρήσεων και για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με το θέμα αυτό. Τα αλφαριθμητικά δεδομένα του αιτούντος πρέπει να λαμβάνονται από το έντυπο της αίτησης. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο έλεγχος και ο ακριβής προσδιορισμός της ταυτότητας των αιτούντων θεωρήσεις είναι απαραίτητο να αναλύονται βιομετρικά δεδομένα στο VIS. Αυτό επιτρέπει να γίνεται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της ταυτότητας ανεξάρτητα από την ύπαρξη, την παρουσίαση ή την κακή λειτουργία άλλων μέσων αποθήκευσης όπως οι ηλεκτρονικοί μικροεπεξεργαστές. Εντούτοις, η παρούσα πρόταση δεν συμπεριλαμβάνει την αποθήκευση ψηφιοποιημένων εγγράφων, παρά το γεγονός ότι αυτό προβλέπεται από τα συμπεράσματα του Συμβουλίου[21], δεδομένου ότι αυτό δεν θεωρείται ανάλογο ενόψει της ανάγκης αυτών των εγγράφων μόνο σε ειδικές περιπτώσεις· σε τέτοιες περιπτώσεις αντίγραφα των εγγράφων μπορούν να διαβιβάζονται μετά από αίτηση του κράτους μέλους που έχει εκδώσει τη θεώρηση[22].

Η διαβούλευση αυτών των δεδομένων επιφυλάσσεται αποκλειστικά σε δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό των αρμοδίων αρχών κάθε κράτους μέλους, είναι εξειδικευμένη για κάθε ένα από τους σκοπούς που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και περιορίζεται στα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων σύμφωνα με τους σκοπούς αυτούς.

6. Διάρθρωση και περιεχόμενο της πρότασης

Η παρούσα πρόταση ενός δεύτερου νομικού μέσου για το νομικό πλαίσιο του συστήματος VIS περιλαμβάνει επτά κεφάλαια: Το πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει το θέμα του κανονισμού και τον σκοπό του VIS, τους ορισμούς, τις κατηγορίες δεδομένων και τις γενικές λεπτομέρειες πρόσβασης στο VIS.

Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρει λεπτομερώς τις υποχρεώσεις και τις διαδικασίες εισαγωγής και χρήσης των δεδομένων από τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις θεωρήσεις. Προσδιορίζει τα δεδομένα που πρέπει να εισάγονται στο σύστημα κατά την καταχώρηση της αίτησης και εκείνα που πρέπει να προστίθενται όταν έχει ληφθεί απόφαση έκδοσης, απόρριψης, ακύρωσης, απόσυρσης ή παράτασης θεώρησης ή άρνησης εξέτασης της αίτησης. Αυτό το κεφάλαιο προσδιορίζει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις αρμόδιες για τις θεωρήσεις αρχές να χρησιμοποιούν το VIS για την εξέταση των αιτήσεων, καθώς και τις διαδικασίες χρησιμοποίησης του VIS για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κεντρικών αρχών και τις αιτήσεις εγγράφων, ενσωματώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις τεχνικές λειτουργίες του ισχύοντος δικτύου VISION στο VIS. Μια διάταξη προβλέπει επίσης τη χρήση δεδομένων από τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις θεωρήσεις με σκοπό την ενημέρωση και την κατάρτιση στατιστικών.

Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρει λεπτομερώς τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες χρησιμοποίησης των δεδομένων από άλλες αρχές για τις ειδικές ανάγκες του VIS: έλεγχος θεωρήσεων, εξακρίβωση της ταυτότητας και επιστροφή προσώπων που τελούν σε παράνομη κατάσταση, καθορισμός του υπευθύνου για τις αιτήσεις ασύλου και εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Οι αρχές που μπορούν να έχουν πρόσβαση στο VIS προσδιορίζονται με βάση αυτούς τους ειδικούς σκοπούς.

Όσον αφορά το τέταρτο κεφάλαιο , προσδιορίζει τους κανόνες διατήρησης και τροποποίησης των δεδομένων που καταχωρούνται στο VIS. Το πέμπτο κεφάλαιο καθορίζει τις αρμοδιότητες που αφορούν το σύστημα VIS, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργικής του διαχείρισης, της χρησιμοποίησης των δεδομένων και της ασφάλειάς τους καθώς και κανόνες όσον αφορά την ευθύνη, τα αρχεία και τις κυρώσεις.

Το έκτο κεφάλαιο αφορά από την πλευρά του τα δικαιώματα και την εποπτεία που ασκείται όσον αφορά την προστασία των δεδομένων. Ενώ η οδηγία 95/46/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ισχύουν πλήρως για τον παρόντα κανονισμό[23], οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου προσδιορίζουν ορισμένα σημεία που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του συγκεκριμένου προσώπου καθώς και το ρόλο των εθνικών εποπτικών αρχών και της ανεξάρτητης εποπτικής αρχής.

Το τελευταίο κεφάλαιο καλύπτει την εφαρμογή, την έναρξη διαβίβασης και λειτουργίας, την επιτροπολογία, την παρακολούθηση και αξιολόγηση, καθώς και την έναρξη ισχύος και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Ο σχολιασμός των άρθρων περιλαμβάνεται στο παράρτημα της παρούσας πρότασης.

2004/0287 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο (ii) και το άρθρο 66

την πρόταση της Επιτροπής[24],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης[25],

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Με βάση τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 καθώς και τα συμπεράσματα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων του Λάκεν, της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001, της Σεβίλλης της 21ης και 22ας Ιουνίου 2002, της Θεσσαλονίκης της 19ης και 20ής Ιουνίου 2003 και των Βρυξελλών της 25ης και 26ης Μαρτίου 2004, η δημιουργία του Συστήματος Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) αντιπροσωπεύει μια από τις βασικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προορίζονται να προωθήσουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια.

(2) Η απόφαση 2004/512/ΕΚ του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2004 για τη δημιουργία του Συστήματος Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS)[26] δημιούργησε το VIS ως σύστημα ανταλλαγής δεδομένων για τις θεωρήσεις μεταξύ των κρατών μελών.

(3) Είναι τώρα απαραίτητο να δοθεί στην Επιτροπή η εντολή για να εγκαθιδρύσει το σύστημα και να εξασφαλίσει τη διατήρησή του, να προσδιορίσει το στόχο, τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητες του VIS και να ορίσει τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες ανταλλαγής δεδομένων για τις θεωρήσεις μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να διευκολυνθεί η εξέταση των αιτήσεων για την έκδοση θεωρήσεων και οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη τους προσανατολισμούς που θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο της 19ης Φεβρουαρίου 2004 για την ανάπτυξη του VIS.

(4) Το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις θα βελτιώσει την εφαρμογή της κοινής πολιτικής στον τομέα των θεωρήσεων, την προξενική συνεργασία και τη διαβούλευση μεταξύ των κεντρικών προξενικών αρχών διευκολύνοντας την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις αιτήσεις θεωρήσεων και τις σχετικές αποφάσεις με σκοπό να αποτραπούν οι απειλές εις βάρος της εσωτερικής ασφάλειας των κρατών μελών και η αναζήτηση καλύτερων όρων έκδοσης θεωρήσεων ("visa shopping") καθώς επίσης να διευκολυνθεί η καταπολέμηση της απάτης και η διενέργεια ελέγχων στα σημεία διέλευσης των εξωτερικών συνόρων και στην επικράτεια των κρατών μελών. Το VIS θα διευκολύνει επίσης τον εντοπισμό και την επιστροφή των λαθρομεταναστών και την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2003 για τη θέσπιση κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας[27].

(5) Το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις θα πρέπει να συνδεθεί με τα εθνικά συστήματα των κρατών μελών για να επιτρέψει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να επεξεργάζονται δεδομένα σχετικά με τις αιτήσεις θεωρήσεων και με τις θεωρήσεις που εκδίδονται, ακυρώνονται, ανακαλούνται ή παρατείνονται.

(6) Οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες εισαγωγής, τροποποίησης, διαγραφής και αναζήτησης δεδομένων στο VIS θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαδικασίες που καθορίζονται στην κοινή προξενική εγκύκλιο όσον αφορά τις θεωρήσεις που προορίζονται για τις διπλωματικές αποστολές και τα προξενικά γραφεία (στο εξής "κοινή προξενική εγκύκλιος")[28].

(7) Οι τεχνικές λειτουργίες του δικτύου για τη διαβούλευση με τις εθνικές κεντρικές αρχές που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της συνθήκης εφαρμογής της συμφωνίας της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα[29] θα πρέπει να ενσωματωθούν στο VIS.

(8) Τα δεδομένα τα οποία θα επεξεργάζεται το σύστημα VIS θα πρέπει να καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που περιέχονται στο κοινό έντυπο αίτησης θεώρησης, το οποίο καθιερώνεται με την απόφαση 2002/354/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2002 σχετικά με την προσαρμογή του μέρους ΙΙΙ και τη δημιουργία παραρτήματος 16 της κοινής προξενικής εγκυκλίου[30], καθώς και τις πληροφορίες που αναφέρονται στην αυτοκόλλητη θεώρηση που προβλέπεται από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1995 για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου[31].

(9) Για να εξασφαλιστεί ο ακριβής έλεγχος και ο προσδιορισμός της ταυτότητας των αιτούντων θεωρήσεις είναι απαραίτητο να εισαχθούν βιομετρικά δεδομένα στο VIS.

(10) Πρέπει να προσδιοριστούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, των οποίων το δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό θα έχει τη δυνατότητα να εισάγει, να τροποποιεί, να διαγράφει ή να συμβουλεύεται τα δεδομένα για τις ειδικές ανάγκες του VIS, στο μέτρο που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

(11) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καταχωρούνται στο VIS δεν πρέπει να διατηρούνται για περισσότερο χρονικό διάστημα από αυτό που είναι απαραίτητο για τις ανάγκες του VIS. Φαίνεται ενδεδειγμένο να διατηρούνται τα δεδομένα για περίοδο πέντε ετών, έτσι ώστε τα δεδομένα που αφορούν προηγούμενες αιτήσεις να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση των αιτήσεων θεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της καλής πίστης των αιτούντων, και για τη δημιουργία φακέλων για τους λαθρομετανάστες οι οποίοι μπορούν, σε κάποιο στάδιο, να έχουν υποβάλει αίτηση θεώρησης. Συντομότερη περίοδος δεν θα ήταν επαρκής για τους σκοπούς αυτούς. Τα δεδομένα θα πρέπει να διαγράφονται μετά από την περίοδο των πέντε ετών, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι να διαγραφούν νωρίτερα.

(12) Θα πρέπει να θεσπιστούν ακριβείς κανόνες όσον αφορά τις αρμοδιότητες της Επιτροπής στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης και της διαχείρισης του VIS, αφενός, και των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε σχέση με τα εθνικά συστήματα και τη χρήση των δεδομένων από τις εθνικές αρχές, αφετέρου.

(13) Πρέπει να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με την ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση ζημιών που απορρέουν από τη μη τήρηση του παρόντος κανονισμού. Η ευθύνη της Επιτροπής σε σχέση με μια τέτοια ζημία διέπεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 288 της Συνθήκης.

(14) Η οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[32] εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει εντούτοις να προσδιοριστούν ορισμένα σημεία όσον αφορά την ευθύνη σχετικά με τη χρησιμοποίηση των δεδομένων, την προστασία των δικαιωμάτων των σχετικών προσώπων και τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων.

(15) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[33] εφαρμόζεται στις δραστηριότητες της Κοινότητας που έχουν σχέση με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Θα πρέπει εντούτοις να προσδιοριστούν ορισμένα σημεία όσον αφορά την ευθύνη για τη χρήση δεδομένων και τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων.

(16) Οι εθνικές αρχές ελέγχου που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 28 της οδηγίας 95/46/ΕΚ πρέπει να ελέγχουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη, ενώ ο Ευρωπαίος Επόπτης της Προστασίας Δεδομένων που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 πρέπει να ελέγχει τις δραστηριότητες της Επιτροπής που έχουν σχέση με την προστασία αυτών των δεδομένων.

(17) Ο αποτελεσματικός έλεγχος της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού επιβάλλει αξιολόγηση κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

(18) Τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να φροντίζουν για την εφαρμογή τους.

(19) Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[34].

(20) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται κυρίως από το Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(21) Δεδομένου ότι ο στόχος της εγκαθίδρυσης ενός κοινού συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις και του προσδιορισμού κοινών υποχρεώσεων, προϋποθέσεων και διαδικασιών για την ανταλλαγή δεδομένων για τις θεωρήσεις μεταξύ των κρατών μελών δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, να θεσπίσει μέτρα. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου

(22) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας που έχει προσαρτηθεί ως παράρτημα στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και συνεπώς δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Επειδή εντούτοις ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου μέρους του τίτλου IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 5 του εν λόγω πρωτοκόλλου, θα αποφασίσει, εντός εξαμήνου αφότου το Συμβούλιο θεσπίσει τον παρόντα κανονισμό, εάν θα τον μεταφέρει ή όχι στο εθνικό της δίκαιο.

(23) Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, η οποία προβλέπεται στη συμφωνία που συνάφθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση αυτών των δύο κρατών με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν[35], που υπάγεται στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο β) της απόφασης 1999/437/EΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας[36] .

(24) Πρέπει να συναφθεί συμφωνία για να δοθεί η δυνατότητα στους αντιπροσώπους της Ισλανδίας και της Νορβηγίας να συμμετέχουν στις εργασίες των επιτροπών που επικουρούν την Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της εκτέλεσης. Ένας τέτοιος διακανονισμός προβλέφθηκε στην ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της Κοινότητας και της Ισλανδίας και της Νορβηγίας που επισυνάπτεται στην προαναφερόμενη συμφωνία[37].

(25) Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στο οποίο δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αίτηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν[38]. Ως εκ τούτου το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και συνεπώς δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(26) Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στο οποίο δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με την αίτηση της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν[39]. Ως εκ τούτου η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και συνεπώς δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(27) Ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη η οποία βασίζεται ή αναφέρεται στο κεκτημένο του Σένγκεν κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης.

(28) Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που υπεγράφη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την Ελβετική Συνομοσπονδία για τη σύνδεση αυτής της τελευταίας με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν που υπάγεται στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και την προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων αυτής της συμφωνίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός καθορίζει το αντικείμενο και τις λειτουργίες του συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS), που προβλέπεται στο άρθρο 1 της απόφασης 2004/512/EΚ, καθώς και τις σχετικές αρμοδιότητες για το συγκεκριμένο σύστημα. Προσδιορίζει τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις αιτήσεις θεωρήσεων μικρής διάρκειας και τις σχετικές αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης, ανάκλησης ή παράτασης της θεώρησης, με σκοπό να διευκολύνει την εξέταση αυτών των αιτήσεων και των σχετικών αποφάσεων.

2. Το VIS βελτιώνει την εφαρμογή της κοινής πολιτικής θεωρήσεων, την προξενική συνεργασία και τη διαβούλευση μεταξύ κεντρικών προξενικών αρχών διευκολύνοντας την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις αιτήσεις θεωρήσεων και τις σχετικές αποφάσεις, με σκοπό :

(α) να αποτρέψει τις απειλές που στρέφονται κατά της εσωτερικής ασφάλειας των κρατών μελών·

(β) να αποφύγει την καταστρατήγηση των κριτηρίων προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης·

(γ) να διευκολύνει την καταπολέμηση της απάτης·

(δ) να διευκολύνει τους ελέγχους στα σημεία διέλευσης των εξωτερικών συνόρων και στην επικράτεια των κρατών μελών·

(ε) να συμβάλει στον εντοπισμό και στην επιστροφή των λαθρομεταναστών·

(στ) να διευκολύνει την εφαρμογή του κανονισμού (EΚ) αριθ. 343/2003.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) "θεώρηση":

(α) "θεώρηση για διαμονή μικρής διάρκειας", όπως ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα[40] (στο εξής "σύμβαση Σένγκεν")·

(β) "θεώρηση διέλευσης", όπως ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) της σύμβασης Σένγκεν·

(γ) "θεώρηση διέλευσης από αερολιμένα", όπως ορίζεται στο τμήμα Ι, σημείο 2.1.1., της κοινής προξενικής εγκυκλίου σχετικά με τις θεωρήσεις που προορίζονται για τις διπλωματικές αποστολές και τα προξενικά γραφεία (στο εξής "κοινή προξενική εγκύκλιος")·

(δ) "θεώρηση περιορισμένης εδαφικής ισχύος", όπως ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της σύμβασης Σένγκεν·

(ε) "εθνική θεώρηση μακράς διάρκειας που ισχύει και ως θεώρηση μικρής διάρκειας", όπως ορίζεται στο άρθρο 18 της σύμβασης Σένγκεν·

(2) "αυτοκόλλητη θεώρηση", η ενιαίου τύπου θεώρηση που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/95·

(3) "αρχές θεώρησης", οι αρχές κάθε κράτους μέλους που είναι αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων και τη λήψη των σχετικών αποφάσεων ή των αποφάσεων ακύρωσης, ανάκλησης ή παράτασης των θεωρήσεων·

(4) "έντυπο αίτησης", το τυποποιημένο έντυπο αίτησης θεώρησης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 16 της κοινής προξενικής εγκυκλίου·

(5) "αιτών", ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση θεώρησης·

(6) "υπήκοος τρίτης χώρας", κάθε πολίτης που δεν είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ·

(7) "μέλη της ομάδας", οι λοιποί αιτούντες με τους οποίους ο αιτών ταξιδεύει, συμπεριλαμβανομένου/ης του/της συζύγου και των τέκνων που συνοδεύουν τον αιτούντα·

(8) "ταξιδιωτικό έγγραφο", διαβατήριο ή αντίστοιχο έγγραφο που επιτρέπει στο δικαιούχο να διέλθει τα εξωτερικά σύνορα και στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί θεώρηση·

(9) "υπεύθυνο κράτος μέλος", το κράτος μέλος που εισήγαγε τα δεδομένα στο VIS·

(10) "επαλήθευση", η διαδικασία που συνίσταται στη σύγκριση σειράς δεδομένων για να επαληθευθεί το κύρος δηλωθείσας ταυτότητας (έλεγχος με τη σύγκριση δύο δειγμάτων)·

(11) "εξακρίβωση ταυτότητας", η διαδικασία που συνίσταται στην εξακρίβωση της ταυτότητας ατόμου μέσω έρευνας βάσης δεδομένων χρησιμοποιώντας πολλαπλές σειρές δεδομένων (έλεγχος με σύγκριση περισσοτέρων δειγμάτων).

Άρθρο 3 Κατηγορίες δεδομένων

1. Μόνον οι ακόλουθες κατηγορίες δεδομένων καταχωρούνται στο VIS:

(α) αλφαριθμητικά δεδομένα για τον αιτούντα και για τις αιτούμενες, εκδοθείσες, απορριφθείσες, ακυρωθείσες, ανακληθείσες ή παραταθείσες θεωρήσεις·

(β) φωτογραφίες·

(γ) δεδομένα που αφορούν τα δακτυλικά αποτυπώματα·

(δ) σύνδεσμοι με άλλες εφαρμογές.

2. Τα μηνύματα που διαβιβάζονται μέσω της υποδομής του VIS, που προβλέπονται στα άρθρα 14, 21 παράγραφος 2, και 22 παράγραφος 2, δεν καταχωρούνται στο VIS, υπό την επιφύλαξη της καταχώρησης πράξεων επεξεργασίας δεδομένων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28.

Άρθρο 4 Πρόσβαση στο VIS για την εισαγωγή, τροποποίηση, διαγραφή και αναζήτηση δεδομένων

1. Η πρόσβαση στο VIS για την εισαγωγή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, επιφυλάσσεται αποκλειστικά στο δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό των αρχών θεώρησης.

2. Η πρόσβαση στο VIS για την αναζήτηση δεδομένων επιφυλάσσεται αποκλειστικά στο δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό των αρχών κάθε κράτους μέλους που είναι αρμόδιες για τους σκοπούς που ορίζονται στα άρθρα 13 έως 19, στο μέτρο που αυτά τα δεδομένα είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε συμφωνία με αυτούς τους σκοπούς.

3. Κάθε κράτος μέλος διορίζει τις αρμόδιες αρχές των οποίων το προσωπικό είναι εξουσιοδοτημένο να εισάγει, να τροποποιεί, να διαγράφει ή να αναζητεί δεδομένα στο VIS. Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει κατάλογο αυτών των αρχών στην Επιτροπή.

Η Επιτροπή δημοσιεύει αυτούς τους καταλόγους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Εισαγωγή και χρήση δεδομένων από τις αρχές θεώρησης

Άρθρο 5 Διαδικασίες εισαγωγής δεδομένων κατά την αίτηση

1. Με την παραλαβή αίτησης, η αρχή θεώρησης δημιουργεί χωρίς καθυστέρηση τον φάκελο της αίτησης, εισάγοντας στο VIS τα δεδομένα που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7.

2. Όταν δημιουργεί το φάκελο αίτησης, η αρχή θεώρησης ελέγχει το κατά πόσον έχει ήδη καταχωρηθεί στο VIS από άλλο κράτος μέλος προηγούμενη αίτηση του συγκεκριμένου αιτούντος.

3. Εάν έχει καταχωρηθεί προηγούμενη αίτηση, η αρχή θεώρησης συνδέει κάθε νέο φάκελο αίτησης με τον προηγούμενο φάκελο αίτησης του συγκεκριμένου αιτούντος.

4. Εάν ο αιτών ταξιδεύει ομαδικά με άλλους αιτούντες, η αρχή θεώρησης δημιουργεί φάκελο αίτησης για κάθε αιτούντα και συνδέει τους φακέλους αίτησης των μελών της ομάδας.

Άρθρο 6 Δεδομένα που εισάγονται κατά την υποβολή της αίτησης

Η αρχή θεώρησης εισάγει τα ακόλουθα δεδομένα στο φάκελο αίτησης:

(1) τον αριθμό της αίτησης·

(2) πληροφορίες για την κατάσταση της θεώρησης, προσδιορίζοντας ότι υποβλήθηκε αίτηση θεώρησης·

(3) την αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση και το κατά πόσον η αίτηση υποβλήθηκε σε αυτή την αρχή για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

(4) τα ακόλουθα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης:

(α) επώνυμο, γένος, προηγούμενο/α επώνυμο/α και ονόματα· φύλο· ημερομηνία, τόπος και χώρα γέννησης·

(β) παρούσα υπηκοότητα και υπηκοότητα κατά τη γέννηση·

(γ) είδος και αριθμός του ταξιδιωτικού εγγράφου, αρχή έκδοσης και ημερομηνία έκδοσης και λήξης·

(δ) τόπος και χρόνος της αίτησης·

(ε) είδος αιτούμενης θεώρησης·

(στ) στοιχεία του ατόμου που απευθύνει την πρόσκληση ή αναλαμβάνει τα έξοδα διαβίωσης κατά τη διάρκεια της διαμονής:

(i) εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: επώνυμο, όνομα και διεύθυνση του συγκεκριμένου ατόμου·

(ii) εάν πρόκειται για επιχείρηση: επωνυμία της επιχείρησης και επώνυμο και όνομα του αρμοδίου ατόμου στο εσωτερικό αυτής της επιχείρησης·

(5) τη φωτογραφία του αιτούντος, σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1683/95·

(6) τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κοινής προξενικής εγκυκλίου.

Άρθρο 7 Συμπληρωματικά δεδομένα σε περίπτωση διαβούλευσης μεταξύ κεντρικών αρχών

Εάν ένα κράτος μέλος αξιώνει τη διαβούλευση μεταξύ κεντρικών αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της σύμβασης Σένγκεν, η αρχή θεώρησης εισάγει τα ακόλουθα συμπληρωματικά δεδομένα, τα οποία λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης:

(1) τον κύριο προορισμό και τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·

(2) το σκοπό του ταξιδίου·

(3) την ημερομηνία άφιξης και αναχώρησης·

(4) το σύνορο πρώτης εισόδου ή τη διαδρομή διέλευσης·

(5) την κατοικία·

(6) την παρούσα απασχόληση και τον εργοδότη· για τους φοιτητές: το όνομα του εκπαιδευτικού ιδρύματος·

(7) το επώνυμο και το/τα όνομα/ονόματα του πατρός και της μητρός του αιτούντος.

Άρθρο 8 Δεδομένα που προστίθενται σε περίπτωση έκδοσης της θεώρησης

1. Εφόσον ληφθεί η απόφαση για την έκδοση θεώρησης, η αρχή θεώρησης προσθέτει τα ακόλουθα δεδομένα στο φάκελο αίτησης:

(α) την κατάσταση της θεώρησης, προσδιορίζοντας ότι η θεώρηση έχει εκδοθεί, σε αντικατάσταση των πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση θεώρησης·

(β) την αρχή έκδοσης της θεώρησης και το κατά πόσον η αρχή αυτή εξέδωσε τη θεώρηση για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

(γ) την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης της θεώρησης·

(δ) το είδος της θεώρησης·

(ε) τον αριθμό της αυτοκόλλητης θεώρησης·

(στ) το έδαφος στο οποίο ο δικαιούχος της θεώρησης έχει δικαίωμα να ταξιδεύει, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κοινής προξενικής εγκυκλίου·

(ζ) τη διάρκεια ισχύος της θεώρησης·

(η) τον αριθμό εισόδων που επιτρέπονται από τη θεώρηση στην επικράτεια για την οποία ισχύει η θεώρηση·

(θ) τη διάρκεια της επιτρεπόμενης από τη θεώρηση διαμονής.

2. Σε περίπτωση ανάκλησης αίτησης πριν να ληφθεί η απόφαση για την έκδοση ή μη της θεώρησης, η αρχή θεώρησης στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση αντικαθιστά τις πληροφορίες για την κατάσταση της θεώρησης που ορίζουν ότι υποβλήθηκε αίτηση θεώρησης με την κατάσταση σύμφωνα με την οποία η αίτηση ανακλήθηκε, προσδιορίζοντας την ημερομηνία της ανάκλησης.

Άρθρο 9 Δεδομένα που προστίθενται σε περίπτωση άρνησης εξέτασης της αίτησης

Σε περίπτωση άρνησης εξέτασης της αίτησης, η αρχή θεώρησης στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση προσθέτει τα ακόλουθα δεδομένα στο φάκελο αίτησης:

(1) την κατάσταση της θεώρησης προσδιορίζοντας ότι απορρίφθηκε η εξέταση της αίτησης, σε αντικατάσταση των πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση θεώρησης·

(2) την αρχή η οποία αρνήθηκε να εξετάσει την αίτηση και το κατά πόσον αυτή η απόφαση ελήφθη για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

(3) τον τόπο και την ημερομηνία της απόφασης·

(4) το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση.

Άρθρο 10 Δεδομένα που προστίθενται σε περίπτωση απόρριψης της θεώρησης

1. Εφόσον ληφθεί απόφαση να απορριφθεί η έκδοση θεώρησης, η αρχή θεώρησης προσθέτει τα ακόλουθα δεδομένα στο φάκελο αίτησης:

(α) την κατάσταση της θεώρησης προσδιορίζοντας ότι απερρίφθη η έκδοση θεώρησης, σε αντικατάσταση των πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες υποβλήθηκε αίτηση θεώρησης·

(β) την αρχή που απέρριψε τη θεώρηση και το κατά πόσον αυτή η απόφαση ελήφθη για λογαριασμού άλλου κράτους μέλους·

(γ) τον τόπο και την ημερομηνία της απόφασης.

2. Ο φάκελος αίτησης θα προσδιορίζει επίσης τον/τους λόγο/ους απόρριψης της θεώρησης, μεταξύ των ακόλουθων λόγων:

(α) αδυναμία προσκόμισης έγκυρου ταξιδιωτικού εγγράφου·

(β) αδυναμία υποβολής εγγράφων που να αποδεικνύουν το σκοπό και τις συνθήκες της προβλεπόμενης διαμονής, αδυναμία του αιτούντος να αποδείξει ότι κατέχει επαρκή μέσα διαβίωσης κατά τη διάρκεια της διαμονής ή ότι είναι σε θέση να αποκτήσει νομίμως αυτά τα μέσα·

(γ) καταχώρηση του αιτούντος σε καταλόγους ανεπιθυμήτων με σκοπό την απαγόρευση εισόδου·

(δ) ο αιτών αντιπροσωπεύει απειλή για τη δημόσια τάξη, την εσωτερική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τις διεθνείς σχέσεις ενός εκ των κρατών μελών.

Άρθρο 11 Δεδομένα που πρέπει να προστεθούν σε περίπτωση ακύρωσης ή ανάκλησης της θεώρησης

1. Εφόσον έχει ληφθεί η απόφαση ακύρωσης ή ανάκλησης της θεώρησης, η αρμόδια αρχή θεώρησης προσθέτει τα ακόλουθα στοιχεία στο φάκελο αίτησης:

(α) την κατάσταση της θεώρησης προσδιορίζοντας ότι η θεώρηση ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε, σε αντικατάσταση των πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες η θεώρηση έχει εκδοθεί·

(β) την αρχή που ακύρωσε ή ανακάλεσε τη θεώρηση και το κατά πόσον αυτή η απόφαση ελήφθη για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

(γ) τον τόπο και την ημερομηνία της απόφασης·

(δ) ενδεχομένως τη μειωμένη διάρκεια ισχύος της θεώρησης.

2. Ο φάκελος αίτησης θα προσδιορίζει επίσης το/τους λόγο/ους ακύρωσης ή ανάκλησης θεώρησης, οι οποίοι θα είναι:

(α) σε περίπτωση ακύρωσης ή ανάκλησης, ένας ή περισσότεροι από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 10 παράγραφος 2·

(β) σε περίπτωση απόφασης μείωσης της διάρκειας ισχύος της θεώρησης, ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους λόγους:

(i) πρόθεση απέλασης του αιτούντος·

(ii) απουσία επαρκών μέσων διαβίωσης για την αρχικά προβλεπόμενη διάρκεια διαμονής.

Άρθρο 12 Δεδομένα που πρέπει να προστεθούν σε περίπτωση παράτασης της θεώρησης

1. Εφόσον ληφθεί η απόφαση παράτασης της θεώρησης, η αρμόδια αρχή θεώρησης προσθέτει τα ακόλουθα δεδομένα στο φάκελο αίτησης:

(α) την κατάσταση της θεώρησης προσδιορίζοντας ότι η θεώρηση παρατάθηκε, σε αντικατάσταση των πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες η θεώρηση έχει εκδοθεί·

(β) την αρχή που παρέτεινε τη θεώρηση και το κατά πόσον αυτή η απόφαση ελήφθη για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

(γ) τον τόπο και την ημερομηνία της απόφασης·

(δ) τον αριθμό της αυτοκόλλητης θεώρησης, εάν η παράταση της θεώρησης λαμβάνει τη μορφή νέας αυτοκόλλητης θεώρησης·

(ε) τη διάρκεια παράτασης της ισχύος·

(στ) την περίοδο παράτασης της επιτρεπόμενης διάρκειας διαμονής.

2. Ο φάκελος αίτησης θα προσδιορίζει επίσης τον/τους λόγο/ους παράτασης της θεώρησης, μεταξύ των ακόλουθων λόγων:

(α) ανωτέρα βία·

(β) ανθρωπιστικοί λόγοι·

(γ) σοβαροί επαγγελματικοί λόγοι·

(δ) σοβαροί προσωπικοί λόγοι.

Άρθρο 13 Χρήση του VIS για την εξέταση αιτήσεων

1. Η αρμόδια αρχή θεώρησης συμβουλεύεται το VIS για την εξέταση των αιτήσεων και των σχετικών αποφάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κοινής προξενικής εγκυκλίου.

2. Για τις ανάγκες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή θεώρησης εξουσιοδοτείται να πραγματοποιεί έρευνες με τη βοήθεια ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα δεδομένα:

(α) τον αριθμό της αίτησης·

(β) τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

(γ) τα δεδομένα που αφορούν το ταξιδιωτικό έγγραφο, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

(δ) το όνομα του ατόμου ή της επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο στ)·

(ε) τις φωτογραφίες·

(στ) τα δακτυλικά αποτυπώματα·

(ζ) τον αριθμό της αυτοκόλλητης θεώρησης κάθε προηγουμένως εκδοθείσας θεώρησης.

3. Εάν η έρευνα με τη βοήθεια ενός ή περισσοτέρων εκ των δεδομένων που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 αποδεικνύει ότι το VIS περιλαμβάνει δεδομένα για τον αιτούντα, η αρχή θεώρησης έχει δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο αίτησης και στον/στους συνδεδεμένο/ους φάκελο/ους αίτησης, αποκλειστικά για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 14 Χρήση του VIS για σκοπούς διαβούλευσης και αίτησης εγγράφων

1. Για τους σκοπούς της διαβούλευσης μεταξύ εθνικών κεντρικών αρχών για τις αιτήσεις θεώρησης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της σύμβασης Σένγκεν, το αίτημα διαβούλευσης και οι σχετικές απαντήσεις διαβιβάζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2. Το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης διαβιβάζει το αίτημα διαβούλευσης συνοδευόμενο από τον αριθμό της αίτησης στο VIS, προσδιορίζοντας το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη με το/τα οποίο/α πρέπει να γίνει διαβούλευση.

Το VIS διαβιβάζει το αίτημα στο/α σχετικό/ά κράτος μέλος/κράτη μέλη.

Το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη από το/τα οποίο/α ζητείται η διαβούλευση διαβιβάζει/ουν την απάντηση στο VIS, το οποίο τη διαβιβάζει με τη σειρά του στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα.

3. Η διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2 μπορεί εξίσου να εφαρμοστεί για τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με την έκδοση θεωρήσεων περιορισμένης εδαφικής ισχύος και άλλα μηνύματα που αφορούν την προξενική συνεργασία καθώς και τη διαβίβαση αιτημάτων στην αρμόδια αρχή θεώρησης να προωθήσει αντίγραφα ταξιδιωτικών εγγράφων και άλλα έγγραφα υποστηρικτικά της αίτησης.

4. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ενημέρωση των εθνικών κεντρικών αρχών και για την προξενική συνεργασία.

Άρθρο 15 Χρήση δεδομένων για την υποβολή εκθέσεων και την κατάρτιση στατιστικών

Οι αρμόδιες αρχές θεώρησης μπορούν να συμβουλεύονται τα ακόλουθα δεδομένα, αποκλειστικά για σκοπούς υποβολής εκθέσεων και κατάρτισης στατιστικών:

(1) κατάσταση της θεώρησης·

(2) αρμόδιες αρχές·

(3) παρούσα υπηκοότητα του αιτούντος·

(4) σύνορο πρώτης εισόδου·

(5) ημερομηνία και τόπος της αίτησης ή της απόφασης σχετικά με τη θεώρηση·

(6) είδος αιτούμενης ή εκδοθείσας θεώρησης·

(7) είδος ταξιδιωτικού εγγράφου·

(8) λόγοι που ορίζονται για κάθε απόφαση σχετικά με τη θεώρηση ή την αίτηση θεώρησης·

(9) αρμόδια αρχή και ημερομηνία της απόφασης με την οποία έχει απορριφθεί οποιαδήποτε προηγούμενη αίτηση θεώρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Χρήση των δεδομένων από άλλες αρχές

Άρθρο 16 Χρήση των δεδομένων με σκοπό τον έλεγχο των θεωρήσεων

1. Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα και στο έδαφος του κράτους μέλους εξουσιοδοτούνται να πραγματοποιούν έρευνες με τη βοήθεια των ακόλουθων δεδομένων, με μόνο σκοπό να ελέγξουν την ταυτότητα του ατόμου και/ή το γνήσιο της θεώρησης:

(α) τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

(β) τα δεδομένα που αφορούν το ταξιδιωτικό έγγραφο, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο γ)·

(γ) τις φωτογραφίες·

(δ) τα δακτυλικά αποτυπώματα·

(ε) τον αριθμό της αυτοκόλλητης θεώρησης.

2. Εάν η έρευνα με τη βοήθεια των δεδομένων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 αποδεικνύει ότι το VIS περιλαμβάνει δεδομένα για τον αιτούντα, η αρμόδια αρχή εξουσιοδοτείται να συμβουλεύεται τα ακόλουθα δεδομένα του φακέλου αίτησης καθώς και του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης των μελών της ομάδας, για τον αποκλειστικό σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

(α) την κατάσταση της θεώρησης και τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 4, και στο άρθρο 7·

(β) τις φωτογραφίες·

(γ) τα δακτυλικά αποτυπώματα·

(δ) τα δεδομένα που έχουν εισαχθεί σχετικά με κάθε προηγουμένως εκδοθείσα, ακυρωθείσα, ανακληθείσα ή παραταθείσα θεώρηση.

Άρθρο 17 Χρήση των δεδομένων για την εξακρίβωση της ταυτότητας και την επιστροφή λαθρομεταναστών

1. Οι αρμόδιες αρχές μετανάστευσης εξουσιοδοτούνται να πραγματοποιούν έρευνες με τη βοήθεια των ακόλουθων στοιχείων, αποκλειστικά με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και την επιστροφή λαθρομεταναστών:

(α) τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

(β) τις φωτογραφίες·

(γ) τα δακτυλικά αποτυπώματα.

2. Εάν η έρευνα με τη βοήθεια ενός ή περισσοτέρων από τα δεδομένα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 αποδεικνύει ότι το VIS περιλαμβάνει δεδομένα για τον αιτούντα, η αρμόδια αρχή είναι εξουσιοδοτημένη να συμβουλεύεται τα ακόλουθα δεδομένα του φακέλου αίτησης και του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης, αποκλειστικά για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

(α) κατάσταση της θεώρησης και αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση·

(β) δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και στο άρθρο 7·

(γ) φωτογραφίες·

(δ) δεδομένα που έχουν εισαχθεί στο σύστημα σχετικά με κάθε προηγουμένως εκδοθείσα, απορριφθείσα, ακυρωθείσα, ανακληθείσα ή παραταθείσα θεώρηση.

Άρθρο 18 Χρήση των δεδομένων για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας για τις αιτήσεις ασύλου

1. Οι αρμόδιες για το άσυλο αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να πραγματοποιούν έρευνες με τη βοήθεια των ακόλουθων δεδομένων, με μόνο σκοπό τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο να εξετάσει αίτηση ασύλου, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 343/2003:

(α) τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

(β) τις φωτογραφίες·

(γ) τα δακτυλικά αποτυπώματα.

2. Εάν η έρευνα με τη βοήθεια ενός ή περισσοτέρων από τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 1 δεδομένα αποδεικνύει ότι έχει καταχωρηθεί στο VIS μια θεώρηση η οποία έχει εκδοθεί με ημερομηνία λήξεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης ασύλου και/ή μια θεώρηση που έχει παραταθεί μέχρι ημερομηνία λήξεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης ασύλου, η αρμόδια αρχή εξουσιοδοτείται να συμβουλεύεται τα ακόλουθα δεδομένα σχετικά με αυτή τη θεώρηση, αποκλειστικά για τον σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

(α) αρχή που έχει εκδώσει ή παρατείνει τη θεώρηση·

(β) είδος θεώρησης·

(γ) διάρκεια ισχύος της θεώρησης·

(δ) διάρκεια διαμονής·

(ε) φωτογραφίες.

Άρθρο 19 Χρήση των δεδομένων για την εξέταση αίτησης ασύλου

1. Σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 343/2003, οι αρμόδιες για το άσυλο αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να πραγματοποιούν έρευνες με τη βοήθεια των ακόλουθων δεδομένων με μόνο σκοπό να εξετάσουν αίτηση ασύλου:

(α) τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

(β) τις φωτογραφίες·

(γ) τα δακτυλικά αποτυπώματα.

2. Εάν η έρευνα με τη βοήθεια ενός ή περισσοτέρων από τα δεδομένα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 αποδείξει ότι το VIS περιλαμβάνει δεδομένα για τον αιτούντα, η αρμόδια αρχή είναι εξουσιοδοτημένη να συμβουλεύεται τα ακόλουθα δεδομένα του φακέλου αίτησης και του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης, αποκλειστικά για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

(α) την κατάσταση της θεώρησης και την αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση·

(β) τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγαφος 4 και στο άρθρο 7·

(γ) τις φωτογραφίες·

(δ) τα δεδομένα που έχουν εισαχθεί στο σύστημα σχετικά με κάθε προηγουμένως εκδοθείσα, απορριφθείσα, ακυρωθείσα, ανακληθείσα ή παραταθείσα θεώρηση, ή σχετικά με την άρνηση εξέτασης της αίτησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Διατήρηση και τροποποίηση των δεδομένων

Άρθρο 20 Διάρκεια διατήρησης των αποθηκευμένων δεδομένων

1. Κάθε φάκελος αίτησης διατηρείται στο VIS για πέντε έτη, υπό την επιφύλαξη της διαγραφής δεδομένων που αναφέρεται στα άρθρα 21 και 22 και της τήρησης αρχείων που αναφέρεται στο άρθρο 28.

Αυτή η περίοδος αρχίζει:

(α) από την ημερομηνία λήξης της θεώρησης, σε περίπτωση έκδοσης θεώρησης·

(β) από τη νέα ημερομηνία λήξης της θεώρησης, σε περίπτωση ακύρωσης, ανάκλησης ή παράτασης θεώρησης·

(γ) από την ημερομηνία της δημιουργίας του φακέλου αίτησης στο VIS, σε περίπτωση απόρριψης θεώρησης ή της εξέτασης της αίτησης ή σε περίπτωση ανάκλησης της αίτησης.

2. Κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το VIS διαγράφει αυτόματα το φάκελο αίτησης και τον/τους σχετικό/ούς σύνδεσμο/ους.

Άρθρο 21 Τροποποίηση των δεδομένων

1. Μόνο το αρμόδιο κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να τροποποιεί δεδομένα τα οποία έχει διαβιβάσει στο VIS ενημερώνοντας, συμπληρώνοντας ή διορθώνοντας αυτά τα δεδομένα ή να τα διαγράφει σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 22.

2. Εάν ένα κράτος μέλος διαθέτει στοιχεία με τα οποία να μπορεί να αποδείξει ότι τα δεδομένα που υφίστανται επεξεργασία στο VIS είναι εσφαλμένα ή ότι η επεξεργασία τους στο VIS είναι αντίθετη προς τον παρόντα κανονισμό, ειδοποιεί αμέσως το αρμόδιο κράτος μέλος. Αυτό το μήνυμα μπορεί να διαβιβαστεί μέσω της υποδομής του VIS.

3. Το αρμόδιο κράτος μέλος επαληθεύει τα εν λόγω δεδομένα και, εφόσον χρειάζεται, τα τροποποιεί ή τα διαγράφει χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 22 Πρόωρη διαγραφή δεδομένων

1. Οι φάκελοι αίτησης και οι σύνδεσμοι που αφορούν έναν αιτούντα που έχει αποκτήσει την υπηκοότητα κράτους μέλους πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, διαγράφονται από το VIS μόλις το αρμόδιο κράτος μέλος λάβει γνώση της απόκτησης αυτής της υπηκοότητας από τον αιτούντα.

2. Κάθε κράτος μέλος ειδοποιεί αμέσως το αρμόδιο κράτος μέλος για την απόκτηση της υπηκοότητάς του από έναν αιτούντα. Αυτό το μήνυμα μπορεί να διαβιβαστεί μέσω της υποδομής του VIS.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Λειτουργία και αρμοδιότητες

Άρθρο 23 Επιχειρησιακή διαχείριση

1. Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εγκαθίδρυση και τη διαχείριση του κεντρικού συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις καθώς και για την υποδομή επικοινωνίας μεταξύ αυτού του κεντρικού συστήματος και των εθνικών διασυνδέσεων.

2. Τα δεδομένα υφίστανται επεξεργασία από το VIS για λογαριασμό των κρατών μελών.

3. Εφόσον πρόκειται για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο VIS, κάθε κράτος μέλος διορίζει την αρχή που θα θεωρείται αρμόδια για την επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 95/46/EΚ. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί το όνομα αυτής της αρχής στην Επιτροπή.

Άρθρο 24 Σχέση με τα εθνικά συστήματα

1. Το VIS συνδέεται με το εθνικό σύστημα κάθε κράτους μέλους μέσω της εθνικής διασύνδεσης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2. Κάθε κράτος μέλος διορίζει μια εθνική αρχή, η οποία παρέχει πρόσβαση στο VIS στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 και συνδέει αυτή την εθνική αρχή με την εθνική διασύνδεση.

3. Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει αυτοματοποιημένες διαδικασίες επεξεργασίας δεδομένων.

4. Κάθε κράτος μέλος είναι αρμόδιο για:

(α) την ανάπτυξη του εθνικού συστήματος και/ή την προσαρμογή του στο VIS, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της απόφασης 2004/512/EΚ·

(β) τη διοργάνωση, διαχείριση, λειτουργία και διατήρηση του εθνικού του συστήματος·

(γ) τη διαχείριση και τις λεπτομέρειες πρόσβασης στο VIS του δεόντως εξουσιοδοτημένου προσωπικού των αρμοδίων εθνικών αρχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

(δ) τα έξοδα που αφορούν τα εθνικά συστήματα και την σύνδεσή τους με την εθνική διασύνδεση, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων επένδυσης και λειτουργίας της υποδομής επικοινωνίας μεταξύ της εθνικής διασύνδεσης και του εθνικού συστήματος.

Άρθρο 25 Ευθύνη για τη χρήση των δεδομένων

1. Κάθε κράτος μέλος φροντίζει για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων. Το υπεύθυνο κράτος μέλος φροντίζει κυρίως:

(α) για τη νομότυπη συγκέντρωση των δεδομένων·

(β) για τη νομότυπη διαβίβαση των δεδομένων στο VIS·

(γ) για την ακρίβεια και την ενημέρωση των δεδομένων κατά τη διαβίβασή τους στο VIS.

2. Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι το VIS λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και με τις εκτελεστικές διατάξεις του. Ειδικότερα, η Επιτροπή:

(α) λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του κεντρικού συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις και την υποδομή επικοινωνίας αυτού του κεντρικού συστήματος και των εθνικών διασυνδέσεων, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται σε κάθε κράτος μέλος·

(β) εξασφαλίζει ότι μόνο το δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό έχει πρόσβαση στα δεδομένα που υφίστανται επεξεργασία στο VIS με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της Επιτροπής, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τα μέτρα που θεσπίζει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2.

Άρθρο 26 Ασφάλεια των δεδομένων

1. Το υπεύθυνο κράτος μέλος κατοχυρώνει την ασφάλεια των δεδομένων πριν και κατά τη διάρκεια της διαβίβασής τους στην εθνική διασύνδεση. Κάθε κράτος μέλος κατοχυρώνει την ασφάλεια των δεδομένων που λαμβάνει από το VIS.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε:

(α) να εμποδίζεται η πρόσβαση μη εξουσιοδοτημένων προσώπων στις εθνικές εγκαταστάσεις στις οποίες το κράτος μέλος προβαίνει σε πράξεις σύμφωνα με τους σκοπούς του VIS (έλεγχος της εισόδου στην εγκατάσταση)·

(β) να προλαμβάνεται η ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων και των υποθεμάτων τους από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα (έλεγχος των υποθεμάτων δεδομένων)·

(γ) να εξασφαλίζεται η δυνατότητα να ελέγχεται και να εξακριβώνεται ποια δεδομένα έχουν καταχωρηθεί στο VIS, πότε και από ποιον (έλεγχος της καταχώρησης δεδομένων)·

(δ) να προλαμβάνεται η μη εξουσιοδοτημένη επεξεργασία δεδομένων στο VIS καθώς και οποιαδήποτε μη εξουσιοδοτημένη τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων που έχουν υποστεί επεξεργασία στο VIS (έλεγχος της εισαγωγής δεδομένων)·

(ε) να εξασφαλίζεται ότι, για τη χρήση του VIS τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς τους (έλεγχος πρόσβασης)·

(στ) να εξασφαλίζεται η δυνατότητα να ελέγχεται και να εξακριβώνεται σε ποιες αρχές μπορούν να διαβιβάζονται τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο VIS μέσω του εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος της διαβίβασης)·

(ζ) να προλαμβάνεται η άνευ άδειας ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων κατά τη διαβίβασή τους προς ή από το VIS (έλεγχος μεταφοράς).

3. Η Επιτροπή λαμβάνει ισοδύναμα μέτρα με εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τη λειτουργία του VIS.

Άρθρο 27 Υπαιτιότητα

1. Κάθε πρόσωπο ή κράτος μέλος που υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα παράνομης επεξεργασίας ή οποιασδήποτε ενέργειας που δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού δικαιούται να λάβει αποζημίωση από το κράτος μέλος το οποίο είναι υπαίτιο της ζημίας αυτής. Το κράτος μέλος αυτό απαλλάσσεται της υπαιτιότητας πλήρως ή εν μέρει εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο περιστατικό.

2. Εάν η μη τήρηση από ένα κράτος μέλος των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό προκαλέσει ζημίες στο VIS, το συγκεκριμένο κράτος μέλος κρίνεται υπαίτιο των εν λόγω ζημιών, εκτός εάν η Επιτροπή δεν έλαβε κατάλληλα μέτρα για να προλάβει την πρόκληση ζημίας ή να περιορίσει τις συνέπειές της.

3. Οι απαιτήσεις αποζημίωσης κατά κράτους μέλους για τις ζημίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους κατά του οποίου προβάλλονται.

Άρθρο 28 Τήρηση πρακτικών

1. Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή τηρούν πρακτικά όλων των πράξεων επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του VIS. Αυτά τα πρακτικά αναφέρουν το σκοπό της πρόσβασης που αναφέρεται στα άρθρα 4 παράγραφος 1, και 13 έως 19, την ημερομηνία και ώρα, τα δεδομένα που διαβιβάστηκαν, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την έρευνα και το όνομα της αρχής που εισήγαγε ή έλαβε τα δεδομένα. Επιπλέον, κάθε κράτος μέλος τηρεί πρακτικά των προσώπων που είναι αρμόδια για την εισαγωγή ή την λήψη δεδομένων.

2. Τα πρακτικά αυτά μπορεί να χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο της νομότυπης επεξεργασίας δεδομένων σε σχέση με την προστασία δεδομένων καθώς και για την κατοχύρωση της ασφάλειας δεδομένων. Τα πρακτικά πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα έναντι μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να διαγράφονται μετά την πάροδο ενός έτους από την λήξη της προθεσμίας διατήρησης που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, εφόσον δεν είναι αναγκαία για διαδικασία ελέγχου που έχει ήδη κινηθεί.

Άρθρο 29 Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα κυρώσεων που εφαρμόζονται στις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την προστασία των δεδομένων και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή αυτών των κυρώσεων. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή, το αργότερο κατά την ημερομηνία κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1, και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση αυτών των διατάξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Δικαιώματα και εποπτεία όσον αφορά την προστασία δεδομένων

Άρθρο 30 Δ ικαίωμα πληροφόρησης

1. Οι αιτούντες και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο στ) ενημερώνονται από το υπεύθυνο κράτος μέλος σχετικά με:

(α) την ταυτότητα του υπεύθυνου της επεξεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3, και ενδεχομένως του αντιπροσώπου του·

(β) τον σκοπό για τον οποίο γίνεται επεξεργασία των δεδομένων στο VIS·

(γ) τους αποδέκτες των δεδομένων·

(δ) τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των δεδομένων για την εξέταση της αίτησης·

(ε) την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα όσον αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο και δικαιώματος διόρθωσης αυτών των δεδομένων.

2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στον αιτούντα όταν λαμβάνονται τα δεδομένα από το έντυπο αίτησης, οι φωτογραφίες και τα δακτυλικά αποτυπώματα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 4, 5 και 6 και στο άρθρο 7.

3. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο στ), στα έντυπα που πρέπει να υπογραφούν από τα πρόσωπα που προσκομίζουν αποδεικτικά πρόσκλησης, δηλώσεις ανάληψης ευθύνης ή πιστοποιητικά φιλοξενίας.

Άρθρο 31 Δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης και διαγραφής

1. Υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης χορήγησης περαιτέρω πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 12 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/EΚ, οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να του κοινοποιούνται δεδομένα που τον αφορούν τα οποία έχουν καταχωρηθεί στο VIS και να του γνωστοποιείται το κράτος μέλος που τα διαβίβασε στο VIS. Αυτή η πρόσβαση στα δεδομένα μπορεί να χορηγείται μόνο από κράτος μέλος.

2. Οποιοσδήποτε μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση εσφαλμένων δεδομένων που τον αφορούν ή τη διαγραφή δεδομένων που δεν έχουν καταχωρηθεί νομοτύπως. Η διόρθωση και η διαγραφή διενεργούνται χωρίς καθυστέρηση από το υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του.

3. Εάν η αίτηση απευθύνεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το υπεύθυνο κράτος μέλος, οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση έρχονται σε επαφή με τις αρχές του υπεύθυνου κράτους μέλους για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των δεδομένων και τη νομιμότητα της επεξεργασίας τους στο VIS.

4. Εάν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα τα οποία έχουν καταχωρηθεί στο VIS είναι ανακριβή ή δεν έχουν καταχωρηθεί νομοτύπως, το υπεύθυνο κράτος μέλος τα διορθώνει ή τα διαγράφει σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος επιβεβαιώνει γραπτώς και χωρίς καθυστέρηση στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι προέβη στη διόρθωση ή τη διαγραφή των δεδομένων που το αφορούν.

5. Εάν το υπεύθυνο κράτος μέλος δεν συμφωνεί ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο VIS είναι ανακριβή ή ότι δεν έχουν καταχωρηθεί νομοτύπως, εξηγεί γραπτώς και χωρίς καθυστέρηση στο συγκεκριμένο πρόσωπο τους λόγους για τους οποίους δεν είναι διατεθειμένο να διορθώσει ή να διαγράψει τα δεδομένα που το αφορούν.

6. Το υπεύθυνο κράτος μέλος παρέχει εξίσου στον ενδιαφερόμενο διευκρινίσεις σχετικά με τα διαβήματα στα οποία μπορεί να προβεί εάν δεν κάνει δεκτές τις παρεχόμενες εξηγήσεις. Οι διευκρινίσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εγείρει αγωγή ή να προβεί σε καταγγελία ενώπιον των αρμόδιων αρχών ή δικαστηρίων καθώς και για κάθε οικονομική ή άλλη αρωγή μπορεί να του παρασχεθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 32 Συνεργασία για να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα προστασίας δεδομένων

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται ενεργά για να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 31 παράγραφοι 2, 3 και 4.

2. Σε κάθε κράτος μέλος, η εθνική αρχή ελέγχου επικουρεί το συγκεκριμένο πρόσωπο και, εφόσον της ζητηθεί, το συμβουλεύει κατά την άσκηση του δικαιώματός του να διορθώσει ή να διαγράψει τα δεδομένα που το αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/EΚ.

3. Η εθνική αρχή ελέγχου του υπεύθυνου κράτους μέλους το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα επικουρεί το συγκεκριμένο πρόσωπο και, εφόσον της ζητηθεί, το συμβουλεύει κατά την άσκηση του δικαιώματός του να διορθώσει ή να διαγράψει τα δεδομένα που το αφορούν. Οι δύο εθνικές αρχές ελέγχου συνεργάζονται προς το σκοπό αυτό. Το συγκεκριμένο πρόσωπο μπορεί εξίσου να ζητήσει συνδρομή και συμβουλές από την ανεξάρτητη αρχή ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 35.

Άρθρο 33 Προσφυγή

1. Σε κάθε κράτος μέλος, οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων αυτού του κράτους σε περίπτωση που δεν του αναγνωριστεί το δικαίωμα πρόσβασης ή το δικαίωμα διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων που τον αφορούν το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφοι 1 και 2.

2. Η υποχρέωση των εθνικών αρχών ελέγχου να επικουρούν το συγκεκριμένο πρόσωπο και, εφόσον ζητηθεί, να το συμβουλεύουν σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3, υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 34 Εθνική αρχή ελέγχου

Κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε η/οι εθνική/ές αρχή/ές ελέγχου που διορίζεται/διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ να ελέγχει/ουν με πλήρη ανεξαρτησία και τηρουμένων των αντίστοιχων εθνικών νομοθεσιών τη νομιμότητα της επεξεργασίας, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, προσωπικών δεδομένων από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασής τους προς και από το VIS.

Άρθρο 35 Ανεξάρτητη αρχή ελέγχου

1. Ο Ευρωπαίος επόπτης προστασίας δεδομένων που προβλέπεται από το άρθρο 41 παράγραφος 1 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001 ελέγχει τις δραστηριότητες της Επιτροπής, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα δικαιώματα των προσώπων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό δεν θίγονται από την επεξεργασία δεδομένων στο VIS. Ελέγχει επιπλέον τη νομιμότητα της διαβίβασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των εθνικών διασυνδέσεων και του κεντρικού συστήματος πληροφοριών για τις θεωρήσεις.

2. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο Ευρωπαίος επόπτης προστασίας των δεδομένων υποστηρίζεται, εφόσον χρειάζεται, ενεργά από τις εθνικές αρχές ελέγχου.

3. Η Επιτροπή παρέχει στον Ευρωπαίο επόπτη προστασίας δεδομένων τις αιτούμενες πληροφορίες και του παρέχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και στα πρακτικά που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1, και, οποτεδήποτε, στο σύνολο των εγκαταστάσεών της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 36 Εφαρμογή

1. Το κεντρικό σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις, η εθνική διασύνδεση σε κάθε κράτος μέλος και η υποδομή επικοινωνίας μεταξύ του κεντρικού συστήματος και των εθνικών διασυνδέσεων τίθενται σε λειτουργία σε δύο φάσεις.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, οι λειτουργίες που έχουν σχέση με την επεξεργασία αλφαριθμητικών δεδομένων και τις φωτογραφίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), τίθενται σε λειτουργία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006 το αργότερο.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης, οι λειτουργίες που έχουν σχέση με την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) τίθενται σε λειτουργία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2007 το αργότερο.

2. Τα απαραίτητα μέτρα για την τεχνική εφαρμογή των λειτουργιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Άρθρο 37 Έναρξη της διαβίβασης

1. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή ότι προέβη στις απαραίτητες τεχνικές και νομικές διευθετήσεις για τη διαβίβαση δεδομένων στο κεντρικό σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις μέσω της εθνικής διασύνδεσης, σύμφωνα με το άρθρο 36.

2. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 38 αρχίζουν να συγκεντρώνουν και να εισάγουν τα δεδομένα από την προβλεπόμενη στο συγκεκριμένο άρθρο προθεσμία.

3. Ένα κράτος μέλος το οποίο κοινοποιεί ότι προέβη στις απαραίτητες διευθετήσεις μετά την προβλεπόμενη στο άρθρο 38 ημερομηνία αρχίζει να συγκεντρώνει και να εισάγει τα δεδομένα από την ημερομηνία που προσδιορίζεται στην κοινοποίηση που απευθύνει στην Επιτροπή.

4. Κανένα κράτος μέλος δεν συμβουλεύεται τα δεδομένα που διαβιβάζονται στο VIS από άλλα κράτη μέλη πριν να αρχίσει να εισάγει δεδομένα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

Άρθρο 38 Έναρξη λειτουργίας

Εφόσον έχουν θεσπιστεί τα προβλεπόμενα στο άρθρο 36 παράγραφος 2 μέτρα όσον αφορά την πρώτη φάση λειτουργίας και τουλάχιστον πέντε κράτη μέλη έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή ότι έχουν προβεί στις απαραίτητες τεχνικές και νομικές διευθετήσεις για να διαβιβάσουν δεδομένα στο VIS σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1, η Επιτροπή καθορίζει την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του VIS.

Δημοσιεύει αυτή την ημερομηνία στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 39 Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστήνεται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2424/2001.

2. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται σε δύο μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 40 Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1. Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι θα δημιουργηθούν συστήματα για τον έλεγχο της λειτουργίας του VIS σε σχέση με τους στόχους, από άποψη αποτελεσμάτων, την αποδοτικότητα και την ποιότητα της υπηρεσίας.

2. Δύο έτη μετά την έναρξη της δραστηριότητας του VIS και στη συνέχει ανά δύο έτη, η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την τεχνική λειτουργία του VIS. Αυτή η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες για τις αποδόσεις του VIS σε σχέση με ποσοτικούς δείκτες που ορίζονται εκ των προτέρων από την Επιτροπή.

3. Τέσσερα έτη μετά την έναρξη της δραστηριότητας του VIS και στη συνέχεια ανά τέσσερα έτη, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση συνολικής αξιολόγησης του VIS η οποία εξετάζει τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί σε σχέση με τους καθορισθέντες στόχους, προσδιορίζει το κατά πόσον συνεχίζουν να ισχύουν οι βασικές αρχές και συνάγει συμπεράσματα για τη μελλοντική λειτουργία. Η Επιτροπή υποβάλει τις εκθέσεις αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 41 Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 38.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο πρόεδρος Ο πρόεδρος

ANNEX

COMMENTARY ON THE ARTICLES

1. Chapter I: General Provisions

Article 1 defines in paragraph 1 the object of the Regulation and gives the Commission the mandate for setting up and maintaining the VIS. Article 1 of Council Decision 2004/512/EC, which is referred to by paragraph 1, established the VIS as a system for the exchange of visa data between Member States, which shall enable authorised national authorities to enter and update visa data and to consult these data electronically and shall be based on a centralised architecture and consist of the Central Visa Information System, a National Interface in each Member State and the communication infrastructure between the Central Visa Information System and the National Interfaces.

Paragraph 2 sets out the objectives of the VIS in line with the Council conclusions of 19 February 2004[41]. These objectives are translated in Chapters II and III into the specific purposes for the use of the data, creating obligations for the visa authorities and giving other competent authorities access to the relevant visa data.

The definitions in Article 2 refer to the Treaty or the Schengen acquis on visa policy, except for the terms ‘visa authority’, ‘applicant’, ‘group members’, ‘Member State responsible’, ‘verification’ and ‘identification’, which are defined specifically for the purposes of this Regulation.

Article 3 sets out the categories of data to be recorded in the VIS: alphanumeric data, photographs and fingerprint data, which are detailed in the referred provisions of Chapter II. However, as outlined in the Extended Impact Assessment, for reasons of proportionality the processing of scanned documents as foreseen by the Council conclusions[42] is not included[43].

Paragraph 2 provides that messages transmitted for the purposes of the consultation between central authorities, as well as messages between the competent authorities shall not be recorded, except for the purposes of data protection monitoring and data security pursuant to Article 28 of this Regulation.

Article 4 provides the basic rules for the access to the data: Access for entering, amending or deleting the data shall be reserved only to duly authorised staff of the visa authorities. Access for consulting data and the right to search and to use data shall be reserved exclusively to duly authorised staff of the authorities competent for the purposes as specified in Chapters II and III, limited to the extent as needed for the performance of these tasks. The competent authorities shall be designated and communicated by each Member State to the Commission, which shall publish these lists in the Official Journal of the European Union.

2. Chapter II: Entry and use of data by visa authorities

Article 5 determines the procedures for entering data, when a visa application has been lodged: The competent visa authority shall create an application file by entering the data referred to in Article 6 and 7 into the VIS and link previous applications of the same applicant to this application file as well as the application files of the applicants travelling in a group with other applicants, e.g. in the framework of an ADS agreement[44], or together with family members. As laid down in paragraph 4, the visa authority shall create an application file in the VIS for each of the group members, i.e. also in case of family members using one single travel document.

Articlse 6 and 7 detail the data to be entered when creating the application file: The unique application number, the status information and the authority to which the application has been lodged are needed to identify the set of data on the application and the competent visa authority. The source for the alphanumeric data listed under point 4 of Article 6 and under Article 7 is the uniform application form (Annex 16 of the CCI). These data are required for the assessment of the application and for checks on the visa and the applicant. In view of proportionality, the storage of two sets of alphanumeric personal data is foreseen: The data under point 4 of Article 6 shall be entered for each applicant. The inclusion of data on persons and companies issuing invitations will help to identify those persons and companies which make fraudulent invitations. This constitutes important information in the fight against visa fraud, illegal immigration, human trafficking and the related criminal organisations which often operate in an international scale[45].

The data listed in Article 7 shall be entered only in the specific cases[46] for which the consultation between central authorities according to Article 17(2) of the Schengen Convention and part V, point 2.3, of the CCI is required by any of the Member States. The use of the VIS for this consultation in line with the Council conclusions[47] is laid down in Article 14 of this proposal. The categories for which such consultation is needed are specified in Annex 5B to the CCI. In the cases where the applicants come under these categories, these data are also relevant for checks at external borders and within the territories of the Member States as well as for identification and return purposes and for examining asylum applications. Thus these data shall be also available for these purposes, cf. Articles 16(2)(a), 17(2)(b) and 19(2)(b) of this proposal.

The photograph listed under point 6 of Article 8) has been introduced by Regulation (EC) No 334/2002 amending Regulation (EC) No 334/2002 for the visa sticker. The storage of photographs in the VIS is needed for the visual identity of the applicant. Further development at a later stage might enable the use of photographs for facial recognition. The fingerprint data (point 7 of Article 8) are essential to ensure exact verification and identification of visa applicants. In a large database it is not possible to identify persons with alphanumeric data alone. Even for bona-fide travellers the spelling of the same name can be different from one country to another, many instances of the same name exist and in some countries dates of births are not completely known. Identifying undocumented persons or persons is virtually impossible without biometrics. The standards, conditions and procedures for taking the biometric data shall be laid down in an amendment of the CCI.

Article 8 creates the obligation for the visa authorities to add to the application file the data which shall be introduced in the visa sticker, when the decision has been taken to issue a visa. The ‘territory’ listed under point (f) shall indicate according to part VI, point 1.1 of the CCI either the Schengen area or individual Schengen State(s). Paragraph 2 covers the case that the application is withdrawn before a decision has been taken.

Article 9 provides which data should be added in case of a refusal of the visa authority to examine the application according to cf. part V, point 2.4, of the CCI.

Article 10 concerns the data to be added when a visa has been refused. The grounds for refusing the visa are based upon the conditions for issuing a visa as laid down in Article 15 in conjunction with Article 5(1)(a), (c), (d) and (e) of the Schengen Convention, and, as far as “public health” is referred to in subparagraph 2(a), in the proposal on a Community Code for the movement of persons across borders[48]. These grounds are introduced for the purposes of this Regulation, i.e. without constituting or affecting any obligation to motivate the related decision towards the applicant.

Article 11 covers the data to be added when the decision has been taken to annul or to revoke a visa. In line with the Decision of the Executive Committee SCH/Com-ex(93)24[49], paragraph 2 concerns the grounds, in case that checks reveal that the applicant does not fulfil or no longer fulfils one or several of these conditions, and paragraph 3 to grounds for shortening the length of the validity of the visa.

Article 12 provides the data to be added for a visa extended, defining grounds in line with the Decision of the Executive Committee SCH/Com-ex(93)21[50].

Article 13 covers the obligations of the visa authorities to use the VIS for examining visa applications and for the examination whether to annul, revoke or extend visas. Since for these purposes all information stored in the VIS may be relevant, the competent visa authority shall have access to the complete application file and the linked application files of previous applications of the applicant and of group members travelling together with the applicant. Even if the applicant uses not the same identity to re-apply for the Schengen visa after visa refusal, the consular authorities in another Member State would have the possibility to establish the identity of the visa applicant by the use of biometrics and the personal data about the visa applicant from his previous application. The access shall be given in two steps: If the search with data listed in paragraph 2 indicates that data on the applicant are recorded in the VIS, in a second step access shall be given to the relevant application file(s), Fingerprints shall be used to identify the person. The photograph might be used to increase accuracy if facial recognition would be implemented if the photo quality improves and facial recognition techniques become more mature.

Article 14 integrates the technical functionalities of the consultation between central authorities according to Article 17(2) of the Schengen Convention (VISION network) into the VIS, in line with the Council Conclusions[51], and provides the possibility to use the VIS for other messages in the framework of consular cooperation and for requests for documents. The mechanism introduced in paragraph 1 is building upon the procedure as laid down in part V, point 2.3, of the CCI, replacing the current transmission procedure by the transmission of requests and the responses thereto via the VIS. The transmission of the application number enables duly authorised staff to consult the relevant application file(s), including the linked application files on previous applications or on the applications of persons travelling in a group. The Member States to be consulted shall be indicated by the central authority asking for consultation pursuant to Annex 5B of the CCI. As part of the procedures for the examination of visa applications, the central authorities consulted shall have access to the relevant application files.

The integration of the technical functionalities of the current VISION network in the VIS will not only avoid redundancy of the data flow but improve the current consultation and the related background checks in national databases according to the relevant national law. In particular the use of the fingerprint data would significantly improve the possibility to detect persons who constitute a threat to internal security. In particular these functionalities of the VIS would strengthen the horizontal task of visa authorities to prevent such threats for any of the Member States. Paragraph 4 stresses that the personal data transmitted pursuant to this article may be solely used for the consultation of central authorities and consular cooperation.

Article 15 specifies the use of data for reporting and statistics by the visa authorities. The nature of the data referred to in this provision do not allow identifying individual applicants.

3. Chapter III: Use of data by other authorities

Article 16 covers the use of data for checks at external borders and within the territory of the Member States: Paragraph 1 defines this purpose as well as the data to be searched with. Paragraph 2 specifies to which data access shall be given, if the search with these data indicates that data on the applicant are recorded in the VIS.

Article 17 concerns the use for identification and return purposes: Paragraph 1 defines these purposes, as well as the data to be searched with. Paragraph 2 specifies to which data access shall be given, if the search with these data indicates that data on the applicant are recorded in the VIS.

Articles 18 and 19 cover the use for the application of the Dublin Regulation (EC) No 343/2003, defining the specific purposes, the data to be searched with and the data to which access shall be given. The access to the VIS for the purposes to determine the Member State responsible for examining an asylum application is limited by Article 18(2) to the visa data needed for the application of Article 9 of the Dublin Regulation, which connects the responsibility for examining an asylum application to the previous issuing or extending of a visa to the asylum seeker. Article 19(2) specifies to which data access shall be given for the purposes to examine the asylum application, in accordance with the Dublin Regulation[52].

4. Chapter IV: Retention and amendment of data

Article 20 sets out a retention period of five years for each application file. For the determination of this retention period has been taken into account that for reasons of data protection, personal data should be kept no longer than it is necessary for the purposes of the VIS (cf. Article 6(1)(e) of Directive 95/46/EC). This retention period is necessary to meet the objectives of the VIS, e.g. the assessment of the applicant’s good faith or detect continued practices of fraud or visa shopping over years. If personal data would be retained only for the period of the visa's validity, the contribution to these purposes would be very limited. This retention period would not allow any speeding up of subsequent applications for regular travellers, as their record would only be stored for the time period the visa is valid. In addition, it would be unlikely that such a period of validity would assist in the documentation of illegal migrants, who, at some stage had applied for a visa. Moreover, in exceptional cases a short term visa can be valid up to five years (cf. CCI, part V, point 2.1). The five-year period is also indicated in part VII, point 2, of the CCI which foresees the filing of visa applications for “at least five years where the visa has been refused”.

Paragraph 2 specifies that the period shall start for a visa issued, annulled, revoked or extended with the expiry date, and in other cases with the creation of the application file. Paragraph 3 creates the obligation to carry out automatically the deletion of the application and the link(s) to this application file as referred to in Article 5(3) and (4).

Article 21 provides that only the Member State responsible shall have the right to amend the data. Paragraph 2 creates the obligation for each Member State to advise this Member State if there is evidence that data are inaccurate or were processed contrary to this Regulation.

Article 22 ensures the deletion of data of applicants who have required the nationality of a Member State before expiry of the retention period. However, if a third country national becomes member of the family of a EU citizen without requiring the nationality of a Member State, this will not affect the storage of his data in the VIS. In such case, a third country national can still be subject to a visa obligation. Since the data on previous applications are needed for the assessment of subsequent applications it is necessary that in such cases the data remain in the VIS till the retention period ends.

5. Chapter V: Operation and responsibilities

Article 23 clarifies that the Commission shall be responsible for establishing and operating the VIS and that the Member States are the controllers of the data processed in the VIS.

Article 24 creates in paragraphs 1 to 3 the obligation for each Member State to connect the VIS to each National System via the National Interface, to designate a national authority to provide the access for the competent authorities and to observe automated procedures for processing the data. According to Article 1 of Decision 1(2) of Decision 2004/512/EC, the National Interface shall provide the connection to the relevant central national authority of the respective Member State to enable national authorities to access the VIS. Paragraph 4 clarifies the competences of each Member State for its National System and the burden for the related costs, including the competence for the development of the National System and/or its adaptation to the VIS, as laid down in Article 2(2) of Council Decision 2004/512/EC.

Article 25 sets out in paragraph 1 the responsibilities of the Member States for the use of the data, acting as a controller at the moment of collection, transmission and reception of personal data. Paragraph 2 creates obligations for the Commission as processor with regard to confidentiality and security, pursuant to Articles 16 and 17 of Directive 95/46/EC and Articles 21 and 22 of Regulation (EC) No 45/2001.

Article 26 determines according to Article 17 of Directive 95/46/EC which measures have to be implemented to ensure the security of processing. Paragraph 2 creates the obligation for the Commission to take equivalent measures; in particular the Commission provisions on security have to be respected[53].

Article 27 sets out the applicable rules on liability of Member States for damages. The liability of the Commission is governed by Article 288(2) of the Treaty.

Article 28 creates the obligation for the Member States and the Commission to keep complete records of data processing operations for one year after expiry of the retention period, which may solely be usedfor the purposes of data protection monitoring and data security.

Article 29 creates the obligation of each Member State to ensure the proper processing and use of data by appropriate penalties, as an essential complement to the data protection and security arrangements.

6. Chapter VI: Rights and supervision on data protection

For the protection of personal data, the relevant Community’s legislation, Directive 95/46/EC and Regulation (EC) 45/2001, fully apply for this ‘first pillar’ instrument (cf. recitals 14 and 15). The provisions in this chapter clarify certain points in respect of safeguarding the rights of the persons concerned and of the supervision on data protection.

Article 30 covers the right of information of the applicants, but also persons issuing invitations or liable to pay the costs of living during the stay, whose data shall be stored in the VIS pursuant to Article 8(4)(f). Paragraph 1 contains in conformity with Article 10 of Directive 95/46/EC a list of items the person concerned has to be informed about. Paragraph 3 refers to the harmonised forms, specimens of which are published in Annex 15 of the CCI.

As far as the applicant’s employer and parents are concerned according Article 7(6) and (7) of this Regulation, the provision of such provision would involve a disproportionate effort in the meaning of Article 11(2) of Directive 95/46/EC, if the visa authority would be required to send a specific information to these persons named in the application form. However, these data shall only be stored in the VIS if a consultation between central authorities is required and the safeguards clarified in Articles 31 to 35 of this chapter apply also for these persons.

Article 31 provides in paragraphs 1 and 2 any person the right of access, correction and deletion of data relating to him which are inaccurate or recorded unlawfully, and clarifies in paragraph 3 that the related request may be lodged to each Member State. Paragraphs 4 to 6 specify the requirements according to Article 12 of Directive 95/46/EC.

Article 32 lays down an obligation for the competent authorities to ensure the proper operation of the mechanism laid down in Article 31 and the assistance and advice by the national supervisory authority, specifying the obligations laid down in Article 28(4) and (6) of Directive 95/46/EC.

Article 33 clarifies pursuant to Article 22 of Directive 95/46/EC the right of any person on remedies before the courts of each Member State if the rights of access to or of correction or deletion of data relating to him is refused.

Article 34 clarifies the competence of the national supervisory authorities to review the lawfulness of all the processing operations carried out by the Member States.

Article 35 provides that the European Data Protection Supervisor as established by Article 41(1) of Regulation (EC) No 45/2001 shall monitor the activities of the Commission related to the rights of persons covered by this Regulation. Paragraphs 2 and 3 create obligations to support this monitoring.

7. Chapter VII: Final Provisions

Article 36 covers the implementation approach to start with alphanumeric data and the photographs and adding in a second phase the functionalities for processing biometric data, in line with the step-wise approach as set out by the Council conclusions[54]. Paragraph 2 provides that the measures necessary for the technical implementation of these functionalities shall be adopted in accordance with the management procedure.

Article 37 connects the start of transmission of data to the notification of each Member State to the Commission that it has made the necessary technical and legal arrangements for the transmission of data to the VIS. Paragraph 2 lays down that the Member States which have notified as a condition for the applicability of this Regulation, shall start to collect and enter the data by the date laid down in Article 38. Paragraph 3 provides that the Member States which have notified at a later date shall start to collect and enter the data by the date of their respective notification. Paragraph 4 ensures the entering of data by the individual Member State as a precondition for consulting the data transmitted by other Member States.

Article 38 concerns the start of operations, the date of which shall be published by the Commission when the conditions laid down in this provision have been met.

Article 39 extends the mandate of the SIS II committee, further to the measures for the development of the VIS as specified in Articles 3 and 4 of Council Decision 2004/512/EC, to measures for implementing this Regulation by the management procedure. These measures are, as specified in Article 37(2) the technical measures for implementing the functionalities of the VIS.

Article 40 creates the obligation of the Commission to monitor and evaluate the operation of the VIS and produce monitoring and evaluation reports, to be submitted to the European Parliament and the Council.

Article 41 concerns the entry into force and applicability. Due to the technical requirements involved in establishing the VIS, it is not possible to provide for simultaneous entry into force and applicability of the Regulation.

FINANCIAL STATEMENT

Policy area(s): JHA Activit(y/ies): (visa, asylum, immigration and other policies related to the free circulation of persons) |

TITLE OF ACTION: SECOND PHASE OF THE VIS, BIOMETRIC PROCESSING |

1. BUDGET LINE(S) + HEADING(S)

18.08.03 Visa Information System

2. OVERALL FIGURES

2.1. Total allocation for action (Part B):

97 million € for commitment until 2013.

2.2. Period of application:

Undetermined duration. Foreseen for 2007-2013:

- Investment costs for biometric processing: 64 Mio €

- Exploitation costs for biometric processing: 33 Mio €

The amounts foreseen for the period 2007-2013 are subject to the adoption of the new financial perspectives.

2.3. Overall multi-annual estimate of expenditure:

(a) Schedule of commitment appropriations/payment appropriations (financial intervention)

€ million

2007 | 2008 | 2009 | 2010 | 2011 | 2012 and subsequent years |

Commitments | 24.000 | 23.000 | 17.000 | 12.000 | 11.000 | 5.000 |

Payments | 19.000 | 23.000 | 18.000 | 13.000 | 12.000 | 5.000 |

As explained in 5.2.2 all investments will be done at the beginning of each year, so annual payments are estimated at around 80% of the commitments.

(b) Overall financial impact of human resources and other administrative expenditure

Commitments/ payments | 0.216 | 0.216 | 0.216 | 0.216 | 0.216 | 0.216 |

TOTAL a+b |

Commitments | 24.216 | 23.216 | 17.216 | 12.216 | 11.216 | 5.216 |

Payments | 19.216 | 23.216 | 18.216 | 13.216 | 12.216 | 5.216 |

2.4. Compatibility with financial programming and financial perspectives

[] Proposal is compatible with existing financial programming.

2.5. Financial impact on revenue:

[X] Proposal has financial impact – the effect on revenue is as follows:

The present proposal builds upon the Schengen acquis, as defined in Annex A of the Agreement signed on 18 May 1999 between the Council and the Republic of Iceland and the Kingdom of Norway concerning the association of both these States with the implementation, application and development of the Schengen acquis [55]. Article 12(1) last paragraph lays down:

“In cases where operational costs are attributed to the general budget of the European Community, Iceland and Norway shall share in these costs by contributing to the said budget an annual sum in accordance with the percentage of the gross national product of their countries in relation with the gross national product of all participating States”

Contribution from Iceland/Norway: 2.128% (2002 figures)

(€ million to one decimal place)

Prior to action | Situation following action |

Non Comp | Diff | YES | NO | NO | No [3] |

4. LEGAL BASIS

This statement accompanies a legislative proposal for a Regulation of the European Parliament and the Council concerning the Visa Information System (VIS) and the exchange of data between Member States on short-stay visas, based on Article 62 point (2)(b)(ii) TEC and Article 66 TEC.

5. DESCRIPTION AND GROUNDS

5.1. Need for Community intervention

5.1.1. Objectives pursued

The present financial statement is designed to allow for the second phase of the VIS to take place by means of Community financing as of 2007 and in accordance with the relevant provisions of the Treaty.

The implementation of the Visa Information System is done in phases as follows:

- Phase 1: the functionalities for processing of alphanumeric data and photographs.

- Phase 2: the functionalities for processing biometrics.

The Commission has followed a two-step approach for the legal framework of the VIS:

A first legal instrument, Council Decision 2004/512/EC establishing the Visa Information System (VIS) [56] , which constitutes the required legal base to allow for the inclusion in the budget of the European Union of the necessary appropriations for the development of VIS and the execution of that part of the budget, defines the architecture of the VIS and gives the Commission the mandate to develop the Visa Information System at the technical level, assisted by the SIS II committee[57], whereas the national systems shall be adapted and/or developed by the Member States. The financial statement made in the financial statement of this Decision relates to the procurement of technical expertise, management expertise, hardware and software, etc. for the first phase of the setting-up of the VIS system containing alphanumeric data and photographs.

The present proposal for a Regulation of the European Parliament and the Council, the second “fully fledged” legal instrument, gives the Commission the mandate to set up, maintain and operate the VIS and defines the purpose, functionalities and responsibilities for the Visa Information System and the procedures and conditions for the exchange of visa data between Member States. This second legal instrument has been elaborated on the basis of the political orientation given by the Council conclusions of 19 February 2004. The financial statement for this legal instrument relates, in particular, to the costs for processing biometrics, phase 2 of the VIS.

Community intervention is needed, since the establishment of a common Visa Information System and the creation of common obligations, conditions and procedures for the exchange of visa data between Member States cannot be sufficiently achieved by the Member States and can, therefore, by reason of the scale and impact of the action, be better achieved at Community level.

Article 1(2) of the proposal states the purpose of the VIS:

“The VIS shall improve the administration of the common visa policy, consular cooperation and consultation between central consular authorities, by facilitating the exchange of data between Member States on applications and on the decisions thereto, in order:

(a) to prevent threats to the internal security of any of the Member States;

(b) to prevent the bypassing of the criteria for the determination of the Member State responsible for examining the application;

(c) to facilitate the fight against fraud;

(d) to facilitate checks at external border checkpoints and within the territory of the Member States;

(e) to assist in the identification and return of illegal immigrants;

(f) to facilitate the application of Regulation (EC) No 343/2003.”

In order to achieve these objectives, the VIS shall be connected to a National System in each Member State, to enable duly authorised staff of the competent authorities of each Member State to enter, amend, transmit or consult the data by means of an automated procedure in accordance with this Regulation.

5.1.2. Measures taken in connection with ex ante evaluation

A feasibility study on technical and financial aspects of the VIS was launched by the Commission on 16 September 2002 and submitted to the Council in May 2003. The study provides an analysis of the technical and financial aspects of the VIS.

The importance of biometrics for the overall efficiency of the system must be underlined. The study assessed three options, which can for the time being be envisaged as biometric identifiers: iris scanning, facial recognition and fingerprints and recommends the latter as main biometric identifier for identification purposes. Fingerprint technology would provide the required accuracy to identify individuals and fingerprint databases would still be used for many years, even if the biometric technology changes. The use of biometrics on such an unprecedented scale will have a significant impact on the system, both in technical and financial terms.

On the budgetary aspects, the figures are based on estimates provided by the feasibility study on technical and financial aspects of a system for the exchange of visa data between Member States, but take into account the rapid drop in prices for fingerprint matching systems. The estimates set out in the feasibility study cover the fixed costs of the central system, the CS-VIS, and for 27 NI-VIS, including their communication infrastructure, as well as the annual costs for operations, networks and human resources. These estimates for the development and operation of the “biometrics” module were extremely high. Currently, however, prices for biometric systems are dropping rapidly. Therefore, the original estimates of the feasibility study have been adapted to match these lower price trends.

In accordance to the Commission’s Work Programme 2004, an Extended Impact Assessment was launched. One of its main conclusions is that the further development of the VIS, with the processing of biometric data, is needed to ensure exact verification and identification of visa applicants. Only with the inclusion of biometric data processing in the VIS can the objectives be sufficiently reached. The Extended Impact report is annexed to the legal instrument that this financial statement accompanies.

5.1.3. Measures taken following ex post evaluation

Not applicable

5.2. Action envisaged and budget intervention arrangements

This proposal envisages the further development of the Visa Information System, in particular biometric processing.

5.2.1 Operational costs for alphanumeric and photo

The legal and financial base for the first phase has been established in Council Decision 512/2004/EC establishing the VIS, whereby an annual amount of seven million euros is foreseen for operational costs, as of 2007.

5.2.2 Investment costs for biometric processing

For the second phase, (biometric data for verification and identification purposes, including background checks) in 2003 the feasibility study estimated that an extra investment of 144 million euros would be needed. However, prices for finger print matching systems have come down dramatically. In fact, current experience shows that prices for fingerprint matching systems follow Moore’s law: every 18 months the capacity doubles for the same price. In the calculation this amounts to an annual estimated drop in price of 37%.

The price estimations in this financial statement are based on a gradual increase of capacity, with annual investments of the capacity needed for the next year, and taking into account the constant drop in prices. Thus, in the beginning of 2007 the capacity to handle the matching needed until 2008 only is budgeted. In early 2008, the extra capacity is bought for the needs until mid-2009, estimated at a price lowered by 37%.

As for the capacity of the databases, the calculations are based on the start in mid-2007 with an empty database, with gradual connection of all consular posts over a period of one year. It is estimated that mid-2008 all consular posts of all Member States will be connected. The feasibility study estimates 20 million visa requests per year, of which 30% are repeated travellers whose fingerprints are already in the VIS. The total storage capacity needed for a five year storage period will be 70 million sets of fingerprints.

Matching capacity needs will rise linearly with the number of fingerprints in the database.

The details:

year | connected posts (% of total applications) | database capacity needed (million applicants) | matching capacity needed (million matches per second) | total investment costs for biometric processing (Mio €) |

mid 2007 | 0% | 10 | 42 | 21 |

mid 2008 | 100% | 24 | 100 | 18 |

mid 2009 | 100% | 38 | 158 | 12 |

mid 2010 | 100% | 52 | 217 | 7 |

mid 2011 | 100% | 70 | 292 | 6 |

mid 2012 | 100% | 70 | 292 | 0 |

mid 2013 | 100% | 70 | 292 | 0 |

Total | 64 |

It is estimated that the payments for the equipment will be done in the year of commitment, with an exception of a guarantee sum (around 10% of the price). The figures calculated might vary according to the final technical solution chosen.

5.2.3 Exploitation costs for biometric processing

In addition to the operational costs for alphanumeric and photo functionalities, extra operational costs for biometrics are foreseen.

The costs consist of extra human resources for the system management (estimated in the feasibility study at 100 000 € per year), extra network costs (700 000 €) and annual maintenance and licences. These maintenance and licence costs will depend very much on the technical solution chosen. The annual maintenance costs are estimated at 4.2 Mio € per year. As operations will start in mid-2007, the costs for 2007 will be lower.

The details:

year | maintenance and licence costs (Mio €) | human resources (Mio €) | network costs (Mio €) | total exploitation costs for biometric processing (Mio €) |

2007 | 2.5 | 0.1 | 0.4 | 3 |

2008 | 4.2 | 0.1 | 0.7 | 5 |

2009 | 4.2 | 0.1 | 0.7 | 5 |

2010 | 4.2 | 0.1 | 0.7 | 5 |

2011 | 4.2 | 0.1 | 0.7 | 5 |

2012 | 4.2 | 0.1 | 0.7 | 5 |

2013 | 4.2 | 0.1 | 0.7 | 5 |

Total | 27.7 | 0.7 | 4.6 | 33 |

Most of the payments will be done in the same year as the commitments.

5.2.5 National infrastructure costs

According to Article 2 (2) of Decision 2004/512 EC establishing the VIS, the national infrastructures beyond the national interfaces in the Member States shall be adapted and/or developed by the Member States. This includes the financial burden for the development of these infrastructures and the adaptation of existing national systems to the VIS, the world-wide connections to their consular posts and their equipment, shipping and training.

Cost estimates and cost-benefit analyses concerning the impacts of VIS on national infrastructures and national budgets are the responsibility of each Member State. To provide cost estimates would require a detailed analysis of every national environment and national organisation. This can only be done by Member States themselves.

5.3. Methods of implementation

Development will be carried out under direct management of the Commission using its own staff assisted by external contractors. The development of the alphanumeric functionalities of the system has been tendered. Additional technical support has also been tendered to assist Commission services in the follow up of the implementation.

A third call for tender will be launched for the biometric equipment needed.

The system shall be set up and maintained by the Commission. The Commission shall be responsible for operating the Central Visa Information System and the communication infrastructure between the Central Visa Information System and the National Interfaces. The data shall be processed by the VIS on behalf of the Member States.

Member States are closely involved in the work via the SIS II committee, in accordance with Article 5 of Decision 2004/512/EC establishing the VIS, and Article 39 of the present proposal.

In relation to the objectives of the Freedom programme, the Council has reached an agreement on the proposed external borders agency. The scope for entrusting tasks related to the management of large-scale IT systems (Eurodac, SIS II, VIS) to this agency at a later stage will be explored.

6. FINANCIAL IMPACT

6.1. Total financial impact on Part B - (over the entire programming period)

Figures in brackets are for operational costs for alphanumeric and photo functionalities and costs for external assistance for project management, audit and evaluation already covered by the financial statement annexed to Decision 2004/512/EC establishing the VIS.

The indicative global costs for the VIS for the period 2007-2013 amount to 153 Mio€, of which 97 Mio€ are covered by the present proposal and 56 Mio€ by Decision 2004/512/EC.

Commitments (in € million to three decimal places)

Breakdown | 2007 | 2008 | 2009 | 2010 | 2011 | annual amounts in 2012 and subsequent years |

Operational cost for alphanumeric and photo | (7.000)[58] | (7.000) | (7.000) | (7.000) | (7.000) | (7.000) |

Investment costs for biometric processing | 21.000 | 18.000 | 12.000 | 7.000 | 6.000 |

Exploitation costs for biometric processing | 3.000 | 5.000 | 5.000 | 5.000 | 5.000 | 5.000 |

SUBTOTAL[59] | 24.000 | 23.000 | 17.000 | 12.000 | 11.000 | 5.000 |

External assistance for project management, audit and evaluation | (1.000)[60] | (1.000) | (1.000) | (1.000) | (1.000) | (1.000) |

TOTAL | 24.000 | 23.000 | 17.000 | 12.000 | 11.000 | 5.000 |

7. IMPACT ON STAFF AND ADMINISTRATIVE EXPENDITURE

7.1. Impact on human resources

Figures in bracket are for human and administrative resources already covered by the financial statement annexed to Decision 2004/512/EC establishing the VIS.

Types of post | Staff to be assigned to management of the action using existing resources | Total | Description of tasks deriving from the action |

Number of permanent posts | Number of temporary posts |

Officials or temporary staff | A B C | (3 + ) 1 (2 + ) (1 + ) 1 | 1 1 |

Other human resources | (2) | 2 National Experts |

Total | (8 + ) 2 | 2 |

The needs for human and administrative resources shall be covered within the allocation granted to the managing DG in the framework of the annual allocation procedure.

7.2. Overall financial impact of human resources

Type of human resources | Amount (€) | Method of calculation * |

Officials 18010101 | 216 000 | 2 officials * 108 000 |

Other human resources 1801020103 |

Total | 216 000 |

The amounts are total expenditure for twelve months.

7.3. Other administrative expenditure deriving from the action

Figures below are resources already covered by the financial statement annexed to the Decision establishing the VIS and repeated for information only.

Budget line (number and heading) | Amount € | Method of calculation |

Overall allocation (Title A7) 1801021101 – Missions 1801021102 – Meetings 1801021103 – Compulsory committees 1801021102 – Conferences 1801021104 – Studies and consultations Other expenditure (specify) | (66 000) (300 000) (15 000) (500 000) | 30*1000+12*3000 10*30 000 2*7500 2-3 studies per year |

Information systems (A-5001/A-4300) |

Other expenditure - Part A (specify) |

Total | (881 000) |

I. Annual total (7.2) II. Duration of action III. Total cost of action (I x II) | 216 000 € At least 7 years 1 512 000€ |

8. FOLLOW-UP AND EVALUATION

8.1. Follow-up arrangements

Deliverables are foreseen for the development envisaged in point 5.2 . Each deliverable produced will be submitted to an acceptance procedure, which will vary depending on the type of deliverable.

8.2. Arrangements and schedule for the planned evaluation

Council Decision 512/2004/EC establishing the VIS foresees that the Commission presents to the Council and the European Parliament a yearly progress report concerning the development of the VIS.

The current proposal provides the following arrangements for monitoring and evaluation:

The Commission shall ensure that systems are in place to monitor the functioning of the VIS against objectives in terms of outputs, cost-effectiveness and quality of service.

Two years after the VIS starts operations and every two years thereafter, the Commission shall submit to the European Parliament and the Council a report on the technical functioning of the VIS. This report shall include information on the performance of the VIS against quantitative indicators predefined by the Commission.

Four years after the VIS starts operations and every four years thereafter, the Commission shall produce an overall evaluation of the VIS, including examining results achieved against objectives and assessing the continuing validity of the underlying rationale and any implications for future operations. The Commission shall submit the reports on the evaluations to the European Parliament and the Council.

9. ANTI-FRAUD MEASURES

The Commission procedures for the award of contracts will be applied, ensuring compliance with Community law on public contracts.

[1] Έγγραφο του Συμβουλίου 6535/04 VISA 33 COMIX 111.

[2] Βλ. σημείο 5(γ) της δήλωσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, έγγραφο του Συμβουλίου 7764/04 ΔΕΥ 94.

[3] Βλ. σημείο 3 των συμπερασμάτων του Συμβουλίου.

[4] ΕΕ L 213 της 15.6.2004, σ. 5.

[5] Συστάθηκε από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου (EΚ) αριθ. 2424/2001(ΕΕ L 328, 13.12.2001, σ. 4).

[6] ΕΕ L 50 της 25.2.2003, σ. 1.

[7] Βλ. συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19.2.2004, σημείο 1(ζ) του παραρτήματος.

[8] Βλ. άρθρα 5 παράγραφος 1 σημείο ε) και 15 της σύμβασης του Σένγκεν και ΚΠΕ, εισαγωγή στομέρος V.

[9] Βλ. τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19.2.2004, σημεία 2 και 3 α) του παραρτήματος, τα οποία συμπεριλαμβάνουν εξίσου "εθνικές θεωρήσεις (…) των κρατών μελών που έχουν καταργήσει τους ελέγχους στα εσωτερικά τους σύνορα".

[10] ΕΕ C 310, 19.12.2003, σ. 1.

[11] ΕΕ L 50, 25.2.2003, σ. 1.

[12] Σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2004, COM(2003) 645τελικό.

[13] Ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία συστάθηκε από το άρθρο 29 της οδηγίας 95/46/EΚ της 24.10.1995,ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[14] Πρωτόκολλο στο άρθρο 67 που προσαρτάται στη συνθήκη της Νίκαιας.

[15] Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19.2.2004, σημείο 2 του παραρτήματος.

[16] ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 36.

[17] ΕΕ L 131, 1.6.2000, σ. 43.

[18] ΕΕ L 64, 7.3.2002, σ. 20.

[19] Έγγραφο του Συμβουλίου 13054/04.

[20] Έγγραφο του Συμβουλίου 13466/04.

[21] Βλ. συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19.2.2004, σημεία 2 και 4 του παραρτήματος, τα οποία αναφέρουν ότι "σε ένα περαιτέρω στάδιο τα δικαιολογητικά μπορούν να αποτελούν το αντικείμενο σάρωσης και επεξεργασίας".

[22] Βλ. εκτεταμένη αξιολόγηση αντικτύπου, σημείο 6.2.

[23] Βλ. σημεία αιτιολογικής σκέψης 14 και 15 της παρούσας πρότασης.

[24] ΕΕ C , , σ. .

[25] ΕΕ C , , σ. .

[26] ΕΕ L 213, 15.6.2004, σ. 5.

[27] ΕΕ L 50, 25.2.2003, σ. 1.

[28] ΕΕ C 310, 19.12.2003, σ. 1.

[29] ΕΕ L 239, 22.9.2000, σ. 19.

[30] ΕΕ L 123, 9.5.2002, σ. 50.

[31] ΕΕ L 164, 14.7.1995, σ. 1, που τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 334/2002 του Συμβουλίου, ΕΕ L 53, 23.2.2002, σ. 7.

[32] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

[33] ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

[34] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

[35] ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 36.

[36] ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 31.

[37] ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 53.

[38] ΕΕ L 131, 1.6.2000, σ. 43

[39] ΕΕ L 64, 7.3.2002, σ. 20.

[40] ΕΕ L 239, 22.9.2000, σ. 19.

[41] See point 1 of the annex to the Council conclusions of 19.2.2004.

[42] Cf. the Council conclusions of 19.2.2004, points 2 and 4 of the annex thereto.

[43] Cf. point 6.2 of the Extended Impact Assessment.

[44] Approved Destination Status, cf. the ADS Agreement with China of 12.2.2004,OJ L 83 of 20.3.2004, p. 14.

[45] Cf. Extended Impact Assessment, point 5.3, section “Reductions in fraud and visa shopping”.

[46] According the Extended Impact Assessment, point 6.1, currently about 20 % of the visa applications.

[47] Council conclusions of 19.2.2004, point 5 of the annex thereto.

[48] Cf. Article 5(1)(e) of the proposal for a Council Regulation establishing a Community Code on the rules governing the movement of persons across borders that proposal, COM(2004)391 final, which shall replace Article 5 of the Schengen Convention.

[49] OJ L 239 of 22.9.2000, p. 154.

[50] OJ L 239 of 22.9.2000, p. 151.

[51] Council conclusions of 19.2.2004, point 5 of the annex thereto.

[52] Cf. Article 21(1)(b) and (2)(e) of Regulation (EC) No 343/2003.

[53] Commission Decision 2001/844/EC, ECSC, Euratom of 29.11.2001 (OJ L 317 of 3.12.2001, p. 1).

[54] Council conclusions of 19.2.2004, point 2 of the annex thereto; for the reasons not to include scanned documents, as also foreseen by the conclusions, see point 6.2 of the Extended Impact Assessment.

[55] OJ L 176, 10. 7.1999, p. 36.

[56] OJ L 213 of 15.6.2004, p. 5.

[57] Set up by Article 5 (1) of Council Regulation (EC) No 2424/2001 (OJ L 328, 13.12.2001, p. 4).

[58] An annual amount of seven million euros is already foreseen in the financial statement annexed to the Decision 2004/512/EC establishing the VIS

[59] Operating expenditure directly derived from the feasibility study.

[60] An annual amount of one million euros is already foreseen in the financial statement annexed to the Decision 2004/512/EC establishing the VIS.

Top