EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003AG0001

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 1/2003, της 18ης Νοεμβρίου 2002, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές

ΕΕ C 32E της 11.2.2003, p. 1–8 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52003AG0001

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 1/2003, της 18ης Νοεμβρίου 2002, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 032 E της 11/02/2003 σ. 0001 - 0008


Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 1/2003

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 18 Νοεμβρίου 2002

για την έκδοση της οδηγίας 2003/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές

(2003/C 32 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001 συμφώνησε μια κοινοτική στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη που συνίσταται σε σειρά μέτρων, τα οποία περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των βιοκαυσίμων.

(2) Οι φυσικοί πόροι και η συνετή και ορθολογική χρησιμοποίησή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης, περιλαμβάνουν το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τα στερεά καύσιμα, τα οποία αποτελούν βασικές πηγές ενέργειας, αλλά και τις σημαντικότερες πηγές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

(3) Υπάρχει όμως ευρύ φάσμα βιομάζας ικανής να παράγει βιοκαύσιμα, από γεωργικά και δασικά προϊόντα, από απόβλητα και κατάλοιπα της δασοκομίας, της δασοκομικής βιομηχανίας και της γεωργικής βιομηχανίας τροφίμων.

(4) Στον τομέα των μεταφορών αναλογεί άνω του 30 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Κοινότητα και ο τομέας αυτός αναπτύσσεται, μια τάση η οποία είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί, παράλληλα με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η ανάπτυξη αυτή είναι κατά ποσοστό μεγαλύτερη στα υποψήφια κράτη μέλη μετά την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(5) Η λευκή βίβλος της Επιτροπής "Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών" συνάγει ότι μεταξύ 1990 και 2010 οι εκπομπές CO2 που οφείλονται στις μεταφορές θα αυξηθούν κατά 50 % φτάνοντας τους 1113 εκατομμύρια τόνους, και αποδίδει την κύρια ευθύνη για τούτο στις οδικές μεταφορές, στις οποίες αναλογεί το 84 % των οφειλόμενων στις μεταφορές εκπομπών CO2. Από οικολογική σκοπιά, η λευκή βίβλος συνιστά συνεπώς τη μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο (98 % σήμερα) στον τομέα των μεταφορών με τη χρησιμοποίηση εναλλακτικών καυσίμων όπως τα βιοκαύσιμα.

(6) Η ευρύτερη χρήση βιοκαυσίμων στις μεταφορές αποτελεί μέρος της δέσμης μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το πρωτόκολλο του Κιότο, και οιασδήποτε πολιτικής για την τήρηση περαιτέρω απαιτήσεων στον τομέα αυτόν.

(7) Η αυξημένη χρήση των βιοκαυσίμων στις μεταφορές, χωρίς να αποκλείονται άλλα εναλλακτικά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου του υγραερίου και του πεπιεσμένου φυσικού αερίου, αποτελεί ένα εκ των εργαλείων με τα οποία η Κοινότητα μπορεί να περιορίσει την εξάρτησή της από εισαγόμενη ενέργεια και να επηρεάσει την αγορά καυσίμων για τις μεταφορές και, ως εκ τούτου, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, το εν λόγω επιχείρημα δεν θα πρέπει να μειώνει κατ'ουδένα τρόπο τη σημασία της συμμόρφωσης προς την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων, τις εκπομπές των οχημάτων και την ποιότητα του αέρα.

(8) Ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων τα περισσότερα οχήματα που κυκλοφορούν σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ικανά να χρησιμοποιούν χωρίς πρόβλημα μείγματα χαμηλής περιεκτικότητας βιοκαυσίμων. Οι τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση μεγαλύτερων ποσοστών βιοκαυσίμων στο μείγμα. Υπάρχουν χώρες που ήδη χρησιμοποιούν μείγματα βιοκαυσίμου περιεκτικότητας 10 % και άνω.

(9) Οι στόλοι επιχειρηματικών οχημάτων προσφέρουν τη δυνατότητα χρήσης βιοκαυσίμων σε υψηλότερη συγκέντρωση. Σε μερικές πόλεις υπάρχουν ήδη στόλοι επιχειρηματικών οχημάτων που λειτουργούν με καθαρά βιοκαύσιμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό έχει συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα στις αστικές περιοχές.

(10) Η προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων στις μεταφορές αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο προς την ευρύτερη εφαρμογή της βιομάζας, παρέχοντας τη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης των βιοκαυσίμων στο μέλλον, χωρίς να αποκλείονται άλλες δυνατότητες, ιδίως αυτή του υδρογόνου.

(11) Η ερευνητική πολιτική που ασκούν τα κράτη μέλη για την ευρύτερη χρησιμοποίηση των βιοκαυσίμων πρέπει να συμπεριλαμβάνει σε σημαντικό βαθμό τον τομέα του υδρογόνου και να προωθεί αυτή την επιλογή λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά κοινοτικά προγράμματα πλαίσια.

(12) Καθαρά φυτικά έλαια από ελαιούχα φυτά, παραγόμενα με συμπίεση, έκθλιψη ή ανάλογες μεθόδους, φυσικά ή εξευγενισμένα αλλά μη χημικώς τροποποιημένα, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως βιοκαύσιμα σε ειδικές περιπτώσεις όπου η χρήση τους είναι συμβατή με τον τύπο του οικείου κινητήρα και τις αντίστοιχες απαιτήσεις εκπομπών.

(13) Οι νέοι τύποι καυσίμων θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τα αναγνωρισμένα τεχνικά πρότυπα, προκειμένου να γίνουν ευρέως αποδεκτοί από τους χρήστες και τους κατασκευαστές αυτοκινήτων, και να διεισδύσουν έτσι στην αγορά. Τα τεχνικά πρότυπα συνιστούν επίσης τη βάση των απαιτήσεων σχετικά με τις εκπομπές και την παρακολούθηση των εκπομπών. Οι νέοι τύποι καυσίμων ενδέχεται να δυσκολευτούν να ανταποκριθούν στα τρέχοντα τεχνικά πρότυπα, τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό αναπτυχθεί για τα συμβατικά ορυκτά καύσιμα. Η Επιτροπή και οι οργανισμοί τυποποίησης θα πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να δραστηριοποιούνται στην προσαρμογή και την ανάπτυξη προτύπων, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να καθιερωθούν νέοι τύποι καυσίμων και παράλληλα να διατηρηθούν οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής απόδοσης.

(14) Η βιοαιθανόλη και το βιοντίζελ, όταν χρησιμοποιούνται σε οχήματα σε καθαρή μορφή ή ως μείγμα, θα πρέπει να τηρούν τις ισχύουσες ποιοτικές προδιαγραφές προς εξασφάλιση της βέλτιστης απόδοσης των κινητήρων. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση του βιοντίζελ για κινητήρες ντίζελ, για το οποίο η μέθοδος επεξεργασίας είναι η εστεροποίηση, δύναται να εφαρμοστεί το πρότυπο prΕΝ 14214 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τυποποίησης (CEN) για τους μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAME). Κατά συνέπεια, η CEN θα πρέπει να θεσπίσει τις αρμόζουσες προδιαγραφές για άλλα προϊόντα βιοκαυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(15) Η προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων, τηρουμένων των βιώσιμων γεωργικών και δασοκομικών πρακτικών που ορίζονται στους κανόνες της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τη βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη σε μια Κοινή Γεωργική Πολιτική με σαφέστερο στόχο την αγορά, η οποία θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς την ευρωπαϊκή αγορά και προς το σεβασμό της ακμάζουσας ζωής της υπαίθρου και της πολυλειτουργικής γεωργίας και θα μπορούσε να ανοίξει μια νέα αγορά για τα καινοτόμα γεωργικά προϊόντα.

(16) Στο ψήφισμά του της 8ης Ιουνίου 1998(5), το Συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική και το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ζήτησε ειδικά μέτρα στον τομέα των βιοκαυσίμων.

(17) Στην πράσινη βίβλο της Επιτροπής "Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού", τίθεται ο στόχος της υποκατάστασης κατά 20 % των συμβατικών καυσίμων με εναλλακτικά καύσιμα στον τομέα των οδικών μεταφορών έως το 2020.

(18) Τα εναλλακτικά καύσιμα θα είναι σε θέση να διεισδύσουν στην αγορά, μόνον εάν είναι ευρέως διαθέσιμα και ανταγωνιστικά.

(19) Στο ψήφισμά του της 18ης Ιουνίου 1998(6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε αύξηση του μεριδίου των βιοκαυσίμων στην αγορά σε 2 % κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, μέσω μιας δέσμης μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απαλλαγής, των οικονομικών ενισχύσεων της μεταποιητικής βιομηχανίας και της θέσπισης ενός υποχρεωτικού ποσοστού βιοκαυσίμων για τις εταιρείες πετρελαιοειδών.

(20) Η βέλτιστη μέθοδος αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων στις εθνικές αγορές και την κοινοτική αγορά εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των πόρων και των πρώτων υλών, από τις εθνικές και κοινοτικές πολιτικές για την προώθηση των βιοκαυσίμων, από τις φορολογικές ρυθμίσεις και από τη δέουσα συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων παραγόντων/μερών.

(21) Οι εθνικές πολιτικές για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων δεν θα πρέπει να οδηγούν στην απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης των καυσίμων τα οποία πληρούν τις εναρμονισμένες περιβαλλοντικές προδιαγραφές, όπως καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία.

(22) Η προώθηση της παραγωγής και χρήσης βιοκαυσίμων θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας και των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Επιπλέον, βιοκαύσιμα σε καθαρή μορφή ή σε μείγμα μπορούν κατ' αρχήν να χρησιμοποιούνται στα υπάρχοντα μηχανοκίνητα οχήματα και με τα υπάρχοντα συστήματα διανομής καυσίμων. Η πρόσμειξη των βιοκαυσίμων με ορυκτά καύσιμα θα διευκόλυνε την ενδεχόμενη μείωση του κόστους στο σύστημα διανομής στην Κοινότητα.

(23) Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπομένης δράσης, δηλαδή η εισαγωγή γενικών αρχών που προβλέπουν ότι ένα ελάχιστο ποσοστό βιοκαυσίμων πρέπει να διατεθεί στο εμπόριο και στη διανομή, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω του κλίματος της δράσης και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(24) Πρέπει να προωθηθεί η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα της βιωσιμότητας των βιοκαυσίμων.

(25) Η αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων θα πρέπει να συνοδεύεται από εμπεριστατωμένη ανάλυση των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών της συνεπειών, ώστε να εξακριβωθεί η σκοπιμότητα της αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων σε σχέση με εκείνο των συμβατικών καυσίμων.

(26) Πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα ταχείας προσαρμογής του καταλόγου βιοκαυσίμων, του ποσοστού ανανεώσιμης περιεκτικότητας και του χρονοδιαγράμματος εισαγωγής των βιοκαυσίμων στην αγορά καυσίμων για τις μεταφορές, προς την τεχνική πρόοδο και προς τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την πρώτη φάση της εισαγωγής.

(27) Πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ταχεία ανάπτυξη ποιοτικών προτύπων για τα βιοκαύσιμα που πρόκειται να χρησιμοποιούνται στον τομέα της αυτοκίνησης, τόσο σε καθαρή μορφή όσο και σε ανάμειξη με συμβατικά καύσιμα. Παρόλο που το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των αποβλήτων αποτελεί δυνητικώς χρήσιμη πηγή για την παραγωγή βιοκαυσίμων, το πρότυπο ποιότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μόλυνση που ενδεχομένως υπάρχει στα απόβλητα έτσι ώστε να αποφεύγεται η βλάβη στο όχημα ή/και η επιδείνωση των εκπομπών από συγκεκριμένα συστατικά.

(28) Η ενθάρρυνση της προώθησης των βιοκαυσίμων πρέπει να είναι συμβατή με τους στόχους ασφάλειας εφοδιασμού και τους περιβαλλοντικούς στόχους καθώς και με τους συναφείς στόχους και μέτρα πολιτικής που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος. Προς το σκοπό αυτόν τα κράτη μέλη δύνανται να εξετάσουν αποτελεσματικούς από άποψη κόστους τρόπους δημοσιοποίησης των δυνατοτήτων της χρήσης βιοκαυσίμων.

(29) Τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμοστούν βάσει της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(7),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία επιδιώκει να προάγει τη χρήση βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων προς αντικατάσταση του πετρελαίου ντίζελ ή της βενζίνης στις μεταφορές σε κάθε κράτος μέλος, προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη στόχων όπως η τήρηση των δεσμεύσεων σχετικά με τις κλιματικές μεταβολές, η φιλική προς το περιβάλλον ασφάλεια του εφοδιασμού και η προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Άρθρο 2

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) "βιοκαύσιμα": υγρό ή αέριο καύσιμο για τις μεταφορές το οποίο παράγεται από βιομάζα·

β) "βιομάζα": το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων από γεωργικές (συμπεριλαμβανομένων φυτικών και ζωικών ουσιών), δασοκομικές και συναφείς βιομηχανικές δραστηριότητες, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων·

γ) "άλλα ανανεώσιμα καύσιμα": ανανεώσιμα καύσιμα, εκτός των βιοκαυσίμων, που προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 2001/77/ΕΚ(8), και χρησιμοποιούνται στις μεταφορές·

δ) "ενεργειακό περιεχόμενο": η κατώτερη θερμογόνος δύναμη ενός καυσίμου·

2. Τουλάχιστον τα προϊόντα που απαριθμούνται κατωτέρω θεωρούνται βιοκαύσιμα:

α) "βιοαιθανόλη": αιθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα ή/και από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, για χρήση ως βιοκαύσιμο·

β) "ντίζελ βιολογικής προέλευσης": μεθυλεστέρας ο οποίος παράγεται από φυτικά ή ζωικά έλαια, ποιότητας ντίζελ, για χρήση ως βιοκαύσιμο·

γ) "βιοαέριο": καύσιμο αέριο το οποίο παράγεται από βιομάζα ή/και από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, το οποίο μπορεί να καθαριστεί φτάνοντας ποιότητα φυσικού αερίου, για χρήση ως βιοκαύσιμο, ή ξυλαέριο·

δ) "βιομεθανόλη": μεθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα, για χρήση ως βιοκαύσιμο·

ε) "βιοδιμεθυλαιθέρας": διμεθυλαιθέρας ο οποίος παράγεται από βιομάζα, για χρήση ως βιοκαύσιμο·

στ) "βιο-ΕΤΒΕ (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας)": ΕΤΒΕ ο οποίος παράγεται από βιοαιθανόλη. Το κατ'οίκον ποσοστό βιο-ΕΤΒΕ το οποίο υπολογίζεται ως βιοκαύσιμο ανέρχεται σε 47 %·

ζ) "βιο-ΜΤΒΕ (μεθυλοτριτοβουτυλαιθέρας)": καύσιμο το οποίο παράγεται από βιομεθανόλη. Το κατ'οίκον ποσοστό βιο-ΜΤΒΕ που υπολογίζεται ως βιοκαύσιμο ανέρχεται σε 36 %·

η) "συνθετικά βιοκαύσιμα": συνθετικοί υδρογονάνθρακες ή μείγματα συνθετικών υδρογονανθράκων που έχουν παραχθεί από βιομάζα·

θ) "βιοϋδρογόνο": υδρογόνο το οποίο παράγεται από βιομάζα ή/και από βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων για χρήση ως βιοκαύσιμο.

Άρθρο 3

1. α) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι μια ελάχιστη αναλογία βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων διατίθεται στις αγορές τους, και καθορίζουν, προς τούτο, εθνικούς ενδεικτικούς στόχους.

β) i) Μια τιμή αναφοράς για τους στόχους αυτούς είναι 2 %, υπολογιζόμενη βάσει του ενεργειακού περιεχομένου, επί του συνόλου της βενζίνης και του πετρελαίου ντίζελ που διατίθεται στις αγορές τους προς χρήση στις μεταφορές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

ii) Μια τιμή αναφοράς για τους στόχους αυτούς είναι 5,75 % υπολογιζόμενη βάσει του ενεργειακού περιεχομένου, επί του συνόλου της βενζίνης και του πετρελαίου ντίζελ, προς χρήση στις μεταφορές, που διατίθενται στις αγορές τους έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

2. Τα βιοκαύσιμα μπορούν να διατίθενται υπό τις ακόλουθες μορφές:

α) ως αμιγή βιοκαύσιμα ή με υψηλή περιεκτικότητα σε παράγωγα πετρελαιοειδών, σύμφωνα με συγκεκριμένα ποιοτικά πρότυπα που ισχύουν για τις μεταφορές·

β) ως βιοκαύσιμα αναμεμειγμένα με παράγωγα πετρελαιοειδών, σύμφωνα με τα συναφή ευρωπαϊκά πρότυπα που δίνουν τις σχετικές με τα καύσιμα μεταφορών τεχνικές προδιαγραφές (ΕΝ 228 και ΕΝ 590)·

γ) ως υγρά τα οποία προέρχονται από βιοκαύσιμα, όπως ο ETBE (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας), το ποσοστό βιοκαυσίμου των οποίων καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2.

3. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις επιπτώσεις της χρήσης βιοκαυσίμων σε ποσοστό άνω του 5 % εντός μειγμάτων με πετρέλαιο ντίζελ από μη προσαρμοσμένα οχήματα, και λαμβάνουν μέτρα εφόσον ενδείκνυται ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τη σχετική κοινοτική νομοθεσία για τα πρότυπα εκπομπών.

4. Στο πλαίσιο των μέτρων που θεσπίζουν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη συνολική κλιματική και περιβαλλοντική ισορροπία των διαφόρων τύπων βιοκαυσίμων και δύνανται να προωθούν κατά προτεραιότητα τα βιοκαύσιμα εκείνα που παρουσιάζουν πολύ καλή και αποτελεσματική από άποψη κόστους περιβαλλοντική ισορροπία, ενώ λαμβάνουν παράλληλα υπόψη την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού.

5. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το κοινό ενημερώνεται για τη διαθεσιμότητα των βιοκαυσίμων. Για ποσοστά βιοκαυσίμων αναμεμειγμένων με παράγωγα πετρελαιοειδών που υπερβαίνουν την οριακή τιμή του 5 % σε μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAME) ή 5 % σε βιοαιθανόλη, θα επιβληθεί ειδική σήμανση στα σημεία πωλήσεων.

Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή, πριν από την 1η Ιουλίου κάθε έτους, σχετικά με τις συνολικές πωλήσεις καυσίμων για τις μεταφορές και το μερίδιο των βιοκαυσίμων, αμιγών ή αναμεμειγμένων, και των άλλων ανανεώσιμων καυσίμων που διατέθηκαν στην αγορά κατά το προηγούμενο έτος. Κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη αναφέρουν τυχόν έκτακτες περιστάσεις που αφορούν την προμήθεια αργού πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου και έχουν επηρεάσει την εμπορία βιοκαυσίμων.

Στην πρώτη τους έκθεση μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη επισημαίνουν το επίπεδο των εθνικών ενδεικτικών τους στόχων για την πρώτη φάση. Στην έκθεση που καλύπτει το έτος 2006, τα κράτη μέλη επισημαίνουν τους εθνικούς ενδεικτικούς τους στόχους για τη δεύτερη φάση.

Στις εκθέσεις αυτές, η διαφοροποίηση των εθνικών στόχων, σε σύγκριση με τις τιμές αναφοράς του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) αιτιολογούνται και θα μπορούσαν να βασίζονται στα ακόλουθα στοιχεία:

α) αντικειμενικούς παράγοντες, όπως οι περιορισμένες εθνικές δυνατότητες για τη παραγωγή βιοκαυσίμων από γεωργικά προϊόντα ή/και απόβλητα, οι εθνικοί πόροι που διατίθενται για την παραγωγή βιομάζας για ενεργειακές χρήσεις εκτός από τις μεταφορές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνικής αγοράς καυσίμων για τις μεταφορές·

β) εθνικές πολιτικές, σύμφωνες προς τους στόχους του ενεργειακού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ασφάλεια εφοδιασμού, ανταγωνιστικότητα και προστασία του περιβάλλοντος), οι οποίες αφορούν τον τομέα των μεταφορών και των οποίων οι στόχοι είναι ανάλογοι με εκείνους της παρούσας οδηγίας (τήρηση των δεσμεύσεων σχετικά με τις κλιματικές μεταβολές· συμβολή στην ασφάλεια του εφοδιασμού με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον· προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας).

2. Το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και στη συνέχεια ανά δύο έτη, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση αξιολόγησης για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και για το Συμβούλιο όσον αφορά την πρόοδο που σημειώθηκε στη χρήση των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων στα κράτη μέλη.

Η εν λόγω έκθεση καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες πτυχές:

α) τη σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων·

β) τις οικονομικές πλευρές και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της περαιτέρω αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων·

γ) την προοπτική του κύκλου ζωής των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων, προκειμένου να υποδειχθούν τυχόν μέτρα για τη μελλοντική προώθηση εκείνων των καυσίμων τα οποία είναι φιλικά προς το κλίμα και το περιβάλλον και τα οποία μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικά και αποδοτικά σε σχέση με το κόστος·

δ) τη βιωσιμότητα των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, ιδίως τη χρήση γης, το βαθμό εντατικότητας της καλλιέργειας, την εναλλαγή των καλλιεργειών και τη χρήση παρασιτοκτόνων·

ε) την αξιολόγηση της χρήσης βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων σε συνάρτηση με τις διαφοροποιημένες επιπτώσεις τους στις κλιματικές μεταβολές, και τις επιπτώσεις τους στη μείωση των εκπομπών CO2·

στ) την επισκόπηση περαιτέρω πλέον μακροπρόθεσμων επιλογών όσον αφορά την εφαρμογή μέτρων ενεργειακής αποδοτικότητας στις μεταφορές.

Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον ενδείκνυται, προτάσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την προσαρμογή του συστήματος των στόχων, βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 1. Εάν στην έκθεση συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ενδεικτικοί στόχοι δεν πρόκειται να επιτευχθούν για λόγους που δεν αιτιολογούνται ή/και που δεν έχουν σχέση με νέα επιστημονικά στοιχεία, οι προτάσεις αυτές θα αφορούν τους εθνικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεωτικών στόχων, υπό τη δέουσα μορφή.

Άρθρο 5

Ο κατάλογος στο άρθρο 2 παράγραφος 2 μπορεί να προσαρμόζεται στην τεχνική πρόοδο με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2. Κατά την προσαρμογή του καταλόγου λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των βιοκαυσίμων στο περιβάλλον.

Άρθρο 6

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2. Σε περίπτωση παραπομπής στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 7

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από ανάλογη παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της παραπομπής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 9

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

...

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 103 Ε της 30.4.2002, σ. 205.

(2) ΕΕ C 149 της 21.6.2002, σ. 7.

(3) Γνώμη που εδόθη στις 16 Μαΐου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουνίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 18ης Νοεμβρίου 2002 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ... (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(5) ΕΕ C 198 της 24.6.1998, σ. 1.

(6) ΕΕ C 210 της 6.7.1998, σ. 215.

(7) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8) Οδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 33).

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Στις 17 Δεκεμβρίου 2001 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση(1) βασιζόμενη στο άρθρο 175 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

2. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της(2) στις 25 Απριλίου 2002. Η Επιτροπή των Περιφερειών έδωσε τη γνώμη της στις 16 Μαΐου 2002.

3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του, σε πρώτη ανάγνωση, στις 4 Ιουλίου 2002, εγκρίνοντας 60 τροπολογίες. Υπό το φως της γνώμης αυτής, η Επιτροπή υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση στις 13 Σεπτεμβρίου 2002.

4. Στις 18 Νοεμβρίου 2002, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

ΙΙ. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

5. Στόχος της πρότασης είναι να προωθηθεί η χρήση βιοκαυσίμων στις μεταφορές εντός της ΕΕ εξασφαλίζοντας υποχρεωτική ελάχιστη αναλογία βιοκαυσίμων διατιθέμενων στις αγορές τους 2 %, υπολογιζόμενη βάσει του ενεργειακού περιεχομένου, επί του συνόλου της βενζίνης και του ντίζελ που θα διατίθεται για τις μεταφορές στις αγορές τους έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, και ότι αυτό το μερίδιο αυξάνεται, με επιδίωξη ένα ελάχιστο επίπεδο ανάμειξης, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που παρουσιάζεται στο παράρτημα της πρότασης. Στόχος του προτεινόμενου μηχανισμού είναι να συμβάλει στο να τηρηθούν οι περιβαλλοντικές δεσμεύσεις που καθορίστηκαν στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο και να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τρίτες χώρες.

ΙΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

6. Οι κύριες αλλαγές του Συμβουλίου είναι οι ακόλουθες:

7. α) Το Συμβούλιο επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας προκειμένου να καλύπτει όχι μόνον τα βιοκαύσιμα αλλά και άλλα ανανεώσιμα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για μεταφορές στα κράτη μέλη, και διεύρυνε το στόχο της δηλώνοντας ότι η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην προώθηση της χρήσης των καυσίμων αυτών αντί να καθορίζει απλώς το ποσοστό αντικατάστασης των συμβατικών καυσίμων από βιοκαύσιμα (άρθρο 1).

β) Το Συμβούλιο έκρινε ότι θα ήταν σκοπιμότεροι των υποχρεωτικών ενδεικτικοί στόχοι, εφόσον επιτρέπουν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα κατά τρόπο σταδιακό και ελαστικό, με την προϋπόθεση ότι το σύστημα θα αναθεωρηθεί ύστερα από ένα πρώτο στάδιο εφαρμογής. Για το σκοπό αυτό, η κοινή θέση προβλέπει ότι οι στόχοι θα πρέπει να επιτευχθούν βάσει τιμών αναφοράς για το πρώτο στάδιο (2 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005) και το δεύτερο στάδιο (5,75 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010) [άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β)]. Τα κράτη μέλη θέτουν εθνικούς ενδεικτικούς στόχους για την ελάχιστη αναλογία βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων που διατίθενται στις αγορές τους, τόσο για το πρώτο στάδιο όσο και για το δεύτερο [άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)]. Αυτή η προσέγγιση δύο σταδίων συμπληρώνεται από ρήτρα αναθεώρησης, βάσει εκθέσεων της Επιτροπής και των κρατών μελών (άρθρο 4, παράγραφος 1 και 2). Στις εκθέσεις τους, τα κράτη μέλη μπορούν να διαφοροποιούν τους εθνικούς τους ενδεικτικούς στόχους σε σύγκριση με τις τιμές αναφοράς. Ωστόσο, οι διαφοροποιήσεις αυτές πρέπει να αιτιολογούνται βάσει συγκεκριμένων στοιχείων [άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)]. Βάσει των εκθέσεων των κρατών μελών, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση αξιολόγησης και υποβάλλει, εφόσον ενδείκνυται, προτάσεις για την προσαρμογή των στόχων.

8. Εξάλλου, το Συμβούλιο αποσαφήνισε/τροποποίησε τα ακόλουθα θέματα:

Ανάμειξη: Το Συμβούλιο δεν ενέκρινε την προτεινόμενη αναλογία ανάμειξης που πρέπει να επιτυγχάνεται στο δεύτερο στάδιο (παράρτημα), εκτιμώντας ότι η ανάμειξη δεν αποτελεί ακόμα τυποποιημένη διαδικασία και συνεπώς θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν την ευχέρεια να αναμειγνύουν ή όχι βιοκαύσιμα και ορυκτά καύσιμα.

Κατάλογος προϊόντων (άρθρο 2 παράγραφος 2): Το Συμβούλιο μετέφερε τον κατάλογο προϊόντων που θεωρούνται "βιοκαύσιμα" από το παράρτημα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και προσέθεσε τα ακόλουθα προϊόντα: "βιο-ΜΤΒΕ (μεθυλοτριτοβουτυλαιθέρας", "συνθετικά βιοκαύσιμα" και "βιοϋδρογόνο". Παράλληλα, το Συμβούλιο αποσαφήνισε ότι πρόκειται για ανοικτό κατάλογο που μπορεί να προσαρμόζεται στην τεχνική πρόοδο σύμφωνα με τη διαδικασία επιτροπολογίας (άρθρο 6).

Περιβαλλοντικό ισοζύγιο των βιοκαυσίμων: Το Συμβούλιο ενίσχυσε τη σύνδεση μεταξύ της προώθησης των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων και της συμβολής στην επίτευξη των στόχων, όπως είναι η τήρηση των δεσμεύσεων σχετικά με τις κλιματικές μεταβολές, η φιλική προς το περιβάλλον ασφάλεια του εφοδιασμού και η προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (άρθρο 1). Επιπλέον, στα μέτρα των κρατών μελών προκειμένου να διασφαλίζεται ένα ελάχιστο ποσοστό διατιθέμενων βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων στην αγορά τους, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνολική κλιματική και περιβαλλοντική ισορροπία των διαφόρων τύπων βιοκαυσίμων και, ταυτοχρόνως, μπορούν να προωθούνται κατά προτεραιότητα τα βιοκαύσιμα που παρουσιάζουν πολύ αποτελεσματική από άποψη κόστους περιβαλλοντική ισορροπία, συνεκτιμώντας την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού (άρθρο 3).

Υποχρεωτική υποβολή εκθέσεων (άρθρο 4): Παρότι το Συμβούλιο συμφωνεί ότι οι συνθήκες στα κράτη μέλη ποικίλλουν σημαντικά, στις εκθέσεις των κρατών μελών θα πρέπει να αιτιολογείται η διαφοροποίηση των στόχων τους σε σχέση με τις τιμές αναφοράς βάσει δύο σειρών στοιχείων: α) των αντικειμενικών παραγόντων όπως είναι οι δυνατότητες παραγωγής και η βιομάζα η διατιθέμενη σε άλλες ενεργειακές χρήσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνικής αγοράς καυσίμων για τις μεταφορές, και β) των εθνικών πολιτικών οι οποίες είναι σύμφωνες προς τους στόχους του ενεργειακού τομέα, αφορούν τον τομέα των μεταφορών στην ΕΕ και των οποίων οι στόχοι είναι ανάλογοι με τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

IV. ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ

9. Από τις 60 τροπολογίες του ΕΚ, το Συμβούλιο αποδέχθηκε τις ακόλουθες 26, ορισμένες ως προς την ουσία, εν μέρει ή κατ' αρχήν.

Αιτιολογικές σκέψεις:

Τροπολογία αριθ. 2 (εν μέρει): σχετικά με το φάσμα της βιομάζας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί (αιτιολογική σκέψη 3)

Τροπολογία αριθ. 3: αναφέρεται στη διεύρυνση (αιτιολογική σκέψη 4)

Τροπολογία αριθ. 4: τονίζει τη σημασία της χρήσης εναλλακτικών καυσίμων (αιτιολογική σκέψη 5)

Τροπολογία αριθ. 7: τονίζει τη σημασία της τήρησης της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων και τις εκπομπές των οχημάτων (αιτιολογική σκέψη 7)

Τροπολογία αριθ. 8: υπενθυμίζει τις εν δυνάμει προοπτικές της τεχνολογίας παραγωγής βιοκαυσίμων στην ΕΕ (αιτιολογική σκέψη 8)

Τροπολογία αριθ. 12 (εν μέρει): αναφέρει παράδειγμα χρήσης βιοκαυσίμων (αιτιολογική σκέψη 9)

Τροπολογία αριθ. 14: αναφέρεται στη μελλοντική ανάπτυξη του τομέα του υδρογόνου (αιτιολογική σκέψη 10)

Τροπολογία αριθ. 15: υπενθυμίζει ότι η ερευνητική πολιτική είναι χρήσιμη προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο τομέας του υδρογόνου (αιτιολογική σκέψη 11)

Τροπολογία αριθ. 16: αφορά το ρόλο των προτύπων που ισχύουν για τα βιοκαύσιμα (αιτιολογική σκέψη 13)

Τροπολογία αριθ. 18: τονίζει ότι η βιοαιθανόλη και το βιοντίζελ θα πρέπει να τηρούν τις ισχύουσες προδιαγραφές ποιότητας (αιτιολογική σκέψη 14)

Τροπολογίες αριθ. 19 (εν μέρει) και 35: τονίζει τη συμβολή των βιοκαυσίμων σε άλλες πολιτικές όπως η αειφόρος ανάπτυξη της υπαίθρου (αιτιολογική σκέψη 15)

Τροπολογία αριθ. 20: υπενθυμίζει τους στόχους για τα εναλλακτικά καύσιμα που περιλαμβάνονται στην πράσινη βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού (αιτιολογική σκέψη 17)

Τροπολογία αριθ. 21: αναφέρει ότι τα εναλλακτικά καύσιμα θα πρέπει να είναι ευρέως διαθέσιμα ώστε να είναι ανταγωνιστικά (αιτιολογική σκέψη 18)

Τροπολογία αριθ. 22: υπενθυμίζει τα μέτρα στήριξης που αναφέρονται στο σχετικό ψήφισμα του ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 19)

Τροπολογία αριθ. 23: αναφέρει ότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων των μερών, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο (αιτιολογική σκέψη 20)

Τροπολογία αριθ. 26: τονίζει την τεχνική βιωσιμότητα των βιοκαυσίμων (αιτιολογική σκέψη 22)

Τροπολογία αριθ. 28 (κατ' αρχήν): σημειώνει την ανάγκη προώθησης της έρευνας στον τομέα της βιωσιμότητας των καυσίμων (αιτιολογική σκέψη 24)

Τροπολογία αριθ. 29: αφορά τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παρ. 2 της οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 25)

Τροπολογία αριθ. 30 (εν μέρει): υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται και τα βιοκαύσιμα που παράγονται από μη χημικές διαδικασίες (αιτιολογική σκέψη 12)

Τροπολογία αριθ. 31: αναφέρεται στην ανάπτυξη των κατάλληλων ποιοτικών προϋποθέσεων για τα βιοκαύσιμα (αιτιολογική σκέψη 27)

Τροπολογία αριθ. 32: τονίζει την ανάγκη συνοχής μεταξύ της προώθησης των βιοκαυσίμων και των άλλων περιβαλλοντικών και συναφών προς αυτούς στόχων πολιτικής των κρατών μελών (αιτιολογική σκέψη 28)

Άρθρα

Τροπολογία αριθ. 58: προστίθεται ο ορισμός του "βιοϋδρογόνου" στον κατάλογο των προϊόντων που θεωρούνται ως βιοκαύσιμα [άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο θ)]

Τροπολογία αριθ. 43: δίνει προτεραιότητα στην προώθηση βιοκαυσίμων με αποτελεσματικό από πλευράς κόστους περιβαλλοντικό ισοζύγιο (άρθρο 3 παράγραφος 4)

Τροπολογία αριθ. 46: αφορά την ενημέρωση του κοινού σχετικά με τις εν δυνάμει προοπτικές των βιοκαυσίμων και άλλων ανανεώσιμων καυσίμων (άρθρο 3 παράγραφος 5)

Τροπολογία αριθ. 70 (κατ' αρχήν): τονίζει ότι είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των βιοκαυσίμων στο περιβάλλον κατά την προσαρμογή του καταλόγου τους (άρθρο 5).

V. ΜΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΘΕΙΣΕΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

10. Το Συμβούλιο έκρινε ότι οι τροπολογίες αριθ. 1, 6, 9, 11, 13, 17, 25, 27, 33, 37, 40, 41, 44, 50, 51, 52, 56, 60 και 66, τις οποίες απέρριψε η Επιτροπή, ή ήταν υπερβολικά περιοριστικές (π.χ. 6, 11, 37, 40) ή υπερέβαιναν τους στόχους της οδηγίας (1, 9, 13, 17, 25, 27, 33, 41, 44, 50, 51, 52, 60, 66) ή καλύπτονται ήδη από υφιστάμενες διατάξεις, και συνεπώς αποφάσισε να μην τις ενσωματώσει στην κοινή του θέση.

(1) ΕΕ C 103 Ε της 30.4.2002, σ. 205.

(2) ΕΕ C 149 της 21.6.2002, σ. 7.

Top