Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0445

    Έκθεση της Επιτροπής - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και καταπολέμηση της απάτης - Ετήσια έκθεση για το 2002

    /* COM/2003/0445 τελικό */

    52003DC0445

    Έκθεση της Επιτροπής - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και καταπολέμηση της απάτης - Ετήσια έκθεση για το 2002 /* COM/2003/0445 τελικό */


    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ - ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ 2002

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    Εισαγωγή

    Τίτλος I - Οι δραστηριότητες της Κοινότητας για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης: μείζονες εξελίξεις κατά τη διάρκεια του 2002

    1. Σφαιρική και συνεκτική πολιτική κατάπολέμησης της απάτης

    1.1. Σύνδεση των υποψήφιων χωρών με την πολιτική πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης

    1.2. Ενίσχυση των νομικών μέσων εντοπισμού, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων

    2. Συνεργασία με τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες

    2.1. Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών εγκληματικότητας

    2.2. Συνεργασία με τρίτες χώρες

    3. Διοργανικό διάβημα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης

    3.1. Το διοργανικό πλαίσιο

    3.2. Πειθαρχικές και εξειδικευμένες αρχές

    4. Η ενίσχυση της ποινικής διάστασης

    4.1. Η ποινική διάσταση στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων

    4.2. Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

    5. Ενέργειες παρακολούθησης του προγράμματος δράσης 2001-2003

    Τίτλος II - Εφαρμογή του άρθρου 280 από τα κράτη μέλη το 2002 - Μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας

    6. Κείμενα που συμβάλλουν στην εφαρμογή του άρθρου 280 της συνθήκης EK - βασικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές εξελίξεις

    7. Κείμενα που συμβάλλουν στην εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της κοινότητας

    8. Οργάνωση των υπηρεσιών που είναι υπεύθυνες για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των κοινοτήτων

    9. Συντονισμός μεταξύ των υπηρεσιών στο εσωτερικό των κρατών μελών

    Τίτλος III - Στατιστικά στοιχεία και αναλύσεις

    10. Η κατάσταση το 2002

    10.1. Εισαγωγή

    10.2. Περιπτώσεις κοινοποιηθείσες από τα κράτη μέλη

    10.3. Περιπτώσεις που ερευνήθηκαν από την OLAF

    11. Ειδική ανάλυση: τάσεις

    12. Δημοσιονομική παρακολούθηση

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΙΤΛΟΥ I: ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡΑΣΗΣ 2001-2003

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΙΤΛΟΥ II: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 280 ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΤΟ 2002

    Εισαγωγή

    Σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, υποβάλλει κατ' έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 280. Η έμφαση δίνεται στην αρχή της επιμερισμένης ευθύνης των κρατών μελών και της Επιτροπής όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, και, στο πλαίσιο αυτό, η φετινή έκθεση, όπως και η προηγούμενη, παρουσιάζει τα εν λόγω μέτρα σε τρία διαφορετικά επίπεδα: κοινοτικές πρωτοβουλίες, μέτρα των κρατών μελών, και αποτελέσματα της επιχειρησιακής δράσης που ανέλαβαν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή με στόχο τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα και την καταπολέμηση της απάτης. Ειδικότερα, η Επιτροπή έχει την ευθύνη της χάραξης της πολιτικής για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και της προώθησης πολιτικών και νομοθετικών πρωτοβουλιών για την επίτευξη του στόχου αυτού.

    Το πρώτο μέρος της έκθεσης ακολουθεί τη λογική της σφαιρικής στρατηγικής προσέγγισης για την καταπολέμηση της απάτης 2000-2005 [1], εστιαζόμενο όμως στα σημαντικότερα γεγονότα στο πλαίσιο των ενεργειών αυτών κατά τη διάρκεια του 2002. Στο μέρος αυτό, ένα χρόνο πριν από την προσχώρηση, η Επιτροπή επεδίωξε να δώσει έμφαση στις πρωτοβουλίες για τη συμμετοχή των υποψήφιων χωρών στη γενικότερη προσπάθεια με στόχο την καταπολέμηση της απάτης. Φέτος, τα στοιχεία που υπέβαλαν τα κράτη μέλη ήταν πιο λεπτομερή και κατέστησαν σαφή τα πλεονεκτήματα της καλής οργάνωσης των διαφόρων επιπέδων ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών που αφορούν ειδικά την καταπολέμηση της απάτης. Η παρουσίαση διανθίζεται με αναφορές σε ενδεικτικές περιπτώσεις.

    [1] Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης: Για μια σφαιρική στρατηγική προσέγγιση (COM(2000) 358 τελικό της 28.6.2000).

    Επίσης, η έκθεση παρουσιάζει αναλυτικά και συνολικά τα μέτρα που προβλέπονται για το 2002 στο πρόγραμμα δράσης 2001-2003 [2] που περιέχεται στα παραρτήματα: ο σχετικός συγκεντρωτικός πίνακας δίνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία όσον αφορά τις αρμοδιότητες, το χρονοδιάγραμμα και τις ενέργειες παρακολούθησης ώστε να εκτιμηθεί η πρόοδος του προγράμματος. Για την περίοδο 2004-2005, η Επιτροπή θα ετοιμάσει ένα νέο πρόγραμμα δράσης βασισμένο στη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση 2000-2005, στο οποίο θα λαμβάνονται φυσικά υπόψη οι συστάσεις που περιέχονται στην έκθεση και αφορούν την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) [3], καθώς και η γνωμοδότηση της Επιτροπής Εποπτείας που τη συνοδεύει και οι κατευθυντήριες γραμμές των λοιπών θεσμικών οργάνων.

    [2] Βλέπε το πρόγραμμα δράσης 2001-2003 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (COM(2001) 254 τελικό της 15.5.2001) για την υλοποίηση της σφαιρικής στρατηγικής 2001-2005.

    [3] Έκθεση αξιολόγησης των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF): άρθρο 15 των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (COM(2003) 154 της 2.4.2003).

    Το δεύτερο μέρος της έκθεσης αφορά ειδικότερα τα μέτρα που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή του άρθρου 280. Η παρουσίαση περιλαμβάνει πληροφορίες που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη σχετικά με τις δραστηριότητες ελέγχου στην επικράτειά τους και τα αποτελέσματά τους [4]. Καταγράφει τις προσπάθειες που κατέβαλαν για την επίτευξη όσο το δυνατό μεγαλύτερης συμπληρωματικότητας και συνοχής κατά τη λειτουργία των ελεγκτικών και ερευνητικών τους υπηρεσιών, στους τρεις τομείς της επιχειρησιακής εποπτείας, του ελέγχου των συστημάτων και των ερευνών για την καταπολέμηση της απάτης.

    [4] Ειδικότερα, ετήσιες εκθέσεις των κρατών μελών κατ' εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 130 της 31.5.2000).

    Το τρίτο μέρος της έκθεσης παρουσιάζει τα στατιστικά δεδομένα όσον αφορά τις απάτες και λοιπές παρατυπίες καθώς και τα αποτελέσματα από την άποψη της ανάκτησης και των ενεργειών των κρατών μελών και των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    Τα αποτελέσματα αυτά αναλύονται από την οπτική γωνία του εντοπισμού της απάτης και άλλων παρατυπιών, όπως αυτές κοινοποιήθηκαν από τις εθνικές διοικήσεις σύμφωνα με τους τομεακούς κανονισμούς. Δεδομένου του ελλιπούς και ανομοιογενούς χαρακτήρα των στατιστικών δεδομένων του υποβλήθηκαν το προηγούμενο έτος, η Επιτροπή αναφέρει πρώτα τις προόδους που επιτεύχθηκαν στον τομέα της ηλεκτρονικής διαβίβασης των στοιχείων και, στη συνέχεια, προβαίνει σε πρώτη ανάλυση των τάσεων των κοινοποιούμενων αναφορών, βάσει δημοσιονομικής (έσοδα/ έξοδα) και τομεακής προσέγγισης, η οποία αντικατοπτρίζει τις μεγάλες κοινοτικές πολιτικές.

    *

    Σε γενικές γραμμές, η έκθεση για το 2002 παρουσιάζει τη διάρθρωση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων φορέων και τη σύγκλιση των ενεργειών στα διαφορετικά επίπεδα (κοινοτικό και εθνικό). Πράγματι, οι πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη μέλη [5] επιτρέπουν τη διασαφήνιση της δράσης των διαφόρων υπηρεσιών που συμβάλλουν στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων. Από την ανάλυση των πληροφοριών αυτών από την Επιτροπή, προκύπτει καλύτερη κάλυψη των κινδύνων, ιδίως από την άποψη του ελέγχου, είτε πρόκειται για ελέγχους ως προς τη συμμόρφωση με τους κανόνες και ελέγχους συστημάτων είτε για δικαστικές έρευνες και διώξεις. Η συνοχή μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών που προκύπτει από την εν λόγω ανάλυση, όπως στις εξειδικευμένες ενέργειες για την καταπολέμηση της απάτης, σύμφωνα με τους τέσσερις άξονες της στρατηγικής προσέγγισης, είναι εμφανής στο επίπεδο τόσο της Κοινότητας (Τίτλος I) όσο και των κρατών μελών (Τίτλος II). Ο Τίτλος III παρέχει επιπλέον διευκρινίσεις, βάσει των ανακοινώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις απάτες και λοιπές παρατυπίες, τα συστήματα ελέγχου και διεξαγωγής ερευνών, την προσαρμογή τους ανάλογα με το είδος του κινδύνου και τα αποτελέσματα τους ως προς την ανάκτηση. Η ανάλυση αυτή λαμβάνει επίσης υπόψη τη λογική της συμπληρωματικότητας που προτείνεται στη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση για την καταπολέμηση της απάτης, η οποία επιτρέπει στην Επιτροπή να βελτιστοποιεί τα μέσα που έχει στη διάθεσή της η Κοινότητα, συμπληρώνοντας τις ενέργειες των κρατών μελών.

    [5] Βάσει των πληροφοριών αυτών, είναι δυνατοί οι συσχετισμοί μεταξύ των πορισμάτων της έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή του πρώην άρθρου 209A της Συνθήκης ΕΚ (Βλέπε τη σύνθεση των εκθέσεων των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο για την καταπολέμηση της σπατάλης και της κατάχρησης των κοινοτικών πόρων (COM(95) 556 της 13.11.1995) και το συμπλήρωμά της που αναφέρεται στους διοικητικούς ελέγχους και κυρώσεις (SEC(2000) 843 τελικό της 24.5.2000).

    Τίτλος I - Οι δραστηριότητες της Κοινότητας για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης: μείζονες εξελίξεις κατά τη διάρκεια του 2002

    Η Επιτροπή θέσπισε τους γενικούς πολιτικούς της στόχους στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων με τη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή την 28η Ιουνίου 2000 [6] για την περίοδο 2001-2005. Υποβάλλει τακτικά εκθέσεις σχετικά με την πρόοδό της, όπως διά της παρούσης. Η προσέγγιση περιλαμβάνει τις κοινοτικές πρωτοβουλίες στον τομέα αυτό, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών που απορρέουν από τον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον έχουν σχέση με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Στόχος είναι η ανάπτυξη ενός νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, το οποίο θα είναι προσαρμοσμένο σε όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές και θα επιτρέπει τη συνεργασία και τη σύμπραξη με τους τοπικούς φορείς εντός και εκτός της Ένωσης. Η παράθεση ορισμένων πραγματικών περιπτώσεων ελέγχων ή ερευνών επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της παρούσας κατάστασης όσον αφορά την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, με στόχο την πρόληψη, τον εντοπισμό αλλά και την τιμωρία των υπευθύνων, καθώς και την οικονομική αποζημίωση, όταν αυτό είναι εφικτό.

    [6] COM(2000) 358 τελικό της 28.6.2000.

    Η αναλυτική παρουσίαση της υλοποίησης κατά το 2002 των μέτρων που προβλέπονται στο πρόγραμμα δράσης 2001-2003 βρίσκεται στο παράρτημα του Τίτλου Ι. Στο μέρος που ακολουθεί δίνεται έμφαση σε ορισμένες μείζονες εξελίξεις που αφορούν τη δράση που ανέλαβε το 2002 η Επιτροπή, σύμφωνα με τους τέσσερις άξονες της σφαιρικής στρατηγικής προσέγγισης, καθώς και σε ορισμένα οριζόντια ζητήματα, όπως η σφαιρική οργάνωση της προστασίας των οικονομικών δικαιωμάτων από την άποψη του εντοπισμού, του ελέγχου και των ερευνών καθώς και των κυρώσεων (οικονομικές, διοικητικές και δικαστικές ενέργειες παρακολούθησης) [7]. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις τελευταίες προετοιμασίες ενόψει της προσχώρησης των υποψήφιων χωρών.

    [7] Χάρη στα συγκεκριμένα στοιχεία που παρείχαν φέτος τα κράτη μέλη όσον αφορά την οργάνωση των ελέγχων τους και τον συντονισμό των υπηρεσιών τους. Βλέπε τίτλος II, σημείο 8 της έκθεσης και το παράρτημά της, σημεία 3 και 4 ειδικότερα.

    1. Σφαιρική και συνεκτική πολιτική κατάπολέμησης της απάτης

    1.1. Σύνδεση των υποψήφιων χωρών με την πολιτική πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης

    Συνενώνοντας τον δημοσιονομικό έλεγχο, τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης σε ειδικό κεφάλαιο κατά τη διαπραγμάτευση του κεκτημένου (κεφάλαιο 28 - «δημοσιονομικός έλεγχος»), η Επιτροπή κατέστησε σαφές ότι θεωρεί πολύ σημαντικό οι χώρες αυτές να διαχειρίζονται τον προϋπολογισμό τους σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

    Στο έγγραφο στρατηγικής της 9ης Οκτωβρίου 2002 με τίτλο «Προς τη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση», το οποίο υποβλήθηκε μαζί με τις τακτικές εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο που σημειώθηκε σε κάθε υποψήφια χώρα στην πορεία της προς την ένταξη, η Επιτροπή τόνισε εκ νέου ότι κάθε κοινοτική χρηματοδότηση προϋποθέτει τον σεβασμό όλων εκείνων των όρων που θα εξασφαλίσουν χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των κοινοτικών πόρων [8]. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο την πλήρη εναρμόνιση με το νομοθετικό κοινοτικό κεκτημένο, αλλά επιπλέον - και αυτή είναι ίσως η πλέον σημαντική πτυχή - την ύπαρξη επαρκών θεσμικών εγγυήσεων.

    [8] Βλέπε επίσης το σημείο 43 της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ετήσια έκθεση του 2001 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, η οποία εγκρίθηκε στις 13 Μαρτίου του 2003.

    Πράγματι, το έγγραφο στρατηγικής ορίζει ότι οι υποψήφιες χώρες οφείλουν να ενισχύσουν τη δομή και τις ικανότητες του διοικητικού μηχανισμού τους, ώστε να είναι σε θέση να διασφαλίσουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας από το δεύτερο εξάμηνο του 2003.

    Οι υποστηρικτικές ενέργειες της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό εντοπίζονται κυρίως σε δύο επίπεδα. Ένα μέρος της βοήθειας της Επιτροπής επικεντρώθηκε στην ενθάρρυνση των υποψήφιων χωρών να αναπτύξουν κατ' αρχάς χρηστή δημοσιονομική διαχείριση ώστε να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, μέσω της εφαρμογής ενός προτύπου λογιστικών και λοιπών ελέγχων που θα ισχύει τόσο για τους κοινοτικούς πόρους όσο και για τα εθνικά έσοδα και έξοδα. Προβλέπονται διάφορες ενέργειες ειδικά για την καλύτερη προστασία των εν λόγω συμφερόντων και για την καταπολέμηση της απάτης στις υποψήφιες χώρες. Η πρόοδος που επιτεύχθηκε στους δύο αυτούς στενά συνδεδεμένους τομείς αποτέλεσε αντικείμενο παρακολούθησης με την υποστήριξη της Επιτροπής, βάσει του κεφαλαίου 28 του κεκτημένου, και τακτικών ενημερωτικών εκθέσεων προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων λαμβάνεται πλήρως υπόψη στα επόμενα κεφάλαια του κοινοτικού κεκτημένου [9], όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η Επιτροπή θα περιοριστεί στην εξέταση των ενεργειών στο πλαίσιο του κεφαλαίου που αφορά ειδικά τον δημοσιονομικό έλεγχο (κεφάλαιο 28).

    [9] Η Επιτροπή παρακολούθησε επίσης την πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων ή σε άλλους συναφείς τομείς, στο πλαίσιο άλλων κεφαλαίων του κεκτημένου, ιδίως των κεφαλαίων 24 (συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων), 25 (τελωνειακή ένωση) και 29 (χρηματοδοτικές και δημοσιονομικές διατάξεις). Για παράδειγμα, όσον αφορά τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους, η Επιτροπή έλαβε μέτρα στο πλαίσιο του κεφαλαίου 29, με στόχο να διασφαλίσει ότι τα διοικητικά και λογιστικά συστήματα των δέκα χωρών θα ανταποκριθούν στις κοινοτικές απαιτήσεις στον τομέα αυτόν.

    1.1.1. Έλεγχος των προενταξιακών μέσων (PHARE, SAPARD και ISPA [10])

    [10] Το πρόγραμμα Phare, το οποίο δημιουργήθηκε το 1989 για την παροχή βοήθειας στην Πολωνία και την Ουγγαρία, συμπεριλαμβάνει τώρα τις 10 υποψήφιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και συνεισφέρει περίπου 11 δισεκατομμύρια δολάρια ως συγχρηματοδότηση στους τομείς της τεχνικής βοήθειας, της υποστήριξης των επενδύσεων, της ενίσχυσης των δημόσιων θεσμικών οργάνων και διοικητικών δομών και της προώθησης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Το SAPARD (Ειδικό πρόγραμμα ένταξης για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη) στοχεύει στην παροχή βοήθειας προς τις υποψήφιες χώρες ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα διαρθρωτικής προσαρμογής στον αγροτικό τομέα και τις αγροτικές περιοχές καθώς και στην εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου όσον αφορά την ΚΓΠ (κοινή γεωργική πολιτική) και τη συναφή νομοθεσία. Το ISPA (Μέσο προενταξιακών διαρθρωτικών πολιτικών) είναι ο πρόδρομος του κοινοτικού ταμείου συνοχής για τα έργα στους τομείς των μεταφορών και του περιβάλλοντος.

    Κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών, καθώς ενισχύονταν οι σχέσεις με τις υποψήφιες προς προσχώρηση χώρες, η κοινοτική βοήθεια προς αυτές άλλαζε χαρακτήρα και εντατικοποιούνταν. Από το τέλος της δεκαετίας του 1990, το πρόγραμμα PHARE [11] αφορά αποκλειστικά την προενταξιακή διαδικασία, ιδίως τους τομείς της ανάπτυξης θεσμών και της εναρμόνισης με το κεκτημένο. Το εν λόγω πρόγραμμα συνοδεύτηκε από ολοένα πιο αυστηρά συστήματα δημοσιονομικής διαχείρισης. Στη διάρκεια μιας δυναμικής μεταβατικής δεκαετίας, οι υποψήφιες προς προσχώρηση χώρες μετατράπηκαν σε αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς. Η ετήσια κοινοτικής βοήθεια το 2000 διπλασιάστηκε αλλά, παράλληλα, δημιούργησε αυστηρότερες απαιτήσεις διαχείρισης και ελέγχου για τα συμπληρωματικά προενταξιακά μέσα SAPARD και ISPA, στο πλαίσιο των αυξανόμενων ευθυνών των υποψήφιων χωρών στους τομείς αυτούς.

    [11] Το πρόγραμμα PHARE περιλαμβάνει τις 10 υποψήφιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης: Βουλγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λεττονία, Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ρουμανία. Για την Μάλτα και την Κύπρο δημιουργήθηκε ειδικό οικονομικό μέσο βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 555/2000 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της προενταξιακής στρατηγικής για την Κυπριακή Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Μάλτας (ΕΕ L 68 της 16.3.2000).

    Όσον αφορά το PHARE, η αποκέντρωση της διαχείρισης ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια με το σύστημα αποκεντρωμένης υλοποίησης, και ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η μετάβαση προς το «σύστημα διευρυμένης αποκεντρωμένης υλοποίησης». Αυτή θα επιτρέψει στην Επιτροπή να απαλλαγεί από την προς το παρόν υποχρεωτική εκ των προτέρων έγκριση της υποβολής και της ανάθεσης των έργων.

    Ο βαθμός προόδου ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Οι οκτώ υποψήφιες προς προσχώρηση χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης αναμένεται να ζητήσουν την ίδρυση των υπηρεσιών τους στο τέλος του 2003 - στην αρχή του 2004. Για την Κύπρο και τη Μάλτα ο εκ των προτέρων έλεγχος αναμένεται να καταργηθεί εντός του 2003. Η υποχρεωτική ολοκλήρωση της μετάβασης σε πλήρως αποκεντρωμένη διαχείριση του PHARE έως την ημερομηνία προσχώρησης τίθεται ως όρος στη συνθήκη προσχώρησης.

    Προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλός βαθμός συμπληρωματικότητας και έλεγχος της λειτουργίας του συστήματος διευρυμένης αποκεντρωμένης υλοποίησης, η δυνατότητα μεταβίβασης αρμοδιοτήτων θα διατηρηθεί σε κάθε νέο κράτος μέλος έως και ένα έτος μετά την προσχώρηση.

    Το SAPARD είναι το πρώτο πρόγραμμα εξωτερικής βοήθειας της ΕΕ που υλοποιήθηκε με πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι μόλις κοινοποιηθεί στην υπηρεσία SAPARD η απόφαση της Επιτροπής για μεταβίβαση εξουσιών, αυτή είναι υπεύθυνη για την πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων για τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας, την επιλογή των έργων, την έγκριση των επιδοτήσεων, τις συμβάσεις με τους δικαιούχους, τη διαχείριση του ταμείου και των οφειλών, τις πληρωμές, την τήρηση λογιστικών αρχείων, και τους εκ των υστέρων ελέγχους. Βάσει της εθνικής διαπίστευσης, το εθνικό ταμείο εγκρίνει τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου που εφαρμόζονται σύμφωνα με την πολυετή συμφωνία χρηματοδότησης. Ο εθνικός διατάκτης, ως υπεύθυνος του εθνικού ταμείου, εγγυάται πλήρως και είναι υπεύθυνος για τη δημοσιονομική διαχείριση των κοινοτικών ταμείων. Οι ελεγκτές της Επιτροπής διενεργούν λογιστικούς ελέγχους προκειμένου να επιβεβαιώσουν, βάσει εύλογης βεβαιότητας, ότι το σύστημα θα λειτουργήσει όπως προβλέπεται. Εάν το αποτέλεσμα του ελέγχου είναι θετικό, καταρτίζεται σχέδιο απόφασης για τη μεταβίβαση της ευθύνης της διαχείρισης στην υπηρεσία SAPARD και στο εθνικό ταμείο λαμβάνοντας τα μέτρα που ορίζονται στην εθνική διαπίστευση.

    Το 2001 και το 2002, η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας έλαβε την απόφαση να μεταβιβάσει προσωρινά αρμοδιότητες στις οκτώ υπηρεσίες SAPARD [12] των υποψήφιων χωρών καθώς και της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.

    [12] Της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Σλοβενίας, όσον αφορά τις λειτουργίες και τα κριτήρια όπως αυτά ορίζονται στους κανονισμούς 1258/1999, 1266/1999 και 1268/1999 του Συμβουλίου και τον κανονισμό 2222/2000 της Επιτροπής. Ο έλεγχος της διαδικασίας μεταβίβασης αρμοδιοτήτων διασφαλίζει τη συμμόρφωση των εθνικών διαδικασιών με την πολυετή συμφωνία χρηματοδότησης, και ειδικότερα ότι : - οι λογαριασμοί είναι ορθοί, πλήρεις και ενημερωμένοι, - έχει ολοκληρωθεί ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων, - υπάρχουν γραπτές διαδικασίες για κάθε λειτουργία και διαδικασία καθώς και γραπτές συμφωνίες με τους αρμόδιους φορείς που έχουν αναλάβει τις ελεγκτικές λειτουργίες, - η υπηρεσία SAPARD και το εθνικό ταμείο διαθέτουν πλήρεις καταχωρίσεις για τον έλεγχο κάθε στοιχείου του λογαριασμού, και

    Στη συνέχεια, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προβούν σε λογιστικούς ελέγχους για την εκκαθάριση των λογαριασμών όσον αφορά τη λογιστική διαχείριση και την κανονικότητα των δαπανών, καθώς και σε δημοσιονομικές διορθώσεις εφόσον απαιτείται.

    Η Επιτροπή επέδειξε αυστηρότητα όσον αφορά τις απαιτήσεις της στο πλαίσιο του SAPARD, μεριμνώντας ώστε, μετά την ένταξη των υποψήφιων χωρών, να υπάρχει εύλογη βεβαιότητα για την ορθή διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων στον τομέα της γεωργίας.

    Γενικά, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι υποψήφιες χώρες επιδεικνύουν αυξημένη ευαισθησία όσον αφορά τη σύγχρονη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση και την εφαρμογή νέων μεθόδων. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης της διαχείρισης των ενισχύσεων του SAPARD, οι υποψήφιες χώρες συγκέντρωναν τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάληψη της συνολικής ευθύνης της εκτέλεσης των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων στον τομέα της γεωργίας.

    Σημειώθηκε επίσης σταδιακή πρόοδος όσον αφορά το ISPA. Οι κύριες απαιτήσεις στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης και ελέγχου και η αντιμετώπιση των παρατυπιών είναι παρόμοιες με τις ισχύουσες για το Ταμείο Συνοχής και τα διαρθρωτικά ταμεία. Τα βασικά στοιχεία αφορούν τους εσωτερικούς δημοσιονομικούς ελέγχους με τους οποίους διασφαλίζεται η ορθότητα των δηλωθεισών δαπανών, η καταλληλότητα της ικανότητας διεξαγωγής εσωτερικών δημοσιονομικών ελέγχων, η επάρκεια της διαδρομής ελέγχου και η κατάλληλη αντιμετώπιση των παρατυπιών. Η δημιουργία ικανοποιητικών συστημάτων για το ISPA είναι συνεπώς σημαντικό στάδιο της προετοιμασίας για την ορθή διαχείριση του Ταμείου Συνοχής και των διαρθρωτικών ταμείων που έπονται. Μία νέα διάσταση προστίθεται με την προβλεπόμενη εξέλιξη των υποψήφιων χωρών προς ένα σύστημα διευρυμένης αποκεντρωμένης υλοποίησης (EDIS) για το ISPA. Η ένταξη στο EDIS υπόκειται σε εκ των προτέρων έλεγχο, μέσω του οποίου η Επιτροπή θα επιβεβαιώσει το σεβασμό των ειδικών όρων και κριτηρίων που αφορούν κυρίως τη χρηστή διαχείριση και τον δημοσιονομικό έλεγχο.

    Το 2002, η Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες επαλήθευσης που είχε ξεκινήσει το προηγούμενο έτος μέσω ενός δεύτερου κύκλου ελέγχου των συστημάτων στις χώρες ISPA για την επαλήθευση της καταλληλότητας των συστημάτων που προορίζονται για τη διαχείριση των πόρων του ISPA και της συμμόρφωσής τους με τις κοινοτικές απαιτήσεις. Μέσω της παρακολούθησης των προηγούμενων λογιστικών ελέγχων και της ολοκλήρωσης της κάλυψης των εκτελεστικών οργάνων και συστημάτων, η Επιτροπή απέκτησε τη βεβαιότητα ότι οι υποψήφιες χώρες ήταν πλήρως ενημερωμένες σχετικά με τους κανόνες που ισχύουν στη διαχείριση κοινοτικών πόρων, και ότι τα βασικά τμήματα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ήταν ήδη έτοιμα. Στις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώθηκαν ελλείψεις, διατυπώθηκαν συστάσεις για τη διόρθωσή τους εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

    Μία υποψήφια προς προσχώρηση χώρα μπορεί να υποβάλει επισήμως υποψηφιότητα για συμμετοχή στο EDIS στο τέλος του 2002. Πολλές άλλες χώρες αναμένεται να ολοκληρώσουν την προετοιμασία για ένταξη στο EDIS το 2003.

    Η Επιτροπή θα αποδώσει υψηλή προτεραιότητα στον δημοσιονομικό έλεγχο στις σχετικές εκθέσεις της για το 2003 καθώς και στην έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την ανάληψη υποχρεώσεων που απαιτούνται για τον προγραμματισμό των διαρθρωτικών ταμείων. Θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης και του ελέγχου στο πλαίσιο των προγραμμάτων δράσης, με στόχο την επίσπευση των διορθωτικών ενεργειών, εφόσον κρίνονται απαραίτητες.

    1.1.2. Ανάπτυξη γενικής δυνατότητας δημοσιονομικού ελέγχου και επαλήθευσης («δημόσιος εσωτερικός δημοσιονομικός έλεγχος - PIFC»)

    Το ενδιαφέρον της Επιτροπής για τον δημοσιονομικό έλεγχο και την επαλήθευση στις υποψήφιες χώρες ξεφεύγει από τον έλεγχο των προενταξιακών μέσων. Πράγματι, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισοδύναμης προστασίας των εθνικών και κοινοτικών πόρων, η Επιτροπή ενθάρρυνε ενεργά τις υποψήφιες χώρες να αναπτύξουν μια γενική ικανότητα δημοσιονομικού ελέγχου και επαλήθευσης, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση στον δημόσιο τομέα, ανεξάρτητα από το εάν διακυβεύονται κοινοτικοί ή εθνικοί πόροι.

    Το αίτημα παροχής βοήθειας στον τομέα αυτό προήλθε αρχικά από τις υποψήφιες χώρες, οι οποίες ζήτησαν συμβουλές σχετικά με την ανάπτυξη αποτελεσματικών δομών εσωτερικού ελέγχου στο πλαίσιο της μετάβασής τους προς σύγχρονες οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές.

    Δεδομένου του άμεσου ενδιαφέροντός της για την εγκαθίδρυση χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης πριν από και μετά την προσχώρηση, η Επιτροπή ανέπτυξε στο πλαίσιο αυτό μία σύγχρονη προσέγγιση εσωτερικού ελέγχου (τον δημόσιο εσωτερικό δημοσιονομικό έλεγχο - PIFC), βασισμένη στην αποκτηθείσα πείρα εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει τρεις βασικές πτυχές: τη διαχειριστική ευθύνη της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης των εθνικών πόρων του προϋπολογισμού, την ανάπτυξη των ικανοτήτων του εσωτερικού ελέγχου, και τη δημιουργία ενός κεντρικού οργάνου, υπεύθυνου για την ανάπτυξη και την εναρμόνιση της οργάνωσης και της μεθόδου λειτουργίας των συστημάτων χειρισμού και επαλήθευσης.

    Οι εν λόγω αρχές του PIFC συμπίπτουν εν πολλοίς με τις ισχύουσες αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης των κοινοτικών πόρων.

    Η Επιτροπή παρέσχε επίσης βοήθεια για τη δημιουργία των αρμόδιων υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου σε όλα τα υπουργεία και τις υπηρεσίες, ώστε να εναρμονίζεται κεντρικά ο εσωτερικός έλεγχος στο σύνολο του δημόσιου τομέα.

    Οι υποψήφιες χώρες έλαβαν παράλληλα πιο στοχοθετημένη βοήθεια από τους εθνικούς εμπειρογνώμονες, δυνάμει συμφωνιών «αδελφοποίησης», ή από εξειδικευμένες υπηρεσίες.

    Όλες αυτές οι προσπάθειες οδήγησαν στην ομοιογενοποίηση των στρατηγικών, των πολιτικών και της νομοθεσίας σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο στις υποψήφιες χώρες. Μολονότι κάθε υποψήφια χώρα έχει φθάσει σε διαφορετικά επίπεδα προόδου, οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις στο σύνολό τους υποστήριξαν έντονα το πρότυπο εσωτερικού ελέγχου που πρότεινε η Επιτροπή.

    Δεδομένου ότι η συναφής νομοθεσία έχει ήδη θεσπιστεί στην πλειονότητα των υποψήφιων χωρών, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον από την ανάλυση και την κατάρτιση της νομοθεσίας και επικεντρώνεται στην κατάρτιση και στα μέτρα εφαρμογής.

    1.1.3. Η ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΚ και η καταπολέμηση της απάτης στις υποψήφιες χώρες

    Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις, και σε άμεση διαβούλευση με την Επιτροπή, οι υποψήφιες χώρες ενέτειναν σημαντικά τις προσπάθειές τους το 2002 με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικών συντονιστικών υπηρεσιών για την καταπολέμηση της απάτης (υπηρεσία για το συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης - AFCOS), οι οποίες είναι απαραίτητες για τον συντονισμό των νομοθετικών, διοικητικών και επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που συνδέονται με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

    Στο τέλος του 2002, αυτές οι υπηρεσίες συντονισμού είχαν ήδη τεθεί σε λειτουργία σε ένδεκα υποψήφιες χώρες, ενώ η Εσθονία, η Λιθουανία, η Κύπρος και η Σλοβενία προσδιόρισαν τις εν λόγω υπηρεσίες το 2002 [13]. Στις λοιπές υποψήφιες χώρες, όπου υπήρχαν ήδη υπηρεσίες αυτού του είδους, οι δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του 2002 είχαν κυρίως ως αποτέλεσμα την πλήρη θέση σε λειτουργία των συντονιστικών υπηρεσιών για την καταπολέμηση της απάτης. Έτσι, καθορίσθηκαν επακριβώς οι διαδικασίες συνεργασίας της AFCOS και οι σχέσεις μεταξύ της AFCOS και άλλων θεσμικών οργάνων και φορέων που εμπλέκονται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, καθώς και μεταξύ της AFCOS και της OLAF. Ενισχύθηκε επίσης το επιχειρησιακό πλαίσιο της AFCOS, ξεκίνησαν τα προγράμματα κατάρτισης και προσλήφθηκε προσωπικό. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στην ενίσχυση της ικανότητας αντίδρασης της διοίκησης στις υποψήφιες χώρες σε περιπτώσεις πιθανής παρατυπίας ή απάτης. Καθιστώντας τις υπηρεσίες για την καταπολέμηση της απάτης πιο αποτελεσματικές, οι υποψήφιες χώρες απέδειξαν επίσης τη δέσμευσή τους όσον αφορά την προστασία των κοινοτικών πόρων.

    [13] Η Βουλγαρία έλαβε απόφαση σχετικά με το θέμα τον Ιανουάριο του 2003.

    Προκειμένου οι αρχές των υποψήφιων χωρών να ανταλλάξουν τις πρώτες εντυπώσεις από τη δημιουργία και τη λειτουργία των συντονιστικών υπηρεσιών για την καταπολέμηση της απάτης, διοργανώθηκαν τακτικές συναντήσεις με τη συμμετοχή εκπροσώπων των AFCOS των υποψήφιων χωρών και εκπροσώπων της OLAF. Η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 7 και 8 Οκτωβρίου 2002. Εκτός από τις υπηρεσίες πληροφόρησης και ερευνών, εκπροσωπήθηκαν επίσης οι διωκτικές υπηρεσίες των υποψήφιων χωρών. Η συνάντηση αυτή ακολουθήθηκε από δύο παράλληλες συνεδριάσεις εργασίας, στις οποίες συμμετείχαν αφενός οι εισαγγελείς των υποψήφιων χωρών και οι δικαστές της μονάδας δικαστών, παροχής συμβουλών και δικαστικής παρακολούθησης της OLAF, και αφετέρου οι εκπρόσωποι των AFCOS των υποψήφιων χωρών, οι ερευνητές της OLAF και τα μέλη των Υπηρεσιών Πληροφόρησης. Ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες συναντήσεις.

    Οι συναντήσεις αυτές αποτελούν χρήσιμο φόρουμ για την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών και για την παρακολούθηση των προσπαθειών που κατέβαλαν οι υποψήφιες χώρες για την ενίσχυση των διοικητικών δομών τους με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

    Οι δραστηριότητες αυτές καθώς και άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της OLAF και των υποψήφιων χωρών θα λάβουν στο μέλλον οικονομική βοήθεια στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος, δηλαδή του πολυμερούς προγράμματος PHARE για την καταπολέμηση της απάτης [14] που εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 2002. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει πολυετή ενίσχυση (συνολικού ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ) σε τρεις κύριους τομείς: δημιουργία δομών για την καταπολέμηση της απάτης, εγκατάσταση τηλεπικοινωνιακών δικτύων και βάσεων δεδομένων, ενίσχυση της επιχειρησιακής τεχνογνωσίας των συντονιστικών δομών για την καταπολέμηση της απάτης και συνεργασία με την αστυνομία και τις διωκτικές αρχές. Η υλοποίηση του προγράμματος ξεκίνησε το 2003 [15].

    [14] Πρόγραμμα Phare με τη συμμετοχή πολλών χωρών ειδικά για την καταπολέμηση της απάτης που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας (PH/2002/1412).

    [15] Εκτός από το πολυμερές πρόγραμμα PHARE για την καταπολέμηση της απάτης, η οικονομική βοήθεια που δόθηκε, δίνεται και θα δοθεί στο πλαίσιο του PHARE στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, των τελωνείων και των συνόρων, επηρεάζει θετικά τη συνολική αποτελεσματικότητα των μηχανισμών καταπολέμησης της απάτης.

    Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η OLAF, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, συνεργάζεται εδώ και αρκετό καιρό με τις αρχές των υποψήφιων χωρών, όπως φαίνεται στην ακόλουθη περίπτωση:

    Απάτη σε εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων - εξωτερική βοήθεια στις υποψήφιες χώρες

    Τον Ιούλιο του 2002, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1073/99, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) ξεκίνησε εξωτερική έρευνα βάσει πληροφοριών που της διαβιβάσθηκαν από την αντιπροσωπεία της Κοινότητας στη Κροατία. Οι εν λόγω πληροφορίες αφορούσαν το ενδεχόμενο διπλής τιμολόγησης από γερμανική εταιρεία, στο πλαίσιο χρηματοδοτήσεων προς εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της εναρμόνισης του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος εκτιμάται σε περίπου 110.000 ευρώ, και αφορά κυρίως χρηματοδοτήσεις των προγραμμάτων PHARE και OBNOVA. Η Υπηρεσία βρήκε αποδεικτικά στοιχεία για παρατυπίες σε σχέδια, τα οποία διαχειριζόταν η εν λόγω εταιρεία στη Σλοβακία, την Τσεχική Δημοκρατία και την Κροατία. Οι παρατυπίες περιελάμβαναν μία περίπτωση υπερτιμολόγησης και μία περίπτωση διπλής τιμολόγησης. Η Υπηρεσία ενημέρωσε τον Τσέχο εισαγγελέα, και η Τσεχική αστυνομία διενήργησε έρευνα στα γραφεία της εταιρείας, κατάσχοντας ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αρχεία και χιλιάδες έγγραφα. Οι αποδείξεις που συγκέντρωσε η Υπηρεσία υποβλήθηκαν στον Γενικό Εισαγγελέα στο Βερολίνο. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης. Οι γερμανικές αρχές προχώρησαν στη σύλληψη ενός υπόπτου, και η δίκη προγραμματίζεται για το 2003.

    Η αντιπροσωπεία της Κοινότητας τερμάτισε το πρόγραμμα στην Κροατία ελλείψει αποτελέσματος τον Αύγουστο του 2002, λίγο μετά την έναρξη της έρευνας.

    Τα σχέδια στην Τσεχική Δημοκρατία και στη Σλοβακία υλοποιήθηκαν προς ικανοποίηση των Τσεχικών και Σλοβακικών αρχών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για την αποκεντρωμένη διαχείριση των κοινοτικών πόρων.

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την αναστολή της καταβολής στις Τσεχικές αρχές ποσού ίσου προς το σύνολο των εισπρακτέων πόρων σε δύο υπό εξέλιξη σχέδια της ίδιας γερμανικής εταιρείας στην Τσεχική Δημοκρατία, με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της απόφασης του Βερολίνου.

    Προκειμένου να διευκολύνεται η επικοινωνία σχετικά με τις παρατυπίες, όπως προβλέπεται από τα προενταξιακά μέσα (PHARE, ISPA, SAPARD) και την κοινοτική νομοθεσία, η Υπηρεσία ανέλαβε να εφοδιάσει τις διοικήσεις των υποψήφιων χωρών με τερματικά του πληροφοριακού συστήματος για την καταπολέμηση της απάτης (AFIS) [16]. Δεκαπέντε τερματικά του τύπου αυτού λειτουργούν ήδη, καλύπτοντας δέκα υποψήφιες χώρες. Ταυτοχρόνως, παρασχέθηκε οικονομική βοήθεια για την κοινοποίηση των παρατυπιών που αφορούν τα προενταξιακά μέσα, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης κατανόηση των διαδικασιών που πρέπει να εφαρμοσθούν.

    [16] Σχετικά με το AFIS, βλέπε επίσης σημείο 2.1.

    1.2. Ενίσχυση των νομικών μέσων εντοπισμού, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων

    Η αποτελεσματική πολιτική προστασίας των οικονομικών συμφερόντων προϋποθέτει την κινητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων αρχών στο κοινοτικό και το εθνικό επίπεδο. Η διαχείριση των κοινοτικών πόρων είναι αποκεντρωμένη κατά 80 % . Η είσπραξη των ίδιων κοινοτικών πόρων ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών [17]. Παράλληλα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαχειρίζονται απευθείας ένα τμήμα του προϋπολογισμού εξασφαλίζοντας συγχρόνως τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του συστήματος στο σύνολό του.

    [17] Βλέπε το μέρος II της έκθεσης όπου τα κράτη μέλη παρουσιάζουν την οργάνωση των υπηρεσιών τους που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση των πόρων, τον έλεγχο της ορθής χρησιμοποίησής τους, την είσπραξη των τελών και την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των απωλειών εσόδων.

    Στη συνέχεια θα εξηγηθεί πώς το γενικό σύστημα ελέγχου, παρακολούθησης και επιβολής κυρώσεων, που λειτουργεί σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, επιδιώκει την συμπληρωματικότητα των ενεργειών των διαφόρων επιπέδων αρμοδιότητας, με σεβασμό προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδύναμης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση βασίζεται στις φετινές παρουσιάσεις των κρατών μελών, οι οποίες περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙ της έκθεσης και αφορούν την οργάνωση των ελέγχων και των ερευνών τους και τον συντονισμό των υπηρεσιών που εμπλέκονται στην προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, καθώς και σε ορισμένες αναλύσεις που περιέχονται στον τίτλο III σχετικά με την κοινοποίηση περιπτώσεων απάτης και λοιπών παρατυπιών.

    1.2.1. Εντοπισμός και έλεγχος

    Σε επίπεδο ελέγχων, όπως προκύπτει από τον τίτλο ΙΙ της έκθεσης, τα κράτη μέλη συνεισφέρουν στην προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων κατά πρώτο λόγο μέσω της ευρείας εποπτείας των δραστηριοτήτων (εμπορικές συναλλαγές, προγράμματα ή σχέδια) και της συστηματικής επαλήθευσης της κανονικότητας των διαδικασιών. Η προσέγγιση αυτή συμπληρώνεται από στρατηγικές λογιστικού ελέγχου του συστήματος και από τον έλεγχο της χρήσης των πόρων. Στο τέλος, όταν υπάρχουν υπόνοιες απάτης, οι αρμόδιες υπηρεσίες διεξάγουν έρευνες ώστε να προσδιορισθούν τα πραγματικά περιστατικά ή οι συμπεριφορές που ενδεχομένως συνεπάγονται την ευθύνη συγκεκριμένων ατόμων σε διοικητικό ή ποινικό επίπεδο. Στον τίτλο III (ιδίως στο σημείο 11.3), καθίσταται φανερό ότι, σε ορισμένους τομείς, το σύστημα γενικού ελέγχου που επιλέγει να εφαρμόσει ένα κράτος μέλος επηρεάζει την είσπραξη (όγκος πληρωμών που ανεστάλησαν πριν από τη λήξη του προγράμματος, μέρος εκ των υστέρων εισπράξεων), με βάση την κοινοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών πληροφοριών σχετικά με απάτες και άλλες παρατυπίες. Διατυπώνονται επίσης προτάσεις (ιδίως στο σημείο 11.2) για την προσαρμογή των στρατηγικών ελέγχου και έρευνας στο είδος του κινδύνου (περιπτώσεις υψηλών ποσών, τομείς ή προϊόντα όπου παρατηρούνται πολλές παρατυπίες).

    Σε κοινοτικό επίπεδο, οι έλεγχοι για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων διαρθρώνονται με παρόμοιο τρόπο. Οι έλεγχοι κανονικότητας και ορθής εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας διενεργούνται, σε συντονισμό με τα κράτη μέλη, από τις διατάκτριες γενικές διευθύνσεις, οι οποίες είναι επίσης υπεύθυνες για τους ελέγχους της χρήσης των πόρων και τους λογιστικούς ελέγχους των συστημάτων που προβλέπονται από τους διάφορους τομεακούς κανονισμούς, σε συνεργασία με τις εθνικές διοικήσεις. Συχνά η σύμπραξη αυτή είναι πολύ στενή, όπως φαίνεται από το παράδειγμα που ακολουθεί. Σε περίπτωση ελλείψεων, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

    Ανάπτυξη της συμφωνίας από κοινού λογιστικών ελέγχων στους παραδοσιακούς ίδιους πόρους

    Στο πλαίσιο της συμφωνίας από κοινού λογιστικών ελέγχων, η Επιτροπή και οι υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου ορισμένων κρατών μελών συνεργάζονται, στον τομέα των παραδοσιακών ίδιων πόρων, με σκοπό να διευκολύνουν την ανταλλαγή εμπειριών, γνώσεων και τεχνικών όσον αφορά τον εσωτερικό έλεγχο. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου του κράτους μέλους διενεργεί τον έλεγχο σύμφωνα με την κατάλληλη ενότητα [18] η οποία καλύπτει τον τελωνειακό ή λογιστικό τομέα που έχει προεπιλεγεί. Μετά το πέρας των εργασιών της, υποβάλλει την έκθεσή της στην εθνική διοίκηση και στην Επιτροπή. Η Επιτροπή εξετάζει τα αποτελέσματα των ελεγκτικών διαδικασιών και πραγματοποιεί σύντομη επίσκεψη στο κράτος μέλος ώστε να επαληθεύσει τα έγγραφα εργασίας και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε. Στη συνέχεια, η Επιτροπή εκπονεί τη δική της έκθεση. Τυχόν ανωμαλίες - είτε μεμονωμένες είτε διαρθρωτικές - αντιμετωπίζονται μέσω διακανονισμού του προϋπολογισμού υπό κανονικές συνθήκες. Στις περιπτώσεις όπου η ανάλυση των συστημάτων οδηγεί στη διαπίστωση διαρθρωτικής ανωμαλίας, η Επιτροπή θα ενημερώνεται σχετικά με τα μέτρα που προτίθεται να λάβει το κράτος μέλος προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι βαθύτερες ανωμαλίες του συστήματος. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, ιδίως η Δανία, η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες που είναι πρωτοπόροι στον τομέα αυτό, διαπίστωσαν ότι η διενέργεια των ελέγχων βάσει της προσέγγισης αυτής είναι εξαιρετικά επωφελής. Διενεργήθηκαν ήδη επτά σχετικοί έλεγχοι από αυτά τα κράτη μέλη, εκ των οποίων τρεις το 2002.

    [18] Καλύπτονται επί του παρόντος οι παρακάτω ενότητες: ελεύθερη κυκλοφορία, συμπεριλαμβανομένης της λογιστικής Α, εξωτερική διαμετακόμιση (T1 και TIR), αποθήκευση, σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων, ενεργητική τελειοποίηση, χωριστή λογιστική.

    Αποστολές ελέγχου στα διαρθρωτικά ταμεία

    Όπως προκύπτει επίσης από τα στοιχεία που υπέβαλαν τα κράτη μέλη όσον αφορά το προσωπικό στον τομέα του ελέγχου [19], τα εθνικά συστήματα εντοπισμού, ανακοίνωσης και παρακολούθησης των παρατυπιών εμφανίζουν ορισμένες αδυναμίες. Η βελτίωση στον τομέα αυτό κρίθηκε πρωταρχικής σημασίας [20], και η Επιτροπή δεσμεύθηκε, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής για το έτος 2000, να διενεργήσει ελέγχους σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 1681/94 για τα διαρθρωτικά ταμεία, και του κανονισμού 1831/94 για το Ταμείο Συνοχής. Οι έλεγχοι αφορούν ιδίως 1) τα εθνικά συστήματα κοινοποίησης παρατυπιών για τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμεία Συνοχής και, 2) την εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού 438/2001 και του άρθρου 3 του κανονισμού 448/2001, που αφορούν, αντίστοιχα, τη λογιστική καταχώρηση των ανακτήσιμων ποσών και τις διαδικασίες της δημοσιονομικής διόρθωσης.

    [19] Βλέπε τον τίτλο II της έκθεσης.

    [20] Βλέπε τη Λευκή Βίβλο για τη μεταρρύθμιση της Επιτροπής (δράση 97) και την ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Αυγούστου 2001 σχετικά με το θέμα αυτό (C(2001) 2517 σχετικά με τη βελτίωση της οικονομικής παρακολούθησης και του ελέγχου των διαρθρωτικών ταμείων). Βλέπε επίσης το σημείο 1.2.2 του προγράμματος δράσης 2001-2003.

    Τα συμπεράσματα και οι συστάσεις των ελέγχων αυτών, οι οποίοι διενεργήθηκαν από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Ιανουάριο του 2003, θα κοινοποιηθούν σε όλα τα κράτη μέλη, στο βαθμό που τα αφορούν, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη διάρκεια του 2003.

    Οι διάφοροι τύποι ελέγχου και έρευνας συμβάλλουν στην προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, και ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων αρχών είναι καθοριστικής σημασίας. Έτσι, οι ανωμαλίες που εντοπίζονται από τις υπηρεσίες που διενεργούν ελέγχους ρουτίνας ή κατά τη διάρκεια λογιστικού ελέγχου ενδέχεται να οδηγήσουν σε εμβριθέστερη έρευνα σχετικά με την ευθύνη κάθε φορέα. Αυτός ο τελευταίος τύπος επιχειρησιακής δράσης που επικεντρώνεται στην αναζήτηση των πραγματικών περιστατικών ή των συμπεριφορών που ενδέχεται να οδηγήσουν σε διοικητική ή ποινική δίωξη ανήκει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης [21]. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό της συμπληρωματικής φύσης των ελέγχων:

    [21] Βλέπε την προαναφερθείσα αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (COM(2003) 154 της 2.4.2003), και ιδίως το σημείο 1.1.2.

    Περίπτωση που αφορά την απάτη στον τομέα της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων

    Κατά τη διάρκεια του 2002, η OLAF έλαβε πληροφορίες που αφορούσαν την μη τήρηση εκ μέρους μεταποιητικής εταιρείας της υποχρέωσης καταβολής ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς ροδάκινων για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο εξωτερικής έρευνας βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής και του κανονισμού (ΕΚ) 2185/96, η Υπηρεσία πραγματοποίησε επιτόπιους ελέγχους σε ορισμένους οικονομικούς φορείς και επαλήθευσε τις πληροφορίες. Οι παρατυπίες αφορούσαν τουλάχιστον 8 συνεταιρισμούς. Τον Ιανουάριο του 2003, η έκθεση της έρευνας εκτιμούσε ότι το ανακτήσιμο ποσό ανερχόταν σε 1.472.023 ευρώ. Ειδοποιήθηκαν οι ελληνικές δικαστικές αρχές και διεξήχθη έρευνα. Όπως πράττει συνήθως, η Υπηρεσία, σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας, απέστειλε τον Φεβρουάριο 2003 τις συστάσεις της στο ελληνικό Υπουργείο Γεωργίας. Κινήθηκε διαδικασία δικαστικής και διοικητικής παρακολούθησης.

    Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των ελέγχων, οι οποίες περιγράφονται ανωτέρω, αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά, όπως προκύπτει από τον τίτλο ΙΙ της έκθεσης, το πολύ μικρό ποσοστό σε εθνικό επίπεδο (8 % κατά μέσο όρο, στο σύνολο των τομέων) του προσωπικού που ασχολείται αποκλειστικά με τους ελέγχους για την καταπολέμηση της απάτης (υπηρεσίες ερευνών των υπουργείων, όργανα της αστυνομίας και δικαστικές αρχές) αποτελεί ένδειξη της ανεπαρκούς προσοχής που δίνεται στην ποινική διάσταση των σοβαρών παρατυπιών που έχουν αρνητικές συνέπειες για τους δημόσιους κοινοτικούς πόρους Στο πλαίσιο αυτό, η OLAF επιδιώκει, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, να προσανατολίζει τις έρευνές της στους τομείς όπου η δράση των ίδιων των κρατών μελών είναι λιγότερο αποτελεσματική. Πράγματι, μολονότι οι έρευνες που αφορούν τους οικονομικούς φορείς και τις εταιρείες είναι δύσκολο να οργανωθούν επί τόπου [22], η OLAF, όντας εξουσιοδοτημένη να διεξάγει ανεξάρτητες διοικητικές έρευνες [23], έχει τη δυνατότητα να συνεργάζεται άμεσα με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.

    [22] Η ανά τομέα διαφοροποίηση των ισχυουσών νομικών βάσεων για τους επιτόπιους ελέγχους και τις επιτόπιες επαληθεύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 οδήγησε την Επιτροπή στη σκέψη να παρατείνει το πρόγραμμα δράσης 2001-2003 (Σημείο 1.2.2.) το 2003 και να προτείνει έναν κανονισμό του Συμβουλίου, ως συμπλήρωμα των ερευνών που έχει αναλάβει να διεξάγει η OLAF (βλέπε προηγούμενη υποσημείωση). Ο κανονισμός αυτός, χωρίς να επηρεάζει τις ισχύουσες διατάξεις, θα δημιουργήσει μια νέα ενιαία βάση για τις έρευνες για την καταπολέμηση της απάτης που διεξάγουν οι αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες μετά από αίτηση της Υπηρεσίας και θα διευκολύνει την αποτελεσματική και εναρμονισμένη παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των ερευνών, ιδίως από την άποψη των κανόνων εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων. Βλέπε την προαναφερθείσα έκθεση αξιολόγησης των δραστηριοτήτων της OLAF σύσταση αριθ. 3, σημείο 1.1.2.

    [23] Ειδικότερα, οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2185/96, οι κοινοτικές αποστολές για την καταπολέμηση της απάτης στις τρίτες χώρες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97. Βλέπε έκθεση αξιολόγησης, άρθρο 15, σύσταση αριθ. 3. Για την ενίσχυση των εξουσιών διεξαγωγής ερευνών της OLAF, η Επιτροπή σχεδιάζει την επέκταση του μηχανισμού αυτού στον τομέα των άμεσων δαπανών.

    1.2.2. Διασφάλιση αποτελεσματικότερης διαχείρισης της δημοσιονομικής παρακολούθησης και ενίσχυση των κυρώσεων

    Η Επιτροπή υποχρεούται να παρακολουθεί τις διαδικασίες ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων κοινοτικών πόρων στα κράτη μέλη και να γνωστοποιεί τις εξελίξεις στον ετήσιο λογαριασμό διαχείρισης [24]. στο πλαίσιο αυτό, θεσπίσθηκαν σημαντικά μέτρα για την ανάκτηση των ποσών κατά τη διάρκεια του 2002. Παράλληλα, οι σημαντικές προσπάθειες της Επιτροπής από το 2000 για την ανανέωση των κανόνων της δημοσιονομικής διαχείρισης στα θεσμικά όργανα οδήγησαν το 2002 στην έγκριση του νέου δημοσιονομικού κανονισμού [25].

    [24] Η Επιτροπή καταρτίζει, σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό, για την 1η Μαΐου του επόμενου οικονομικού έτους τον ενοποιημένο λογαριασμό διαχείρισης και τον ενοποιημένο ισολογισμό του προηγούμενου οικονομικού έτους.

    [25] Νέος δημοσιονομικός κανονισμός: κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE L 248 της 16.9.2002). νέοι κανόνες εκτέλεσης: κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 357 της 31.12.2002).

    1.2.2.1. Βελτίωση της αποτελεσματικότητας και διασάφηση των καθηκόντων στον τομέα της αποκεντρωμένης διαχείρισης των κοινοτικών πόρων

    Από δημοσιονομικής άποψης, είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών, ή των τρίτων χωρών, να προβαίνουν στην ανάκτηση των ποσών από τους τελικούς δικαιούχους και να τα επιστρέφουν στην Επιτροπή (βλέπε τον τίτλο III για τα στατιστικά στοιχεία ανά τομέα). Αυτό αφορά τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά στο πλαίσιο κοινοτικών πολιτικών που υλοποιούνται με αποκεντρωμένο τρόπο (ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεις, διαρθρωτικά ταμεία, εξωτερική βοήθεια). Βάσει της υπάρχουσας νομοθεσίας, η Επιτροπή υποχρεούται, από την πλευρά της, να παρακολουθεί τις διαδικασίες ανάκτησης που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τα κράτη μέλη στο πλαίσιο αυτό, ή, ενδεχομένως, να εφαρμόσει τις διαδικασίες εκκαθάρισης [26]. Η βραδύτητα των διαδικασιών αυτών και η συσσώρευση κοινοτικών απαιτήσεων είναι ένα θέμα που απασχολεί την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δημοσιονομική αρχή, ιδίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που κάνει συχνά αναφορές στο θέμα αυτό στα ψηφίσματά του σχετικά με την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων [27].

    [26] Στις 30 Ιουνίου 2002, για εκτέλεση προϋπολογισμού τριάντα σχεδόν ετών (1972-2000) οι καθυστερούμενες οφειλές προς την Κοινότητα, οι οποίες οφείλονταν σε διακανονισμό προκαταβολών ή σφάλματα, τυπικές ή ουσιαστικές παρατυπίες και, πιο σπάνια, απάτες, υπερέβαιναν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ εκ των οποίων: 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ για το ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεων, 387 εκατομμύρια για τα διαρθρωτικά ταμεία και 373 εκατομμύρια ευρώ για τις άμεσες δαπάνες (βλέπε COM(2002) 671, σελίδα 3).

    [27] Σημεία 6 έως 8 του ψηφίσματος σχετικά με την ετήσια έκθεση της Επιτροπής για το 2001, της 13ης Μαρτίου 2003.

    Στο πλαίσιο της υλοποίησης της Λευκής Βίβλου σχετικά με την εσωτερική διοικητική μεταρρύθμιση, η Επιτροπή δεσμεύθηκε να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της ανάκτησης πόρων διασαφηνίζοντας τις αρμοδιότητες των διαφόρων εμπλεκόμενων παραγόντων [28]. Στην ανακοίνωσή της τής 3ης Δεκεμβρίου 2002 [29], η οποία αφορά ιδίως την εκκαθάριση των καθυστερούμενων ποσών που συνδέονται με παρατυπίες, εν αναμονή της ανάκτησής τους στον τομέα του ΕΓΤΠΕ-Εγγυήσεων, η Επιτροπή ανακοίνωσε τη δημιουργία προσωρινής «ειδικής ομάδας ανάκτησης», ώστε να καταστεί δυνατή η εκκαθάριση των λογαριασμών που χρονολογούνται πριν από το 1999. Τα αποτελέσματα των εργασιών αυτής της ομάδας θα παρουσιασθούν στην έκθεση για το 2003.

    [28] Ανακοίνωση της κ. Schreyer προς την Επιτροπή σχετικά με τη δράση 96 της Λευκής Βίβλου (COM(2000) 200 τελικό/2 της 5.4.2000) : Πιο αποτελεσματική διαχείριση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών της 13ης Δεκεμβρίου 2000 - SEC(2000) 2204/3. Βλέπε επίσης το σημείο 1.2.2 του προαναφερθέντος σχεδίου δράσης 2001-2003.

    [29] COM(2002) 671 τελικό της 3.12.2002.

    1.2.2.2. Απλοποίηση της άμεσης διαχείρισης των κοινοτικών πόρων και ενίσχυση των κυρώσεων

    Όσον αφορά τις κοινοτικές απαιτήσεις που απορρέουν από την άμεση διαχείριση της Επιτροπής, με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο [30], που τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003, και την ενεργοποίηση του ρόλου της Επιτροπής υλοποιείται η αρχή του διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων (διατάκτης, εντεταλμένος διατάκτης, λογιστής, ελεγκτής, ερευνητής για την καταπολέμηση της απάτης). Επίσης, βελτιώνεται η διαπίστωση των απαιτήσεων της Κοινότητας και οι μέθοδοι ανάκτησης (συμψηφισμός, εκτέλεση προηγούμενων εγγυήσεων, αναγκαστική εκτέλεση).

    [30] Βλέπε ανωτέρω σχετικά με τον νέο δημοσιονομικό κανονισμό, τους νέους κανόνες εκτέλεσης και τις νέες εσωτερικές διαδικαστικές διατάξεις σχετικά με την είσπραξη των απαιτήσεων που απορρέουν από την άμεση διαχείριση και την είσπραξη των προστίμων, των κατ' αποκοπή ποσών και των χρηματικών ποινών βάσει των συνθηκών. Εξάλλου, προκειμένου να φέρει εις πέρας το έργο της όσον αφορά τη συνέχεια που θα δοθεί από οικονομικής άποψης στις υποθέσεις που έχουν υποβληθεί στα ποινικά δικαστήρια, η Επιτροπή ζήτησε από τις υπηρεσίες της (OLAF/ Νομική Υπηρεσία) να προετοιμάσουν ένα σχέδιο απόφασης ώστε το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για την καταπολέμηση της απάτης να δύναται να ζητεί παράσταση πολιτικής αγωγής για την Επιτροπή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών ή τρίτων κρατών στις ποινικές διαδικασίες που αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

    Σε επίπεδο κυρώσεων, ο νέος δημοσιονομικός κανονισμός [31] προβλέπει ότι οι μη αξιόπιστοι οικονομικοί φορείς που παρέχουν δόλιες ή ψευδείς πληροφορίες αποκλείονται από τη σύναψη συμβάσεων και από κάθε μελλοντική διαδικασία για ορισμένο χρονικό διάστημα [32]. Επίσης, οι υποψήφιοι και υποβάλλοντες προσφορά που βρίσκονται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων ή που έχουν κριθεί ένοχοι ψευδούς δήλωσης κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών αποκλείονται από την ανάθεση της σχετικής σύμβασης. Οι πληροφορίες που τους αφορούν θα καταχωρούνται σε κεντρική βάση δεδομένων, στην οποία θα έχουν πρόσβαση και άλλα κοινοτικά θεσμικά όργανα. Οι ίδιες διατάξεις αποκλεισμού ισχύουν και για τους δικαιούχους των συμβάσεων. Αυτό σχετίζεται με την πρόταση οδηγίας σχετικά με τις εθνικές διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η οποία εξετάζεται επί του παρόντος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [33].

    [31] Ιδίως τα άρθρα 93-95 και 113.

    [32] Σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος επαγγελματικής φύσεως, δίωξης για απάτη, συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, ή ακόμη σε περίπτωση που θεωρήθηκε ότι έχουν διαπράξει σοβαρό παράπτωμα εκτέλεσης λόγω αθέτησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων μετά τη σύναψη σύμβασης ή την παροχή επιδότησης χρηματοδοτούμενων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

    [33] Πρόταση οδηγίας COM(2000) 275 τελικό της 10.5.2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, υπηρεσιών και έργων (ΕΕ C 29 E της 30.1.2001). Ένας από τους στόχους της νέας οδηγίας είναι να υποχρεώνονται οι αρχές να αποκλείουν τους μη αξιόπιστους οικονομικούς φορείς. Το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο έκριναν ότι η εφαρμογή του άρθρου 46 της πρότασης οδηγίας δεν προϋποθέτει απαραιτήτως τη δημιουργία ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών.

    2. Συνεργασία με τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες

    Στο άρθρο 280, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη οργανώνουν, μαζί με την Επιτροπή, στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ τους [34]. Η Επιτροπή αναλαμβάνει τη σχετική υποχρέωση συνεισφέροντας στον τομέα των πληροφοριών καθώς και στον επιχειρησιακό τομέα.

    [34] Εννοείται ότι αυτή η συνεργασία αφορά στα κράτη μέλη με το σύνολο των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού καταπολέμησής που διαθέτουν. Γι' αυτό τον λόγο η Επιτροπή και ο νομοθέτης προσέδωσαν στην OLAF τα απαραίτητα μέσα ώστε να συνδιαλέγεται με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.

    Αυτό προϋποθέτει αποτελεσματική συνεργασία με τις εθνικές αρχές στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή ζητεί από τα κράτη μέλη να ξεκινήσουν μία έρευνα, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της. Σύμφωνα με την αρχή που διατυπώνεται στη σφαιρική στρατηγική προσέγγιση, υπό τον τίτλο «κοινοτική πλατφόρμα υπηρεσιών», η Επιτροπή κατέβαλλε προσπάθειες καθ' όλη τη διάρκεια του 2002 για την ενίσχυση της σύμπραξης στο πλαίσιο των εξωτερικών ερευνών [35]. Ορισμένες σημαντικές ενέργειες καθιστούν σαφέστερη την αποτελεσματικότητα της σύμπραξης αυτής.

    [35] Παρά τη συνεργασία αυτή, όπως υπενθυμίζεται και στην έκθεση «Άρθρο 15», η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης αναλαμβάνουν, σεβόμενες τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, μία ίδια ευθύνη ασκώντας τις εξουσίες που τους μεταβιβάζονται από τον Ευρωπαίο νομοθέτη στον τομέα των αυτόνομων ερευνών, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αριθ. 1073/1999. Για τις έρευνές της, η Υπηρεσία έχει την άμεση ευθύνη της δημοσιονομικής, διοικητικής και δικαστικής παρακολούθησης (βλέπε σημείο 1.2.2.2 παραπάνω).

    2.1. Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών εγκληματικότητας

    2.1.1. Άσκηση από κοινού αγωγής ενώπιον των αμερικανικών πολιτικών δικαστηρίων (απάτη στον τομέα των τσιγάρων)

    Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα έχουν κοινά συμφέροντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της απτής πραγματικότητας είναι η καταπολέμηση της λαθρεμπορίας τσιγάρων, η οποία πλήττει κυρίως τα τελωνειακά τέλη, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τα έσοδα από την επιβολή ΦΠΑ, δηλαδή τόσο τα εθνικά έσοδα όσο και τους κοινοτικούς πόρους.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την υποστήριξη δέκα κρατών μελών [36], έχει προσφύγει στα αμερικανικά δικαστήρια εναντίον παραγωγών τσιγάρων τους οποίους κατηγορεί για συμμετοχή σε κύκλωμα λαθρεμπορίας τσιγάρων στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δραστηριότητες αυτές είχαν ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, πολύ σημαντικές οικονομικές απώλειες σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια των δέκα τουλάχιστον τελευταίων ετών. Η υπόθεση αυτή είναι σημαντικών διαστάσεων και καθιστά σαφή την επιθυμία για συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, ξεφεύγοντας από τα όρια των απλών διαφορών αστικού δικαίου. Η αγωγή αφορά ένα μαζικό διεθνές κύκλωμα λαθρεμπορίου και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που διακινεί πολύ σημαντικά ποσά. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λαθρεμπορία τσιγάρων συνδέεται με άλλες πολύ σοβαρές μορφές οργανωμένης εγκληματικότητας, και ειδικότερα με το εμπόριο ναρκωτικών και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που το συνοδεύει. Τα κέρδη από το εμπόριο ναρκωτικών χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή λαθρεμπορίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλες χώρες, και τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή μεταφέρονται στη χώρα όπου εδρεύουν οι εν λόγω εταιρείες.

    [36] Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Φινλανδία.

    Οι προαναφερθείσες αγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες συμπληρώνουν τις σημαντικές προσπάθειες που καταβάλλει η Επιτροπή και όλα τα κράτη μέλη για τον αποτελεσματικό έλεγχο της λαθρεμπορίας τσιγάρων και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Συνολικά, οι προσπάθειες αυτές κατέληξαν σε ορισμένες σημαντικές επιτυχίες. Ωστόσο, η λαθρεμπορία τσιγάρων και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες παραμένουν μείζονα προβλήματα που επιβαρύνουν σημαντικά τα δημόσια οικονομικά της Κοινότητας και των κρατών μελών. Είναι προφανές και για τη μεν και για τα δε ότι το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπισθεί στη ρίζα του.

    Οι αγωγές ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ασκήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή εναγόμενοι είναι αμερικανικές εταιρίες για τις οποίες υπάρχουν υποψίες ότι διεξάγουν λαθρεμπόριο από τις ΗΠΑ κατά παράβαση της αμερικανικής νομοθεσίας. Τα αμερικανικά δικαστήρια παρέχουν τη δυνατότητα εκδίκασης τέτοιου είδους υποθέσεων δυνάμει του νόμου RICΟ (Racketeer Influenced and Corrupt Organisations Act), ο οποίος αποτελεί σημαντικό μέσο για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας. Επιπλέον, η αμερικανική δικαιοσύνη παρέχει τη δυνατότητα λήψης ποινικών μέτρων και επιβολής χρηματικών ποινών, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό για την πρόληψη αυτής της μορφής εγκληματικότητας.

    Η πρώτη αγωγή, η οποία ασκήθηκε τον Νοέμβριο του 2000 κατά των καπνοβιομηχανιών Philip Morris, R.J. Reynolds και Japan Tobacco ενώπιον του «United States District Court - Eastern District» της Νέας Υόρκης, απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Η αγωγή ασκήθηκε εκ νέου τον Αύγουστο του 2001 με τα 10 κράτη μέλη ως ενάγοντες. Στις 19 Φεβρουαρίου 2002, το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς περί λαθρεμπορίου. εναντίον της απόφασής του ασκήθηκε έφεση. Η Επιτροπή άσκησε νέα αγωγή κατά της εταιρείας RJ Reynolds, για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, βάση που έγινε δεκτή από τον αμερικανό δικαστή.

    Εξάλλου στις 15 Ιανουαρίου 2003 [37], το Πρωτοδικείο απέρριψε τις καταγγελίες των τριών καπνοβιομηχανιών Philip Morris, R.J. Reynolds και Japan Tobacco οι οποίες ζητούσαν την ακύρωση λόγω αναρμοδιότητας της αγωγής που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε αμερικανικό δικαστήριο. Οκτώ χώρες της ΕΕ υποστήριξαν την Επιτροπή στη διαδικασία αυτή, με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [38]. Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση.

    [37] Απόφαση του Πρωτοδικείου «Philip Morris, Reynolds και Japan Tobacco κατά Επιτροπής» στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-377/00, T-379/00, T-380/00, T-260/01 και T-272/01.

    [38] Η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ελλάδα και οι Κάτω Χώρες.

    Η Επιτροπή επιθυμεί να σημειώσει ότι τα πορίσματα αυτά ενισχύουν την αποφασιστικότητα της Κοινότητας να καταπολεμήσει την απάτη που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2.1.2. Η συνεργασία για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών εγκληματικότητας που θίγουν τα συμφέροντα της Κοινότητας

    Η Επιτροπή αναφέρει, μεταξύ των κυριότερων τομέων που επισημαίνονται στην σφαιρική στρατηγική προσέγγιση, την αναγκαιότητα βελτίωσης της καταπολέμησης της οργανωμένης εγκληματικότητας, ιδίως της διακρατικής οργανωμένης εγκληματικότητας, η οποία πλήττει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται με την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς. Σε ορισμένους πολύ συγκεκριμένους τομείς στους οποίους υπάρχει ήδη κοινοτική πολιτική ή ουσιαστικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά την προστασία του ευρώ ή την καταπολέμηση της πειρατείας και των απομιμήσεων [39], η αποκτηθείσα στην πράξη εμπειρία μπορεί να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση της συνεργασίας με τα κράτη μέλη και για την ενδεχόμενη τροποποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου.

    [39] Κανονισϴοί ΕΚ αριθ. 3295/94 και ΕΚ αριθ. 1367/95 (ΕΕ L 341 της 30.12.1994 και ΕΕ L 133 της 17.6.1995). Πράσινο Βιβλίο - Η καταπολέϴηση της παραποίησης/αποϴίϴησης και της πειρατείας στην εσωτερική αγορά - COM(1998) 569 τελικό.

    .

    - Καθώς το νομοθετικό πλαίσιο [40] για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη έχει ήδη θεσπισθεί, η Επιτροπή προχώρησε στην υλοποίηση διακρατικών και πολυεπιστημονικών σχεδίων για την ανταλλαγή, τη συνδρομή και την κατάρτιση [41]. Κατά τη διάρκεια του 2002, επτά σχέδια υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος Pericles, με τη συμμετοχή των εκπροσώπων της OLAF, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπόλ. Η προστασία των κερμάτων αποτελεί αντικείμενο ειδικής κοινοτικής δράσης την οποία έχει αναλάβει το Ευρωπαϊκό Τεχνικό και Επιστημονικό Κέντρο, το οποίο διοικούν δύο εκπρόσωποι της Επιτροπής (OLAF), εκ των οποίων είναι τοποθετημένος στις υπηρεσίες του Νομισματοκοπείου του Παρισιού. Το 2002, αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες για την ανάλυση των κίβδηλων κερμάτων, την πιστοποίηση της αυθεντικότητας των κερμάτων ευρώ και τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων για τα χρησιμοποιούμενα υλικά.

    [40] Κανονισϴοί αριθ. 1338/01 και 1339/01 του Συϴβουλίου και απόφαση του Συϴβουλίου που συνιστούν τη νοϴοθετική βάση του πρώτου και του τρίτου πυλώνα επιτρέποντας τη συνεργασία ϴεταξύ όλων των εϴπλεκόϴενων θεσϴικών φορέων (ΕΚΤ, Ευρωπόλ, Επιτροπή/OLAF), των κεντρικών φορέων και των αρϴόδιων αρχών των κρατών ϴελών καθώς και των τρίτων χωρών. O κατάλογος των αρϴόδιων αρχών δηϴοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2002 (EE C 173 της 19.7.2002, 2002 C 178/06).

    [41] Απόφαση του Συϴβουλίου της 17/12/2001 για τη θέσπιση προγράϴϴατος δράσης στον τοϴέα των ανταλλαγών, της συνδροϴής και της κατάρτισης για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (πρόγραϴϴα «Pericles») (απόφαση 2001/923/ΕΚ, ΕΕ L 339 της 21.12.2001).

    - Η βιομηχανική και εμπορική απομίμηση και γενικότερα η οικονομική εγκληματικότητα κατά της πνευματικής ιδιοκτησίας τροφοδοτούν την παραοικονομία, συχνά μέσω κυκλωμάτων λαθρεμπορίας που οδηγούν στην απώλεια κοινοτικών ιδίων πόρων. Η εξέλιξη αυτή καθιστά αναγκαία τη βελτίωση και την ενίσχυση του υπάρχοντος μηχανισμού, ώστε να διασφαλίζονται η ασφάλεια και η προστασία των καταναλωτών, ο σεβασμός των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

    Το 2002, η Επιτροπή επεξεργάστηκε δύο νέα νομοθετικά κείμενα τα οποία υπέβαλε προς ψήφιση τον Ιανουάριο του 2003: μία πρόταση κανονισμού [42], η οποία αποσκοπεί στην επέκταση της έννοιας της πνευματικής ιδιοκτησίας σε νέα προϊόντα, στη διευκόλυνση των διαβημάτων των δικαιούχων προς τις τελωνειακές αρχές και στην απλούστευση της δράσης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σε περίπτωση που υπάρχουν υποψίες κυκλοφορίας απομιμήσεων που σχετίζονται με προϊόν προερχόμενο από τρίτη χώρα. μία πρόταση οδηγίας [43], με στόχο την εναρμόνιση, στις εθνικές νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των νομοθετικών πράξεων που αποσκοπούν στο σεβασμό των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και στον προσδιορισμό ενός πλαισίου για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών. Η εν λόγω πρόταση θα διασφαλίσει ταυτόσημες συνθήκες στους δικαιούχους των δικαιωμάτων στην ΕΕ, θα ενισχύσει τα μέτρα κατά των λαθρεμπόρων και θα δράσει έτσι αποτρεπτικά έναντι των υπευθύνων της απομίμησης/παραποίησης και της πειρατείας.

    [42] Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την παρέμβαση των τελωνειακών αρχών όσον αφορά εμπορεύματα τα οποία θεωρούνται ύποπτα ότι παραβιάζουν ορισμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έναντι των εμπορευμάτων που παραβιάζουν ορισμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (έγγρ. COM(2003) 20 τελικό της 20.1.2003).

    [43] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (έγγρ. COM(2003) 46(01) της 30ής Ιανουαρίου 2003).

    2.2. Συνεργασία με τρίτες χώρες

    Από το 1998, η Επιτροπή προσπαθεί, σε συνεργασία με τα αρμόδια όργανα του Συμβουλίου, να άρει τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η καταπολέμηση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής εγκληματικότητας διεθνώς και, ιδίως, σε συνεργασία με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Αναγνώρισε ιδίως τα πλεονεκτήματα της επέκτασης σε άλλους τομείς, όπως ο φορολογικός τομέας [44] και οι κοινοτικές δαπάνες, των μηχανισμών διοικητικής συνεργασίας που θεσπίσθηκαν με το πρωτόκολλο του 1997 όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή σε τελωνειακά ζητήματα [45]. Εξάλλου, η δικαστική συνεργασία, ιδίως στους τομείς της φορολογικής και τελωνειακής απάτης και της νομιμοποίησης των εσόδων των δραστηριοτήτων αυτών, χαρακτηρίζεται δυστυχώς από κενά. Παραμένουν τα εμπόδια όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα, για την οποία απαιτείται άδεια των οικονομικών φορέων και των Ελβετών δικαιούχων κοινοτικών κονδυλίων.

    [44] Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο σχετικά με την έκθεση για την πορεία των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη φορολόγηση των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (SEC(2002) 1287 τελικό της 27.11.2002.

    [45] Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας με την οποία προστίθεται στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ένα πρόσθετο πρωτόκολλο για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ διοικητικών αρχών σε τελωνειακά ζητήματα - Κοινή Δήλωση (EE αριθ. L 169 της 27.6.1997 σ. 0077 - 0084).

    Στο ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2003 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει την ανησυχία του για την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις με την Ελβετία όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης το 2002. Πράγματι, δεν αρκετά καίρια ζητήματα δεν έχει επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος. Η μελλοντική συμφωνία θα οδηγήσει σε ποιοτική βελτίωση της συνεργασίας βάσει των προτύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της διοικητικής συνδρομής, της δικαστικής αλληλοβοήθειας και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Επιτροπή παραμένει προσηλωμένη στον στόχο που έθεσε το Συμβούλιο στην εντολή της 14ης Δεκεμβρίου 2000 και σκοπεύει να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις με την Ελβετία το 2003.

    Η συνεργασία με τις τρίτες χώρες αναπτύσσεται επίσης μέσω της επιχειρησιακής συνεργασίας, και ιδίως μέσω κοινοτικών αποστολών έρευνας που πραγματοποιούνται βάσει των άρθρων 19 και 20 του κανονισμού αριθ. 515/97. Ακολουθεί ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτού του είδους επιχειρησιακής συνεργασίας:

    Έρευνα - Εταιρεία Ηλεκτρισμού του Κοσσυφοπεδίου (ΚΕΚ)

    Στο τέλος Απριλίου του 2002, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, έχοντας ενημερωθεί από την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK). σχετικά με μια υπόνοια απάτης, αποφάσισε να κινήσει διαδικασία εξωτερικής έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

    Βάσει πληροφοριών που συλλέχθηκαν στο Κοσσυφοπέδιο, αποδείχθηκε ότι τα υπό εξέταση ποσά (περίπου 4,2 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, περίπου 4 εκατομμύρια ευρώ) είχαν μεταφερθεί σε τράπεζα στο Γιβραλτάρ. Μία άλλη απόπειρα του κύριου υπόπτου να μεταφέρει τα ποσά από το Γιβραλτάρ στο Μπελίζε αποτράπηκε εγκαίρως από την τράπεζα.

    Ο γενικός εισαγγελέας του Γιβραλτάρ, κατόπιν αίτησης της OLAF, εξασφάλισε τη δέσμευση των εν λόγω λογαριασμών από το Ανώτατο Δικαστήριο. Τον Αύγουστο του 2002, η OLAF πέτυχε την επιστροφή στον προϋπολογισμό του Κοσσυφοπεδίου του συνολικού καταχρασθέντος ποσού και στη συνέχεια κίνησε τη διαδικασία για την επιστροφή του υπολοίπου και για την πρόσβαση στις καταστάσεις των τραπεζικών λογαριασμών. Τον Ιούλιο του 2002, η Υπηρεσία διαβίβασε στις γερμανικές δικαστικές αρχές όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που εξασφάλισε σχετικά με την προαναφερθείσα υποψία απάτης κατά τη διάρκεια της έρευνάς της. Τον Δεκέμβριο του 2002, ο κύριος ύποπτος, πρώην υπάλληλος των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο, προσήχθη στο γραφείο του γερμανού εισαγγελέα στο Bochum και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση. Η γερμανική δικαιοσύνη (rationae personae) τον καταδίκασε τον Ιούνιο του 2003 σε τρία χρόνια και έξι μήνες φυλάκιση για την κατάχρηση κονδυλίων που προορίζονταν για την Εταιρεία Ηλεκτρισμού του Κοσσυφοπεδίου (ΚΕΚ).

    Παρά την πολυπλοκότητα της διεθνούς συνεργασίας που απαιτήθηκε, η έρευνα αυτή διεξήχθη εντός των πολύ σύντομων προθεσμιών χάρη στη συνεργασία των γερμανικών αρχών με τις αρχές του Γιβραλτάρ, του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας. Η συμμετοχή των δικαστικών αρχών στη Γερμανία και στο Γιβραλτάρ ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εξεύρεση των αποδείξεων της παράβασης, το ίδιο και οι επαφές με τα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη.

    3. Διοργανικό διάβημα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης

    3.1. Το διοργανικό πλαίσιο

    Από τον Μάιο του 1999, η Κοινότητα διαθέτει ένα νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και για την προστασία των κοινοτικών συμφερόντων από τις παρατυπίες εντός των κύριων και επικουρικών οργάνων και των οργανισμών [46]. Κατά τη διάρκεια του 2002, το νομικό αυτό πλαίσιο προκάλεσε αρκετές διαφωνίες [47], οι οποίες παρέσχον χρήσιμες ενδείξεις σχετικά με τη συνοχή του διοργανικού πλαισίου των εσωτερικών ερευνών [48]: αυτό εφαρμόζεται χωρίς εξαίρεση σε όλα τα κύρια και επικουρικά όργανα και τους οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ΕΚ και Ευρατόμ, όποια και αν είναι τα προνόμιά τους, στα μέλη των κύριων οργάνων είτε καλύπτονται είτε όχι από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και ανεξάρτητα από το κατά πόσο υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο. Ειδικότερα, από την πρόσφατη νομολογία προκύπτει ότι τα «οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας» που αναφέρονται στο άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ περιλαμβάνουν όχι μόνο τα έσοδα και τις δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού αλλά και τα έσοδα και τις δαπάνες των προϋπολογισμών άλλων οργάνων που ιδρύθηκαν από τη Συνθήκη ΕΚ, όπως η ΕΚΤ και η ΕΤΕ [49] καθώς και όλα τα κονδύλια και τους πόρους που τελούν υπό τη διαχείριση των κύριων και επικουρικών οργάνων και των οργανισμών της Κοινότητας, ανεξαρτήτως προέλευσης.

    [46] Έγκριση στις 25 Μαΐου 1999 των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), με τους οποίους ανατίθεται στην εν λόγω υπηρεσία η διερεύνηση σοβαρών περιστατικών που σχετίζονται με την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, για τα οποία υπάρχει υποψία ότι συνιστούν πλημμελή τήρηση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και των λοιπών μελών του προσωπικού των Κοινοτήτων, που επισύρει πειθαρχικές και, ενδεχομένως, ποινικές κυρώσεις, καθώς και η διερεύνηση κάθε ενδεχόμενης πλημμελούς τήρησης ανάλογων υποχρεώσεων εκ μέρους κύριων και επικουρικών οργάνων, διευθυντών οργανισμών ή μελών του προσωπικού των κύριων και επικουρικών οργάνων και των οργανισμών που δεν υπόκεινται στον κανονισμό. Διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (EE L 136, 31.5.1999). Απόφαση της Επιτροπής αριθ. 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της 28ης Απριλίου 1999.

    [47] Σε συνέχεια της αίτησης ακυρώσεως που υπέβαλαν 71 βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση του οργάνου αυτού συνιστά μέτρο ευρείας εφαρμογής που εφαρμόζεται σε όλα τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως των υπηρεσιακών τους προνομίων (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002 του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-17/00 (Rothley και 70 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).

    [48] Βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου καθώς και τα πορίσματα του Γενικού Εισαγγελέα στις 3 Οκτωβρίου 2002 στις υποθέσεις C11-00 Επιτροπή/ΕΚΤ και C15-00 Επιτροπή/ ΕΤΕ.

    [49] Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003 στις υποθέσεις C-11/00, Επιτροπή κατά ΕΚΤ, και C-15/00, Επιτροπή κατά ΕΤΕ, με την οποία ακυρώνεται η απόφαση που έλαβε η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα στις 7.10.1999 και η απόφαση που έλαβε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στις 10.11.1999.

    Εξάλλου, από τη σταδιακή εφαρμογή του πλαισίου, προκύπτει ότι η λειτουργία της εσωτερικής έρευνας με σκοπό την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων δεν είναι δυνατό να εκληφθεί ως προσβολή της ανεξαρτησίας και της διαχειριστικής αυτονομίας διαφόρων οργανισμών, καθώς αυτοί είναι που αποφασίζουν σχετικά με την κατάλληλη συνέχεια που πρέπει να δοθεί, με εξαίρεση σε ποινικό επίπεδο. Στην απόφασή του της 10ης Ιουλίου 2003, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τις εγγυήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αυστηρής ανεξαρτησίας της OLAF, την πλήρη υπαγωγή της εν λόγω υπηρεσίας στο κοινοτικό δίκαιο, τον σαφή προσδιορισμό του αντικειμένου των εξουσιών της και των μέσων δράσης που διαθέτει καθώς και των διαφόρων εξειδικευμένων κανόνων που διέπουν την άσκησή τους.

    Το ερώτημα τέθηκε επίσης όσον αφορά τα όργανα που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα: η Ευρωπόλ, η οποία χρηματοδοτείται κατ' αρχήν αποκλειστικά από τα κράτη μέλη, και το προσωπικό της οποίας έχει το δικό του κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αντιθέτως η μονάδα δικαστικής συνεργασίας (Eurojust) θα χρηματοδοτείται κατά μεγάλο μέρος από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και θα διαθέτει γραμματεία, απαρτιζόμενη από υπαλλήλους που θα υπόκεινται στον κοινοτικό κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 38, παράγραφος 4, της απόφασης του Συμβουλίου [50] επιτρέπει στην Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης να πραγματοποιεί εσωτερικές έρευνες στους κόλπους της [51].

    [50] Απόφαση του Συμβουλίου αριθ. 2002/187/ΔΕΥ της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (EE L 63 της 6.3.2002).

    [51] Για την προστασία των ευαίσθητων δραστηριοτήτων της Eurojust όσον αφορά τις έρευνες και τις διώξεις, η απόφαση του Συμβουλίου δεν παρέχει στην OLAF πρόσβαση στις πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί ή εξαχθεί στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της.

    3.2. Πειθαρχικές και εξειδικευμένες αρχές

    Κάθε κύριο ή επικουρικό όργανο ή οργανισμός, διαθέτει τις δικές του πειθαρχικές αρχές, οι οποίες ενίοτε είναι εξουσιοδοτημένες να διεξάγουν εσωτερικές έρευνες. Τον Φεβρουάριο 2002, η Επιτροπή δημιούργησε την «Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων» (IDOC) η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών [52] και την προετοιμασία των πειθαρχικών διαδικασιών. Αντιθέτως, λόγω της εμπειρίας της στα ποινικά ζητήματα και στον τομέα της οικονομικής και της χρηματοοικονομικής εγκληματικότητας, η OLAF επιλαμβάνεται κατά προτεραιότητα κάθε περίπτωσης που αφορά σοβαρά περιστατικά ή περιστατικά που αφορούν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα.

    [52] Βλέπε άρθρο 2 της απόφασης της Επιτροπής της 19ης Φεβρουαρίου 2002 (C(2002) 540). Το άρθρο 5, παράγραφος 2 αυτής της απόφασης διασαφηνίζει τον διαχωρισμό αρμοδιοτήτων στον τομέα των εσωτερικών διοικητικών ερευνών.

    Εξάλλου, ο νέος δημοσιονομικός κανονισμός [53] της 25ης Ιουνίου 2002 προβλέπει τη δημιουργία από κάθε θεσμικό όργανο μιας εξειδικευμένης αρχής, λειτουργικά ανεξάρτητης, η οποία θα αποφαίνεται σχετικά με τις τυχόν χρηματοοικονομικές παρατυπίες και τις συνέπειές τους. Η γνωμοδότηση των αρχών αυτών δεν θίγει την εξουσία των αρμόδιων οργάνων στον τομέα της απάτης και της διαφθοράς. Η σφαιρική εφαρμογή του μηχανισμού εσωτερικών ελέγχων θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο πρωτοκόλλων συμφωνίας, προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων.

    [53] Άρθρο 66, παράγραφος 4, του Κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248 της 16.9.2002).

    Εσωτερική έρευνα σχετικά με αντιπροσωπεία της Επιτροπής

    Οι περιπτώσεις εσωτερικής διαφθοράς αφορούν συχνά παραβιάσει των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων.

    Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης ξεκίνησε έρευνα κατά ενός υπαλλήλου της Επιτροπής, ο οποίος εργαζόταν στην αντιπροσωπεία της στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας και θεωρήθηκε ύποπτος διαφθοράς. Η κατηγορία που διατυπώθηκε ήταν ότι οι προσφορές για την αγορά εξοπλισμού και υπηρεσιών πληροφορικής παραποιούνταν συστηματικά. Με τον τρόπο αυτό συνάφθηκαν συμβάσεις με εταιρείες που είχαν σχέση με δύο υπαλλήλους της Επιτροπής. Σε συνέχεια των συστάσεων που διατύπωσε η OLAF στην έκθεση που υπέβαλε στις υπηρεσίες το Σεπτέμβριο του 2002 σχετικά με την έρευνα που διεξήγαγε, η Επιτροπή ετοιμάζει εντολή ανάκτησης για τη διπλή τιμολόγηση και πρόκειται να λάβει πειθαρχικά μέτρα εναντίον ενός εκ των δύο υπαλλήλων της.

    Οι εσωτερικές έρευνες ξεκινούν συνήθως βάσει αποκαλύψεων από τα μέλη του προσωπικού των θεσμικών οργάνων [54] ή ακόμη βάσει πληροφοριών που αποκτώνται κατά τη διεξαγωγή εξωτερικής έρευνας. Όλες οι πληροφορίες που αφορούν υπαλλήλους, μέλη του προσωπικού, διευθυντές ή μέλη των κύριων ή επικουρικών οργάνων και των οργανισμών αξιολογούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης. Βάσει της απόφασης της Επιτροπής του Απριλίου του 2002 [55], το μέλος του προσωπικού ή ο υπάλληλος που παρέχει καλή τη πίστει πληροφορίες στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης μπορεί να ζητήσει προστασία από κάθε είδους άνιση ή διακριτική μεταχείριση.

    [54] Σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης, υπόδειγμα προσαρτημένο στο παράρτημα της διοργανικής συμφωνίας της 25ης Μαΐου 1999.

    [55] Απόφαση της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2002 σχετικά με την καταγγελία σοβαρών ατασθαλιών (έγγρ. C(2002) 845).

    4. Η ενίσχυση της ποινικής διαστασης

    Η ενίσχυση της ποινικής διάστασης στον τομέα των παράνομων δραστηριοτήτων που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων απαιτεί πρωτοβουλίες εκ μέρους της Επιτροπής, οι οποίες να επικεντρώνονται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τις ανάγκες καταπολέμησης αυτών των μορφών εγκληματικότητας στην Ευρώπη. Εξάλλου, η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Συμβουλίου του Τάμπερε τον Οκτώβριο του 1999, προϋποθέτει την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων οργάνων στον τομέα της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας.

    Κατά τη διάρκεια του 2002, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος, ιδίως στον τομέα της κύρωσης των συμβάσεων, στη συζήτηση σχετικά με το σχέδιο δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής και στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

    4.1. Η ποινική διάσταση στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων

    4.1.1. Η κύρωση της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένων πρωτοκόλλων της

    Γενικά στο θέμα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων έγινε ένα σημαντικό βήμα με τη θέση σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 2002, μετά την κύρωσή τους από όλα τα κράτη μέλη, της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [56], του πρώτου της πρωτοκόλλου [57], καθώς και του πρωτοκόλλου της 29ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Οι κυρώσεις αυτές αναφέρονται αναλυτικά στον τίτλο ΙΙ της έκθεσης. Δυνάμει της εν λόγω σύμβασης και του πρώτου πρωτοκόλλου της, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά πρώτο λόγο να εντάξουν στο εθνικό τους δίκαιο τον ποινικό ορισμό της απάτης και της δωροδοκίας (ενεργούς και παθητικής) που πλήττουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα και να προβλέψουν την ποινική ευθύνη των στελεχών επιχειρήσεων που εμπλέκονται στις εν λόγω παραβάσεις. Αυτό δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα της Επιτροπής, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 280 της συνθήκης ΕΚ, ούτε την ικανότητά της να υποβάλλει προτάσεις για την ενίσχυση της ποινικής διάστασης. Η Επιτροπή πρέπει πλέον να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους όσον αφορά την ποινικοποίηση της απάτης και της δωροδοκίας (καθώς και της νομιμοποίησης κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες μετά την κύρωση του δεύτερου πρωτοκόλλου), και να παρουσιάσει το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής.

    [56] Σύμβαση που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου K3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - ΕΕ C 316 της 27.11.1995.

    [57] Πρωτόκολλο της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - ΕΕ C 313 της 23.10.1996.

    Αντιθέτως, το δεύτερο πρωτόκολλο του 1997 [58] δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ, καθώς δεν έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, παρά την έκκληση που απεύθυνε το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του στις 8 Νοεμβρίου 2002 [59]. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα νέα καθυστέρηση που επιδρά αρνητικά στην αποτελεσματικότητα της κοινοτικής δράσης στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες και της τεχνικής και λειτουργικής συνεργασίας μεταξύ των διωκτικών αρχών και της Επιτροπής (OLAF). Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας αυτής της στενής και τακτικής συνεργασίας δεν επηρεάζει την απαραίτητη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής (OLAF) και των ευρωπαϊκών οργάνων που είναι αρμόδια για θέματα καταπολέμησης της εγκληματικότητας.

    [58] Δεύτερο Πρωτόκολλο της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αφορά την νομιμοποίηση κεφαλαίων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες οι οποίες πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, την ευθύνη των νομικών προσώπων, την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και τη συνεργασία με την Επιτροπή - ΕΕ C 221 της 19.7.1997.

    [59] Σημείο 10 των πορισμάτων του ECOFIN με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης (έγγραφο 13244 FIN 409).

    Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της δρομολόγησης της ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 280, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ [60] και από το παράγωγο δίκαιο, η Επιτροπή διατηρεί σε κάθε περίπτωση την πρόταση οδηγίας που υπέβαλε σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [61], την οποία θεωρεί ως το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και αναλογικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Εξάλλου, μετά την ψήφισή της, η εν λόγω πρόταση οδηγίας, που υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, θα επέτρεπε στην Κοινότητα να ασκήσει τις αρμοδιότητες της σε θέματα ελέγχου [62].

    [60] Όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του 1073/99, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της απόφασης της Επιτροπής αριθ. 1999/352/ΕΚ, Ευρατόμ καθώς και από τον κανονισμό 2185/96 του Συμβουλίου (άρθρο 4).

    [61] ΕΕ C 240E της 28.8.2001.

    [62] Στο ίδιο σκεπτικό ερείδεται επίσης μία πρότασης οδηγίας για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος βασισμένη στο άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με την οποία το Δικαστήριο αναμένεται να αποφανθεί σύντομα και να αποσαφηνίσει έτσι το ζήτημα των αρμοδιοτήτων σε ποινικά θέματα στις συνθήκες.

    4.1.2. Πράσινη Βίβλος σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

    Η απαίτηση αποτελεσματικότερης δίωξης των εκ προθέσεως εγκληματικών πράξεων που πλήττουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, η οποία είναι ακόμη πιο επιτακτική στο πλαίσιο της διευρυμένης Ευρώπης, ώθησε την Επιτροπή να προτείνει τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα του κατακερματισμού του ποινικού χώρου στον τομέα αυτό [63]. Η Επιτροπή εξέδωσε Πράσινη Βίβλο για τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στις 12 Δεκεμβρίου 2001 [64], και διεξήγαγε ευρύ διάλογο καθ' όλη τη διάρκεια του 2002 με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς: εθνικά κοινοβούλια και κυβερνήσεις, κύρια και επικουρικά κοινοτικά όργανα, επαγγελματικούς κλάδους που εμπλέκονται στην ποινική διαδικασία, επαγγελματίες και ακαδημαϊκούς, ενδιαφερόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η Επιτροπή πραγματοποίησε, στις 16 και 17 Σεπτεμβρίου 2002, δημόσια ακρόαση με τους εκπροσώπους των εμπλεκόμενων παραγόντων.

    [63] COM(2000) 34. Συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις - Η ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων: Ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, 29.9.2000, COM(2000) 608. Πρόταση εισαγωγής ενός νέου άρθρου 280β της Συνθήκης ΕΚ, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας.

    [64] COM(2001) 715. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2001, στα συμπεράσματά του, κάλεσε το Συμβούλιο να εξετάσει άμεσα την εν λόγω πράσινη βίβλο, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των νομικών συστημάτων και παραδόσεων.

    Επί της ουσίας, οι αντιδράσεις ως προς τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής είναι κατά κύριο λόγο θετικές, ωστόσο, οι κυβερνητικές αρχές υστερούν σε αυτό το θέμα σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβουλίου [65], την Επιτροπή Εποπτείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο και σε σχέση με τους επαγγελματίες και τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η πρόταση της Επιτροπής πρέπει να τελειοποιηθεί ώστε να πληροί τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας και του πλήρους σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μία μερίδα θετικά προσκείμενη στην ιδέα της δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής υποστηρίζει μάλιστα ότι ο έλεγχος των ενεργειών του εν λόγω εισαγγελέα πρέπει να είναι κοινοτική αρμοδιότητα.

    [65] Βλέπε ειδικότερα τα σημεία 59 έως 62 του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13.3.2003 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων - Ετήσια έκθεση 2001.

    Η Πράσινη Βίβλος επιτέλεσε συνεπώς το έργο της και, στο πνεύμα της πρότασής της προς τη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2000, η Επιτροπή συνεισέφερε σημαντικά στη Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης και συμμετείχε ενεργά στις εργασίες της. Στο πλαίσιο της Συνέλευσης, ορισμένες κυβερνήσεις θεώρησαν ότι οι αρμοδιότητες της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα έπρεπε να είναι πιο διευρυμένες σε σχέση με τα όσα προέβλεπε η πρόταση της Επιτροπής. Άλλες εξέφρασαν εκ νέου την αντίθεσή τους στη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. To Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος περιλαμβάνει μία διάταξη η οποία επιτρέπει στο Συμβούλιο να θεσπίσει, με ομόφωνη απόφαση, μία ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, αρμόδια όχι μόνο για την καταπολέμηση των παραβάσεων που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας αλλά και για την καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκληματικότητας διασυνοριακής διάστασης. Η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για αυτή τη δυνατότητα, αν και θεωρεί ανεπαρκή τη διατύπωση, ιδίως όσον αφορά την απαίτηση ομοφωνίας.

    4.2. Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

    Σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου του Τάμπερε του Οκτωβρίου του 1999, η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης προϋποθέτει την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως μέσω της προσέγγισης του ποινικού δικαίου [66] και της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Η πρόοδος που σημειώθηκε το 2002 στον τομέα αυτό, ιδίως η απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [67], η οποία θα αντικαταστήσει τις διαδικασίες έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών, θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων.

    [66] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Εξαμηνιαία ενημέρωση του πίνακα αποτελεσμάτων για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά τη δημιουργία χώρου «ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» στην Ευρωπαϊκή Ένωση - COM(2001) 628 τελικό.

    [67] Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών - 2002/584/ΔΕΥ - ΕΕ L 190 της 18.7.2002, εφαρμοστέα από την 1η Ιανουαρίου 2004.

    Εξάλλου, η σταδιακή εγκαθίδρυση του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη σύμπραξης μεταξύ των οργάνων του τρίτου πυλώνα (τίτλος VI της ΣΕΕ) και των κοινοτικών οργάνων που ασχολούνται με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων. Ειδικότερα, η σύμπραξη μεταξύ των οργανισμών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας (αρμόδιων για θέματα διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας) πέρασε σε νέα φάση το 2002, μετά τη διεύρυνση της εντολής της Ευρωπόλ και τη δημιουργία της Eurojust με αποφάσεις του Συμβουλίου.

    Στο παράρτημα της απόφασης του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001 για την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ και στις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας του παραρτήματος της σύμβασης Ευρωπόλ [68], το Συμβούλιο προτείνει τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπόλ και της Επιτροπής, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι αρμοδιότητες της OLAF και της Επιτροπής. Οι διαπραγματεύσεις [69] κατά τη διάρκεια του 2002, κατέληξαν στις 18 Φεβρουαρίου του 2003 στην υπογραφή μιας διοικητικής συμφωνίας συνεργασίας. Η συμφωνία αυτή θέτει το γενικό πλαίσιο της συνεργασίας στους τομείς των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων, ιδίως όσον αφορά τη διαβούλευση, την αμοιβαία συνδρομή και την ανταλλαγή πληροφοριών σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, με εξαίρεση την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων. Επίσης, η διοικητική συμφωνία προβλέπει ότι η OLAF, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που ασκεί ανεξάρτητα, μπορεί να συνάπτει απευθείας συμφωνίες με την Ευρωπόλ ώστε να προσδιορίζονται οι πρακτικές λεπτομέρειες της συνεργασίας.

    [68] EE C362 της 18.12.2001.

    [69] Διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στις αρχές του 2001 σε συνδυασμό με την ψήφιση του κανονισμού (ΕΚ) 1338/2001 του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία. Στον τομέα αυτό, η έκθεση της Επιτροπής (COM(2001) 771 τελικό της 13.12.2001) αναφέρει ότι δεν κατάφεραν όλα τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν ιδίως με το άρθρο 6 της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου της 29.5.2000 (2000/383/ΔΕΥ - ΕΕ L 140 της 14.6.2000). Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι πράξεις παραχάραξης τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

    Εξάλλου, μετά τη δημιουργία της Eurojust με απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, συνεχίστηκαν οι εργασίες για τη διασφάλιση συνέργιας μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Eurojust και της OLAF και τη διευκόλυνση της ανταλλαγής επιχειρησιακών πληροφοριών μεταξύ των δύο αυτών οργάνων. Ειδικότερα, πρέπει να προσδιορισθεί η σχέση μεταξύ της «στενής και τακτικής συνεργασίας», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 280-3 της Συνθήκης ΕΚ (μεταξύ των αρμόδιων αρχών και με την Επιτροπή), και της συνεργασίας με τις εθνικές αρχές μέσω των μελών της Eurojust, στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα [70]. Το μνημόνιο συνεννόησης στο οποίο κατέληξαν οι διαπραγματεύσεις το 2002 και το οποίο υπογράφηκε από την Υπηρεσία και την Eurojust στις 14 Απριλίου 2003 προβλέπει το στενό συντονισμό μεταξύ της ομάδας δικαστών της OLAF και των μελών της Eurojust.

    [70] Η απόφαση του Συμβουλίου ορίζει στην αιτιολογική σκέψη 8 ότι «οι αρμοδιότητες της Eurojust δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων αυτής». Η Επιτροπή προέβη σε δήλωση, η οποία προσαρτάται ως παράρτημα στην απόφαση του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων είναι επιμερισμένη μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, και αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι στο επίπεδο των συνθηκών, το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ αποτελεί τη σαφή νομική βάση για τις δράσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες εθνικές αρχές (άρθρο 280, παράγραφος 3, ΕΚ) ή για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας η οποία πλήττει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα (άρθρο 280, παράγραφος 4, ΕΚ). Σε αυτό κυρίως το πλαίσιο πρέπει να διασφαλιστεί η άμεση και τακτική συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Eurojust.

    Σύμφωνα με το πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση της απάτης που κατάρτισε η Επιτροπή για την περίοδο 2001-2003 [71], το 2002 χαρακτηρίσθηκε από σημαντική πρόοδο όσον αφορά τον προσδιορισμό των πρακτικών τρόπων συνεργασίας μεταξύ των οργάνων που πρόκειται να αναλάβουν τον ρόλο του προνομιούχου συνομιλητή, στο πλαίσιο του σεβασμού των αρχών που ορίζονται στο άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ. Πρόκειται βέβαια ακόμη για την πρώιμη φάση της πορείας προς ένα συνεκτικό, διαφανές και εύχρηστο σύστημα στο επίπεδο όλων των ευρωπαϊκών οργάνων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της καταπολέμησης της διακρατικής εγκληματικότητας και, ιδίως, της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, με απώτερο στόχο τη θέσπιση στη συνθήκη μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

    [71] Ανακοίνωση της Επιτροπής της 15ης Μαΐου 2001, Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Καταπολέμηση της απάτης. Πρόγραμμα δράσης για την περίοδο 2001-2003 (COM(2001) 254 τελικό), παράγραφος 2.1.2.

    5. Ενέργειες παρακολούθησης του προγράμματος δράσης 2001-2003

    Η Επιτροπή παρουσιάζει εδώ μία ενδιάμεση έκθεση σχετικά με την υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης 2001 - 2003 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [72]. Στόχος είναι η περιγραφή των ενεργειών που υλοποιήθηκαν και είχαν προγραμματισθεί για το 2002, στο πλαίσιο της επίτευξης των μεγάλων στόχων που τέθηκαν στη στρατηγική προσέγγιση του Ιουνίου του 2000 και λαμβάνοντας υπόψη τις απαραίτητες προσαρμογές του χρονοδιαγράμματος και του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής.

    [72] COM (2001) 254 τελικό της 15.5.2001.

    Στον πίνακα που προσαρτάται ως παράρτημα [73] παρατίθενται τα σχετικά στοιχεία που αφορούν την τήρηση του καθορισμένου χρονοδιαγράμματος, τις αρμόδιες υπηρεσίες καθώς και τις νομικές ή διοικητικές πράξεις. Κάθε φορά γίνεται σύνδεση με τις πρωτοβουλίες του Προγράμματος Δράσης και, όταν συντρέχει λόγος, παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες παρακολούθησης μετά το πέρας του 2002.

    [73] Στον πίνακα δεν αναφέρονται οι δράσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται καμία πρωτοβουλία ή ενέργεια παρακολούθησης για το έτος 2002.

    Τίτλος II - Εφαρμογή του άρθρου 280 από τα κράτη μέλη το 2002 - Μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας

    Σύμφωνα με το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ, η ετήσια έκθεση της Επιτροπής παρουσιάζει επίσης τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους για την καταπολέμηση της απάτης και των άλλων παράνομων δραστηριοτήτων που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

    Σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, οι απαντήσεις των κρατών μελών στις διάφορες στήλες του ερωτηματολογίου παρατίθενται στο παράρτημα της Έκθεσης. Θα μπορούν συνεπώς να εξετάζονται από όσους επιθυμούν να έχουν πλήρη εικόνα των δραστηριοτήτων των κρατών μελών για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Επιτροπής κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες, σε όλους τους σχετικούς τομείς. Ο παρών τίτλος II της Έκθεσης θα περιορισθεί στην παρουσίαση των σημαντικότερων γεγονότων βάσει των πληροφοριών που διαβίβασαν τα κράτη μέλη.

    Η Επιτροπή βασίζει την παρούσα παρουσίαση στις απαντήσεις των κρατών μελών σε ένα ερωτηματολόγιο (αποκαλούμενο «ερωτηματολόγιο του άρθρου 280»), το οποίο καταρτίστηκε λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία του παρελθόντος, διατηρώντας παράλληλα την αναγκαία συνέχεια με τα περασμένα έτη. Αυτό θα διευκολύνει την παρακολούθηση της δραστηριότητας στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, σε επίπεδο κρατών μελών, κατά τα τελευταία έτη.

    Η παρουσίαση αρχίζει με γενική επισκόπηση των κυριότερων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών εξελίξεων, στο επίπεδο των κρατών μελών, στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών δικαιωμάτων από την απάτη και τις παρατυπίες. Εν συνεχεία, αφιερώνεται μία παράγραφος σε καθεμία από τις τρεις βασικές κατηγορίες κοινοτικών πόρων και δαπανών (παραδοσιακοί ίδιοι πόροι, γεωργικές δαπάνες και διαρθρωτικές ενέργειες).

    Όπως και τα προηγούμενα έτη, η δεύτερη στήλη (σημείο 7) αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και των πρωτοκόλλων της. Η αναφορά στην πρόοδο της κύρωσης των εν λόγω νομοθετικών πράξεων του λεγόμενου «τρίτου πυλώνα» περιορίζεται ωστόσο στο δεύτερο πρωτόκολλο, καθώς η κύρωση από τα κράτη μέλη της Σύμβασης και των λοιπών πρωτοκόλλων της ολοκληρώθηκε το 2002.

    Η τρίτη και η τέταρτη στήλη (σημεία 8 και 9) αφορούν, αντίστοιχα, την οργάνωση της δραστηριότητας του ελέγχου, από την άποψη του προσωπικού, στους τρεις εμπλεκόμενους τομείς (ίδιοι πόροι, γεωργικές δαπάνες και διαρθρωτικά μέτρα), και τον συντονισμό μεταξύ των υπηρεσιών στο εσωτερικό των κρατών μελών. Στόχος είναι να δοθεί μια πρώτη εικόνα του συστήματος για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων που χρησιμοποιείται σε κάθε κράτος μέλος. Η Επιτροπή επιχειρεί να αναλύσει τα αριθμητικά δεδομένα που διαβίβασαν τα κράτη μέλη σχετικά με το παρόν τμήμα της Έκθεσης.

    Ο ετήσιος και ο οριζόντιος και πολυτομεακός χαρακτήρας της Έκθεσης δυσχεραίνουν την επισταμένη αξιολόγηση όλων των πτυχών της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων από τα κράτη μέλη [74]. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή σχεδιάζει, για το μέλλον, μια πολυετή και πιο στοχοθετημένη προσέγγιση.

    [74] Το Κοινοβούλιο τόνισε ήδη δύο φορές ότι ο κατάλογος των νέων εθνικών μέτρων πρέπει να συνοδεύεται από ανάλυση της Επιτροπής, με την οποία θα προσδιορίζονται ενδεχόμενες αδυναμίες που παρατηρούνται στον τομέα της προστασίας των οικονομικών δικαιωμάτων των Κοινοτήτων (ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13.3.2003 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης - Ετήσια έκθεση για το 2001. ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29.11.2001 σχετικά με την ετήσια έκθεση 2000 της Επιτροπής για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης και την .ανακοίνωση της Επιτροπής για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης, πρόγραμμα δράσης για την περίοδο 2001-2003).

    6. Κείμενα που συμβάλλουν στην εφαρμογή του άρθρου 280 της συνθήκης EK - βασικες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές εξελίξεις

    Μεταξύ των νέων μέτρων που ελήφθησαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 280 της Συνθήκης, τα οποία ανέφεραν τα κράτη μέλη κατά τη συμπλήρωση του «ερωτηματολογίου του άρθρου 280» για το 2002, υπάρχουν ενέργειες ποικίλης φύσης: νέα νομοθετικά μέτρα, τροποποιήσεις σε θεσμικό επίπεδο, έγκριση ερμηνευτικών κειμένων της κοινοτικής νομοθεσίας περί της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων ή και η εφαρμογή νέων μέσων πληροφορικής.

    Είναι σαφές ότι τα διαφορετικά αυτά μέτρα δεν έχουν τον ίδιο αντίκτυπο όσον αφορά την παρεχόμενη προστασίας στα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα εντός των κρατών μελών.

    Τα πλέον αξιοσημείωτα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν από τα κράτη μέλη παρουσιάζονται εδώ συνοπτικά, ανά τομέα δραστηριότητας (ίδιοι πόροι, γεωργικές δαπάνες, διαρθρωτικές ενέργειες). Πρόκειται για μια συνοπτική παρουσίαση των πλέον ενδεικτικών εξελίξεων κατά το 2002.

    Πλήρης κατάλογος όλων των νέων μέτρων που ελήφθησαν το 2002 για την εφαρμογή του άρθρου 280 της Συνθήκης περιλαμβάνεται στα παραρτήματα (πίνακες 1.1., 1.2. και 1.3.).

    Όπως τόνισαν αρκετά κράτη μέλη απαντώντας στο ερωτηματολόγιο, η απουσία ή η ανεπάρκεια νέων μέτρων το 2002 δεν επιτρέπει την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων σχετικά με το βαθμό προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων στα κράτη μέλη. Αντίθετα, η έλλειψη νέων μέτρων μπορεί να οφείλεται στην εντονότερη νομοθετική ή κανονιστική δραστηριότητα των προηγούμενων ετών.

    6.1. Ίδιοι πόροι

    Στον πίνακα 1.1. παρατίθενται, ανά κράτος μέλος, οι νέες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές εξελίξεις κατά το 2002 όσον αφορά τους ιδίους πόρους.

    Μεταξύ των πλέον αξιοσημείωτων εξελίξεων στον τελωνειακό τομέα, μπορεί να αναφερθεί η τροποποίηση της δανικής τελωνειακής νομοθεσίας, χάρη στην οποία οι τελωνειακές και φορολογικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να κατάσχουν κάθε ποσό άνω των 15.000 ευρώ.

    Στη Γαλλία, μετά τη θέση σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2001 του νέου άρθρου 28-1 του κώδικα ποινικής δικονομίας, με το οποίο εξουσιοδοτούνται οι τελωνειακοί υπάλληλοι να διενεργούν δικαστικές έρευνες, ιδίως στον τομέα της απάτης κατά των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, το 2002 εγκρίθηκαν νέες διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν τη δημιουργία μιας αυτόνομης υπηρεσίας για τους εν λόγω υπαλλήλους, ώστε να αυξηθούν τα μέσα που διαθέτει η δικαστική αρχή σε οικονομικό και χρηματοοικονομικό επίπεδο.

    Στην Ιταλία, η τελωνειακή αρχή θέσπισε, μέσω εγκυκλίου, νέες διαδικασίες ηλεκτρονικής διαχείρισης για τη χωριστή λογιστική των ιδίων πόρων.

    Οι βρετανικές αρχές αναφέρουν την ενεργό συμμετοχή της τελωνειακής διοίκησης, μαζί με τις αρχές των άλλων κρατών μελών, στην ομάδα που υλοποιεί το πρόγραμμα αμοιβαίας συνδρομής στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων, με στόχο τον εκσυγχρονισμό και την αναθεώρηση της πολυμερούς συνθήκης του Ναϊρόμπι για την αμοιβαία συνδρομή. Η νέα προτεινόμενη συνθήκη θα βοηθήσει τις διεθνείς τελωνειακές αρχές στη διενέργεια αποτελεσματικότερων ελέγχων και θα έχει θετικό αντίκτυπο στους φορολογικούς ελέγχους και στην καταπολέμηση της απάτης στις σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των τρίτων χωρών.

    Στο Βέλγιο, ψηφίστηκε νέα νομοθεσία σχετικά με τις πτωχεύσεις. Στόχος της νέας νομοθεσίας είναι να πάψει η χρήση επιχειρήσεων-προπετασμάτων, διευκολύνοντας την κατάρτιση του ισολογισμού της εκκαθάρισης και τον προσδιορισμό των αιτίων και των συνθηκών της πτώχευσης καθώς και της εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, που διέπραξαν αδικήματα σοβαρής και οργανωμένης φορολογικής απάτης.

    Οι ιρλανδικές αρχές αναφέρουν ότι ενέκριναν, τον Μάρτιο του 2002, τις Συνθήκες «ΤΣΠ» (Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών) και «Νάπολη 2» καθώς και τις σχετικές νομοθετικές πράξεις. Ως εκ τούτου, κατέστη δυνατή η υλοποίηση της συμφωνίας προσωρινής εφαρμογής της συνθήκης ΤΣΠ από την 1η Ιουνίου 2002.

    6.2. Γεωργικές δαπάνες

    Όσον αφορά τις γεωργικές δαπάνες, το 2002 ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά.

    Οι αυστριακές αρχές αναφέρουν ότι το 2002 μειώθηκε ο αριθμός των αρχών πληρωμής από 3 σε 2, μέσω της μεταβίβασης, στις 16 Οκτωβρίου, των καθηκόντων της αρχής πληρωμής για την ανάπτυξη της υπαίθρου (υπουργείου Γεωργίας) στην αρχή πληρωμής AMA (Agrarmarkt Austria). Στόχος της αλλαγής αυτής είναι η συγκέντρωση των χρηματικών ροών, των διοικητικών διαδικασιών και των συστημάτων κοινοποίησης, η τυποποίηση και η ενοποίηση των συστημάτων ελέγχου, η βελτίωση των τεχνικών γνώσεων, η αποτελεσματική χρήση και η ανάκτηση των πόρων, η συγκέντρωση και η τυποποίηση της πιστοποίησης εκκαθάρισης των λογαριασμών από την αρχή πληρωμής.

    Στην Ελλάδα, όσον αφορά ειδικότερα τα μέτρα για την ανάπτυξη της υπαίθρου, ενισχύθηκαν οι μηχανισμοί ελέγχου και κυρώσεων. Υπουργική απόφαση προβλέπει ειδικότερα κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης των κοινοτικών και εθνικών διατάξεων, όπως δημοσιονομικές διορθώσεις που αφορούν ένα μέρος ή το σύνολο της κοινοτικής χρηματοδότησης, με παράλληλη εκκίνηση της διαδικασίας είσπραξης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή ακόμη και τον αποκλεισμό του εμπλεκόμενου φορέα σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων.

    Μεταξύ των άλλων εξελίξεων οριζόντιου χαρακτήρα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον μπορεί να αναφερθεί η ενίσχυση, στην Ισπανία, του οργανισμού που είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό των ελέγχων και των κυρώσεων στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής, καθώς και η θέσπιση, στην Ιταλία, διαδικασιών επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο του κανονισμού αριθ. 4045/89.

    Όλα τα νέα μέτρα που θέσπισαν τα κράτη μέλη στον τομέα των γεωργικών δαπανών παρατίθενται στο παράρτημα (πίνακας 1.2). Η συγκεκριμένη εφαρμογή των νέων αυτών μέτρων θα αποτελέσει αντικείμενο παρακολούθησης.

    6.3. Τομέας διαρθρωτικών ενεργειών

    Η ειδική έκθεση 10/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου [75] κατέδειξε ορισμένες αδυναμίες των εθνικών συστημάτων εντοπισμού, κοινοποίησης και παρακολούθησης των παρατυπιών στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων. Υπό το πρίσμα της ειδικής έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα νέα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που θέσπισαν κατά το 2002 τα κράτη μέλη στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.

    [75] Ειδική έκθεση αριθ. 10/2001 σχετικά με το δημοσιονομικό έλεγχο των διαρθρωτικών ταμείων - Κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 2064/97 και (ΕΚ) αριθ. 1681/94 της Επιτροπής (ΕΕ C 314 της 8ης Νοεμβρίου 2001).

    Μεταξύ των αξιοσημείωτων εξελίξεων κατά τη διάρκεια του 2002, αξίζει να αναφερθεί η θέση σε ισχύ, στις Κάτω Χώρες, δύο νόμων με σημαντικό αντίκτυπο όσον αφορά την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Πρόκειται, πρώτον, για τον νόμο περί του ελέγχου των κοινοτικών ενισχύσεων, ο οποίος διέπει, εκτός από το δικαίωμα ανάκτησης και την αρμοδιότητα διορισμού, το δικαίωμα πληροφόρησης. Ο νόμος εφαρμόζεται ειδικά στα διαρθρωτικά ταμεία. Μία έκθεση σχετικά με τη χορήγηση των ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Μάιο έως και τον Δεκέμβριο του 2002 θα υποβληθεί στο ολλανδικό κοινοβούλιο το φθινόπωρο του 2003. Τα αποκεντρωμένα όργανα διαχείρισης που αναφέρονται στον νόμο θα παράσχουν στις πολιτικές υπηρεσίες πληροφορίες σχετικά με τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις που τους χορηγήθηκαν. Με τον δεύτερο νόμο, που αφορά την όγδοη τροποποίηση του νόμου σχετικά με τη λογιστική, ανατίθενται στο Γενικό Ελεγκτικό Συνέδριο των Κάτω Χωρών αρμοδιότητες στον τομέα του ελέγχου της χρησιμοποίησης των ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τον τελικό δικαιούχο [76].

    [76] Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το νόμο TES και την όγδοη τροποποίηση του νόμου περί της τήρησης λογαριασμών, βλέπε την ολλανδική παρουσίαση στην ετήσια έκθεση για το 2000 και το 2001 σχετικά με το άρθρο 280 της συνθήκης ΕΚ.

    Στη Φιλανδία, η νομοθεσία στον τομέα της περιφερειακής ανάπτυξης αναθεωρήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Όπως και η προηγούμενη νομοθεσία, περιέχει διατάξεις που αφορούν τη χορήγηση των κονδυλίων, την καταβολή, την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη συνέχεια που δίνεται σε περιπτώσεις παρατυπιών καθώς και τα κριτήρια ανάκτησης. Η επαρχία του Εland αναφέρει την ψήφιση ενός νέου νόμου που αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, ο οποίος προβλέπει την ποινική δίωξη σε περίπτωση εγκλημάτων κατά των δημόσιων οικονομικών, ανεξαρτήτως προέλευσης των πόρων (περιφερειακοί, εθνικοί ή κοινοτικοί).

    Οι ελληνικές αρχές αναφέρουν μία τεραστίου εύρους αναθεώρηση της διαδικασίας ανάκτησης αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών στο πλαίσιο κοινοτικών προγραμμάτων, η οποία ξεκίνησε το 2002. Η εν λόγω αναθεώρηση στοχεύει στη δημιουργία εθνικού συστήματος δημοσιονομικών διορθώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 438/2001 της Επιτροπής.

    Στην Πορτογαλία, ψηφίστηκε ένα νομοθετικό διάταγμα που προβλέπει την εφαρμογή στο Ταμείο Συνοχής, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τρίτου κοινοτικού πλαισίου στήριξης (ΚΠΣ), των ίδιων προτύπων χρηματοοικονομικού ελέγχου που ισχύουν στα διαρθρωτικά ταμεία. Λόγω του μεγάλου δημοσιονομικού όγκου των διακυβευόμενων ποσών στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής στην Πορτογαλία, οι πορτογαλικές αρχές θεωρούν ότι ο νομικός προσδιορισμός του πλαισίου λειτουργίας και των φορέων που είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχό του συνιστά ένα σημαντικό επιπλέον βήμα στην εφαρμογή των θεμελιωδών μέτρων για τη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

    Οι διαδικασίες ελέγχου και επιθεώρησης των έργων ενισχύθηκαν και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδίως όσον αφορά τις δαπάνες που χρηματοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.

    Ο πλήρης κατάλογος των νέων μέτρων που στοχεύουν στην εφαρμογή του άρθρου 280 στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών παρατίθεται στο παράρτημα (πίνακας 1.3).

    7. Κείμενα που συμβάλλουν στην εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της κοινότητας

    Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 2002 ήταν η κύρωση, από τα εναπομείναντα κράτη μέλη, της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [77], του πρώτου πρωτοκόλλου [78], όπου ορίζεται η ενεργή και η παθητική δωροδοκία, καθώς και του πρωτοκόλλου της 29ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [79]. Η κύρωση επέτρεψε σε αυτές τις τρεις νομοθετικές πράξεις του «τρίτου πυλώνα» να τεθούν σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 2002.

    [77] Σύμβαση που καταρτίσθηκε βάση του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπογράφηκε στις 26.07.1995 στις Βρυξέλλες (Επίσημη Εφημερίδα C 316 της 27.11.95). Η κοινοποίηση της κύρωσης της εν λόγω Συνθήκης εκ μέρους του Βελγίου έγινε στις 12.3.2002, εκ μέρους της Ιρλανδίας στις 3.6.2002 και εκ μέρους της Ιταλίας στις 19.7.2002. Οι βελγικές αρχές γνωστοποίησαν ότι ο νόμος της 17ης Φεβρουαρίου 2002, με τον οποίο εγκρίθηκε η Σύμβαση και τα τρία πρωτόκολλα αυτής, δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου 2002 στο Moniteur belge και έχει τεθεί σε ισχύ.

    [78] Πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο υπογράφηκε στις 27.9.1996 στο Δουβλίνο (Επίσημη Εφημερίδα C 313 της 23.10.96). Η κοινοποίηση της κύρωσης της εν λόγω Συνθήκης εκ μέρους του Βελγίου έγινε στις 12.3.2002, εκ μέρους της Ιρλανδίας στις 3.6.2002, εκ μέρους της Ιταλίας στις 19.07.2002 και εκ μέρους των Κάτω Χώρων στις 28.3.2002.

    [79] Πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις, το οποίο υπογράφηκε στις 29.11.1996 στις Βρυξέλλες (Επίσημη Εφημερίδα C 151 της 20.5.1997). Η κοινοποίηση της κύρωσης της εν λόγω Συνθήκης εκ μέρους του Βελγίου έγινε στις 12.3.2002, εκ μέρους της Ιρλανδίας στις 3.6.2002 και εκ μέρους της Ιταλίας στις 19.7.2002.

    Τα κράτη μέλη θα είναι στο εξής υποχρεωμένα να συμπεριλάβουν στο ποινικό τους δίκαιο εναρμονισμένους ορισμούς και κυρώσεις για τις περιπτώσεις απάτης και ενεργητικής ή παθητικής δωροδοκίας που πλήττουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα. Επιπλέον, ενισχύεται η ποινική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε θέματα αρμοδιότητας, δικαστικής αλληλοβοήθειας, έκδοσης, καθώς και μεταβίβασης και συγκέντρωσης των διώξεων.

    Αντιθέτως, το δεύτερο πρωτόκολλο, της 19ης Ιουνίου 1997 [80], το οποίο περιέχει τις διατάξεις που αφορούν τη νομιμοποίηση κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες, την ευθύνη των νομικών προσώπων, την κατάσχεση των μέσων και των προϊόντων των παραβάσεων και την κάθετη συνεργασία με την Επιτροπή (OLAF), δεν έχει ακόμη κυρωθεί από την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Αυστρία [81].

    [80] Δεύτερο πρωτόκολλο της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - Κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 13 παράγραφος 2 - Δήλωση της Επιτροπής για το άρθρο 7 - Επίσημη Εφημερίδα C 221 της 19.7.1997.

    [81] Η Γερμανία και η Φινλανδία κύρωσαν το πρωτόκολλο το 2003.

    Στον πίνακα 2.1, που παρατίθεται στο παράρτημα, φαίνεται αναλυτικότερα η πρόοδος όσον αφορά την κύρωση του δεύτερου πρωτοκόλλου. Παρατίθενται οι ημερομηνίες κοινοποίησης της κύρωσης στο Συμβούλιο από κάθε κράτος μέλος.

    Η θέση σε ισχύ του συνόλου των τεσσάρων συμβατικών πράξεων στα κράτη μέλη εξετάζεται στον πίνακα 2.2. Σε αυτόν παρατίθενται τα βήματα που έγιναν το 2002 για τη μεταφορά της σύμβασης του 1995 και των πρωτοκόλλων της, καθώς και, κατά περίπτωση, οι πτυχές ή οι διατάξεις που δεν έχουν ακόμη καλυφθεί από τα εθνικά μέτρα καθώς και οι τυχόν δυσκολίες που παρουσιάστηκαν.

    Σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη μεταφορά της Σύμβασης και των πρωτοκόλλων της σημειώθηκε ιδίως στη Γερμανία, στις Κάτω Χώρες, στην Πορτογαλία και στη Φινλανδία.

    Διάφορα άλλα κράτη μέλη δήλωσαν ότι η μεταφορά των εν λόγω νομοθετικών πράξεων είχε ήδη ολοκληρωθεί κατά ένα μεγάλο μέρος πριν από το 2002.

    8. Οργάνωση των υπηρεσιών που είναι υπεύθυνες για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των κοινοτήτων

    Η προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων εναπόκειται κυρίως στην πρωτογενή αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση άνω του 80 % των δαπανών και για την είσπραξη του συνόλου των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Στη διενέργεια αυτών των ελέγχων, οι οποίοι προβλέπονται από τους κανονισμούς για τους επιμέρους τομείς, συμμετέχει πληθώρα φορέων και υπαλλήλων στα διάφορα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης (οργανισμοί πληρωμής, αρχές διαχείρισης, κεντρικές και αποκεντρωμένες εθνικές υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης).

    Οι έλεγχοι αυτοί συμβάλλουν στο σύνολό τους στην προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, στο βαθμό που τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν για την υπεράσπιση των κοινοτικών συμφερόντων προστασία αποτελεσματική και ισοδύναμη με αυτή που παρέχουν στα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.

    Πρόκειται από τη μία πλευρά για τους λεγόμενους ελέγχους κανονικότητας, οι οποίοι προβλέπονται από τους τομεακούς κανονισμούς, και από την άλλη για τους ελέγχους που επικεντρώνονται εδικά στην καταπολέμηση της απάτης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ.

    Οι έλεγχοι κανονικότητας καλύπτουν, κατ' αρχάς, τον έλεγχο των εγγράφων και αποκαλούνται ενίοτε «πρωτοβάθμιοι έλεγχοι» ή «εκ των προτέρων έλεγχοι». αφορούν τη συμμόρφωση με τις διαδικασίες και τα κριτήρια που ορίζονται στους κανόνες για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεων ή προνομίων.

    Οι έλεγχοι κανονικότητας περιλαμβάνουν επίσης εκ των υστέρων επαληθεύσεις (για παράδειγμα, μετά την καταβολή των κονδυλίων), με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι υπηρεσίες έχουν πράγματι παρασχεθεί, ότι τα έργα έχουν λάβει την προβλεπόμενη χρηματοδότηση και ότι το σύστημα ελέγχου είναι αξιόπιστο. Οι έλεγχοι αυτοί βασίζονται συχνά σε ανάλυση κινδύνων, όπως ορίζει η κοινοτική νομοθεσία για διάφορους τομείς [82].

    [82] Βλέπε για παράδειγμα τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3122/94 της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 1994 για τον καθορισμό των κριτηρίων σχετικά με την ανάλυση κινδύνου όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα που απολαύουν επιστροφών (ΕΕ L 330/31 της 21.12.1994). τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2064/97 της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 1997 για τον καθορισμό των λεπτομερών διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 του Συμβουλίου όσον αφορά το δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη (EE L 290/1 της 23.10.1997).

    Εκτός από τα παραπάνω, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναλάβουν επίσης πιο στοχοθετημένη δράση κατά της απάτης, δηλαδή ελέγχους (έρευνες κατά της απάτης) οι οποίοι διενεργούνται όταν διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, ανάλογα με το κράτος μέλος, έχουν υπόνοιες για διάπραξη απάτης: τελωνεία, αστυνομία, οικονομικές υπηρεσίες, δικαστικές αρχές σε πιο προχωρημένο στάδιο.

    Καθώς η οργάνωση των υπηρεσιών υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, τους ζητήθηκε να διαρθρώσουν από λειτουργικής άποψης τις δραστηριότητες ελέγχου σύμφωνα με την ανωτέρω τυπολογία. Η εν λόγω τυπολογία λαμβάνει ως σημείο έναρξης τον υπό έλεγχο τομέα και όχι την οργανωτική οντότητα από την οποία προέρχονται οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι.

    Στους πίνακες 3.1., 3.2. και 3.3., που παρατίθενται στα παραρτήματα, παρουσιάζονται αναλυτικά οι εκτιμήσεις των κρατών μελών όσον αφορά το προσωπικό που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια του 2002 σε κάθε είδος ελέγχου (εκ των προτέρων, εκ των υστέρων και κατά της απάτης) στους τρεις καλυπτόμενους τομείς (παραδοσιακοί ίδιοι πόροι, γεωργικές δαπάνες και διαρθρωτικές ενέργειες). Προκειμένου τα αριθμητικά δεδομένα να είναι συγκρίσιμα, τα είδη των πληροφοριών που αναζητώνται και οι παράμετροι των ελέγχων προσδιορίσθηκαν με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια. Στις δύο τελευταίες στήλες κάθε πίνακα, οι μηχανισμοί ελέγχου των κρατών μελών συσχετίστηκαν με το ύψος των υπό έλεγχο δαπανών ή πόρων. Χάρη στα δεδομένα αυτά τα κράτη μέλη αποκτούν μια πρώτη εικόνα του βαθμού συμμόρφωσής τους με τις αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της εξομοίωσης που προβλέπει το άρθρο 280 της Συνθήκης.

    Ωστόσο, καθώς πρόκειται για εκτιμήσεις βασισμένες σε ενδεχομένως αποκλίνουσες ερμηνείες των ορισμών των ελέγχων και του προσωπικού, είναι σημαντικό τα δεδομένα αυτά να ερμηνεύονται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία τους είναι αποκλειστικά ενδεικτική. Κύριος στόχος είναι να εξαχθούν απλώς οι γενικές τάσεις, οι οποίες στις συνέχεια θα προσδιορισθούν περαιτέρω σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο ενός δομημένου διαλόγου.

    Από τους πίνακες προκύπτει ότι, για το σύνολο των κρατών μελών και των τομέων στους οποίους διενεργούνται έλεγχοι, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρωπίνων πόρων διατέθηκε κατά τη διάρκεια του 2002 στους εκ των προτέρων ελέγχους (εκ των προτέρων έλεγχοι: 81 %. εκ των υστέρων έλεγχοι: 11 %. έρευνες κατά της απάτης: 8 %).

    Αυτό δείχνει ότι, γενικά, δόθηκε προτεραιότητα στους μηχανισμούς επιτήρησης και εκ των προτέρων επαλήθευσης που, στην περίπτωση των εσόδων, συμπίπτουν χρονικά με την εξέταση των τελωνειακών δηλώσεων και, στην περίπτωση των δαπανών, με την εξέταση των αιτήσεων χρηματοδότησης.

    Από ποσοτικής άποψης, οι έλεγχοι που αφορούν τη χρησιμοποίηση των πόρων ή την εκτέλεση των έργων (εκ των υστέρων έλεγχοι) απαιτούν γενικά μικρότερα ποσά, στον βαθμό που διενεργούνται βάσει προγραμματισμού, τεχνικών δειγματοληψίας ή στοχοθέτησης των κινδύνων.

    Όσον αφορά το ποσοστό του ανθρώπινου δυναμικού που χρησιμοποιείται για τους ελέγχους κατά της απάτης, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι υπάλληλοι που επιφορτίζονται με τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων συχνά καλύπτουν πολλούς διαφορετικούς τομείς (στην Ελλάδα, για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του ΣΔΟΕ) και ότι ορισμένα κράτη μέλη συμπεριέλαβαν στα στοιχεία που κοινοποίησαν και υπάλληλους αρμόδιους για τη διεξαγωγή δικαστικών ερευνών.

    Στο σύνολό τους, τα κράτη μέλη διέθεσαν περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων (50.467) σε σχέση με τους άλλους δύο τομείς (γεωργικές δαπάνες: 16.240. διαρθρωτικές ενέργειες: 6.769).

    Όσον αφορά τα προς έλεγχο ποσά ανά υπάλληλο, τα υψηλότερα ποσά αφορούν τα διαρθρωτικά ταμεία (3,10 εκατομμύρια ευρώ ανά υπάλληλο. γεωργικές δαπάνες: 2,56 εκατομμύρια ευρώ. ίδιοι πόροι: 0,29 εκατομμύρια ευρώ) [83]. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα της συγκριτικής ανάλυσης, που πραγματοποιήθηκε το 1995 και το 1998, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 209A (άρθρο 280 μετά το Άμστερνταμ) της Συνθήκης [84].

    [83] Τα ποσά αυτά βασίζονται στις συνεισφορές στον προϋπολογισμό και στα λειτουργικά έξοδα ανά κράτος μέλος για το 2001.

    [84] Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της κοινότητας - Σύνθεση των εκθέσεων των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο για την καταπολέμηση της σπατάλης και της κατάχρησης των κοινοτικών πόρων, COM(95) 556. Συμπλήρωμα με θέμα τους ελέγχους και τις διοικητικές κυρώσεις (1998).

    Ακολουθεί σχολιασμός των δεδομένων ανά δημοσιονομικό τομέα.

    Μολονότι τα δεδομένα αυτά καθιστούν εμφανή την ποικιλία των προσεγγίσεων των κρατών μελών ως προς το θέμα των ελέγχων, πόρρω απέχουμε από την πραγματική ποιοτική εκτίμηση, η οποία απαιτεί επισταμένη εξέταση των μέσων και των μεθόδων ελέγχου που χρησιμοποιεί κάθε κράτος μέλος.

    8.1. Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι

    Στον τομέα αυτό:

    - οι εκ των προτέρων έλεγχοι αντιστοιχούν στην επιτήρηση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 13, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, στους τελωνειακούς ελέγχους που προβλέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 14 και στους ελέγχους εγγράφων και εμπορευμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 68 του εν λόγω κώδικα, με εξαίρεση τους ελέγχους των επιστροφών κατά την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων.

    - οι εκ των υστέρων έλεγχοι είναι οι έλεγχοι που προβλέπονται από το άρθρο 4, σημείο 14, και από το άρθρο 78 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

    - οι έρευνες κατά της απάτης είναι οι έρευνες που διεξάγονται στην περίπτωση υπόνοιας παρατυπίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ενδεχομένως διεξάγουν οι υπηρεσίες έρευνας και δίωξης.

    Στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων, οι εκ των προτέρων έλεγχοι φαίνεται να απαιτούν το μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου δυναμικού στην πλειονότητα των κρατών μελών (για το σύνολο των κρατών μελών, εκ των προτέρων έλεγχοι: 80,4 %. εκ των υστέρων έλεγχοι: 9,8 %. έρευνες κατά της απάτης: 9,8 %). Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το ποσοστό των υπαλλήλων που διατίθεται σε καθένα από τα τρία είδη ελέγχων (εκ των προτέρων, εκ των υστέρων και κατά της απάτης).

    Όπως φαίνεται στον πίνακα 3.1. του παραρτήματος, δύο κράτη μέλη (Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο) διέθεταν περισσότερους υπαλλήλους στους εκ των υστέρων ελέγχους παρά στους εκ των προτέρων.

    Όσον αφορά τους ελέγχους κατά της απάτης, ένα κράτος μέλος (η Ισπανία) διέθετε περισσότερους υπαλλήλους στον τομέα αυτό (43,4 %) σε σχέση με τα άλλα δύο είδη ελέγχων.

    Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα κράτη μέλη ακολουθούν διαφορετικές στρατηγικές ελέγχου, οι οποίες βασίζονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στην μία ή την άλλη μεθοδολογία.

    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ορισμένα κράτη μέλη αντιμετώπισαν δυσκολίες στην κατανομή του προσωπικού ανά είδος ελέγχου, ενώ άλλα τόνισαν ότι οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια των ελέγχων συχνά καλύπτουν πολλούς διαφορετικούς τομείς, γεγονός που δυσχεραίνει την επισταμένη ανάλυση, ιδίως όσον αφορά το προς έλεγχο ποσό ανά υπάλληλο.

    Το εν λόγω ποσό κυμαίνεται μεταξύ 0,05 και 2,51 εκατομμυρίων ευρώ. Για το σύνολο των κρατών μελών, κυμαίνεται περίπου σε 0,29 εκατομμύρια ευρώ. Για τη Δανία, και σε μικρότερο βαθμό για το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσό ήταν αρκετά υψηλότερο.

    Συμπληρωματικές πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις δραστηριότητας των κρατών μελών βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού αριθ. 1150/2000

    Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1150/2000 [85], τα κράτη μέλη είναι επίσης υποχρεωμένα να κοινοποιούν τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τους υπαλλήλους που απασχολούνται στις τελωνειακές υπηρεσίες σε εθνικό επίπεδο.

    [85] Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/CE, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων στην Κοινότητα (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 130 της 31.5.2000).

    Οι εκθέσεις αυτές επιτρέπουν τη συμπλήρωση των δεδομένων που υποβάλλονται από κάθε κράτος μέλος ως απάντηση στο «ερωτηματολόγιο για το άρθρο 280». Ωστόσο, σε απόλυτους όρους, τα εν λόγω δεδομένα αποδεικνύονται κατώτερης ποιότητας από αυτά που κοινοποιούν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του κανονισμού αριθ. 1150/2000. Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το πεδίο που καλύπτει το «ερωτηματολόγιο για το άρθρο 280» επικεντρώνεται σε πολύ συγκεκριμένους τομείς έρευνας, ενώ οι συνοπτικές εκθέσεις παρουσιάζουν πολύ πιο σφαιρικά δεδομένα [86].

    [86] Τα δεδομένα που κοινοποιούνται στο πλαίσιο του κανονισμού αριθ. 1150/2000 αφορούν κυρίως τους ελέγχους των επιστροφών από την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων οι οποίοι, στο ερωτηματολόγιο «για το άρθρο 280», συμπεριλήφθηκαν στη στήλη «γεωργικές δαπάνες». Σημειώνεται ότι το εν λόγω ερωτηματολόγιο αφορά αποκλειστικά το ελεγκτικό προσωπικό.

    Βάσει των συνοπτικών εκθέσεων για το 2002 [87], ο συνολικός αριθμός των τελωνειακών υπαλλήλων ανερχόταν σε 89.566. Σε σύγκριση με το 2001, ο αριθμός αυτός είναι μειωμένος κατά 2,00 %. παρατηρείται εξάλλου μία γενικότερη μείωση, με εξαίρεση την Ελλάδα, την Ισπανία, το Λουξεμβούργο, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

    [87] Ελλείψει απάντησης εκ μέρους της Πορτογαλίας, η Επιτροπή βασίστηκε για το εν λόγω κράτος μέλος στα δεδομένα που της υποβλήθηκαν το 2001.

    Οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια των εκ των υστέρων ελέγχων, όπως αυτός προκύπτει από τις εκθέσεις δραστηριότητας βάσει του κανονισμού αριθ. 1150/2000, ανερχόταν σε 14.184 το 2002. Ο αριθμός αυτός είναι αυξημένος κατά 9 % σε σχέση με το 2001. Οι ενδεχόμενες αυξήσεις που παρατηρούνται δεν είναι σημαντικές, με εξαίρεση δύο κράτη μέλη. Έτσι, στην Ιρλανδία, οι ο αριθμός των εν λόγω υπαλλήλων αυξήθηκε από 43 σε 99 μεταξύ 2001 και 2002 [88]. Επίσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο (919 υπάλληλοι) η διαφορά είναι σημαντική σε σχέση με το προηγούμενο έτος (101 υπάλληλοι). πρόκειται για συνέπεια της αναδιοργάνωσης της τελωνειακής υπηρεσίας και της φορολογικής αρχής.

    [88] Ο πραγματικός αριθμός των μελών του προσωπικού που απασχολούνται σε εθνικό επίπεδο στους ελέγχους μετά τον εκτελωνισμό παραμένει αμετάβλητος σε σχέση με το 2001. Η αύξηση του αριθμού σε σχέση με το 2001 οφείλεται στον συνυπολογισμό των υπαλλήλων που διενεργούν ελέγχους αποθήκης κλπ. και δεν λαμβάνονταν υπόψη τα προηγούμενα έτη.

    Οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 3, δίνουν μια γενική εικόνα της δραστηριότητας του έτους, όσον αφορά τον αριθμό των δηλώσεων που έγιναν δεκτές και των δηλώσεων που υποβλήθηκαν σε εκ των υστέρων έλεγχο. Ο συνολικός αριθμός των δηλώσεων που έγιναν δεκτές και ο συνολικός αριθμός των ελεγχθεισών δηλώσεων σημείωσαν αύξηση. Οι αριθμοί αυτοί ακολουθούν αυξητική πορεία από το 1999. Τα κράτη μέλη αποδέχθηκαν 114.741.680 δηλώσεις το 2002, δηλαδή 5,85 % περισσότερες από ό,τι το 2001. Παράλληλα, οι εθνικές τελωνειακές υπηρεσίες έλεγξαν 7.943.620 δηλώσεις το 2002, δηλαδή 2,4 % περισσότερες από ό,τι το 2001. Ορισμένα κράτη μέλη, αναφέρουν σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό ελεγχθεισών δηλώσεων, ενώ παράλληλα αυξήθηκε ο αριθμός των δηλώσεων που έγιναν δεκτές. Θα ζητηθούν πιο αναλυτικές πληροφορίες στο πλαίσιο των εργασιών της συμβουλευτικής επιτροπής ιδίων πόρων.

    8.2. Γεωργικός τομέας

    Στον τομέα αυτό, όσον αφορά τα κράτη μέλη:

    - οι εκ των προτέρων έλεγχοι αντιστοιχούν στους φυσικούς ελέγχους και στους ελέγχους που διενεργούνται στους φακέλους των αιτήσεων πληρωμών, οι οποίοι διενεργούνται από τα τελωνεία και τις αρχές πληρωμής. Περιλαμβάνουν τους ελέγχους στις επιστροφές κατά την εξαγωγή, τους ελέγχους στις ενισχύσεις της εσωτερικής αγοράς και τους ελέγχους στο πλαίσιο των παρεμβάσεων που αποσκοπούν στην κανονικοποίηση των αγορών γεωργικών προϊόντων.

    - οι εκ των υστέρων έλεγχοι είναι οι επιτόπιοι έλεγχοι και οι έλεγχοι σε επιχειρήσεις βάσει του κανονισμού αριθ. 4045/89.

    - οι έρευνες κατά της απάτης είναι οι έρευνες που διεξάγονται σε περίπτωση υπονοιών παρατυπίας.

    Στον τομέα αυτό, το 2002, οι αρμόδιοι υπάλληλοι για τη διενέργεια των εκ των προτέρων ελέγχων στα κράτη μέλη ήταν επίσης πολύ περισσότεροι από τους υπαλλήλους που απασχολούνταν στις δύο άλλες κατηγορίες ελέγχου (για το σύνολο των κρατών μελών, εκ των προτέρων έλεγχοι: 88 % . εκ των υστέρων έλεγχοι: 7,5 %. έρευνες κατά της απάτης: 4,5 %), αλλά οι χρησιμοποιούμενες πρακτικές ήταν πιο ομοιογενείς μεταξύ των κρατών μελών, γεγονός που εξηγείται εν μέρει από τη φύση των κανονιστικών υποχρεώσεων.

    Όσον αφορά τους εκ των προτέρων και, ιδίως, τους εκ των υστέρων ελέγχους οι σχετικές υποχρεώσεις και οι μέθοδοι ανάλυσης κινδύνων ορίζονται πολύ πιο συγκεκριμένα στην κοινοτική νομοθεσία (έλεγχοι του 5 % των δαπανών βάσει των κανονισμών (ΕΚ) 4045/89 και 386/90 για παράδειγμα). Αυτό επιβεβαιώνει τα πορίσματα της συγκριτικής ανάλυσης όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 209A [89], όπου διαπιστώνεται σχέση μεταξύ αφενός του κοινού ορισμού των κανόνων που διέπουν τη διαχείριση, τον έλεγχο και τις κυρώσεις, και αφετέρου της ισοδυναμίας των συστημάτων ελέγχου.

    [89] Βλέπε γενική εισαγωγή, σημείο 3.

    Όπως φαίνεται στον πίνακα 3.2. του παραρτήματος, για την πλειονότητα των κρατών μελών, οι έρευνες κατά της απάτης είναι η κατηγορία ελέγχων στην οποία απασχολούνται οι λιγότεροι υπάλληλοι (κάτω του 10 % σε δέκα κράτη μέλη). Ωστόσο, τρία κράτη μέλη αποτελούν εξαίρεση (Ιταλία: 28,9 % Αυστρία: 12,1 % . Φινλανδία: 19,3 %). Ένα κράτος μέλος δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τον αριθμό των υπαλλήλων της κατηγορίας αυτής, αλλά υπενθύμισε ότι η κοινοποίηση των υπονοιών απάτης στην εισαγγελική αρχή είναι υποχρεωτική.

    Τα δεδομένα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στον τομέα των γεωργικών δαπανών, όπως και σε αυτόν των ιδίων πόρων, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων εναπόκειται κυρίως στους εκ των προτέρων ελέγχους. Επιπλέον, οι υπηρεσίες ελέγχου των γεωργικών δαπανών προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών, μέσω των εκ των υστέρων ελέγχων που διεξάγουν στα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη.

    8.3. Διαρθρωτικές ενέργειες

    Στον τομέα αυτό,

    - οι εκ των προτέρων έλεγχοι είναι οι έλεγχοι και οι εξακριβώσεις των έργων ή των ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορους τομείς (αρχές διαχείρισης, αρχές πληρωμής, αρμόδιες ή ενδιάμεσες αρχές, τελικοί δικαιούχοι) που αφορούν την ορθότητα, την κανονικότητα και την επιλεξιμότητα των δαπανών των αιτήσεων κοινοτικής συνδρομής [90].

    [90] Βλέπε Παράρτημα Τίτλου II, σημείο 3.3.

    - οι εκ των υστέρων έλεγχοι είναι οι επιτόπου εξακριβώσεις και έλεγχοι που διεξάγονται από το ανεξάρτητο προσωπικό των οργανισμών διαχείρισης και πληρωμής [91].

    [91] Βλέπε Παράρτημα Τίτλου II, σημείο 3.3.

    - οι έρευνες κατά της απάτης είναι όλες οι έρευνες που διεξάγονται βάσει υπονοιών απάτης.

    Στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών, στους εκ των προτέρων έλεγχους απασχολήθηκαν και πάλι οι περισσότεροι υπάλληλοι στα κράτη μέλη (68 %). Ωστόσο, η διαφορά με τους εκ των υστέρων ελέγχους (27,9 %) ήταν λιγότερο έντονη σε σχέση με τους άλλους τομείς. Το αποτέλεσμα αυτό συνάδει με τα πορίσματα της συγκριτικής ανάλυσης σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 209A της Συνθήκης, η οποία κατάληξε στο συμπέρασμα ότι, για τα κράτη μέλη, η έννοια του ελέγχου στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών ταυτιζόταν κυρίως με αυτή του εξωτερικού ελέγχου.

    Στον πίνακα 3.3. του παραρτήματος φαίνεται ότι, το 2002, τρία κράτη μέλη (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) είχαν διαθέσει περισσότερο προσωπικό για τους εκ των υστέρων παρά για τους εκ των προτέρων ελέγχους.

    Σχετικά λίγοι πόροι διατέθηκαν στις έρευνες κατά της απάτης (4,1 %). Τρία κράτη μέλη ανέφεραν ότι, στην περίπτωσή τους, οι έρευνες κατά της απάτης περιλαμβάνονταν στις υπόλοιπες κατηγορίες ελέγχου.

    Γενικά, οι υπάλληλοι που διατέθηκαν στον τομέα αυτό από τα κράτη μέλη, σε όλες τις κατηγορίες ελέγχου, ήταν σχετικά λίγοι (6.769) σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό υπαλλήλων που απασχολήθηκαν στους ελέγχους στους τομείς των ιδίων πόρων (50.467) και των γεωργικών δαπανών (16.240).

    Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στο ύψος των προς έλεγχο ποσών, δεδομένου ότι αυτό, εκπεφρασμένο ως μερίδιο του προϋπολογισμού που αναλογεί σε κάθε υπάλληλο, ήταν πιο υψηλό σε σχέση με τους άλλους δύο τομείς.

    Η εξήγηση θα μπορούσε να αναζητηθεί ίσως στη φύση των προς έλεγχο δαπανών (έργα σχετικά μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με τις γεωργικές δαπάνες), η οποία επιβάλλει διαφορετική στρατηγική ελέγχου, καθώς και στη δυσκολία που ενδεχομένως συνάντησαν τα κράτη μέλη για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με τους χρησιμοποιούμενους υπαλλήλους σε όλους τους εμπλεκόμενους οργανισμούς των διάφορων επίπεδων της δημόσιας διοίκησης, που είναι αρκετά αποκεντρωμένη στον εν λόγω τομέα.

    Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το χαμηλό ποσοστό των κρατών μελών που απάντησαν στην ερώτηση σχετικά με τον αριθμό των υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ποινικής δίωξης, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια των ερευνών κατά της απάτης στον τομέα αυτό, καθώς μόνο επτά κράτη μέλη ήταν σε θέση να παράσχουν τα σχετικά στοιχεία.

    Όσον αφορά το ύψος των προς έλεγχο ποσών ανά υπάλληλο, στην πλειονότητα των κρατών μελών αυτό ήταν περίπου 3,10 (ύψος προς έλεγχο ποσών στο σύνολο των κρατών μελών), με εξαίρεση την Ελλάδα (16,15), την Ισπανία (15,00) και την Πορτογαλία (10,88).

    Υπό το πρίσμα της έκθεσης αριθ. 10/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγαλύτερη αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων ελέγχου προς τα κράτη μέλη από το 2001, το επίπεδο κινδύνου στον τομέα αυτό πρέπει να θεωρείται υψηλό και ο μηχανισμός καταπολέμησης της απάτης στα κράτη μέλη πρέπει να καταστεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικός, προκειμένου να αντισταθμισθούν, στο βαθμό του δυνατού, οι ελλείψεις των προκαταρτικών ελέγχων.

    9. Συντονισμός μεταξύ των υπηρεσίών στο εσωτερικό των κρατών μελών

    Η αποτελεσματική καταπολέμηση, εκ μέρους των κρατών μελών, της απάτης και των παρατυπιών προϋποθέτει στενό συντονισμό μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων υπηρεσιών για τον έλεγχο των κοινοτικών πόρων και δαπανών.

    Από τις πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη μέλη προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το 2002 ελήφθησαν νέα οριζόντια μέτρα με στόχο την ενίσχυση του συντονισμού και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών που εμπλέκονται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων. Ειδικότερα, η Σουηδία αναφέρει τη δημιουργία ενός συμβουλίου αρμόδιου για την καταπολέμηση της χρηματοοικονομικής εγκληματικότητας, με κύρια αποστολή τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες, άμεσα ή έμμεσα, με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

    Η πλειονότητα των μηχανισμών συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών που παρουσίασαν τα κράτη μέλη εντοπίζονται ωστόσο σε τομεακό επίπεδο (παραδοσιακοί ίδιοι πόροι, γεωργικές δαπάνες, διαρθρωτικές ενέργειες).

    Στους πίνακες 4.1, 4.2 και 4.3 του παραρτήματος, παρατίθενται, ανά τομέα, τα νέα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη το 2002, προκειμένου να οργανώσουν τον συντονισμό αυτό.

    Πρόκειται κυρίως για μέτρα συντονισμού των ελέγχων και των ερευνών που διενεργούνται από τα διάφορα όργανα (προκειμένου να αποφευχθεί κάθε επανάληψη ή παράληψη ενέργειας σε μια δεδομένη περίπτωση), μέτρα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των διαφορετικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τους ελέγχους και τις έρευνες (διοικητικές αρχές, αστυνομία, τελωνεία, δικαστικές αρχές κλπ.) καθώς και μέτρα για την κοινοποίηση στις δικαστικές αρχές των περιπτώσεων υπονοιών απάτης από τις διοικητικές αρχές.

    Τίτλος III - Στατιστικά στοιχεία και αναλύσεις

    10. Η κατάσταση το 2002

    10.1. Εισαγωγή

    Η κοινοτική νομοθεσία ορίζει τις προϋποθέσεις για την κοινοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών των περιπτώσεων απάτης και λοιπών παρατυπιών προκειμένου να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα σε όλους τους τομείς της κοινοτικής δραστηριότητας [92]. Τα κράτη μέλη είναι συνεπώς υποχρεωμένα να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις παρατυπίες που αφορούν ποσά άνω των 4.000 ευρώ (10.000 ευρώ για τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους) καθώς και σχετικά με τις φάσεις της διαδικασίας για την ανάκτηση των εν λόγω ποσών.

    [92] Βλέπε ειδικότερα το άρθρο 3, παράγραφος 1, των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 595/91 του Συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 67 της 14.03.1997), (ΕΚ) αριθ. 1681/94 της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 1994 και (ΕΚ) αριθ. 1831/94 της Επιτροπής της 26ης Ιουλίου 1994 (ΕΕ 191 της 27.07.94) όσον αφορά τις δαπάνες, και το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου όσον αφορά τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους.

    Η διάκριση μεταξύ των παρατυπιών και της απάτης βασίζεται στο ότι οι απάτες [93] είναι πράξεις τον εγκληματικό χαρακτήρα των οποίων μόνο ένας δικαστής είναι εξουσιοδοτημένος να καθορίσει μετά από την ολοκλήρωση της σχετικής δικαστικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, ενόσω εκκρεμεί η δικαστική διαδικασία, η Επιτροπή γνωρίζει την ύπαρξη των παρατυπιών, ορισμένες εκ των οποίων οδηγούν σε υπόνοιες απάτης. Είναι σαφές ότι η ποιότητα των πληροφοριών και, ειδικότερα, η επιμέλεια που επιδεικνύουν τα κράτη μέλη κατά την κοινοποίηση των εν λόγω υποθέσεων καθώς και η ακρίβεια των σχετικών δεδομένων, επηρεάζουν τη συνολική στατιστική εικόνα των παρατυπιών (που ενίοτε οφείλονται σε απάτη) που παρατηρούνται στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η αξιοπιστία του συστήματος κοινοποίησης πλήττεται από αυτές τις δυσκολίες.

    [93] Βλέπε τον ορισμό στο πρώτο άρθρο της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Ιουλίου 1995 (EE C 316 της 27.11.1995), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 2002.

    Οι πρακτικές των εθνικών αρχών εξακολουθούν να ποικίλλουν παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την εναρμόνισή τους. Τα δεδομένα που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη είναι συχνά ελλιπή, και, ειδικότερα, για αρκετές υποθέσεις δεν αναφέρεται το εμπλεκόμενο ποσό ούτε ταυτοποιείται το σχετικό προϊόν. Επίσης, η διάκριση μεταξύ της «απάτης» και των άλλων παρατυπιών δυσχεραίνεται λόγω του ότι τα κράτη μέλη δεν αντιλαμβάνονται πάντα με τον ίδιο τρόπο την έννοια του «εγκληματικού κινδύνου». Κατά συνέπεια, σε σημαντικό ποσοστό των κοινοποιήσεων, απουσιάζει ο χαρακτηρισμός των υποθέσεων ως απάτες ή ως απλές παρατυπίες.

    Tα στοιχεία που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση πρέπει να αντιμετωπισθούν με μεγάλη προσοχή. Θα ήταν άστοχο να εξαχθούν απλά συμπεράσματα όσον αφορά το επίπεδο της απάτης στις διάφορες περιοχές της Ένωσης ή την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που συμβάλλουν στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων. Η Επιτροπή καταβάλλει προσπάθειες σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη για τη βελτίωση του συστήματος κοινοποίησης των παρατυπιών, και, ειδικότερα, για τη διασαφήνιση των εννοιών της «απάτης» και της «παρατυπίας» [94]. Προσπαθεί επίσης να προωθήσει τις διαδικασίες ανάκτησης σε παλαιότερες υποθέσεις και να εκκαθαρίσει το σημαντικό όγκο συσσωρευμένων απαιτήσεων που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς (βλέπε σημείο 12.2 ανωτέρω).

    [94] Η Επιτροπή εκκίνησε διάλογο με τους εκπροσώπους των κρατών μελών προκειμένου να διασαφηνιστούν οι βασικές έννοιες και να πεισθούν όλα τα κράτη μέλη ότι η κοινοποίηση των παρατυπιών δεν επηρεάζει από καμία άποψη την κατάληξη των ποινικών δικαστικών διαδικασιών. Εκπονήθηκε έγγραφο εργασίας σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες της κοινοποίησης των παρατυπιών. Συνεχίζονται ο συζητήσεις στους κόλπους της συμβουλευτικής επιτροπής για την καταπολέμηση της απάτης.

    Αξίζει να σημειωθεί εξάλλου ότι τα αποτελέσματα των πληροφοριών που διαβίβασαν οι υποψήφιες χώρες δεν καθιστούν προς το παρόν αναγκαία την συμπερίληψη σχετικού κεφαλαίου. Αυτό είναι φυσικό, καθώς η διαχείριση των κοινοτικών πόρων ανατέθηκε πολύ πρόσφατα στις εν λόγω χώρες. Η Επιτροπή διασφαλίζει ωστόσο ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την κοινοποίηση των παρατυπιών ενόψει της προσχώρησης.

    10.2. Περιπτώσεις κοινοποιηθείσες από τα κράτη μέλη

    Γενικά, ο αριθμός των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν για το έτος 2002 παρουσιάζει αύξηση: μετά την πτώση που παρατηρήθηκε το 2001, ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 13,1 % στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων, (βλέπε παράρτημα 1), κατά 36 % στον γεωργικό τομέα (βλέπε παράρτημα 3).στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών, ο αριθμός των κοινοποιηθεισών περιπτώσεων υπερτετραπλασιάστηκε, βάσει των δεδομένων μετά τη λήξη των προγραμμάτων για την περίοδο 1994-1999 (βλέπε παράρτημα 5). Ο αριθμός των περιπτώσεων που εντοπίσθηκαν στον τομέα των άμεσων δαπανών επίσης εμφανίζει αύξηση (+21 %, βλέπε παράρτημα 6).

    Σε όλους τους τομείς εκτός από αυτόν των άμεσων δαπανών, τα ποσά επίσης παρουσιάζουν αύξηση, πράγμα που συνάδει με την παρατηρούμενη μεσοπρόθεσμη τάση: 35,8 % και 41 % αντιστοίχως στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων (βλέπε παράρτημα 1) και στον γεωργικό τομέα (βλέπε παράρτημα 3). Στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών, το συνολικό ποσό εμφανίζεται τριπλασιασμένο, πράγμα που συνάδει με την αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων (βλέπε παραρτήματα 4 και 5). Στον τομέα των άμεσων δαπανών (Παράρτημα 6), το συνολικό ποσό παραμένει σταθερό.

    Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των περιπτώσεων απάτης και λοιπών παρατυπιών αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 1% του σχετικού προϋπολογισμού, με εξαίρεση της διαρθρωτικές ενέργειες, για τους προαναφερθέντες λόγους που αφορούν το χρονοδιάγραμμα.

    10.2.1. Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι (Βλέπε παράρτημα 1)

    Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1150/2000, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, μέσω του συστήματος OWNRES, τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών στις οποίες τα διακυβευόμενα ποσά υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ. Βάσει των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή διαπιστώνει τις εξής τάσεις στον τομέα αυτό:

    10.2.1.1. Αριθμός των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών

    Συνολικά, για την περίοδο 1989-2002 - και βάσει των διαθέσιμων δεδομένων την 06.06.2003 - το σύστημα OWNRES περιέχει 30.184 κοινοποιηθείσες περιπτώσεις (δηλαδή 16.666 βασικά αρχεία και 13.518 προσθήκες).

    Μόνον για το 2002, ανακοινώθηκαν από τα κράτη μέλη 2.119 περιπτώσεις έναντι 1.873 κατά το προηγούμενο έτος, δηλαδή σημειώθηκε αύξηση 13,1 % σε σχέση με το 2001. Η αύξηση αυτή αντιστρέφει την κατάσταση των προηγούμενων ετών, καθώς από το 1997 έως το 2001 παρατηρήθηκε συνεχής μείωση των κοινοποιηθεισών περιπτώσεων.

    Σε σχέση με το 2001, η αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων είναι εντονότερη στο Βέλγιο (+63,5 %), στη Δανία (+40,3 %), στην Ελλάδα (+136,4 %), στην Ιταλία (+48,5 %) και στη Σουηδία (+88,9 %). Αντιθέτως, ο αριθμός των περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν από τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκε σημαντικά σε 15,6% και 35,4% αντίστοιχα.

    10.2.1.2. Τα βεβαιωθέντα ποσά αυξήθηκαν κατά 35,8 % σε σχέση με το 2001

    Οι κοινοποιηθείσες περιπτώσεις για το 2002 αντιστοιχούν σε βεβαιωθέντα ποσά ύψους 324.544.459 ευρώ, ήτοι αύξηση 35,8 % σε σχέση με το 2001. Η αύξηση αυτή συνάδει με τη γενική άνοδο που παρατηρείται στα βεβαιωθέντα ποσά από το 1998, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εξαιρετικά υψηλή αύξηση του 2000 ως συνέπεια της υπόθεσης των γαλακτοκομικών προϊόντων της Νέας Ζηλανδίας. Το ανακτηθέν ποσό για το 2002 ανέρχεται σε 80.562.638 ευρώ, δηλαδή 24,82 % του βεβαιωθέντος ποσού, έναντι 21,46% το προηγούμενο έτος.

    Η ανάλυση της εξέλιξης των βεβαιωθέντων ποσών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για ορισμένα κράτη μέλη, το εν λόγω ποσό εξελίσσεται ανεξάρτητα από τη διακύμανση του αριθμού των περιπτώσεων προς τα άνω ή προς τα κάτω. Σε σχέση με το 2001, η αύξηση του βεβαιωθέντος ποσού είναι ιδιαίτερα σημαντική στο Βέλγιο (+253,4 %), στη Γερμανία (+324,5 %), στις Κάτω Χώρες (+465,4 %), στην Ιρλανδία (+79,4 %). Αντιθέτως, το επίπεδο των βεβαιωθέντων ποσών σημείωσε πτώση στη Φινλανδία (-75,1 %), στην Ελλάδα (-97,5 %), στην Ιταλία (-56,7 %), στην Ισπανία (-61,7 %) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (-52,3 %).

    Η σύγκριση των στοιχείων που διαβίβασαν τα κράτη μέλη το 2002 και των δεδομένων του 2001 παρέχει ορισμένες εξηγήσεις όσον αφορά τις σημαντικές αυτές διακυμάνσεις. Στο Βέλγιο, εκ των 484 περιπτώσεων, 26 αφορούν την εισαγωγή μπανανών από τις Ηνωμένες Πολιτείες με παραποιημένα πιστοποιητικά εισαγωγής AGRIM και 62 περιπτώσεις αφορούν τη λαθρεμπορία τσιγάρων. αξίζει επίσης να σημειωθεί μία περίπτωση παρατυπίας που αφορά τους δασμούς αντιντάμπινγκ για την εισαγωγή πυριτίου. Η αύξηση του βεβαιωθέντος ποσού στην περίπτωση της Γερμανίας οφείλεται σε 28 περιπτώσεις παρατυπιών που αφορούν τη ζάχαρη. Το βεβαιωθέν ποσό στην Ελλάδα εμφάνιζε μείωση σε σχέση με το 2001 καθώς, κατά το προηγούμενο έτος, το εν λόγω κράτος μέλος είχε αναφέρει 2 περιπτώσεις βοείου κρέατος που αντιστοιχούσαν σε 6,2 εκατομμύρια ευρώ.

    Το 2001 η Φινλανδία είχε κοινοποιήσει ένα σημαντικό ποσό που αντιστοιχούσε σε εισαγωγή παραπροϊόντων του πετρελαίου. το 2002, δεν κοινοποιήθηκε κανένα αξιοσημείωτο ποσό. Η αύξηση του βεβαιωθέντος ποσού στην Ιρλανδία οφείλεται σε 2 περιπτώσεις εισαγωγής αυτοκινήτων από τις Ηνωμένες Πολιτείες για περίπου 0,622 εκατομμύρια ευρώ. Για το 2002, η Ιταλία κοινοποίησε 100 περιπτώσεις λαθρεμπορίας τσιγάρων. το βεβαιωθέν ποσό σημείωσε πτώση σε σχέση με το 2001, καθώς, το προηγούμενο έτος, η Ιταλία είχε κοινοποιήσει 22 περιπτώσεις παρατυπιών που αφορούσαν την εισαγωγή μπανανών και αντιστοιχούσαν σε περίπου 78,2 εκατομμύρια ευρώ. Η αύξηση των βεβαιωθέντων ποσών στις Κάτω Χώρες οφείλεται σε 19 περιπτώσεις λαθρεμπορίας τσιγάρων που αντιστοιχούν σε 50,03 εκατομμύρια ευρώ.

    Στην Ισπανία, το βεβαιωθέν ποσό σημείωσε πτώση σε σχέση με το 2001, καθώς το εν λόγω έτος, το κράτος αυτό κοινοποίησε 12 περιπτώσεις παρατυπιών σχετικές με αεροσκάφη ύψους περίπου 17,85 εκατομμυρίων ευρώ. Για τη Σουηδία, ο αριθμός των περιπτώσεων αυξήθηκε, αλλά το ύψος των διακυβευόμενων ποσών παρέμεινε χαμηλό. Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, κανένας ιδιαίτερος λόγος, ακόμη και σε σύγκριση με τα δεδομένα του 2001, δεν εξηγεί την παρατηρούμενη γενική μείωση του αριθμού των περιπτώσεων και του βεβαιωθέντος ποσού. Είναι πιθανό το 2002 να χαρακτηρίσθηκε από μειωμένη δραστηριότητα. ωστόσο, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει την κατάσταση αυτή στην επόμενη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής ιδίων πόρων.

    10.2.2. Γεωργικές δαπάνες (Παραρτήματα 2 και 3)

    Το 2002, τα κράτη μέλη κοινοποίησαν 3.285 παρατυπίες βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 595/91, έναντι 2.415 παρατυπιών το 2001. Σημειώθηκε δηλαδή αύξηση άνω του 36 %. Το συνολικό ποσό για το 2002 ανήλθε σε περίπου 198 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 140 εκατομμυρίων το 2001, σημειώνοντας αύξηση άνω του 41 %. Το σύνολο των κοινοποιηθεισών παρατυπιών για τον τομέα αυτό αντιστοιχεί ωστόσο μόνο στο 0,46 % του γεωργικού προϋπολογισμού. Επίσης, το μέσο ποσό ανά παρατυπία ακολουθεί καθοδική πορεία από το 1994. Στο παράρτημα 2 δίνεται μια γενική εικόνα του αριθμού των παρατυπιών ανά κράτος μέλος και των αντίστοιχων ποσών ως ποσοστού των δαπανών του ΕΓΤΠΕ.

    Το 2001, διοργανώθηκε κύκλος κατάρτισης για το σύνολο του προσωπικού των κρατών μελών ώστε, από το 2002, η ανακοίνωση των παρατυπιών βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 595/91 προς την ΟLAF να γίνεται σε ψηφιακή μορφή και να καταργηθούν οι έγγραφες ανακοινώσεις. Δυστυχώς, επί του παρόντος, δεν χρησιμοποιούν όλα τα κράτη μέλη την ψηφιακή μορφή. Στο τέλος του 2002, τρία κράτη μέλη (Γερμανία, Ισπανία και Ελλάδα) εξακολουθούσαν να ανακοινώνουν τις παρατυπίες εγγράφως. Μεταξύ αυτών, η Γερμανία και η Ισπανία είναι οι χώρες από τις οποίες προέρχεται άνω του 52 % (1.709 ανακοινώσεις) του συνόλου των ανακοινώσεων.

    Πρέπει επίσης να σημειωθεί το πρόβλημα της καθυστερημένης ανακοίνωσης των παρατυπιών [95]. Περισσότερες από 2.147 ανακοινώσεις μεταδόθηκαν εκπρόθεσμα. Η ψηφιακή μετάδοση θα διευκόλυνε την εμπρόθεσμη μετάδοση των ανακοινώσεων.

    [95] Οι παρατυπίες πρέπει να κοινοποιούνται εντός 2 μηνών από τη λήξη κάθε τριμήνου (άρθρα 3 και 5 του κανονισμού αριθ. 595/91).

    Το γράφημα 10.1 αναπαριστά τον τρόπο μετάδοσης των ανακοινώσεων:

    Παρατυπίες που ανακοινώθηκαν από τα κράτη μέλη

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Όπως αναφέρεται στην ετήσια έκθεση για το 2001, δεν είναι βέβαιο εάν ο συνολικός αριθμός των ανακοινώσεων που ελήφθησαν ταυτίζεται με τον συνολικό αριθμό των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών που εντόπισαν τα κράτη μέλη. Ένας από τους λόγους είναι το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν απέστειλαν ανακοινώσεις για κάθε τρίμηνο, αλλά μόνον για ένα ή δύο τρίμηνα. Ένας άλλος λόγος είναι το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη ανακοίνωσαν ήδη παρατυπίες για το έτος 2003, δηλαδή για τους δύο πρώτους μήνες του 2003. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι η περίοδος κατά την οποία κοινοποιούνται κανονικά οι παρατυπίες του τετάρτου τριμήνου, συνεπώς, είναι πιθανό οι περιπτώσεις αυτές να εντοπίσθηκαν στην πραγματικότητα το 2002. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν απεστάλησαν ούτε ελήφθησαν εμπρόθεσμα όλες οι ανακοινώσεις για το τέταρτο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς (λήξη προθεσμίας: 28 Φεβρουαρίου 2003). Η OLAF έλαβε από την Ισπανία και τη Γερμανία 300 και 250 ανακοινώσεις αντίστοιχα, για το 2002, τον Απρίλιο του 2003. Στο παρελθόν, ορισμένα κράτη μέλη ανακοίνωσαν περιπτώσεις παρατυπιών 6 μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας.

    Στο γράφημα 10.2. δίνεται μια γενική εικόνα του ρυθμού αποστολής των ανακοινώσεων κατά τη διάρκεια του έτους.

    Γράφημα 10.2.: Παρατυπίες που ανακοινώθηκαν από τα κράτη μέλη το 2002

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Παρά την αντιστροφή της τάσης που παρατηρήθηκε το 2001, τα αριθμητικά στοιχεία για το 2002 δείχνουν ότι η εν λόγω τάση συνεχούς και σημαντικής αύξησης των αριθμού των περιπτώσεων των τελευταίων ετών διατηρείται. Οι 3.285 περιπτώσεις που ανακοινώθηκαν το 2002 αντιστοιχούν σε ± 198 εκατομμύρια ευρώ, έναντι ± 140 εκατομμύρια ευρώ το 2001, δηλαδή οι περιπτώσεις αυξήθηκαν κατά 870 και το σχετικό ποσό κατά 60 εκατομμύρια ευρώ. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι το μέσο ποσό ανά παρατυπία μειώνεται συνεχώς από το 1994. Στο γράφημα 10.3. παρουσιάζεται ο συνολικός αριθμός περιπτώσεων κατ' έτος. Στο παράρτημα 3 δίνεται μια γενική εικόνα της περιόδου 1998-2002.

    Γράφημα 10.3.: Παρατυπίες που ανακοινώθηκαν από τα κράτη μέλη για την περίοδο

    1971-2002

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Ο μεγαλύτερος αριθμός ανακοινώσεων το 2002 προήλθε από την Ισπανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Από οικονομικής άποψης, η Ιταλία είναι το κράτος μέλος που ανακοίνωσε το υψηλότερο επίπεδο απάτης και παρατυπιών, δηλαδή σχεδόν 80 εκατομμύρια ευρώ, ακολουθούμενη από την Ισπανία η οποία ανακοίνωσε ποσό άνω των 59 εκατομμυρίων ευρώ. Η Ισπανία και η Ιταλία αντιπροσωπεύουν περισσότερο από 70 % των συνολικών ανακοινωθέντων ποσών. Τα ανακοινωθέντα ποσά εκ μέρους της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι σχετικά χαμηλά. Μολονότι αυτά τα τέσσερα κράτη μέλη κατέγραψαν σχετικά υψηλό αριθμό περιπτώσεων, τα εμπλεκόμενα ποσά είναι σχετικά χαμηλά. Στο παράρτημα 2 δίνεται μια γενική εικόνα ανά κράτος μέλος.

    Γράφημα 10.4. : Σχέση μεταξύ του συνολικού ποσού και του μέσου ποσού

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Στο γράφημα 10.4 φαίνεται η σχέση μεταξύ του συνολικού ποσού στο οποίο αντιστοιχούν οι παρατυπίες ανά κράτος μέλος και του μέσου ποσού ανά παρατυπία και ανά κράτος μέλος. Σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη παρατηρείται παραπλήσια σχέση μεταξύ του συνολικού και του μέσου ποσού ανά περίπτωση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της Ελλάδας και της Ισπανίας προκαλούν εντύπωση. Η Ισπανία ανακοίνωσε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων παρατυπίας, αλλά τα ποσά στα οποία αντιστοιχούσαν ήταν σχετικά χαμηλά. Το αντίθετο ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας: το μέσο ποσό ανά περίπτωση είναι εξαιρετικά υψηλό σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των παρατυπιών. Η ανάλυση αυτού του είδους παρατυπίας και του σχετικού μηχανισμού θα δώσει μια πιο σαφή εικόνα αυτών των περιπτώσεων.

    Τα κράτη μέλη οφείλουν να αναφέρουν το έτος της δαπάνης στις ανακοινώσεις τους. Ωστόσο, το πράττουν μόνον στο 26,7 % των περιπτώσεων. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι τα κράτη μέλη ανακοινώνουν σχετικά υψηλό αριθμό περιπτώσεων, 25,3 % επί του συνόλου, που αφορούν απάτη ή παρατυπία που διαπράχθηκε πέντε ή και περισσότερα χρόνια νωρίτερα.

    Επιπλέον, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης την ημερομηνία αποκάλυψης των παρατυπιών και την ημερομηνία κοινοποίησής τους στην OLAF. Στο γράφημα 10.5. απεικονίζεται το χρονικό διάστημα (σε έτη) που μεσολάβησε μεταξύ της αποκάλυψης της παρατυπίας και της κοινοποίησής της. Σε δύο περιπτώσεις, οι παρατυπίες είχαν αποκαλυφθεί 20 και πλέον χρόνια πριν από την πρόσφατη κοινοποίησή τους στην OLAF. Οι εν λόγω δύο περιπτώσεις χαρακτηρίστηκαν «απάτη» και το συνολικό εμπλεκόμενο ποσό υπερέβαινε τα 4 εκατομμύρια ευρώ. Οι άλλες περιπτώσεις, οι οποίες κοινοποιήθηκαν 10 ή και περισσότερο από 10 χρόνια μετά την αποκάλυψή τους, είτε έλαβαν τον χαρακτηρισμό της απάτης είτε δεν χαρακτηρίσθηκαν. Το συνολικό εμπλεκόμενο ποσό ήταν σχεδόν 13 εκατομμύρια ευρώ.

    Σχεδόν 90% των παρατυπιών κοινοποιούνται εντός δύο ετών από την αποκάλυψή τους.

    Γράφημα 10.5.: Έτη που μεσολαβούν μεταξύ της αποκάλυψης και της κοινοποίησης της παρατυπίας

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Η καθυστερημένη κοινοποίηση μιας περίπτωσης ενδέχεται να έχει ως συνέπεια το κράτος μέλος να μη λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό ή τη μείωση του δημοσιονομικού αντίκτυπου μιας παρατυπίας. Αυτό ενδέχεται να συμβεί για παράδειγμα στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος κινεί διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες παράλληλα με την κοινοποίηση της παρατυπίας. Αυτό θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει αρνητικά τις πιθανότητες ανάκτησης, την «επιμέλεια» ενός κράτους μέλους και τη διαδικασία εκκαθάρισης των λογαριασμών.

    10.2.3. Διαρθρωτικές ενέργειες (Παραρτήματα 4 και 5)

    Όσον αφορά τις διαρθρωτικές ενέργειες, τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιούν τις περιπτώσεις παρατυπίας σύμφωνα με το άρθρο 3 των κανονισμών αριθ.1681/94 [96] και 1831/94 [97] εντός δίμηνης προθεσμίας μετά το πέρας κάθε τριμήνου. Σύμφωνα με το άρθρο 5 των προαναφερθέντων κανονισμών, υποχρεούνται να υποβάλλουν συμπληρωματικά στοιχεία για την εξέλιξη των κοινοποιηθεισών περιπτώσεων.

    [96] Ο κανονισμός 1681/94 εφαρμόζεται στα διαρθρωτικά ταμεία, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και το Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ).

    [97] Ο κανονισμός 1831/94 εφαρμόζεται στο Ταμείο Συνοχής.

    Το έτος 2002 υπήρξε, από πολλές απόψεις, μία ιδιαίτερη χρονιά:

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πρώτον, ορισμένα κράτη μέλη άρχισαν να κοινοποιούν περιπτώσεις παρατυπιών ηλεκτρονικά.

    Προς το παρόν, μόνον οι διοικήσεις τεσσάρων χωρών (Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Πορτογαλία και Σουηδία) υπέβαλαν τις κοινοποιήσεις τους ηλεκτρονικά. Το γράφημα 10.6 ποσοτικοποιεί τον αριθμό των περιπτώσεων που ελήφθησαν σε ηλεκτρονική μορφή, 98 % των οποίων προερχόταν από τις Κάτω Χώρες.

    Δεύτερον, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς η περίοδος προγραμματισμού 1994-1999 πλησιάζει στη λήξη της, ο αριθμός των κοινοποιηθεισών περιπτώσεων παρατυπίας αυξήθηκε σημαντικά, από 1.194 το 2001 σε 4.656 το 2002. Ομοίως, τα σχετικά ποσά αυξήθηκαν από 216 εκατομμύρια ευρώ σε 614 εκατομμύρια ευρώ. Τα παραρτήματα 4 και 5 δείχνουν αντιστοίχως τον αριθμό των κοινοποιήσεων ανά κράτος μέλος και τη γενική τάση του αριθμού των νέων περιπτώσεων που κοινοποιούνται κατ' έτος.

    Επιπλέον, το 2002, όπως και το 2001, η πλειονότητα των περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη αφορούσαν τα διαρθρωτικά ταμεία (ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Προσανατολισμού, ΕΚΤ, ΕΤΠΑ, και ΧΜΠΑ). Όσον αφορά το Ταμείο Συνοχής (περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος), εκ των τεσσάρων δικαιούχων κρατών μελών (Ελλάδα, Ισπανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία), μόνον η Ισπανία δεν κοινοποίησε περιπτώσεις απάτης ή παρατυπιών. Ωστόσο, μόνον τέσσερις περιπτώσεις κοινοποιήθηκαν στην OLAF για σχεδόν 10 εκατομμύρια ευρώ και είτε οι παρατυπίες εντοπίστηκαν πριν από την τελική πληρωμή είτε τα ποσά ανακτήθηκαν εξ ολοκλήρου.

    Από το σύνολο των περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν το 2002, οι περισσότερες αφορούσαν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), τόσο από την άποψη του πλήθους των κοινοποιηθεισών περιπτώσεων (2.716) όσο και από την άποψη των διακυβευόμενων ποσών (σχεδόν 403 εκατομμύρια ευρώ).

    Η ανάλυση του μοντέλου των κρατών ϴελών των προηγούμενων ετών επιβεβαιώθηκε το 2002. Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), οι Κάτω Χώρες κοινοποίησαν τον μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων, ενώ η Γερμανία ήταν η χώρα που κοινοποίησε τον μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων συνολικά, και ειδικότερα όσον αφορά το ΕΤΠΑ. Στην ουσία, από τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες προήλθε ο μισός και πλέον όγκος κοινοποιήσεων, τόσο από την άποψη του πλήθους των κοινοποιηθεισών παρατυπιών όσο και από την άποψη των εμπλεκόμενων ποσών.

    Στα γραφήματα 10.7 και 10.8 φαίνονται μερικές σημαντικές πτυχές των ανακοινώσεων διάφορων κρατών μελών.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πρέπει να σημειωθεί ότι τα κράτη μέλη ταξινομήθηκαν βάσει των διατεθέντων ποσών ανά τομέα, συνεπώς, στη Δανία χορηγήθηκε το πιο μικρό ποσό ενώ στην Ισπανία το μεγαλύτερο [98]. Η σκούρα γραμμή (με τα σημεία σε σχήμα ρόμβου) δείχνει τα ποσά που αντιστοιχούν στις παρατυπίες που κοινοποιήθηκαν από κάθε κράτος μέλος, ενώ η ανοιχτόχρωμη γραμμή (με τα τετράγωνα σημεία) δείχνει τον αριθμό των κοινοποιηθεισών περιπτώσεων. Το γράφημα 10.7 δείχνει ότι τη σχέση μεταξύ του ποσού που χορηγήθηκε σε κάθε κράτος μέλος και των παρατυπιών που εντοπίσθηκαν.

    [98] Το Λουξεμβούργο δεν ελήφθη υπόψη καθώς δεν κοινοποίησε καμία παρατυπία. Τα αριθμητικά στοιχεία αναφέρονται στην περίοδο προγραμματισμού 2000-2006.

    Η σχέση αυτή είναι ακόμη πιο εμφανής όταν φαίνονται μόνον τα συνολικά ποσά των παρατυπιών ανά κράτος μέλος (γράφημα 10.8). Η γραμμική τάση (ευθεία σκούρη γραμμή) είναι χαρακτηριστική. Εάν η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες δεν συμπεριληφθούν στο γράφημα, η αλληλεξάρτηση των δύο μεταβλητών καθίσταται ακόμη πιο σαφής.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    10.3. Περιπτώσεις που ερευνήθηκαν από την OLAF

    Υπενθυμίζεται ότι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτή τη δραστηριότητα της OLAF παρέχονται στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης που υποβάλλεται βάσει του κανονισμού αριθ. 1073/99.

    Το 2002, η OLAF άνοιξε 415 υποθέσεις, έναντι 381 το 2001. Συνεπώς, η δραστηριότητά της αυξάνει συνεχώς και παρουσιάζεται ανά τομέα προϋπολογισμού στον πίνακα κατωτέρω:

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Στον δεύτερο πίνακα παρουσιάζονται τα δεδομένα των περιπτώσεων των οποίων η εξέταση περατώθηκε το 2002 καθώς και ο δημοσιονομικός αντίκτυπός τους. Φαίνονται οι φάσεις της δραστηριότητας σε κάθε τομέα του προϋπολογισμού και είναι εμφανής η συνεχής αύξηση της δραστηριότητας, κυρίως από την άποψη των συνολικών ποσών. Οι έρευνες που είναι ακόμη σε εξέλιξη δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    10.3.1. Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι

    Στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων, ξεκίνησαν 155 νέες έρευνες, έναντι 74 το 2001. Αυτές οι νέες περιπτώσεις αφορούν κυρίως απάτες σχετικές με τους δασμούς αντιντάμπινγκ. εντοπίζονται συχνά σε προϊόντα ασιατικής προέλευσης (Κίνα, χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας). Το 2002 περατώθηκαν 168 υποθέσεις (98 το 2001) με δημοσιονομικό αντίκτυπο ύψους περίπου 464,9 εκατομμυρίων ευρώ: στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται 375,90 εκατομμύρια ευρώ για γεωργικούς δασμούς και εισφορές ζάχαρης και 29 εκατομμύρια ευρώ για τους τελωνειακούς δασμούς των τσιγάρων, των καυσίμων και των οινοπνευματωδών.

    Οι εν εξελίξει έρευνες στον τομέα των δασμών αντιντάμπινγκ αφορούν πολύ μεγαλύτερα ποσά (περίπου 60 εκατομμύρια ευρώ για δύο περιπτώσεις σχετικές με εισαγωγές τηλεοράσεων και CD Rom). Η OLAF ενέτεινε τις προσπάθειές της στον τομέα αυτόν λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα που προστατεύονται από τα δασμολογικά μέτρα, ιδίως την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας.

    10.3.2. Γεωργία

    Στον τομέα των γεωργικών δαπανών, ξεκίνησε η εξέταση 36 νέων υποθέσεων (14 για τις γεωργικές επιδοτήσεις και 22 για τις άμεσες ενισχύσεις) το 2002, έναντι 105 το 2001, και οι σχετικές έρευνες ήταν ακόμη σε εξέλιξη στο τέλος της περιόδου αναφοράς.

    Περατώθηκε η εξέταση 50 υποθέσεων, με δημοσιονομικό αντίκτυπο ύψους 208,7 εκατομμυρίων ευρώ (εκ των οποίων 153,7 εκατομμύρια ευρώ για τις άμεσες ενισχύσεις). Στον τομέα αυτό, το 2002, η OLAF έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα προβλήματα που παρουσιάσθηκαν κατά την υλοποίηση του προγράμματος της μακροχρόνιας παύσης εκμετάλλευσης γεωργικών γαιών στην Ελλάδα. Οι σχετικές εργασίες ολοκληρώθηκαν και η OLAF υπέβαλε την τελική έκθεσή της στις ελληνικές δικαστικές και διοικητικές αρχές, οι οποίες θα αναλάβουν τις επακόλουθες δικαστικές και οικονομικές ενέργειες για την ανάκτηση των ποσών από τους εμπλεκόμενους, εταιρείες και ιδιώτες. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος ανέρχεται σε τουλάχιστον 3,4 εκατομμύρια ευρώ και ενδέχεται να φθάσει τα 20 εκατομμύρια ευρώ.

    Τον Ιούλιο του 2002, η OLAF περάτωσε την εξέταση μιας υπόθεσης που αφορούσε την εξαγωγή, από βελγική εταιρεία, προϊόντων κρέατος σε κονσέρβα, τα οποία είχαν δηλωθεί για εξαγωγή, ενώ δεν ενέπιπταν στη σχετική κατηγορία, με αποτέλεσμα η εν λόγω εταιρεία να εξασφαλίσει επιστροφές κατά την περίοδο 1996 έως 2001. Οι βελγικές αρχές ξεκίνησαν διαδικασία για την ανάκτηση του ποσού των 7 εκατομμυρίων ευρώ. Η εν λόγω βελγική εταιρεία είναι θυγατρική ολλανδικού ομίλου εταιρειών εμπορίας κρεάτων, που διέπραξε παρόμοια απάτη και στις Κάτω Χώρες, στον οποίο επίσης επιβλήθηκαν μέτρα παρακολούθησης.

    10.3.3. Διαρθρωτικά ταμεία

    Κατά τη διάρκεια του 2002, στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων δρομολογήθηκαν 38 νέες έρευνες (έναντι 66 το 2001): 42 % ΕΚΤ, 38 % ΕΤΠΑ, 16 % ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Προσανατολισμού και 4 % ΧΜΠΑ. Ειδικότερα, δόθηκε προτεραιότητα στις περιπτώσεις «σοβαρού» ή «διακρατικού» χαρακτήρα, με δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις στα κοινοτικά συμφέροντα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, περατώθηκαν 270 έρευνες (έναντι 66 το 2001), και καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για την εκκαθάριση των τρεχουσών υποθέσεων.

    Οι μηχανισμοί απάτης που εντοπίσθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των ερευνών αφορούσαν κυρίως πλαστά τιμολόγια και παραποιημένες δηλώσεις δαπανών χωρίς τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Καταβλήθηκαν προσπάθειες για τη διασφάλιση καλύτερης συνεργασίας με τις εθνικές αρχές ιδίως στο πλαίσιο των επιτόπιων ελέγχων. Στο πνεύμα αυτό, καθιερώθηκε επίσης στενή συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

    10.3.4. Άμεσες δαπάνες

    Για τη διαχείριση του τομέα των άμεσων δαπανών και της εξωτερικής βοήθειας αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η Επιτροπή. Η δραστηριότητα στον τομέα αυτόν αυξάνει, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο των σχετικών πολιτικών στο γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων βαίνει μειούμενο (κάτω του 0,5 % του σχετικού προϋπολογισμού πλήττεται από τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπίας). Αυτό εξηγείται από την προσπάθεια της Επιτροπής να παράσχει αποτελεσματική προστασία σε έναν τομέα, στον οποίο η ίδια είναι η άμεση διαχειριστική αρχή και η OLAF είναι, γενικά, το μόνο όργανο διεξαγωγής ερευνών. Το 2002, ξεκίνησαν 136 νέες έρευνες (έναντι 103 το 2001), 97 εκ των οποίων στον τομέα της εξωτερικής βοήθειας. Την ίδια περίοδο, περατώθηκαν 128 υποθέσεις (122 το 2001), με δημοσιονομικό αντίκτυπο ύψους περίπου 28,90 εκατομμυρίων ευρώ.

    Κατά συνέπεια, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος που αναφέρεται στην παρούσα έκθεση αφορά αποκλειστικά τις υποθέσεις που περατώθηκαν το 2002, και είναι προφανές ότι τα σχετικά αριθμητικά στοιχεία δεν δίνουν την πλήρη εικόνα της αντιμετώπισης των περιπτώσεων απάτης που πλήττουν τον προϋπολογισμό. Επιπλέον, συχνά η επίπτωση δεν έχει σχέση με τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτόν καθεαυτό, αλλά αφορά επίσης τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών ή συγκεκριμένων οργάνων.

    10.3.5. Εσωτερικές έρευνες

    Οι εσωτερικές έρευνες αφορούν όλους τους τομείς της κοινοτικής δραστηριότητας και αποτελούν πρωταρχικής σημασίας δραστηριότητα για την OLAF.

    Το 2002, ξεκίνησαν 50 νέες έρευνες έναντι 33 το 2001. Περατώθηκαν 36 υποθέσεις, έναντι 13 το 2001, σημειώθηκε δηλαδή αύξηση της δραστηριότητας, η οποία σχετίζεται με την καλύτερη συνεργασία των κύριων και επικουρικών οργάνων και οργανισμών της Κοινότητας. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος ύψους 13,72 εκατομμυρίων ευρώ, ελαφρώς χαμηλότερος σε σχέση με το προηγούμενο έτος (20,87 εκατομμύρια ευρώ), δεν έχει σχέση με το βασικό στόχο, που δεν είναι κατά κύριο λόγο οικονομικής φύσης.

    11. Ειδική ανάλυση: τάσεις

    11.1. Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι

    Οι κοινοποιήσεις περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών εκ μέρους των κρατών μελών, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1150/2000, αναδεικνύουν τις εξής τάσεις:

    11.1.1. Η κατανομή των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών ανά τελωνειακό καθεστώς και η τυπολογία των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών επιβεβαιώνουν τις επιπτώσεις της απάτης στην ελεύθερη κυκλοφορία

    Τα αριθμητικά στοιχεία για το 2002 (69,37 % των περιπτώσεων και 51,59 % των βεβαιωθέντων ποσών) επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι το καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας είναι αυτό που κυρίως πλήττεται από την απάτη, καθιστούν όμως εμφανή μια καθοδική τάση: όσον αφορά τον αριθμό των περιπτώσεων, η πτώση είναι 4,04 % σε σχέση με το 2001 και 10,29 % σε σχέση με το 2000. όσον αφορά τα ποσά, η πτώση είναι 34,9 % σε σχέση με το 2001 και 41,1 % σε σχέση με το 2000. Η αναλυτική κατανομή των βεβαιωθεισών περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών ανά είδος απάτης όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων δείχνει ότι η πλειονότητα των περιπτώσεων - παρατηρείται μάλιστα μια ελαφρώς αυξητική τάση τόσο στο πλήθος των περιπτώσεων όσο και στο ύψος των ποσών - βρίσκεται στην κατηγορία μη δηλωθέντα εμπορεύματα.

    Αντίθετα, οι επιπτώσεις της απάτης στη διαμετακόμιση (αριθμός υποθέσεων : +4,78 % σε σχέση με το 2001 - βεβαιωθέντα ποσά: +16,06 % σε σχέση με το 2001) είναι πιο έντονες. Παρατηρείται επίσης ελαφρά αύξηση στις περιπτώσεις απάτης στις τελωνειακές αποθήκες (+1,95 % σε σχέση με το 2001). Η κατηγορία λοιπές διαδικασίες παρουσιάζει επίσης αύξηση. η συγκεντρωτική φύση των πληροφοριών της κατηγορίας αυτής, η οποία υπογραμμίσθηκε και στα προηγούμενα έτη, στρεβλώνει την ανάλυσή τους.

    11.1.2. Η κατανομή των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών ανά τύπο εμπορεύματος και ανάλογα με την προέλευση επιβεβαιώνει την επίπτωση της απάτης, ειδικά όσον αφορά τα τσιγάρα

    Συγκρίνοντας τα 25 πρώτα εμπορεύματα στην κατάταξη των εμπορευμάτων που πλήττονται περισσότερο από την απάτη, παρατηρούμε ότι, όπως και τα προηγούμενα έτη, κυρίαρχη θέση - και με αυξητικές τάσεις - καταλαμβάνει η απάτη στα τσιγάρα και τις μπανάνες, τόσο από την άποψη του αριθμού των περιπτώσεων όσο και από την άποψη των βεβαιωθέντων ποσών. τα αριθμητικά στοιχεία για το 2002 δείχνουν επίσης ότι αυξάνουν τα κρούσματα απάτης στη ζάχαρη και το αλουμίνιο. Όσον αφορά την προέλευση των εμπορευμάτων που πλήττονται περισσότερο από την απάτη, τις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των 25 πρώτων τόπων προέλευσης καταλαμβάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. σαφή αυξητική τάση εμφανίζουν τα προϊόντα ιαπωνικής προέλευσης. Ο αριθμός των περιπτώσεων της κατηγορίας απροσδιόριστη ή άγνωστη προέλευση παραμένει υψηλός, με αποτέλεσμα να στρεβλώνεται εν μέρει η ανάλυση των επιπτώσεων ως προς τον τόπο προέλευσης.

    11.1.3. Η κοινοποίηση των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών πρέπει να βελτιωθεί

    Οι κοινοποιήσεις των κρατών μελών που αφορούν τις περιπτώσεις απάτης ή παρατυπιών δεν αντικατοπτρίζουν πάντα πιστά την πραγματικότητα. Πράγματι, η εμπειρία αποδεικνύει ότι οι διαβιβασθείσες πληροφορίες χρήζουν βελτίωσης τόσο από την άποψη της ποσότητας όσο και της ποιότητας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαβίβαση όσο το δυνατό πιο ορθών και ενημερωμένων πληροφοριών, οι οποίες να αντικατοπτρίζουν τόσο την τελωνειακή όσο και τη δημοσιονομική πραγματικότητα, η Επιτροπή εντείνει τις προσπάθειές της στον τομέα της συγκέντρωσης και της ανάλυσης των δεδομένων που της κοινοποιούν τα κράτη μέλη. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή έχει καταλήξει σε δύο άξονες εργασίας:

    11.1.3.1. Σύγκριση μεταξύ των ποσών που καταχωρήθηκαν στα χωριστά λογιστικά βιβλία και των περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, του κανονισμού αριθ. 1150/2000

    Τον Μάρτιο του 2002, η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη να εκπονήσουν αναλυτική έκθεση σχετικά με τα ποσά που ήταν καταχωρημένα στα χωριστά λογιστικά τους βιβλία την 31η Δεκεμβρίου 2001.

    Εν αναμονή οριστικών αποτελεσμάτων, η Επιτροπή προέβη ήδη σε προκαταρκτική ανάλυση βάσει των πρώτων απαντήσεων που έλαβε, ώστε να διαπιστώσει εάν είναι δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ των καταχωρημένων στα χωριστά λογιστικά βιβλία ποσών και των περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν μέσω του λογισμικού OWNRES. Η πρώτη ανάλυση έδειξε ότι ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη διαχειρίζονται αυτούς τους δύο τύπους δεδομένων δεν επιτρέπει, σε πολλές περιπτώσεις, τη συσχέτισή τους. από την άλλη, το ποσοστό των ποσών για τα οποία η συσχέτιση κατέστη δυνατή διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε αποκλίνουσες ερμηνείες όσον αφορά τις έννοιες της απάτης και της παρατυπίας στα διάφορα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα κάποια από αυτά να έχουν θεσπίσει μια τρίτη κατηγορία για τις περιπτώσεις που δεν εντάσσονται ούτε στην κατηγορία της απάτης ούτε σε αυτή της παρατυπίας, παραλείποντας τα σχετικά ποσά από τις κοινοποιήσεις. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα ποσά άνω των 10.000 ευρώ που έχουν καταχωρηθεί στα χωριστά λογιστικά βιβλία πρέπει να κοινοποιούνται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5.

    Η ανάλυση των απαντήσεων των άλλων κρατών μελών συνεχίζεται και θα επιτρέψει τη διασάφηση αυτών των πρώτων συμπερασμάτων καθώς και την διευκρίνιση των βασικών αιτίων της κατάστασης. Στόχος είναι η διατύπωση τεχνικών και επιχειρησιακών προτάσεων σε εθνικό ή/και κοινοτικό επίπεδο. Το ζήτημα αυτό θα συζητηθεί κατά την επόμενη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής ιδίων πόρων τον Ιούλιο του 2003. Η Επιτροπή θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε οι παρατηρήσεις αυτές να λαμβάνονται υπόψη κατά την κοινοποίηση των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών για το 2003.

    11.1.3.2. Δημιουργία ενός πιο αποδοτικού μέσου μετάδοσης των δεδομένων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των κοινοποιήσεων

    Οι ανωμαλίες και τα λοιπά προβλήματα κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών κατέστησαν σαφείς τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη κατά τη διαχείριση των δεδομένων σχετικά με τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών μέσω του λογισμικού OWNRES. Αφού κατέγραψαν και εξέτασαν τις ανάγκες των χρηστών (κράτη μέλη και Επιτροπή), οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής ανέλαβαν να αναπτύξουν μια πιο αξιόπιστη και φιλική εφαρμογή βασισμένη στον Παγκόσμιο Ιστό, ώστε να επέλθουν οι απαραίτητες βελτιώσεις τόσο στον τρόπο μετάδοσης όσο και στην ποιότητα των πληροφοριών. Η εφαρμογή αυτή θα αντικαταστήσει τα υπάρχοντα μέσα κοινοποίησης, τα οποία αποδείχθηκαν πολυδάπανα και ανεπαρκή.

    Η εφαρμογή δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη εγκατάσταση. Τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να προβαίνουν σε πραγματικό χρόνο στην καταχώρηση και την ενημέρωση των περιπτώσεων απάτης και των παρατυπιών. τα δεδομένα θα αποθηκεύονται άμεσα. Τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να τροποποιούν τα δεδομένα ανά πάσα στιγμή. Ένα ειδικό σύστημα θα επιτρέπει την ασφαλή μετάδοση των αριθμητικών δεδομένων. Η έναρξη λειτουργίας της νέας εφαρμογής προγραμματίζεται για τον Σεπτέμβριο του 2003, ύστερα από ένα εισαγωγικό σεμινάριο που θα διοργανώσει η Επιτροπή τον Μάιο για όλα τα κράτη μέλη.

    11.2. Γεωργικές δαπάνες (ΕΓΤΠΕ -Τμήμα Εγγυήσεων)

    Προς το τέλος του Απριλίου 2003, η OLAF είχε λάβει 3.285 κοινοποιήσεις περιπτώσεων για το 2002. Όπως προαναφέρθηκε, δεν έχουν ακόμη κοινοποιηθεί όλες οι περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών που διαπράχθηκαν το 2002. Μέχρις ότου η OLAF λάβει όλες τις κοινοποιήσεις για το 2002, η εικόνα της κατάστασης δεν θα είναι πλήρης. Είναι όμως δυνατό να εξαχθούν ήδη ορισμένα συμπεράσματα.

    Εμπλεκόμενα προϊόντα

    Τα γραφήματα που ακολουθούν παρουσιάζουν τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τα προϊόντα ή τα εμπορεύματα που πλήττονται από την απάτη και τις παρατυπίες. Στο γράφημα 11.1. δίνεται μια γενική εικόνα της συχνότητας των παρατυπιών για κάθε προϊόν. Η επιλογή γίνεται βάσει των δύο πρώτων χαρακτήρων της συνδυασμένης ονοματολογίας (κωδικός ΣΟ). Ο υψηλότερος αριθμός κοινοποιηθεισών παρατυπιών, 1.548 περιπτώσεις, φέρει τον κωδικό 99, δηλαδή «απροσδιόριστο». Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν τα προϊόντα σε σχεδόν 47 % των περιπτώσεων παρατυπίας. Αυτό προκαλεί έκπληξη, ιδίως όταν πρόκειται για δηλώσεις εξαγωγών με σαφή κωδικό ΣΟ. Τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει ο κωδικός 01, που αντιστοιχεί στα ζωντανά ζώα. Τα κράτη μέλη κοινοποίησαν 561 παρατυπίες συνολικού ύψους 6,2 εκατομμυρίων ευρώ. Ο κωδικός 00 («άγνωστο») αφορά τις παρατυπίες που σχετίζονται με τις άμεσες ενισχύσεις, για παράδειγμα, με το σχέδιο για την προστασία του περιβάλλοντος των αγροτικών περιοχών κόστους περίπου 4,4 εκατομμυρίων ευρώ. Στο γράφημα που ακολουθεί δίνεται μια γενική εικόνα των εμπλεκόμενων προϊόντων και εμπορευμάτων και του πλήθους των παρατυπιών.

    Γράφημα 11.1: Κοινοποιηθείσες περιπτώσεις και εμπλεκόμενα προϊόντα

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Είναι ωστόσο πιο χρήσιμο να εξετασθούν τα διακυβευόμενα ποσά. Η ανάλυση βάσει των ποσών θα βοηθήσει στον προσδιορισμό των τομέων όπου οι κίνδυνοι είναι περισσότεροι και, επιπλέον, θα βοηθήσει στον σχεδιασμό του ελέγχου ή/και της στρατηγικής για τη διεξαγωγή των ερευνών, ώστε οι περιορισμένοι ανθρώπινοι πόροι να αξιοποιηθούν καλύτερα.

    Στο γράφημα 11.2 δίνεται μια γενική εικόνα των προϊόντων για τα οποία έχει κοινοποιηθεί το μέγιστο συνολικό ποσό και το μέσο ποσό ανά προϊόν [99].

    [99] Στα γραφήματα 11.1 και 11.2 χρησιμοποιείται ο κωδικός ΣΟ ώστε να δοθεί μια γενική εικόνα του πώς ένα προϊόν εμπλέκεται σε μια παρατυπία. Οι δώδεκα σημαντικότερες κατηγορίες είναι οι εξής:

    Γράφημα 11.2: Συνολικό ποσό και μέσο ποσό κατά περίπτωση

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Το μέγιστο συνολικό ποσό παρατηρήθηκε στις παρατυπίες που αφορούσαν προϊόντα που υπάγονταν στην κατηγορία «άγνωστα». Το συνολικό ποσό ήταν ± 75 εκατομμύρια ευρώ. Το μέσο ποσό, δηλαδή το ποσό ανά παρατυπία, ήταν ωστόσο σχετικά χαμηλό, δηλαδή 48.750 ευρώ. Αυτό δείχνει ότι η κοινοποίηση μιας «άγνωστης περίπτωσης» εκ των πραγμάτων δεν βοηθά στον προσδιορισμό των παρατυπιών. Η εν λόγω πληροφορία δεν έχει προστιθέμενη αξία.

    Όταν το προϊόν προσδιορίζεται, τα υψηλότερο ποσό καθώς και το υψηλότερο μέσο ποσό απαντώνται στην κατηγορία «Καρποί και φρούτα βρώσιμα, φλούδες εσπεριδοειδών ή πεπονιών» (κωδικός 08). Η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία κοινοποίησαν παρατυπίες στους τομείς αυτούς. Σε περίπου 61 % των εν λόγω περιπτώσεων, η παρατυπία χαρακτηρίστηκε «απάτη». Το συνολικό διακυβευόμενο ποσό ήταν περίπου 35,8 εκατομμύρια ευρώ και το μέσο ποσό κατά περίπτωση ήταν περίπου 730.000 ευρώ.

    Τη δεύτερη θέση στο γράφημα των παρατυπιών καταλαμβάνει ο κωδικός 07, «Λαχανικά, φυτά, ρίζες και κόνδυλοι, βρώσιμα». Πέντε κράτη μέλη κοινοποίησαν παρατυπίες: η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες. Το συνολικό διακυβευόμενο ποσό ανήλθε σε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ, και το μέσο ποσό κατά περίπτωση σε 500.000 ευρώ. Σε περίπου 34 % των περιπτώσεων, η παρατυπία χαρακτηρίσθηκε «απάτη».

    Πρέπει επίσης να αναφερθεί ο κωδικός 17, «Ζάχαρα και ζαχαρώδη παρασκευάσματα» Το συνολικό ποσό στο οποίο αντιστοιχούν οι κοινοποιηθείσες παρατυπίες δεν ήταν ίσως πολύ υψηλό, αλλά το μέσο ποσό ανά παρατυπία είναι σημαντικό. Η Γερμανία, η Δανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, οι Κάτω Χώρες και η Πορτογαλία κοινοποίησαν παρατυπίες. Το μέσο ποσό στο οποίο αντιστοιχούν οι παρατυπίες αυτές ήταν περίπου 390.000 ευρώ. Καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν έλαβε τον χαρακτηρισμό της «απάτης». Χαρακτηρίσθηκαν απλώς «παρατυπίες» (± 37 %) ή δεν τους δόθηκε κανένας χαρακτηρισμός.

    Το γράφημα δείχνει επίσης τις παρατυπίες για τις οποίες το μέσο ανακοινωθέν ποσό είναι σχετικά χαμηλό. Οι πληροφορίες σχετικά με τα πεδία/ τομείς όπου τα εμπλεκόμενα ποσά είναι σχετικά χαμηλά θα διευκόλυναν ενδεχομένως τη διαδικασία προσδιορισμού προτεραιοτήτων για τους ελέγχους και τις έρευνες. Οι παρατυπίες αυτές αφορούν τα ακόλουθα προϊόντα :

    - Κωδικός 21: Διάφορα παρασκευάσματα διατροφής

    - Κωδικός 18: Κακάο και παρασκευάσματα αυτού

    - Κωδικός 01: Ζώα ζωντανά

    - Κωδικός 23: Υπολείμματα και απορρίμματα των βιομηχανιών ειδών διατροφής. Τροφές παρασκευασμένες για ζώα

    - Κωδικός 10: Δημητριακά

    Το μέσο ποσό κατά περίπτωση είναι χαμηλότερο των 15.000 ευρώ.

    11.3. Διαρθρωτικές ενέργειες

    Στην παράγραφο 10.2.3, αναφέρθηκε ότι τα κράτη μέλη δεν επέδειξαν συνεκτικότητα κατά την κοινοποίηση των παρατυπιών. Η ανάλυση που ακολουθεί δίνει μια εξήγηση για τη διαπίστωση αυτή.

    Το γράφημα 11.3 [100] δείχνει το μέσο ποσό για τις παρατυπίες σε κάθε κράτος μέλος και τον τρόπο με τον οποίο αυτές κατανέμονται σε σχέση με τον γενικό μέσο όρο (οριζόντια ευθεία γραμμή). Είναι εντυπωσιακές οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, και ιδίως η διαφορά μεταξύ του μέγιστου μέσου ποσού (Ιταλία, 285.006 ευρώ) και του κατώτατου ποσού (Σουηδία, 10.063).

    [100] Τα κράτη μέλη κατατάσσονται βάσει του διατεθέντος ποσού από τα διαρθρωτικά ταμεία (περίοδος προγραμματισμού 2000-2006, στη Δανία αντιστοιχεί η χαμηλότερη τιμή και στην Ισπανία η υψηλότερη. To Λουξεμβούργο δεν ελήφθη υπόψη καθώς δεν κοινοποίησε καμία παρατυπία.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Στο γράφημα 11.4, οι ανακοινώσεις χωρίσθηκαν σε πέντε κατηγορίες ανάλογα με το ποσό στο οποίο αντιστοιχούσαν οι παρατυπίες (4.000 έως 10.000 ευρώ. 10.001 έως 50.000 ευρώ. 50.001 έως 150.000 ευρώ. 150.001 έως 1 εκατομμύριο. άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ). Οι περισσότερες κοινοποιηθείσες περιπτώσεις αφορούν ποσά μεταξύ 4.000 και 50.000 ευρώ (οι 2 πρώτες κατηγορίες στο γράφημα) και αντιπροσωπεύουν σχεδόν 66 % του συνολικού αριθμού περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν στην OLAF.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πρέπει να σημειωθεί ότι η Σουηδία (η χώρα με την κατώτατη μέση τιμή) δεν κοινοποίησε περιπτώσεις ποσών άνω των 150.000 ευρώ. Στη Φινλανδία και την Αυστρία (με τη δεύτερη και τρίτη κατώτατη τιμή αντίστοιχα), μόνο σε 2 % και 3 % αντίστοιχα των περιπτώσεων τα εμπλεκόμενα ποσά υπερέβησαν τα 150.000 ευρώ. Αντιθέτως, 39 % των περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν από τη Δανία και 26 % των περιπτώσεων από την Ιταλία υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ και ακολουθούν η Γερμανία (19%), το Ηνωμένο Βασίλειο (17%), οι Κάτω Χώρες (16%) και η Ισπανία (15%).

    Επιπλέον, τα είδη των παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν ποικίλλουν μεταξύ των κρατών μελών. Η Ιταλία και η Γερμανία (σε μικρότερο βαθμό) κοινοποίησαν αρκετές περιπτώσεις «παραποίησης» (εγγράφων, δικαιολογητικών, αιτήσεων ενίσχυσης, λογαριασμών) [101]. Παρά τα υψηλά ποσά που αναφέρθηκαν, κανένα άλλο κράτος μέλος δεν φαίνεται να αντιμετώπισε την ίδια κατάσταση, με ορισμένες ασήμαντες εξαιρέσεις στην Ισπανία και στην Πορτογαλία (1 περίπτωση στην καθεμία) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (3 περιπτώσεις).

    [101] Όπως επεσήμαναν οι ιταλικές αρχές, 70 % των περιπτώσεων για ποσά μεταξύ 150.000 και 1 εκατομμυρίου ευρώ αφορούσαν «παραποιήσεις ». 55 % των περιπτώσεων για ποσά άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ αφορούσαν επίσης το ίδιο πρόβλημα.

    Ο πίνακας 11.5 παρουσιάζει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τα πιο συνηθισμένα είδη παρατυπιών, μαζί με ένα ενδεικτικό εμπλεκόμενο ποσό και ένα μέσο εμπλεκόμενο ποσό:

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της μεθόδου κοινοποίησης των περιπτώσεων, μία περίπτωση ενδέχεται να περιέχει περισσότερα είδη παρατυπιών. Για τον λόγο αυτό, για κάθε είδος παρατυπίας σημειώνεται πόσες φορές κοινοποιήθηκε μεμονωμένη και πόσες φορές μαζί με άλλα είδη παρατυπιών. Το εμπλεκόμενο ποσό, που χαρακτηρίζεται «ενδεικτικό», είναι το άθροισμα όλων των ποσών που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο κωδικό, με αποτέλεσμα το πραγματικό σύνολο να στρεβλώνεται ελαφρώς [102].

    [102] Κατά συνέπεια, η γραμμή «σύνολο» παραλήφθηκε. Οι τιμές που αναγράφονται στις στήλες «ενδεικτικό εμπλεκόμενο ποσό» και «ενδεικτικό μέσο ποσό» είναι «εικονικές».

    Τα ορθά συνολικά ποσά είναι αυτά που παρατίθενται στο παράρτημα 4.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι τα είδη παρατυπιών με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης δεν έχουν μεταβληθεί σε σχέση με το 2001.

    Όπως και το προηγούμενο έτος, πρέπει να τονισθεί ότι ο κωδικός «999 - λοιπές παρατυπίες» έχει υψηλό αντίκτυπο στη συνολική εκτίμηση. Με τον κωδικό αυτό κοινοποιούνται οι παρατυπίες που δεν εντάσσονται σε καμία άλλη κατηγορία από αυτές που προβλέπονται από το σύστημα κοινοποίησης παρατυπιών.

    Ωστόσο, η βαρύτητα αυτών των παρατυπιών στο σύνολο των δεδομένων μειώθηκε σε σχέση με πέρσι (23 % το 2002 έναντι 28 % το 2001 από την άποψη της συχνότητας, και 23 % έναντι 35 % από την άποψη των εμπλεκόμενων ποσών). Ωστόσο, απαιτούνται πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τομέα αυτό, προκειμένου να ερμηνευθούν καλύτερα τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία.

    Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά το πλέον συνηθισμένο είδος παρατυπίας («325 - μη επιλέξιμες δαπάνες»), οι Κάτω Χώρες κοινοποίησαν τον μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων (205 εκ των 613 περιπτώσεων της στήλης «συχνότητα (μεμονωμένη)», ενώ η Αυστρία (0), το Βέλγιο (0) και η Ιταλία (1) τον μικρότερο. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η χώρα που χρησιμοποίησε περισσότερο τον γενικό κωδικό «999» (125 περιπτώσεις εκ των 420), ενώ η Ιταλία και η Φινλανδία τον χρησιμοποίησαν μόνο δύο φορές.

    Γενικά, η ποιότητα των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν φέτος από τα κράτη μέλη παρουσίασε ωστόσο βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Πρέπει ωστόσο να καταβληθεί επιπλέον προσπάθεια ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνεκτικότητα και καλύτερη τήρηση των προθεσμιών που ορίζουν οι τομεακοί κανονισμοί για τη μεταβίβαση των κοινοποιήσεων στην OLAF. Η κατάσταση αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω μετά τη μετάβαση ορισμένων κρατών μελών στο ηλεκτρονικό σύστημα μεταβίβασης δεδομένων.

    12. Δημοσιονομική παρακολούθηση

    Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της διαδικασίας ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των απωλειών εσόδων από τα κράτη μέλη. Το 2002 αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων ετών χρήσης. Με εξαίρεση τον γεωργικό τομέα στον οποίο η Επιτροπή έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή συγκεκριμένα μέτρα, τα ποσά που ανακτήθηκαν το 2002 αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο περίπου των νέων ποσών που έχουν προκύψει λόγω απάτης και λοιπών παρατυπιών στον τομέα των ιδίων πόρων και των άμεσων δαπανών, και σχεδόν σε 40 % των ποσών του τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών. Παρά των καθυστερήσεων των διαδικασιών, ιδίως των δικαστικών διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ικανοποιητικό το αποτέλεσμα και αναμένει βελτιώσεις μέσω του εκσυγχρονισμού των μεθόδων διαχείρισης και ελέγχου καθώς και μέσω στοχοθετημένων προσπαθειών για την εκκαθάριση του όγκου των συσσωρευμένων υποθέσεων.

    12.1. Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι (Παράρτημα 7)

    Η απόφαση 2000/597 [103] για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ειδικότερα το άρθρο 8, αναθέτει στα κράτη μέλη την είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Η Επιτροπή ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εκπληρώνουν την αποστολή τους για την ανάκτηση των πόρων αυτών τηρώντας τις κοινοτικές διατάξεις που ισχύουν στον τελωνειακό [104] και τον δημοσιοοικονομικό τομέα. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή εφαρμόζει μια σφαιρική στρατηγική παρακολούθησης [105], η οποία της επιτρέπει να αξιολογεί τις δράσεις των κρατών μελών και να λαμβάνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, διορθωτικά μέσα.

    [103] Απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου της 29.9.2000 (ΕΕ L 253 της 7.10.2000).

    [104] Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας, απόφαση 94/728/ΕΟΚ και κανονισμός αριθ. 1150/2000.

    [105] Για λεπτομέρειες της στρατηγικής αυτής, βλέπε την έκθεση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης του 2000.

    Τρεις είναι οι άξονες αυτής της στρατηγικής: η δειγματοληπτική έρευνα της διαδικασίας εξέτασης των τρεχουσών υποθέσεων, η διαδικασία της διαγραφής της οφειλής για ποσά των ιδίων πόρων άνω των 10.000 ευρώ που θεωρούνται μη ανακτήσιμα και η εφαρμογή της αρχής της δημοσιονομικής ευθύνης για ορισμένα λάθη των εθνικών διοικητικών υπηρεσιών.

    12.1.1. Δειγματοληπτική έρευνα

    Λαμβάνοντας υπόψη τον πολύ υψηλό αριθμό κοινοποιήσεων απάτης και παρατυπιών (στο εξής αποκαλούμενων «υποθέσεις απάτης» και «υποθέσεις αμοιβαίας συνδρομής») η Επιτροπή θέσπισε, στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί κατά την ανάκτηση των ποσών από τα κράτη μέλη, μια διαδικασία αξιοποίησης των δεδομένων, με το όνομα Δείγμα Β, που συνίσταται σε επισταμένη εξέταση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων υποθέσεων που της κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής.

    Η διαδικασία αυτή έχει ως στόχο την παρακολούθηση, έως την οριστική εκκαθάριση, των ενεργειών ανάκτησης σε ορισμένες χαρακτηριστικές κοινοποιηθείσες περιπτώσεις. Έχουν εκπονηθεί δύο εκθέσεις αυτού του είδους, η B94 και η B98 [106]. Μία τρίτη παρόμοια έκθεση θα δημοσιευθεί το 2001. ωστόσο, το αρχικό δείγμα αναθεωρήθηκε με αφορμή τέσσερις υποθέσεις που αφορούσαν παρατυπίες σχετικές με την προέλευση των προϊόντων, η εξέταση των οποίων δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου σχετικά με τις τουρκικές συσκευές τηλεόρασης [107]. Καταρτίσθηκε συνεπώς ένα νέο δείγμα, με αποτέλεσμα να απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες. Η τρίτη έκθεση, B2003, βρίσκεται στη φάση της εκπόνησης.

    [106] Εκθέσεις της Επιτροπής για την κατάσταση της είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων που προέρχονται από περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών («Δείγμα Β 94», COM (1997) 259 τελικό της 9ης Ιουνίου 1997 και «Δείγμα B98», COM (1999) 160 τελικό της 2ης Απριλίου 1999).

    [107] Απόφασης της 10ης Μαΐου 2001, «Kaufring AG», Υπόθεση T-186/97, T-187/97, T-190/97 έως T-192/97, T-210/97, T-211/97, T-216/97 έως T-218/97, T-279/97, T-280/97, T-293/97 και T-147/99, Συλλογή 2001 σ. II - 01337.

    12.1.2. Διαδικασία διαγραφής της οφειλής

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για τη διάθεση των παραδοσιακών ιδίων πόρων, εκτός εάν η ανάκτηση αποδεικνύεται ανέφικτη για λόγους πέραν της ευθύνης του εκάστοτε κράτους μέλους. Οι περιπτώσεις διαγραφής της οφειλής (ποσά άνω των 10.000 ευρώ) ανακοινώνονται στην Επιτροπή προς εξέταση. Εάν το κράτος μέλος επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια κατά την προσπάθεια ανάκτησης, η απαλλαγή είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή. Εάν όχι, θεωρείται δημοσιονομικά υπεύθυνο, βάσει του άρθρου 8 της απόφασης 2000/597 και των άρθρων 2 και 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1150/2000. Η εξέταση της επιμέλειας των κρατών μελών, συνιστά πολύ αποτελεσματικό μέτρο για να πεισθούν οι εθνικές διοικητικές υπηρεσίες να ασχοληθούν πιο σοβαρά με την ανάκτηση, δεδομένου ότι θα είναι δημοσιονομικά υπεύθυνες σε περίπτωση μη ανάκτησης των ποσών. Επιπλέον, η ανάλυση των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο άρθρο 17, παράγραφος 2, επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλλει ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τη βεβαίωση των ιδίων πόρων, την τήρηση της χωριστής λογιστικής και τη συμμόρφωση των εθνικών διατάξεων με την κοινοτική νομοθεσία.

    Κατά τη διάρκεια του 2002, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή 87 αιτήσεις διαγραφής της οφειλής βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1150/2000, οι οποίες αφορούσαν συνολικό ποσό ύψους 103.018.053,43 ευρώ. Οι περιπτώσεις αυτές κοινοποιήθηκαν από επτά κράτη μέλη (Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Πορτογαλία). Συνολικά όμως εξετάσθηκαν 88 υποθέσεις. Το αποτέλεσμα, σε οικονομικούς όρους, της εξέτασης των 88 υποθέσεων (εκ των οποίων 11 από τη Γερμανία, 7 από την Ισπανία, 35 από την Ιταλία, 1 από την Ιρλανδία, 6 από το Ηνωμένο Βασίλειο, 27 από τις Κάτω Χώρες και 1 από την Πορτογαλία) έχει ως εξής:

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Όσον αφορά τη χρήση 2002, τη 10η Απριλίου 2003, ο αριθμός των ήδη κοινοποιηθεισών περιπτώσεων ήταν 52 (15 από τις Κάτω Χώρες, 20 από την Ισπανία, 1 από την Ιρλανδία, 6 από την Αυστρία, 10 από το Ηνωμένο Βασίλειο) για συνολικό ποσό 22.658.845,11 ευρώ.

    12.1.3. Εφαρμογή της αρχής της δημοσιονομικής ευθύνης

    12.1.3.1. Δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών για διοικητικά λάθη

    Τα κράτη μέλη, βάσει της απόφασης για τους ίδιους πόρους, οφείλουν να διασφαλίζουν την είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων με τις καλύτερες προϋποθέσεις: δεδομένου του αμειβόμενου χαρακτήρα της εν λόγω ευθύνης (25%) και με στόχο τη χρηστή και αποδοτική διαχείριση των δημοσιών πόρων, κάθε έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους των κρατών μελών που έχει ως αποτέλεσμα απώλεια πόρων συνεπάγεται δημοσιονομική ευθύνη. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η Επιτροπή θεωρεί τις διοικητικές υπηρεσίες ως δημοσιονομικά υπεύθυνες για τα λάθη τους [108].

    [108] Οι σχετικές περιπτώσεις προσδιορίζονται βάσει των άρθρων 220, παράγραφος 2, στοιχείο β (διοικητικά σφάλματα που δεν είναι δυνατό να εντοπισθούν), 221, παράγραφος 3 (παραγραφή λόγω παράλειψης ενέργειας εκ μέρους του τελωνείου), των άρθρων 869 και 889 των διατάξεων εφαρμογής του Κώδικα ή λόγω του μη σεβασμού από τις τελωνειακές αρχές των άρθρων του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, γεγονός που δημιουργεί μία κατάσταση εύλογης εμπιστοσύνης εκ μέρους της επιχείρησης.

    Το 2002, τέσσερα κράτη μέλη (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Αυστρία, Ιταλία) έθεσαν στη διάθεση του κοινοτικού προϋπολογισμού τα ποσά των ιδίων πόρων που δεν μπόρεσαν να εισπράξουν λόγω των λαθών που διαπράχθηκαν από τις υπεύθυνες εθνικές διοικητικές υπηρεσίες. Το σύνολο του ποσού που καταβλήθηκε ϴε τον τρόπο αυτό από τα εν λόγω κράτη ϴέλη ανέρχεται σε 7.471.501 ευρώ. Άλλα κράτη μέλη, μολονότι κατανοούν την ανάγκη εφαρμογής της αρχής της δημοσιονομικής ευθύνης, συνεχίζουν να προβάλλουν αντεπιχειρήματα. Προκειμένου να γεφυρωθεί αυτή η διαφορά που αφορά την ερμηνεία της κοινοτικής νομοθεσίας, κινήθηκε διαδικασία επί παραβάσει σε μία χαρακτηριστική υπόθεση δημοσιονομικής ευθύνης. Για την εν λόγω υπόθεση, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο (Υπόθεση C-329/02) στις 8 Νοεμβρίου 2002.

    Συνολικά, το 2002 ξεκίνησε η εξέταση 27 υποθέσεων. Στο τέλος του 2002, ο συνολικός αριθμός υποθέσεων ήταν 114, και το αντίστοιχο συνολικό ποσό ανερχόταν σε 50.861.860 σε σχέση με 50.933.636 ευρώ το 2001. Η ελαφρά μείωση του ποσού εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι οι νέες περιπτώσεις δημοσιονομικής ευθύνης για το 2002 αντισταθμίστηκαν από τη διαγραφή των ποσών που σχετίζονταν με τις περιπτώσεις παραγραφής που αφορούσε η απόφαση για τις συσκευές τηλεόρασης από την Τουρκία και από την ανάκληση μιας υπόθεσης.

    12.1.3.2. Εξωτερική δημοσιονομική ευθύνη

    Επίσης, η Επιτροπή συνέχισε να προωθεί, καθ' όλη τη διάρκεια του 2002, την ανάπτυξη της εξωτερικής πτυχής της αρχής της δημοσιονομικής ευθύνης, αποσκοπώντας στην ευαισθητοποίηση των εταίρων των διεθνών εμπορικών συμφωνιών πού η Ένωση έχει συνάψει ή πρόκειται να συνάψει με τρίτες χώρες. Η υπόθεση αυτή προχωρά με βραδείς ρυθμούς λόγω της στάσης των κρατών μελών και ορισμένων τρίτων χωρών. Μετά τις συζητήσεις στους κόλπους του Συμβουλίου μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, τα τελευταία συμφώνησαν τελικά, στις 6 Ιουνίου 2002, να περιληφθεί ο όρος της δημοσιονομικής ευθύνης στις οδηγίες διαπραγμάτευσης με την Αλβανία και τις χώρες ΑΚΕ. Το κείμενο του άρθρου συντάχθηκε με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων των οριζόντιων συζητήσεων που η Επιτροπή ανέλαβε να δρομολογήσει με τα κράτη μέλη, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας «τελωνειακή ένωση» στο Συμβούλιο, στις 31 Ιανουαρίου και στις 10 Μαρτίου 2003. Με βάση τα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών, οι οποίες μολονότι αποδείχθηκαν πολύ διαφωτιστικές από τεχνικής άποψης δεν έλαβαν την αναμενόμενη πολιτική διάσταση από τα περισσότερα κράτη μέλη, η Επιτροπή μελετά μια στρατηγική η οποία θα οδηγήσει την υπόθεση αυτή στη σωστή κατεύθυνση.

    12.2. ΕΓΤΠΕ: Γεωργικές δαπάνες (Παράρτημα 8)

    Το 2002, τα κράτη μέλη κοινοποίησαν, σε εφαρμογή του κανονισμού 595/91, 3285 περιπτώσεις παρατυπιών για συνολικό ποσό ύψους 198.079.000 ευρώ (βλέπε Παράρτημα 2).

    Η κατάσταση όσον αφορά την ανάκτηση κατά το 2002 (βλέπε Παράρτημα 8) έχει ως εξής:

    - το συνολικό ποσό προς ανάκτηση ανέρχεται σε 2.177.477.000 ευρώ, για τις περιπτώσεις που κοινοποιήθηκαν πριν από το 2002.

    - στο ποσό αυτό, προστίθενται 171.579.000 ευρώ για τις περιπτώσεις που κοινοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2002.

    - τα ποσά που αφορούν τις περιπτώσεις για τις οποίες βρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία ανέρχονται συνολικά σε 738.466.000 ευρώ, και αφορούν την περίοδο πριν από το 2002.

    - τέλος, για την ίδια περίοδο, τα ποσά που χαρακτηρίσθηκαν μη ανακτήσιμα κατ' εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 595/91, και για τα οποία εκκρεμεί επίσημη απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών, ανέρχονται σε 149.798.000 ευρώ.

    Στις 3 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε μια δεύτερη ανακοίνωση σχετικά με τη «βελτίωση της είσπραξης των απαιτήσεων της Κοινότητας που προκύπτουν από την άμεση και επιμερισμένη διαχείριση των κοινοτικών δαπανών» [COM(2002) 671 τελικό].

    Όσον αφορά τον τομέα του ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Εγγυήσεων, η Επιτροπή κατέληξε ότι υπάρχει ακόμη σημαντικός όγκος συσσωρευμένων πληροφοριών σχετικά με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε περιπτώσεις παρατυπίας που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη βάσει του κανονισμού 595/91. Προκειμένου να διασαφηνισθεί η κατάσταση και να εκδοθούν επίσημες αποφάσεις σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες [109], η Επιτροπή αποφάσισε να συστήσει ειδική ομάδα δράσης με αντικείμενο την ανάκτηση.

    [109] Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 729/70.

    Η ομάδα δράσης, στην οποία συνεργάζονται η OLAF και η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας, θα εξετάσει όλες τις περιπτώσεις παρατυπιών εις βάρος του ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Εγγυήσεων που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη τα έτη 1995, 1996, 1997 και 1998, για τις οποίες δεν έχει ακόμη κοινοποιηθεί η οριστική ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

    Με εξαίρεση την Ιταλία, οι κοινοποιήσεις για τα έτη πριν από το 1995 εξετάσθηκαν από το 1999. τα τελικά συμπεράσματα εξετάζονται επί του παρόντος στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών. Για την Ιταλία, η ομάδα δράσης θα εξετάσει επίσης όλες τις κοινοποιηθείσες περιπτώσεις που αφορούν το ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Εγγυήσεων οι οποίες χρονολογούνται πριν από το 1995, προκειμένου να διασαφηνισθεί η πραγματική κατάσταση όσον αφορά την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

    Η ομάδα δράσης θα συντάξει επίσημες αποφάσεις σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες όλων των κοινοποιήσεων από όλα τα κράτη μέλη πριν από το 1999. Οι αποφάσεις αυτές θα αφορούν κάθε κράτος μέλος χωριστά και θα ληφθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών [110].

    [110] Όπως προβλέπεται από τους κανονισμούς 729/70 και 1258/1999 (για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2000), και τον κανονισμό 1663/95 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων.

    12.3. Διαρθρωτικές ενέργειες (Παράρτημα 9)

    Το 2002, τα κράτη μέλη κοινοποίησαν, κατ' εφαρμογή των κανονισμών 1681/94 (χρηματοδότηση των διαρθρωτικών πολιτικών) και 1831/94 (χρηματοδότηση Ταμείου Συνοχής), 4.656 περιπτώσεις παρατυπιών που αντιστοιχούσαν σε συνολικό ποσό 614.094.000 ευρώ (βλέπε Παράρτημα 4).

    Η κατάσταση όσον αφορά την ανάκτηση κατά το 2002 (βλέπε παράρτημα 9) έχει ως εξής:

    - απομένει να ανακτηθεί ποσό ύψους 337.656.000 ευρώ που αφορά τις κοινοποιήσεις παρατυπιών, κατ' εφαρμογή των κανονισμών 1681/84 και 1831/84, που ελήφθησαν πριν από το 2002.

    - στο ανωτέρω ποσό προστίθενται 368.287.000 ευρώ από τις κοινοποιήσεις παρατυπιών που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια του 2002.

    Στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων, δηλαδή των μέτρων που συγχρηματοδοτούνται στο πλαίσιο πολυετών προγραμμάτων, η κρίσιμη φάση όσον αφορά τη δημοσιονομική παρακολούθηση είναι αυτή της περάτωσης της σχετικής παρέμβασης. Όσον αφορά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999, η περάτωση των προγραμμάτων είναι σε εξέλιξη και η καταληκτική ημερομηνία για την παρουσίαση του υπολοίπου είναι η 31η Μαρτίου 2003. Αρκετά μεγάλος αριθμός περιπτώσεων που κοινοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 1681/94 πρέπει κανονικά να τύχουν απαλλαγής, με εξαίρεση εκείνες που εκκρεμούν για δικαστικούς λόγους. Η Επιτροπή θα ολοκληρώσει τη διαδικασία περάτωσης κατά το 2003. Τα αποτελέσματα της εν λόγω διαδικασίας είναι ήδη εμφανή στο πλαίσιο των κοινοποιήσεων του 2002. Σχεδόν 40 % του ποσού που αντιστοιχεί στις κοινοποιηθείσες παρατυπίες έχει ανακτηθεί. στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτό έγινε με την αφαίρεση του σχετικού ποσού από το υπόλοιπο που παρουσιάσθηκε στην Επιτροπή.

    Ο νέος κανονισμός 448/2001 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή, μία φορά κατ' έτος, το υπόλοιπο των ανακτήσεων που εκκρεμούν. Έτσι διευκολύνεται η δημοσιονομική παρακολούθηση και ο καταλογισμός στα κράτη μέλη των ποσών που απωλέσθηκαν λόγω αμέλειάς τους.

    12.4. Άμεσες δαπάνες (συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής βοήθειας)

    Ο δημοσιονομικός τομέας των άμεσων δαπανών τελεί υπό τη διαχείριση κυρίως της Επιτροπής, και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης έχει ειδικές ευθύνες στον τομέα αυτό. Στις περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών στον τομέα των άμεσων δαπανών, οι οποίες διερευνώνται από την OLAF και για τις οποίες δεν κρίθηκε απαραίτητη η προσφυγή στις δικαστικές αρχές, η OLAF μεριμνά ώστε να κοινοποιούνται στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) που ενέκρινε τη σχετική δαπάνη όλα τα σημαντικά στοιχεία που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των ερευνών ή που περιέχονται στις τελικές εκθέσεις, ώστε να δρομολογούνται εγκαίρως τα μέτρα προστασίας ή/και οι ενέργειες ανάκτησης. Η OLAF υποστηρίζει επίσης τη διατάκτρια ΓΔ καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσιονομικής παρακολούθησης παρέχοντας συμβουλές και συμπληρωματικές εξηγήσεις, εφόσον χρειάζεται.

    Αντίθετα, στις περιπτώσεις στις οποίες οι έρευνες της OLAF οδηγούν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται ποινική δίωξη ή όταν έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, η OLAF διασφαλίζει ότι η Επιτροπή είναι σε θέση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την άσκηση αγωγής (ή ανάλογων μέτρων σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε χώρας) με στόχο την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

    Στον τομέα αυτό, 50 περιπτώσεις απάτης/ παρατυπίας που αφορούσαν άμεσες δαπάνες [111] κοινοποιήθηκαν στη μονάδα παρακολούθησης της OLAF κατά την υπό εξέταση περίοδο. Οι περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν περατωθεί ακόμη λόγω παρατεταμένων δικαστικών διαδικασιών, ορισμένες εκ των οποίων είναι ποινικής φύσεως. Κατά την υπό εξέταση περίοδο, 6 περιπτώσεις περατώθηκαν, εκ των οποίων μόνον 3 είχαν δημοσιονομικό αντίκτυπο («δημοσιονομική παρακολούθηση») [112]. Το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε κατά την εν λόγω περίοδο ανέρχεται σε 3.485.222 ευρώ. Μεγάλος αριθμός περιπτώσεων απάτης/ παρατυπίας αφορούσε (όπως και το 2001) μη εγκεκριμένες δαπάνες, ψευδείς ή υπερβολικές αιτήσεις αποζημίωσης καθώς και τη μη παρουσίαση ή την εικονική παρουσίαση έργων, προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών.

    [111] 26 περιπτώσεις Εξωτερικής Ενίσχυσης. 19 περιπτώσεις Άμεσων Δαπανών και 5 περιπτώσεις Καταπολέμησης της Δωροδοκίας.

    [112] Για δύο εξ αυτών, ανακτήθηκε σχεδόν ολόκληρο το ποσό (5.832 ευρώ).

    Όσον αφορά τις έρευνες που διεξήγαγε η Υπηρεσία σε όλους τους τομείς του κοινοτικού προϋπολογισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη τις περιπτώσεις που δεν έχρηζαν δημοσιονομικής παρακολούθησης. Αυτό εξηγεί τις διαφορές, από την άποψη του αριθμού των περιπτώσεων και του δημοσιονομικού αντίκτυπου, μεταξύ αυτών των αριθμητικών στοιχείων και εκείνων που προαναφέρθηκαν σχετικά με τις έρευνες που διεξάγει η Υπηρεσία.

    Τα δεδομένα που προκύπτουν από την εσωτερική βάση δεδομένων («case management system») αναθεωρούνται και ενημερώνονται περιοδικά.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

    Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι

    Αριθμός περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη [113] 1998 - 2002 (ενημέρωση 6/06/ 2003)

    [113] Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιούν τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών όταν τα εμπλεκόμενα ποσά υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ, σύμφωνε με την κοινοτική υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού αριθ. 1150/2000 της 22ας Μαΐου 2000.

    (ποσά σε ευρώ)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

    (Ενημέρωση 07/05/2003)

    ΕΓΤΠΕ - ΤΜΗΜΑ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ

    ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

    ΕΤΗ 1998 - 2002

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    * Η έννοια της «παρατυπίας» περιλαμβάνει την απάτη. Ο χαρακτηρισμός της απάτης, υπό την έννοια της παράνομης συμπεριφοράς, είναι δυνατός μόνον στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

    ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

    (Ενημέρωση 12/05/2003)

    ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΔΥΝΑΜΕΙ

    ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΑΡΙΘ. 1681/94 ΚΑΙ 1831/94

    2002

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    * Περιλαμβάνεται επίσης 1 κοινοποίηση που αφορά το Ταμείο Συνοχής

    ** Περιλαμβάνονται επίσης 2 κοινοποιήσεις που αφορούν το Ταμείο Συνοχής

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5

    ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

    ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ* ΠΟΥ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΑΡΙΘ. 1681/94 ΚΑΙ 1831/94 ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ 1994-2002

    (ποσά σε χιλιάδες ευρώ)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    * Η έννοια της «παρατυπίας» περιλαμβάνει την απάτη. Ο χαρακτηρισμός της απάτης, υπό την έννοια της παράνομης συμπεριφοράς, είναι δυνατός μόνον στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6

    ΑΜΕΣΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7 Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι

    Περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη για το 2002

    (ενημέρωση 6 Ιουνίου 2003)

    (ποσά σε ευρώ)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9

    ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

    Κατάσταση ανακτήσεων στις περιπτώσεις που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανονισμούς αριθ. 1681/94 και 1831/94

    (ποσά σε χιλιάδες ευρώ)

    Ενημέρωση 12/05/2003

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΙΤΛΟΥ I

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡΑΣΗΣ 2001-2003

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    παραρτημα τιτλου II

    εφαρμογη του άρθρου 280 από τα κρατη μελη το 2002

    μέτρα που εληφθησαν από τα κρατη μέλη για την προστασια των οικονομικών συμφερόντων της κοινότητας

    1. κείμενα που συμβάλλουν στην εφαρμογή του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ - κυριεσ νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές εξελίξεις

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    2 κείμενα που συμβάλλουν στην εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    3. Οργάνωση των υπηρεσιών που ειναι επιφορτισμένεσ με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των κοινοτήτων

    Στους πίνακες που ακολουθούν παρατίθενται τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους υπαλλήλους που διέθεσαν τα κράτη μέλη στα διάφορα είδη ελέγχου ανά τομέα (ίδιοι πόροι, γεωργικές δαπάνες, διαρθρωτικές δράσεις) κατά την εξεταζόμενη περίοδο, εκπεφρασμένα σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ). [114]

    [114] Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να περιορίσουν τις εκτιμήσεις τους στο προσωπικό που ασχολείται πραγματικά με τη διενέργεια των ελέγχων, δηλαδή να μην συμπεριλάβουν το υποστηρικτικό προσωπικό (γραμματεία, αρχεία ...).

    3.1 Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι

    Στον ακόλουθο πίνακα παρατίθενται τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους υπαλλήλους που διέθεσαν τα κράτη μέλη σε καθεμία από τις λειτουργίες ελέγχου (εκ των προτέρων, εκ των υστέρων και κατά της απάτης) στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων.

    Καθώς η ερμηνεία των ορισμών που εδόθησαν ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, συνιστάται η τήρηση επιφυλακτικής στάσης κατά την ανάγνωση των στοιχείων που παρουσιάζονται κατωτέρω.

    Πίνακας 3.1. Παραδοσιακοί ίδιοι πόροι: υπάλληλοι που διατέθηκαν από κάθε κράτος μέλος στα τρία είδη ελέγχου [115]

    [115] Στον εν λόγω τομέα:

    - οι εκ των προτέρων έλεγχοι αντιστοιχούν στην επιτήρηση που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 13, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στους τελωνειακούς ελέγχους που προβλέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 14, του προαναφερθέντος κώδικα, ϴε εξαίρεση τους ελέγχους που προβλέπονται από τα άρθρα 3 και 4 του κανονισϴού αριθ. 386/90)·

    - οι εκ των υστέρων έλεγχοι είναι αυτοί που προβλέπονται από το άρθρο 78 του κοινοτικού κώδικα τελωνείων·

    - οι έρευνες κατά της απάτης είναι εκείνες που διεξάγονται σε περιπτώσεις υπονοιών παρατυπίας, συϴπεριλαϴβανοϴένων αυτών που διεξάγονται από τις υπηρεσίες έρευνας και δίωξης.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    3.2 Γεωργικές δαπάνες

    Στον ακόλουθο πίνακα παρατίθενται τα αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τους υπαλλήλους που διέθεσαν τα κράτη μέλη σε καθεμία από τις λειτουργίες ελέγχου (εκ των προτέρων, εκ των υστέρων και κατά της απάτης) στον τομέα των γεωργικών δαπανών.

    Καθώς η ερμηνεία των ορισμών που εδόθησαν ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, συνιστάται η τήρηση επιφυλακτικής στάσης κατά την ανάγνωση των στοιχείων που παρουσιάζονται κατωτέρω.

    Πίνακας 3.2. Γεωργικές δαπάνες: υπάλληλοι που διατέθηκαν από κάθε κράτος μέλος στα τρία είδη ελέγχου [116]

    [116] Στον εν λόγω τομέα:

    - οι εκ των προτέρων έλεγχοι αντιστοιχούν στους φυσικούς έλεγχους και στους έλεγχους των φακέλων των αιτήσεων πληρωϴής που διενεργούνται από τα τελωνεία και τους οργανισϴούς πληρωϴής. Περιλαϴβάνουν τους έλεγχους στις επιστροφές κατά την εξαγωγή, τους έλεγχους στις ενισχύσεις της εσωτερικής αγοράς και τους έλεγχους που πραγϴατοποιούνται στο πλαίσιο των παρεϴβάσεων για τη ρύθϴιση των γεωργικών αγορών στον αϴπελοοινικό τοϴέα και στους τοϴείς σιτηρών και ρυζιού, ζάχαρης, ελαιολάδου, ελαιούχων και πρωτεϊνούχων σπόρων, κλωστικών φυτών και ϴεταξοσκωλήκων, οπωροκηπευτικών, ακατέργαστου καπνού, σπόρων προς σπορά, λυκίσκου, ϴελισσοκοϴίας, γάλακτος και γαλακτοκοϴικών προϊόντων, βόειου κρέατος, αιγοπροβείου κρέατος, χοίρειου κρέατος και στον τοϴέα της αλιείας (βλέπε τον ενοποιηϴένο κανονισϴό (ΕΟΚ) αριθ. 1883/78 του Συϴβουλίου της 2ας Αυγούστου 1978)

    - οι εκ των υστέρων έλεγχοι είναι οι επιτόπου έλεγχοι που προβλέπονται από τον κανονισϴό αριθ.

    4045/89·

    - οι έρευνες κατά της απάτης είναι εκείνες που διεξάγονται σε περιπτώσεις εικαζόϴενης απάτης.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    3.3 Διαρθρωτικές ενέργειες

    Στον ακόλουθο πίνακα παρατίθενται τα αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τους υπαλλήλους που διέθεσαν τα κράτη μέλη σε καθεμία από τις λειτουργίες ελέγχου (εκ των προτέρων, εκ των υστέρων και κατά της απάτης) στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών.

    Καθώς η ερμηνεία των ορισμών που εδόθησαν ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, συνιστάται η τήρηση επιφυλακτικής στάσης κατά την ανάγνωση των στοιχείων που παρουσιάζονται κατωτέρω.

    Διαρθρωτικές ενέργειες: υπάλληλοι που διατέθηκαν από κάθε κράτος μέλος στα τρία είδη ελέγχου [117]

    [117] Στον εν λόγω τομέα, οι εκ των προτέρων έλεγχοι είναι οι εξής:

    για τα διαρθρωτικά ταϴεία, οι έλεγχοι των έργων ή των ενεργειών που διενεργήθηκαν στα διάφορα επίπεδα (αρχή διαχείρισης, αρχή πληρωϴής, εξουσιοδοτηϴένες ή ενδιάϴεσες αρχές, τελικοί δικαιούχοι), προκειϴένου να διασφαλίζεται η ορθότητα, η κανονικότητα και η επιλεξιϴότητα των αιτήσεων κοινοτικής ενίσχυσης, σύϴφωνα ϴε το άρθρο 4 του κανονισϴού 438/2001, καθώς και οι έλεγχοι που προβλέπονται από το άρθρο 9, παράγραφοι 2, 3, 4, του κανονισϴού αριθ. 438/2001·

    για το Ταϴείο Συνοχής, οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν στα διάφορα επίπεδα (οργανισϴοί υλοποίησης, αρχή διαχείρισης, αρχή πληρωϴής, ενδιάϴεσοι οργανισϴοί), προκειϴένου να διασφαλίζεται ότι οι δηλωθείσες δαπάνες πραγϴατοποιήθηκαν και ότι το έργο υλοποιήθηκε από τη φάση της εξέτασης έως την έναρξη λειτουργίας της επένδυσης, σύϴφωνα ϴε το άρθρο 2 του κανονισϴού αριθ. 1386/2002, καθώς και οι εξακριβώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 8, παράγραφοι 2, 3, 4, του κανονισϴού αριθ. 1386/2002.

    Oι εκ των υστέρων έλεγχοι είναι οι εξής:

    για τα διαρθρωτικά ταϴεία, οι επιτόπου εξακριβώσεις και έλεγχοι που προβλέπονται από το άρθρο 3 του κανονισϴού (ΕΚ) αριθ. 2064/97 και από το άρθρο 10 του κανονισϴού (ΕΚ) αριθ. 438/2001·

    για το Ταϴείο Συνοχής, οι επιτόπου έλεγχοι που προβλέπονται από το άρθρο 9 του κανονισϴού (ΕΚ) αριθ. 1386/2002 για την εξακρίβωση της ορθής λειτουργίας των συστηϴάτων διαχείρισης και ελέγχου των δηλώσεων δαπανών για τα έργα·Οι έρευνες κατά της απάτης είναι πάντα έρευνες που διεξάγονται κατόπιν υπονοιών απάτης.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    4. Συντονισμός μεταξύ των υπηρεσιών στο εσωτερικό των κρατών μελών

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Top