Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0259

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, στις χρηματοπιστοτικές υπηρεσίες

/* COM/2003/0259 τελικό */

52003DC0259

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, στις χρηματοπιστοτικές υπηρεσίες /* COM/2003/0259 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ - ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 4 έως 6, ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ, ΣΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα ανακοίνωση σκοπό έχει να εξηγήσει τους μηχανισμούς των παραγράφων 4 έως 6 του άρθρου 3 της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. [1]

[1] Οδηγία 2000/31/Εκ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000. ΕΕ L 178 της 17ης Ιουλίου 2000 σ. 1.

Δικαιολογείται από το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη μετά την έκδοση της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την οδηγία σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εξέφρασαν ανησυχίες ως προς την ολοκληρωτική εφαρμογή της ρήτρας "εσωτερικής αγοράς" στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Τα εν λόγω κράτη μέλη θεώρησαν ότι εν αναμονή μεγαλύτερης σύγκλισης σε ορισμένους τομείς (όπως οι κανόνες δεοντολογίας για τις επενδυτικές υπηρεσίες ή τα μη εναρμονισμένα κεφάλαια) πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλουν, παρά την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο, ορισμένους από δικούς τους κανόνες στις εισερχόμενες υπηρεσίες που παρέχονται δι' ηλεκτρονικής οδού. Μια τέτοια μεταβατική περίοδος, η οποία θα ισοδυναμούσε με - έστω προσωρινή - παρέκκλιση από την οδηγία, απορρίφθηκε από την Επιτροπή και την πλειοψηφία των κρατών μελών.

Η Επιτροπή υπογράμμισε με την ευκαιρία αυτή ότι οι παράγραφοι 4, 5 και 6 του άρθρου 3 της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο προσφέρουν επαρκείς εγγυήσεις στα κράτη μέλη που επιθυμούν να λάβουν, κατά περίπτωση, μέτρα κατά ενός φορέα παροχής υπηρεσιών που βλάπτει έναν από τους στόχους γενικού συμφέροντος του άρθρου 3, παράγραφος 4 της οδηγίας ή αντιπροσωπεύει σοβαρό ενδεχόμενο να βλάψει τον στόχο αυτόν.

Η παρούσα ανακοίνωση φιλοδοξεί να βοηθήσει τα κράτη μέλη που επιθυμούν να κάνουν χρήση των μηχανισμών αυτών. Δεν υπέχει, κατά κανένα τρόπο, θέση ερμηνευτικού εγγράφου. Εκτός αυτού δεν άπτεται συστηματικά όλων των πτυχών των παραγράφων 4,5 και 6 του άρθρου 3 της οδηγίας αλλά μόνον εκείνων ως προς τις οποίες η Επιτροπή έκρινε ότι απαιτείται επεξήγηση και παροχή βοήθειας.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν επιβάλλει καμία νομική υποχρέωση στα κράτη μέλη. Δεν προδικάζει τη θέση την οποία μπορεί να λάβει η Επιτροπή για τα ίδια θέματα σε περίπτωση που η αποκτηθείσα πείρα, καθώς και η νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ την αναγκάσουν να αναθεωρήσει ορισμένες από τις θέσεις που εκφράζονται στο παρόν έγγραφο.

Η Επιτροπή θα συνεργασθεί, επίσης, με τα κράτη μέλη για τον εντοπισμό των τομέων οι οποίοι ενδέχεται να απαιτήσουν μεγαλύτερη σύγκλιση των εθνικών νομοθεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσει τις ανάγκες εναρμόνισης σε ορισμένους τομείς στους οποίους φαίνεται ότι οι εθνικές νομοθεσίες διαφέρουν πολύ μεταξύ τους δημιουργώντας δυνητικές εστίες προβλημάτων όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και την προστασία των καταναλωτών π.χ. στον τομέα ορισμένων μη εναρμονισμένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Η Επιτροπή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι δεν άπτονται άπασες οι αποφάσεις που μνημονεύονται στην παρούσα ανακοίνωση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και ότι, συνολικά, δεν προέρχονται από δικαστικές υποθέσεις του τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου. Σε κάθε περίπτωση, βασιζόμενη στο ότι το Δικαστήριο των ΕΚ αποφαίνεται κατ' αναλογία και ότι δεν υπάρχει νομολογία καθαρά «τομεακή», η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι δυνατό να βασίσει, κατά τρόπο αξιόπιστο, τις αναλύσεις που ακολουθούν στην υφιστάμενη νομολογία.

Όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να αναπτύξει το Δικαστήριο νομολογία στον συγκεκριμένο τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου. Η νομολογία αυτή μπορεί να αναιρεί ή να επικυρώνει την υφιστάμενη νομολογία. Πρόκειται για κίνδυνο εγγενή στην παρούσα προσπάθεια.

2. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 4 έωσ 6

Η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες στην περίπτωσή του εθνικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους οι οποίες αφορούν στο συντονισμένο τομέα.

Εκτός αυτού τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

* Ωστόσο, η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο προβλέπει ορισμένες παρεκκλίσεις.

Κατ' αρχήν, το παράρτημα της οδηγίας περιλαμβάνει ορισμένες παρεκκλίσεις στη ρήτρα "εσωτερικής αγοράς". Οι παρεκκλίσεις αυτές αφορούν ορισμένες διατάξεις των ασφαλιστικών οδηγιών [2], τη διαφήμιση των ΟΣΕΚΑ [3], την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από οργανισμούς που δεν διαθέτουν ευρωπαϊκό διαβατήριο. [4]

[2] Άρθρο 30 και Τίτλος IV της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, (ΕΕ L 311, της 14.11.1997, σ. 42), Τίτλος IV της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ, (ΕΕ L 311, 14.11.1997, σ. 43), Άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ, (ΕΕ L 172, της 04.07.1988, σ. 1) και άρθρο 4 της οδηγίας 90/619/ΕΟΚ,( ΕΕ L 330, της 29.11.1990, σ. 50-61).

[3] Άρθρο 44(2) της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, ΕΕ L 375, της 31.12.1985, σ. 3-18.

[4] Ιδρύματα ως προς τα οποία τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μία από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 8 παράγραφος (1) της οδηγίας 2000/46 ΕΚ, ΕΕ L 275, της 27.10.2000, σ. 39-43.

Υπάρχουν και άλλες παρεκκλίσεις γενικού χαρακτήρα που θα μπορούσαν να έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Αφορούν την ελευθερία των συμβαλλομένων μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο στη σύμβασή τους δίκαιο, τις συμβατικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές κλπ.

Από την άλλη πλευρά, οι παράγραφοι 4-6 της οδηγίας επιτρέπουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα όπως κυρώσεις και ασφαλιστικά μέτρα που μπορούν να περιορίσουν την παροχή υπηρεσιών σε απευθείας σύνδεση (on line) προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά συνοδεύονται από αυστηρούς όρους.

Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει στις παραγράφους 4, 5 και 6 τα εξής:

"4. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) τα μέτρα πρέπει:

i) να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

- δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,

- προστασία της δημόσιας υγείας,

- δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,

- προστασία του καταναλωτή, περιλαμβανομένου και του επενδυτή.

ii) να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους.

iii) να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς.

β) πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:

- έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,

- έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.

5. Τα κράτη μέλη μπορούν, σε έκτακτες περιπτώσεις, να παρεκκλίνουν από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο β). Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι πρόκειται για επείγουσα κατάσταση.

6. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους να λάβει τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τη συμβατότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων προς το κοινοτικό δίκαιο το ταχύτερο δυνατό. Εάν συμπεράνει ότι το μέτρο δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή ζητεί από το εν λόγω κράτος μέλος να μη λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα ή να τερματίσει επειγόντως τα ληφθέντα μέτρα."

2.1. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

2.1.1. Τομείς καλυπτόμενοι από το άρθρο 3, παράγραφος 4

Το άρθρο 3, παράγραφος 4 δεν καλύπτει όλους τους λόγους που έχει εντοπίσει το Δικαστήριο των ΕΚ στο πλαίσιο των άρθρων 49 και 28 της συνθήκης που δικαιολογούν έναν περιορισμό με το επιχείρημα της προάσπισης του γενικού συμφέροντος. Πέραν των λόγων που καλύπτονται από το άρθρο 46 της συνθήκης (δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία) αναφέρει μόνον έναν στόχο στον οποίο το Δικαστήριο των ΕΚ δύναται να αποδεχθεί την ύπαρξη περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Ο στόχος αυτός είναι η προστασία των καταναλωτών περιλαμβανομένων των επενδυτών.

Ο περιοριστικός και εξαντλητικός χαρακτήρας του καταλόγου αυτού αποκλείει το ενδεχόμενο, η λήψη μέτρων βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4 να μπορεί να αιτιολογείται χάρη σε ορισμένους στόχους τους οποίους το Δικαστήριο των ΕΚ αναγνωρίζει ως γενικού συμφέροντος, όπως π.χ. η προάσπιση της καλής φήμης του χρηματοπιστωτικού τομέα [5], , εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στην προστασία του καταναλωτή.

[5] Απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, Alpine Investments, υπόθεση C-384/93, Συλλ. Ι-1141.

2.1.2. Η έννοια της "συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας"

Ο όρος "συγκεκριμένη" υπηρεσία, σημαίνει στην προκείμενη περίπτωση ότι το κράτος μέλος προορισμού δεν δύναται, στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 4, να λάβει γενικά μέτρα έναντι κάποιας κατηγορίας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών όπως π.χ. τα επενδυτικά κεφάλαια, τα δάνεια κλπ...

Προκειμένου, λοιπόν, να περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 4 το μέτρο πρέπει να αφορά μια συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική υπηρεσία παρεχόμενη από δεδομένο φορέα.

Για παράδειγμα, μπορεί να πρόκειται για μέτρο όπως προειδοποίηση ή χρηματική ποινή από τη χώρα προορισμού σε μία τράπεζα που προσφέρει μη εναρμονισμένες επενδυτικές υπηρεσίες στους κατοίκους της χώρας αυτής από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο είναι εγκατεστημένη. Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν π.χ. να ληφθούν με το αιτιολογικό ότι η τράπεζα δεν σέβεται ορισμένους κανόνες δεοντολογίας που στην χώρα προορισμού, αποβλέπουν στην προστασία των καταναλωτών.

Αντίθετα, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, ένα κράτος μέλος δεν δύναται να αποφασίσει ότι το σύνολο της νομοθεσίας του π.χ. όσον αφορά τα μη εναρμονισμένα επενδυτικά κεφάλαια, ισχύει κατά γενικό και οριζόντιο τρόπο για όλες τις υπηρεσίες στις οποίες έχουν πρόσβαση οι κάτοικοί του.

2.1.3. Προστασία της "δημόσιας τάξης"

Οι λόγοι που προβάλλονται στην παράγραφο της οδηγίας για τη δημόσια τάξη αναφέρονται εν είδει παραδείγματος.

Στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι εκ προοιμίου λιγοστές οι πιθανότητες να θιγεί η δημόσια τάξη υπό την κοινοτική έννοια του όρου. Η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου των ΕΚ σχετικά με τη δημόσια τάξη, σύμφωνα με την οποία η έννοια της δημόσια τάξη πρέπει να ερμηνεύεται πολύ αυστηρά. [6]

[6] Υπόθεση C-348/96 Calfa [1999] Συλλ. Ι-11.

Για παράδειγμα, το Δικαστήριο των ΕΚ στην πάγια νομολογία του ορίζει ότι στόχοι οικονομικής φύσεως δεν δύνανται να αποτελούν λόγους δημόσιας τάξης κατά την έννοια του άρθρου 46 της συνθήκης [7].

[7] Απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Bond van Adverteerders, υπόθεση 352/85, Συλλ. σ. 2085.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, "η προσφυγή εκ μέρους μιας εθνικής αρχής εις στην έννοια της δημοσίας τάξεως,...., προϋποθέτει εν πάση περιπτώσει, εκτός της διατάραξης της κοινωνικής τάξεως, την οποία συνεπάγεται οποιαδήποτε παραβίασις του δικαίου, την ύπαρξι μιας γνησίας και αρκετά σοβαράς απειλής της δημοσίας τάξεως που θίγει ένα από τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας." [8] .

[8] Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau, υπόθεση 30/77, Συλλ. σ. 1999.

Εκτός από τις υπηρεσίες που παρέχονται παράνομα στο πλαίσιο της χρηματοδότησης εγκληματικών δραστηριοτήτων (περιλαμβανομένης της τρομοκρατίας) και τη νομιμοποίηση παράνομου χρήματος δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ποιες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα ικανοποιούσαν το νομολογιακό κριτήριο της σοβαρής απειλής για ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

2.1.4. Προστασία του καταναλωτή περιλαμβανομένου και του επενδυτή

Η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο ορίζει τον καταναλωτή ως εξής: "κάθε φυσικό πρόσωπο που επιδιώκει στόχους μη εντασσόμενους στο πλαίσιο της εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας."

Από το κείμενο, ωστόσο, προκύπτει σαφώς ότι ένα νομικό πρόσωπο δεν δύναται να θεωρηθεί ως "καταναλωτής" κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Για τους επενδυτές, αντίθετα, δεν υπάρχει ορισμός. Από το κείμενο ωστόσο του άρθρου 3, παράγραφος 4 προκύπτει με σαφήνεια ότι μόνον οι "επενδυτές" που υπάγονται στον ορισμό του "καταναλωτή" καλύπτονται από την οδηγία. Τα μέτρα που αφορούν επί παραδείγματι επενδυτές που είναι νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες που ενεργούν στο πλαίσιο της άσκησης του επαγγέλματός τους δεν υπάγονται στο πεδίο της παραγράφου 4 του άρθρου 3. [9]

[9] Απόφαση της 22ης Νοεμβρίου 2001, Idealservice, κοινές υποθέσεις C-541/99 και C-542/99, Συλλ. σ. I-9049.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τόσο ο ασφαλιστικός [10] όσο και ο τραπεζικός τομέας [11] αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς από την άποψη της προστασίας των καταναλωτών.

[10] Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, Commission contre Allemagne, υπόθεση 205/84, Συλλ. σ. 3755.

[11] Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, Parodi, υπόθεση C-222/95, Συλλ. σ. I-3899.

2.1.5. Η έννοια του "σοβαρού" κινδύνου

Τα μέτρα πρέπει να αφορούν συγκεκριμένη υπηρεσία η οποία είτε όντως βλάπτει σοβαρά έναν από τους αναφερόμενους στόχους είτε αντιπροσωπεύει σοβαρό κίνδυνο που απειλεί την επίτευξή του.

Η διατύπωση αυτή επιτρέπει στο κράτος μέλος προορισμού της υπηρεσίας όχι μόνον να λάβει κατασταλτικά αλλά και προληπτικά μέτρα σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου και σοβαρής προσβολής των στόχων του.

2.1.6. Προϋποθέσεις όσον αφορά την κοινοποίηση

Οι προϋποθέσεις όσον αφορά την κοινοποίηση είναι τρεις:

Το κράτος μέλος που λαμβάνει τα μέτρα πρέπει να:

- έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα

- και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,

- έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα..

Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σαφέστατες.

Η πρώτη προϋπόθεση συνεπάγεται ότι το κράτος μέλος εγκατάστασης του φορέα παροχής υπηρεσιών είναι ενημερωμένο και σε θέση να τακτοποιήσει το πρόβλημα στο δικό του επίπεδο. Η δεύτερη ότι δεν το έπραξε με ικανοποιητικό για το κράτος προορισμού τρόπο και η τρίτη ότι ενημερώθηκε εκ των προτέρων τόσο η Επιτροπή ούτως ώστε να μπορέσει να ασκήσει τις εξουσίες τις οποίες έχει βάσει της παραγράφου 6 όσο και το κράτος μέλος καταγωγής. Η οδηγία δεν προβλέπει ακριβή προθεσμία εντός της οποίας το κράτος μέλος του φορέα παροχής της υπηρεσίας οφείλει να κινηθεί, κατόπιν κοινοποίησης από το κράτος μέλος προορισμού της υπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 19, παράγραφος 3 της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να παράσχουν "το συντομότερο δυνατό" τη βοήθεια και τις πληροφορίες που ζητούν τα άλλα κράτη μέλη ή η Επιτροπή.

Επίσης προκύπτει σαφώς από το κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο β) της οδηγίας ότι η υποχρέωση κοινοποίησης δεν στερεί κατά κανένα τρόπο το υπόψη κράτος μέλος από τη δυνατότητα προσφυγής σε δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών, καθώς και σε ενέργειες που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών.

Τέλος υπογραμμίζεται ότι ο διάλογος με το κράτος μέλος εγκατάστασης του φορέα παροχής της υπηρεσίας και η κοινοποίηση προς την Επιτροπή αποτελούν αρμοδιότητα της κεντρικής κρατικής διοίκησης και όχι, π.χ. ενός δικαστή.

2.1.7. Συνέπειες της μη κοινοποίησης

Η μη εκ των προτέρων κοινοποίηση προς την Επιτροπή και προς το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να αποτελέσει λόγο προσφυγής της Επιτροπής κατά του σχετικού κράτους μέλους. Εξάλλου εξαιτίας του γεγονότος ότι οι διατάξεις της οδηγίας που επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση της κοινοποίησης είναι αρκετά σαφείς και μη εξαρτώμενες από όρους, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλεσθούν ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών. Ως εκ τούτου δεν αποκλείεται μια τράπεζα να μπορέσει, π.χ., να επικαλεσθεί ενώπιον ενός εθνικού δικαστηρίου το γεγονός ότι τα μέτρα που λήφθηκαν κατ' αυτής σε ένα κράτος μέλος βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4 δεν κοινοποιήθηκαν εκ των προτέρων.

2.2. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το άρθρο 3, παράγραφος 6 υποχρεώνει την Επιτροπή να ελέγχει το συμβιβάσιμο των μέτρων που κοινοποιήθηκαν βάσει της παραγράφου 4.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος αυτός δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα στο μέτρο που το κράτος μέλος προορισμού δύναται να λάβει τα υπόψη μέτρα χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα του ελέγχου από την Επιτροπή.

Για τον εν λόγω έλεγχο συμμόρφωσης η Επιτροπή θα βασίζεται στα κριτήρια της παραγράφου 4 και στη νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ.

Η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ορίζει ότι:

"τα εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη πρέπει να πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην είναι δεσμευτικά πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού." [12]

[12] Απόφαση της 30ης Νοεμβρίου 1995, Gebhard, υπόθεση C-55/94, Συλλ. σ. I-4165

Βασιζόμενη στη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εφαρμόζει ορισμένα κριτήρια με γνώμονα τα οποία αξιολογεί τη συμμόρφωση ενός κοινοποιηθέντος μέτρου.

2.2.1. Το κριτήριο του γενικού συμφέροντος

Το μέτρο πρέπει οπωσδήποτε να αφορά έναν από τους τομείς που αναφέρονται ρητά στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 οι οποίοι, όπως είδαμε, είναι λιγότεροι τον αριθμό από τους στόχους γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει το Δικαστήριο των ΕΚ.

2.2.2. Το κριτήριο της μη επιβολής διακρίσεων

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου οι διακρίσεις ορίζονται ως εξής:

"μια δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων επί παρεμφερών καταστάσεων ή στην εφαρμογή του ιδίου κανόνα επί διαφορετικών καταστάσεων." [13]

[13] Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1996, Asscher, υπόθεση C-107/94, Συλλ. σ. I-3089.

Από την άποψη αυτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν όντως πρόκειται για δυσμενή διάκριση. [14]

[14] Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2002, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-224/00, μη δημοσιευθείσα.

Τέτοια μέτρα διακριτικής μεταχείρισης είναι αρκετά σπάνια στις μέρες μας στις εθνικές διατάξεις περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αλλά δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχουν απομείνει ορισμένα. Για παράδειγμα αν ένα μέτρο κατά ενός φορέα παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μη εγκατεστημένου στη χώρα είναι αυστηρότερο από κυρώσεις επιβληθείσες για τους ίδιους λόγους σε φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο στη χώρα τότε υφίσταται δυσμενής διάκριση.

Το μέτρο που εισάγει διακρίσεις δύναται, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου και με την επιφύλαξη της αναλογικότητάς του, να δικαιολογηθεί μόνον βάσει των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 46 της συνθήκης (δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία). [15]

[15] Απόφαση της 4ης Μαΐου 1993, Federaciσn de Distribuidores Cinematogrαficos, υπόθεση C-17/92, Συλλ. σ. I-2239.

2.2.3. Κριτήριο της αλληλοεπικάλυψης

Η Επιτροπή θα εξετάζει το νομικό καθεστώς που ισχύει στην χώρα καταγωγής και θα αξιολογεί αν τα προγραμματιζόμενα μέτρα εμφανίζουν ή όχι αλληλοεπικαλύψεις με την προστασία που π.χ. προσφέρεται στη χώρα καταγωγής και τους ελέγχους που ασκούνται σε αυτήν. Αν αυτό όντως συμβαίνει, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το κριτήριο του γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η χώρα προορισμού ήδη ικανοποιείται από τους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής των υπηρεσιών. Κατά την ίδια έννοια η Επιτροπή θα ελέγχει αν τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος μέλος εγκατάστασης είναι επαρκή κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο β).

Ένα παράδειγμα του κριτηρίου αυτού υπάρχει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2000, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

"Απαιτώντας από όλες τις επιχειρήσεις να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις για να τους χορηγηθεί προηγούμενη άδεια ή έγκριση, η βελγική νομοθεσία αποκλείει το να λαμβάνονται υπόψη υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται ήδη ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος." [16]

[16] Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου, υπόθεση C-355/98, Συλλ. σ. I-1221.

Η νομολογία αυτή μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη στο μέτρο που η Επιτροπή διαπιστώνει ότι σε ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να ισχύει η υποχρέωση της εκ των προτέρων απόκτησης αδείας ή εξουσιοδότησης σε ορισμένους τομείς.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι τα κράτη μέλη "οφείλουν να επιδεικνύουν αμοιβαία εμπιστοσύνη όσον αφορά τους ελέγχους που πραγματοποιούνται στο αντίστοιχο έδαφός τους." [17]

[17] Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Βελγίου, υπόθεση C-11/95, Συλλ. σ. I-4115.

Για παράδειγμα, αν το κράτος μέλος προορισμού επιβάλλει τους δικούς του κανόνες δεοντολογίας σε μια επενδυτική υπηρεσία που παρέχει ένας από τους κατοίκους του, η Επιτροπή θα εξετάζει αν οι κανόνες δεοντολογίας που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής είναι ισοδύναμοι με εκείνους που προτίθεται να εφαρμόσει το κράτος προορισμού.

2.2.4. Κριτήριο της αναλογικότητας

Περιλαμβάνει δύο συνιστώσες. Τα μέτρα πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου (κριτήριο της καταλληλότητας) και να μην υπερβαίνουν το απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου (κριτήριο της υποκατάστασης από λιγότερο περιοριστικά μέτρα).

2.2.4.1. Καταλληλότητα του μέτρου για την επίτευξη του στόχου

Ακόμα και αν υποστηρίζεται ότι το μέτρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος εξυπηρετεί έναν στόχο γενικού συμφέροντος, είναι θεμιτό να αναρωτηθεί κανείς αν είναι πραγματικά αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος αυτού. Το υπόψη μέτρο θα μπορούσε αντικειμενικά να μην είναι αναγκαίο ή κατάλληλο για την προστασία του γενικού συμφέροντος.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε σε ορισμένες υποθέσεις, ότι ένας συγκεκριμένος κανόνας, τον οποίο ένα κράτος μέλος επικαλείται για την προστασία των καταναλωτών δεν ήταν τελικά κατάλληλος για να εξασφαλίσει την επιζητούμενη προστασία.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, για παράδειγμα, ότι εφόσον η ενημέρωση αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για την προστασία των καταναλωτών, ένα κράτος μέλος που επιβάλλει κανόνες οι οποίοι τελικά περιορίζουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε ορισμένες πληροφορίες δεν μπορεί να επικαλεσθεί την προστασία των καταναλωτών για να τους δικαιολογήσει. [18]

[18] Απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, GB-INNO-BM, υπόθεση C-362/88, Συλλ. σ.I-667.

Συνεπώς το Δικαστήριο εξετάζει προσεκτικά αν το επίμαχο μέτρο ωφελεί πράγματι τους καταναλωτές, [19] και αν το κράτος μέλος που το επιβάλλει δεν υποεκτιμά την ικανότητα κρίσης του καταναλωτή. [20] Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να προσφύγει στην έννοια του "μέσου" καταναλωτή [21], λαμβάνοντας υπόψη "την τεκμαιρόμενη προσδοκία του μέσου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος". [22]

[19] Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1996, Schmit, υπόθεση C-240/95, Συλλ. σ.I-3179.

[20] Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, Mars, υπόθεση C-470/93, Συλλ. σ. I-1923.

[21] Απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2000, Estιe Lauder, υπόθεση C-220/98, Συλλ. σ. I-117.

[22] Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, Gut Springenheide Gmbh, υπόθεση C-210/96, Συλλ. σ. I-4657.

Συνεπώς με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο ασκεί έλεγχο προκειμένου να διαπιστώσει αν, υπό το πρόσχημα της προστασίας των καταναλωτών, ορισμένα μέτρα έχουν στην πραγματικότητα ως κρυφό στόχο την προστασία της εθνικής αγοράς.

Το Δικαστήριο ελέγχει, επίσης, τον χαρακτήρα των υπόψη υπηρεσιών καθώς και την αντίστοιχη ανάγκη προστασίας. Για παράδειγμα, στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών, αποφάνθηκε ότι :

"...πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως της φύσεως της οικείας τραπεζικής δραστηριότητας και του κινδύνου που διατρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, η σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου ενέχει για τον καταναλωτή κινδύνους διαφορετικούς αυτών που ενέχει η κατάθεση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα. Όμως, η ανάγκη της προστασίας του δανειολήπτη ποικίλλει αναλόγως της φύσεως των ενυπόθηκων δανείων και, πάντως, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακριβώς λόγω των χαρακτηριστικών του χορηγουμένου δανείου και της ιδιότητας του δανειολήπτη, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να προστατευθεί ο τελευταίος δια της εφαρμογής επιτακτικών κανόνων του οικείου εθνικού δικαίου." [23]

[23] Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, Parodi, υπόθεση C-222/95, Συλλ. σ. I-3899

Συνεπώς, η Επιτροπή θα μπορεί να βασισθεί στο ίδιο σκεπτικό κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας ενός κοινοποιηθέντος μέτρου.

2.2.4.2. Δυνατότητα υποκατάστασης με λιγότερο περιοριστικό μέτρο

Ύπαρξη λιγότερο περιοριστικών μέτρων

Προκειμένου να αξιολογηθεί η αναλογικότητα ενός μέτρου, η Επιτροπή θα ελέγχει αν το μέτρο υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου ή αν υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέσα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου γενικού συμφέροντος ή μέτρα τα οποία περιορίζουν λιγότερο τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. [24]

[24] Απόφαση της 26ης Ιουνίου 1997, Familiapress, υπόθεση C-368/95, Συλλ. σ. I-3689.

Το Δικαστήριο, π.χ. αποφάνθηκε ότι αντί να εμποδίσει τη μετάδοση και αναμετάδοση των εκπομπών ενός τηλεοπτικού σταθμού, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτύχει τον στόχο της προστασίας ενός γενικού συμφέροντος λαμβάνοντας ειδικά μέτρα αποκλειστικά και μόνον κατά του διαφημιστή ο οποίος αποτελεί και την πηγή ενός δεδομένου διαφημιστικού μηνύματος μεταδιδόμενου από τον υπόψη τηλεοπτικό σταθμό και ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του από άλλο κράτος μέλος. [25]

[25] Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997. Konsumentombudsmannen (KO) κατά De Agostini (Svenska) Fφrlag AB, υπόθεση C-34/95 και TV-Shop i Sverige AB, υπόθεση C-35/95 και C-36/95, Συλλ. σ. I-3843

Εκτός αυτού, σε πρόσφατη υπόθεση σχετικά με τους φόρους για τις παραβολικές κεραίες που επιβάλλουν οι βελγικοί δήμοι, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει το κριτήριο της "δυνατότητας υποκατάστασης" αποφαινόμενο ότι:

"μπορούν να εξεταστούν και άλλα μέσα πλην του επίμαχου στο πλαίσιο της κύριας δίκης τέλους, λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, για να υλοποιηθεί ένας τέτοιος σκοπός προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η θέσπιση διατάξεων σχετικών με το μέγεθος των κεραιών, την τοποθέτηση και τους τρόπους εγκαταστάσεώς τους στο κτίριο ή πέριξ του κτιρίου, ή τη χρησιμοποίηση συλλογικών κεραιών." [26]

[26] Απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, De Coster, υπόθεση C-17/00, Συλλ. σ. I-9445.

Ακόμη και όταν πρόκειται για τομέα ο οποίος δεν άπτεται άμεσα του τομέα της παρούσας ανακοίνωσης, το τελευταίο αυτό παράδειγμα είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό του σκεπτικού το οποίο πρόκειται να ακολουθήσει το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορεί να εμπνευσθεί από το σκεπτικό αυτό, για την αξιολόγηση την οποία θα κάνει βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 6.

Στην υπόθεση Ambry, [27] το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υποχρέωση των ταξιδιωτικών πρακτορείων να συνάπτουν εγγύηση με ένα πιστωτικό ίδρυμα ευρισκόμενο στην εθνική τους επικράτεια ήταν δυσανάλογη δεδομένου ότι η υποχρέωση άμεσης διαθεσιμότητας κεφαλαίων "μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να εκπληρούται προσηκόντως, μολονότι ο εγγυητής είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος".

[27] Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Ambry, υπόθεση C-410/96, Συλλ. σ. I-7875.

Τελευταίο παράδειγμα το οποίο μολονότι δεν αφορά ένα πρόβλημα παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών on-line, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθώς αφορά τον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και αποτελεί περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο εφαρμόζει με όλως ιδιαιτέρως διεξοδικό τρόπο το κριτήριο της υποκατάστασης, είναι η υπόθεση "SIM" στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι :

"Είναι μεν αληθές ότι η υποχρέωση διατηρήσεως της έδρας στην Ιταλία διευκολύνει την επιτήρηση και τον έλεγχο των ασκούντων δραστηριότητα στην αγορά κινητών αξιών, η επιβολή, ωστόσο, μιας τέτοιας υποχρεώσεως δεν αποτελεί το μόνο μέσο που καθιστά δυνατή, αφενός, την εξασφάλιση της εκ μέρους των χρηματιστών τηρήσεως των κανόνων ασκήσεως της δραστηριότητας μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, τους οποίους έχει θεσπίσει ο Ιταλός νομοθέτης, και, αφετέρου, την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες των κανόνων αυτών." [28]

[28] Απόφαση της 6ης Ιουνίου 1996, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-94/101, Συλλ. σ. I-2691.

Η κατάσταση στα υπόλοιπα κράτη μέλη

Στο πλαίσιο του κριτηρίου αυτού, η Επιτροπή δύναται να εξετάσει τη νομοθεσία των άλλων κρατών μελών για να επαληθεύσει ότι υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέτρα που εξασφαλίζουν την προστασία του καταναλωτή. [29]

[29] Απόφαση της 18ης Μαΐου 1993, Yves Rocher, υπόθεση C-126/91, Συλλ. σ. I-2361.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτό έχει περιορισμένη εφαρμογή στο μέτρο που το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι "το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος προβλέπει λιγότερο αυστηρούς κανόνες σε σχέση με κάποιο άλλο δεν σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και ότι, συνεπώς, είναι ασυμβίβαστοι προς το κοινοτικό δίκαιο". [30]

[30] Προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, Alpine Investments.

και ότι:

"... το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε ένα σύστημα προστασίας διαφορετικό από εκείνο που υιοθέτησε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτό. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να αξιολογούνται αποκλειστικά υπό το φως των σκοπών που επιδιώκουν οι εθνικές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και του επιπέδου της προστασίας που σκοπούν να διασφαλίσουν." [31]

[31] Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Lδδrδ, υπόθεση C-124/97, Συλλ. σ. I-6067.

Συνεπώς, η κατάσταση που επικρατεί στα άλλα κράτη μέλη μπορεί να χρησιμεύσει για να εντοπισθούν και να προταθούν διαφορετικά και λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Αλλά η ύπαρξη ενός λιγότερο περιοριστικού μέτρου σε άλλο κράτος μέλος δεν αποτελεί καθεαυτή απόδειξη δυσαναλογίας. Ακόμη και αν δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί η κατάσταση στα υπόλοιπα κράτη μέλη, το καθεστώς που ισχύει στο κράτος μέλος προορισμού πρέπει να εξετασθεί μεμονωμένα με βάση τους στόχους που επιδιώκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Ιδιαιτερότητα του ηλεκτρονικού εμπορίου

Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα μέτρα θα αφορούν υπηρεσίες παρεχόμενες εξ αποστάσεως δι' ηλεκτρονικής οδού. Το Δικαστήριο των ΕΚ έχει αποφανθεί ότι:

"... ο περιορισμός είναι ακόμη λιγότερο παραδεκτός οσάκις, όπως στην προκειμένη κύρια δίκη, η υπηρεσία παρέχεται, διαφορετικά από ό,τι στην περίπτωση που αφορά το άρθρο 60 [σήμερα το άρθρο 50], τελευταίο εδάφιο, της Συνθήκης, χωρίς ο παρέχων την υπηρεσία να χρειάζεται να μεταβεί στο έδαφος του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η παροχή." [32]

[32] Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, Sδger, υπόθεση C-76/90, Συλλ. σ. I-4221.

Με βάση την εν λόγω απόφαση ένα μέτρο δύναται, θεωρητικά, να κριθεί αναλογικό στο πλαίσιο της εφαρμογής του στους φορείς παροχής των υπηρεσιών που μεταβαίνουν προσωπικά στην επικράτεια της χώρας προορισμού, αλλά δυσανάλογο όταν πρόκειται για υπηρεσία παρεχόμενη εξ αποστάσεως. Η Επιτροπή δύναται, λοιπόν, βάσει της νομολογίας να απαιτήσει από ένα κράτος μέλος να λάβει δεόντως υπόψη τον τρόπο παροχής της υπηρεσίας και, κατά περίπτωση, να θεωρήσει ως λιγότερο παραδεκτό έναν περιορισμό ο οποίος αφορά τις υπηρεσίες on-line.

Όπως είναι φυσικό η επέκταση της εφαρμογής της απόφασης αυτής στο ηλεκτρονικό εμπόριο πρέπει να γίνει προσεκτικά. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Sδger σε καμία περίπτωση ο πελάτης δεν μπορούσε να αγνοεί ότι απευθυνόταν σε φορέα παροχής υπηρεσιών μη εγκατεστημένο στο ίδιο με αυτόν κράτος.

2.2.5. Απόφαση της Επιτροπής

Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, όταν η Επιτροπή καταλήγει, βάσει των κριτηρίων αυτών, στο συμπέρασμα ότι το μέτρο είναι ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή θα ζητεί από το υπόψη κράτος μέλος να μην λάβει τα υπόψη μέτρα ή να δώσει αμέσως τέλος στην εφαρμογή τους.

Διευκρινίζεται ότι η εξέταση από την Επιτροπή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και δεν στερεί, συνεπώς, το κράτος μέλος από τη δυνατότητα να λάβει τα προγραμματιζόμενα μέτρα.

Ακόμη και εάν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προθεσμίες για την εξέταση από την Επιτροπή, η προθεσμία είναι, όπως προβλέπει και το κείμενο, "το συντομότερο δυνατό".

Αν η Επιτροπή αποφανθεί ότι το μέτρο είναι συμβιβάσιμο με το κοινοτικό δίκαιο, το υπόψη κράτος μέλος δύναται να συνεχίσει (ή να αρχίσει, αν για λόγους προφύλαξης δεν το έχει ήδη πράξει) την εκτέλεση των μέτρων που λήφθηκαν κατά της σχετικής κοινοτικής επιχειρήσεως.

Σε κάθε περίπτωση, η θέση την οποία μπορεί να καταλήξει να υπερασπίζεται η Επιτροπή σε μια δεδομένη περίπτωση δεν προδικάζει την απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ.

Top