Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002PC0017

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά στην πρόληψη και αποκατάταση των περιβαλλοντικών ζημιών

/* COM/2002/0017 τελικό - COD 2002/0021 */

ΕΕ C 151E της 25.6.2002, p. 132–145 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52002PC0017

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά στην πρόληψη και αποκατάταση των περιβαλλοντικών ζημιών /* COM/2002/0017 τελικό - COD 2002/0021 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 151 E της 25/06/2002 σ. 0132 - 0145


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά στην πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών

(υποβάλλεται από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγη

Μεταξύ του ατυχήματος του Σεβέζο τον Ιούλιο του 1976 και των ατυχημάτων στη Baia Mare και τη Baia Borsa τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο 2000 αντιστοίχως, κατά τη διάρκεια των οποίων παρατηρήθηκε σοβαρότατη ρύπανση στη Ρουμανία [1], θα μπορούσε να συνταχθεί μακρύς κατάλογος περιπτώσεων δραματικής ρύπανσης ή άλλου είδους ζημιών στο περιβάλλον [2]. Εν προκειμένω, είναι προφανώς αναγκαίο να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των πληγέντων περιβαλλοντικών στοιχείων αν και εξυπακούεται ότι θα ήταν προτιμότερο ανάλογα προβλήματα να αποφεύγονται. Ως εκ τούτου η προληπτική αντιμετώπιση τους αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό στόχο. Εντούτοις μετά από κάθε σοβαρή περιβαλλοντική ζημία, τίθεται αναπόφευκτα το ερώτημα "ποιον θα επιβαρύνει ο λογαριασμός". Η αρχή σύμφωνα με την οποία "ο ρυπαίνων πληρώνει" αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον [3]. Η αρχή αυτή σημαίνει ότι συχνά ο φορέας εκμετάλλευσης που προκαλεί τη ζημία φέρει την αντίστοιχη ευθύνη, και μάλιστα από οικονομική σκοπιά.

[1] Βλ. την έκθεση της Διεθνούς Ομάδας Ειδικών Καθηκόντων για την αξιολόγηση του ατυχήματος στην Baia Mare (Δεκέμβριος 2000).

[2] Ως ανάλογα περιστατικά είναι δυνατόν να αναφερθούν η σοβαρή ρύπανση στον Ρήνο λόγω της πυρκαγιάς στην μονάδα της Sandoz στη Βασιλεία το 1986 και η κατάρρευση του φράγματος που συγκρατούσε τα απόβλητα του εξορυκτικού συγκροτήματος του Aznalcollar, στις 25 Απριλίου 1998, στην Ισπανία με αποτέλεσμα τη ρύπανση από τοξικά ύδατα και λάσπη του Εθνικού Πάρκου της Doρana. Πολυάριθμες είναι επίσης οι πετρελαιοκηλίδες που προκαλούν τα ναυάγια πετρελαιοφόρων, από την χαρακτηριστική περίπτωση του Torrey Canion και του Amoco Cadiz το 1967 και 1978 αντιστοίχως έως το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika το 1999.

[3] Βλ. άρθρο 174, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να υποβάλει την παρούσα πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να εγκριθεί γενικό κοινοτικό πρόγραμμα με στόχο την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών.

Τοιουτοτρόπως η Επιτροπή ανταποκρίνεται στην υποχρέωση που έχει αναλάβει βάσει Λευκής Βίβλου του 2000 για την περιβαλλοντική ευθύνη της στρατηγικής της Επιτροπής για την αειφόρο ανάπτυξη που προβλέπει ότι "η νομοθεσία της ΕΕ για την αντικειμενική περιβαλλοντική ευθύνη πρέπει να έχει θεσπισθεί έως το 2003" [4] και αρχίζει να υλοποιεί τις ενέργειες που προβλέπονται στο 6ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον [5].

[4] COM(2001) 264 τελικό της 15ης Μαΐου 2001, σ. 13 : « Δράσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης: (...) η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ίδια περιβαλλοντική ευθύνη θα πρέπει να έχει θεσπιστεί έως το 2003. »

[5] Βλέπε άρθρο 3, παράγραφος 8 της κοινής θέσης που ενέκρινε το Συμβούλιο στις 17 Σεπτεμβρίου 2001 με στόχο την έκδοση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον.

2. Επισκοπηση τησ προτασησ

Η πρόταση αποσκοπεί στη δημιουργία του απαραίτητου πλαισίου για την πρόληψη ή την αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών. Στην παρούσα πρόταση η σοβαρή περιβαλλοντική ζημία ορίζεται με αναφορά στην προστατευόμενη βιοποικιλότητα σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, στα ύδατα τα οποία καλύπτονται από την οδηγία πλαίσιο για το νερό και στην υγεία του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες απειλείται από τη ρύπανση των εδαφών. Ειδικά κριτήρια αποσκοπούν στην ακριβέστερη αξιολόγηση του κατά πόσον η εκάστοτε ζημία θεωρείται σοβαρή. Ο στόχος αυτός επιβάλλεται να επιτευχθεί αναθέτοντας γενικά καθήκοντα στα κράτη μέλη ώστε να μεριμνούν για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. Η πρόταση προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αποφασίζουν πότε τα αντίστοιχα μέτρα επιβάλλεται να ληφθούν από τον σχετικό φορέα εκμετάλλευσης ή τις αρμόδιες αρχές ή από τρίτο μέρος εξ ονόματός τους. Οι λεπτομερείς θεσμικές και διαδικαστικές ρυθμίσεις σχετικά με τον τρόπο επίτευξης των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων αποφασίζεται ως επί το πλείστον από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας. Η πρόταση καθορίζει, ωστόσο, ορισμένους κανόνες σχετικά με τους επιδιωκόμενους στόχους αποκατάστασης και τη μέθοδο καθορισμού και επιλογής των ενδεδειγμένων μέτρων αποκατάστασης ώστε να υφίσταται ελάχιστος κοινός παρανομαστής ως προς τούτο μεταξύ των κρατών μελών και να τους παρέχεται η δυνατότητα να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υλοποίηση του προτεινόμενου καθεστώτος.

Στο μέτρο του δυνατού και σύμφωνα με την αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει", ο φορέας εκμετάλλευσης, που προκάλεσε τη σοβαρή περιβαλλοντική ζημία ή αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο πρόκλησης αναλόγων ζημιών, πρέπει τελικά να επωμίζεται το κόστος που συνδέεται με τα αντίστοιχα μέτρα. Ανεξαρτήτως του κατά πόσον τα αντίστοιχα μέτρα λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ή από τρίτο μέρος εξ ονόματος τους, το αντίστοιχο κόστος πρέπει να ανακτάται από τον υπεύθυνο φορέα εκμετάλλευσης. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για τη ζημία βαρύνονται δραστηριότητες που κρίνεται ότι συνεπάγονται άμεσους ή έμμεσους κινδύνους για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον, ο αντίστοιχος φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να φέρει την αντικειμενική ευθύνη και να διαθέτει ορισμένες διασφαλίσεις. Οι ως άνω δραστηριότητες αναφέρονται σε παράρτημα της παρούσας πρότασης. Εφόσον πρόκειται για ζημία στη βιοποικιλότητας λόγω δραστηριοτήτων εκτός των προαναφερόμενων στο παράρτημα, ο αντίστοιχος φορέας εκμετάλλευσης θεωρείται αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνος εφόσον υπέπεσε σε σφάλμα ή αμέλεια. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ουδείς των φορέων εκμετάλλευσης θεωρείται υπεύθυνος, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναλάβουν κάθε αναγκαία πρωτοβουλία προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης χρηματοδοτούνται από εύλογη κατά τη γνώμη τους πηγή παρέχοντας εγγυήσεις για την επίλυση του προβλήματος. Και στην περίπτωση αυτή, οι λεπτομερείς θεσμικές και διαδικαστικές ρυθμίσεις σχετικά με την επίτευξη των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων εμπίπτουν ως επί το πλείστον στις αρμοδιότητες των κρατών μελών σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

Δεδομένου ότι τα περιβαλλοντικά στοιχεία (όπως για παράδειγμα η βιοποικιλότητα και σε μεγάλο βαθμό το νερό) συχνά δεν υπόκεινται σε ιδιοκτησιακά δικαιώματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρο για την ορθή εφαρμογή και τήρηση του προτεινόμενου καθεστώτος, το κείμενο προβλέπει ότι φορείς με δέοντα προσόντα, καθώς και άτομα με επαρκή ενδιαφέροντα εν προκειμένω δικαιούνται να καλέσουν την αρμόδια αρχή να ενεργήσει δεόντως ενώ παράλληλα δύνανται να προσφύγουν κατά των ενεργειών ή της αδράνειας των αρχών.

Τέλος, διατυπώνονται διατάξεις σχετικά με τις διαμεθοριακές ζημίες, την οικονομική ασφάλεια, τη σχέση με την εθνική νομοθεσία, το καθεστώς αναθεώρησης των διατάξεων και τις διατάξεις περί προσωρινής εφαρμογής του.

Στην πράξη, όταν συμβαίνουν περιβαλλοντικές ζημιές, τα κράτη μέλη καλούνται να εξασφαλίσουν την αποκατάστασή τους. Αυτό συνεπάγεται αξιολόγηση της σοβαρότητας και της έκτασης των ζημιών και καθορισμό των πλέον ενδεδειγμένων μέτρων αποκατάστασης που θα πρέπει να ληφθούν, σε συνεργασία στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό με τον φορέα εκμετάλλευσης που είναι υπεύθυνος για τη ζημία κατά την έννοια της παρούσας πρότασης - ήτοι το φορέα εκμετάλλευσης του οποίου οι δραστηριότητες προκάλεσαν τη ζημιά.

Η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτήσει από το φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα απαραίτητα μέτρα αποκατάστασης, τα οποία εν τοιαύτη περιπτώσει θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από αυτόν. Εναλλακτικά η αρμόδια αρχή ενδέχεται να εφαρμόσει τα μέτρα αυτά μόνη της ή να ζητήσει την εφαρμογή τους από τρίτο μέρος. Συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων είναι επίσης πιθανός.

Όταν η αποκατάσταση επιχειρείται από την αρμόδια αρχή ή από τρίτους εξ ονόματός της, ενώ κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας ένας ή περισσότεροι φορείς εκμετάλλευσης είναι υπεύθυνοι για τις ζημίες, η αρμόδια αρχή οφείλει, σύμφωνα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, να ανακτήσει τις δαπάνες αποκατάστασης από τους υπεύθυνους φορείς εκμετάλλευσης.

Οι φορείς εκμετάλλευσης που ενδεχομένως ευθύνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να επωμισθούν το κόστος της αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών είναι οι φορείς εκμετάλλευσης των οποίων οι δραστηριότητες αναφέρονται στο παράρτημα Ι και οι οποίοι έχουν προκαλέσει την αντίστοιχη περιβαλλοντική ζημία. Οι φορείς εκμετάλλευσης που ασχολούνται με δραστηριότητες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ενδέχεται επίσης να θεωρηθούν υπεύθυνοι βάσει της παρούσας οδηγίας και πρέπει να αναλάβουν ως εκ τούτου το κόστος αποκατάστασης των ζημιών που υπέστη η βιοποικιλότητα, μόνο όμως εφόσον θεωρηθεί ότι ευθύνονται με παραλήψεις.

Ένας από τους παράγοντες που προκαλεί προβλήματα όσον αφορά την ανάκτηση των δαπανών είναι η έλλειψη οικονομικής κάλυψης εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί εκ μέρους των αρμοδίων αρχών η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, εντούτοις οι επιπτώσεις της οικονομικής αφερεγγυότητας των οργανισμών ενδέχεται να περιοριστούν με την κατάλληλη οικονομική ασφάλιση.

Εφόσον ισχύει μία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 9 παράγραφος 1, τα προβλεπόμενα από την παρούσα πρόταση δεν εφαρμόζονται και το θέμα θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Ενίοτε ο φορέας εκμετάλλευσης δεν μπορεί να βασιστεί σε ανάλογες εξαιρέσεις, ιδίως εφόσον βαρύνεται με παραλήψεις. Σε ανάλογες περιπτώσεις ισχύουν τα όσα προβλέπει η πρόταση.

Δεδομένου ότι η πρόταση αποσκοπεί στην επίτευξη συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στόχων, βασίζεται στο άρθρο 175, παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Επειδή η συνθήκη ΕΚΑΕ δεν προβλέπει πολιτική Ευρατόμ στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, είναι δυνατή η ανάληψη δράσης δυνάμει της συνθήκης ΕΚ υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η αντίστοιχη νομοθεσία της ΕΚΑΕ. Όσον αφορά το νομικό υπόβαθρο, το γεγονός ότι η πρόταση περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα ένδικα μέσα δεν θα πρέπει να επηρεάζει την επιλογή του νομικού υποβάθρου δεδομένου ότι οι διατάξεις περί ενδίκων μέσων είναι απλώς συνοδευτικές ως προς τους επιδιωκόμενους περιβαλλοντικούς στόχους και κρίνονται απαραίτητες για να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι διατάξεις περί ενδίκων μέσων δεν εμπίπτουν σε κανέναν από τους τομείς δράσης που εντοπίζει το άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚ που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την δικαστική συνεργασία σε αστικά θέματα με διαμεθοριακές επιπτώσεις.

3. Οι Λογοι που καθιστουν επιτακτικη την παρεμβαση τησ Κοινοτητασ

Απαιτείται να αναληφθεί κοινοτική δράση προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και αποδοτικά η ρύπανση τοποθεσιών και η απώλεια της βιοποικιλότητας στην Κοινότητα.

Η ρύπανση επιμέρους τοποθεσιών αποτελεί πρόβλημα δεδομένου ότι είναι δυνατόν να συνιστά απειλή για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον λόγω της απελευθέρωσης ρύπων στα υπόγεια ή τα επιφανειακά ύδατα, της απορρόφησής τους από τα φυτά, την άμεση επαφή με τους ανθρώπους και την πρόκληση πυρκαγιών ή εκρήξεων λόγω των αερίων που εκλύονται στους χώρους υγειονομικής ταφής. Περίπου 300.000 τοποθεσίες στην Κοινότητα θεωρείται ότι έχουν υποστεί ή είναι πιθανόν να έχουν υποστεί ρύπανση [6]. Δεν κατέστη δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η ρύπανση αυτή αλλά οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καθαρισμό επιτρέπουν να σχηματιστεί σαφής εικόνα της σοβαρότητας του προβλήματος. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που δημοσίευσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος οι δαπάνες για τον μερικό καθαρισμό των τοποθεσιών αυτών (απλώς και μόνο για ορισμένα από τα κράτη μέλη ή περιφέρειες και ορισμένες πόλεις) κυμαίνεται από 55 έως 106 δισεκατ. ευρώ [7] - ήτοι μεταξύ 0,6% και 1,25% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για επιβλητικούς αριθμούς, οι οποίοι εντούτοις αντιπροσωπεύουν σωρευτικές επιπτώσεις μετά από πολλά χρόνια και όχι ετήσιες επιδράσεις [8].

[6] Διαχείριση τοποθεσιών που έχουν πληγεί από ρύπανση στη Δυτική Ευρώπη, EΟΧ, Ιούνιος 2000

[7] Αυστρία, 1,5 δισεκατ. ευρώ, 300 τοποθεσίες προτεραιότητας. Φλάνδρα, 6,9 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Δανία, 1,1 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Φινλανδία, 0,9 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Γερμανία/Βαυαρία, 2,5 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Γερμανία/SaA 1,6-2,6 δισεκατ. ευρώ, καθαρισμοί μεγάλης κλίμακας. Γερμανία/SchH 0,1 δισεκατ. ευρώ, 26 τοποθεσίες προτεραιότητας. Γερμανία/Θουριγγία 0,2 δισεκατ. ευρώ, 3 έργα μεγάλης κλίμακας. Ιταλία, 0,5 δισεκατ., 1250 τοποθεσίες προτεραιότητας. Ισπανία, 0,8 δισεκατ., μερικός καθαρισμός. Σουηδία, 3,5 δισεκατ., συνολικές δαπάνες καθαρισμού. ΗΒ, 13-39 δισεκατ., 10000 εκτάρια που υπέστησαν ρύπανση (από την Διαχείριση των τοποθεσιών που υπέστησαν ρύπανση στη Δυτική Ευρώπη, ΕΟΧ, Ιούνιος 2000)

[8] Πρέπει να σημειωθεί ότι το προτεινόμενο καθεστώς δεν εφαρμόζεται αναδρομικά, οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καθαρισμό των τοποθεσιών αυτών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρότασης δεδομένου ότι οι ως άνω τοποθεσίες έχουν υποστεί ρύπανση πριν από την έγκριση της παρούσας πρότασης.

Ως εκ τούτου υφίσταται ένα σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στο γεγονός ότι σε πολλά κράτη μέλη οι ευθύνες για τις περιβαλλοντικές ζημιές άρχισαν να λαμβάνονται υπόψη προσφάτως με αποτέλεσμα οι περισσότερες δαπάνες για τον καθαρισμό των τοποθεσιών που έχουν πληγεί κατά το παρελθόν κατά πάσα πιθανότητα τελικά να επιβαρύνουν το δημόσιο δεδομένου ότι εκείνοι που αρχικά προκάλεσαν τη ρύπανση δεν είναι εύκολο να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Η ευθύνη θα πρέπει μελλοντικά να εξασφαλίζει ότι όποιος ρυπαίνει αναλαμβάνει και τον καθαρισμό για την αντιμετώπιση της ρύπανσης ή πληρώνει για τον καθαρισμό και, τοιουτοτρόπως, η ευθύνη θα πρέπει να ενθαρρύνει την κοινωνικά αποδοτικότερη πρόληψη εκ μέρους των υπευθύνων μερών, πράγμα που θα είναι κοινωνικά αποδοτικότερο.

Κατά συνέπεια οι κανόνες περί ευθύνης είναι απαραίτητοι προκειμένου να προληφθεί περαιτέρω η ρύπανση και να εξασφαλισθεί ότι εφαρμόζεται η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει όταν παρατηρείται ρύπανση παρά τη λήψη προληπτικών μέτρων.

Ωστόσο, το καθοριστικό θέμα σήμερα δεν είναι κατά πόσον κρίνεται σκόπιμη η θέσπιση κανόνων περί ευθύνης - δεδομένου ότι πολλά από τα κράτη μέλη έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή ανάλογους κανόνες, μολονότι με διαφορετικές προσεγγίσεις - αλλά κατά πόσον είναι επιθυμητό να θεσπισθούν κανόνες σε κοινοτικό επίπεδο αντί να αντιμετωπίζεται το θέμα αυτό αποκλειστικά και μόνο σε εθνικό επίπεδο. Η ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο κρίνεται αναγκαία επειδή:

* Δεν έχουν όλα τα κράτη μέλη εγκρίνει νομοθεσία για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού [9]. Ως εκ τούτου εάν δεν αναληφθεί κοινοτική δράση δεν υφίσταται σχεδόν ουδεμία εγγύηση ότι η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει θα εφαρμοστεί αποτελεσματικά σε ολόκληρη την Κοινότητα. Αν αποτύχει η εφαρμογή της αρχής αυτής είναι πιθανό να διαιωνιστούν οι αναποτελεσματικές συμπεριφορές που είχαν ως αποτέλεσμα να βρεθούμε σήμερα αντιμέτωποι με τη ρύπανση που μας έχει σωρευτικά κληροδοτήσει το παρελθόν.

[9] Η Πορτογαλία και η Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ των χωρών που δεν διαθέτουν ειδική νομοθεσία για τις τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση.

* Η αντίστοιχη νομοθεσία των περισσοτέρων κρατών μελών δεν επιφορτίζει τις αρμόδιες αρχές να αναλάβουν τον καθαρισμό των "ορφανών" τοποθεσιών [10] που υπέστησαν ρύπανση αφού ετέθη σε ισχύ η νομοθεσία [11]. Ως εκ τούτου η εθνική νομοθεσία δεν εξασφαλίζει την επίτευξη του περιβαλλοντικού στόχου για τον καθαρισμό.

[10] Τοποθεσίες για τις οποίες δεν μπορούν να εντοπιστούν τα υπεύθυνα μέρη ή τα μέρη αυτά δεν διαθέτουν τα αντιστοίχως απαραίτητα οικονομικά μέσα.

[11] Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές καλούνται να επωμισθούν τον καθαρισμό των "ορφανών" τοποθεσιών, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν ώστε να εξασφαλίσουν την εφαρμογή αξιόπιστων μηχανισμών παροχής οικονομικών εγγυήσεων. Ως εκ τούτου η αντίστοιχη εντολή εκτός του ότι θα πρέπει να εξασφαλίζει τον καθαρισμό θα πρέπει επίσης και να ενθαρρύνει την δημιουργία μηχανισμών χρηματοδότησης που να συνάδουν προς την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει.

* Δίχως εναρμονισμένο πλαίσιο σε κοινοτικό επίπεδο, οι οικονομικοί παράγοντες θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τις διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών μελών και να χρησιμοποιήσουν νομικίστικα μέσα (π.χ. να περιορίσουν τις επικίνδυνες δραστηριότητες σε νομικώς διακριτές και υποκεφαλαιοποιημένες εταιρείες, να μετακινούν «γραφεία βιτρίνες» εντός της Κοινότητας ώστε να εκμεταλλεύονται τα κενά της αντίστοιχης νομοθεσίας περί ευθύνης δίχως να μεταβάλλουν ουσιαστικά την προληπτική συμπεριφορά τους) ελπίζοντας ότι τοιουτοτρόπως θα αποφύγουν κάθε ευθύνη. Ανάλογη συμπεριφορά θα είχε σαν αποτέλεσμα να μην επιτευχθούν τελικά οι στόχοι των κανόνων περί ευθύνης που θεσπίζουν τα κράτη μέλη και θα προκαλούσε περιττή κατασπατάληση πόρων [12].

[12] Το γεγονός ότι δεν παρατηρούνται συμπτώματα ανάλογης συμπεριφοράς στις ΗΠΑ (βλέπε τη μελέτη σχετικά με τις προληπτικές επιπτώσεις της περιβαλλοντικής ευθύνης που εκτελέστηκε στο πλαίσιο της οικονομικής αξιολόγησης του σχεδίου της πρότασης) μπορεί ενδεχομένως να ερμηνευθεί από το ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει εναρμονίζουσα ομοσπονδιακή νομοθεσία η οποία, ενώ αφήνει στις πολιτείες μεγάλα περιθώρια για να αντιμετωπίζουν τοπικά προβλήματα, εξασφαλίζει επίσης ότι οι επιμέρους πολιτειακές προσεγγίσεις δεν υπονομεύουν και δεν εξασθενίζουν η μία την άλλη.

Στην περίπτωση της βιοποικιλότητας, εκπονούνται αξιόπιστοι δείκτες σχετικά με το βαθμό και τη σημασία της ζημίας που υπέστη η βιοποικιλότητα και το ποσοστό της που έχει απωλεσθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγκρίθηκε στις 15 Μαΐου 2001, αναγνωρίζει ότι η απώλεια της βιοποικιλότητας στην Κοινότητα έχει δραματικά επιταχυνθεί κατά τις πλέον πρόσφατες δεκαετίες, και ότι έχει καταστεί μία από τις σοβαρές και ενδεχομένως μη αντιστρεπτές απειλές για τη μελλοντική ευμάρεια της ευρωπαϊκής κοινωνίας με αποτέλεσμα να απαιτείται πλέον να αποδοθεί η δέουσα προτεραιότητα στην ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

Τα δύο κύρια νομικά μέσα της Κοινότητας που αφορούν την προστασία της βιοποικιλότητας είναι οι οδηγίες για τους οικοτόπους και τα άγρια πτηνά [13]. Οι οδηγίες αυτές δεν περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με την ευθύνη που να συνεπάγονται την εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει ώστε να ενθαρρυνθεί η υιοθεσία αποτελεσματικών συμπεριφορών πρόληψης εκ μέρους ιδιωτικών (και δημοσίων) φορέων. Επί του παρόντος είναι ελάχιστα τα κράτη μέλη που έχουν κατορθώσει να καλύψουν το κενό εφαρμόζοντας την ευθύνη για τη ζημία που υφίσταται η βιοποικιλότητα στους ιδιώτες. Κατά συνέπεια, απαιτείται η ανάληψη κοινοτικής δράσης για την προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας κυρίως για δύο λόγους: εξασφάλιση της χρήσης κοινωνικώς αποδοτικών μέσων για τη χρηματοδότηση της αποκατάστασης των ζημιών που υφίσταται η βιοποικιλότητα στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, ενθάρρυνση της αποτελεσματικής πρόληψης.

[13] Οδηγία του Συμβουλίου 92/43/ΕΟΚ της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, 22.7.1992, σ. 7) και οδηγία του Συμβουλίου 79/409/ΕΟΚ της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 103, 25.4.1979, σ. 1).

4. Οικονομικη αξιολογηση τησ προτασησ, τα οφελη και οι δαπανεσ

Η οικονομική αξιολόγηση εξετάζει τα θέματα καθοριστικής σημασίας που θίγει η πρόταση σχετικά με την αποδοτικότητα: τα οφέλη και τις δαπάνες, συμπεριλαμβάνοντας την κατανομή των δαπανών ανά οικονομικούς παράγοντες και τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, τις επιπτώσεις στην πρόληψη, την παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την κάλυψη πιθανών ευθυνών και την αξιολόγηση των ζημιών των φυσικών πόρων. Η οικονομική επίπτωση της πρότασης συνίσταται πρωτίστως στη μεταβολή της κατανομής των δαπανών και όχι στην πρόκληση επιπλέον συνολικών δαπανών. Ως εκ τούτου εν συνεχεία χρησιμοποιείται ο όρος χρηματοοικονομικές δαπάνες αντί για τον όρο κόστος σε περίπτωση που ο δεύτερος θα μπορούσε να προκαλέσει παρεξηγήσεις. Στο σημείο αυτό συνοψίζονται τα ευρήματα της αξιολόγησης.

Το κύριο αναμενόμενο όφελος από την πρόταση είναι η βελτιωμένη εφαρμογή των προτύπων περιβαλλοντικής προστασίας σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Τοιουτοτρόπως αναμένεται επίσης να εξασφαλισθεί έμμεσα ένα άλλο σημαντικό όφελος: στροφή προς αποδοτικά επίπεδα πρόληψης. Τα περιβαλλοντικά οφέλη θα πρέπει να επιτευχθούν με ορθή αξιοποίηση του κόστους και σύμφωνα με τις αρχές της οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας.

Βάσει της ευθύνης τα μέρη που είναι υπεύθυνα για τις ζημίες καλούνται να τις αποκαταστήσουν. Η ζημία ορίζεται ως αναφορά στα ήδη υφιστάμενα πρότυπα προστασίας που θεσπίζει η νομοθεσία για το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η ευθύνη εξασφαλίζει την τήρηση των ήδη υφιστάμενων προτύπων και αποτρέπει σοβαρά τη μη συμμόρφωση προς τα πρότυπα αυτά.

Δεδομένου ότι όποιος προκαλεί ρύπανση είναι υπεύθυνος για τις δαπάνες της αποκατάστασης των ζημιών που έχει προκαλέσει, η ευθύνη συνιστά σοβαρό κίνητρο για την αποφυγή των ζημιών. Εφόσον η προληπτική δαπάνη ενός ευρώ ενδέχεται να εξασφαλίσει την αποφυγή ζημιών των οποίων η αποκατάσταση κοστίζει περισσότερο από ένα ευρώ, τα μέρη που είναι υπεύθυνα για την πιθανή ζημία ενθαρρύνονται να πραγματοποιήσουν επενδύσεις υπέρ της πρόληψης αντί να καλύψουν το υψηλότερο κόστος που συνεπάγεται η αποκατάσταση. Ως εκ τούτου η πρόταση θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα η οικονομία να στραφεί, σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, σε αποδοτικά επίπεδα πρόληψης.

Η εφαρμογή των ήδη υφιστάμενων προτύπων και η στροφή προς αποδοτικότερα επίπεδα πρόληψης είναι αξιόλογοι στόχοι καθεαυτοί. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της νομοθεσίας είναι αναγκαίο να υπάρξουν αντίστοιχοι μηχανισμοί για την τήρηση της. Επιπλέον, η ευθύνη, εφόσον οριστεί ορθά, αποτελεί συμπλήρωμα μάλλον παρά υποκατάστατο άλλων πολιτικών εργαλείων όπως εξηγείται κατωτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση ανταποκρίνεται στα κριτήρια περί αποτελεσματικής αξιοποίησης του κόστους [14]. Οι στόχοι της πρότασης θα πρέπει να επιδιωχθούν σύμφωνα με τις αρχές της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης ενώ επιβάλλεται παράλληλα να ελαχιστοποιηθούν οι δαπάνες υλοποίησης.

[14] Μολονότι δεν καταβλήθηκε προσπάθεια να πραγματοποιηθεί ποσοτικοποιημένη αξιολόγηση της σχέσης κόστους-οφέλους, δεδομένου ότι η πρόταση δεν επιβάλλει σοβαρές επιπρόσθετες σημαντικές δαπάνες, δεν συντρέχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι οι ωφέλειες από την απορρύπανση εδαφών είναι ουσιαστικές. Πρόσφατη αξιολόγηση του οφέλους από την απορρύπανση εδαφών στις Κάτω Χώρες (βλ. Howarth et al: Αξιολόγηση των επιπτώσεων της περιβαλλοντικής πολιτικής, Κάτω Χώρες, έκθεση RIVM 481505 024, Μάρτιος 2001) θεωρεί ότι η ετήσια αξία κυμαίνεται μεταξύ 2,4 δισεκατ. ευρώ (τιμές του 2000) και 842 εκατομμύρια. Οι υπολογισμοί αυτοί μετρούν αποκλειστικώς και μόνο τις ωφέλειες των ιδιοκτητών όπως αυτές αντανακλώνται στην αλλαγή της αξίας της γης και ως εκ τούτου καλύπτουν αποκλειστικά και μόνο ορισμένα των κοινωνικών οφελών. Κατά συνέπεια οι ως άνω υπολογισμοί είναι μια συντηρητική αξιολόγηση των ωφελειών της απορρύπανσης. Συγκριτικά μπορεί να αναφερθεί ότι οι χρηματοοικονομικές δαπάνες βάσει της παρούσας πρότασης υπολογίζεται ότι για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βασική περίπτωση) είναι της τάξης των 1,5 δισεκατ. ευρώ.

Όντως η πρόταση εκπονήθηκε βασιζόμενη στις αρχές της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κατά πρώτον, η πρόταση δεν ισχύει για τις εκπομπές που επιτρέπονται βάσει αδειών και τις ζημίες που δεν μπορούν να προβλεφθούν βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κατά το χρόνο της εκπομπής ή εκτέλεσης των αντιστοίχων δραστηριοτήτων. Κατά δεύτερον, όποτε χρησιμοποιείται η έννοια της ευθύνης προκειμένου να εξασφαλισθεί ο καθαρισμός ή η αποκατάσταση των ζημιών, στόχος είναι να εξασφαλισθούν αποδοτικές λύσεις - π.χ. όταν παρατηρούνται ζημιές σε φυσικούς πόρους, στόχος της οδηγίας σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση είναι να επιτευχθούν ισοδύναμες λύσεις αντί να επιδιωχθεί ακριβής αποκατάσταση των συνθηκών που επικρατούσαν πριν από το ατύχημα, ανεξαρτήτως του αντιστοίχου κόστους.

Ωστόσο η πρόταση κατά πάσα πιθανότητα συνεπάγεται σοβαρές οικονομικές δαπάνες, οι οποίες υπολογίζονται και παρατίθενται κατωτέρω, μετά από συνοπτική παρουσίαση των ευρημάτων των μελετών που ανατέθηκαν σχετικά με την πρόληψη, την οικονομική κάλυψη και την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών.

Οι επιπτώσεις της πρόληψης

Από τη μελέτη (http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/preventive.htm) που πραγματοποιήθηκε για το θέμα αυτό προκύπτει ότι θα επικρατήσουν τα θετικά κίνητρα που παρέχονται υπέρ της ευθύνης για την επίτευξη αποδοτικών επιπέδων πρόληψης εφόσον σε κοινοτικό επίπεδο εφαρμοστεί συνεπής (και συνεπώς) αντίστοιχη πολιτική περί ευθύνης. Πιθανές σοβαρές διαφορές μεταξύ των προτύπων που ισχύουν σε ό,τι αφορά την ευθύνη σε επίπεδο πολιτειών (όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες) ή κρατών μελών (όπως στην Κοινότητα) θα μπορούσαν να εξασθενήσουν σοβαρά τις θετικές επιπτώσεις της ευθύνης σε ό,τι αφορά την πρόληψη εάν δεν υπήρχε κοινό πλαίσιο (ο ομοσπονδιακός νόμος περί ευθύνης στις Ηνωμένες Πολιτείες και η προτεινόμενη οδηγία στην Κοινότητα). Ως εκ τούτου η μελέτη συμπεραίνει ότι είναι απαραίτητη η ανάληψη κοινοτικής δράσης.

Η παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την κάλυψη των περιβαλλοντικών ευθυνών

Η παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την κάλυψη της περιβαλλοντικής ευθύνης είναι επωφελής για όλους τους εμπλεκομένους: για τις δημόσιες αρχές και το κοινό ευρύτερα, αποτελεί έναν από τους αποτελεσματικότερους, αν όχι το μοναδικό, τρόπο εξασφάλισης της αποκατάστασης των ζημιών σύμφωνα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. για τους φορείς βιομηχανικής εκμετάλλευσης, εξασφαλίζει μια μέθοδο κατανομής των κινδύνων και διαχειρισμού των αβεβαιοτήτων. ενώ για τους ασφαλιστικούς φορείς αποτελεί ευμεγέθη αγορά. Ωστόσο, όταν εγκρίθηκε το Φεβρουάριο του 2000 η Λευκή Βίβλος για την περιβαλλοντική ευθύνη, πολλοί από τους ενδιαφερομένους αμφισβήτησαν κατά πόσο οι ευθύνες που θα δημιουργούσε η κοινοτική πρόταση για το θέμα αυτό ήταν ασφαλίσιμες. Η Επιτροπή επιχείρησε να διευκρινίσει το θέμα αυτό.

Σε ό,τι αφορά την ασφάλιση του κόστους καθαρισμού, εδώ και πολύ καιρό προβλέπεται αντίστοιχη κάλυψη στην Κοινότητα, μολονότι συχνά τα αντίστοιχα προϊόντα δεν διακινούνται στην αγορά υπό την αυτή επωνυμία - κοινές ονομασίες εν προκειμένω είναι η ασφάλιση της περιβαλλοντικής ευθύνης, ασφάλεια για την κάλυψη περιβαλλοντικών βλαβών που συνεπάγονται ευθύνη, ασφάλεια και τον περιβαλλοντικό καθαρισμό και την αντίστοιχη ευθύνη. Αυτού του είδους τα ασφαλιστικά προϊόντα είναι ευρέως γνωστά στην αγορά και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες διακινούνται είναι σχετικώς τυποποιημένες [15].

[15] Λεπτομέρειες σχετικά με την προσφερόμενη κάλυψη παρέχονται στο Διαδίκτυο. Για παράδειγμα, ένας ευρύτατα γνωστός ασφαλιστικός φορέας που αναπτύσσει δραστηριότητα στην ευρωπαϊκή αγορά περιγράφει τα χαρακτηριστικά της «Ευθύνης για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ζημιών» συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και τις τιμές (ελάχιστο όριο για 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ είναι 5.000 δολάρια).

Ως εκ τούτου ο ασφαλιστικός κλάδος καλύπτει ήδη καλώς την αγορά της αντιμετώπισης του κόστους του περιβαλλοντικού καθαρισμού στην Ευρώπη. Οι ασφάλειες αποτελούν τυπική περίπτωση παγκοσμιοποιημένου κλάδου - ήτοι πρόκειται για κλάδο ο οποίος είναι δεόντως ευαισθητοποιημένος στις τάσεις που παρατηρούνται στα επιμέρους τμήματα του κόσμου και είναι σε θέση να μεταφέρει ταχέως τις γνώσεις που αποκομίζει από μία αγορά στις υπόλοιπες. Οι περιβαλλοντικές ευθύνες, συμπεριλαμβανομένων των ευθυνών για την κάλυψη του κόστους καθαρισμού, θεσπίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη πριν από 20 χρόνια, με αποτέλεσμα την παροχή αντίστοιχης ασφαλιστικής κάλυψης [16]. Τα προϊόντα που αρχικά αναπτύχθηκαν βάσει της αντιστοίχως κτηθείσας πείρας, για την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσαν ως εκ τούτου να μεταφερθούν ταχέως στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλουν την ευθύνη για την κάλυψη των δαπανών περιβαλλοντικού καθαρισμού.

[16] Το βάθος και η τεράστια ποικιλία των προϊόντων που προσφέρουν οι ασφαλιστικοί φορείς που εξειδικεύονται σε περιβαλλοντικούς κινδύνους αφήνουν να εννοηθεί ότι η αγορά εφοδιάζεται με ασφαλιστικά προϊόντα σύντομα μετά, ή ακόμη και πριν, τη θέσπιση αντιστοίχων κανονιστικών απαιτήσεων στον τομέα αυτόν.

Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η ασφαλιστική κάλυψη των δαπανών καθαρισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να γνωρίσει σήμερα μικρότερη διάδοση απ'ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή αγορά εξακολουθεί να είναι μικρότερη και να χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη κατάτμηση. Κατά συνέπεια οι τιμές ενδέχεται να είναι υψηλότερες. Ωστόσο, από την πείρα των Ηνωμένων Πολιτειών προκύπτει ότι κατά πάσα πιθανότητα οι τιμές θα συρρικνωθούν τάχιστα μόλις καθιερωθούν εναρμονισμένες κανονιστικές απαιτήσεις και οι αντίστοιχοι ασφαλιστικοί οργανισμοί συγκεντρώσουν μεγαλύτερη εμπειρία (λαμβάνοντας π.χ. υπόψη το γεγονός ότι το μέσο ετήσιο κόστος κάλυψης μιας νέας δεξαμενής αποθήκευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην ιδιωτική αγορά, ήταν 1.000 δολάρια το 1989. Το 1997 ο αντίστοιχος μέσος όρος ανερχόταν σε 400 δολάρια). Όπως προκύπτει από την έρευνά μας (βλ. http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/insurance_us.htm), οι τιμές αντιστοιχούν σήμερα περίπου στο 1% με 1,5% του ασφαλιζόμενου ποσού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τιμές για μεγαλύτερες εταιρείες που χαρακτηρίζονται από υψηλές περιβαλλοντικές επιδόσεις είναι συγκριτικά χαμηλότερες.

Συνολικά, δεν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ότι η ευθύνη για τον καθαρισμό των περιβαλλοντικών ρυπάνσεων είναι ασφαλίσιμη και ασφαλιζόταν ήδη στην Κοινότητα [17] κατά την εποχή της έγκρισης της αντίστοιχης Λευκής Βίβλου. Ωστόσο, μεγαλύτερους προβληματισμούς προκαλεί το κατά πόσον θα ήταν δυνατόν να ασφαλιστεί η ευθύνη για τις ζημιές που υφίσταται η βιοποικιλότητα. Αυτό το είδος της ευθύνης δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό στην Κοινότητα και συχνά υποστηρίχθηκε ότι θα ήταν αδύνατο να αξιολογηθεί και να ασφαλιστεί.

[17] Εκτός φυσικά των περιπτώσεων για τις οποίες είναι εκ των προτέρων καλά γνωστά τα στοιχεία της ρύπανσης και του χρόνου αυτής καθώς και των αντιστοίχων ευθυνών, όπως πάντα συμβαίνει με τα ασφαλιστικά προϊόντα.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτέλεσε μελέτη η οποία εστιάστηκε στα θέματα που σχετίζονταν με την ευθύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις ζημιές σε φυσικούς πόρους - ήτοι σε μια έννοια παρεμφερή προς την ευθύνη για τις ζημιές στη βιοποικιλότητα. Όντως στη χώρα αυτή η ευθύνη για ζημίες σε φυσικούς πόρους θεσμοθετήθηκε ταυτόχρονα με την ευθύνη για τις δαπάνες καθαρισμού, εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια, πράγμα το οποίο καθιστά τις Ηνωμένες Πολιτείες αξιόπιστη δοκιμή σε ό,τι αφορά την ασφαλισιμότητα των ζημιών στη βιοποικιλότητα. Τα συμπεράσματα της μελέτης αποδεικνύουν ότι οι ανησυχίες ότι οι ζημιές στη βιοποικιλότητα δεν είναι ασφαλίσιμες, είναι αδικαιολόγητες.

Η μελέτη (http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/insurance_us.htm) τονίζει δύο στοιχεία. Πρώτον, ότι είναι δυνατή η παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την κάλυψη των ευθυνών που δημιουργεί η πρόταση της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων και των ζημιών στη βιοποικιλότητα. Η ευθύνη για τις ζημιές στους φυσικούς πόρους επί του παρόντος καλύπτεται χρηματοοικονομικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι αντίστοιχες ασφαλιστικές αγορές αναπτύχθηκαν απρόσκοπτα με την πάροδο του χρόνου [18]. Ως εκ τούτου είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι το ίδιο φαινόμενο θα επαναληφθεί στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ζημία στη βιοποικιλότητα. Αυτό είναι ακόμη πιθανότερο δεδομένου ότι η πρόταση της Επιτροπής επιτυγχάνει καλύτερο συγκερασμό μεταξύ των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών στόχων απ'ό,τι η αντίστοιχη των Ηνωμένων Πολιτειών (όπως αποδεικνύεται κατωτέρω στο σημείο που σκιαγραφούνται οι διαφορές μεταξύ του Υπερταμείου και της παρούσας πρότασης).

[18] Η νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών επιβάλλει επιπλέον την οικονομική κάλυψη μέρους των ευθυνών για τις ζημίες στους φυσικούς πόρους. Από τη δική μας μελέτη προκύπτει ότι η αγορά ιδιωτικών ασφαλίσεων ανταποκρίθηκε τάχιστα στην καθιέρωση των κανονιστικών απαιτήσεων παρέχοντας καινοτόμα ασφαλιστικά προϊόντα. Τοιουτοτρόπως κατέστη δυνατή η επιτυχής εφαρμογή και επιβολή των αντιστοίχων κανονιστικών υποχρεώσεων.

Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο που παρέχει η μελέτη είναι ότι τα αποτελεσματικά κανονιστικά κίνητρα, ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να εξασφαλίζουν την παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την κάλυψη των πιθανών ευθυνών τους, είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να επιτύχει οιαδήποτε πολιτική περί ευθύνης που αποσκοπεί στην πρόληψη και στην αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών σύμφωνα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. Η πρόταση αυτή συνεχίζει προς την ίδια κατεύθυνση δημιουργώντας ένα κοινοτικό πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη θέσπιση συνεπών κανονιστικών κινήτρων στο έδαφος ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ενώ παράλληλα επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν τα μέσα υλοποίησης του ως άνω πλαισίου.

Μία δεύτερη μελέτη εκτελέστηκε για τα γενικά θέματα (http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/insurance_gen.htm) σχετικά με τις περιβαλλοντικές ευθύνες. Η μελέτη εξετάζει εποικοδομητικά το οικονομικό μοντέλο της ευθύνης, καθώς και τις περιπτώσεις των Κάτω Χωρών και του Βελγίου. Παράλληλα παρέχει χρήσιμες αποδείξεις υπέρ της άποψης ότι η ευθύνη για τον καθαρισμό είναι ασφαλίσιμη στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα σημαντικό θέμα πολιτικής το οποίο εξετάζεται στις μελέτες ασφαλισιμότητας είναι κατά πόσον η ευθύνη θα πρέπει να είναι περιορισμένη (σε συγκεκριμένα ποσά). Τα όρια έχουν πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. (Χαμηλότερα) όρια θα έχουν ως αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης και να βελτιωθεί η ασφαλισιμότητα. Αλλά τα (χαμηλότερα) όρια θα περιορίσουν τις δυνατότητες αποτροπής και θα καταστήσουν δυσχερέστερη την ανάκτηση του κόστους. Από την πείρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εν γένει έχουν θεσπιστεί όρια για την περιβαλλοντική ευθύνη [19], προκύπτει ως μόνο συμπέρασμα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα θεσπισθέντα όρια ήταν υπερβολικά χαμηλά. Βάσει των ανωτέρω, η πρόταση δεν θεσπίζει οιαδήποτε όρια για την ευθύνη. Ωστόσο, αυτό δεν παρεμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίσουν υποχρεώσεις παροχή περιορισμένων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων κάλυψης κατά την εκτέλεση της πρότασης.

[19] Μολονότι εν γένει τα όρια θεσπίζονται για «ελευθερώσεις επικινδύνων ουσιών» ή ατυχήματα που συνεπάγονται ανάλογες εκπομπές. Στην πράξη η ρύπανση και οι ζημίες συχνά προκαλούνται από περισσότερες της μιας εκλύσεις πράγμα που καθιστά τα όρια ευθύνης στις Ηνωμένες Πολιτείες μικρότερης σημασίας για τους επιμέρους φορείς εκμετάλλευσης από ό,τι κατ'αρχήν φαίνεται.

Η αξιολόγηση των ζημιών σε φυσικούς πόρους

Η αξιολόγηση των ζημιών σε φυσικούς πόρους εξακολουθεί να προκαλεί προβληματισμό μολονότι είναι αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι της παρούσας πρότασης. Για να αντιμετωπισθούν οι σχετικές δυσκολίες και οι αντίστοιχοι προβληματισμοί σχετικά με την εκτίμηση των ζημιών σε φυσικούς πόρους, επελέχθη η προσέγγιση της αξιολόγησης που ευνοεί την αποκατάσταση, αντί της λήψης οικονομικών μέτρων - ως επί το πλείστον επειδή οι δαπάνες αποκατάστασης υπολογίζονται ευκολότερα, εξαρτώνται από δοκιμότερες μεθόδους οικονομικής αξιολόγησης και μπορούν να εκτιμηθούν εκ των υστέρων.

Η αποκατάσταση αποσκοπεί στη διαμόρφωση ισοδύναμων εναλλακτικών δυνατοτήτων ως προς τους πληγέντες πόρους και όχι απαραίτητα στην αναγέννησή τους. Ως εκ τούτου, η πρόταση προτιμά σαφώς την εναλλακτική δυνατότητα που συνεπάγεται το ελάχιστο κόστος μεταξύ εναλλακτικών λύσεων που ενδέχεται να προσφέρουν παρεμφερή περιβαλλοντικά οφέλη. Η εναλλακτική δυνατότητα που επέλεξε η πρόταση αναπτύχθηκε με τη βοήθεια μελέτης σχετικά με την αξιολόγηση της αποκατάστασης ζημιών σε φυσικούς πόρους (http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/biodiversity.htm) και εμπνεύσθηκε από την προσέγγιση της αποτελεσματικής αξιοποίησης του κόστους που δοκιμάστηκε επιτυχώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα βάσει του νόμου για την πετρελαϊκή ρύπανση στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1990 [20] (για μία σύνοψη της προσέγγισης αυτής βλέπε http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/tp_enveco.pdf). Η αγορά ασφαλίσεων των Ηνωμένων Πολιτειών όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει την ως άνω προσέγγιση αξιολόγησης, αναπτύχθηκε δίχως ιδιαίτερες δυσκολίες όπως εξηγήθηκε ανωτέρω.

[20] 33 U.S.C. 40.

Πιθανές χρηματοοικονομικές δαπάνες που σχετίζονται με το σχέδιο της οδηγίας

Ο υπολογισμός των χρηματοοικονομικών δαπανών συνεπεία της πρότασης προέκυψε από το μοντέλο CERCLA [21] (γνωστό επίσης και ως Υπερταμείο) [22] δεδομένου ότι:

[21] 42 U.S.C. 103. Η γενικευμένη περιβαλλοντική ανταπόκριση, ο νόμος περί αποζημιώσεων και ευθύνης (CERCLA) εφαρμόζεται για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα 20 χρόνια ενώ παράλληλα διατίθενται σχετικώς άφθονα στοιχεία για το κόστος της εφαρμογής του.

[22] Το μοντέλο μας περιλαμβάνει επίσης δεδομένα κόστους για τα προγράμματα ευθύνης που εφαρμόζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βάσει του CERCLA. Για μια γενική ανάλυση του CERCLA βλέπε http://www.europa.eu.int/comm/environment/liability/comp.htm, πρόκειται για μελέτη που εκτελέστηκε στο πλαίσιο της οικονομικής αξιολόγησης της παρούσας πρότασης.

* Το Υπερταμείο έχει μακρύ παρελθόν από το οποίο προκύπτουν πολύτιμα και δημοσίως διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τον αριθμό των τοποθεσιών που έχουν υποστεί ρύπανση, το κόστος του καθαρισμού ανά είδος τοποθεσίας, την κατανομή των τοποθεσιών που υπέστησαν ρύπανση ανά βιομηχανικό κλάδο, το ρυθμό με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι νέες τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση και τον αριθμό των ατυχημάτων που συνεπάγονται ζημίες φυσικών πόρων και συναφείς δαπάνες. Είναι καθοριστικής σημασίας ότι υφίστανται δεδομένα σχετικά τόσο με τον αριθμό των τοποθεσιών που είχαν υποστεί ρύπανση πριν να τεθεί σε ισχύ η αντίστοιχη νομοθεσία όσο και μετά τη θέση σε ισχύ αυτής [23]. Ως εκ τούτου είναι εύκολο να υπολογιστούν άμεσα οι χρηματοοικονομικές δαπάνες στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών.

[23] Βλ. υποσημείωση 24.

* Οι οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδέχεται να εμφανίζουν την ίδια ένταση από τη σκοπιά της περιβαλλοντικής ρύπανσης - αφού πραγματοποιηθούν οι αντίστοιχοι έλεγχοι συναρτήσει του διαφορετικού μεγέθους των οικονομιών - επειδή και οι δύο αυτές οντότητες βρίσκονται στο ίδιο στάδιο οικονομικής ανάπτυξης και έχουν παρεμφερείς υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος.

* Οι διαφορετικές πηγές δεδομένων και αναλύσεων των δεδομένων από τις Ηνωμένες Πολιτείες συγκρίθηκαν μεταξύ τους και αποτέλεσαν αντικείμενο επισκόπησης με την πάροδο του χρόνου. Η διαδικασία αυτή βελτίωσε την ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατέστησε τα στοιχεία αυτά πιο αξιόπιστα.

* Αντιθέτως, τα δεδομένα για την Ευρώπη δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης και είναι ως επί το πλείστον υλικό που προέρχεται από μοναδικές πηγές - ως εκ τούτου με μεγαλύτερα περιθώρια σφάλματος. Επιπλέον, διατίθενται αποκλειστικά και μόνο για ορισμένα από τα κράτη μέλη ή ορισμένες περιφέρειες, ενώ οι υπολογισμοί του κόστους καθαρισμού είναι μερικοί και δεν προσδιορίζουν πάντοτε αριθμητικά τις τοποθεσίες με τις οποίες σχετίζονται. Τα δεδομένα για ατυχήματα που έθιξαν τους φυσικούς πόρους και τις αντίστοιχες δαπάνες είναι λίαν περιορισμένα. Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν αναλύονται ανά κατηγορία τοποθεσίας, υπεύθυνου βιομηχανικού κλάδου ή ημερομηνία ρύπανσης, καθιστώντας ουσιαστικά αδύνατη τη διαμόρφωση αξιόπιστων υπολογισμών για το κόστος του καθαρισμού στο πλαίσιο μιας πρότασης για την οποία δεν προβλέπεται αναδρομική εφαρμογή.

Ίσως είναι ακόμη σημαντικότερο να σημειωθεί ότι το μοντέλο του CERCLA εμφανίζει πολλαπλές ομοιότητες από την άποψη των στόχων και των μέσων ως προς την παρούσα πρόταση και ως εκ τούτου αποτελεί αξιόπιστη αναφορά για την παρέκταση του κόστους - ίσως μάλιστα να είναι και το καλύτερο διαθέσιμο μοντέλο δεδομένου ότι τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά μοντέλα διαφέρουν περισσότερο από την παρούσα πρόταση. Υπάρχουν επίσης σοβαρές διαφορές μεταξύ του Υπερταμείου και της παρούσας πρότασης, αλλά ήταν τουλάχιστον δυνατόν να εντοπιστούν αυτές οι καθοριστικής σημασίας διαφορές και να υπολογισθεί η ενδεχόμενη επίδρασή τους στο κόστος.

Ο CERCLA είναι ένας νόμος με τον οποίο ανατίθεται στον Οργανισμό Προστασίας του Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Πολιτειών (ΕΡΑ) να εντοπίζει τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση και απαιτούν καθαρισμό και εν συνεχεία να κινεί τη διαδικασία καθαρισμού υποχρεώνοντας μάλιστα τα μέρη που είναι υπεύθυνα για τη ρύπανση να πληρώσουν για τους καθαρισμούς μέσω μίας διαδικασίας καταλογισμού ευθυνών ή υποχρεώνοντας τα υπεύθυνα μέρη να αναλάβουν άμεσα τους εκάστοτε καθαρισμούς [24]. Η ανάληψη διορθωτικών ενεργειών σε ό,τι αφορά τις τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση ωθείται πρωτίστως από την απειλή που συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία ή πρόνοια η ρύπανση (π.χ. τις συνθήκες διαβίωσης των γειτονικών κοινοτήτων), καθώς και για το περιβάλλον συμπεριλαμβανομένων των φυσικών πόρων. Αυτό ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στους στόχους και τα μέσα που προτείνει η παρούσα πρόταση.

[24] Εφόσον είναι αδύνατος ο εντοπισμός των υπευθύνων ή οι υπεύθυνοι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά, το κόστος του καθαρισμού καλυπτόταν αρχικά από ένα ταμείο στο οποίο κατέληγαν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης για το πετρέλαιο και για συγκεκριμένα χημικά υλικά καθώς και φόρος εισοδημάτων των εταιρειών υπέρ του περιβάλλοντος (από το 1996 το ταμείο χρηματοδοτείται αποκλειστικά και μόνο από τα γενικά έσοδα της κυβέρνησης ενώ έχουν καταργηθεί οι αντίστοιχοι φόροι). Λόγω της ύπαρξης του ως άνω ταμείου ο νόμος CERCLA είναι επίσης γνωστός και ως ο νόμος του «Υπερταμείου».

Βάσει του CERCLA, όπως συμβαίνει και με την παρούσα πρόταση, οι υπεύθυνοι φέρουν επίσης την ευθύνη για τη ζημία σε φυσικούς πόρους (NRD). Οι αρμόδιες αρχές έχουν εντολή να αποκαταστήσουν τις ζημίες, είτε με άμεση αποκατάσταση είτε αντικαθιστώντας τους θιγέντες πόρους από ισοδυνάμους. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των καθαρισμών, οι αρμόδιες αρχές είτε δύνανται να αρχίσουν την αποκατάσταση και εν συνεχεία να υποχρεώσουν τα μέρη που φέρουν την ευθύνη για τη ρύπανση να πληρώσουν για την αποκατάσταση μέσω μίας διαδικασίας απόδοσης ευθυνών είτε δύνανται να υποχρεώσουν τα υπεύθυνα μέρη να αναλάβουν άμεσα την αποκατάσταση.

Όσον αφορά στις διαφορές μεταξύ του CERCLA και της παρούσας πρότασης, οι κυριότερες είναι ότι ο CERCLA είναι ένα πρόγραμμα αναδρομικής εφαρμογής, συνεπάγεται δηλαδή ευθύνη και για απόβλητα τα οποία είχαν διατεθεί νομίμως πριν να τεθεί σε ισχύ. Προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της παρούσας ανάλυσης και δεδομένου ότι η πρόταση δεν είναι αναδρομικής εφαρμογής, δεν ελήφθη υπόψη ο αναδρομικός χαρακτήρας του CERCLA, ήτοι υπολογίστηκαν αποκλειστικά και μόνο οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καθαρισμό τοποθεσιών που υπέστησαν ρύπανση από απόβλητα τα οποία διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο μετά από τη στιγμή κατά την οποία ετέθη σε ισχύ το πρόγραμμα.

Βάσει των ανωτέρω, οι υπολογισμοί για τις ετήσιες χρηματοοικονομικές δαπάνες που σχετίζονται με την πρόταση παρατίθενται στον πίνακα που έχει καταχωρηθεί στο τέλος του παρόντος σημείου [25], εκτός των διαφορών μεταξύ του CERCLA και της παρούσας πρότασης εκτός της αναδρομικότητας (εννοείται ότι οι επιπτώσεις των άλλων διαφορών εξετάζονται εν συνεχεία).

[25] Προέρχεται κυρίως από το έργο Πληρώνοντας το λογαριασμό για τους καθαρισμούς του Υπερταμείου, Katherine Probst και άλ., Πηγές του μέλλοντος, 1995. Ο εκδοτικός αυτός οίκος δημοσίευσε επίσης μία πιο πρόσφατη μελέτη (Ιούλιος 2001) σχετικά με το μελλοντικό κόστος του Υπερταμείου της Katherine Probst και άλ., «Το μέλλον του Υπερταμείου, τί θα κοστίζει;» που επίσης χρησιμοποιήθηκε. Η τελευταία αυτή μελέτη τονίζει τη σχετική σταθερότητα και διατήρηση των δαπανών που σχετίζονται με το Υπερταμείο παρά την πάροδο του χρόνου και αφήνει ως εκ τούτου να εννοηθεί ότι η προσέγγισή μας σε ό,τι αφορά τους υπολογισμούς είναι αξιόπιστη. Οι νέες τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση προστίθενται με σταθερό και σημαντικό ρυθμό και ως εκ τούτου θεωρήσαμε ότι κατά το μάλλον ή ήττον θα παραμείνει σταθερό το κόστος καθαρισμού με την πάροδο του χρόνου.

Ο πίνακας συνοψίζει τρία σενάρια, μία βασική περίπτωση, μία υψηλή περίπτωση και μία χαμηλή περίπτωση. Η πρώτη βασίζεται στο διαχωρισμό μεταξύ των χρηματοοικονομικών δαπανών που σχετίζονται με την "παλαιά ρύπανση" (ήτοι τη ρύθμιση που έχουν προκαλέσει δραστηριότητες που προηγήθηκαν της θέσπισης του Υπερταμείου) και με την "νέα ρύπανση" (ήτοι τη ρύπανση που προκάλεσαν δραστηριότητες που έπονται της θέσπισης του Υπερταμείου) στον κατάλογο των τοποθεσιών εθνικής προτεραιότητας του Υπερταμείου, όπως πρόσφατα έχουν αυτές χαρακτηριστεί. Ο διαχωρισμός αυτός είναι περίπου 1/3 για τις "νέες ρυπάνσεις" και 2/3 για την "παλαιά ρύπανση". Η υψηλότερη περίπτωση εικάζει ότι οι "παλαιές" τοποθεσίες και οι "νέες" τοποθεσίες μοιράζονται 50-50%. Η χαμηλή περίπτωση θεωρεί ότι οι πολιτικές περί ευθύνης όντως έχουν σοβαρές και ταχείες σχετικά επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την επιβράδυνση της δημιουργίας νέων τοποθεσιών που έχουν υποστεί ρύπανση. Εν τοιαύτη περιπτώσει θεωρείται ότι οι "νέες τοποθεσίες" αντιπροσωπεύουν σταθερά περίπου το 20% του συνόλου.

Υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί η βασική περίπτωση ως η πλέον εύλογος για το άμεσο μέλλον [26], αλλά η υψηλή και η χαμηλή περίπτωση προσφέρουν δυνατότητες χρήσιμης ανάλυσης των ευρημάτων.

[26] Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των δαπανών του Υπερταμείου σχετίζεται όντως με απόβλητα που είχαν εναποτεθεί πριν να τεθεί σε ισχύ. Ελάχιστοι λόγοι συντρέχουν να θεωρηθεί ότι αυτό θα μεταβληθεί στο άμεσο μέλλον παρά την τάση ενστικτώδους αποδοχής της εικασίας ότι το μερίδιο των δαπανών που σχετίζονται με «νέες» τοποθεσίες αναμένεται σύντομα να αυξηθεί θεαματικά. Αυτό ερμηνεύεται από τον τρόπο με τον οποίο ανακαλύπτονται οι τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση και (τουλάχιστον ορισμένες εξ αυτών) καλύπτονται από το Υπερταμείο. Η Katherine Probst και άλ. περιγράφουν την κατάσταση αυτή ως εξής στο βιβλίο τους του 2001 με τίτλο Το μέλλον του Υπερταμείου: Τί θα κοστίζει: «Οι πληροφορίες σχετικά με τις τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση είναι ανεπαρκείς και δεν μπορούν να θεωρηθούν πλήρεις για σειρά λόγων. Εν μέρει δεν συμφέρει τους ιδιοκτήτες της τοποθεσίας να παραθέσουν πληροφορίες σχετικά με τη ρύπανση που αυτή έχει υποστεί στους αρμόδιους κανονιστικής ρύθμισης. Ανάλογες πληροφορίες ενδεχομένως θα προκαλούσαν μείωση της αξίας της ιδιοκτησίας τους και θα τους επιβάρυναν με το κόστος του καθαρισμού. Ούτε συμφέρει τους διαχειριστές του ομοσπονδιακού κράτους ή τους αρμόδιους διαχείρισης του αντιστοίχου πολιτειακού προγράμματος να συμβάλουν στη δημιουργία γενικού και δημόσιου καταλόγου τοποθεσιών που έχουν υποστεί ρύπανση εάν δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό». Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι όχι μόνο η διαδικασία εντοπισμού νέων τοποθεσιών που έχουν υποστεί ρύπανση είναι αργή αλλά επίσης ότι, συνυπολογίζοντας τα δημόσια στοιχεία για το Υπερταμείο, πολλές από τις εντοπιζόμενες τοποθεσίες δεν καταχωρούνται για καθαρισμό για μεγάλη χρονική περίοδο. Αυτή η συνολική εικόνα μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες που παρατίθενται στην έκθεση της Γενικής Υπηρεσίας Λογαριασμών του Νοεμβρίου 1998 με τίτλο Επικίνδυνα απόβλητα: Κίνδυνοι που δεν έχουν αντιμετωπισθεί σε πολλές από τις πιθανές τοποθεσίες του Υπερταμείου, εκείνη την περίοδο 85% των τοποθεσιών που ενδεχομένως θα μπορούσαν να επιλεγούν προκειμένου να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των εθνικών προτεραιοτήτων (Υπερταμείο) είχαν ήδη ανακαλυφθεί πριν από το 1990. 42% εξ αυτών είχε ανακαλυφθεί πριν το 1985. Η ίδια έκθεση θεωρεί ότι, από τον Οκτώβριο του 1997, 1.789 τοποθεσίες που είχαν ήδη εντοπισθεί θα μπορούσαν να είναι επιλέξιμες για να συμπεριληφθούν στους καταλόγους του Υπερταμείου. Ο RFF θεωρεί ότι από το 2001 και μέχρι το 2009 θα προστίθενται ετησίως στο Υπερταμείο 23 με 49 τοποθεσίες. Εάν λάβουμε το μέσο όρο του ως άνω φάσματος (36) και θεωρήσουμε ότι και οι 1.789 τοποθεσίες κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξουν στο Υπερταμείο, θα χρειαστούν περίπου 50 χρόνια για να αντιμετωπιστεί το δυναμικό αυτό που ήδη επιβαρύνει τις καθυστερήσεις. Προφανώς κάποια στιγμή στο μέλλον όλες οι τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση θα είναι «νέες». Εντούτοις, για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, εξακολουθεί να φαίνεται πιθανότερη η βασική περίπτωση, κατά πρώτον επειδή η ως άνω συζήτηση αφήνει να εννοηθεί ότι είναι πιθανόν για μεγάλο χρονικό διάστημα να εξακολουθήσει να ισχύει η κατανομή 1/3-2/3 και κατά δεύτερον επειδή η εισαγωγή των διατάξεων περί ευθύνης ενδέχεται να οδηγήσει σε καλύτερη πρόληψη και ως εκ τούτου να περιορίσει τα επίπεδα ρύπανσης μελλοντικά (εικασία που συνυπολογίζεται στη χαμηλή περίπτωση).

Ενδεχομένως αυτό να προκαλεί την εντύπωση υψηλών δαπανών, αλλά οι συναφείς δαπάνες δεν θα εξαφανιστούν απλώς και μόνο επειδή δεν θα υπάρχει νομοθεσία της Κοινότητας για την ευθύνη. Οι δαπάνες αυτές είναι πραγματικές, και σχετίζονται με περιβαλλοντική ζημία που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να παρατηρηθεί εφόσον δεν θεσπιστεί νομοθεσία περί ευθύνης. Είναι εξάλλου βέβαιο ότι το κοινωνικό κόστος θα είναι υψηλότερο εάν δεν εφαρμοστεί το κατάλληλο καθεστώς περί ευθύνης, δεδομένης της έλλειψης αποτελεσματικών κινήτρων υπέρ της πρόληψης.

Οι συνολικές δαπάνες (βασική περίπτωση) θα πρέπει να είναι χαμηλότερες του 1,5% των συνολικών δαπανών στην Κοινότητα για την προστασία του περιβάλλοντος ήτοι να αντιπροσωπεύουν ποσοστό χαμηλότερο του 0,02% του ακαθάριστου εσωτερικού προϊόντος (ΑΕΠ). Και δεδομένου ότι απαιτείται ένα μέτρο για τις προσωπικές προσπάθειες, είναι διαφωτιστικό αν ληφθεί υπόψη ότι το κατά κεφαλήν κόστος είναι χαμηλότερο των 4 ευρώ (3 ευρώ εφόσον συνυπολογισθεί ο πληθυσμός των 12 χωρών που είναι υποψήφιες για προσχώρηση).

Μέχρις εδώ θεωρήσαμε ότι η μόνη σημαντική διαφορά μεταξύ του Υπερταμείου και της παρούσας πρότασης αφορούσε στην αναδρομικότητα. Ωστόσο, υφίστανται και πολλές άλλες καθοριστικής σημασίας διαφορές. Ορισμένες εξ αυτών ενδέχεται να μεταβάλουν το συνολικό ποσό των χρηματοοικονομικών δαπανών που υπολογίστηκαν ανωτέρω. Άλλες ενδέχεται να μεταβάλουν αποκλειστικά και μόνο την κατανομή των δαπανών μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δίχως να επηρεάσουν εντούτοις το σύνολο. Για λόγους σαφήνειας οι επιρροές που ενδέχεται να επηρεάσουν τις συνολικές δαπάνες παρατίθενται κατωτέρω χωριστά από τις αντίστοιχες διαφορές που επηρεάζουν αποκλειστικά την κατανομή τους.

Παρατηρούνται τέσσερις καθοριστικής σημασίας διαφορές που ενδέχεται να μεταβάλουν τις συνολικές δαπάνες εν σχέση προς τους υπολογισμούς μας. Κατά πρώτον, το Υπερταμείο δεν καλύπτει τον καθαρισμό της ρύπανσης που προκαλούν εκλύσεις επικινδύνων ουσιών βάσει αδείας. Προβλέπει διασφαλίσεις έναντι πιθανών ευθυνών για ζημίες που προκαλούνται από εγκαταστάσεις ή έργα που λειτουργούν υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις άδειές τους, στους φυσικούς πόρους που έχουν χαρακτηρισθεί και εγκριθεί στις δηλώσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Δεν εφαρμόζεται επίσης στις ζημίες λόγω καταχωρημένων φυτοφαρμακευτικών προϊόντων. Η πρόταση προβλέπει εξαιρέσεις και διασφαλίσεις παρεμφερούς εμβέλειας [27] και υπερβαίνει τα όσα προβλέπει το Υπερταμείο δεδομένου ότι δεν καλύπτονται ζημίες που θεωρούνται απρόβλεπτες συναρτήσει των διαθέσιμων επιστημονικών εθνικών πληροφοριών κατά το χρόνο εκπομπής ή ανάληψης κάποιας δραστηριότητας. Επιπλέον, η μείωση των εσωτερικών δαπανών, ήτοι η επιπλέον εξαίρεση που προτείνει η Επιτροπή, αναμένεται να οδηγήσει σε καλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ των στόχων για το περιβάλλον αφενός και των οικονομικών και κοινωνικών στόχων αφετέρου. Ιδιαίτερα, η πρόταση της Επιτροπής θα πρέπει να εξασφαλίσει καλύτερα κίνητρα υπέρ της καινοτομίας δεδομένου ότι, σε αντίθεση προς το Υπερταμείο, δεν επιβαρύνει τις καινοτόμες δραστηριότητες αναδρομικά.

[27] Εκτός της περιπτώσεως των φυτοφαρμάκων. Ωστόσο, πολλές από τις συναφείς ζημίες μπορεί να θεωρηθούν διάχυτες και ως εκ τούτου δεν καλύπτονται από την παρούσα πρόταση.

Κατά δεύτερον, η προτεινόμενη προσέγγιση αξιολόγησης σε ό,τι αφορά τη βιοποικιλότητα βασίζεται λιγότερο στην οικονομική αξιολόγηση απ'ό,τι η αντίστοιχη διαδικασία του Υπερταμείου [28]. Όντως, η πρόταση της Επιτροπής βασίζεται περισσότερο στην αποκατάσταση, της οποίας το κόστος είναι ευκολότερο και φθηνότερο να υπολογιστεί απ'ό,τι οι οικονομικοί υπολογισμοί της αξίας των φυσικών πόρων. Σε αντίθεση με το Υπερταμείο, η πρόταση της Επιτροπής προτιμά ρητά τις εναλλακτικές λύσεις χαμηλότερου κόστους. Ως εκ τούτου, η διαφορά αυτή αναμένεται ότι θα συνεπάγεται επίσης χαμηλότερες δαπάνες για την παρούσα πρόταση συγκριτικά με τους υπολογισμούς μας (και το Υπερταμείο).

[28] Το Υπουργείο Εσωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών πρόσφατα πρότεινε να μεταβληθεί η προσέγγιση του Υπερταμείου. Η προσφάτως προταθείσα μέθοδος αξιολόγησης του Υπερταμείου ευθυγραμμίζεται περισσότερο προς την πρόταση της Επιτροπής και προκαλεί μικρότερους προβληματισμούς.

Τρίτον, ενώ οι υπολογισμοί μας εικάζουν ότι όλες οι δαπάνες καθαρισμού θα αποτελούν επιπρόσθετα έξοδα που θα προκληθούν από την παρούσα πρόταση, όπως αρχικά συνέβη με το Υπερταμείο, στην πραγματικότητα τα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη για την απορρύπανση μολονότι η κάλυψη και η αυστηρότητα των εθνικών προγραμμάτων δεν μπορεί να συγκριθεί με τα αντίστοιχα στοιχεία της πρότασης και ποικίλλει ουσιαστικά ανάλογα με το κράτος μέλος [29]. Εν πάση περιπτώσει, ο συλλογισμός αυτός οδηγεί σαφώς σε μείωση των εξόδων εφαρμογής της πρότασης συγκριτικά προς τους προηγούμενους υπολογισμούς μας.

[29] Π.χ. η ήδη υφιστάμενη νομοθεσία των κρατών μελών δεν επιβάλλει στις δημόσιες αρχές γενικευμένη υποχρέωση απορρύπανσης και αποκατάστασης ακόμα και όταν είναι αδύνατον να εντοπισθεί ο υπαίτιος ή δεν είναι σε θέση να πληρώσει. Η πρόταση καλύπτει επίσης τις περιβαλλοντικές ζημίες με έναν πολύ συστηματικότερο τρόπο απ'ό,τι οι υφιστάμενες εθνικές προσεγγίσεις.

Τέταρτον, η πρόταση εξετάζει την ευθύνη σε περίπτωση ζημιών που προκαλούνται από δραστηριότητες ενώ η θεώρηση του Υπερταμείου βασίζεται στις επικίνδυνες ουσίες. Η προηγούμενη προσέγγιση είναι κατά τα φαινόμενα ευρύτερη απ'ό,τι η τελευταία αλλά στην πράξη οι δύο προσεγγίσεις θα πρέπει να οδηγούν σε παρεμφερή αποτελέσματα και, εφόσον οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, σε παρεμφερείς δαπάνες. Αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η «αρνητική» επίπτωση των περισσοτέρων δραστηριοτήτων στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον οφείλεται πρωτίστως στην έκλυση επικίνδυνων ουσιών. Οι δραστηριότητες (και το επίπεδό τους) ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα πέραν όσων σχετίζονται με την έκλυση επικίνδυνων ουσιών. Ωστόσο, αυτό δεν αναμένεται να έχει ουσιαστική επίπτωση στα έξοδα που συνεπάγεται η παρούσα πρόταση δεδομένου ότι, αφετέρου, ισχύουν οι εξαιρέσεις που προβλέπουν οι οδηγίες πλαίσιο για τους οικότοπους και το νερό και, αφετέρου, το κόστος για την αντιμετώπιση της ζημίας στη βιοποικιλότητα αναμένεται να είναι μικρό μέρος του συνολικού κόστους.

Ως εκ τούτου, και αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι τέσσερις καθοριστικές διαφορές μεταξύ της πρότασης και του Υπερταμείου που είναι πιθανόν να έχουν επιπτώσεις στη συνολική κλίμακα των δαπανών, το συμπέρασμα είναι ότι ο συνδυασμός των επιπτώσεων συνεπάγεται μείωση των εξόδων που σχετίζονται με την παρούσα πρόταση συγκριτικά προς τους υπολογισμούς στον προαναφερόμενο πίνακα που αντιπροσωπεύει ένα ανώτερο όριο που θα ήταν εντελώς απίθανο να προσεγγιστεί.

Υφίστανται ακόμα δύο σημαντικές διαφορές που έχουν αποκλειστικά και μόνο επιπτώσεις στην κατανομή. Η πρώτη είναι ότι το Υπερταμείο αποδίδει ευθύνη σε ευρύ φάσμα πιθανών υπευθύνων μερών, από τους δημιουργούς και τους μεταφορείς των επικινδύνων ουσιών έως τους φορείς εκμετάλλευσης των χώρων υγειονομικής ταφής των αποβλήτων. Η πρότασης της Επιτροπής αποδίδει την ευθύνη αποκλειστικά και μόνο στους φορείς εκμετάλλευσης. Αυτό δεν θα μεταβάλλει τις συνολικές δαπάνες συγκριτικά προς το Υπερταμείο (δεδομένου ότι όταν μεταξύ των υπευθύνων μερών δεν συγκαταλέγονται ιδιώτες, η αρμόδια αρχή εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει την αποκατάσταση) αλλά θα αυξήσει το μερίδιο των αρμόδιων αρχών στις αντίστοιχες δαπάνες.

Η δεύτερη διαφορά αυτού του είδους είναι ότι το Υπερταμείο προβλέπει από κοινού και εις όλον ευθύνη για όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ζημιά προκαλείται από πολλούς φορείς εκμετάλλευσης ενώ η παρούσα πρόταση επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν είτε την από κοινού και εις όλον ευθύνη είτε την σύμμετρη ευθύνη [30]. Ως εκ τούτου, οι υπολογισμοί που αναφέρονται ανωτέρω βασίζονται στην από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη. Αυτό το πρότυπο ευθύνης έχει θεωρηθεί μερικές φορές ότι διευκολύνει την ανάκτηση του κόστους από τους ιδιώτες που φέρουν την ευθύνη και ως εκ τούτου σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα απορρύπανσης και αποκατάστασης (και δαπανών) εν σχέσει προς την αναλογική ευθύνη. Ωστόσο, δεδομένου ότι η πρόταση αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι πραγματοποιείται ο καθαρισμός και η αποκατάσταση, (οι συνολικές) δαπάνες που προβλέπει το σύμμετρο πρότυπο θα πρέπει να είναι οι ίδιες με τις δαπάνες της από κοινού και εις όλον ευθύνης. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση υπό φυσιολογικές συνθήκες αναμένεται ότι θα αυξηθεί το μέρος των δαπανών που θα καλυφθεί από τα ιδιωτικά μέρη ενώ το αντίθετο θα συμβεί εφόσον εγκριθεί ένα πρότυπο σύμμετρης ευθύνης.

[30] Εκτός των φορέων εκμετάλλευσης που είναι σε θέση να αποδείξουν ποιο μέρος της ζημίας τους αναλογεί. Οι ως άνω φορείς εκμετάλλευσης θεωρούνται υπεύθυνοι αποκλειστικά και μόνο για τις δαπάνες που σχετίζονται με το αντίστοιχο μέρος της ζημίας.

Η πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση έθιξε επίσης το θέμα των άμεσων επιπτώσεων του κόστους στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Ανάλογες επιπτώσεις δεν αναμένεται να είναι σημαντικές. Κατά πρώτον, η ευθύνη θα ήταν απίθανο να επηρεάσει όλες τις εταιρείες οιουδήποτε κλάδου συστηματικά. Οι εταιρείες που εγκρίνουν τακτικές προληπτικής αντιμετώπισης και αποτελεσματικής αξιολόγησης του κόστους θα ήταν απίθανο να επιβαρυνθούν με σοβαρές δαπάνες λόγω ευθύνης και κατά συνέπεια η διεθνής ανταγωνιστικότητά τους θα παραμείνει άθικτη. Με άλλα λόγια επιμέρους εταιρείες είναι πιθανόν να θιγούν, θα ήταν όμως απίθανο να συμβεί αυτό με ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους, δεδομένου ότι σε έκαστον εξ αυτών θα υπάρχουν και εταιρείες που δεν θα πληγούν. Στις εταιρείες που δεν θα θιγούν εν συνεχεία αναμένεται να περιέλθουν οι εργασίες που θα απωλέσουν οι ανταγωνιστές τους που θα έχουν πληγεί από την ευθύνη. Τούτου λεχθέντος, σε τομείς των οποίων το ρυπογόνο δυναμικό είναι αδύνατο να περιοριστεί επειδή τα πάντα ήδη συμβαίνουν χρησιμοποιώντας τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες και πρακτικές, οι επιπτώσεις της ευθύνης ενδέχεται να είναι συστηματικές και να μεταφράζονται σε διαφοροποιήσεις του κόστους για ολόκληρο τον τομέα (εφόσον όλες οι υπόλοιπες συνθήκες παραμένουν σταθερές) [31] έναντι τρίτων χωρών που εφαρμόζουν ελαστικότερες πολιτικές εσωτερικού καταλογισμού.

[31] Οι υπόλοιποι παράγοντες σπανίως ταυτίζονται εντελώς και οι δαπάνες που σχετίζονται με τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος συχνά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση συγκριτικά με άλλες διαφορές κόστους (π.χ. κόστος απασχόλησης, διαθεσιμότητα υποδομών, ...).

Κατά δεύτερον, ακόμα και με τις ουσιαστικά μεγαλύτερες επιπτώσεις του κόστους του Υπερταμείου, οι βιομηχανίες των Ηνωμένων Πολιτειών με υψηλότερο κόστος καθαρισμού [32] δεν εμφάνισαν οιαδήποτε υποβάθμιση της διεθνούς τους ανταγωνιστικότητας. Η χημική βιομηχανία αποτελεί καλό παράδειγμα που ερμηνεύει το φαινόμενο. Ενώ η βιομηχανία αυτή επωμίζεται το μεγαλύτερο μερίδιο (25%) των δαπανών απορρύπανσης του Υπερταμείου, το οποίο έγινε μάλιστα πολύ μεγαλύτερο ως προς το αντίστοιχο μερίδιο του δεύτερου τομέα που επηρεάζεται, οι δαπάνες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ιδιαζόντως μικρό μέρος των κερδών της βιομηχανίας (περίπου 2% [33]). Υφίστανται κλάδοι όπου η σχετική επίπτωση του κόστους της απορρύπανσης στα κέρδη ή την προστιθέμενη αξία είναι σημαντικότερη, χαρακτηριστικότατο παράδειγμα εν προκειμένω αποτελεί ο κλάδος των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Αυτό όμως οφείλεται περισσότερο στο γεγονός ότι αποτελεί πλέον χρόνιο φαινόμενο η χαμηλή κερδοφορία του εν λόγω κλάδου που κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται περισσότερο σε διαρθρωτικούς παράγοντες παρά στις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών δαπανών.

[32] Χημικές ουσίες, εξορυκτικές δραστηριότητες, πρώτες ύλες μετάλλων, ξυλεία και προϊόντα ξυλείας, μεταποιημένα μεταλλικά προϊόντα εξαιρουμένων των μηχανών και διύλιση πετρελαίου.

[33] Δεδομένα κερδών για το 1991 και 1992.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* Το νόημα έκαστης κατηγορίας κόστους και ο τρόπος υπολογισμού των συναφών δαπανών επεξηγείται στις σημειώσεις του παρόντος πίνακα

5. Δημοσια διαβουλευση

Οι προπαρασκευαστικές εργασίες που οδήγησαν στη διατύπωση της πρότασης βασίζονται, μεταξύ άλλων, σε σειρά προηγούμενων πρωτοβουλιών επ'ευκαιρία των οποίων αναπτύχθηκε ευρύς διάλογος με τους ενδιαφερομένους. Μπορεί να αναφερθεί εν προκειμένω η Πράσινη Βίβλος που ενέκρινε η Επιτροπή το 1993 (COM(93) 47 τελικό), η κοινή ακρόαση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το ίδιο έτος, το ψήφισμα του Κοινοβουλίου για την ψήφιση κοινοτικής οδηγίας και η γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής το 1994 καθώς και η Λευκή Βίβλος για την περιβαλλοντική ευθύνη στις 9 Φεβρουαρίου 2000 [34]. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το έγγραφο εργασίας που κοινοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2001 [35]. Οι προτάσεις που περιείχε το έγγραφο εργασίας αναθεωρήθηκαν βάσει της δημόσιας διαβούλευσης. Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης και την κατάληξή της παρατίθενται στο παράρτημα της αιτιολογικής έκθεσης.

[34] COM(2000) 66 τελικό. Η Λευκή Βίβλος προκάλεσε πολυάριθμα σχόλια εκ μέρους των κρατών μελών και ανά ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων μερών (Συνόψεις των ως άνω σχολίων παρατίθενται στην κάτωθι διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/environment/wel/main/index.cfm). Η Λευκή Βίβλος αποτέλεσε επίσης αντικείμενο γνώμης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (γνώμη της 12ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ C 268, 19.9.2000, σ. 19.) και της Επιτροπής των Περιφερειών (γνωμοδότηση της 14ης Ιουνίου 2000 (ΕΕ C 317, 6.11.2000, σ. 28.). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ενέκρινε επίσημη θέση για τη Λευκή Βίβλο, αλλά η επιτροπή περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας και πολιτικής καταναλωτών ενέκρινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2000 γνώμη για την επιτροπή νομικών υποθέσεων και εσωτερικής αγοράς σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη (έγγρ. PE 290.139). Το Συμβούλιο Περιβάλλοντος συζήτησε επίσης το θέμα της περιβαλλοντικής ευθύνης τον Απρίλιο και τον Δεκέμβριο του 2000 (Βλ. ανακοινωθέντα τύπου του Συμβουλίου αριθ. 486 της 18ης Δεκεμβρίου 2000 (Έγγρ. αριθ. 14668/00).

[35] Το πλήρες κείμενο των υποβληθεισών εισηγήσεων (κατ'αρχήν στη γλώσσα του πρωτοτύπου), για τις οποίες δεν διατυπώθηκε αίτημα εμπιστευτικότητας παρατίθεται στην εξής διεύθυνση: (http://europa.eu.int/comm/environment/liability/legalstudy.htm).

Ωστόσο, είναι σαφές ότι θα ήταν αδύνατο να ληφθούν υπόψη όλες οι προτάσεις που διατύπωσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Κατά πρώτον, οι απόψεις της βιομηχανίας και των περιβαλλοντικών μη κυβερνητικών οργανισμών (ΜΚΟ) εν προκειμένω είναι αντίθετες, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται πράγμα που είναι και ακόμα σημαντικότερο, όσον αφορά τις προτάσεις τους. Ως εκ τούτου θα ήταν αδύνατο να συμφιλιωθούν προς τους στόχους και το σκεπτικό της πρότασης σύμφωνα με το οποίο αυτή θεωρείται απαραίτητη, και κατά συνέπεια δεν μπορούν να συμπεριληφθούν.

Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι είναι αναγκαίο να θεσπισθεί κοινοτική πράξη για την ευθύνη. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι, στο πλαίσιο της ζημίας στο περιβάλλον, είναι ανάγκη να επιτραπεί στις ομάδες δημοσίου συμφέροντος και τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς να ενεργήσουν υπέρ του περιβάλλοντος δεδομένης της απουσίας ιδιοκτησιακού ενδιαφέροντος σε σχέση, για παράδειγμα, με τη βιοποικιλότητα.

Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες από τις προτάσεις που διατύπωσαν οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί που ασχολούνται με το περιβάλλον δεν θα ήταν δυνατόν να ενσωματωθούν στην παρούσα πρόταση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου καθεστώτος. Όταν η Επιτροπή αναλαμβάνει νομοθετική δραστηριότητα είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και να προσπαθήσει να τα εξισορροπήσει συναρτήσει των επιδιωκόμενων περιβαλλοντικών στόχων και του ευρύτερου κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου. Δεν θεωρήθηκε σκόπιμο εν προκειμένω να επιλεγεί καθεστώς πλήρους αναδρομικής εφαρμογής ή καθεστώς που θα συνεπαγόταν την ουσιαστική μεταβολή των συνήθων αρχών όσον αφορά το βάρος της απόδειξης και τα αίτια.

Οι παραδοσιακές μορφές ζημιών (τραυματισμοί και ζημίες σε εμπορεύματα) δεν καλύπτονται από την πρόταση, μολονότι η Λευκή Βίβλος για την περιβαλλοντική ευθύνη ήταν αντίθετης γνώμης. Ποικίλοι λόγοι συνέβαλαν στην αλλαγή αυτή. Κατά πρώτον, δεν φαίνεται αναγκαίο να καλυφθούν οι παραδοσιακές μορφές ζημιών από το προτεινόμενο πρόγραμμα, τουλάχιστον κατ'αρχήν, προκειμένου να επιτευχθούν φιλόδοξοι περιβαλλοντικοί στόχοι και να εφαρμοστούν ουσιαστικά οι αρχές πρόληψης και η αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει". Κατά δεύτερον, οι παραδοσιακές μορφές ζημιών μπορούν να ρυθμιστούν κανονιστικά αποκλειστικά και μόνο μέσω της αστικής ευθύνης [36]. Τα εθνικά νομοθετικά συστήματα (νομοθεσία και νομολογία) είναι δεόντως ανεπτυγμένα όσον αφορά τις παραδοσιακές μορφές ζημιών, που αποτελούν το κατ'εξοχήν θέμα τους. Εντούτοις, οι πρόσφατες και οι μελλοντικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο όσον αφορά το θέμα αυτό ενδέχεται να οδηγήσουν την Επιτροπή να επανεξετάσει το ζήτημα, ιδίως εάν η Κοινότητα επιθυμεί να προσχωρήσει στη διεθνή νομοθεσία περί αστικής ευθύνης που συμπληρώνει τις διεθνείς συμφωνίες για το περιβάλλον. Επιβάλλεται να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι ως άνω επιμέρους τομεακές διεθνείς πρωτοβουλίες [37] ενίοτε απάδουν, με αποτέλεσμα επί του παρόντος να δυσχεραίνεται η διαμόρφωση γενικής στάσης σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο ανάληψης αναλόγων πρωτοβουλιών εκ μέρους της Κοινότητας. Το θέμα επιβάλλεται να εξεταστεί περαιτέρω συναρτήσει των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα σε διεθνές επίπεδο.

[36] Βλ. τη μελέτη που αφορά την επισκόπηση των προσφάτων εξελίξεων στις νομοθεσίες περί περιβαλλοντικής ευθύνης στα κράτη μέλη καθώς και σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη σε ορισμένες από τις χώρες του ΟΟΣΑ (http://europa.eu.int/comm/environment/liability/legalstudy.htm), η οποία διευκρινίζει ότι στις περισσότερες χώρες, οι τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση και κατά περίπτωση, οι ζημίες στη βιοποικιλότητα, μέχρι σήμερα, ως επί το πλείστον, αποτέλεσαν θέματα του δημοσίου/διοικητικού δικαίου, ενώ οι ζημίες σε άτομα και ιδιοκτησίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ιδιωτικού αστικού δικαίου. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολο να εξασφαλιστεί ένα κοινό νομικό πλαίσιο τόσο για την αστική όσο και για την δημόσια/διοικητική ευθύνη. Αυτός ο λόγος ερμηνεύει επίσης για ποιο λόγο η παρούσα πρόταση δεν καλύπτει τις παραδοσιακές μορφές ζημιών.

[37] Υφίσταται πράξη τομεακού χαρακτήρα που μολονότι υπεγράφη δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ, πρόκειται για το Πρωτόκολλο της Βασιλείας του 1999 σχετικά με την ευθύνη και την αντιστάθμιση ζημιών που οφείλονται στη διαμεθοριακή διακίνηση επικινδύνων αποβλήτων και τη διάθεσή τους. Υφίστανται και πολλές άλλες υπό εξέλιξη ή μελλοντικές πρωτοβουλίες όπως η πράξη σχετικά με την κοινή ευθύνη δυνάμει της Σύμβασης του Ελσίνκι του 1992 με θέμα τις διαμεθοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων (Σύμβαση TEIA) και της Σύμβασης του Ελσίνκι του 1992 για την προστασία και τη χρήση των διαμεθοριακών υδατίνων ρευμάτων και των διεθνών λιμνών (Σύμβαση για την προστασία των υδάτων) και α) ενδεχομένως (μεσοπρόθεσμα) μέσα σχετικά με την ευθύνη δυνάμει της Σύμβασης για τη βιολογική ποικιλότητα και το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης σχετικά με την βιοασφάλεια. Για λόγους πληρότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί επίσης αναφορά στο μόνο υφιστάμενο οριζόντιο διεθνές καθεστώς για την περιβαλλοντική ευθύνη, ήτοι τη Σύμβαση του Λουγκάνο του 1993 σχετικά με την αστική ευθύνη για τις ζημίες που οφείλονται σε δραστηριότητες επικίνδυνες για το περιβάλλον. Η Σύμβαση αυτή ωστόσο, δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ και δεν θεωρείται πιθανό να προσχωρήσει σε αυτήν η Κοινότητα στο άμεσο μέλλον.

Όσον αφορά την οικονομική ασφάλεια, το προτεινόμενο καθεστώς δεν την καθιστά υποχρεωτική. Το κλειστό πεδίο για τις επικίνδυνες δραστηριότητες, ο περιορισμός σε ορισμένους φυσικούς πόρους και ο περιορισμός στις σοβαρές ζημίες συμβάλλουν από κοινού στο να καταστούν οι κίνδυνοι που πρόκειται να καλυφθούν από το καθεστώς αυτό αρτιότερα υπολογίσιμοι και διαχειρίσιμοι. Το προτεινόμενο καθεστώς, εξασφαλίζει τη δέουσα ελαστικότητα κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής, δεδομένου ότι σαφώς συνεπάγεται ορισμένες καινοτομίες για τους ασφαλιστικούς φορείς και τους λοιπούς φορείς εξασφάλισης χρηματοοικονομικών εγγυήσεων.

Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι όσον αφορά τον ορισμό της βιοποικιλότητας για τους σκοπούς της παρούσας πρότασης ο ορισμός της "βιολογικής ποικιλότητας" στο άρθρο 2 της Σύμβασης σχετικά με τη βιοποικιλότητα δεν μπορούσε να θεωρηθεί στο παρόν στάδιο ως κατάλληλο υπόβαθρο για το προτεινόμενο καθεστώς σχετικά με την ευθύνη όσον αφορά στους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Ο ορισμός της Σύμβασης υπερβαίνει τα οικολογικά ενδιαιτήματα και τα είδη και βασίζεται στις ιδιότητες της "ποικιλότητας" με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί ότι η βλάβη της βιολογικής ποικιλότητας καλύπτει και τη ποικιλότητα μεταξύ των έμβιων οργανισμών. Ανάλογη προσέγγιση θα έθιγε ένα λεπτό θέμα σχετικά με το βαθμό στον οποίο μπορεί να ποσοτικοποιείται μία ζημία και σχετικά με το ποιο θα ήταν το κατώτερο όριο ζημιών που συνεπάγεται ευθύνη [38]. Τα ως άνω αναφέρονται υπό την επιφύλαξη οιωνδήποτε άλλων εξελίξεων σχετικά με το θέμα αυτό ιδίως στο πλαίσιο της εφαρμογής της Σύμβασης για την Βιολογική Ποικιλία και το Πρωτόκολλο σχετικά με τη Βιοασφάλεια.

[38] Κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι αντίστοιχα θέματα έχουν θιγεί στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής επιτροπής για το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης σχετικά με την Βιοασφάλεια (βλ. το σημείωμα του Εκτελεστικού Γραμματέα σχετικά με την "Ευθύνη και αποκατάσταση των ζημιών που οφείλονται στη διαμεθοριακή διακίνηση εμβίων τροποποιημένων οργανισμών. Επισκόπηση των υφισταμένων αντιστοίχων μέσων και ταξινόμηση στοιχείων" [UNEP/CBD/ICCP/2/3 - παράγραφος 77, σ. 24] - http://www.biodiv.org/biosafety/mtg-iccp-02.asp).

Η Επιτροπή έχει υπόψη, εν πάση περιπτώσει, ότι η άσκηση νομοθετικών δραστηριοτήτων, ιδίως σε ανάλογο τομέα, μπορεί να είναι μόνο μία διαδικασία διαλογικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της οποίας η συγκεντρούμενη πείρα κατά την εφαρμογή του προγράμματος και των νέων νομικών και τεχνικών εξελίξεων για το θέμα θα πρέπει να επανεξετάζεται και να οδηγεί στην κατά περίπτωση βελτίωση του ισχύοντος καθεστώτος.

6. Περιεχομενο τησ προτασησ

6.1. Άρθρο 1 - Στόχος

Η πρόταση αποσκοπεί στην καθιέρωση πλαισίου βάσει της περιβαλλοντικής ευθύνης δυνάμει του οποίου να προλαμβάνονται ή να αποκαθιστώνται οι περιβαλλοντικές ζημίες.

6.2. Άρθρο 2 - Ορισμοί

Επιβάλλεται να διατυπωθούν σαφείς ορισμοί για τις έννοιες που είναι καθοριστικής σημασίας για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του προγράμματος σύμφωνα με την πρόταση.

Η σοβαρή περιβαλλοντική ζημία θα πρέπει να ορίζεται στο μέτρο του δυνατού με αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον - οδηγίες πλαίσιο για τους οικοτόπους και το νερό - ώστε τα κοινά κριτήρια να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να προαχθεί η ενιαία εφαρμογή αυτών. Εντούτοις επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές καταστάσεις κατά τις οποίες οι προαναφερθείσες οδηγίες προβλέπουν ορισμένες παρεκκλίσεις όσον αφορά το επίπεδο προστασίας για το περιβάλλον. Η βιοποικιλότητα πρέπει επίσης να οριστεί με αναφορά στις περιοχές προστασίας ή διατήρησης που έχουν χαρακτηριστεί δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας ή των διατάξεων που θεσπίζονται σε χαμηλότερο επίπεδο όσον αφορά τη διαφύλαξη της φύσης. Η σοβαρή περιβαλλοντική ζημία θα πρέπει επίσης να καλύπτει καταστάσεις κατά τις οποίες υφίστανται σοβαροί άμεσοι ή έμμεσοι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία εφόσον απορρέουν από τη ρύπανση των εδαφών.

Οι ζημίες στο νερό, το έδαφος και τους οικοτόπους συνεπεία συμπτωματικής ή εσκεμμένης απελευθέρωσης ουσιών, υλικών ή ακτινοβολιών, στον αέρα θα πρέπει να περιληφθούν στην έννοια της ζημίας δεδομένου ότι ανάλογα αεροφερόμενα στοιχεία μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή περιβαλλοντική ζημία κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

6.3. Άρθρο 3 - Πεδίο εφαρμογής (σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι)

Επιβάλλεται να καλυφθούν οι δραστηριότητες απασχόλησης που συνεπάγονται κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Οι δραστηριότητες πρέπει να χαρακτηριστούν, κατ'αρχήν, με αναφορά στην αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία η οποία προβλέπει κανονιστικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων για τις οποίες θεωρείται ότι η κατάλληλη καταχώρηση ή επιβολή διαδικασιών έκδοσης αδείας, σε σχέση με ορισμένες δραστηριότητες ή πρακτικές συνεπάγεται άμεσους ή έμμεσους κινδύνους για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση θα πρέπει να καλύπτει, όσον αφορά τις επικίνδυνες ουσίες ή παρασκευάσματα, οργανισμούς και μικροοργανισμούς, ενώ όσον αφορά τα προϊόντα φυτοπροστασίας και τα βιοκτόνα, την παραγωγή, την χρήση και την ελευθέρωσή τους στο περιβάλλον.

Επιβάλλεται επίσης να αποδοθεί η δέουσα σημασία στις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τις μεταφορές οι οποίες χαρακτηρίζουν τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που σχετίζονται με τους στόχους της παρούσας πρότασης. είναι σκόπιμο στο πλαίσιο αυτό να διευρυνθούν οι ως άνω διατάξεις και να καλύψουν άλλα μεταφορικά μέσα ελλείψει ειδικότερων κοινοτικών διατάξεων. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τα προϊόντα φυτοπροστασίας και τα βιοκτόνα καθώς και τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς και μικροοργανισμούς, επιβάλλεται να καλύπτονται όλες οι δραστηριότητες μεταφορών που αφορούν τα ως άνω στοιχεία άσχετα με το κατά πόσον είναι δυνατή η κάλυψη τους από τις προαναφερόμενες αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τις μεταφορές. Το γεγονός ότι επί του παρόντος δεν καλύπτονται ρυθμιστικά από την κοινοτική νομοθεσία περί των μεταφορών όλα τα μεταφορικά μέσα ή το γεγονός ότι οι μεταφορές σε μεγάλο βαθμό δεν ρυθμίζονται κανονιστικά από ειδική νομοθεσία σχετικά με τα προϊόντα φυτοπροστασίας και τα βιοκτόνα ή με τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς και μικροοργανισμούς είναι άσχετο προς τους στόχους της παρούσας πρότασης δεδομένου ότι η μεταφορά αναλόγων προϊόντων, οργανισμών και μικροοργανισμών συνεπάγεται κίνδυνο, άμεσο ή έμμεσο, για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον.

Η πρόταση αυτή επιβάλλεται επίσης να ισχύει, σε σχέση με τις σοβαρές ζημίες στη βιοποικιλότητα, για οιαδήποτε δραστηριότητα απασχόλησης εκτός εκείνων που ήδη άμεσα ή έμμεσα χαρακτηρίζονται με αναφορά στην κοινοτική νομοθεσία ως συνεπαγόμενες άμεσο ή έμμεσο κίνδυνο για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον.

Υφίσταται σειρά διεθνών συμβάσεων σχετικά με το θέμα της αστικής ευθύνης όσον αφορά ειδικούς τομείς όπως η ρύπανση από το πετρέλαιο ή οι ζημίες από την πυρηνική ενέργεια. Τα περισσότερα από τα κράτη μέλη έχουν προσχωρήσει στις συμβάσεις αυτές, οι οποίες, μολονότι δεν συνεπάγονται απαραίτητα τη θέσπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα πρόταση, έχουν το πλεονέκτημα να εξασφαλίζουν εναρμόνιση σε παγκόσμιο ή περιφερειακό επίπεδο. Δεδομένου ότι οι ως άνω συμβάσεις έχουν και κάποια μειονεκτήματα, η Κοινότητα θα πρέπει, σύμφωνα με το καθήκον που έχει για την προαγωγή ορισμένων μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων προβλημάτων του περιβάλλοντος (άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ), να προσπαθήσει να βελτιώσει τις υφιστάμενες διεθνείς ρυθμίσεις. Κατόπιν της πετρελαιοκηλίδας που δημιουργήθηκε με το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika, η Κοινότητα δεσμεύτηκε να βελτιώσει την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και τη λειτουργία του διεθνούς ταμείου αποζημιώσεων για την αντιμετώπιση της πετρελαϊκής ρύπανσης σε ό,τι αφορά τα θέματα ευθύνης [39]. Μετά από την επισκόπηση της λειτουργίας του ως άνω ταμείου στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας, η Κοινότητα καλείται να αποφασίσει εάν τα επιτευχθέντα αποτελέσματα στο ως άνω πλαίσιο κρίνονται ικανοποιητικά ή όχι. Σε περίπτωση δεν κρίνονται ικανοποιητικά θα πρέπει να αποδοθεί η δέουσα σημασία στην ανάληψη ειδικής κοινοτικής πρωτοβουλίας για το θέμα αυτό.

[39] Βλ. COM(2000) 802 τελικό της 6.12.2000.

Ως εκ τούτου, ιδιαίτερη σημασία επιβάλλεται να αποδοθεί στην υφιστάμενη νομοθεσία ΕΚΑΕ και στις αντίστοιχες συμβάσεις για τον τομέα των πυρηνικών ζημιών, των ζημιών από πετρελαϊκή ρύπανση και των ζημιών που προκαλεί η μεταφορά επικινδύνων και επιβλαβών ουσιών καθώς και επικίνδυνων εμπορευμάτων.

Στις περιπτώσεις για τις οποίες η κοινοτική νομοθεσία έχει ήδη καθιερώσει κανονιστικό πλαίσιο με στόχο μεταξύ άλλων την πρόληψη ατυχημάτων [40], οι εν λόγω λεπτομερείς κανονιστικές απαιτήσεις δεν θα πρέπει να διαταραχθούν από το προτεινόμενο καθεστώς το οποίο αποσκοπεί στην συμπλήρωση των ήδη υφισταμένων ρυθμίσεων και όχι στην υποκατάστασή τους.

[40] Βλ. οδηγία 96/61/EΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 26.) και της οδηγίας 96/82/EΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζομένων με επικίνδυνες ουσίες (ΕΕ L 10, 14.1.1997, σ. 13.).

Το προτεινόμενο καθεστώς, το οποίο δεν προβλέπει πρόσθετους κανόνες για τις αντιφάσκουσες νομοθετικές διατάξεις όταν διευκρινίζει τις εξουσίες των αρμοδίων αρχών, ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων της διεθνούς νομολογίας ως παρατίθεται, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 44/2001 της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις) [41]. Δεδομένου του πεδίου εφαρμογής της πρότασης και της εξαίρεσης από αυτό των παραδοσιακών ζημιών, δεν είναι δυνατό να προκύψει οιοδήποτε θέμα συμβιβάσιμου σε σχέση με τους νόμους που αφορούν την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στους τόπους εργασίας. Αυτό ισχύει όσον αφορά την αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της ευθύνης για τα προϊόντα [42] και της ασφάλειας για τα προϊόντα [43] που δεν καλύπτει τις ζημίες του περιβάλλοντος. Η νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη για τα προϊόντα και την ασφάλεια για τα προϊόντα κατά συνέπεια είναι πλήρως εφαρμοστέα. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αλληλοεπικαλύψεων, δεν συντρέχουν λόγοι να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις στην πρόταση με στόχο τη διευκρίνιση της σχέσης μεταξύ της συγκεκριμένης πρότασης και των λοιπών νομοθετικών διατάξεων.

[41] ΕΕ L 12, 16.1.2001, σ. 1.

[42] ΕΕ L 210, 7.8.1985, σ. 29. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 1999/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 (ΕΕ L 141, 4.6.1999, σ. 20).

[43] Οδηγία 92/59/EΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1992 για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L 228, 11.8.1992, σ. 24).

Τέλος, επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι η πρόταση δεν καλύπτει τη διάχυτη ρύπανση και τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται αποκλειστικά και μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας.

6.4. Άρθρο 4 - Πρόληψη

Πέραν των επιπτώσεων που αναμένεται να έχει το προτεινόμενο καθεστώς λόγω πρόληψης [44], είναι επίσης ανάγκη να διαμορφωθεί κανονιστικό πλαίσιο για τη λήψη ειδικών προληπτικών μέτρων εφόσον υφίσταται άμεσος κίνδυνος για περιβαλλοντικές ζημίες. Η πρόληψη στο πλαίσιο αυτό συνεπάγεται ότι η αρμόδια αρχή είτε υποχρεώνει τον αντίστοιχο φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα είτε λαμβάνει η ίδια τα μέτρα αυτά, οπωσδήποτε εφόσον δεν τα πράττει ο αντίστοιχος φορέας εκμετάλλευσης. Εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης έχει υπόψη ή θα έπρεπε να έχει υπόψη άμεσο κίνδυνο, έχει την υποχρέωση να δράσει πάραυτα δίχως να περιμένει από την αρμόδια αρχή να του το επιβάλλει. Σε περίπτωση που τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει ο φορέας εκμετάλλευσης δεν είναι αποτελεσματικά, ο αντίστοιχος φορέας εκμετάλλευσης έχει την υποχρέωση να ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με τη διαμορφωθείσα κατάσταση.

[44] Αυτή είναι η προληπτική επίπτωση που σχετίζεται με την ευθύνη από οικονοιμκή σκοπιά (βλ. τμήμα 2 ανωτέρω).

6.5. Άρθρο 5 - Αποκατάσταση (σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ)

Η αποκατάσταση στο πλαίσιο του προτεινόμενου καθεστώτος συνεπάγεται ότι η αρμόδια αρχή είτε ζητεί από τον αντίστοιχο φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα απαραίτητα μέτρα αποκατάστασης ή λαμβάνει η ίδια ανάλογα μέτρα εφόσον δεν λαμβάνονται από τον αντίστοιχο φορέα εκμετάλλευσης. Η αποκατάσταση επιβάλλεται να λαμβάνει χώρα κατά τρόπο αποτελεσματικό και εξασφαλίζοντας ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι επιτυγχάνονται σύμφωνα με τα ελάχιστα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να προσδιορίζονται και να επιλέγονται τα μέτρα αποκατάστασης. Κατά κανόνα η αξία της ζημίας πρέπει να είναι ίση με το κόστος των λαμβανομένων μέτρων αποκατάστασης ώστε να μην είναι απαραίτητη οιαδήποτε οικονομική αξιολόγηση. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν, κατά περίπτωση, μεθόδους οικονομικής αξιολόγησης. Η έρευνα που εκτελείται στο πλαίσιο των προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης της Κοινότητας μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες και μέσα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό και την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών. Η ενεργή συνεργασία του φορέα εκμετάλλευσης και άλλων ενδιαφερομένων μερών, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, αναμένεται ότι θα συμβάλλει στην ουσιαστική αξιοποίηση των δαπανών για τα λαμβανόμενα μέτρα.

Ενίοτε ενδέχεται να σημειωθούν πολλές περιβαλλοντικές ζημίες στο αυτό σύντομο χρονικό διάστημα. Σε ανάλογη περίπτωση, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει το δικαίωμα να αποφασίσει ποια από αυτές τις περιβαλλοντικές ζημίες θα πρέπει να αποκατασταθεί κατά πρώτον. Προκειμένου να καταλήξει σε ανάλογη απόφαση, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει εξετάσει, μεταξύ άλλων, τη φύση, την έκταση, την σοβαρότητα και τις δυνατότητες φυσικής ανάκαμψης στις επιμέρους περιπτώσεις περιβαλλοντικών ζημιών.

6.6. Άρθρο 6 - Συμπληρωματικές διατάξεις σε σχέση με την πρόληψη και την αποκατάσταση

Δεδομένης της σημασίας που έχει η ορθή πρόληψη και αποκατάσταση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα αποκατάστασης ή πρόληψης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αδύνατη η εφαρμογή της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει". Σε ανάλογες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη καλούνται να υιοθετήσουν τις διατάξεις που κρίνουν απαραίτητες και εφόσον συνάδουν προς τα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, υπό την προϋπόθεση ότι τοιουτοτρόπως θα εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση των αναγκαίων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. Ανάλογα μέτρα εναλλακτικής χρηματοδότησης εφαρμόζονται λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη ότι διατηρείται η ευθύνη των φορέων εκμετάλλευσης εφόσον αυτοί εντοπισθούν αργότερα ή αποκτήσουν επαρκή οικονομικά μέσα για να επωμισθούν το κόστος των ληφθέντων μέτρων.

6.7. Άρθρο 7 - Ανάκτηση δαπανών

Η κοινοτική δράση θα πρέπει να προωθήσει την εφαρμογή της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει" όπως προβλέπεται στο άρθρο 174 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Οι φορείς εκμετάλλευσης που προκαλούν περιβαλλοντικές ζημίες ή δημιουργούν άμεσους κινδύνους για την πρόκληση αναλόγων ζημιών θα πρέπει κατά συνέπεια να είναι, κατ'αρχήν, οικονομικώς υπεύθυνοι. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης λαμβάνονται από την αντίστοιχη αρχή ή από τρίτο μέρος εξ ονόματος αυτής, οι δαπάνες θα πρέπει να ανακτώνται από τον υπεύθυνο φορέα εκμετάλλευσης.

6.8. Άρθρο 8 - Κατανομή δαπανών σε σχέση με ορισμένες μορφές σοβαρών ζημιών στην βιοποικιλότητα

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρούνται σοβαρές ζημίες στην βιοποικιλότητα λόγω δραστηριοτήτων του φορέα εκμετάλλευσης μη συγκαταλεγόμενες μεταξύ όσων θεωρείται βάσει της παρούσας πρότασης ότι συνεπάγονται άμεσους ή έμμεσους κινδύνους για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον, ο συγκεκριμένος φορέας εκμετάλλευσης δεν θα πρέπει να είναι οικονομικά υπεύθυνος εφόσον δεν είναι υπαίτιος της ζημίας.

6.9. Άρθρο 9 - Εξαιρέσεις

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να καλύπτει ζημίες ή την περίπτωση άμεσου κινδύνου πρόκλησης ζημιών συνεπεία γεγονότων που υπερβαίνουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της ή ειδικών εκπομπών ή συμβάντων που κρίνονται επιτρεπτά από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις ή έχουν εγκριθεί με άδεια. Η προσέγγιση αυτή ισχύει επίσης όταν οι ζημίες έχουν προκληθεί από εκπομπές ή δραστηριότητες που δεν θεωρούνται επιβλαβείς βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κατά τον χρόνο της εκπομπής ή της αντίστοιχης δραστηριότητας. Ενδέχεται να υφίστανται περιπτώσεις, ωστόσο, για τις οποίες είναι δικαιολογημένο, μολονότι ο φορέας εκμετάλλευσης δεν θα πρέπει να επωμισθεί το κόστος της πρόληψης της αποκατάστασης, τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση σε σχέση με ανάλογες ζημίες. Εφόσον έχει προκληθεί ηθελημένα ζημία από τρίτο μέρος, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίσουν ότι η ως άνω ζημία αποκαθίσταται, και ότι το τρίτο μέρος που την προκάλεσε επωμίζεται το κόστος. Αντιστοίχως όταν προκαλείται ζημία λόγω της υποχρεωτικής συμμόρφωσης προς κανόνες ή εντολές δημοσίων αρχών, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν την αντίστοιχη αποκατάσταση. Οι εκκαθαριστές επωμίζονται καθήκοντα ιδιαίτερης σημασίας για την ομάδα πιστωτών και δεν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρούνται οικονομικά υπεύθυνοι στο μέτρο που αναπτύσσουν δραστηριότητα σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές διατάξεις και δεν είναι υπαίτιοι της ζημίας.

6.10. Άρθρο 10 - Κατανομή δαπανών σε σχέση με ορισμένα προληπτικά μέτρα

Είναι σαφές ότι οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να επωμίζονται πάντοτε το κόστος των μέτρων που υποχρεούνται να λάβουν βάσει νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων (εκτός του προτεινόμενου καθεστώτος) ή της αδείας που διέπει τις δραστηριότητές τους.

6.11. Άρθρο 11 - Κατανομή δαπανών σε περιπτώσεις επιμερισμένης αιτιότητας

Είναι δυνατόν μία ζημία να οφείλεται σε πολλούς φορείς εκμετάλλευσης. Σε ανάλογες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη είτε θεωρούν κοινή την αντίστοιχη οικονομική ευθύνη είτε μεριμνούν για τον καταλογισμό της εύλογα και δίκαια. Εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να αποδείξει ότι προκάλεσε αποκλειστικά και μόνο τμήμα της ζημίας, πρέπει να επωμίζεται αποκλειστικά και μόνο το κόστος που σχετίζεται με το συγκεκριμένο μέρος των ζημιών.

6.12. Άρθρο 12 - Προθεσμίες παραγραφής

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ανακτούν τις δαπάνες από τον φορέα εκμετάλλευσης τουλάχιστον εντός πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία εκτελούνται τα μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης.

6.13. Άρθρο 13 - Εξουσίες των αρμοδίων αρχών

Από κράτος μέλος σε κράτος μέλος, οι εξουσίες που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση και την τήρηση του προτεινόμενου νομικού πλαισίου δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθούν είτε σε δικαστήρια είτε σε οιονεί δικαιοδοτικά όργανα είτε ακόμη σε διοικητικές αρχές. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι ελεύθερα να διατηρήσουν τις θεσμικές ρυθμίσεις τους στο μέτρο που συμβιβάζονται προς την επίτευξη των στόχων της πρότασης. Ορισμένα των προς εκτέλεση καθηκόντων, και συγκεκριμένα η εξέταση του ποιος φορέας εκμετάλλευσης ευθύνεται για τη ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας, η αξιολόγηση της σημασίας των ζημιών και ο καθορισμός των μέτρων αποκατάστασης, θα πρέπει ωστόσο να εκτελούνται εν πάση περιπτώσει, από τις διοικητικές αρχές ή από τρίτους εξ ονόματός τους, δεδομένου ότι τα καθήκοντα αυτά απαιτούν ιδιαίτερη εμπειρογνωμοσύνη και μεθόδους που δεν συμβιβάζονται πάντοτε προς τον τρόπο λειτουργίας των δικαιοδοτικών οργάνων. Αυτό δεν συνεπάγεται ωστόσο ότι τα πορίσματα της αρμόδιας αρχής για τα επιμέρους αυτά θέματα δεν μπορούν να εξεταστούν από δικαστήρια σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης αμφισβητήσει την ακρίβειά τους. Επιβάλλεται να προβλέπονται διατάξεις που να εξασφαλίζουν έννομη προστασία στον φορέα εκμετάλλευσης. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να μετέχει στη διαδικασία δεδομένου ότι η γνώση του όσον αφορά την ζημιογόνο δραστηριότητα που προκάλεσε τη ζημία θα ήταν ενδεχομένως ιδιαίτερα χρήσιμη.

6.14. Άρθρο 14 - Αίτηση ανάληψης δράσης

Η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί διάχυτο συμφέρον υπέρ του οποίου δεν είναι πάντα αυτονόητο ότι θα ενεργοποιηθούν οι πολίτες σε ατομική βάση ή ακόμη δεν είναι αυτονόητο ότι θα είναι σε θέση να το πράξουν. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο οι νομιμοποιούμενοι φορείς να έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν την ορθή λειτουργία του προτεινόμενου νομικού πλαισίου. Άτομα τα οποία θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν από τις περιβαλλοντικές ζημίες και οι νομιμοποιούμενοι φορείς ως εκ τούτου θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια αρχή προκειμένου αυτή να αναλάβει δράση υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιστάσεις. Πρέπει να εξασφαλίζεται για τον φορέα εκμετάλλευσης η δυνατότητα έκφρασης των απόψεών του σε ό,τι αφορά το αίτημα ανάληψης δράσης και τις συνοδευτικές παρατηρήσεις. Η αρμόδια αρχή καλείται να ενημερώνει τον αιτούντα εντός χρονικών ορίων σχετικά με την κατάληξη της αίτησης για ανάληψη δράσης.

6.15. Άρθρο 15 - ´Εννομη προστασία

Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου της πράξης ή της παράλειψης των δημοσίων αρχών σε περίπτωση παράβασης των κανόνων που ορίζει το προτεινόμενονομικό πλαίσιο.

6.16. Άρθρο 16 - Χρηματοοικονομικές εγγυήσεις

Συνήθως η ασφάλιση ή η παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων αναγνωρίζεται ότι αυξάνει την αποτελεσματικότητα της ευθύνης. Η χρήση ασφάλισης ή άλλων μορφών χρηματοοικονομικών εγγυήσεων θα πρέπει κατά συνέπεια να ενθαρρυνθεί.

6.17. Άρθρο 17 - Περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών

Σε περίπτωση διαμεθοριακών ζημιών, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται ενεργώς για την πρόληψη ή την αποκατάσταση των ζημιών.

6.18. Άρθρο 18 - Σχέση με την εθνική νομοθεσία

Επιβάλλεται να διαφυλαχθεί το δικαίωμα των κρατών μελών να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις από τις προβλεπόμενες στο προτεινόμενο πλαίσιο. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν το θέμα της "διπλής αποκατάστασης".

6.19. Άρθρο 19 - Χρονικά όρια εφαρμογής

Το προτεινόμενο νομικό πλαίσιο δεν έχει αναδρομική ισχύ. Απαιτείται να καθοριστούν οι δέουσες διατάξεις για την περίπτωση κατά την οποία το ζημιογόνο γεγονός χρονολογείται πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του πλαισίου, δίχως εντούτοις αυτό να είναι βέβαιο. Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να ρυθμίζουν κανονιστικά τις περιπτώσεις ζημιών που δεν καλύπτονται από το προτεινόμενο πλαίσιο.

6.20. Άρθρο 20 - Αναθεώρηση (σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ)

Τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν εκθέσεις στην Επιτροπή σχετικά με την κτηθείσα εμπειρία κατά την εφαρμογή του προτεινόμενου καθεστώτος ώστε να επιτραπεί στην Επιτροπή να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στην αειφόρο ανάπτυξη, κατά πόσον κρίνεται σκόπιμη οιαδήποτε αναθεώρηση αυτού. Επιβάλλεται να διευκρινιστεί το περιεχόμενο των εθνικών εκθέσεων.

6.21. Άρθρα 21 έως 23 -Ενσωμάτωση, θέση σε ισχύ και παραλήπτες

Οι διατάξεις αυτές είναι στερεότυπες σε όλες τις οδηγίες.

Παράρτημα - Δημόσια διαβούλευση

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη στις 9 Φεβρουαρίου 2000 [45]. Στόχος της Λευκής Βίβλου ήταν να διερευνήσει πώς είναι δυνατό να εφαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των καθοριστικής σημασίας περιβαλλοντικών αρχών της συνθήκης ΕΚ, ώστε να εξυπηρετεί τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής περιβάλλοντος. Η Λευκή Βίβλος εξετάζει πώς είναι δυνατό να διαμορφωθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα κοινοτικό καθεστώς για την περιβαλλοντική ευθύνη. Μετά την ανάλυση των επιμέρους εναλλακτικών δυνατοτήτων για ανάληψη κοινοτικής δράσης, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πλέον ενδεδειγμένη εναλλακτική λύση είναι η θέσπιση κοινοτικής οδηγίας πλαισίου για την περιβαλλοντική ευθύνη.

[45] COM(2000) 66 τελικό.

Το ιστορικό της Λευκής Βίβλου περιλαμβάνει Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής το 1993 (COM(93) 47 τελικό), κοινή ακρόαση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το ίδιο έτος, ψήφισμα του Κοινοβουλίου με το οποίο ζητείται να θεσπισθεί κοινοτική οδηγία και γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής το 1994.

Η Λευκή Βίβλος σχολιάστηκε ευρύτατα εκ μέρους των κρατών μελών καθώς και εκ μέρους ευρέος φάσματος ενδιαφερομένων μερών [46]. Η Λευκή Βίβλος αποτέλεσε επίσης το αντικείμενο γνωμοδοτήσεων της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [47] και της Επιτροπής των Περιφερειών [48]. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ενέκρινε επίσημη θέση σχετικά με την ως άνω Λευκή Βίβλο [49]. Το Συμβούλιο Περιβάλλοντος συζήτησε επίσης το θέμα της περιβαλλοντικής ευθύνης τον Απρίλιο και το Δεκέμβριο του 2000 [50].

[46] Συνόψεις των σχολίων αυτών παρατίθενται στον κάτωθι ιστοτόπο: http://europa.eu.int/comm/environment/wel/main/index.cfm.

[47] Γνώμη της 12ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ C 268, 19.9.2000, σ. 19.).

[48] Γνώμη της 14ης Ιουνίου 2000 (ΕΕ C 317, 6.11.2000, σ. 28.).

[49] Η επιτροπή περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας και πολιτικής των καταναλωτών ενέκρινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2000 γνώμη για την επιτροπή νομικών υποθέσεων και εσωτερικής αγοράς σχετικά με την Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη (έγγρ. PE 290.139).

[50] Βλ. ανακοινωθέν τύπου του Συμβουλίου αριθ. 486 της 18ης Δεκεμβρίου 2000 (Έγγρ. αριθ.: 14668/00).

Στις 25 Ιουλίου 2001, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος κυκλοφόρησε έγγραφο εργασίας στο οποίο περιλαμβάνονται οι αρχές επί των οποίων μπορεί να βασιστεί το αντίστοιχο μελλοντικό καθεστώς. Το ως άνω έγγραφο εργασίας απεστάλη:

* στα κράτη μέλη.

* στις χώρες του ΕΟΧ.

* στις χώρες που είναι υποψήφιες για προσχώρηση.

* σε ορισμένους διεθνούς οργανισμούς (ΕΖΕΣ και UNEP) (πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον).

* στις ευρωπαϊκές ενώσεις τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακών αρχών (CEMR - Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δήμων και Κοινοτήτων και ARE - Συνέλευση των Ευρωπαϊκών Περιφερειών).

* σε ευρωπαϊκούς μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το περιβάλλον (ΕΕΒ - European Environmental Bureau, WWF - Παγκόσμιο Ταμείο για την Άγρια Ζωή (World Wildlife Fund, Greenpeace, BirdLife, Friends of the Earth και International Friends of Nature) καθώς και στις ενώσεις των καταναλωτών (BEUC).

* στις ευρωπαϊκές βιομηχανικές και επαγγελματικές ενώσεις και ομοσπονδίες: Union of Industrial and Employer's Confederations of Europe (UNICE), European Chemical Industry Council (CEFIC), Union Europιenne de l'Artisanat et des Petites et Moyennes Entreprises (UEAPME), European Round Table of Industrialists (ERT), Centre europιen des Entreprises ΰ Participation Publique et des Entreprises d'Intιrκt Economique Gιnιral (CEEP), Network for Industrially Contaminated Land in Europe (NICOLE), European Association of BioIndustries (EuropaBio), Fιdιration Europιenne des Activitιs du Dιchet et de l'Environnement (FEAD), Liaison Group of the European Mechanical, Electrical, Electronic and Metalworking Industries (ORGALIME), EU Committee of the American Chamber of Commerce in Belgium, Comitι des Organisations Professionnelles Agricoles de l'UE & Comitι de la Coopιration Agricole de l'UE (COPA / COGECA), Contaminated Land Rehabilitation Network for Environmental Technologies (CLARINET), Comitι Europιen des Assurances (CEA), Fιdιration Bancaire de l'UE, International Association of Oil and Gas Producers (OGP), European Petroleum Industry Association (EUROPIA), Union Pιtroliθre Europιenne Indιpendante (UPEI), International Tankers Owners Pollution Federation (ITOPF), European Environmental Law Association (EELA), European Property Federation (EPF), European Atomic Forum (FORATOM).

Πραγματοποιήθηκαν πέντε συναντήσεις με τα κράτη μέλη, τις χώρες που είναι υποψήφιες για προσχώρηση, τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το περιβάλλον, εκπροσώπους της βιομηχανίας και τις τοπικές και περιφερειακές αρχές.

Το έγγραφο εργασίας δημοσιεύθηκε στον ιστοτόπο της ΓΔ Περιβάλλοντος για να σχολιασθεί.

Γραπτά σχόλια απέστειλαν το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες. Γραπτά σχόλια επίσης απέστειλε η Πολωνία. Τέσσερις περιβαλλοντικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί (BirdLife International, WWF EPO - World Wildlife Fund European Policy Office, EEB - European Environmentral Bureau and Friends of the Earth Europe) απέστειλαν κοινά σχόλια. Οι ECSA - European Community Shipowners' Association, ICS - International Chamber of Shipping and INTERTANKO -International Association of Independent Tanker Owners υπέβαλαν επίσης κοινά σχόλια. Επιπλέον, σχόλια απέστειλαν και οι κάτωθι ενδιαφερόμενοι: AFEP-AGREF - Association franηaise des entreprises privιes; AVENTIS. BDI - Bundesverband der Deutschen Industrie; BERGKAMP Lucas (Prof. & Partner, HUNTON & WILLIAMS). BIPAR - European Federation of Insurance Intermediaries . BNFL - British Nuclear Fuels Plc. CBI - Confederation of British Industry. CEA - Comitι europιen des assurances. CEEP - European Centre of Enterprises with public participation and of enterprises of general economic interest. CEFIC - European Chemical Industry Council. CEMBUREAU - The European Cement Association. CEMR - Council of European Municipalities and Regions. CLECAT - European Organisation for Forwarding and Logistics; CODACONS - Coordinamento di Associazioni per la Tutela dell'Ambiente e dei Diritti di Utenti e Consumatori. ECGA - European Carbon and Graphite Association. EELA - European Environmental Law Association. EFCA - European Federation of Engineering Consultancy Associations. ELO - European Landowners Organisation. EPF - European Property Federation. ERT Environmental Group - European Round Table of Industrialists. ESA - Environmental Services Association. EURELECTRIC - Union of the Electricity Industry. EuroGeoSurveys - Association of Geological Surveys of the European Union. EUROMINES - European Association of Mining Industries. EUROPIA - European Petroleum Industry Association . FBE - European Banking Federation. FEAD - European Federation of Waste Management and Environmental Services. FIEC - European Construction Industry Federation. FLA - Finance and Leasing Association. FORATOM - European Atomic Forum. Freshfields Bruckhaus Deringer. IBEC - Irish Business & Employers Confederation. IFAW - International Fund for Animal Welfare. IoD - Institute of Directors. ITOPF - International Tanker Owners Pollution Federation. IV - Industriellenvereinigung; Leaseurope. MEDEF - Mouvement des entreprises de France. Leaseurope . NFU - National Farmers' Union. NICOLE - Network for Industrially Contaminated Land in Europe. NIREX Ltd. Nordic Family Forestry. OGP - International Association of Oil and Gas Producers. RUIZ Marta (δικηγόρος). SMMT - The Society of Motor Manufacturers and Traders. Suez. Syngenta International. Thames Water . TVO - Teollisuuden Voima. UEAPME - Union europιenne de l'artisanat et des petites et moyennes entreprises. UEPC - Union europιnne des promoteurs-constructeurs. UIC - Union des industries chimiques. UKELA - UK Environmental Law Association (υποβολή σχολίων χωριστά από το Scottish Law Working Party of UKELA). UNICE - Union of Industrial and Employers' Confederation of Europe. VCI - Verband der Chemischen Industrie. VDEW - Verband der Elektrizitδtswirtschaft. VDMA - Verband Deutscher Maschinen- und Anlagenbau. WKΦ - Wirtschaftskammer Φsterreich. ZVEI - Zentralverband Elektrotechnik- und Elektronikindustrie.

Σύνοψη των κύριων απόψεων των ενδιαφερόμενων μερών

Οι κύριες απόψεις των ενδιαφερομένων μερών είναι δυνατό να συνοψιστούν ως εξής [51]:

[51] Το πλήρες κείμενο των εισηγήσεων που υπεβλήθηκαν (κατ'αρχήν στην γλώσσα του πρωτοτύπου), εφόσον δεν έχει κατατεθεί αντιστοίχως αίτημα εμπιστευτικότητας, διατίθεται στον εξής ιστοτόπο: http://europa.eu.int/comm/environment/liability/followup.htm.

Κράτη μέλη

* Συνολικά, χαιρετίσθηκε θετικά η εξάρτηση από μηχανισμούς του δημοσίου δικαίου, μολονότι ορισμένες επιφυλάξεις εκφράστηκαν επειδή δεν καλύπτονται πλέον τα θέματα της αστικής ευθύνης και των παραδοσιακών ζημιών.

* Υπογραμμίστηκε η ανάγκη διαμόρφωσης κατά το δυνατόν σαφέστερου νομικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων ορισμών.

* Τονίστηκε ιδιαιτέρως η ανάγκη να εξασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει" καθώς και η σημασία που έχει η προσωπική εκτίμηση του νέου ρόλου που καλούνται να διαδραματίσουν οι δημόσιες αρχές στις περιπτώσεις ζημιών κατά τις οποίες ο υπεύθυνος δεν είναι σε θέση να επωμιστεί την αποκατάστασή τους, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ενδεχόμενες χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τις δημόσιες αρχές.

* Αποδόθηκε προσοχή στην ιδιαίτερη περίπτωση ιδιοκτητών ή κατόχων εδαφών που θίγονται από περιβαλλοντικές ζημίες που προκαλούν τρίτοι.

* Εκφράστηκαν προβληματισμοί σχετικά με τις προτάσεις που υπερβαίνουν τον περιβαλλοντικό τομέα, και αφορούν θέματα που σχετίζονται περισσότερο με το εταιρικό δίκαιο ή τις αστικές διαδικασίες.

* Πραγματοποιήθηκε αναφορά στην ανάγκη να διευκρινιστεί η σχέση με τις διεθνείς συμβάσεις ενώ παράλληλα μνημονεύθηκαν επιμέρους πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο στον τομέα της αστικής ευθύνης συναρτήσει των οποίων υπογραμμίστηκε η ανάγκη να εξακολουθήσει η Επιτροπή να εξετάζει το θέμα.

* Εκφράστηκαν αμφιβολίες σχετικά με τη συμπερίληψη των ενδιάμεσων απωλειών.

* Το μελλοντικό κοινοτικό καθεστώς δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τα κράτη μέλη να εγκρίνουν αυστηρότερες διατάξεις.

Υποψήφιες χώρες

* Συνολικά, οι προτάσεις του εγγράφου εργασίας δεν προκάλεσαν αντιρρήσεις. ορισμένα σχόλια αφήνουν μάλιστα να εννοηθεί ότι οι προτάσεις θα μπορούσαν να είναι ακόμη γενικότερου χαρακτήρα.

* Εκφράστηκε προβληματισμός όσον αφορά τις πιθανές χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τις δημόσιες αρχές.

Βιομηχανικές και επαγγελματικές ενώσεις

Μολονότι η βιομηχανία χαιρετίζει το γεγονός ότι οι παραδοσιακές ζημίες (τραυματισμοί και ζημίες σε ιδιοκτησία) δεν καλύπτονται από την πρόταση και το γεγονός ότι δεν προβλέπεται να επιτραπεί στους μη κυβερνητικούς οργανισμούς η ανάληψη άμεσης δράσης κατά φορέων εκμετάλλευσης, διατυπώθηκαν και πάλι οι προβληματισμοί του παρελθόντος. Τα κύρια σημεία είναι ότι η βιομηχανία:

* τονίζει την ανάγκη να υφίστανται σαφείς και ακριβείς διατάξεις εν γένει και ορισμοί πιο συγκεκριμένα,

* εν γένει αντιτίθεται σε οιαδήποτε άμβλυνση του βάρους της απόδειξης,

* εν γένει αντιτίθεται στην ευθύνη από κοινού και εις ολόκληρον,

* επιθυμεί να περιοριστεί η αντικειμενική ευθύνη σε περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων (ορισμένοι μάλιστα εκπρόσωποι της βιομηχανίας θεωρούν ότι δεν συντρέχουν λόγοι απομάκρυνσης από την υποκειμενική ευθύνη),

* τονίζει ότι θα πρέπει να θεωρούνται διασφαλίσεις η συμμόρφωση προς τις διατάξεις της αδείας, η άσκηση μεθόδων αιχμής και η ανάληψη αναπτυξιακών κινδύνων,

* εν γένει αντιτίθεται στην αναγνώριση οιουδήποτε προνομιακού καθεστώτος προς τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς όσον αφορά την προσφυγή στη δικαιοσύνη,

* ανησυχεί σχετικά με τις δυσκολίες που απορρέουν από την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών,

* προβληματίζεται σχετικά με τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι φορείς εκμετάλλευσης στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν τη δέουσα ασφαλιστική κάλυψη, μολονότι χαιρετίζει το γεγονός ότι δεν θεσπίζονται υποχρεωτικές χρηματοοικονομικές εγγυήσεις,

* καλεί την Επιτροπή να λάβει δεόντως υπόψη τις υφιστάμενες διεθνείς συμβάσεις στους αντίστοιχους τομείς (παραδείγματος χάριν, πετρελαϊκή ρύπανση, ζημίες από την πυρηνική ενέργεια), και

* ανησυχεί σχετικά με τη χρήση των οικονομικών τεχνικών αξιολόγησης,

* η βιομηχανία προβληματίζεται επίσης από τις νέες προτάσεις που περιέχει το έγγραφο εργασίας σχετικά με τη "διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων".

Μη κυβερνητικοί οργανισμοί που ασχολούνται με το περιβάλλον

* Χαιρετίζεται ευνοϊκά η πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλει σύντομα νομοθετική πρόταση αλλά εκφράζονται ανησυχίες ότι οι αντίστοιχες επιδιώξεις δεν είναι αρκετά φιλόδοξες. Διατυπώνονται επιπλέον σχόλια από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το περιβάλλον ιδίως ως προς τα εξής:

* Εν γένει, υποστηρίζεται η ευρείας κλίμακας αναθεώρηση της ελάχιστης προσέγγισης που περιλαμβάνει το έγγραφο εργασίας όσον αφορά την εξέταση νέων εξελίξεων στον τομέα των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ), την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων (ΙΡΡ), την αναθεώρηση της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα των επικινδύνων χημικών και την ανάγκη να δοθεί συνέχεια στα όσα συνέβησαν μετά το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika και τη συνακόλουθη δημιουργία πετρελαιοκηλίδας.

* Θεωρούν ότι το πεδίο εφαρμογής της αντικειμενικής ευθύνης είναι υπερβολικά περιορισμένο (ενώ θα έπρεπε να καλυφθούν όλες οι ενδεχομένως επικίνδυνες δραστηριότητες ή, τουλάχιστον, οι δραστηριότητες που αναφέρονται στα σχόλιά τους).

* Τονίζουν ότι η ζημία στη βιοποικιλότητα εκτός των προστατευομένων περιοχών και οι ζημίες σε περιοχές που προστατεύονται δυνάμει διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει η Κοινότητα και τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να καλυφθούν. Η ευθύνη θα έπρεπε επίσης να ισχύει για τα είδη που προστατεύονται από την εθνική νομοθεσία καθώς και για όλους τους τύπους περιοχών που προστατεύονται σε εθνικό ή κατώτερο επίπεδο. Η ευθύνη θα έπρεπε να ισχύει και για όλα τα είδη πτηνών που προστατεύονται από την Οδηγία για τα Άγρια Πτηνά.

* Θεωρούν ότι, εάν παραμείνει η διάκριση αντικειμενικής και υποκειμενικής ευθύνης, είναι καθοριστικής σημασίας το καθεστώς που ισχύει για τις περιπτώσεις υποκειμενικής ευθύνης να διευρυνθεί κατά τρόπο που να καλύπτει τη ρύπανση των υδάτων συνεπεία δραστηριοτήτων που ενδέχεται να μη θεωρούνται επικίνδυνες (π.χ. στην περίπτωση της ρύπανσης των υδάτων από λυματολάσπη ή αστικά λύματα).

* Τονίζουν ότι η ρύπανση των εδαφών που είναι επικίνδυνη για το περιβάλλον και ενδεχομένως επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία επιβάλλεται επίσης να καλυφθεί.

* Θεωρούν ότι θα πρέπει να καλυφθούν και οι παραδοσιακές μορφές ζημιών.

* Ζητούν τα όρια που καθορίζουν τη σχετική σημασία των ζημιών να μειωθούν ώστε το μελλοντικό καθεστώς να ισχύει και για περιπτώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συνήθεις ή εντυπωσιακές.

* Ζητούν από την Επιτροπή να εξετάσει τις λύσεις για τις ιστορικές ζημίες, ιδίως μάλιστα σε ό,τι αφορά τα εδάφη που έχουν υποστεί ρύπανση.

* Συστήνουν η "συμμόρφωση προς τη δημόσια τάξη" να μη συνεπάγεται την εξαίρεση από τις διατάξεις περί ευθύνης από δραστηριότητες που αναπτύσσονται δυνάμει άδειας ή εξουσιοδότησης στον τομέα των γενετικώς τροποποιημένων φυτών που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς.

* Χαιρετίζουν θετικά την ευθύνη από κοινού και εις ολόκληρον στις περιπτώσεις για τις οποίες είναι αδύνατο να επιτευχθεί επιμερισμένος καταλογισμός.

* Χαιρετίζουν την ευθύνη των νομικών προσώπων που επιφορτίζονται με τον έλεγχο και των προσώπων που εξασφαλίζουν χρηματοοικονομικές εγγυήσεις.

* Θεωρούν ότι οι πολίτες καθώς και οι θιγόμενες ομάδες θα πρέπει να έχουν έννομο δικαίωμα και να ενάγουν άμεσα φορείς εκμετάλλευσης, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις ενώ θα πρέπει να προβλέπεται η δέουσα χρηματοοικονομική ανακούφιση για τους πολίτες (π.χ. ελάφρυνση των δικαστικών δαπανών και απαιτήσεις για τις ζημίες) που προσφεύγουν κατά φορέων που ευθύνονται για ρύπανση, ιδίως μάλιστα σε περιπτώσεις αμέσου κινδύνου.

* Συστήνουν οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις να καταστούν υποχρεωτικές σε κοινοτικό επίπεδο.

* Χαιρετίζουν εν γένει τους όρους αποκατάστασης για ζημίες.

* Θεωρούν ότι θα πρέπει να ελαφρυνθεί το βάρος της απόδειξης.

* Ένας από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς συστήνει επίσης οι τεχνικές οικονομικής αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται όταν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συγκρίσιμη αποκατάσταση να περιλαμβάνουν προτιμητέες τεχνικές, ενώ παράλληλα υποστηρίζει την επιβολή αναδρομικού καθεστώτος.

Τοπικές και περιφερειακές αρχές

* Έχει εκδηλωθεί προβληματισμός όσον αφορά το γεγονός ότι το προβλεπόμενο καθεστώς θα επιβάλει υποχρεωτικές απαιτήσεις στις δημόσιες αρχές κατά την εφαρμογή του, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εντοπίζονται οι υπεύθυνοι για την ρύπανση.

* Εκφράστηκαν επίσης ανησυχίες σχετικά με το γεγονός ότι οι νομιμοποιούμενοι φορείς δύνανται να προσφύγουν κατά ενεργειών των δημόσιων αρχών.

Βάσει των σχολίων που διατύπωσαν οι ενδιαφερόμενοι, αναθεωρήθηκαν οι προτάσεις του εγγράφου εργασίας.

Εν προκειμένω είναι δυνατόν να αναφερθούν τα εξής σημεία (κατά τη σειρά των άρθρων της πρότασης):

* Η έννοια "επαγγελματικών και εμπορικών δραστηριοτήτων" αντικαταστάθηκε από την έννοια των "δραστηριοτήτων απασχόλησης" προκειμένου να εξασφαλιστεί ο ακριβέστερος καθορισμός του πεδίου εφαρμογής. Η αλλαγή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι η έννοια των "επαγγελματικών και εμπορικών δραστηριοτήτων" ενδεχομένως δεν καλύπτει τις δραστηριότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που αποτελούν μέρος δραστηριότητας απασχόλησης καθώς και δραστηριότητες που εκτελούνται από δημόσιες επιχειρήσεις, ενώ υπάρχει πρόθεση να καλυφθούν ανάλογες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα δραστηριότητες.

* Διευκρινίστηκε η σχέση με τις διεθνείς συμβάσεις. Η μεταβολή αυτή υπήρξε αποτέλεσμα του αιτήματος να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ διεθνούς περιγύρου και κοινοτικού επιπέδου. Συντάχθηκε κατάλογος των διεθνών συμβάσεων υπό την επιφύλαξη των οποίων επιβάλλεται να εφαρμόζεται η οδηγία.

* Διευκρινίστηκε περαιτέρω ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως διασφαλίσεις οι εντολές των δημόσιες αρχών. Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι η έννοια της "συμμόρφωσης προς εντολή της δημόσιας αρχής" ή "της συμμόρφωσης προς μέτρο υποχρεωτικού χαρακτήρα" μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαιρεί από την ευθύνη κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσεται κατόπιν έκδοσης αδείας ή εξουσιοδότησης, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πρόθεση να θεωρηθεί η συμμόρφωση προς κανονιστικές διατάξεις ως διασφάλιση.

* Εναπόκειται πλέον στα κράτη μέλη να επιλέξουν μεταξύ της από κοινού και εις όλον ευθύνης ή της εύλογης και δίκαιας κατανομής της ευθύνης σε περιπτώσεις που είναι αδύνατον να καταλογισθεί ευθύνη βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο σύμφωνα με το οποίο η από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη δεν είναι πάντοτε ο κανόνας στο δημόσιο δίκαιο των κρατών μελών.

* Δίνεται πλέον η δυνατότητα σε οιοδήποτε κράτος μέλος να καταρτίσει κατάλογο προτεραιοτήτων όσον αφορά την αντιμετώπιση των επιμέρους ζημιών εφόσον οι εν λόγω ζημίες παρατηρούνται ταυτόχρονα (η ελαστικότητα αυτή εντούτοις δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να μην αποκαθιστούν ορισμένες εξ αυτών). Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι είναι πιθανόν να παρατηρηθούν ανάλογες έκτακτες καταστάσεις για τις οποίες επιβάλλεται να υπάρχει πρόβλεψη.

* Αναθεωρήθηκαν οι διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής. Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι οι προθεσμίες παραγραφής διαδραματίζουν διαφορετικό ρόλο στο δημόσιο δίκαιο και το αστικό δίκαιο. Καθίσταται πλέον σαφές ότι ουδεμία προθεσμία παραγραφής σχετίζεται με την δυνατότητα των δημοσίων αρχών να λαμβάνουν ή να εντέλλονται τη λήψη μέτρων αποκατάστασης ενώ αντίθετα υφίσταται προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την προθεσμία εντός της οποίας οι αρμόδιες αρχές έχουν την υποχρέωση να κινήσουν διαδικασία ανάκτησης του κόστους.

* Διευκρινίστηκε ο ρόλος και οι εξουσίες των δημοσίων αρχών κατά την εφαρμογή του μελλοντικού καθεστώτος. Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι επιβάλλεται να διευκρινιστούν οι περιστάσεις και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα έχουν την υποχρέωση να ενεργήσουν περαιτέρω προκειμένου να ανταποκριθούν σε αίτημα ανάληψης δράσης.

* Οι διατάξεις σχετικά με τον ρόλο των μη κυβερνητικών οργανισμών καθώς και των διαδικασιών δικαστικής αναθεώρησης επανεξετάστηκαν ώστε να καταστούν επιχειρησιακότερες. Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι δεν είναι πάντοτε δυνατόν στην πράξη να ληφθεί τελική απόφαση σχετικά με ποια από τα μέτρα αποκατάστασης επιβάλλεται να ληφθούν εντός τεσσάρων μηνών. Καθίσταται πλέον σαφές ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την υποχρέωση να ενεργήσουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος το οποίο να συνάδει προς την επίτευξη των στόχων της πρότασης. Επιπλέον, θεσπίζεται η υποχρεωτική ενημέρωση εντός τεσσάρων μηνών του προσώπου που έχει υποβάλει την αίτηση ανάληψης δράσης ή του αντίστοιχου φορέα που διαθέτει τα ανάλογα προσόντα.

* Αποκαθίσταται το δικαίωμα των κρατών μελών να υιοθετούν εισέτι αυστηρότερες διατάξεις. Το ως άνω δικαίωμα απορρέει άμεσα από το άρθρο 176 της Συνθήκης, αλλά κατόπιν ερωτήσεων που διατύπωσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για τα οποία η κατάσταση αυτή δεν ήταν γνωστή, επαναλαμβάνεται στην πρόταση για λόγους νομικής σαφήνειας.

* Αναθεωρήθηκαν οι διατάξεις περί χρόνου ισχύος. Η μεταβολή αυτή απορρέει από το σχόλιο ότι η πλήρης αντιστροφή όσον αφορά το ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης ενδέχεται να οδηγήσει σε άδικες καταστάσεις. Καθίσταται πλέον σαφές ότι η αρμόδια αρχή θα πρέπει να διαθέτει κατ'αρχήν κάποιες πειστικές αποδείξεις πριν απαιτηθεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να αντικρούσει τα προσκομιζόμενα στοιχεία.

Επιπλέον των ως άνω συγκεκριμένων αλλαγών, ελήφθησαν υπόψη ορισμένα των επισημανθέντων θεμάτων όπως η ανάγκη ακρίβειας και σαφήνειας εν γένει, η πλήρης εφαρμογή της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει", το θέμα της ασφαλισιμότητας, κ.λπ.

Συγκριτικά με τα έγγραφα εργασίας εγκαταλείφθηκαν ορισμένες από τις προτάσεις που αυτά περιείχαν. Αυτή είναι παραδείγματος χάρη η περίπτωση των διατάξεων με στόχο τη διεύρυνση της ευθύνης σε ορισμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα ("η διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων") καθώς και οι διατάξεις σχετικά με τις συνοπτικές δικαστικές διαδικασίες που έχουν ως στόχο να αποφευχθεί η κατασπατάληση χρημάτων εκ μέρους όσων ευθύνονται για την ρύπανση.

Η αλλαγή αυτή απορρέει από τη σκέψη ότι οι ως άνω διατάξεις δεν είναι απαραίτητα αναγκαίες - στο μέτρο που τα κράτη μέλη καλούνται να αναλάβουν επικουρική δράση - και επειδή, δεδομένου ότι ορισμένες εξ αυτών είναι άνευ προηγουμένου τόσο για την κοινοτική όσο και για την εθνική νομοθεσία, προκάλεσαν σοβαρές αντιρρήσεις λόγω του τρόπου με τον οποίο επηρεάζουν τις διατάξεις του αστικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας.

Επιβάλλεται επίσης να σημειωθεί ότι ορισμένα στοιχεία του διατυπωθέντος προβληματισμού είναι αβάσιμα. Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί σημειώνουν ότι το προτεινόμενο καθεστώς δεν θα ισχύει για "τις μη ταξινομημένες χημικές ουσίες" αλλά η πρόταση δεν προϋποθέτει ότι οι χημικές ουσίες θα πρέπει να έχουν ταξινομηθεί σε κοινοτικό επίπεδο. η αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία [52] επιβάλλει οι παραγωγοί χημικών ουσιών, για τις οποίες εκκρεμεί η καταχώρησή τους σε κοινοτικό επίπεδο [53], να έχουν την υποχρέωση να πραγματοποιούν προσωρινή αξιολόγηση των επικινδύνων ιδιοτήτων των χημικών ουσιών και να τις ταξινομούν, επισημαίνουν και συσκευάζουν αναλόγως. Παράλληλα διατυπώνονται φόβοι ότι η συμμόρφωση προς δημόσια εντολή, που θα έπρεπε να αποτελεί διασφάλιση δυνάμει του προτεινόμενου καθεστώτος, θα μπορούσε να σημαίνει δήθεν ότι η επιχειρησιακή λειτουργία δυνάμει αδείας θα συνιστούσε διασφάλιση, πράγμα που δεν συμβαίνει δεδομένου ότι η αντίστοιχη διάταξη διευκρινίστηκε κατά τρόπο που να αποφεύγεται οιαδήποτε αμφιβολία. Παράλληλα οι ΜΚΟ σημείωσαν ότι πρέπει να καλυφθούν όχι μόνον οι τοποθεσίες οι οποίες χαρακτηρίζονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας αλλά και όσες χαρακτηρίζονται δυνάμει εσωτερικών κανονιστικών διατάξεων (ήτοι περιφερειακών ή επαρχιακών). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι εξαρχής αυτός ήταν ο στόχος.

[52] Άρθρο 6 της οδηγίας 67/548/EΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1967 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/32/EΟΚ του Συμβουλίου της 30ής Απριλίου 1992.

[53] Αυτό ενσωματώθηκε στο παράρτημα Ι της τροποποιημένης οδηγίας 67/548/EΟΚ του Συμβουλίου.

Όσον αφορά το νομικό υπόβαθρο, το γεγονός ότι η πρόταση περιλαμβάνει διατάξεις περί ενδίκων μέσων δεν θα πρέπει να επηρεάζει την επιλογή του νομικού υποβάθρου δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές είναι απλώς συνοδευτικές εν σχέσει προς τους επιδιωκόμενους περιβαλλοντικούς στόχους και είναι απαραίτητες για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Επιβάλλεται επίσης να σημειωθεί ότι οι ως άνω διατάξεις περί δικαστικής αναθεώρησης δεν ανήκουν στους τομείς δράσης που αναφέρει το άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚ το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δικαστική συνεργασία για αστικά θέματα με διαμεθοριακές επιπτώσεις.

2002/0021 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά στην πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών

[Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ]

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής [54],

[54] ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [55],

[55] ΕΕ C

την γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [56],

[56] ΕΕ C

και αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 251 της Συνθήκης [57],

[57] ΕΕ C

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Σήμερα στην Κοινότητα υπάρχουν πολυάριθμες τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση και συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους για την υγεία ενώ παράλληλα κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται θεαματική επιτάχυνση της απώλειας της βιοποικιλότητας. Οιαδήποτε αδράνεια εν προκειμένω θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της ρύπανσης και την ακόμα μεγαλύτερη απώλεια της βιοποικιλότητας στο μέλλον. Η αποκατάσταση και η πρόληψη, στο μέτρο του δυνατού, των περιβαλλοντικών ζημιών συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων και των αρχών της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον όπως διατυπώνονται στο άρθρο 174 της συνθήκης.

(2) Η πρόληψη και η αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών επιτυγχάνεται μέσω της προώθησης της αρχής σύμφωνα με την οποία ο ρυπαίνων πληρώνει, ως αναφέρεται στο άρθρο 174, παράγραφος 2 της συνθήκης. Μία από τις θεμελιώδεις αρχές της οδηγίας αυτής πρέπει ως εκ τούτου να είναι ότι ο φορέας εκμετάλλευσης του οποίου η δραστηριότητα προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας, είναι οικονομικά υπεύθυνος ώστε να αναγκάζονται οι φορείς εκμετάλλευσης να λαμβάνουν μέτρα και να αναπτύσσουν δραστηριότητες που να αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων περιβαλλοντικής ζημίας προκειμένου να μειώνεται η έκθεσή τους σε οικονομικές ευθύνες.

(3) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, ήτοι η δημιουργία κοινού πλαισίου για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών με χαμηλό κόστος για την κοινωνία, είναι αδύνατο να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας της προτεινόμενης δράσης και τις σχέσεις με τη λοιπή κοινοτική νομοθεσία και συγκεκριμένα την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατρήσεως των αγρίων πτηνών [58] και την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας [59], της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα πολιτικής των υδάτων [60], να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

[58] ΕΕ L 103, 25.4.1979, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 97/49/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 223, 13.8.1997, σ. 9).

[59] ΕΕ L 206, 22.7.1992, σ. 7. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/62/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 305, 8.11.1997, σ. 42.).

[60] ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1.

(4) Επιβάλλεται να ορισθούν οι έννοιες που είναι καθοριστικής σημασίας για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νομικού πλαισίου που προβλέπει η οδηγία. Εφόσον η εκάστοτε έννοια προέρχεται από άλλο κοινοτικό νομοθέτημα, ο ίδιος ορισμός θα πρέπει να χρησιμοποιείται ώστε να είναι δυνατή η χρήση κοινών κριτηρίων και να προαχθεί η ενιαία εφαρμογή τους.

(5) Η βιοποικιλότητα θα πρέπει επίσης να ορίζεται με αναφορά στην προστασία ή τη διατήρηση περιοχών που έχουν ορισθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την προστασία της φύσης. Εντούτοις πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι ειδικές καταστάσεις για τις οποίες οι κοινοτικές οδηγίες ή οι αντίστοιχες εθνικές διατάξεις επιτρέπουν ορισμένες αποκλίσεις ως προς το επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.

(6) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται, σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική ζημία, στις δραστηριότητες απασχόλησης που συνεπάγονται κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να ορίζονται, κατ'αρχήν, με αναφορά στην αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία, η οποία προβλέπει τις δέουσες κανονιστικές απαιτήσεις εν σχέση με ορισμένες δραστηριότητες ή πρακτικές που θεωρείται ότι συνεπάγονται πιθανό ή άμεσο κίνδυνο για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον.

(7) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται, σε ό,τι αφορά τις βλάβες στη βιοποικιλότητα, για οιεσδήποτε δραστηριότητες απασχόλησης εκτός όσων χαρακτηρίζονται με άμεση ή έμμεση αναφορά στην κοινοτική νομοθεσία ως συνεπαγόμενες άμεσους ή πιθανούς κινδύνους για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

(8) Επιβάλλεται να ληφθούν δεόντως υπόψη η συνθήκη Ευρατόμ και οι αντίστοιχες διεθνείς συμβάσεις και οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν γενικότερα και αυστηρότερα τη λειτουργία οιωνδήποτε των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία, δεν προβλέπει πρόσθετους κανόνες όσον αφορά τις συγκρουόμενες νομοθετικές διατάξεις κατά τον καθορισμό των εξουσιών των αρμοδίων αρχών, και εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των κανόνων της διεθνούς νομολογίας όπως συνοψίζεται, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 44/2001 της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [61]. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε δραστηριότητες που διεξάγονται λόγω εθνικής άμυνας.

[61] ΕΕ L 12, 16.1.2001, σ. 1.

(9) Δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν όλες οι μορφές περιβαλλοντικής ζημίας μέσω του μηχανισμού της ευθύνης. H αποτελεσματική χρήση της ευθύνης προϋποθέτει ένα ή περισσότερους υπεύθυνους για τη ρύπανση, συγκεκριμένη και ποσοτικοποιήσιμη ζημία και δυνατότητα απόδειξης της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς των υπευθύνων της ρύπανσης. Κατά συνέπεια η ευθύνη δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση της ευρέως διαδεδομένης και διάχυτης ρύπανσης, εφόσον είναι αδύνατον να συνδεθούν οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις με δραστηριότητες συγκεκριμένων παραγόντων.

(10) Δεδομένου ότι η πρόληψη και η αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών αποτελεί καθήκον που συμβάλλει άμεσα στην πραγμάτωση της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας, στις δημόσιες αρχές επιβάλλεται να ανατίθενται ειδικές ευθύνες ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή ενσωμάτωση και εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπει η οδηγία.

(11) Προκειμένου το σύστημα να είναι αποτελεσματικό η αρμόδια αρχή επιβάλλεται να ενεργεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπεύθυνοι φορείς εκμετάλλευσης δεν έχουν λάβει ή δεν είναι σε θέση να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα είτε για την πρόληψη της περιβαλλοντικής ζημίας είτε για την αποκατάσταση αυτής.

(12) Η αποκατάσταση επιβάλλεται να πραγματοποιείται με αποτελεσματικό τρόπο εξασφαλίζοντας ότι επιτυγχάνονται οι επιδιωκόμενοι στόχοι. Προς τούτο πρέπει να παρέχεται η δέουσα καθοδήγηση, και να εξασφαλίζεται η επίβλεψη της ορθής εφαρμογής από την αρμόδια αρχή.

(13) Επιβάλλεται να θεσπιστούν οι κατάλληλες διατάξεις για τις περιπτώσεις πολλαπλών περιβαλλοντικών ζημιών που επήλθαν κατά τρόπο ώστε η αρμόδια αρχή να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσει την ταυτόχρονη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων αποκατάστασης. Σε ανάλογες περιπτώσεις, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσει ποια περιβαλλοντική ζημία θα αποκατασταθεί κατά προτεραιότητα.

(14) Σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», κάθε φορέας εκμετάλλευσης που προκαλεί περιβαλλοντική ζημία ή άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας κατ'αρχήν καλείται να επωμισθεί το κόστος των απαραίτητων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρμόδια αρχή καλείται να αυτενεργήσει ή να επέμβει μέσω τρίτων αντί του φορέα εκμετάλλευσης, η αρχή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι το προκύπτον κόστος ανακτάται από τον φορέα εκμετάλλευσης. Κρίνεται επίσης σκόπιμο οι φορείς εκμετάλλευσης τελικά να επωμίζονται το κόστος της εκτίμησης των περιβαλλοντικών ζημιών και, κατά περίπτωση, την αξιολόγηση των άμεσων κινδύνων πρόκλησης ανάλογων ζημιών.

(15) Τα κράτη μέλη καλούνται να εξασφαλίσουν τη λήψη των απαραίτητων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Σε ανάλογες περιπτώσεις τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν τις διατάξεις που είναι απαραίτητες σύμφωνα με τα νομικά τους συστήματα υπό την προϋπόθεση ότι τοιουτοτρόπως εξασφαλίζεται η αποτελεσματική χρηματοδότηση των απαραίτητων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης.

(16) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει προκληθεί ζημία στη βιοποικιλότητα από φορέα εκμετάλλευσης κατά τη διάρκεια δραστηριότητας απασχόλησης εκτός εκείνων που αναφέρονται στην οδηγία διότι θεωρείται ότι συνεπάγονται άμεσο ή έμμεσο κίνδυνο για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, ο συγκεκριμένος φορέας εκμετάλλευσης δεν θα πρέπει να έχει την υποχρέωση να επωμισθεί το κόστος των μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εάν δεν αποδειχθεί ότι ενήργησε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας [πταίσμα (ή υπαιτιότητα) του δράστη].

(17) Επιβάλλεται να ληφθούν δεόντως υπόψη οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η προκαλούμενη ζημία ή ο κίνδυνος πρόκλησης άμεσης ζημίας είναι το αποτέλεσμα συμβάντων εκτός του ελέγχου του φορέα εκμετάλλευσης ή εκπομπών ή γεγονότων για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια ή των οποίων θα ήταν αδύνατο να είναι γνωστή η εν δυνάμει καταστροφική φύση όταν το αντίστοιχο συμβάν ή η εκπομπή πραγματοποιήθηκαν, ή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητα πρόσωπα που ενεργούν υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή και κατά τα άλλα δεν δεν είναι υπαίτια της ζημίας, ή εφόσον οι φορείς εκμετάλλευσης απλώς και μόνο συμμορφώνονται προς τις κανονιστικές υποχρεώσεις που ισχύουν για τη δραστηριότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό ενδεχομένως να υφίστανται καταστάσεις κατά τις οποίες δικαιολογείται να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση μολονότι αναγνωρίζεται ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δεν θα πρέπει να επωμισθεί το κόστος των μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης.

(18) Το κόστος σχετικά με τη λήψη των προληπτικών μέτρων πρέπει να βαρύνει τους φορείς εκμετάλλευσης στις περιπτώσεις για τις οποίες τα μέτρα αυτά έχουν ληφθεί από τον φορέα εκμετάλλευσης προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν τις δραστηριότητες τους, συμπεριλαμβανόμενης οιασδήποτε άδειας ή εξουσιοδότησης .

(19) Επιβάλλεται να θεσπιστούν οι δέουσες διατάξεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η ζημία προκαλείται από πολλούς φορείς εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας για τα κράτη μέλη είτε να προβλέπουν την από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη είτε τον εύλογο και δίκαιο καταμερισμό της χρηματικής ευθύνης.

(20) Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ανακτούν το κόστος των μέτρων από τον φορέα εκμετάλλευσης εντός εύλογης προθεσμίας από την ημερομηνία κατά την οποία έχουν ολοκληρωθεί τα μέτρα της πρόληψης ή αποκατάστασης.

(21) Είναι απαραίτητο να εξασφαλισθούν αποτελεσματικά μέτρα εφαρμογής και εκτέλεσης, εξασφαλίζοντας συγχρόνως ότι τα έννομα συμφέροντα των σχετικών φορέων εκμετάλλευσης και των άλλων ενδιαφερομένων διαφυλάσσονται καταλλήλως. Οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να διενεργούν τις απαραίτητες έρευνες και να διεκπεραιώνον οι ίδιες ορισμένα καθήκοντα που συνεπάγονται ειδική γνώση και κατάλληλη διοικητική διακριτική ευχέρεια, όπως για παράδειγμα, το καθήκον αξιολόγησης του μεγέθους των ζημιών και του καθορισμού των αναγκαίων μέτρων αποκατάστασης.

(22) Πρόσωπα που θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν από περιβαλλοντικές ζημιές πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καλέσουν την αρμόδια αρχή να αναλάβει δράση. Εντούτοις, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί διάχυτο συμφέρον στο όνομα του οποίου οι ιδιώτες δεν κινητοποιούνται πάντα ή δεν είναι σε θέση να κινητοποιηθούν. Ως εκ τούτου οι νομιμοποιούμενοι φορείς θα πρέπει να διαθέτουν ειδικό καθεστώς για να συμβάλουν δεόντως στην αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(23) Με στόχο να διευκολυνθούν οι αιτήσεις για την ανάληψη δράσης, επιβάλλεται να θεσμοθετηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, συμπεριλαμβανόμενης της υποχρέωσης της αρμόδιας αρχής για ενημέρωση του ενδιαφερόμενου μέρους όταν είναι αδύνατο να ληφθεί απόφαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(24) Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οι νομιμοποιούμενοι φορείς θα πρέπει να διαθέτουν πρόσβαση στις διαδικασίες αναθεώρησης των αποφάσεων πράξεων ή των παραλείψεων της αρμόδιας αρχής.

(25) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η περιβαλλοντική ζημία θίγει ή είναι δυνατόν να θίξει πολλά κράτη μέλη, τα κράτη μέλη συνεργάζονται για να εξασφαλισθεί η κατάλληλη και αποτελεσματική κατά περίπτωση, δράση αποκατάστασης σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική ζημία.

(26) Τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν τη χρήση εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης οιασδήποτε κατάλληλης ασφάλισης ή άλλων μορφών παροχής χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την αποτελεσματική κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων βάσει της παρούσας οδηγίας.

(27) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εγκρίνουν αυστηρότερες διατάξεις σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, ούτε θα πρέπει να παρεμποδίζει τη θέσπιση εκ μέρους των κρατών μελών των ενδεδειγμένων διατάξεων σε σχέση με τη διπλή ανάκτηση που προκύπτει από παράλληλη δράση εκ μέρους μιας αρμόδιας αρχής βάσει της παρούσας οδηγίας και εκ μέρους προσώπου του οποίου περιουσιακό στοιχείο επλήγη από την ζημία.

(28) Ζημίες που προκαλούνται πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας ενσωμάτωσης της οδηγίας δεν θα πρέπει να καλύπτονται από τις διατάξεις της και θα πρέπει να προβλέπονται οι δέουσες διατάξεις για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι σαφές κατά πόσον το ζημιογόνο γεγονός συνέβη μετά την εν λόγω ημερομηνία.

(29) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρονται στην Επιτροπή σχετικά με την εμπειρία που συγκέντρωσαν κατά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στην αειφόρο ανάπτυξη, να εξετάσει κατά πόσον είναι απαραίτητη οιαδήποτε αναθεώρηση της οδηγίας.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να διαμορφώσει πλαίσιο για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών βάσει της περιβαλλοντικής ευθύνης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

1) "αρχική κατάσταση" η κατάσταση που θα επικρατούσε στον τομέα των φυσικών πόρων και των υπηρεσιών εάν δεν είχε λάβει χώρα η ζημία; η αρχική κατάσταση μπορεί να αξιολογηθεί χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα, δεδομένα αναφοράς, ή δεδομένα ελέγχου ή δεδομένα σχετικά με ποσοτικές αλλαγές (π.χ. αριθμός νεκρών ζώων), από κοινού ή σε συνδυασμό, κατά περίπτωση.

2) "βιοποικιλότητα" η έννοια που αναφέρεται στους οικοτόπους και τα είδη του παραρτήματος Ι της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ ή τα παραρτήματα Ι, ΙΙ και IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ή τους οικοτόπους και τα είδη, που, μολονότι δεν καλύπτονται από τις προαναφερθείσες οδηγίες, χαρακτηρίζονται ως περιοχές προστασίας ή διατήρησης σύμφωνα με την σχετική εθνική νομοθεσία για τη διατήρηση της φύσης.

3) "κατάσταση διατήρησης":

(α) όσον αφορά ένα φυσικό οικότοπο, το σύνολο των παραγόντων που επιδρούν σε αυτόν καθώς και στα χαρακτηριστικά είδη αυτού, και οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν μακροπρόθεσμα τη φυσική του κατανομή, τη δομή του και τις λειτουργίες του καθώς και τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των χαρακτηριστικών ειδών αυτού, κατά περίπτωση, στα ευρωπαϊκά εδάφη των κρατών μελών στα οποία εφαρμόζεται η Συνθήκη ή στο έδαφος κράτους μέλους ή στο φυσικό φάσμα του εν λόγω οικοτόπου,.

(β) όσον αφορά τα είδη, το σύνολο των παραγόντων που επιδρούν στα είδη αυτά οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμα την κατανομή και αφθονία των πληθυσμών τους, κατά περίπτωση, εντός των ευρωπαϊκών εδαφών των κρατών μελών στα οποία εφαρμόζεται η Συνθήκη, στο έδαφος κράτους μέλους ή στο φυσικό φάσμα των εν λόγω ειδών,.

4) "κόστος" το σύνολο των δαπανών που αιτιολογούνται από την ανάγκη εξασφάλισης αποτελεσματικής και ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, περιλαμβανομένων των διοικητικών και δικαστικών δαπανών καθώς επίσης και των δαπανών αναγκαστικής εκτέλεσης, των δαπανών για τη συλλογή στοιχείων και άλλων γενικών δαπανών καθώς επίσης και των δαπανών ελέγχου και εποπτείας.

5) "ζημία" οιαδήποτε άμεση ή έμμεση μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή/και χειροτέρευση των υπηρεσιών που προσφέρει ο φυσικός πόρος συνεπεία άσκησης μιας από τις δραστηριότηταες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

6) "άμεσος κίνδυνος" ο επαρκώς πιθανολογούμενος κίνδυνος επέλευσης περιβαλλοντικής ζημίας στο άμεσο μέλλον.

7) "εκκαθαριστής" πρόσωπο το οποίο ορίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις εθνικού δικαίου για την αντιμετώπιση χρεοκοπιών, εκκαθαρίσεων, πτωχεύσεων ή άλλων αναλόγων διαδικασιών.

8) "φυσικός πόρος" βιοποικιλότητα, νερό και έδαφος, συμπεριλαμβανομένου του υπεδάφους .

9) "φορέας εκμετάλλευσης" οιοδήποτε πρόσωπο αναπτύσσει δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία συμπεριλαμβανομένων των κατόχων αδείας ή εξουσιοδότησης ή/και οιοδήποτε πρόσωπο καταχωρεί ή κοινοποιεί δραστηριότητα.

10) "πρόσωπο" οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

11) "ρύπανση του εδάφους" ή «ρύπανση εδάφους και υπεδάφους» η άμεση ή έμμεση εισαγωγή, συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, σκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών στο έδαφος και το υπέδαφος, που ενδέχεται να είναι επιβλαβείς για την υγεία του ανθρώπου ή τους φυσικούς πόρους.

12) "προληπτικά μέτρα" οιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται μετά από γεγονός, πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε άμεσο κίνδυνο για επέλευση περιβαλλοντικής ζημίας, ώστε να προληφθεί ή να ελαχιστοποιηθεί η εν λόγω ζημία.

13) "δραστηριότητα απασχόλησης" οι μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες και η παροχή υπηρεσιών στο κοινό.

14) "νομιμοποιούμενος φορέας " οιοδήποτε πρόσωπο που, σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίζει η εθνική νομοθεσία, έχει συμφέρον να διασφαλίσει την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας, περιλαμβανομένων των φορέων και των οργανισμών των οποίων ο σκοπός, όπως προκύπτει από τα άρθρα του καταστατικού τους, είναι η προστασία του περιβάλλοντος και οι οποίοι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας.

15) "ανάκαμψη" η επαναφορά των φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών που υπέστησαν ζημίες στην αρχική τους κατάσταση.

16) "αποκατάσταση" οιαδήποτε δράση, ή συνδυασμός δράσεων για την αποκατάσταση επανόρθωση, αντικατάσταση των φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών που υπέστησαν ζημία, ή η εξεύρεση εναλλακτικών δυνατοτήτων που περιλαμβάνει:

(α) την πρωτογενή αποκατάσταση, ήτοι οιαδήποτε δράση, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής ανάκαμψης, που έχει ως αποτέλεσμα να επιστρέψουν στην αρχική τους κατάσταση οι φυσικοί πόροι ή/και οι υπηρεσίες που υπέστησαν ζημίες.

(β) την αντισταθμιστική αποκατάσταση, ήτοι οιαδήποτε δράση αναλαμβάνεται σε σχέση προς τους φυσικούς πόρους ή/και υπηρεσίες σε διαφορετικές τοποθεσίες εκείνης στην οποία φυσικοί πόροι ή/και υπηρεσίες υπέστησαν ζημίες καθώς και οιαδήποτε δράση αναλαμβάνεται για να αντισταθμιστούν οι προσωρινές απώλειες σε φυσικούς πόρους και/ή υπηρεσίες κατά την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας της ζημίας και της επιστροφής των φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών που υπέστησαν ζημίες στην αρχική κατάσταση.

17) "υπηρεσίες" (ή "υπηρεσίες φυσικών πόρων") τις λειτουργίες που εκτελούν οι φυσικοί πόροι εξυπηρετώντας άλλους φυσικούς πόρους και/ή το κοινό.

18) "περιβαλλοντική ζημία":

(α) ζημία στη βιοποικιλότητα, ήτοι οιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώςκαι σοβαρά την κατάσταση της βιοποικιλότητας.

(β) ζημία στο νερό, ήτοι οιαδήποτε ζημία η οποία επηρεάζει δυσμενώς την οικολογική κατάσταση, το οικολογικό δυναμικό ή/και τη χημική κατάσταση που επικρατεί στα αντίστοιχα ύδατα σε βαθμό που να είναι βέβαιο ή πιθανό ότι η κατάσταση αυτή θα υποβαθμισθεί σε σχέση προς μία από τις κατηγορίες που ορίζει η οδηγία 2000/60/ΕΚ εξαιρουμένων των αρνητικών επιπτώσεων για τις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφος 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

(γ) οιαδήποτε ζημία του εδάφους, με αποτέλεσμα σοβαρή πιθανότητα επιβάρυνσης ή άμεση επιβάρυνση της δημόσιας υγείας λόγω της ρύπανσης του εδάφους και του υπεδάφους.

19) "αξία" σημαίνει τη μέγιστη ποσότητα εμπορευμάτων, υπηρεσιών ή χρημάτων που ένα άτομο είναι πρόθυμο να προσφέρει προκειμένου να αποκτήσει συγκεκριμένο εμπόρευμα ή υπηρεσία, ή ελάχιστη ποσότητα εμπορευμάτων, υπηρεσιών ή χρημάτων που ένα άτομο θα ήταν έτοιμο να αποδεχθεί προκειμένου να διαθέσει συγκεκριμένο εμπόρευμα ή υπηρεσία. Η συνολική αξία οικοτόπου ή είδους περιλαμβάνει την αξία που τα άτομα αποκομίζουν από την άμεση αξιοποίηση των φυσικών πόρων, για παράδειγμα, κολύμβηση, ναυσιπλοΐα αναψυχής ή παρατήρηση πτηνών καθώς και την αξία που οι άνθρωποι αποδίδουν στους οικοτόπους και τα είδη ασχέτως προς τις άμεσες χρήσεις τους. Εν προκειμένω εξαιρούνται οι απώλειες εισοδημάτων επιμέρους ατόμων.

20) "ύδατα" όλα τα ύδατα που καλύπτονται από την οδηγία 2000/60/EΚ.

21) «εκπομπή» η απελευθέρωση στο περιβάλλον ουσιών, παρασκευασμάτων και οργανισμών ή μικροοργανισμών.

2. Η ζημία στη βιοποικιλότητα κατά την έννοια της παραγράφου 1 σημείο (18)(α) δεν καλύπτει τις αρνητικές επιπτώσεις συνεπεία δράσης φορέα εκμετάλλευσης ο οποίος έχει λάβει ρητή άδεια από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ή βάσει άλλης διάταξης εθνικής νομοθεσίας με ισοδύναμες επιπτώσεις στους οικοτόπους και τα είδη που προστατεύονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας για τη διαφύλαξη της φύσης αλλά δεν καλύπτονται από τις οδηγίες 79/409/ΕΟΚ ή 92/43/ΕΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχες εθνικές διατάξεις προσφέρουν τουλάχιστον ισοδύναμες εγγυήσεις, και σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα μέτρα αποζημίωσης.

Οι ζημίες στη βιοποικιλότητα δεν περιλαμβάνουν τις δυσμενείς επιπτώσεις συνεπεία δράσης εκ μέρους φορέα εκμετάλλευσης ο οποίος έχει λάβει ρητή εξουσιοδότηση από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 9 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ ή του άρθρου 16 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις περιβαλλοντικές ζημίες που προκαλεί η άσκηση οιασδήποτε των δραστηριοτήτων απασχόλησης που αναφέρονται στο παράρτημα Ι και για οιονδήποτε άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ανάλογης ζημίας συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις σοβαρές ζημίες στη βιοποικιλότητα που προκαλούνται από την άσκηση δραστηριοτήτων απασχόλησης που δεν συμπεριλαμβάνονται στο παράρτημα Ι καθώς και για τον άμεσο κίνδυνο πρόκλησης αναλόγων ζημιών συνεπεία των ως άνω δραστηριοτήτων.

3. Η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στις περιβαλλοντικές ζημίες ή οιοδήποτε άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ανάλογων ζημιών που παρατηρούνται λόγω ατυχήματος του οποίου η ευθύνη ή οι αποζημιώσεις ρυθμίζονται από οιανδήποτε των ακόλουθων συμφωνιών:

(α) τη Διεθνή Σύμβαση της 27ης Νοεμβρίου 1992 για την αστική ευθύνη για ζημίες πετρελαϊκής ρύπανσης.

(β) τη Διεθνή Σύμβαση της 27ης Νοεμβρίου 1992 για τη συγκρότηση διεθνούς ταμείου αποζημίωσης των ζημιών πετρελαϊκής ρύπανσης.

(γ) τη Διεθνή Σύμβαση της 23ης Μαρτίου 2001 σχετικά με την αστική ευθύνη σε περίπτωση ζημιών λόγω πετρελαϊκής ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης.

(δ) τη Διεθνή Σύμβαση της 3ης Μαΐου 1996 σχετικά με την ευθύνη και την αποζημίωση για τις ζημίες που σχετίζονται με τη μεταφορά επικινδύνων και επιβλαβών ουσιών θαλασσίως.

(ε) τη Σύμβαση της 10ης Οκτωβρίου 1989 σχετικά με την αστική ευθύνη για τις ζημίες που προκαλούνται κατά τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων οδικά, σιδηροδρομικά και μέσω των εσωτερικών πλωτών οδών.

4. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους πυρηνικούς κινδύνους και την περιβαλλοντική ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο πρόκλησης αναλόγων ζημιών λόγω δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας ή προκλήθηκαν από γεγονός ή δραστηριότητα, για την οποία η ευθύνη ή η αποζημίωση ρυθμίζεται από τις ακόλουθες συμφωνίες:

(α) Σύμβαση των Παρισίων της 29ης Ιουλίου 1960 σχετικά με την ευθύνη τρίτων στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας και Συμπληρωματική Σύμβαση των Βρυξελλών της 31ης Ιανουαρίου 1963.

(β) Σύμβαση της Βιέννης της 21ης Μαΐου 1963 σχετικά με την αστική ευθύνη για τις ζημίες λόγω πυρηνικής ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της Βιέννης της 12ης Σεπτεμβρίου του 1997 σχετικά με τις συμπληρωματικές αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκαλεί η πυρηνική ενέργεια.

(γ) Κοινό Πρωτόκολλο της 21ης Σεπτεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης της Βιέννης και της Σύμβασης των Παρισίων.

(δ) Σύμβαση των Βρυξελλών το 1971 σχετικά με την αστική ευθύνη στον τομέα της θαλάσσιας μεταφοράς πυρηνικών υλικών.

5. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας για την κανονιστική ρύθμιση της άσκησης των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας που περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με την σύγκρουση δικαιοδοσιών.

6. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις περιβαλλοντικές ζημίες ή τους άμεσους κινδύνους πρόκλησης αναλόγων ζημιών λόγω ρύπανσης ευρείας διάδοσης και διάχυτου χαρακτήρα, εφόσον είναι αδύνατο να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των δραστηριοτήτων συγκεκριμένων φορέων εκμετάλλευσης.

7. Η οδηγία αυτή δεν ισχύει για τις δραστηριότητες των οποίων μόνος σκοπός είναι η εξυπηρέτηση της εθνικής άμυνας.

8. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 3 η παρούσα οδηγία δεν δίνει τη δυνατότητα σε ιδιώτες να διεκδικήσουν αποζημίωση για οιαδήποτε οικονομικές απώλειες συνεπεία περιβαλλοντικών ζημιών ή άμεσων κινδύνων πρόκλησης αναλόγων ζημιών.

Άρθρο 4

Πρόληψη

1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν παρατηρείται ακόμη σοβαρή περιβαλλοντική ζημία αλλά θεωρείται ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος να προκληθεί ανάλογη ζημία, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον αντίστοιχο φορέα επιχειρησιακής εκμετάλλευσης να λάβει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα ή λαμβάνει η ιδία τα ανάλογα μέτρα.

2. Υπό την επιφύλαξη οιασδήποτε περαιτέρω ενέργειας που ενδεχομένως απαιτείται εκ μέρους της αρμόδιας αρχής δυνάμει της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη προβλέπουν την υποχρέωση των φορέων επιχειρησιακής εκμετάλλευσης να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη περιβαλλοντικών ζημιών, δίχως να αναμένουν αντίστοιχο αίτημα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής.

3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όπου κρίνεται αναγκαίο, και εν πάση περιπτώσει, όταν ο άμεσος κίνδυνος περιβαλλοντικής ζημίας δεν εξαλείφεται παρά τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει ο αντίστοιχος φορέας εκμετάλλευσης, οι φορείς εκμετάλλευσης υποχρεούνται να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή για την κατάσταση.

4. Εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης δεν κατορθώσει να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 ή 2, η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα.

Άρθρο 5

Αποκατάσταση

1. Όταν παρατηρηθεί περιβαλλοντική ζημία, η αρμόδια αρχή είτε απαιτεί από τον αντίστοιχο φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναγκαία μέτρα αποκατάστασης ή λαμβάνει η ίδια ανάλογα μέτρα.

2. Εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν κατορθώσει να ανταποκριθεί στο αίτημα που διατυπώνεται δυνάμει της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα αποκατάστασης.

3. Τα αναγκαία μέτρα αποκατάστασης ορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ.

4. Εφόσον συμβούν παράλληλα πολλές περιβαλλοντικές ζημίες με αποτέλεσμα η αρμόδια αρχή να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσει την παράλληλη λήψη των αναγκαίων μέτρων αποκατάστασης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να αποφασίσει ποιά περιβαλλοντική ζημία θα αποκατασταθεί κατά προτεραιότητα.

Προκειμένου να καταλήξει στην σχετική απόφαση, η αρμόδια αρχή εξετάζει, μεταξύ άλλων, τη φύση, την έκταση, τη σοβαρότητα και τις δυνατότητες φυσικής ανάκαμψης στα επιμέρους περιστατικά περιβαλλοντικών ζημιών.

Άρθρο 6

Συμπληρωματικές διατάξεις όσον αφορά την πρόβλεψη και την αποκατάσταση

1. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης :

(α) στις περιπτώσεις όπου είναι αδύνατον να προσδιοριστεί ο φορέας εκμετάλλευσης που προκάλεσε την ζημία ή προκάλεσε άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας.

(β) στις περιπτώσεις όπου ο φορέας εκμετάλλευσης είναι δυνατό να προσδιοριστεί αλλά δεν διαθέτει επαρκή οικονομικά μέσα για να αναλάβει κάποια από τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης .

(γ) στις περιπτώσεις όπου ο φορέας εκμετάλλευσης είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αλλά δεν διαθέτει επαρκή οικονομικά μέσα για να αναλάβει το σύνολο των αναγκαίων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. ή

(δ) στις περιπτώσεις όπου ο φορέας εκμετάλλευσης δεν υποχρεούται δυνάμει της παρούσας οδηγίας να επωμιστεί το κόστος των αναγκαίων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης.

2. Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ) λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη της οικονομικής ευθύνης του αντίστοιχου φορέα εκμετάλλευσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 7

Ανάκτηση κόστους

1. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 8, 9 και 10, η αρμόδια αρχή ανακτά από τον αντίστοιχο φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε τις ζημίες ή ευθύνεται για τον άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας τις δαπάνες που επωμίστηκε για την λήψη μέτρων αποκατάστασης ή πρόληψης δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2. Η αρμόδια αρχή ανακτά επίσης από τον αντίστοιχο φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε τις ζημίες ή ευθύνεται για τον άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας τις δαπάνες αξιολόγησης της περιβαλλοντικής ζημίας που προκάλεσε ο φορέας εκμετάλλευσης και, κατά περίπτωση, τις δαπάνες αξιολόγησης του άμεσου κινδύνου πρόκλησης αναλόγου ζημίας.

Άρθρο 8

Κατανομή δαπανών για σοβαρές ζημίες στην βιοποικιλότητα

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 10, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι ο φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε ζημία ή άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας ενήργησε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας [ευθύνη εκ πταίσματος ή εξ υπαιτιότητας], ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης δεν υποχρεούται να επιβαρυνθεί με το κόστος των μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 9

Εξαιρέσεις

1. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 10, η παρούσα οδηγία δεν καλύπτει περιβαλλοντικές ζημίες ή άμεσο κίνδυνο πρόκλησης αναλόγων ζημιών που οφείλονται σε:

(α) ένοπλη διένεξη, συγκρούσεις, εμφύλιο πόλεμο ή εξέγερση.

(β) φυσικό φαινόμενο εξαιρετικού, αναπόφευκτου, απρόβλεπτου και ακατανίκητου χαρακτήρα.

(γ) εκπομπή ή συμβάν που επιτρέπεται βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή της άδειας ή της εξουσιοδότησης που έχει χορηγηθεί στον φορέα εκμετάλλευσης.

(δ) εκπομπές ή δραστηριότητες που δεν θεωρήθηκαν επιβλαβείς σύμφωνα με τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που ήταν διαθέσιμες κατά το χρόνο της εκπομπής ή της δραστηριότητας.

2. Τα στοιχεία (γ) και (δ) της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης επέδειξε αμέλεια.

3. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 10, απαιτείται ο φορέας εκμετάλλευσης να επωμισθεί το κόστος των μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας όταν η περιβαλλοντική ζημία ή ο άμεσος κίνδυνος πρόκλησης ανάλογης ζημίας οφείλονται σε:

(α) πράξη τρίτων με πρόθεση την πρόκληση ζημίας και η επακόλουθη ζημία ή ο άμεσος κίνδυνος πρόκλησης ζημίας επήλθε παρά την ύπαρξη των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας.

(β) συμμόρφωση προς διαταγή, εντολή ή άλλο νομικώς δεσμευτικό ή υποχρεωτικό μέτρο δημόσιας αρχής.

4. Εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης είναι πρόσωπο που αναπτύσσει δραστηριότητες υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή, δεν θεωρείται υποχρεωμένος να επωμισθεί το κόστος που σχετίζεται με την πρόληψη ή την αποκατάσταση δυνάμει της παρούσας οδηγίας στο μέτρο που αναπτύσσει δραστηριότητες σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις που διέπουν τη χρεοκοπία, την εκκαθάριση, τη πτώχευση ή άλλες ανάλογες διαδικασίες, και εφόσον ο ίδιος δεν είναι υπαίτιος της ζημίας.

Άρθρο 10

Καταλογισμός δαπανών για ορισμένα προληπτικά μέτρα

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να επωμίζονται ανεξαρτήτως περιστάσεων, οιαδήποτε δαπάνη σχετίζεται με τα προληπτικά μέτρα που ήταν οπωσδήποτε υποχρεωμένοι να λάβουν για να συμμορφωθούν προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν τις δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένης τυχόν άδειας ή εξουσιοδότησης .

2. Το άρθρο 4 δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 11

Καταλογισμός του κόστους στις περιπτώσεις συντρέχοντος πταίσματος

1. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και εφόσον η αρμόδια αρχή είναι σε θέση να αποδείξει επαρκώς οτι είναι εύλογο και πιθανό η ζημία να έχει προκληθεί από πράξεις ή παραλήψεις πολλών φορέων εκμετάλλευσης, τα κράτη μέλη είτε προβλέπουν ότι οι αντίστοιχοι φορείς εκμετάλλευσης θεωρούνται από κοινού και εις ολόκληρον οικονομικά υπεύθυνοι για τη ζημία ή η αρμόδια αρχή κατανέμει δίκαια και εύλογα τα ποσοστά των αντιστοίχων δαπανών που θα βαρύνουν έκαστο εξ αυτών.

2. Οι φορείς εκμετάλλευσης, που είναι σε θέση να αποδείξουν την έκταση της της ζημίας που οφείλεται στις δραστηριότητές τους, υποχρεούνται να επωμιστούν μόνο τις δαπάνες που σχετίζονται με αυτό το μέρος της ζημίας.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τα δικαιώματα αναγωγής.

Άρθρο 12

Παραγραφή

Η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία ανάκτησης των δαπανών από τον φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε τη ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο ζημίας λόγω μέτρων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εντός πέντε ετών από την ημερομηνία εκτέλεσης των εν λόγω μέτρων.

Άρθρο 13

Αρμόδια αρχή

1. Τα κράτη μέλη ορίζουν την ή τις αρμόδια/-ιες αρχή/-ές που επιφορτίζονται με τα καθήκοντα που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Όταν κράτος μέλος αποφασίσει να μην εκχωρήσει στην αρμόδια αρχή τις εξουσίες έκδοσης ή εκτέλεσης δεσμευτικών αποφάσεων, το εν λόγω κράτος μέλος μεριμνά ώστε δικαστήριο ή άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο κρατικό όργανο να έχει την δικαιοδοσία έκδοσης και εκτέλεσης τέτοιων αποφάσεων.

2. Ανεξάρτητα από το κατά πόσον η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εκδίδεται από την αρμόδια αρχή, δικαστήριο ή άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο κρατικό όργανο , η αρμόδια αρχή εξακολουθεί να υπέχει την υποχρέωση να εντοπίσει τον φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε τη ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο ζημίας, να εκτιμήσει την σοβαρότητα της ζημίας και να καθορίσει τα μέτρα αποκατάστασης που επιβάλλεται να ληφθούν σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ.

3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή να εκτελεί, εφόσον είναι απαραίτητο, έρευνες προκειμένου να ανταποκριθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ανεξαρτήτως της υποβολής οιουδήποτε αιτήματος για ανάληψη δράσης σύμφωνα με το άρθρο 14.

Προς τούτο, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να απαιτεί από τον σχετικό φορέα εκμετάλλευσης να παρέχει κάθε πληροφορία και στοιχείο που κρίνεται απαραίτητο για τους σκοπούς της έρευνας.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους λεπτομερείς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί ανάλογες πληροφορίες και δεδομένα.

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν οτι η αρμόδια αρχή μπορεί να εξουσιοδοτεί τρίτους ή να καλεί τρίτους να υλοποιούν τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης.

5. Οιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται δυνάμει της παρούσας οδηγίας με την οποία επιβάλλονται μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης, αιτιολογείται δεόντως. Οι εν λόγω αποφάσεις κοινοποιούνται πάραυτα στον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης, ο οποίος ενημερώνεται παράλληλα για τα μέσα έννομης προστασίας που του παρέχει η ισχύουσα νομοθεσία στο αντίστοιχο κράτος μέλος και για τις σχετικές προθεσμίες.

Άρθρο 14

Αίτηση για ανάληψη δράσης

1. Υπό την επιφύλαξη οιασδήποτε έρευνας που αποφασίζει η αρμόδια αρχή με δική της πρωτοβουλία, τα πρόσωπα τα οποία επηρεάζονται δυσμενώς ή ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς από περιβαλλοντικές ζημίες και οι νομιμοποιούμενοι φορείς δύνανται να υποβάλουν στην αρμόδια αρχή οιεσδήποτε παρατηρήσεις σχετίζονται με περιστατικά περιβαλλοντικής ζημίας που έχουν υποπέσει στην αντίληψή τους και έχουν το δικαίωμα να καλούν τη δημόσια αρχή να αναλάβει δράση βάσει της παρούσας οδηγίας.

2. Η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να απαιτεί το ως άνω αίτημα για ανάληψη δράσης να συνοδεύεται από τις σχετικές πληροφορίες και στοιχεία που να θεμελιώνουν τους διατυπούμενους ισχυρισμούς για την εκάστοτε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας.

3. Εφόσον η αίτηση ανάληψης δράσης και οι συνοδευτικές παρατηρήσεις καταδεικνύουν επαρκώς ότι πιθανολογείται πρόβλημα περιβαλλοντικής ζημίας, η αρμόδια αρχή εξετάζει τις παρατηρήσεις αυτές καθώς και τα αντίστοιχα αιτήματα για ανάληψη δράσης.

4. Η αρμόδια αρχή δίνει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης να γνωστοποιήσει τις απόψεις του όσον αφορά την αίτηση ανάληψης δράσης και τις αντίστοιχες παρατηρήσεις.

5. Η αρμόδια αρχή, το ταχύτερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση και τη σοβαρότητα της περιβαλλοντικής ζημίας, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή νομιμοποιούμενο φορέα σχετικά με την απόφασή της όσον αφορά την ανάληψη ή μη δράσης, και αιτιολογεί δεόντως την απόφασή της.

6. Εφόσον η αρμόδια αρχή δεν είναι σε θέση, παρά τις προσπάθειές της, να καταλήξει σε απόφαση σχετικά με την ανάληψη ή μη δράσης, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η αρμόδια αρχή οφείλει το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία που κλήθηκε να αναλάβει δράση, να ενημερώσει το πρόσωπο ή το νομιμοποιούμενο φορέα για τα μέτρα ή τις ενέργειες στις οποίες προέβη ή πρόκειται να προβεί ώστε να εξασφαλίζεται η εφαρμογή της οδηγίας εντός προθεσμίας που να συνάδει προς την επίτευξη των στόχων της.

Άρθρο 15

Έννομη προστασία

1. Οιοδήποτε πρόσωπο ή νομιμοποιούμενος φορέας έχει υποβάλει αίτηση ανάληψης δράσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, δύναται να προσφύγει σε δικαστήριο ή οιοδήποτε άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο κρατικό όργανο αρμόδιο για τον έλεγχο, τόσο ως προς την διαδικασία όσο και ως προς την ουσία, των αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων της αρμόδιας αρχής.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων που ενδεχομένως απαιτούν την άσκηση διοικητικών προσφυγών πριν την άσκηση προσφυγής στα δικαστήρια.

Άρθρο 16

Οικονομική ασφάλεια

Τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ενθαρρύνουν τη χρήση εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης οιασδήποτε ασφαλιστικής ή άλλης μορφής οικονομικής κάλυψης. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν επίσης την ανάπτυξη των ενδεδειγμένων ασφαλιστικών ή άλλων οικονομικών μέσων και αγορών κάλυψης εκ μέρους των οικονομικών και χρηματοοικονομικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

Άρθρο 17

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

Εφόσον περιβαλλοντική ζημία επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει πολλά κράτη μέλη, τα εν λόγω κράτη μέλη συνεργάζονται ώστε να εξασφαλίσουν τη δέουσα και αποτελεσματική ανάληψη δράσης πρόληψης ή, εφόσον απαιτείται, αποκατάστασης οιασδήποτε περιβαλλοντικής ζημίας.

Άρθρο 18

Σχέση με την εθνική νομοθεσία

1. Η παρούσα οδηγία δεν παρεμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των πρόσθετων δραστηριοτήτων που είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο απαιτήσεων πρόληψης και αποκατάστασης επιπλέον των προβλεπομένων στην παρούσα οδηγία, τον εντοπισμό πρόσθετων υπευθύνων και τον καταμερισμό της οικονομικής ευθύνης στα υπεύθυνα μέρη ή μεταξύ αυτών.

2. Η παρούσα οδηγία δεν παρεμποδίζει την θέσπιση εκ μέρους των κρατών μελών των προσηκουσών διατάξεων, όπως η απαγόρευση της διπλής αποκατάστασης, σχετικά με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι ενδεχόμενο να παρατηρηθεί διπλή αποκατάσταση ως αποτέλεσμα παράλληλων ενεργειών εκ μέρους της αρμόδιας αρχής βάσει της παρούσας οδηγίας και εκ μέρους προσώπων των οποίων περιουσιακό στοιχείο εθίγη από τη ζημία.

Άρθρο 19

Χρονικά όρια εφαρμογής

1. Η οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ζημίες που προκαλούνται από δραστηριότητες που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1. Ιδίως η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ζημίες που προκαλούνται από τη διάθεση αποβλήτων που πραγματοποιήθηκε νόμιμα σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις διάθεσης αποβλήτων πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 και για τις ουσίες που έχουν εκλυθεί στο περιβάλλον πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1.

2. Εφόσον η αρμόδια αρχή είναι σε θέση να αποδείξει επαρκώς ότι είναι εύλογο και πιθανό η περιβαλλοντική ζημία να προεκλήθη από δραστηριότητα η οποία έλαβε χώρα μετά από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να αποδείξει ότι η δραστηριότητα που προκάλεσε την εν λόγω ζημία τοποθετείται χρονικά πριν από την ημερομηνία αυτή.

3. Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στους φορείς εκμετάλλευσης που έχουν υποβάλει, εντός ενός έτους μετά από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, στην αρμόδια αρχή δήλωση στην οποία περιγράφεται κάθε περιβαλλοντική ζημία που ενδεχομένως προκάλεσαν με τις δραστηριότητές τους πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι η δήλωση που υποβάλλουν οι φορείς εκμετάλλευσης είναι αξιόπιστη σε ό,τι αφορά το βάσιμο και την ακρίβεια της.

Άρθρο 20

Εκθέσεις

Το αργότερο έως στις [στο σημείο αυτό καταχωρείται η ημερομηνία (πέντε χρόνια μετά από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1)], τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή όσον αφορά την κτηθείσα πείρα κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι εθνικές εκθέσεις περιλαμβάνουν τις πληροφορίες και τα δεδομένα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Βάσει των εκθέσεων που εκπονούν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο από κοινού με κάθε πρόταση που μπορεί να θεωρεί ενδεδειγμένη.

Άρθρο 21

Ενσωμάτωση

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2005. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα κείμενα των κυριοτέρων διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία καθώς και πίνακα αντιστοιχίας των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των αντιστοίχων εθνικών διατάξεων που θεσπίζουν.

Άρθρο 22

Θέση σε ισχύ

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 23

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

- Λειτουργία εγκαταστάσεων εφόσον χορηγήθηκε σχετική άδεια σύμφωνα με την οδηγία 96/61/EΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης [62].

[62] ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 26.

- Λειτουργία εγκαταστάσεων εφόσον χορηγήθηκε σχετική άδεια σύμφωνα με την οδηγία 84/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1984 σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις [63] όσον αφορά την εκπομπή στον αέρα οιασδήποτε των ρυπογόνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

[63] ΕΕ L 188, 16.7.1984, σ. 20.

- Λειτουργία εγκαταστάσεων εφόσον χορηγήθηκε σχετική άδεια σύμφωνα με την οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 4ης Μαΐου 1976 περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας [64] όσον αφορά την έκχυση οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

[64] ΕΕ L 129, 18.5.1976, σ. 23.

- Λειτουργία εγκαταστάσεων εφόσον χορηγήθηκε σχετική άδεια για την απόρριψη οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών σύμφωνα με την οδηγία 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1979 περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες [65] όσον αφορά την απόρριψη οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

[65] ΕΕ L 20, 26.1.1980, σ. 43.

- Λειτουργία των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση χορήγησης άδειας, εξουσιοδότησης ή καταχώρησης σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [66] όσον αφορά την απόρριψη οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

[66] ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1.

Σημείωση: Οι οδηγίες 76/464/ΕΟΚ και 80/68/ΕΟΚ καταργούνται στις 22 Δεκεμβρίου 2013 σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2000/60/EΚ: από τις 23 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζονται πλήρως οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2000/60/EΚ. Κατά συνέπεια η οδηγία 2000/60/EΚ λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας από την ημερομηνία αυτή.

- Άντληση και κατακράτηση ύδατος εφόσον χορηγήθηκε εκ των προτέρων άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

- Διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής, της μεταφοράς, της ανάκτησης και της διάθεσης των αποβλήτων και των επικινδύνων αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας αναλόγων διαδικασιών καθώς και της εν συνεχεία μέριμνας για τους χώρους διάθεσης, υπό την προϋπόθεση έκδοσης αδείας ή καταχώρησης σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1975 για τα απόβλητα [67] και της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991 για τα επικίνδυνα απόβλητα [68]. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διάθεση σε χώρους υγειονομικής ταφής δυνάμει της οδηγίας 1999/31/EΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων [69] και τις μονάδες αποτέφρωσης δυνάμει της οδηγίας 2000/76/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2000 για την αποτέφρωση των αποβλήτων [70].

[67] ΕΕ L 194, 25.7.1975, σ. 39. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/350/EΚ της Επιτροπής της 24ης Μαΐου 1996 για την προσαρμογή των παραρτημάτων IIA και IIB αυτής (ΕΕ L 135, 6.6.1996, σ. 32).

[68] ΕΕ L 377, 31.12.1991, σ. 20. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 94/31/EΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1994 (ΕΕ L 168, 2.7.1994, σ. 28).

[69] ΕΕ L 182, 16.7.1999, σ. 1.

[70] ΕΕ L 332, 28.12.2000, σ. 91.

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά εντός της περιμέτρου της επιχείρησης ή απελευθέρωση στο περιβάλλον επικινδύνων ουσιών σύμφωνα με τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1967 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών [71].

[71] ΕΕ 196, 16.8.1967, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/59/EΚ της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 2001 σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή όγδοη φορά, της οδηγίας 67/548/EΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών (ΕΕ L 225, 21.8.2001, σ. 1).

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά εντός της περιμέτρου της επιχείρησης ή απελευθέρωση στο περιβάλλον επικινδύνων ουσιών σύμφωνα με τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/45/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 1999 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων [72].

[72] ΕΕ L 200, 30.7.1999, σ. 1. Οδηγία 2001/60/EΚ της Επιτροπής της 7ης Αυγούστου 2001 σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 1999/45/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων (ΕΕ L 226, 22.8.2001, σ. 5).

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά ή απελευθέρωση στο περιβάλλον φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα σύμφωνα με τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων [73].

[73] ΕΕ L 230, 19.8.1991, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/103/EΚ της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2001 (ΕΕ L 313, 30.11.2001, σ. 37).

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά ή απελευθέρωση στο περιβάλλον βιοκτόνων προϊόντων ή δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνται σε βιοκτόνα προϊόντα σύμφωνα με τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/8/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά [74].

[74] ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/87/EΚ της Επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ L 276, 19.10.2001, σ. 17).

- Μεταφορές οδικώς, σιδηροδρομικώς, δια των εσωτερικών πλωτών οδών, θαλασσίως ή εναερίως επικινδύνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων ως ορίζονται στο παράρτημα Α της οδηγίας 94/55/EΚ του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 1994 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων [75], στο παράρτημα Γ της οδηγίας 96/49/EΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων [76] και ορίζονται στην οδηγία 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 1993 για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα [77].

[75] ΕΕ L 319, 12.12.1994, σ. 7. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/7/EΚ της Επιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 2001 (ΕΕ L 30, 1.2.2001, σ. 43).

[76] ΕΕ L 235, 17.9.1996, σ. 25. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/6/EΚ της Επιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 2001 (ΕΕ L 30, 1.2.2001, σ. 42).

[77] ΕΕ L 247, 5.10.1993, σ. 19. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/74/EΚ της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 1998 (ΕΕ 276, 13.10.1998, σ. 7).

- Οιαδήποτε περιοριζόμενη χρήση, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς, γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών σύμφωνα με τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 1990 για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών [78].

[78] ΕΕ L 117, 8.5.1990, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/81/EΚ του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 1998 (ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 13).

- Οιαδήποτε εσκεμμένη απελευθέρωση στο περιβάλλον ή μεταφορά γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών σύμφωνα με τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ [79] του Συμβουλίου.

[79] ΕΕ L 106, 17.4.2001, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΟΒΑΡΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ

1. Εισαγωγη

Το παρόν παράρτημα θεσπίζει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθεί η αρμόδια αρχή προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών.

2. Οι Στοχοι τησ Αποκαταστασησ

2.1. Η αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, όσον αφορά τις ζημίες στη βιοποικιλότητα ή τη ρύπανση του ύδατος, επιτυγχάνεται μέσω της επαναφοράς του περιβάλλοντος στο σύνολό του στην αρχική του κατάσταση. Υπό την επιφύλαξη του κατωτέρω σημείου 3.2.3, ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται κατ'αρχήν μέσω της επαναφοράς των θιγέντων οικολογικών ενδιαιτημάτων, ειδών και συναφών υπηρεσιών που παρέχουν οι φυσικοί πόροι ή τα ύδατα στην αρχική τους κατάσταση καθώς και με την εξασφάλιση αποζημίωσης για οιεσδήποτε ενδιάμεσες απώλειες. Η αποκατάσταση επιχειρείται μέσω της αποκατάστασης, αντικατάστασης ή εξασφάλισης ισοδύναμων προς τους θιγέντες φυσικών πόρων και/ή υπηρεσιών στην τοποθεσία που εθίγη ή σε διαφορετική τοποθεσία.

2.2. Η αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών, όσον αφορά τη ρύπανση του ύδατος και την βλάβη στην βιοποικιλότητα, συνεπάγεται και την εξάλειψη οιασδήποτε βλάβης ή κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, εφόσον ανάλογοι κίνδυνοι υφίστανται.

2.3. Εφόσον η ρύπανση του εδάφους ή του υπεδάφους συνεπάγεται ή μπορεί να συνεπάγεται σοβαρή βλάβη ή κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι μολυσματικοί παράγοντες ελέγχονται, περιορίζονται, συρρικνώνονται ή εξαλείφονται ώστε τα εδάφη που έχουν υποστεί ρύπανση να μην αποτελούν πλέον σοβαρή απειλή ή πιθανή απειλή για την ανθρώπινη υγεία που θα ήταν ασυμβίβαστη προς την τρέχουσα ή την αναμενόμενη μελλοντική χρήση τους. Η πιθανή μελλοντική χρήση να εξασφαλίζεται βάσει των κείμενων κανονιστικών διατάξεων για τη χρήση της γης κατά την περίοδο που συνέβη η ζημία.

2.4. Η επίτευξη αυτού του στόχου της οδηγίας συνεπάγεται επίσης την ανάληψη προσπαθειών αποκατάστασης για την αντιστάθμιση των ενδιάμεσων απωλειών που σημειώνονται από την ημερομηνία της ζημίας και μέχρι την αποκατάσταση της αρχικής κατάστασης.

3. Αποκατασταση

3.1. Προσδιορισμός των εύλογων εναλλακτικών λύσεων όσον αφορά την αποκατάσταση

Προσδιορισμός των ενεργειών πρωτογενούς αποκατάστασης

3.1.1. Η αρμόδια αρχή εξετάζει κατά πόσον είναι δυνατόν να επιτευχθεί η φυσική ανάκαμψη, ήτοι η πλήρης αποκατάσταση θιγέντων φυσικών πόρων και/ή υπηρεσιών δίχως ανάληψη άμεσης ανθρώπινης δράσης ή η επιστροφή στην ή προς την αρχική κατάσταση.

3.1.2. Η αρμόδια αρχή εξετάζει επίσης εναλλακτικές δυνατότητες για ενέργειες άμεσης αποκατάστασης των φυσικών πόρων και των υπηρεσιών στην αρχική τους κατάσταση ή σε κατάσταση πλησιέστερη προς την αρχική βάσει στενού χρονοδιαγράμματος.

Προσδιορισμός των αντισταθμιστικών ενεργειών αποκατάστασης

3.1.3. Για έκαστη εναλλακτική δυνατότητα, η αρμόδια αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο ανάληψης αντισταθμιστικής δράσης αποκατάστασης για την αντιμετώπιση των προσωρινών απωλειών σε φυσικούς πόρους και υπηρεσίες έως ότου ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη ανάκαμψη.

3.1.4. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε κατά την αντισταθμιστική αποκατάσταση να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η διάσταση του χρόνου με έκπτωση των αξιών που αποδίδονται στους φυσικούς πόρους ή/και τις υπηρεσίες.

3.1.5. Στο μέτρο του δυνατού, κατά την αξιολόγηση των αντισταθμιστικών δράσεων αποκατάστασης, η αρμόδια αρχή κατά πρώτον εξετάζει τις ενέργειες που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν φυσικούς πόρους ή/και υπηρεσίες του ιδίου τύπου και ποιότητας καθώς και συγκρίσιμης αξίας προς τους θιγέντες.

3.1.6. Κατά τον καθορισμό της κλίμακας των δράσεων αποκατάστασης για την παροχή φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών του ιδίου τύπου και ποιότητας, και συγκρίσιμης αξίας προς τους απωλεσθέντες, η αρμόδια αρχή εξετάζει τη δυνατότητα στάθμισης ανά πόρο και ανά υπηρεσία. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η αρμόδια αρχή καθορίζει την κλίμακα των δράσεων αποκατάστασης που θα εξασφαλίσουν φυσικούς πόρους και/ή υπηρεσίες ποσοτικά ισοδύναμους προς τους απωλεσθέντες.

3.1.7. Εάν δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη επιλογή η στάθμιση ανά πόρο ή ανά υπηρεσία, επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν τεχνικές οικονομικής εκτίμησης όσον αφορά τη θιγείσα τοποθεσία με στόχο την επιλογή των αντισταθμιστικών δράσεων αποκατάστασης.

3.1.8. Εάν κατά την άποψη της αρμόδιας αρχής, η αξιολόγηση των απωλεσθέντων πόρων ή/και υπηρεσιών είναι δυνατή, αλλά η αξιολόγηση της αντικατάστασης των φυσικών πόρων και/ή υπηρεσιών δεν μπορεί να εκτελεστεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή με εύλογο κόστος, η αρμόδια αρχή ενδέχεται να υπολογίσει την οικονομική αξία των απωλεσθέντων πόρων ή/και υπηρεσιών και να επιλέξει την κλίμακα της δράσης αποκατάστασης με κόστος ισοδύναμο προς την απωλεσθείσα αξία.

3.2. Η επιλογή των εναλλακτικών δυνατοτήτων αποκατάστασης

3.2.1. Αφ'ής στιγμής η αρμόδια αρχή διαμορφώσει εύλογο φάσμα εναλλακτικών δυνατοτήτων αποκατάστασης, αξιολογεί τις προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις βασιζόμενη τουλάχιστον:

(1) στην επίπτωση έκαστης εναλλακτικής δυνατότητας στη δημόσια υγεία και ασφάλεια.

(2) στο κόστος εκτέλεσης της εναλλακτικής αυτής δυνατότητας.

(3) στην πιθανότητα επιτυχίας έκαστης εναλλακτικής δυνατότητας.

(4) στο βαθμό στον οποίο έκαστη εναλλακτική δυνατότητα συμβάλλει στην πρόληψη περαιτέρω ζημιών και την αποφυγή παραπλεύρων ζημιών συνεπεία της υλοποίησής της. και

(5) στο βαθμό στον οποίο έκαστη εναλλακτική δυνατότητα ευνοεί τα επιμέρους στατιστικά στοιχεία του φυσικού πόρου ή/και υπηρεσίας.

3.2.2. Μεταξύ ισοδύναμων εναλλακτικών δυνατοτήτων επιλέγεται η οικονομικότερη.

3.2.3. Κατά την αξιολόγηση των επιμέρους εναλλακτικών δυνατοτήτων αποκατάστασης η αρμόδια αρχή δύναται να επιλέγει τις ενέργειες πρωτογενούς αποκατάστασης που δεν οδηγούν στην πλήρη αποκατάσταση της θιγείσας βιοποικιλότητας, του ύδατος ή των εδαφών στην αρχική τους κατάσταση. Η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να λάβει ανάλογη απόφαση μόνον εφόσον αποζημιώνεται η απώλεια των προαναφερόμενων υπηρεσιών, πόρων ή αξιών στην τοποθεσία συνεπεία της απόφασής της, με την κλιμάκωση των αντισταθμιστικών ενεργειών για την παροχή αντιστοίχου επιπέδου υπηρεσιών, πόρων ή αξίας προς τις προηγουμένως υφιστάμενες. Οι εν λόγω πρόσθετες αντισταθμιστικές δράσεις καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που περιγράφονται στο τμήμα 3.1 και στο παρόν τμήμα αυτού του παραρτήματος.

3.2.4. Η αρμόδια αρχή καλεί τον φορέα εκμετάλλευσης να συνεργαστεί κατά την εφαρμογή των διαδικασιών που ορίζονται στο παρόν παράρτημα ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκληρωμένη και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η συμμετοχή του φορέα εκμετάλλευσης ενδέχεται, μεταξύ άλλων, να λάβει τη μορφή της παροχής καταλλήλων πληροφοριών και δεδομένων.

3.2.5. Η αρμόδια αρχή καλεί επίσης τα πρόσωπα στα εδάφη των οποίων επιβάλλεται να επιβληθούν τα μέτρα αποκατάστασης να διατυπώσουν παρατηρήσεις τις οποίες λαμβάνει δεόντως υπόψη.

3.2.6. Βάσει της ως άνω αξιολόγησης, η αρμόδια αρχή αποφασίζει τα μέτρα αποκατάστασης που θα εφαρμοστούν.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 20 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι εθνικές εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 θα περιλαμβάνουν κατάλογο περιπτώσεων περιβαλλοντικών ζημιών και περιπτώσεων ευθύνης βάσει της παρούσας οδηγίας που για κάθε περίπτωση θα συνοδεύονται από τις εξής πληροφορίες και δεδομένα:

(1) Ημερομηνία κατά την οποία σημειώθηκε η σοβαρή περιβαλλοντική ζημία και ημερομηνία κατά την οποία κινήθηκαν οι αντίστοιχες διαδικασίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(2) Κωδικός ταξινόμησης του αντιστοίχου κλάδου όσον αφορά το υπεύθυνο ή τα υπεύθυνα νομικά πρόσωπα.

(3) Είδος περιβαλλοντικής ζημίας.

(4) Δαπάνες που συνεπάγονται τα μέτρα αποκατάστασης και πρόληψης ως ορίζονται στην παρούσα οδηγία:

- που καλύφθηκαν άμεσα από τα υπεύθυνα μέρη.

- που ανακτήθηκαν εκ των υστέρων από τα υπεύθυνα μέρα.

- που δεν έχουν ανακτηθεί από τα υπεύθυνα μέρη. (Διευκρινίζονται οι λόγοι μη ανάκτησης).

(5) Ποσό πρόσθετων διοικητικών δαπανών που αναλαμβάνονται ετησίως εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης κατά τη συγκρότηση και την επιχειρησιακή λειτουργία των διοικητικών δομών που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή και την τήρηση της παρούσας οδηγίας.

(6) Κατά πόσον κινήθηκε διαδικασία δικαστικής αναθεώρησης είτε εκ μέρους των υπευθύνων μερών είτε εκ μέρους νομιμοποιούμενων φορέων. (Διευκρινίζεται η ταυτότητα των εναγόντων και η κατάληξη της αντίστοιχης διαδικασίας).

(7) Κατάληξη της διαδικασίας αποκατάστασης.

(8) Ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας.

Τα κράτη μέλη δύνανται να περιλαμβάνουν στις εκθέσεις τους οιαδήποτε άλλη πληροφορία ή δεδομένα θεωρούν χρήσιμα, σε θέματα όπως η σκοπιμότητα της καθιέρωσης περιορισμένης ευθύνης για ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η ορθή αξιολόγηση της λειτουργίας της οδηγίας. H αξιολόγηση της δυνατότητας καθιέρωσης ορίων θα πρέπει να αναληφθεί εντός τριών ετών μετά από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας οδηγίας.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ)

Τιτλοσ τησ προτασησ

Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών.

Αριθμοσ αναφορασ εγγραφου

COM(2002) 17

Η προταση

Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της επικουρικότητας, για ποιο λόγο είναι απαραίτητο η κοινοτική νομοθεσία να καλύψει τον τομέα αυτό και ποιοι είναι οι κύριοι σκοποί της;

Απαιτείται να αναληφθεί κοινοτική δράση προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και αποδοτικά η ρύπανση τοποθεσιών και η απώλεια της βιοποικιλότητας στην Κοινότητα.

Η ρύπανση επιμέρους τοποθεσιών αποτελεί πρόβλημα δεδομένου ότι είναι δυνατόν να συνιστά απειλή για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον λόγω της απελευθέρωσης ρύπων στα υπόγεια ή τα επιφανειακά ύδατα, της απορρόφησής τους από τα φυτά, την άμεση επαφή με τους ανθρώπους και την πρόκληση πυρκαγιών ή εκρήξεων λόγω των αερίων που εκλύονται στους χώρους υγειονομικής ταφής. Περίπου 300.000 τοποθεσίες στην Κοινότητα θεωρείται ότι έχουν υποστεί ή είναι πιθανόν να έχουν υποστεί ρύπανση [80]. Δεν κατέστη δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η ρύπανση αυτή αλλά οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καθαρισμό επιτρέπουν να σχηματιστεί σαφής εικόνα της σοβαρότητας του προβλήματος. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που δημοσίευσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος οι δαπάνες για τον μερικό καθαρισμό των τοποθεσιών αυτών (απλώς και μόνο για ορισμένα από τα κράτη μέλη ή περιφέρειες και ορισμένες πόλεις) κυμαίνεται από 55 έως 106 δισεκατ. ευρώ [81] - ήτοι μεταξύ 0,6% και 1,25% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για επιβλητικούς αριθμούς, οι οποίοι εντούτοις αντιπροσωπεύουν σωρευτικές επιπτώσεις μετά από πολλά χρόνια και όχι ετήσιες επιδράσεις [82].

[80] Διαχείριση τοποθεσιών που έχουν πληγεί από ρύπανση στη Δυτική Ευρώπη, EΟΧ, Ιούνιος 2000

[81] Αυστρία, 1,5 δισεκατ. ευρώ, 300 τοποθεσίες προτεραιότητας. Φλάνδρα, 6,9 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Δανία, 1,1 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Φινλανδία, 0,9 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Γερμανία/Βαυαρία, 2,5 δισεκατ. ευρώ, συνολικές δαπάνες καθαρισμού. Γερμανία/SaA 1,6-2,6 δισεκατ. ευρώ, καθαρισμοί μεγάλης κλίμακας. Γερμανία/SchH 0,1 δισεκατ. ευρώ, 26 τοποθεσίες προτεραιότητας. Γερμανία/Θουριγγία 0,2 δισεκατ. ευρώ, 3 έργα μεγάλης κλίμακας. Ιταλία, 0,5 δισεκατ., 1250 τοποθεσίες προτεραιότητας. Ισπανία, 0,8 δισεκατ., μερικός καθαρισμός. Σουηδία, 3,5 δισεκατ., συνολικές δαπάνες καθαρισμού. ΗΒ, 13-39 δισεκατ., 10000 εκτάρια που υπέστησαν ρύπανση (από την Διαχείριση των τοποθεσιών που υπέστησαν ρύπανση στη Δυτική Ευρώπη, ΕΟΧ, Ιούνιος 2000)

[82] Πρέπει να σημειωθεί ότι το προτεινόμενο καθεστώς δεν εφαρμόζεται αναδρομικά, οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καθαρισμό των τοποθεσιών αυτών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρότασης δεδομένου ότι οι ως άνω τοποθεσίες έχουν υποστεί ρύπανση πριν από την έγκριση της παρούσας πρότασης.

Ως εκ τούτου υφίσταται ένα σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στο γεγονός ότι σε πολλά κράτη μέλη οι ευθύνες για τις περιβαλλοντικές ζημιές άρχισαν να λαμβάνονται υπόψη προσφάτως με αποτέλεσμα οι περισσότερες δαπάνες για τον καθαρισμό των τοποθεσιών που έχουν πληγεί κατά το παρελθόν κατά πάσα πιθανότητα τελικά να επιβαρύνουν το δημόσιο δεδομένου ότι εκείνοι που αρχικά προκάλεσαν τη ρύπανση δεν είναι εύκολο να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Η ευθύνη θα πρέπει μελλοντικά να εξασφαλίζει ότι όποιος ρυπαίνει αναλαμβάνει και τον καθαρισμό για την αντιμετώπιση της ρύπανσης ή πληρώνει για τον καθαρισμό και, τοιουτοτρόπως, η ευθύνη θα πρέπει να ενθαρρύνει την κοινωνικά αποδοτικότερη πρόληψη εκ μέρους των υπευθύνων μερών, πράγμα που θα είναι κοινωνικά αποδοτικότερο.

Κατά συνέπεια οι κανόνες περί ευθύνης είναι απαραίτητοι προκειμένου να προληφθεί περαιτέρω η ρύπανση και να εξασφαλισθεί ότι εφαρμόζεται η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει όταν παρατηρείται ρύπανση παρά τη λήψη προληπτικών μέτρων.

Ωστόσο, το καθοριστικό θέμα σήμερα δεν είναι κατά πόσον κρίνεται σκόπιμη η θέσπιση κανόνων περί ευθύνης - δεδομένου ότι πολλά από τα κράτη μέλη έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή ανάλογους κανόνες, μολονότι με διαφορετικές προσεγγίσεις - αλλά κατά πόσον είναι επιθυμητό να θεσπισθούν κανόνες σε κοινοτικό επίπεδο αντί να αντιμετωπίζεται το θέμα αυτό αποκλειστικά και μόνο σε εθνικό επίπεδο. Η ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο κρίνεται αναγκαία επειδή:

* Δεν έχουν όλα τα κράτη μέλη εγκρίνει νομοθεσία για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού [83]. Ως εκ τούτου εάν δεν αναληφθεί κοινοτική δράση δεν υφίσταται σχεδόν ουδεμία εγγύηση ότι η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει θα εφαρμοστεί αποτελεσματικά σε ολόκληρη την Κοινότητα. Αν αποτύχει η εφαρμογή της αρχής αυτής είναι πιθανό να διαιωνιστούν οι αναποτελεσματικές συμπεριφορές που είχαν ως αποτέλεσμα να βρεθούμε σήμερα αντιμέτωποι με τη ρύπανση που μας έχει σωρευτικά κληροδοτήσει το παρελθόν.

[83] Η Πορτογαλία και η Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ των χωρών που δεν διαθέτουν ειδική νομοθεσία για τις τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση.

* Η αντίστοιχη νομοθεσία των περισσοτέρων κρατών μελών δεν επιφορτίζει τις αρμόδιες αρχές να αναλάβουν τον καθαρισμό των "ορφανών" τοποθεσιών [84] που υπέστησαν ρύπανση αφού ετέθη σε ισχύ η νομοθεσία [85]. Ως εκ τούτου η εθνική νομοθεσία δεν εξασφαλίζει την επίτευξη του περιβαλλοντικού στόχου για τον καθαρισμό.

[84] Τοποθεσίες για τις οποίες δεν μπορούν να εντοπιστούν τα υπεύθυνα μέρη ή τα μέρη αυτά δεν διαθέτουν τα αντιστοίχως απαραίτητα οικονομικά μέσα.

[85] Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές καλούνται να επωμισθούν τον καθαρισμό των "ορφανών" τοποθεσιών, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν ώστε να εξασφαλίσουν την εφαρμογή αξιόπιστων μηχανισμών παροχής οικονομικών εγγυήσεων. Ως εκ τούτου η αντίστοιχη εντολή εκτός του ότι θα πρέπει να εξασφαλίζει τον καθαρισμό θα πρέπει επίσης και να ενθαρρύνει την δημιουργία μηχανισμών χρηματοδότησης που να συνάδουν προς την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει.

* Δίχως εναρμονισμένο πλαίσιο σε κοινοτικό επίπεδο, οι οικονομικοί παράγοντες θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τις διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών μελών και να χρησιμοποιήσουν νομικίστικα μέσα (π.χ. να περιορίσουν τις επικίνδυνες δραστηριότητες σε νομικώς διακριτές και υποκεφαλαιοποιημένες εταιρείες, να μετακινούν «γραφεία βιτρίνες» εντός της Κοινότητας ώστε να εκμεταλλεύονται τα κενά της αντίστοιχης νομοθεσίας περί ευθύνης δίχως να μεταβάλλουν ουσιαστικά την προληπτική συμπεριφορά τους) ελπίζοντας ότι τοιουτοτρόπως θα αποφύγουν κάθε ευθύνη. Ανάλογη συμπεριφορά θα είχε σαν αποτέλεσμα να μην επιτευχθούν τελικά οι στόχοι των κανόνων περί ευθύνης που θεσπίζουν τα κράτη μέλη και θα προκαλούσε περιττή κατασπατάληση πόρων [86].

[86] Το γεγονός ότι δεν παρατηρούνται συμπτώματα ανάλογης συμπεριφοράς στις ΗΠΑ (βλέπε τη μελέτη σχετικά με τις προληπτικές επιπτώσεις της περιβαλλοντικής ευθύνης που εκτελέστηκε στο πλαίσιο της οικονομικής αξιολόγησης του σχεδίου της πρότασης) μπορεί ενδεχομένως να ερμηνευθεί από το ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει εναρμονίζουσα ομοσπονδιακή νομοθεσία η οποία, ενώ αφήνει στις πολιτείες μεγάλα περιθώρια για να αντιμετωπίζουν τοπικά προβλήματα, εξασφαλίζει επίσης ότι οι επιμέρους πολιτειακές προσεγγίσεις δεν υπονομεύουν και δεν εξασθενίζουν η μία την άλλη.

Στην περίπτωση της βιοποικιλότητας, εκπονούνται αξιόπιστοι δείκτες σχετικά με το βαθμό και τη σημασία της ζημίας που υπέστη η βιοποικιλότητα και το ποσοστό της που έχει απωλεσθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγκρίθηκε στις 15 Μαΐου 2001, αναγνωρίζει ότι η απώλεια της βιοποικιλότητας στην Κοινότητα έχει δραματικά επιταχυνθεί κατά τις πλέον πρόσφατες δεκαετίες, και ότι έχει καταστεί μία από τις σοβαρές και ενδεχομένως μη αντιστρεπτές απειλές για τη μελλοντική ευμάρεια της ευρωπαϊκής κοινωνίας με αποτέλεσμα να απαιτείται πλέον να αποδοθεί η δέουσα προτεραιότητα στην ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

Τα δύο κύρια νομικά μέσα της Κοινότητας που αφορούν την προστασία της βιοποικιλότητας είναι οι οδηγίες για τους οικοτόπους και τα άγρια πτηνά [87]. Οι οδηγίες αυτές δεν περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με την ευθύνη που να συνεπάγονται την εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει ώστε να ενθαρρυνθεί η υιοθεσία αποτελεσματικών συμπεριφορών πρόληψης εκ μέρους ιδιωτικών (και δημοσίων) φορέων. Επί του παρόντος είναι ελάχιστα τα κράτη μέλη που έχουν κατορθώσει να καλύψουν το κενό εφαρμόζοντας την ευθύνη για τη ζημία που υφίσταται η βιοποικιλότητα στους ιδιώτες. Κατά συνέπεια, απαιτείται η ανάληψη κοινοτικής δράσης για την προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας κυρίως για δύο λόγους: εξασφάλιση της χρήσης κοινωνικώς αποδοτικών μέσων για τη χρηματοδότηση της αποκατάστασης των ζημιών που υφίσταται η βιοποικιλότητα στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, ενθάρρυνση της αποτελεσματικής πρόληψης.

[87] Οδηγία του Συμβουλίου 92/43/ΕΟΚ της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, 22.7.1992, σ. 7) και οδηγία του Συμβουλίου 79/409/ΕΟΚ της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 103, 25.4.1979, σ. 1).

Οι επιπτωσεισ στισ επιχειρησεισ

Ποιος επηρεάζεται από την πρόταση;

Ποιοι επιχειρηματικοί τομείς

Καλύπτονται οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν τις κάτωθι δραστηριότητες:

- Επιχειρησιακή λειτουργία εγκαταστάσεων κατόπιν έκδοσης αδείας σύμφωνα με την οδηγία 96/61/EΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

- Επιχειρησιακή λειτουργία εγκαταστάσεων κατόπιν εξουσιοδότησης σύμφωνα με την οδηγία 84/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1984 σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις όσον αφορά την έκκληση στον ατμοσφαιρικό αέρα οιασδήποτε των ρυπογόνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

- Επιχειρησιακή λειτουργία των εγκαταστάσεων κατόπιν άδειας σύμφωνα με την οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 4ης Μαΐου 1976 περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας όσον αφορά την απόρριψη οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

- Επιχειρησιακή λειτουργία των εγκαταστάσεων κατόπιν έκδοσης αδείας για απόρριψη επικινδύνων ουσιών κατ'εφαρμογή της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1979 περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες όσον αφορά την απόρριψη οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

- Επιχειρησιακή λειτουργία εγκαταστάσεων κατόπιν αδείας σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων όσον αφορά την απόρριψη οιασδήποτε των επικινδύνων ουσιών που καλύπτονται από την προαναφερόμενη οδηγία.

Σημείωση: Οι οδηγίες 76/464/ΕΟΚ και 80/68/ΕΟΚ καταργούνται στις 22 Δεκεμβρίου 2013 σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2000/60/EΚ, από 23ης Δεκεμβρίου 2013, οι αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ισχύουν πλήρως. Συνεπώς, η οδηγία 2000/60/ΕΚ λαμβάνεται αποκλειστικά και μόνον υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας από την ημερομηνία αυτή.

- Άντληση και κατακράτηση ύδατος κατόπιν αδείας σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

- Διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων, συμπεριλαμβανόμενης της συλλογής, μεταφοράς, ανάκτησης και διάθεσης των αποβλήτων και των επικίνδυνων αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας αναλόγων δραστηριοτήτων και της εν συνεχεία μέριμνας για τους χώρους υγειονομικής ταφής, κατόπιν άδειας ή καταχώρησης σύμφωνα με την οδηγία 75/442/EΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1975 περί των στερεών αποβλήτων και της οδηγίας 91/689/EΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991 για τα επικίνδυνα απόβλητα.

- Οι ως άνω διαδικασίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επιχειρησιακή λειτουργία των χώρων υγειονομικής ταφής δυνάμει της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων και την επιχειρησιακή λειτουργία των μονάδων αποτέφρωσης δυνάμει της οδηγίας 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2000 για την αποτέφρωση των αποβλήτων.

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά ή απελευθέρωση στο περιβάλλον, επικίνδυνων ουσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1967 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών.

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά ή απελευθέρωση στο περιβάλλον, επικίνδυνων παρασκευασμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 1999 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων.

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά ή απελευθέρωση στο περιβάλλον, φυτοπροστατευτικών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

- Παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, μεταφορά ή απελευθέρωση στο περιβάλλον, βιοκτόνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/8/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά.

- Μεταφορές οδικώς, σιδηροδρομικώς, διά των εσωτερικών πλωτών οδών, θαλασσίως ή εναέριων επικινδύνων εμπορευμάτων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων ως αυτά ορίζονται είτε στο παράρτημα Α της οδηγίας του Συμβουλίου 94/55/ΕΚ της 21ης Νοεμβρίου 1994 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικινδύνων εμπορευμάτων ή στο παράρτημα της οδηγίας του Συμβουλίου 96/49/ΕΚ της 23ης Ιουλίου 1996 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικινδύνων εμπορευμάτων ή ως ορίζονται στην οδηγία του Συμβουλίου 93/75/ΕΟΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 1993 για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα.

- Οιαδήποτε περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 1990 για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών.

- Οιαδήποτε εσκεμμένη απελευθέρωση στο περιβάλλον γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/18/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

- Μεταφορά γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/18/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Επιπλέον προς τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις καλύπτονται επίσης όλες οι ενασχολήσεις που ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στην βιοποικιλότητα (ως αυτή ορίζεται από το προτεινόμενο καθεστώς).

Ποια μεγέθη επιχειρήσεων (και πιο συγκεκριμένα ποια είναι η συγκέντρωση των ως άνω επιχειρήσεων);

Επιχειρήσεις κάθε μεγέθους ενδέχεται να επηρεαστούν μολονότι οι επιμέρους επιχειρήσεις θα επηρεαστούν αποκλειστικά και μόνο στο βαθμό που ευθύνονται για περιβαλλοντικές ζημίες. Η συγκέντρωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν είναι επακριβώς γνωστή αλλά αναμένεται ότι δε θα διαφέρει ουσιαστικά από την αντίστοιχη αναλογία μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη βιομηχανία.

Εντοπίζονται συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της Κοινότητας όπου απαντούν οι επιχειρήσεις αυτές;

Μολονότι είναι ενδεχόμενο να παρατηρηθεί υψηλότερη συγκέντρωση επιχειρήσεων που καλύπτονται από το προτεινόμενο καθεστώς σε περιοχές όπου παραδοσιακά αναπτύσσονταν βιομηχανικές δραστηριότητες στην Κοινότητα, θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου καθεστώτος απαντούν σε όλο το έδαφος της Κοινότητας. Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι καλύπτονται επίσης οι επιχειρήσεις εκτός των παραδοσιακών βιομηχανικών περιοχών της Κοινότητας και σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από πλούσια βιοποικιλότητα.

Τι καλούνται να πράξουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα πρόταση;

Οι επιχειρήσεις που καλύπτονται από το προτεινόμενο καθεστώς καλούνται να επωμιστούν ευθέως (λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα ή επιβαρυνόμενες με την εφαρμογή τους) ή έμμεσα (επιστρέφοντας στις αρμόδιες αρχές τις δαπάνες που κατέβαλαν κατά τη λήψη των αναλόγων μέτρων) το κόστος της αποκατάστασης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της πρόληψης περιβαλλοντικών ζημιών.

Ποιες είναι οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις της πρότασης;

- Σχετικά με την απασχόληση

Η άμεση επίπτωση της πρότασης στο κοινωνικό επίπεδο της απασχόλησης ενδέχεται να είναι ουδέτερη, όπως συνήθως συμβαίνει με τις κανονιστικές ρυθμίσεις για το περιβάλλον. Όσον αφορά την τομεακή κατανομή της απασχόλησης, είναι πιθανό η πρόταση να έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση θέσεων απασχόλησης από σχετικά ρυπογόνους τομείς και εταιρείες που επιδεικνύουν περιορισμένη ευαισθησία έναντι του περιβάλλοντος προς καθαρότερους τομείς και υπευθυνότερες σε ό,τι αφορά το περιβάλλον επιχειρήσεις, πράγμα που κρίνεται κοινωνικά θεμιτό.

- Σχετικά με τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων

Συνολικά, η άμεση επίπτωση ενδέχεται να είναι παρεμφερής προς τις επιπτώσεις στην απασχόληση ως περιγράφονται ανωτέρω. Ωστόσο, η πρόταση ενδέχεται επίσης να διευκολύνει τις επενδύσεις στον τομέα των τεχνολογιών πρόληψης που ενδέχεται μακροπρόθεσμα να οδηγήσουν σε αποτελεσματικά επίπεδα πρόληψης. Κάτι ανάλογο θα επέτρεπε στις κοινωνίες μας να επιτύχουν υψηλά επίπεδα προστασίας του περιβάλλοντος με μικρότερους πόρους απελευθερώνοντας τοιουτοτρόπως πόρους και διευκολύνοντας την περαιτέρω ανάπτυξη.

- Σχετικά με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων

Οι άμεσες επιπτώσεις στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αναμένεται να είναι σημαντικές. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται σε δύο κύρια επιχειρήματα. Πρώτον, η πρόταση θα ήταν απίθανο να επηρεάσει όλες τις εταιρείες οιουδήποτε βιομηχανικού κλάδου με τον ίδιο τρόπο. Οι εταιρείες που υιοθετούν προληπτικές πρακτικές αποτελεσματικής αξιοποίησης του κόστους δεν αναμένεται να επιβαρυνθούν με σοβαρές δαπάνες λόγω ευθύνης και ως εκ τούτου δεν θα θιγεί η διεθνής ανταγωνιστικότητά τους. Κατά δεύτερον, ακόμη και οι πολύ σημαντικότερες άμεσες επιπτώσεις, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες του Υπερταμείου των Ηνωμένων Πολιτειών, που αποτελεί επίσης ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και απορρύπανσης με βάση την απόδοση ευθυνών, δεν επηρέασε ουσιαστικά την διεθνή ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Περιλαμβάνει μήπως η πρόταση μέτρα τα οποία λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (περιορισμένες ή διαφορετικές απαιτήσεις, κ.λπ.);

Όχι. Ανάλογα ειδικά μέτρα δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να ληφθούν δεδομένου ότι κατά πρώτον, οι περιβαλλοντικές ζημίες μπορούν να προκληθούν άσχετα από το μέγεθος της επιχείρησης που τις προκάλεσε και δεδομένου ότι, κατά δεύτερον, στις περισσότερες από τις οδηγίες, βάσει των οποίων καταρτίστηκε κατάλογος δραστηριοτήτων που συνεπάγονται σημαντικές δαπάνες αποκατάστασης περιβαλλοντικών ζημιών, βάσει της αντικειμενικής ευθύνης, δεν αναφέρεται ανάλογη διάκριση.

Διαβουλευση

Κατάλογος των οργανισμών με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις σχετικά με την πρόταση και σύνοψη των κυρίων απόψεών τους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη στις 9 Φεβρουαρίου 2000 [88]. Ο στόχος της Λευκής Βίβλου ήταν να διερευνηθεί κατά πόσον η αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει", ήτοι μία από τις βασικές περιβαλλοντικές αρχές της συνθήκης ΕΚ, μπορεί να εφαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον. Η Λευκή Βίβλος διερευνά πώς μπορεί να διαμορφωθεί το κοινοτικό καθεστώς για την περιβαλλοντική ευθύνη. Αφού εξετάστηκαν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες και κοινοτικές δράσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πλέον ενδεδειγμένη λύση είναι η θέσπιση κοινοτικής οδηγίας πλαισίου με θέμα την περιβαλλοντική ευθύνη.

[88] COM(2000) 66 τελικό.

Το ιστορικό της ως άνω Λευκής Βίβλου περιλαμβάνει Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής το 1993 (COM(93) 47 τελικό), κοινή ακρόαση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το έτος αυτό, ψήφισμα του Κοινοβουλίου για την προπαρασκευή κοινοτικής οδηγίας και γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής το 1994.

Η Λευκή Βίβλος προκάλεσε πολυάριθμα σχόλια εκ μέρους των κρατών μελών και εκ μέρους ευρέος φάσματος των ενδιαφερομένων [89]. Η Λευκή Βίβλος αποτέλεσε επίσης αντικείμενο γνώμης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [90] και της Επιτροπής των Περιφερειών [91]. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν υιοθέτησε επίσημη θέση για τη Λευκή Βίβλο [92]. Το Συμβούλιο Περιβάλλοντος συζήτησε επίσης το θέμα της περιβαλλοντικής ευθύνης τον Απρίλιο και τον Δεκέμβριο του 2000 [93].

[89] Συνόψεις των ως άνω σχολίων παρατίθενται στον κάτωθι ιστοτόπο: http://europa.eu.int/comm/environment/wel/main/index.cfm.

[90] Γνώμη της 12ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ C 268, 19.9.2000, σ. 19).

[91] Γνώμη της 14ης Ιουνίου 2000 (ΕΕ C 317, 6.11.2000, σ. 28).

[92] Η επιτροπή για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την πολιτική καταναλωτών εξέδωσε στις 12 Σεπτεμβρίου 2000 γνώμη για την επιτροπή νομικών υποθέσεων και εξωτερικής αγοράς σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη (έγγρ. PE 290.139).

[93] Βλ. ανακοινωθέν τύπου του Συμβουλίου αριθ. 486 της 18.12.2000 (Αριθ. εγγράφου 14668/00).

Στις 25 Ιουλίου 2001, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος εκπόνησε έγγραφο εργασίας το οποίο καθορίζει τις αρχές επί των οποίων θα πρέπει να βασίζεται το μελλοντικό καθεστώς. Το εν λόγω έγγραφο εργασίας απεστάλη:

* στα κράτη μέλη.

* στα μέλη του ΕΟΧ.

* στις χώρες που είναι υποψήφιες για προσχώρηση.

* σε ορισμένους διεθνείς οργανισμούς (ΕΖΕΣ και Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον - UNEP).

* στις ευρωπαϊκές ενώσεις τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακών αρχών (CEMR - Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δήμων και Κοινοτήτων και ARE - Συνέλευση των Ευρωπαϊκών Περιφερειών).

* σε ευρωπαϊκούς μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το περιβάλλον (EEB - European Environmental Bureau, WWF - Παγκόσμιο Ταμείο για την Άγρια Ζωή (World Wildlife Fund), Greenpeace, BirdLife, Friends of the Earth και International Friends of Nature) καθώς και σε ενώσεις καταναλωτών (BEUC).

* στις ευρωπαϊκές βιομηχανικές και επαγγελματικές ενώσεις και ομοσπονδίες: Union of Industrial and Employer's Confederations of Europe (UNICE), European Chemical Industry Council (CEFIC), Union Europιenne de l'Artisanat et des Petites et Moyennes Entreprises (UEAPME), European Round Table of Industrialists (ERT), Centre europιen des Entreprises ΰ Participation Publique et des Entreprises d'Intιrκt Economique Gιnιral (CEEP), Network for Industrially Contaminated Land in Europe (NICOLE), European Association of BioIndustries (EuropaBio), Fιdιration Europιenne des Activitιs du Dιchet et de l'Environnement (FEAD), Liaison Group of the European Mechanical, Electrical, Electronic and Metalworking Industries (ORGALIME), EU Committee of the American Chamber of Commerce in Belgium, Comitι des Organisations Professionnelles Agricoles de l'UE & Comitι de la Coopιration Agricole de l'UE (COPA / COGECA), Contaminated Land Rehabilitation Network for Environmental Technologies (CLARINET), Comitι Europιen des Assurances (CEA), Fιdιration Bancaire de l'UE, International Association of Oil and Gas Producers (OGP), European Petroleum Industry Association (EUROPIA), Union Pιtroliθre Europιenne Indιpendante (UPEI), International Tankers Owners Pollution Federation (ITOPF), European Environmental Law Association (EELA), European Property Federation (EPF), European Atomic Forum (FORATOM).

Πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις (5) με τα κράτη μέλη, τις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες, περιβαλλοντικούς μη κυβερνητικούς οργανισμούς, τη βιομηχανία και τοπικές και περιφερειακές αρχές.

Το έγγραφο εργασίας δημοσιεύθηκε στον ιστοτόπο της ΓΔ Περιβάλλοντος και ζητήθηκε ο σχολιασμός του.

Γραπτά σχόλια απέστειλαν το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες. Γραπτά σχόλια επίσης απέστειλε η Πολωνία. Τέσσερις περιβαλλοντικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί (BirdLife International, WWF EPO - World Wildlife Fund European Policy Office, EEB - European Environmentral Bureau and Friends of the Earth Europe) απέστειλαν κοινά σχόλια. Οι ECSA - European Community Shipowners' Association, ICS - International Chamber of Shipping and INTERTANKO -International Association of Independent Tanker Owners υπέβαλαν επίσης κοινά σχόλια. Επιπλέον, σχόλια απέστειλαν και τα κάτωθι ενδιαφερόμενα μέρη: AFEP-AGREF - Association franηaise des entreprises privιes; AVENTIS. BDI - Bundesverband der Deutschen Industrie; BERGKAMP Lucas (Prof. & Partner, HUNTON & WILLIAMS). BIPAR - European Federation of Insurance Intermediaries . BNFL - British Nuclear Fuels Plc. CBI - Confederation of British Industry. CEA - Comitι europιen des assurances. CEEP - European Centre of Enterprises with public participation and of enterprises of general economic interest. CEFIC - European Chemical Industry Council. CEMBUREAU - The European Cement Association. CEMR - Council of European Municipalities and Regions. CLECAT - European Organisation for Forwarding and Logistics; CODACONS - Coordinamento di Associazioni per la Tutela dell'Ambiente e dei Diritti di Utenti e Consumatori. ECGA - European Carbon and Graphite Association. EELA - European Environmental Law Association. EFCA - European Federation of Engineering Consultancy Associations. ELO - European Landowners Organisation. EPF - European Property Federation. ERT Environmental Group - European Round Table of Industrialists. ESA - Environmental Services Association. EURELECTRIC - Union of the Electricity Industry. EuroGeoSurveys - Association of Geological Surveys of the European Union. EUROMINES - European Association of Mining Industries. EUROPIA - European Petroleum Industry Association . FBE - European Banking Federation. FEAD - European Federation of Waste Management and Environmental Services. FIEC - European Construction Industry Federation. FLA - Finance and Leasing Association. FORATOM - European Atomic Forum. Freshfields Bruckhaus Deringer. IBEC - Irish Business & Employers Confederation. IFAW - International Fund for Animal Welfare. IoD - Institute of Directors. ITOPF - International Tanker Owners Pollution Federation. IV - Industriellenvereinigung; Leaseurope. MEDEF - Mouvement des entreprises de France. Leaseurope . NFU - National Farmers' Union. NICOLE - Network for Industrially Contaminated Land in Europe. NIREX Ltd. Nordic Family Forestry. OGP - International Association of Oil and Gas Producers. RUIZ Marta (δικηγόρος). SMMT - The Society of Motor Manufacturers and Traders. Suez. Syngenta International. Thames Water . TVO - Teollisuuden Voima. UEAPME - Union europιenne de l'artisanat et des petites et moyennes entreprises. UEPC - Union europιnne des promoteurs-constructeurs. UIC - Union des industries chimiques. UKELA - UK Environmental Law Association (υποβολή σχολίων χωριστά από το Scottish Law Working Party of UKELA). UNICE - Union of Industrial and Employers' Confederation of Europe. VCI - Verband der Chemischen Industrie. VDEW - Verband der Elektrizitδtswirtschaft. VDMA - Verband Deutscher Maschinen- und Anlagenbau. WKΦ - Wirtschaftskammer Φsterreich. ZVEI - Zentralverband Elektrotechnik- und Elektronikindustrie.

Σύνοψη των κύριων απόψεων των ενδιαφερόμενων μερών

Οι κύριες απόψεις των ενδιαφερομένων μερών είναι δυνατόν να συνοψισθούν ως εξής [94]:

[94] Το πλήρες κείμενο των εισηγήσεων που υπεβλήθηκαν (κατ'αρχήν στην γλώσσα του πρωτοτύπου), εφόσον δεν έχει κατατεθεί αντιστοίχως αίτημα εμπιστευτικότητας, διατίθεται στον εξής ιστοτόπο: http://europa.eu.int/comm/environment/liability/followup.htm.

Κράτη μέλη

* Συνολικά, χαιρετίσθηκε θετικά η εξάρτηση από μηχανισμούς του δημοσίου δικαίου, μολονότι ορισμένες επιφυλάξεις εκφράστηκαν επειδή δεν καλύπτονται πλέον τα θέματα της αστικής ευθύνης και των παραδοσιακών ζημιών.

* Υπογραμμίστηκε η ανάγκη διαμόρφωσης κατά το δυνατόν σαφέστερου νομικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων ορισμών.

* Τονίστηκε ιδιαιτέρως η ανάγκη να εξασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει" καθώς και η σημασία που έχει η προσωπική εκτίμηση του νέου ρόλου που καλούνται να διαδραματίσουν οι δημόσιες αρχές στις περιπτώσεις ζημιών κατά τις οποίες ο υπεύθυνος δεν είναι σε θέση να επωμιστεί την αποκατάστασή τους, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ενδεχόμενες χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τις δημόσιες αρχές.

* Αποδόθηκε προσοχή στην ιδιαίτερη περίπτωση ιδιοκτητών ή κατόχων εδαφών που θίγονται από περιβαλλοντικές ζημίες που προκαλεί τρίτο μέρος.

* Εκφράστηκαν προβληματισμοί σχετικά με τις προτάσεις που υπερβαίνουν τον περιβαλλοντικό τομέα, και αφορούν θέματα που σχετίζονται περισσότερο με το εταιρικό δίκαιο ή τις αστικές διαδικασίες.

* Πραγματοποιήθηκε αναφορά στην ανάγκη να διευκρινιστεί η σχέση με τις διεθνείς συμβάσεις ενώ παράλληλα μνημονεύθηκαν επιμέρους πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο στον τομέα της αστικής ευθύνης συναρτήσει των οποίων υπογραμμίστηκε η ανάγκη να εξακολουθήσει η Επιτροπή να εξετάζει το θέμα.

* Εκφράστηκαν αμφιβολίες σχετικά με τη συμπερίληψη των ενδιάμεσων απωλειών.

* Το μελλοντικό κοινοτικό καθεστώς δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τα κράτη μέλη να εγκρίνουν αυστηρότερες διατάξεις.

Υποψήφιες χώρες

* Συνολικά, οι προτάσεις του εγγράφου εργασίας δεν προκάλεσαν αντιρρήσεις. ορισμένα σχόλια αφήνουν μάλιστα να εννοηθεί ότι οι προτάσεις θα μπορούσαν να είναι ακόμη γενικότερου χαρακτήρα.

* Εκφράστηκε προβληματισμός όσον αφορά τις πιθανές χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τις δημόσιες αρχές.

Βιομηχανικές και επαγγελματικές ενώσεις

Μολονότι η βιομηχανία χαιρετίζει το γεγονός ότι οι παραδοσιακές ζημίες (τραυματισμοί και ζημίες σε ιδιοκτησία) δεν καλύπτονται από την πρόταση και το γεγονός ότι δεν προβλέπεται να επιτραπεί στους μη κυβερνητικούς οργανισμούς η ανάληψη άμεσης δράσης κατά φορέων εκμετάλλευσης, διατυπώθηκαν και πάλι οι προβληματισμοί του παρελθόντος. Τα κύρια σημεία είναι ότι η βιομηχανία:

* τονίζει την ανάγκη να υφίστανται σαφείς και ακριβείς διατάξεις εν γένει και ορισμοί πιο συγκεκριμένα,

* εν γένει αντιτίθεται σε οιαδήποτε άμβλυνση του βάρους της απόδειξης,

* εν γένει αντιτίθεται στην ευθύνη από κοινού και εις ολόκληρον,

* επιθυμεί να περιοριστεί η αντικειμενική ευθύνη σε περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων (ορισμένοι μάλιστα εκπρόσωποι της βιομηχανίας θεωρούν ότι δεν συντρέχουν λόγοι απομάκρυνσης από την υποκειμενική ευθύνη),

* τονίζει ότι θα πρέπει να θεωρούνται διασφαλίσεις η συμμόρφωση προς τις διατάξεις της αδείας, η άσκηση μεθόδων αιχμής και η ανάληψη αναπτυξιακών κινδύνων,

* εν γένει αντιτίθεται στην αναγνώριση οιουδήποτε προνομιακού καθεστώτος προς τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς όσον αφορά την προσφυγή στη δικαιοσύνη,

* ανησυχεί σχετικά με τις δυσκολίες που απορρέουν από την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών,

* προβληματίζεται σχετικά με τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι φορείς εκμετάλλευσης στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν τη δέουσα ασφαλιστική κάλυψη, μολονότι χαιρετίζει το γεγονός ότι δεν θεσπίζονται υποχρεωτικές χρηματοοικονομικές εγγυήσεις,

* καλεί την Επιτροπή να λάβει δεόντως υπόψη τις υφιστάμενες διεθνείς συμβάσεις στους αντίστοιχους τομείς (παραδείγματος χάριν, πετρελαϊκή ρύπανση, ζημίες από την πυρηνική ενέργεια), και

* ανησυχεί σχετικά με τη χρήση των οικονομικών τεχνικών αξιολόγησης,

* η βιομηχανία προβληματίζεται επίσης από τις νέες προτάσεις που περιέχει το έγγραφο εργασίας σχετικά με τη "διάτρηση του παραπειστικού προπετάσματος ορισμένων επιχειρήσεων".

Μη κυβερνητικοί οργανισμοί που ασχολούνται με το περιβάλλον

* Χαιρετίζεται ευνοϊκά η πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλει σύντομα νομοθετική πρόταση αλλά εκφράζονται ανησυχίες ότι οι αντίστοιχες επιδιώξεις δεν είναι αρκετά φιλόδοξες. Διατυπώνονται σχόλια από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το περιβάλλον ιδίως ως προς τα εξής:

* Εν γένει, υποστηρίζεται η ευρείας κλίμακας αναθεώρηση της ελάχιστης προσέγγισης που περιλαμβάνει το έγγραφο εργασίας όσον αφορά την εξέταση νέων εξελίξεων στον τομέα των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ), την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων (ΙΡΡ), την αναθεώρηση της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα των επικινδύνων χημικών και την ανάγκη να δοθεί συνέχεια στα όσα συνέβησαν μετά το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika και τη συνακόλουθη δημιουργία πετρελαιοκηλίδας.

* Θεωρούν ότι το πεδίο εφαρμογής της αντικειμενικής ευθύνης είναι υπερβολικά περιορισμένο (ενώ θα έπρεπε να καλυφθούν όλες οι ενδεχομένως επικίνδυνες δραστηριότητες ή, τουλάχιστον, οι δραστηριότητες που αναφέρονται στα σχόλιά τους).

* Τονίζουν ότι η ζημία στη βιοποικιλότητα εκτός των προστατευομένων περιοχών και οι ζημίες σε περιοχές που προστατεύονται δυνάμει διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει η Κοινότητα και τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να καλυφθούν. Η ευθύνη θα έπρεπε επίσης να ισχύει για τα είδη που προστατεύονται από την εθνική νομοθεσία καθώς και για όλους τους τύπους περιοχών που προστατεύονται σε εθνικό ή κατώτερο επίπεδο. Η ευθύνη θα έπρεπε να ισχύει και για όλα τα είδη πτηνών που προστατεύονται από την Οδηγία για τα Άγρια Πτηνά.

* Θεωρούν ότι, εάν παραμείνει η διάκριση αντικειμενικής και υποκειμενικής ευθύνης, είναι καθοριστικής σημασίας το καθεστώς που ισχύει για τις περιπτώσεις υποκειμενικής ευθύνης να διευρυνθεί κατά τρόπο που να καλύπτει τη ρύπανση των υδάτων συνεπεία δραστηριοτήτων που ενδέχεται να μη θεωρούνται επικίνδυνες (π.χ. στην περίπτωση της ρύπανσης των υδάτων από λυματολάσπη ή αστικά λύματα).

* Τονίζουν ότι η ρύπανση των εδαφών που είναι επικίνδυνη για το περιβάλλον και ενδεχομένως επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία επιβάλλεται επίσης να καλυφθεί.

* Θεωρούν ότι θα πρέπει να καλυφθούν και οι παραδοσιακές μορφές ζημιών.

* Ζητούν τα όρια που καθορίζουν τη σχετική σημασία των ζημιών να μειωθούν ώστε το μελλοντικό καθεστώς να ισχύει και για περιπτώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συνήθεις ή εντυπωσιακές.

* Ζητούν από την Επιτροπή να εξετάσει τις λύσεις για τις ιστορικές ζημίες, ιδίως μάλιστα σε ό,τι αφορά τα εδάφη που έχουν υποστεί ρύπανση.

* Συστήνουν η "συμμόρφωση προς τη δημόσια τάξη" να μη συνεπάγεται την εξαίρεση από τις διατάξεις περί ευθύνης από δραστηριότητες που αναπτύσσονται δυνάμει άδειας ή εξουσιοδότησης στον τομέα των γενετικώς τροποποιημένων φυτών που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς.

* Χαιρετίζουν θετικά την ευθύνη από κοινού και εις ολόκληρον στις περιπτώσεις για τις οποίες είναι αδύνατο να επιτευχθεί επιμερισμένος καταλογισμός.

* Χαιρετίζουν την ευθύνη των νομικών προσώπων που επιφορτίζονται με τον έλεγχο και των προσώπων που εξασφαλίζουν χρηματοοικονομικές εγγυήσεις.

* Θεωρούν ότι οι πολίτες καθώς και οι θιγόμενες ομάδες θα πρέπει να έχουν έννομο δικαίωμα και να ενάγουν άμεσα φορείς εκμετάλλευσης, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις ενώ θα πρέπει να προβλέπεται η δέουσα χρηματοοικονομική ανακούφιση για τους πολίτες (π.χ. ελάφρυνση των δικαστικών δαπανών και απαιτήσεις για τις ζημίες) που προσφεύγουν κατά φορέων που ευθύνονται για ρύπανση, ιδίως μάλιστα σε περιπτώσεις αμέσου κινδύνου.

* Συστήνουν οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις να καταστούν υποχρεωτικές σε κοινοτικό επίπεδο.

* Χαιρετίζουν εν γένει τους όρους αποκατάστασης για ζημίες.

* Θεωρούν ότι θα πρέπει να ελαφρυνθεί το βάρος της απόδειξης.

* Ένας από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς συστήνει επίσης οι τεχνικές οικονομικής αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται όταν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συγκρίσιμη αποκατάσταση να περιλαμβάνουν προτιμητέες τεχνικές, ενώ παράλληλα υποστηρίζει την επιβολή αναδρομικού καθεστώτος.

Τοπικές και περιφερειακές αρχές

* Έχει εκδηλωθεί προβληματισμός όσον αφορά το γεγονός ότι το προβλεπόμενο καθεστώς θα επιβάλει υποχρεωτικές απαιτήσεις στις δημόσιες αρχές κατά την εφαρμογή του, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εντοπίζονται οι υπεύθυνοι για την ρύπανση.

* Εκφράστηκαν επίσης ανησυχίες σχετικά με το γεγονός ότι οι νομιμοποιούμενοι φορείς δύνανται να προσφύγουν κατά ενεργειών των δημόσιων αρχών.

Top