Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002DC0774

    Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβουλίο, στο Ευρωπα¨κό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική επιτροπή και στην επιτροπή των περιφερειών - Πρόταση για κοινή έκθεση - Η υγειονομική περίθαλψη και η μέριμνα για τους ηλικιωμένους: Στήριξη των εθνικών στρατηγικών για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας

    /* COM/2002/0774 τελικό */

    52002DC0774

    Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβουλίο, στο Ευρωπα¨κό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική επιτροπή και στην επιτροπή των περιφερειών - Πρόταση για κοινή έκθεση - Η υγειονομική περίθαλψη και η μέριμνα για τους ηλικιωμένους: Στήριξη των εθνικών στρατηγικών για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας /* COM/2002/0774 τελικό */


    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ - Πρόταση για ΚΟΙΝΗ ΕΚΘΕΣΗ - Η υγειονομική περίθαλψη και η μέριμνα για τους ηλικιωμένους: Στήριξη των εθνικών στρατηγικών για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας

    1. Εισαγωγη

    Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας δεν προβλέπουν, απλώς, παροχές σε χρήμα προς αντικατάσταση του εισοδήματος σε περίπτωση ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή συνταξιοδότησης, ή για τα άτομα που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους. Ταυτόχρονα, βοηθούν την πρόσβαση των ατόμων στις κατάλληλες ιατρικές υπηρεσίες και υπηρεσίες μακροχρόνιας μέριμνας, το κόστος των οποίων συχνά υπερβαίνει τους οικονομικούς πόρους του ασθενούς και της οικογένειάς του. Μια ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή το 1999 για μια « Συντονισμένη στρατηγική για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας» [1] προσδιόρισε την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου και βιώσιμης υγειονομικής περίθαλψης ως ενός από τα κύρια θέματα για στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών.

    [1] COM(1999) 347 τελικό

    Η πρωτοβουλία αυτή υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβώνα τον Μάρτιο του 2000, που τόνισε ότι τα συστήματα κοινωνικής προστασίας πρέπει να μεταρρυθμιστούν ώστε να μπορέσουν, μεταξύ άλλων, να εξακολουθήσουν να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Τον Ιούνιο του 2001, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Γκέτεμποργκ, εξετάζοντας τα στοιχεία που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των προκλήσεων μιας γηράσκουσας κοινωνίας, ζήτησε από το Συμβούλιο, σύμφωνα με την ανοικτή μέθοδο συντονισμού, να καταρτίσει μια αρχική έκθεση για το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2002 σχετικά με τους προσανατολισμούς στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της μέριμνας για τους ηλικιωμένους. Η έκθεση αυτή βασίζεται σε μια ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή το Δεκέμβριο του 2001 [2] και εξέταζε τις δημογραφικές, τεχνολογικές και οικονομικές τάσεις που ενδέχεται να αποτελούν προκλήσεις στη μελλοντική μας ικανότητα να διατηρήσουμε υψηλά επίπεδα κοινωνικής προστασίας στον τομέα. Η ανακοίνωση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας μέριμνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζουν την πρόκληση να επιτύχουν ταυτόχρονα τους εξής τρεις στόχους:

    [2] COM(2001) 723 τελικό: Tο μέλλον της υγειονομικής περίθαλψης και της μέριμνας για τους ηλικιωμένους: εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης, της ποιότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας.

    - πρόσβαση όλων, ανεξαρτήτως εισοδήματος ή πλούτου

    - υψηλό ποιοτικό επίπεδο της προσφοράς περίθαλψης

    - οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων περίθαλψης.

    Αυτοί οι τρεις γενικοί στόχοι συμπεριλήφθηκαν από το Συμβούλιο σε μια αρχική έκθεση προσανατολισμού για την υγειονομική περίθαλψη και τη μέριμνα για τους ηλικιωμένους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Βαρκελώνη, το οποίο επίσης τόνισε ότι όλα τα συστήματα υγείας στην ΕΕ θεμελιώνονται στις αρχές της αλληλεγγύης, της ισότητας και της οικουμενικότητας. Tο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Βαρκελώνη ζήτησε από την Επιτροπή και από το Συμβούλιο να εξετάσουν διεξοδικότερα τα θέματα της πρόσβασης, της ποιότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας. Για τον σκοπό αυτό υποβλήθηκε στα κράτη μέλη ένα ερωτηματολόγιο. Η παρούσα έκθεση εξάγει τα κύρια συμπεράσματα από την ανάλυση των απαντήσεων των κρατών μελών και προτείνει μελλοντικά βήματα. Μια λεπτομερέστερη σύνθεση των εθνικών απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο θα παρουσιαστεί σε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    2. Κοινεσ προκλησεισ και θεματα

    Η μελλοντική μας ικανότητα να διατηρήσουμε ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής προστασίας για τα άτομα που χρειάζονται υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα επηρεάζεται από τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις και στο μέλλον θα εξαρτάται κυρίως από τη γήρανση του πληθυσμού. Αυτές οι εξελίξεις προσδιορίστηκαν στην ανακοίνωση του Δεκεμβρίου 2001.

    (1) Nέες τεχνολογίες και θεραπευτικές μέθοδοι

    Oι νέες τεχνολογίες, θεραπείες και τεχνικές παρέχουν τεράστιες δυνατότητες για την βελτίωση και την επέκταση της υγειονομικής περίθαλψης. Ωστόσο, η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης αποτελεί σημαντική πρόκληση. Από τη μία, οι νέες τεχνολογίες μπορούν να μειώσουν το κόστος της θεραπείας ορισμένων ασθενειών, αλλά ενδέχεται ακόμη και να αυξήσουν τις δαπάνες όταν προσφέρουν θεραπείες παθήσεων που προηγουμένως δεν υπήρχαν. Ο συνολικός αντίκτυπος της προόδου της τεχνολογίας στις μελλοντικές δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί. Μια συστηματικότερη αξιολόγηση των ιατρικών παρεμβάσεων, των θεραπευτικών μεθόδων και των τεχνολογιών θα βοηθούσε να βελτιωθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων, ώστε μεταξύ άλλων να εξασφαλίζεται ότι οι αυξημένες δαπάνες αφορούν μόνο τις πραγματικές τεχνολογικές προόδους και ότι οι ευκαιρίες εξοικονόμησης πόρων δεν μένουν ανεκμετάλλευτες. Η αξιολόγηση αυτή έχει ζωτική σημασία για τους τρεις στόχους της πρόσβασης, της ποιότητας και της βιωσιμότητας.

    (2) Βελτίωση της ευεξίας και της ενημέρωσης των ασθενών

    Το κόστος της παροχής υγειονομικών υπηρεσιών και μακροχρόνιας μέριμνας παρουσιάζει αυξητικές τάσεις στο μέτρο που τα άτομα και οι κοινωνίες γίνονται πλουσιότερα. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό δεν είναι πολύ σαφείς και συνήθως περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό παραγόντων ζήτησης και προσφοράς. Αυτό αντικατοπτρίζει κατά ένα μέρος μια θετική εξέλιξη: τα άτομα έχουν καλύτερη μόρφωση και μεγαλύτερη άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις ιατρικές θεραπείες και την ποιότητα της περίθαλψης. Ως αποτέλεσμα, γίνονται απαιτητικότερα απέναντι στους επαγγελματίες παροχής περίθαλψης και στους φορείς που χρηματοδοτούν την πρόσβαση στην περίθαλψη. Σύμφωνα με τις ισχύουσες προσεγγίσεις της παροχής υγειονομικής περίθαλψης, αναμένεται ότι η αυξημένη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών θα εξακολουθήσει να αποτελεί παράγοντα αύξησης του κόστους στο μέλλον.

    Είναι επίσης σαφές ότι η μελλοντική ζήτηση μακροχρόνιας μέριμνας θα αυξηθεί λόγω ενός συνδυασμού οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων. Η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, τα υψηλότερα επίπεδα γεωγραφικής κινητικότητας, το χαμηλότερο ποσοστό ατόμων σε ηλικία εργασίας σε σύγκριση με τους ηλικιωμένους με εύθραυστη υγεία, καθώς και αλλαγές στη δομή της οικογένειας όπως τα διαζύγια, μπορούν να περιορίσουν την έκταση της παραδοσιακής φροντίδας στο πλαίσιο της οικογένειας.

    (3) Δημογραφική γήρανση

    Το γεγονός ότι περισσότερα άτομα ζουν περισσότερο αποτελεί τεράστιο επίτευγμα των κοινωνιών μας και των συστημάτων υγείας μας. Το προσδόκιμο επιβίωσης έχει σημειώσει μεγάλη αύξηση την τελευταία 50ετία, και θα εξακολουθήσει να αυξάνεται στις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, οι δημογραφικές αλλαγές θα θέσουν νέες προκλήσεις για τα συστήματά μας υγείας και μακροχρόνιας μέριμνας.

    Λόγω του χαμηλού ποσοστού γεννήσεων και του αυξανόμενου προσδόκιμου επιβίωσης, ο πληθυσμός της Ευρώπης γηράσκει προοδευτικά. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός εργαζομένων που γεννήθηκαν στις δεκαετίες του '50 και του '60 θα αρχίσουν να συνταξιοδοτούνται μέσα στα επόμενα 10 - 15 χρόνια. Έτσι, ο αριθμός των ηλικιωμένων θα αυξηθεί δραστικά τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με μια προβολή, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και πάνω στην ΕΕ των 15 θα αυξηθεί από 61 εκατ. το 2000 σε 103 εκατ. περίπου το 2050. Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 80 ετών και άνω προβλέπεται να αυξηθεί από σχεδόν 14 εκατ. το 2000 σε περίπου 38 εκατ. το 2050. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά. (Βλ. παράρτημα 1, διαγράμματα 1α, 1β και 1γ). Αυτές οι προβολές της Eurostat βασίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις, π.χ. αναφορικά με τα ποσοστά γονιμότητας. Υπάρχουν και εναλλακτικές προβολές με βάση διαφορετικές υποθέσεις, που καταλήγουν σε διαφορετικούς αριθμούς π.χ. ως προς τις ομάδες πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.

    Σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας μέριμνας, οι κυριότερες επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης θα συνδέονται με την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων που χρειάζονται περισσότερη υγειονομική περίθαλψη απ' ό,τι τα νεώτερης ηλικίας άτομα λόγω της μεγαλύτερης συχνότητας σοβαρών ασθενειών. Τα ηλικιακά προφίλ της δημόσιας δαπάνης για υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα δείχνουν ότι η δαπάνη είναι σημαντικά υψηλότερη για τις μεγαλύτερης ηλικίας ομάδες απ' ότι για τις ομάδες μικρότερης ηλικίας (βλ. διαγράμματα 2α και 2β). Τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει επίσης να προσαρμοστούν σε διαφορετικά πρότυπα ασθένειας, τα οποία συνδέονται με την αλλαγή του ηλικιακού προφίλ των ασθενών - αναμένεται να κυριαρχούν οι ασθένειες που συνδέονται με την ηλικία. Για τη μακροχρόνια μέριμνα, η ζήτηση υπηρεσιών μέριμνας από τους ηλικιωμένους, π.χ. βοήθεια στην εκτέλεση των εργασιών της καθημερινής ζωής, συχνά είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την αναπηρία ή με την αδυναμία των ηλικιωμένων, παρά με τη νοσηρότητα.

    Για την υγειονομική περίθαλψη, όμως, η κλίμακα της αυξημένης ζήτησης αναμένεται να μετριαστεί μέσω των βελτιώσεων στην κατάσταση της υγείας των ηλικιωμένων, κάτι που συνοδεύει την τάση αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης τις τελευταίες δεκαετίες. Μερικές θεωρίες υποστηρίζουν στι αυτό συμβαίνει επειδή οι σοβαρές ασθένειες που απαιτούν εντατική ιατρική παρέμβαση τείνουν να περιορίζονται μόνο στα άτομα που πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους. και επειδή η διάρκεια της ζωής παρατείνεται, αυτή η ανάγκη εντατικής ιατρικής παρέμβασης μετατίθεται χρονικά. Για τη μακροχρόνια μέριμνα, υπάρχουν επίσης λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι: σε χώρες με διαθέσιμα σχετικά στοιχεία, όπως στις ΗΠΑ, φαίνεται ότι τα ποσοστά αναπηρίας των ηλικιωμένων μειώνονται με την πάροδο των ετών, μολονότι αυτό δεν συνδέεται απαραιτήτως με την επιμήκυνση της διάρκειας της ζωής. Από την άλλη, ανεξαρτήτως των αυξήσεων του προσδόκιμου επιβίωσης, οι υπερήλικες είναι συνήθως αδύναμοι και χρειάζονται μακροχρόνια μέριμνα.

    Η γήρανση θα οδηγήσει επίσης στην ανάγκη προσαρμογής των υπηρεσιών υγείας, και των κοινωνικών υπηρεσιών, στα μεταβαλλόμενα πρότυπα ασθένειας (αύξηση των χρόνιων παθήσεων) και διάρθρωσης των πελατών. Τα συστήματα πρέπει εξάλλου να δώσουν νέα σημασία στον στόχο της παροχής στους ηλικιωμένους της δυνατότητας να ζουν δραστήρια, υγιή και ανεξάρτητη ζωή μέχρι μια πιο προχωρημένη ηλικία. Πρέπει να δοθεί έμφαση σε στρατηγικές πρόληψης, συμπεριλαμβανομένης της υγιεινής διατροφής και της σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας, ξεκινώντας από τον τρόπο ζωής των νέων και των μεσηλίκων.

    Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων: πολιτικές αρμοδιότητες

    Η οργάνωση και η χρηματοδότηση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης εξακολουθούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και τα κράτη μέλη θα κληθούν να προσαρμόσουν τα πολύ διαφορετικά συστήματά τους στις κοινές προκλήσεις που προαναφέραμε. Ωστόσο, αρκετές άλλες κοινοτικές πολιτικές επηρεάζουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής προστασίας για την υγειονομική περίθαλψη και τη μακροχρόνια μέριμνα:

    - Οι εθνικές πολιτικές πρέπει να τηρούν τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί ανταγωνισμού και των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, των αγαθών και των υπηρεσιών. Η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [3] αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών για την οργάνωση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας τους, αλλά τυχόν περιορισμοί των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς πρέπει να αιτιολογούνται δεόντως [4]. Επί του παρόντος συγκροτείται μια ομάδα μελέτης υψηλού επιπέδου η οποία θα εξετάσει τα θέματα που δημιουργούνται από την αυξημένη κινητικότητα των ασθενών και τη μεγαλύτερη διάδραση μεταξύ συστημάτων υγείας.

    [3] Αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1984, Duphar e.a C-238/82, Συλλογή σ. 523, σημείο 16. της 17ης Ιουνίου 1997, Sodemare e.a C-70/95, Συλλογή σ.I-3395, σημείο 27. και της 28ης Απριλίου 1998, Kohll, C-158/96, Συλλογή σ.I-1931 σημείο 17

    [4] Υποθέσεις C-157/99 (Smits/Peerbooms) και C-368/98 (Vanbraeckel)

    - Σύμφωνα με το άρθρο 152 της συνθήκης για την δημόσια υγεία, η ΕΕ προσπαθεί να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Η ανακοίνωση της Επιτροπής για την "στρατηγική στον τομέα της υγείας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας" [5] τονίζει ότι οι υπηρεσίες υγείας πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις ανησυχίες του πληθυσμού, σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από την πρόκληση της γήρανσης και την ανάπτυξη νέων ιατρικών τεχνικών, καθώς και από την περισσότερο διεθνή διάσταση της υγειονομικής περίθαλψης (μεταδοτικές ασθένειες, περιβαλλοντική υγεία, αυξημένη κινητικότητα των προσώπων, των υπηρεσιών και των αγαθών).

    [5] COM(2000) 285 τελικό

    - Η ΕΕ παρακολουθεί επίσης την μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Επειδή η υγειονομική περίθαλψη αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών, ο τομέας αυτός έχει ζωτική σημασία για την εφαρμογή των συστάσεων που ορίζονται στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής και στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης.

    Επί του παρόντος, λοιπόν, οι τρεις στόχοι της πρόσβασης, της ποιότητας και της βιωσιμότητας θεωρούνται ως πτυχές των παραπάνω τομέων πολιτικής κατά ένα μάλλον κατακερματισμένο τρόπο σε επίπεδο ΕΕ. Από την πλευρά των ανταλλαγών στο πλαίσιο της συνεργασίας για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας είναι σημαντικό να εξετάζονται με ολοκληρωμένο τρόπο. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας χαμηλής ποιότητας δεν είναι επιθυμητή. η πρόσβαση χωρίς οικονομική βιωσιμότητα δεν είναι εφικτή. και η εξασφάλιση ότι μόνο οι θεραπευτικές μέθοδοι αποδεδειγμένης αξίας λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση είναι ένας σημαντικός τρόπος να εξασφαλίζεται η οικονομική βιωσιμότητα.

    3. Οι πολιτικεσ ανταποκρισεισ των κρατων μελων στισ κοινεσ προκλησεισ

    Ανταποκρινόμενη στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Βαρκελώνη, η Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτικής, σε συνεργασία με την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής, υπέβαλε στα κράτη μέλη ένα ερωτηματολόγιο με σκοπό να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους τρόπους με τους οποίους οι τρεις στόχοι που προσδιορίζονται στην έκθεση προσανατολισμού - πρόσβαση, ποιότητα και βιωσιμότητα - αντιμετωπίζονται από τα κράτη μέλη.

    Στο κεφάλαιο αυτό πραγματοποιείται σύνθεση των κύριων θεμάτων και πολιτικών προσεγγίσεων που μπορούν να προσδιοριστούν στις απαντήσεις που έδωσαν τα κράτη μέλη στο ερωτηματολόγιο. Λεπτομερέστερη ανάλυση θα παρουσιαστεί σε ξεχωριστό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    3.1. Πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη

    Mηχανισμοί εγγύησης της πρόσβασης

    Όλα τα κράτη μέλη προσφέρουν ενιαία, ή σχεδόν ενιαία, δικαιώματα υγειονομικής περίθαλψης στα άτομα που κατοικούν στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη εμπίπτουν σε δύο ευρείες ομάδες σε ό,τι αφορά τον τρόπο χρηματοδότησης των συστημάτων και τον τρόπο κτήσης του δικαιώματος υγειονομικής περίθαλψης. Μια ομάδα συστημάτων χρηματοδοτούνται μέσω της φορολογίας εισοδήματος και η κτήση του δικαιώματος θεμελιώνεται είτε σε κριτήρια ιθαγένειας είτε κατοικίας. Μια δεύτερη ομάδα συστημάτων προέρχονται από επαγγελματικά συστήματα ασφάλισης υγείας των μισθωτών και των οικογενειών τους, όπου η πρωτογενής μέθοδος χρηματοδότησης είναι μέσω εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που παρακρατούνται από το εισόδημα. Στην πράξη, η διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων δεν είναι πλέον τόσο σημαντική καθώς, συχνά, τα συστήματα με βάση την απασχόληση έχουν βαθμιαία επεκταθεί έτσι ώστε να καλύπτουν το σύνολο του πληθυσμού, και ο ρόλος των ασφαλιστικών εισφορών στη χρηματοδότηση έχει περιοριστεί υπέρ της φορολόγησης του εισοδήματος.

    Tα πραγματικά ενιαία δικαιώματα υγειονομικής περίθαλψης σε όλη την ΕΕ σημαίνουν ότι καλύπτεται η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. ο βαθμός της κάλυψης ποικίλλει. Όταν το σύστημα βασίζεται στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας ενδέχεται, π.χ., να υπάρχει διαφορά ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα συστήματα αντιμετωπίζουν διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες, π.χ. μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών. Ωστόσο, αυτές οι διαφορές περιορίζονται. Βασικά, όλα τα συστήματα περιορίζουν το βαθμό στον οποίο καλύπτουν το πλήρες κόστος της θεραπείας ή την κάλυψη διαφορετικών ειδών θεραπείας. Έτσι, το μερίδιο των συνολικών δαπανών υγείας που επωμίζονται τα νοικοκυριά είναι περίπου 20 έως 30% στα περισσότερα κράτη μέλη.

    Λόγω των αυξανόμενων δαπανών υγείας, τα κράτη μέλη τείνουν να αυξάνουν το επίπεδο των δαπανών που βαρύνουν τους ασθενείς, είτε άμεσα μέσω της επιβολής χρέωσης ή από κοινού πληρωμής υπηρεσιών, είτε έμμεσα μέσω της μείωσης του φάσματος των καλυπτόμενων υπηρεσιών. Έτσι, μερικές χώρες έχουν καταρτίσει ένα κατάλογο επιλέξιμων θεραπευτικών μεθόδων και έχουν ορίσει τις συνθήκες ως προς τις αμοιβές και/ή την επιστροφή εξόδων. Άλλα ορίζουν κριτήρια επιλεξιμότητας σύμφωνα με τα «βασικά» επίπεδα της απαιτούμενης υγειονομικής περίθαλψης, ή υποχρεώνουν τον ασθενή να πληρώσει την απαιτούμενη περίθαλψη με μεταγενέστερη επιστροφή εξόδων. Σε αρκετές χώρες οι ασθενείς χρεώνονται ένα σταθερό ποσό για διάφορες υπηρεσίες υγείας, ενώ σε άλλες χώρες πρέπει να πληρώσουν κάθε τυχόν διαφορά μεταξύ της τιμής μιας υπηρεσίας ή ενός προϊόντος και του αντίστοιχου σταθερού ή μεταβλητού ποσοστού επιστροφής εξόδων. Τα ποσοστά επιστροφής εξόδων μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το είδος της υπηρεσίας (κατάλογος επιλέξιμων υπηρεσιών), ή ανάλογα με τον αγοραστή (π.χ. επίπεδο εισοδήματος, ετήσιες δαπάνες υγείας, ηλικία). Τέτοιες εισφορές μπορούν να καλύπτονται από την συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση. Ο ρόλος των από κοινού πληρωμών στο πλαίσιο της βιωσιμότητας των συστημάτων εξετάζεται παρακάτω στο κεφάλαιο 3.5.

    Το γεγονός ότι τα συστήματα ζητούν κάποια οικονομική συμμετοχή δημιουργεί τον κίνδυνο οι ευάλωτες ομάδες να μην μπορούν, ενδεχομένως, να πληρώσουν τέτοιες χρεώσεις και κατά συνέπεια να μη δύνανται ή να μην επιθυμούν την πρόσβαση στην κατάλληλη υγειονομική περίθαλψη. Το θέμα αυτό συζητήθηκε στην κοινή έκθεση για την κοινωνική ενσωμάτωση που εγκρίθηκε στο Λάκεν το Δεκέμβριο του 2001 και επανέρχεται ως θεμελιώδης πολιτική ανησυχία στις απαντήσεις αρκετών κρατών μελών τα οποία διαθέτουν διατάξεις που εγγυώνται ότι για τα άτομα που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες υγείας θα προβλέπεται ανώτατο όριο συνολικής ίδιας συνεισφοράς ή ότι τα άτομα με χαμηλό εισόδημα καταβάλλουν χαμηλότερο μερίδιο του κόστους θεραπείας.

    Έτσι, όλα τα κράτη μέλη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της αλληλεγγύης των συστημάτων τους που στοχεύουν αφενός να εξασφαλίσουν ότι η κακή υγεία δεν οδηγεί στη φτώχεια και αφετέρου ότι το χαμηλό εισόδημα δεν περιορίζει την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Αναγνωρίζεται επίσης η ύπαρξη ανισοτήτων σε θέματα υγείας με αποδεικτικό στοιχείο το ότι τα άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες είναι πιθανό να ακολουθούν λιγότερο υγιεινό τρόπο ζωής.

    Μερικές χώρες επικεντρώνονται στους ηλικιωμένους ως ομάδα που κινδυνεύει να μην έχει επαρκή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και στην προληπτική μέριμνα. Αυτό μπορεί να λάβει τη μορφή ειδικών διατάξεων που εξασφαλίζουν ότι η υγειονομική περίθαλψη δεν καθίσταται υπερβολικά ακριβή, ή μέτρων που εξασφαλίζουν ότι οι ηλικιωμένοι χρησιμοποιούν τις ιατρικές υπηρεσίες με τρόπο που αντικατοπτρίζει την ανάγκη τους για τέτοιες υπηρεσίες. Μερικές χώρες ενθαρρύνουν τις τακτικές επισκέψεις επαγγελματιών υγείας στα σπίτια των ηλικιωμένων. Αυτή η πλευρά έχει ιδιαίτερη σχέση με την εξασφάλιση καλού συντονισμού μεταξύ της υγειονομικής περίθαλψης και της μακροχρόνιας μέριμνας για τους ηλικιωμένους.

    Οι εθνικές απαντήσεις δεν περιλαμβάνουν εκτενή αναφορά σε μερικές άλλες δυνητικές διαστάσεις της ανισότητας ως προς την πρόσβαση, π.χ. περιφερειακές ανισότητες. Στην απάντηση της ερώτησης αν η πρόσβαση σε νέες θεραπευτικές μεθόδους οδηγεί σε ανισότητες, τα κράτη μέλη δεν αναφέρουν ιδιαίτερες ανισότητες, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η διαχείριση της πρόσβασης σε τέτοιες θεραπευτικές μεθόδους αποτελεί μια σημαντική, συνεχή και - λόγω του γρήγορου ρυθμού των τεχνολογικών εξελίξεων - ολοένα αυξανόμενη πρόκληση για τη διαχείριση στο πλαίσιο του ελέγχου των δαπανών.

    Συστήματα παρακολούθησης και αξιολόγησης

    Αρκετά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ή προτείνει διάφορους δείκτες για την παρακολούθηση της πρόσβασης. Τέτοιοι δείκτες μπορούν να βασίζονται στη μέτρηση της προσφοράς, π.χ. στον αριθμό διανυκτερεύσεων στο νοσοκομείο. στον αριθμό συγκεκριμένων επεμβάσεων. στην αποκατάσταση ανά κατηγορία πληθυσμού. Αυτοί στοχεύουν στη μέτρηση της αποτελεσματικότητας, της εκτέλεσης ή των ελλείψεων ως προς την απόδοση. Υπάρχουν λίστες αναμονής για διάφορες θεραπευτικές μεθόδους σε πολλές χώρες, αλλά η έκτασή τους διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το σύστημα. Οι χώρες στις οποίες η υγειονομική περίθαλψη βασίζεται στην ασφάλιση φαίνεται να έχουν λιγότερα προβλήματα με τις λίστες αναμονής.

    Προκλήσεις

    Οι δημογραφικές και επιδημιολογικές τάσεις αντιπροσωπεύουν μείζονες προκλήσεις για τα ισχύοντα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Τα συστήματα πρέπει να προσαρμόζονται διαρκώς ώστε να ανταποκρίνονται στην προβλεπόμενη ζήτηση περίθαλψης και να συνεκτιμούν τις τεχνολογικές και ιατρικές προόδους. Άλλες σημαντικές προκλήσεις είναι οι εξής:

    - η επανεξέταση του πεδίου των θεραπευτικών μεθόδων και των φαρμάκων που παρέχονται ή για τα οποία επιστρέφονται τα έξοδα.

    - η μείωση του χρόνου αναμονής για μη επείγουσα νοσοκομειακή περίθαλψη.

    - η δημιουργία περισσότερων και νέων ειδών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης που αντιμετωπίζουν τα ειδικά πρότυπα ασθένειας που συνδέονται με τη γήρανση, και που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.

    - η ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης με στόχο να παρέχεται στους ηλικιωμένους η ικανότητα να ζουν δραστήρια, υγιή και ανεξάρτητη ζωή μέχρι μια πιο προχωρημένη ηλικία.

    - η εξασφάλιση της διαθεσιμότητας επαρκούς και κατάλληλα εκπαιδευμένου ιατρικού προσωπικού.

    Προγραμματισμένες αλλαγές πολιτικής

    Τα κράτη μέλη αναφέρουν τις εξής προτεραιότητες:

    - Βελτίωση της πρόσβασης για ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού (αυτοαπασχολούμενοι, ηλικιωμένοι, χαμηλόμισθοι).

    - Βελτίωση της ταχύτητας πρόσβασης (μείωση του χρόνου αναμονής).

    - Aντιμετώπιση της κατανομής των κατάλληλων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης σε ολόκληρη τη χώρα (αστικές/αγροτικές περιοχές, ευημερούσες/φτωχές περιοχές).

    - Βελτίωση των προσλήψεων και της κατάρτισης του ειδικευμένου προσωπικού (γιατροί, νοσοκόμοι και άλλες ειδικότητες) ενόψει της γήρανσης του υπάρχοντος προσωπικού, των δυσχερών συνθηκών εργασίας και των νεοεμφανιζόμενων ελλείψεων προσωπικού.

    Σε σχέση με τις ειδικές ανάγκες υγείας των ηλικιωμένων αναφέρονται τα εξής θέματα:

    - Η ανάγκη παροχής εναλλακτικών εγκαταστάσεων γηριατρικής μέριμνας ή εξωνοσοκομειακής φροντίδας στην περίοδο ανάρρωσης, έτσι ώστε να απελευθερωθούν κλίνες στα νοσοκομεία και να παρασχεθεί στους ηλικιωμένους, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, η ικανότητα να ζουν μια δραστήρια και ανεξάρτητη ζωή.

    - Η εγκατάσταση ή η επανέναρξη λειτουργίας τοπικών κέντρων υγείας ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση στην περίθαλψη και, μέσω μιας πολυεπιστημονικής προσέγγισης, στην κατάλληλη θεραπευτική μέθοδο.

    Κατά γενικό λόγο, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι η γήρανση του πληθυσμού θα δημιουργήσει νέα προβλήματα και προκλήσεις αν πρόκειται να διατηρηθεί το είδος των γενικών και ολοκληρωμένων μορφών πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη που έχουν συνηθίσει οι πολίτες. Ωστόσο, αρκετά κράτη μέλη εκφράζουν την πεποίθηση ότι αυτός ο πολύ βασικός στόχος των συστημάτων πρέπει να διατηρηθεί, ακόμη και με αύξηση των δαπανών, ενώ άλλα αναφέρουν ότι προτείνουν περαιτέρω προσαρμογές και βελτιώσεις στους μηχανισμούς πρόσβασης που διαθέτουν. Έτσι αναμένεται ότι στο μέλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση σε πολιτικές αύξησης της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 3.5.

    3.2 Η πρόσβαση στη μακροχρόνια μέριμνα

    Σε αντίθεση με την υγειονομική περίθαλψη, η ανάγκη μακροχρόνιας μέριμνας μόλις τώρα αναγνωρίζεται ως μείζων κοινωνικός κίνδυνος που πρέπει να καλυφθεί από τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Μακροχρόνια μέριμνα είναι η βοήθεια σε άτομα που δεν είναι ικανά να ζουν αυτόνομα και επομένως εξαρτώνται από τη βοήθεια άλλων στην καθημερινή τους ζωή. Οι ανάγκες τους για βοήθεια μπορούν να κυμαίνονται από τη διευκόλυνση της κινητικότητας, τα ψώνια, την προετοιμασία των γευμάτων και άλλες οικιακές εργασίες έως τη σωματική υγιεινή και τη χορήγηση τροφής στις πιο ακραίες περιπτώσεις. Η παροχή τέτοιας μακροχρόνιας μέριμνας δεν απαιτεί απαραιτήτως ιατρικές γνώσεις. Για τον λόγο αυτό, η μακροχρόνια μέριμνα συχνά παρέχεται από συγγενείς, συνήθως συζύγους και κατιόντες συγγενείς, που εξακολουθούν να είναι οι κύριοι παροχείς της μακροχρόνιας μέριμνας.

    Για τους λόγους που αναφέρθηκαν στο τμήμα 2(2) ανωτέρω, δεν μπορεί πλέον να αναμένεται από τους συγγενείς να παρέχουν φροντίδα στον ίδιο βαθμό απ' ό,τι στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, ένας αυξανόμενος αριθμός ηλικιωμένων με εύθραυστη υγεία εξαρτώνται από επαγγελματίες παροχείς φροντίδας οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο σπίτι του εξαρτώμενου ατόμου ή σε ειδικά ιδρύματα. Το κόστος της μακροχρόνιας μέριμνας, ακριβώς όπως και το κόστος της ιατρικής περίθαλψης, πολύ συχνά υπερβαίνει τα τρέχοντα εισοδήματα του ατόμου που χρειάζεται φροντίδα και μπορεί σε μικρό χρονικό διάστημα να αναλώσει τις οικονομίες του εν λόγω ατόμου. Έτσι, η ανάγκη μακροχρόνιας μέριμνας αποτελεί μείζονα κοινωνικό κίνδυνο και διαφαίνεται σαφώς η ανάγκη για μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας.

    Τέτοιοι μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας λαμβάνουν πολύ διαφορετική μορφή στα κράτη μέλη. Σε μερικές χώρες, η οικογένεια εξακολουθεί να αναλαμβάνει την παροχή φροντίδας ή τη χρηματοδότησή της. Η δημόσια στήριξη, με τη μορφή της κοινωνικής αρωγής, μέσω των κοινωνικών υπηρεσιών ή της τοποθέτησης σε ιδρύματα μέριμνας είναι διαθέσιμη μόνον εάν δεν υπάρχει στήριξη από την οικογένεια. Μετά τον θάνατο του εξαρτώμενου ατόμου, το κόστος της μέριμνας που είχε αναληφθεί από το δημόσιο μπορεί να αφαιρεθεί από την περιουσία του αποθανόντος. Αυτή είναι η πιο βασική μορφή κοινωνικής προστασίας που απαιτεί από τις οικογένειες να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου της μακροχρόνιας μέριμνας και συντρέχει μόνον εάν οι οικογένειες δεν μπορούν πλέον να παρέχουν φροντίδα. Σε άλλες χώρες δεν υπάρχουν νομικές υποχρεώσεις για τους κατιόντες συγγενείς απέναντι στους ηλικιωμένους γονείς τους, αλλά ο κίνδυνος εξακολουθεί να υπάρχει για τα άτομα που πρέπει να πληρώνουν για την κάλυψη των αναγκών μέριμνας από το εισόδημα και τα περιουσιακά τους στοιχεία.

    Όλο και περισσότερες χώρες κινούνται προς την κατεύθυνση του ευρύτερου συμμερισμού των κινδύνων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της άμεσης παροχής υπηρεσιών μέριμνας στο σπίτι ή σε ιδρύματα μέσω μηχανισμών ασφάλισης. Αυτή η δημόσια παροχή μέριμνας συνήθως αποτελεί αρμοδιότητα των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, συχνά σε σύμπραξη με μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Η εναλλακτική προσέγγιση στο συμμερισμό των κινδύνων είναι ένα ασφαλιστικό σύστημα. Σε μερικές περιπτώσεις, οι ανάγκες μακροχρόνιας μέριμνας καλύπτονται από προβλεπόμενα από το νόμο συστήματα ασφάλισης υγείας. Πρόσφατα, μερικές χώρες καθιέρωσαν την ασφάλιση μακροχρόνιας μέριμνας ως νέο κλάδο του συστήματός τους κοινωνικής προστασίας. Η χρηματοδότηση της άμεσης παροχής υπηρεσιών μέριμνας πραγματοποιείται κατά κανόνα μέσω της φορολογίας, ενώ τα συστήματα με βάση την ασφάλιση συνήθως χρηματοδοτούνται μέσω των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, τουλάχιστον μια χώρα χρησιμοποιεί τους φόρους κληρονομιάς ως πηγή χρηματοδότησης. Αυτό φαίνεται να δικαιολογείται από τη στιγμή που η αμοιβαιότητα στην κάλυψη του κόστους της μακροχρόνιας μέριμνας αποφεύγει, επίσης, την απώλεια σημαντικού τμήματος της κληρονομιάς των κατιόντων συγγενών.

    Η μακροχρόνια μέριμνα μπορεί να παρέχεται με διαφορετικούς τρόπους. Πέρα από την στήριξη της οικογένειας, μπορεί να παρέχεται φροντίδα από επαγγελματίες κατ' οίκον, σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας, σε ειδικά ιδρύματα μακροχρόνιας μέριμνας ή σε νοσοκομεία. Οι μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας θα επηρεάσουν τον τρόπο παροχής της φροντίδας. Εάν δοθεί μεγαλύτερη στήριξη στα ιδρύματα μακροχρόνιας μέριμνας απ' ό,τι στη φροντίδα κατ' οίκον, είναι αναμενόμενο περισσότερα άτομα να ζουν σε ιδρύματα.

    Μερικά κράτη μέλη προσπάθησαν να καταστήσουν τους μηχανισμούς τους κοινωνικής προστασίας ουδέτερους σε ό,τι αφορά τον τρόπο παροχής της μέριμνας. Κάτι τέτοιο απαιτεί ιδίως την προσφορά στήριξης στα άτομα που παρέχουν άτυπη φροντίδα. Τα άτομα που χρειάζονται φροντίδα μπορούν να επιλέγουν μεταξύ των παροχών σε είδος ή ενός κατ' αποκοπή ποσού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μέλη της οικογένειας που παρέχουν τη φροντίδα. Η άτυπη φροντίδα μπορεί επίσης να ενθαρρυνθεί με φορολογικά πλεονεκτήματα, με δικαιώματα σύνταξης και κοινωνικής ασφάλισης για τους παροχείς της φροντίδας, με κατάρτιση, με το δικαίωμα απουσίας από την εργασία για φροντίδα ενός μέλους της οικογένειας, με παροχή προσωπικού αντικατάστασης στη διάρκεια των περιόδων ανάπαυσης του παροχέα φροντίδας και με την πρόβλεψη κέντρων ημερήσιας φροντίδας για τη μικρότερη επιβάρυνση των παροχέων φροντίδας. Tα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των παροχέων άτυπης φροντίδας θα μπορούσαν μάλιστα να ορίζονται σε συμβάσεις. Η στήριξη των παροχέων άτυπης φροντίδας έχει το πλεονέκτημα ότι είναι αποτελεσματική σε σχέση με το κόστος της (οι παροχές που καταβάλλονται στους παροχείς άτυπης φροντίδας είναι χαρακτηριστικά χαμηλότερες από το κόστος των επαγγελματιών παροχής φροντίδας) και ότι επιτρέπει να παρέχεται η φροντίδα από ένα έμπιστο και οικείο παροχέα. Επιπροσθέτως, το εξαρτώμενο άτομο μπορεί να συνεχίσει να ζει στο σπίτι του.

    Όλες οι χώρες διαθέτουν υποδομή για τους επαγγελματίες παροχείς μακροχρόνιας μέριμνας, αλλά η σημασία τέτοιων ιδρυμάτων διαφέρει ανάλογα με τον ρόλο της οικογένειας, των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και της προσφοράς υπηρεσιών και εγκαταστάσεων μέριμνας. Η έλλειψη εγκαταστάσεων και υπηρεσιών ενδέχεται να οδηγήσει τα εξαρτώμενα άτομα να παραμένουν περισσότερο στα νοσοκομεία ή στη φροντίδα των συγγενών.

    Προκλήσεις

    Οι μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας που εγγυώνται την πρόσβαση στη μακροχρόνια μέριμνα είναι αρκετά πρόσφατοι σε πολλά κράτη μέλη και πρέπει να εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται πέρα από τους μηχανισμούς κοινωνικής αρωγής σε άλλα. Στο μέτρο που η ζήτηση μακροχρόνιας μέριμνας αυξάνεται, ενδέχεται να εμφανιστούν ελλείψεις των σχετικών επαγγελματιών.

    Οι ελλείψεις προσωπικού μπορούν επίσης να εξηγήσουν ως ένα βαθμό την έλλειψη χώρου στα ιδρύματα μακροχρόνιας μέριμνας, που οδηγεί τους ηλικιωμένους να καταλαμβάνουν κλίνες επειγόντων περιστατικών στα νοσοκομεία για περισσότερο χρόνο από τον αναγκαίο. Τα ιδρύματα μέριμνας είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και άλλες μορφές άνοιας που απαιτούν εντατική φροντίδα και συνεχή επιτήρηση.

    Μια άλλη πρόκληση είναι η ανάγκη συντονισμού των διαφορετικών παροχέων φροντίδας. Τα εξαρτώμενα άτομα συνήθως χρειάζονται ένα φάσμα ιατρικής και μη ιατρικής υποστήριξης για το οποίο απαιτείται καλή συνεργασία μεταξύ της οικογένειας, των επαγγελματικών παροχής φροντίδας και του ιατρικού προσωπικού. Ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο να οριστεί ένας συντονιστής που θα μπορούσε επίσης να αναλάβει τη συνολική ευθύνη για τη διαχείριση του κόστους των διαφορετικών μορφών μέριμνας.

    Προγραμματισμένες αλλαγές πολιτικής

    Για αρκετά κράτη μέλη η κύρια προτεραιότητα είναι η εφαρμογή των μεγάλων πολιτικών αλλαγών που θεσπίστηκαν πρόσφατα. Άλλα σχεδιάζουν νέα μέτρα, κυρίως για την παροχή καλύτερης στήριξης στη φροντίδα κατ' οίκον. Μερικές χώρες σχεδιάζουν νέες δομές που στοχεύουν στην παροχή ολοκληρωμένης και συνεχούς μέριμνας. Σε αυτό περιλαμβάνεται η αντιμετώπιση των περίπλοκων αναγκών υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής στήριξης των ατόμων που έχουν απωλέσει την αυτονομία τους ή λόγω χρόνιων παθήσεων.

    3.3. Ποιότητα - Υγειονομική περίθαλψη

    Η εξασφάλιση της ποιότητας στην οργάνωση και στην παροχή της υγειονομικής περίθαλψης και της μακροχρόνιας μέριμνας έχει αναγνωριστεί ως βασική πολιτική ανησυχία όλων των κρατών μελών.

    Είναι χρήσιμος ο διαχωρισμός μεταξύ διαφορετικών πλαισίων στα οποία καθιερώνονται κριτήρια ποιότητας. Πρώτον, υπάρχουν κριτήρια ποιότητας της διάρθρωσης, που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο οι υπηρεσίες επανδρώνονται και εξοπλίζονται, και στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν. Τα κριτήρια ποιότητας των διαδικασιών εφαρμόζονται στη λειτουργία της υπηρεσίας και στον τρόπο εκτέλεσης συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Τέλος, τα κριτήρια αποτελέσματος αποσκοπούν στη μέτρηση της ποιότητας των υπηρεσιών εξετάζοντας το αποτέλεσμα συγκεκριμένων παρεμβάσεων - για παράδειγμα, τα ποσοστά μακροπρόθεσμης επιβίωσης ή επιπλοκών.

    Σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, έχουν αναπτυχθεί κριτήρια ποιότητας της διάρθρωσης για το νοσοκομειακό τομέα. Τα κριτήρια αυτά καλύπτουν για παράδειγμα το προσωπικό (επίπεδα προσωπικού, κατάρτιση και εμπειρία), τον εξοπλισμό, τον αριθμό περιστατικών, τα πρότυπα οικοδόμησης, κ.λπ. Αυτά τα πρότυπα συνήθως είναι δεσμευτικά και ορίζονται από δημόσιους φορείς ή από παροχείς κοινωνικής ασφάλισης. Στον εξωνοσοκομειακό τομέα, πάντως, ο καθορισμός κριτηρίων διάρθρωσης είναι πιο δυσχερής. Γενικά, τα κριτήρια αυτά καλύπτουν μόνο τις βασικές απαιτήσεις, π.χ. τις απαιτήσεις επίσημης κατάρτισης του ιατρικού προσωπικού.

    Η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα κριτήρια ποιότητας των διαδικασιών δεν είναι τόσο ενιαία. Παρ' ότι πολλοί επαγγελματίες του τομέα της υγείας θεωρούν την τήρηση προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών που ορίζουν οι ιατρικοί σύλλογοι και άλλοι επίσημοι φορείς ως συνήθη πρακτική, η ανάπτυξη επίσημων κατευθυντήριων γραμμών για τις θεραπευτικές μεθόδους και διαδικασίες ως θέμα πολιτικής υστερεί. Ωστόσο, τα κράτη μέλη καταβάλλουν αξιοσημείωτες προσπάθειες στον τομέα αυτόν και σημειώνουν μεγάλη πρόοδο, κυρίως σε ό,τι αφορά την ενδονοσοκομειακή περίθαλψη.

    Σε αυτό τον τομέα, ο βαθμός επισημότητας με τον οποίο εφαρμόζονται τα πρότυπα παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Συχνά οι κεντρικές κυβερνήσεις - όπως στη Δανία ή στη Σουηδία - θεσπίζουν ένα νομικό πλαίσιο ή εκδίδουν συστάσεις που χρησιμοποιούνται ώστε να αναπτυχθούν πιο συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, από τους φορείς υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, τους ιατρικούς συλλόγους ή άλλους φορείς.

    Μερικές κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπα καθιερώνονται σε εθελοντική βάση, μέσω δοκιμαστικών σχεδίων, γενικών συστάσεων, ή της χρησιμοποίησης οικονομικών κινήτρων. Γενικά, τα εθνικά συστήματα υγείας, όπως στο ΗΒ, μπορούν να εισαγάγουν δεσμευτικότερα πρότυπα χρησιμοποιώντας τα κεντρικά κανονιστικά εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, και μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις για να εξασφαλίζουν την τήρησή τους. Είναι σαφές ότι η εφαρμογή κριτηρίων ποιότητας στην κλινική πρακτική αποτελεί ζωτικής σημασίας στοιχείο μιας πολιτικής για την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Αυτός είναι ο σκοπός που επιδιώκουν πολλά κράτη μέλη. Για να παρακολουθείται η ποιότητα των διαδικασιών στα κράτη μέλη με συγκρίσιμο τρόπο απαιτείται συστηματική περιγραφή των αποτελεσμάτων του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης ανά χρησιμοποιούμενη ιατρική μέθοδο και ανά θεραπευθείσα ασθένεια, ενώ αυτοί οι συνδυασμοί ασθενειών και ιατρικών μεθόδων θα πρέπει να συνδέονται με τις αντίστοιχες προσπάθειες αξιολόγησης. Οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση δεν έχουν προχωρήσει ιδιαίτερα μέχρι σήμερα.

    Μια συστηματική προσέγγιση της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων υγείας ως τμήμα της «ατζέντας» για την ποιότητα συναντάται σε μερικά μόνο κράτη μέλη. Παρόλο που τα αποτελέσματα υγείας ενδέχεται κατ' αρχάς να είναι ένας καλός τρόπος μέτρησης της ποιότητας των παρεμβάσεων, υπάρχουν ορισμένες πρακτικές δυσχέρειες. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα ελάχιστα ή μη αξιόπιστα στοιχεία, και οι πολιτικές δυσχέρειες ανάμειξης της κυβέρνησης σε ένα τομέα στον οποίο θεωρείται ότι την κεντρική αρμοδιότητα έχουν τα ιατρικά επαγγέλματα. Για παράδειγμα, λίγες μόνο χώρες - όπως το ΗΒ - εφαρμόζουν συστήματα αξιολόγησης των νοσοκομείων με βάση την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.

    Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα θέματα ποιότητας οδήγησε τα κράτη μέλη να ιδρύσουν ειδικά ιδρύματα ή φορείς που ασχολούνται με την προώθηση της ποιότητας της εργασίας, διενεργούν αξιολογήσεις, αναπτύσσουν κατευθυντήριες γραμμές ή συστήματα πιστοποίησης. Σήμερα υπάρχουν κεντρικοί φορείς σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη.

    Συχνά, η κεντρική κυβέρνηση μπορεί απλώς να θεσπίζει νόμους-πλαίσιο που στη συνέχεια πρέπει να εφαρμοστούν σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Μια αξιοσημείωτη τάση στις απαντήσεις των κρατών μελών είναι η επικέντρωση στον ρόλο των ασθενών. Σε όλες σχεδόν τις χώρες, έχουν καταβληθεί προσπάθειες να καθιερωθούν μέτρα για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ασθενών, ιδίως στο νοσοκομειακό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικά είναι τα θέματα της παροχής στον ασθενή της ικανότητας να λαμβάνει ενημερωμένες αποφάσεις, της παροχής επαρκούς ενημέρωσης και της διαφάνειας για τις υγειονομικές υπηρεσίες, τις εναλλακτικές θεραπείες και την πρόσβαση στα ιατρικά μητρώα. Για παράδειγμα, υπάρχουν σήμερα ειδικοί νόμοι για τα δικαιώματα των ασθενών στην Αυστρία, στη Φινλανδία και στη Δανία.

    Τέλος, είναι ουσιαστικό να είναι κατανοητός ο τρόπος σύνδεσης της πρόσβασης και της μέριμνας για ποιότητα. Οι ελλείψεις και οι ανισότητες ως προς την πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα που αφορά την ποιότητα, και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συνεκτιμώνται τα θέματα πρόσβασης και ισότητας κατά την ανάπτυξη προτύπων ποιότητας. Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών απαιτεί ενέργειες σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής.

    3.4 Ποιότητα - Μακροχρόνια μέριμνα

    Τα περισσότερα κράτη μέλη διαθέτουν εθνικά πρότυπα ποιότητας για τη μέριμνα των ηλικιωμένων. Υπάρχουν, όμως, διαφορές ανάλογα με το αν αυτά είναι νομικά δεσμευτικά ή απλώς συστάσεις. Επιπροσθέτως, από ορισμένες απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο συνάγεται ότι, σε σύγκριση με την υγειονομική περίθαλψη, ο τομέας της μακροχρόνιας μέριμνας λειτουργεί με πολύ αποκεντρωμένο τρόπο. οι αρχές περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν μεγάλο βαθμό διακριτικής ευχέρειας ως προς τα πρότυπα που εφαρμόζουν. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, πάντως, ότι το ΗΒ επανέφερε την αρμοδιότητα αυτή σε εθνικό επίπεδο με την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού φορέα, της Εθνικής Επιτροπής Προτύπων Μέριμνας (ΕΕΠΜ) για τη ρύθμιση των υπηρεσιών κοινωνικής περίθαλψης και ανεξάρτητης υγειονομικής περίθαλψης. Σκοπός αυτής της νέας ρύθμισης είναι να βελτιωθεί η ποιότητα των υπηρεσιών και το επίπεδο προστασίας των ευάλωτων ομάδων, διαφυλάσσοντας και διατηρώντας, ταυτόχρονα, καλής ποιότητας ιδρύματα για τους ηλικιωμένους.

    Φαίνεται ότι υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την αποκέντρωση σε αρκετά κράτη μέλη. Για παράδειγμα, τα προγράμματα δεν είναι καλά στοχοθετημένα, η παρακολούθηση είναι άνιση και υπάρχει έλλειψη κινήτρων για αύξηση της ποιότητας.

    Σε ό,τι αφορά τη μέριμνα σε ιδρύματα, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ορίσει κριτήρια διαρθρωτικής ποιότητας, π.χ. για τις δεξιότητες του προσωπικού και τα οικοδομικά πρότυπα. Στο Βέλγιο και στη Γερμανία, για παράδειγμα, η τήρηση αυτών των προτύπων αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή των εξόδων από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

    Mερικές χώρες, όπως η Γαλλία, έχουν αναπτύξει επίσης κριτήρια ποιότητας των διαδικασιών για τα ιδρύματα μέριμνας. Αυτή η ποιοτική προσέγγιση των υπηρεσιών κατ' οίκον βοήθειας περιλαμβάνει ειδικούς ποιοτικούς στόχους και την κατάρτιση μιας "στρατηγικής για τις εγκαταστάσεις" σχετικά με τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν τον καθορισμό στόχων για τα κυριότερα κριτήρια ποιότητας.

    Άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, αναφέρουν την έλλειψη τυποποιημένων συστημάτων που εγγυώνται ελάχιστα επίπεδα μέριμνας ως μια βασική πρόκληση για το σύστημα μακροχρόνιας μέριμνας.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη αναφέρουν στις απαντήσεις τους ότι υπάρχει έλλειψη καθορισμού προτύπων σε σχέση με την κατ' οίκον βοήθεια. Μερικά δοκιμαστικά σχέδια προτύπων ποιότητας εφαρμόστηκαν στο Βέλγιο, ενώ στη Δανία καθιερώθηκε ένα σύστημα εξασφάλισης της ποιότητας σε τοπικό επίπεδο. Η Γαλλία έχει καθιερώσει ένα "πρότυπο υπηρεσιών κατ' οίκον" που αποβλέπει στην εξασφάλιση ποιοτικών υπηρεσιών, ενώ πρόκειται να καθιερώσει και μια εξωτερική οργάνωση που θα εξασφαλίζει την τήρηση αυτών των προτύπων. Σε ό,τι αφορά την κατάρτιση των άτυπων παροχέων φροντίδας, η Αυστρία διαθέτει νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση των παροχέων φροντίδας στους ηλικιωμένους, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που παρέχουν βοήθεια κατ' οίκον.

    Ταυτόχρονα, η ζήτηση κατ' οίκον βοήθειας έχει αυξηθεί λόγω των δημογραφικών εξελίξεων και της ολοένα μεγαλύτερης κάλυψης του θέματος από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Όπως προαναφέραμε, στην Ελλάδα, η φροντίδα των ηλικιωμένων θεωρείται οικογενειακή υπόθεση. Ωστόσο, καθώς οι οικογενειακές δομές αλλάζουν, η Ελλάδα στρέφει την προσοχή της στην ανάπτυξη προγραμμάτων κατ' οίκον βοήθειας.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη δηλώνουν ότι τα δικαιώματα των αποδεκτών καλύπτονται στα κριτήρια ποιότητας ή στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών, ενώ σε μερικές περιπτώσεις υπάρχουν ειδικοί νόμοι που αποσκοπούν στην προώθηση των δικαιωμάτων των χρηστών/των πελατών.

    Ορισμένα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Φινλανδίας, του ΗΒ και της Σουηδίας, έχουν προσδιορίσει ελλείψεις προσωπικού, υψηλό βαθμό εναλλαγής και αυξανόμενη πίεση εργασίας ως ιδιαίτερους τομείς ανησυχίας σε αυτό τον τομέα. Αρκετές χώρες δηλώνουν ότι οι δημογραφικές αλλαγές του μεγαλύτερης ηλικίας πληθυσμού απαιτούν μια αύξηση του καταρτισμένου και εκπαιδευμένου προσωπικού στον τομέα, καθώς και νέες προσεγγίσεις για να αυξηθεί η ελκυστικότητα του επαγγέλματος.

    Έχουν επίσης ληφθεί μέτρα για τη μείωση της κόπωσης που συνδέεται με την εργασία στο προσωπικό παροχής φροντίδας στα ιδρύματα. Η Σουηδία, που αντιμετωπίζει δυσχέρειες στις προσλήψεις προσωπικού υγειονομικής περίθαλψης, εξετάζει τις δυνατότητες μισθολογικών αυξήσεων ενίσχυσης του αριθμού του προσωπικού, προγραμμάτων "κατάρτισης σε συνδυασμό με εργασία" και βελτιώσεων στο περιβάλλον εργασίας για το προσωπικό παροχής μακροχρόνιας μέριμνας.

    Μερικά κράτη μέλη παρατηρούν ότι υπάρχει έλλειψη κατάλληλων δεικτών ποιότητας και ελέγχων και θεωρούν την ανάπτυξή τους ως άμεση πρόκληση. Για να αντιμετωπίσει μερικά από αυτά τα ζητήματα, το Βέλγιο θα ξεκινήσει μια νέα πολιτική για τους ηλικιωμένους το 2003 που θα περιλαμβάνει εργαλεία αξιολόγησης των αναγκών μέριμνας για τους ηλικιωμένους τα οποία ταυτόχρονα θα χρησιμεύουν για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της μέριμνας. Η Δανία σκοπεύει να αναπτύξει ένα γενικό μοντέλο για τη βελτίωση των πρακτικών, των διαδικασιών παρακολούθησης και της παγίωσης των προτύπων ποιότητας στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης.

    3.5. Οικονομική βιωσιμότητα - Υγειονομική περίθαλψη

    Οι δομές της χρηματοδότησης των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης στην ΕΕ

    Ο τρόπος με τον οποίο χρηματοδοτούνται τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στην ΕΕ διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, και σε γενικές γραμμές συμβαδίζει με τα διάφορα και διαφορετικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για τη διάρθρωση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης. Γενικά, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στην ΕΕ τείνουν να είναι μεικτά συστήματα που περιλαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση (που κατέχει εξέχουσα θέση) με κάποιο στοιχείο ιδιωτικής χρηματοδότησης. Τα περισσότερα συστήματα, αν και όχι όλα, περιλαμβάνουν μια (υποχρεωτική) ασφάλιση ασθένειας, και σχεδόν όλα χρηματοδοτούνται κατά ένα μέρος άμεσα από τη γενική φορολογία. Συχνά οι πόροι για τη χρηματοδότηση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης συγκεντρώνονται σε περιφερειακό επίπεδο. Όλα τα συστήματα διαθέτουν κάποιο στοιχείο χρέωσης του χρήστη για τους ασθενείς που συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης - όμως ο πρωταρχικός τους ρόλος συχνά είναι να επιχειρούν τον έλεγχο της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης.

    Κοινές προκλήσεις για την οικονομική βιωσιμότητα των δημόσιων συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης

    Σε ό,τι αφορά την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των δημόσιων συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, τα κράτη μέλη περιέγραψαν ορισμένες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συστήματά τους. Παρά τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε ολόκληρη την ΕΕ, μπορεί να προσδιοριστεί ένας αριθμός κοινών προκλήσεων.

    Σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, τα κράτη μέλη υπογραμμίζουν τις βασικές εξελίξεις της κοινωνίας, που έχουν ήδη αναφερθεί στο κεφάλαιο 2:

    - Υπάρχουν σημαντικές πιέσεις στο σύστημα υγείας, τόσο από τους επαγγελματίες στον τομέα της υγείας όσο και από τους ασθενείς, για αυξημένη διάδοση των νέων και ακριβών ιατρικών τεχνολογιών.

    - Οι μακροπρόθεσμες τάσεις του πληθυσμού να καταναλώνει περισσότερο στο μέτρο που γίνεται πλουσιότερος με την πάροδο του χρόνου ως πηγή αύξησης του κόστους στα συστήματα υγείας.

    - Οι δημογραφικές αλλαγές που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού.

    Στις απαντήσεις τους στα ερωτηματολόγια, τα κράτη μέλη σημείωσαν τις εξής επείγουσες βραχυπρόθεσμες προκλήσεις για την οικονομική διαχείριση των δημόσιων συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης:

    - Η ανάγκη για μείωση της υπερκατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, πέρα από εκείνη που είναι αποτελεσματική για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της μέριμνας.

    - Σε μερικά κράτη μέλη υπάρχει πιεστική ανάγκη αντιμετώπισης των άμεσων υπερβάσεων του κόστους, που υπονομεύουν την οικονομική ισορροπία των ταμείων ασφάλισης ασθένειας και/ή καθιστούν δυσχερή τη συνολική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.

    - Σε άλλα κράτη μέλη, η πίεση είναι διαφορετική, και στρέφεται περισσότερο προς την ανάγκη για αύξηση του όγκου των υπηρεσιών, μεταξύ άλλων με τη μείωση του χρόνου αναμονής, αλλά χωρίς να θίγεται η οικονομική διαχείριση του συστήματος.

    Απέναντι σε αυτές τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες τάσεις της οικονομικής βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας τους, πολλά κράτη μέλη αναφέρουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ως προς την αναπροσαρμογή των συστημάτων υγείας τους. Αναφέρονται, για παράδειγμα, οι εξής προκλήσεις:

    - Εξεύρεση μέσων για την αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των πόρων.

    - Πιο δραστήρια συμμετοχή των γιατρών και των επαγγελματιών στον τομέα της υγείας στη διαχείριση των πόρων.

    Πρόσφατες τάσεις των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης

    Παρ' ότι πολλές από τις απαντήσεις των κρατών μελών στο ερωτηματολόγιο της ΕΟΠ/ΕΚΠ εξέταζαν τις πρόσφατες εξελίξεις στις δαπάνες υγείας, οι απαντήσεις δεν παρείχαν με συστηματικό τρόπο ποσοτικές ενδείξεις των τάσεων σε συνολικά επίπεδα δαπάνης για υγειονομική περίθαλψη. Πέρα από αυτό, όταν παρέχονται αριθμητικά στοιχεία για τις δαπάνες αυτά δεν είναι πάντα συναφή ή συγκρίσιμα μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, αυτές οι πληροφορίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ευχερώς για σύγκριση της δαπάνης των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε όλη την ΕΕ. Στη θέση τους, - Παράρτημα 1, Πίνακας 4 - παρέχονται οι πιο πρόσφατες πληροφορίες από τη βάση δεδομένων υγείας του ΟΟΣΑ υπό μορφή παραδείγματος.

    Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο επιτρέπουν την πραγματοποίηση μερικών ποιοτικών συγκρίσεων - με τους περιορισμούς που είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς συνάφειας και συγκρισιμότητας που προαναφέρθηκαν. Από τις πληροφορίες φαίνεται ότι τα κράτη μέλη έχουν διαφορές ως προς τις πρόσφατες τάσεις της δαπάνης για την υγεία, και ως προς τις πολιτικές τους αντιδράσεις:

    - σε μερικά κράτη μέλη η ταχεία αύξηση των δαπανών προξενεί ανησυχία, καθώς συχνά η δημόσια δαπάνη αυξάνεται ταχύτερα απ' ό,τι το ΑΕγχΠ και επομένως οι τομείς της υγείας επεκτείνονται ως μερίδιο του ΑΕΠ. Σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνεται το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και η Πορτογαλία. Συχνά οι υπερβάσεις του κόστους στον τομέα της υγείας αποτελούν λόγο ανησυχίας για την ευρύτερη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Σε μερικά κράτη μέλη, αυτές οι υπερβάσεις παραμένουν παρά την ύπαρξη πολυάριθμων μηχανισμών ελέγχου του κόστους. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η ταχεία αύξηση της δαπάνης σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ιταλία πραγματοποιείται μέσα σε πλαίσιο σχετικά χαμηλών επιπέδων συνολικής δημόσιας δαπάνης για υγειονομική περίθαλψη.

    - Σε μερικά άλλα κράτη μέλη, η αύξηση της δαπάνης ήταν επίσης ταχεία, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής για τη διοχέτευση περισσότερων όρων στον τομέα της υγείας με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της μέριμνας. Σε αυτή την ομάδα χωρών περιλαμβάνεται η Δανία, η Ιρλανδία και το ΗΒ.

    - Σε μια τρίτη ομάδα, οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο δείχνουν ότι τα επίπεδα της δαπάνης είναι σχετικά σταθερά και επομένως ο περιορισμός του κόστους δεν αποτελεί φλέγον θέμα - είναι η περίπτωση της Ισπανίας, όπου το επίκεντρο των πολιτικών είναι περισσότερο η βελτίωση της διαχείρισης και της αποτελεσματικότητας του εθνικού συστήματος υγείας.

    Σε ό,τι αφορά τις βασικές συνιστώσες της ταχείας αύξησης της δαπάνης, πολλά κράτη μέλη τόνισαν την ταχεία αύξηση της δαπάνης για φαρμακευτικά προϊόντα.

    Μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης

    Και πάλι, δεν παρείχαν όλα τα κράτη μέλη ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με την αναμενόμενη εξέλιξη των δαπανών υγείας σε μακροπρόθεσμη βάση. Στις περιπτώσεις που δόθηκαν ποσοτικές εκτιμήσεις, συχνά τα κράτη μέλη παρείχαν μια σύνοψη των προβολών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της ΕΟΠ το 2001 [6]. Μερικές χώρες παρείχαν επίσης πληροφορίες με βάση άλλες μακροπρόθεσμες προβολές - π.χ. το Βέλγιο, η Ισπανία και η Φινλανδία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, άλλες εθνικές προβολές έδιναν προβλέψεις μακροπρόθεσμων αυξήσεων στη δαπάνη υγείας πάνω από τις εκτιμήσεις της .ΕΟΠ. Αυτό δεν προξενεί έκπληξη, καθώς οι εκτιμήσεις της ΕΟΠ αποσκοπούσαν στη μέτρηση του αντίκτυπου των δημογραφικών αλλαγών θεωρώντας αμετάβλητα τα άλλα στοιχεία του κόστους. Ωστόσο, μπορεί να αναμένεται ότι αυτοί οι άλλοι παράγοντες, που περιλαμβάνουν κυρίως τη διάδοση νέας και ακριβής ιατρικής τεχνολογίας, θα οδηγούσαν σε πρόσθετη ανοδική πίεση των συνολικών επιπέδων δαπάνης. Οι προβολές της ΕΟΠ παρουσιάζονται συνοπτικά στο Παράρτημα 1, Πίνακας 3. Τέτοιου είδους μακροπρόθεσμες προβολές πάντως πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή, όπως σημειώνεται στην έκθεση της ΕΟΠ.

    [6] Έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής για τις δημοσιονομικές προκλήσεις που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού: ο αντίκτυπος στη δημόσια δαπάνη για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα για τους ηλικιωμένους και πιθανοί δείκτες της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.

    Οι προβολές της ΕΟΠ, μαζί με τις άλλες εθνικές προβολές που προαναφέρθηκαν, υποδεικνύουν ότι οι μελλοντικές αυξήσεις της δαπάνης για υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα ενδέχεται να είναι σημαντικές, γεγονός που θα επιφέρει σημαντική πρόσθετη επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών σε μακροπρόθεσμη βάση. Οι προβολές της ΕΟΠ για τη δημόσια δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη αποκαλύπτουν ότι ο αντίκτυπος των δημογραφικών αλλαγών την τελευταία 50ετία είναι της τάξης των 0,7 έως 2,3 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕγχΠ για την 50ετή περίοδο προβολής. Σε μερικά κράτη μέλη (π.χ. Γερμανία και Ιρλανδία) αναμένεται να σημειωθούν αυξήσεις της δαπάνης κατά περίπου (ή πάνω από) 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕγχΠ στη διάρκεια της περιόδου προβολής. (Η Αυστρία αναθεώρησε τις προβολές της το 2002. Οι αναθεωρημένες προβολές παρουσιάζονται σε υποσημείωση μετά τον Πίνακα 3).

    Συνοψίζοντας, επομένως, σε μακροπρόθεσμη βάση, μπορούν να αναμένονται σημαντικές πρόσθετες πιέσεις για δαπάνες στους τομείς της υγείας. Μερικά κράτη μέλη σημειώνουν ότι θα υπάρξει ανάγκη για ρητά μέτρα πολιτικής με στόχο την προπαρασκευή για τις οικονομικές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, δεδομένων ιδίως των αναμενόμενων αυξήσεων άλλων δαπανών σχετικά με την ηλικία, όπως οι συντάξεις, σε μακροπρόθεσμη βάση.

    Μηχανισμοί ελέγχου του κόστους

    Γενικά, οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο παρείχαν πληθώρα ποιοτικών πληροφοριών για τα μέτρα ελέγχου του κόστους στα κράτη μέλη. Οι απαντήσεις, όμως, δεν έδειχναν πάντα ποια από τα μέτρα ήταν αποτελεσματικά. Στη συνέχεια παρατίθεται μια γενική ανασκόπηση των ειδών μέτρων που έχουν ληφθεί σε διαφορετικά κράτη μέλη, με βάση την ταξινόμηση σε κατηγορίες που χρησιμοποιεί ο ΟΟΣΑ. [7]

    [7] OΟΣΑ (1994), Έγγραφο Εργασίας του Τμήματος Οικονομικών αριθ. 149, H. Oxley & M. MacFarlan, "Health Care Reform: Controlling Spending and Increasing Efficiency" (η μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης: έλεγχος των δαπανών και αύξηση της αποτελεσματικότητας)

    (1) Mέτρα για τη μετακίνηση του κόστους προς τους καταναλωτές

    Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν κάποιο είδος χρέωσης του χρήστη για αγαθά και υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Παρόλο που η χρέωση μπορεί να περιλαμβάνει μια συνεισφορά στο κόστος της νοσοκομειακής διαμονής ή των ιατρικών επισκέψεων, το συνηθέστερο είναι να αφορά συνεισφορά στην αγορά των φαρμάκων που χορηγούνται στην πρωτογενή περίθαλψη. Τα μέτρα μετάθεσης του κόστους έχουν δύο στόχους: πρώτον, να μετακινήσουν άμεσα την επιβάρυνση της χρηματοδότησης από τα δημόσια οικονομικά σε ιδιωτικές πηγές - αυτή η αιτιολόγηση, π.χ., φαίνεται να κυριαρχεί στις αυξήσεις της χρέωσης του χρήστη στη δεκαετία του '90 στη Φινλανδία. Δεύτερον, να διευκολύνουν τον έλεγχο της ζήτησης υπηρεσιών από τους καταναλωτές μειώνοντας, έτσι, έμμεσα τη δημόσια (και τη συνολική) δαπάνη. Ωστόσο, η χρέωση των χρηστών δεν θα διαδραματίσει κανένα ρόλο στον έλεγχο της ζήτησης των καταναλωτών εάν τα ποσά επιστρέφονται μέσω συμπληρωματικής ασφάλισης υγείας.

    (2) Έλεγχοι των τιμών και του μεγέθους της προσφοράς και της ζήτησης

    Σε μερικά κράτη μέλη υπάρχουν εθνικές συμφωνίες για τον καθορισμό των τιμών μεταξύ των παροχέων αγαθών και υπηρεσιών υγείας (π.χ. παραγωγοί ή οργανισμοί που εκπροσωπούν τους επαγγελματίες στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης) και των χρηματοδοτών της υγειονομικής περίθαλψης. Τέτοιες συμφωνίες υπάρχουν π.χ. στο Βέλγιο και στην Ισπανία. Σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη υπάρχουν, ιδίως, συμφωνίες που καλύπτουν τα φαρμακευτικά προϊόντα. Οι συμφωνίες συχνά ορίζουν τιμές για τα φαρμακευτικά προϊόντα, απαιτούν τη χρησιμοποίηση φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας και όχι προϊόντων συγκεκριμένου σήματος και, σε μερικές περιπτώσεις, περιλαμβάνουν ακόμη και ανώτατα επίπεδα δαπάνης για τα προϊόντα αυτά σε επίπεδο συνολικών τιμών (π.χ. στην Ισπανία).

    Σε μερικές χώρες υπάρχουν άμεσα εμπόδια για την πρόσβαση σε ορισμένες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Για παράδειγμα, στο ΗΒ, στις Κάτω Χώρες, στη Φινλανδία και στη Δανία, για την πρόσβαση σε γιατρούς ορισμένων ειδικοτήτων απαιτείται παραπεμπτικό από γενικό γιατρό. Η εμπειρία φανερώνει ότι αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί αποτελεσματικά ως προς τον έλεγχο των δαπανών υγείας.

    (3) Μεταρρυθμίσεις για να ενθαρρυνθεί η αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πόρων

    Σε μερικές περιπτώσεις, οι χρηματοδότες της υγειονομικής περίθαλψης επιβάλλουν άμεσους ελέγχους των δαπανών. σε αυτούς περιλαμβάνονται οι σταθεροί προϋπολογισμοί για τα περιφερειακά συμβούλια υγείας ή τα νοσοκομεία - αυτό ισχύει π.χ. στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία. Όλο και περισσότερο, τα συστήματα υγείας στην ΕΕ καταφεύγουν σε συμβάσεις μεταξύ των αγοραστών υγειονομικής περίθαλψης (είτε χρηματοδότες, είτε τρίτοι αγοραστές όπως π.χ. ασφαλιστικές εταιρίες) και των παροχέων υπηρεσιών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πλέον αποτελεσματική χρησιμοποίηση των οικονομικών πόρων. Σε μερικές περιπτώσεις, αυτές οι συμβάσεις απαιτούν τη μεταφορά τυχόν υπερβάσεων του κόστους στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους. Αυτό ισχύει για τα νοσοκομεία στο Βέλγιο και τα συμβούλια υγείας στην Ιρλανδία. Αυτή η προσέγγιση αποδεικνύεται αρκετά αποτελεσματική ως προς την ενθάρρυνση της αποδοτικότητας. Σε άλλες χώρες, η διάθεση οικονομικών πόρων συνδέεται όλο και περισσότερο με μέτρα σχετικά με την απόδοση, ή με το είδος των περιστατικών που συναντώνται στα νοσοκομεία. Τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται επίσης αρκετά αποτελεσματικά ως προς την ενθάρρυνση των βελτιώσεων της αποδοτικότητας. Αυτό συνέβη στην Αυστρία, όπου η εισαγωγή τέτοιων συμβάσεων οδήγησε σε χαρακτηριστική μείωση της μέσης διάρκειας νοσηλείας.

    Σε άλλες χώρες, για παράδειγμα στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι υπηρεσίες των δημόσιων συστημάτων υγείας παρέχονται όλο και περισσότερο από ιδιωτικούς προμηθευτές. Η Ισπανία συγκαταλέγεται στα κράτη μέλη που έχουν ενσωματώσει μηχανισμούς αγοράς στο μέγιστο βαθμό στον τομέα της υγείας.

    3.6. Οικονομική βιωσιμότητα - Μακροχρόνια μέριμνα

    Οι δομές χρηματοδότησης της μακροχρόνιας μέριμνας στην ΕΕ

    Η κατάσταση σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των συστημάτων μακροχρόνιας μέριμνας στην ΕΕ είναι ακόμη πιο δύσκολο να προσδιοριστεί απ' ότι η κατάσταση στα συστήματα υγείας. Αυτό οφείλεται στο ότι η μακροχρόνια μέριμνα συχνά είναι μοιρασμένη μεταξύ διαφόρων και διαφορετικών δημόσιων δομών και προϋπολογισμών, συχνότερα δε μεταξύ του προϋπολογισμού υγείας και του προϋπολογισμού κοινωνικών υπηρεσιών. Πέρα από αυτό, η μακροχρόνια μέριμνα που παρέχεται στο σύστημα υγείας είναι συχνά δύσκολο να διακριθεί από τις πιο παραδοσιακές παρεμβάσεις υγείας. Τέλος, οι κοινωνικές υπηρεσίες μακροχρόνιας μέριμνας συχνά παρέχονται σε πολύ τοπικό επίπεδο. για τον λόγο αυτό, μερικές φορές δεν είναι εύκολο να εξαχθούν εθνικές τάσεις. Σε μερικά κράτη μέλη υπάρχουν ασφαλιστικά συστήματα για τα εξαρτώμενα άτομα, ενώ σε άλλα ήδη αναπτύσσονται τέτοια συστήματα.

    Προκλήσεις

    Η πιο κοινή πρόκληση για τη χρηματοδότηση της μακροχρόνιας μέριμνας που τονίζουν τα κράτη μέλη της ΕΕ στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο είναι η γήρανση. Πρώτον, η γήρανση θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ηλικιωμένων και υπερηλίκων. Δεύτερον, ο τομέας της μακροχρόνιας μέριμνας είναι ένας κατ' εξοχήν τομέας έντασης εργασίας. Μερικά κράτη μέλη σημειώνουν ότι ο τομέας προβλέπεται να αντιμετωπίσει οξείες ελλείψεις εργατικού δυναμικού (που συνδέονται επίσης με τη γήρανση), γεγονός που θα οδηγήσει στην αύξηση του μισθολογικού κόστους. Η γερμανική έκθεση σημειώνει ότι η πίεση που δημιουργεί η γήρανση στα συστήματα μακροχρόνιας μέριμνας θα ενταθεί κατά μεγάλο μέρος μέσω της κάθετης αύξησης της συχνότητας χρόνιων παθήσεων όπως η άνοια, που δεν απαιτούν απαραιτήτως ιδιαίτερη παρέμβαση από την παραδοσιακή υγειονομική περίθαλψη αλλά επιβαρύνουν σοβαρά τον τομέα της μέριμνας.

    Εκτός από τη γήρανση, η δανική και η γερμανική έκθεση σημειώνουν ότι εάν οι τάσεις του παρελθόντος συνεχιστούν, ενδέχεται να υπάρξει αυξημένη ζήτηση για επίσημες υπηρεσίες μέριμνας ως αποτέλεσμα της μειωμένης παροχής άτυπης μέριμνας που οφείλεται σε κοινωνικές αλλαγές.

    Η Πορτογαλία και η Ιταλία αναφέρουν ορισμένες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν για την κατάρτιση ενός συνεκτικού συστήματος μέριμνας για τους ηλικιωμένους. Μια από τις κυριότερες είναι η παροχή ολοκληρωμένων λύσεων για τους ασθενείς που να καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα των απαιτούμενων υπηρεσιών μέριμνας, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης. Μια άλλη πρόκληση είναι η ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών μέριμνας στο σπίτι για τους ηλικιωμένους, που συμβαδίζει με τις επιθυμίες των ίδιων των ηλικιωμένων και είναι καλύτερη από την άποψη της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας.

    Πρόσφατες τάσεις της δαπάνης

    Οι πληροφορίες των εθνικών εκθέσεων είναι κάπως ετερόκλητες, και αντικατοπτρίζουν εν μέρει τις δυσχέρειες ποσοτικοποίησης του κόστους των υπηρεσιών μακροχρόνιας μέριμνας, που χρηματοδοτούνται από διάφορους προϋπολογισμούς. Από τα κράτη μέλη που παρέχουν μερικά ποσοτικά στοιχεία, είναι δύσκολο να εξαχθούν σαφείς διακρατικές τάσεις. Στη Δανία, οι πόροι που διοχετεύονται σε αυτό τον τομέα σημειώνουν αύξηση σε απόλυτους αριθμούς, αν και σε ποσοστό χαμηλότερο από εκείνο της πραγματικής αύξησης του ΑΕγχΠ. Αυτές οι αυξήσεις του κόστους επιτάθηκαν από την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων και από την αύξηση του κατά κεφαλήν κόστους. Επίσης σημαντική ήταν η αύξηση του κόστους στην Ισπανία, όπου όλο και περισσότεροι πόροι διοχετεύονται από τις αυτόνομες κοινότητες στη μακροχρόνια μέριμνα, και στο Λουξεμβούργο, όπου η ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας είναι ακόμη στα πρώτα της βήματα.

    Μακροπρόθεσμες προβολές της δαπάνης

    Και εδώ, οι πληροφορίες που παρέχονται σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των δαπανών μακροχρόνιας μέριμνας είναι πολύ ετερόκλητες. Από τα κράτη μέλη εκείνα που παρέχουν κάποιες πληροφορίες για τις προοπτικές, οι προβολές βασίζονται κυρίως σε εκείνες που έχουν διεξαχθεί με την ΕΟΠ. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Παράρτημα 1, Πίνακας 3.

    Μηχανισμοί ελέγχου του κόστους

    Σε μερικά κράτη μέλη η ολοκληρωμένη πολιτική για τη μακροχρόνια μέριμνα βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της ανάπτυξης. Επομένως, δεν υπάρχει ακόμη ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων για τον έλεγχο του κόστους - αυτό συμβαίνει, π.χ., στο Βέλγιο.

    Στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, η διάθεση οικονομικών πόρων πραγματοποιείται με βάση εθνικά σχέδια και στόχους. Στη Γαλλία, οι στόχοι απαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο μαζί με τους στόχους της υγειονομικής περίθαλψης. Η διάθεση πόρων και οι στόχοι καθορίζονται με στόχο τον εκ των προτέρων περιορισμό των δαπανών, αλλά οι εκθέσεις δεν διευκρινίζουν εάν είναι αποτελεσματικοί για τον έλεγχο του κόστους. Στη Γερμανία, ο έλεγχος του κόστους αποτελεί μέχρι ένα βαθμό αρμοδιότητα του ταμείου ασφάλισης ασθένειας.

    Σε μερικές χώρες, οι παρεχόμενες υπηρεσίες καθορίζονται εκ των προτέρων - έτσι ώστε να περιορίζεται ως ένα βαθμό το πεδίο για αυξήσεις των δαπανών. Στην Αυστρία ορίζονται από το νόμο, ενώ στη Δανία και στο Λουξεμβούργο εξαρτώνται από ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα περίθαλψης με βάση τις ανάγκες. Στην Ιρλανδία επιχειρείται η παροχή της περίθαλψης στο σπίτι, καθώς έχει χαμηλότερο κόστος και συνήθως συμβαδίζει με τις επιθυμίες των ηλικιωμένων.

    Στη Γαλλία, ο έλεγχος του κόστους πραγματοποιείται, επίσης, μέσω ορισμένων χρεώσεων του χρήστη, οι οποίες εξαρτώνται από τα οικονομικά μέσα των ηλικιωμένων (συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής παροχής αυτονομίας που καθιερώθηκε πρόσφατα).

    4. Συμπερασματα

    Οι απαντήσεις των κρατών μελών επιβεβαιώνουν την χρησιμότητα των τριών γενικών στόχων - της πρόσβασης, της ποιότητας και της βιωσιμότητας - ως βάσης για την εξέταση των πολιτικών για την υγειονομική περίθαλψη και τη μακροχρόνια μέριμνα για τους ηλικιωμένους. Όλα τα κράτη μέλη προσπαθούν να βρουν την καλύτερη ισορροπία μεταξύ των τριών αυτών στόχων: πως θα συγκεντρωθεί αρκετή χρηματοδότηση ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής περίθαλψη για όλους, με υψηλή ποιότητα. πως θα παρέχονται υπηρεσίες με καλύτερη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας;

    Οι απαντήσεις των κρατών μελών δείχνουν ότι η αναζήτηση αυτής της ισορροπίας δημιουργεί μια μείζονα πρόκληση για τη συνολική διαχείριση των συστημάτων. Έτσι, πολλές εθνικές απαντήσεις αναφέρονται στην ανάγκη να εξασφαλίζεται ορθή λήψη αποφάσεων στη διεπαφή μεταξύ της δικής τους υγειονομικής περίθαλψης και των νεοεμφανιζόμενων τομέων μακροχρόνιας μέριμνας και καλύτερος συντονισμός της παροχής υγειονομικής περίθαλψης και των υπηρεσιών μακροχρόνιας μέριμνας για τους ηλικιωμένους. Η επίτευξη της βέλτιστης ισορροπίας θέτει εξάλλου και ζητήματα διακυβέρνησης. πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της επικέντρωσης στην ποιότητα, στα πρότυπα και στον έλεγχο του κόστους που συχνά διοικούνται σε κεντρικό επίπεδο, από τη μια, και της τοπικής διαχείρισης και παροχής των υπηρεσιών από την άλλη.

    Οι απαντήσεις μερικών κρατών μελών αναφέρουν τις μεγάλες προκλήσεις για την απασχόληση και τις ευκαιρίες στον τομέα της περίθαλψης, παρότι αυτός δεν ήταν ένας ρητός στόχος του ερωτηματολογίου. Οι προκλήσεις περιλαμβάνουν: τον τρόπο διατήρησης του προσωπικού υπό συνθήκες εργασίας που μερικές φορές καθίστανται αρκετά δυσχερείς. τον τρόπο προσέλκυσης και κατάρτισης νέου προσωπικού παράλληλα με την αύξηση της ζήτησης στις επόμενες δεκαετίες. τον τρόπο ανάπτυξης της ποιότητας της εργασίας, παρέχοντας ανάπτυξη των δεξιοτήτων και πρόοδο της σταδιοδρομίας, στον τομέα αυτόν. Θα υπάρξουν, όπως είναι φυσικό, ευκαιρίες για αύξηση της απασχόλησης. Ο τομέας της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών είναι ήδη ένας μεγάλος εργοδότης που το 2001 αντιπροσώπευε το 9,7 % της συνολικής απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [8].

    [8] Η απασχόληση στην Ευρώπη το 2002, σελ. 32. http://europa.eu.int/comm/dgs/employment_social/key_en.htm.

    Σε ό,τι αφορά την πρόσβαση, τα κράτη μέλη εκφράζουν την αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν τη γενική και ολοκληρωμένη πρόσβαση ως ακρογωνιαίο λίθο των συστημάτων τους, ακόμη και απέναντι στο ενδεχόμενο αύξησης του κόστους, πολλά δε κράτη μέλη προτείνουν περαιτέρω προσαρμογές και βελτιώσεις των μηχανισμών πρόσβασης.

    Στον τομέα της ποιότητας, οι απαντήσεις αποκαλύπτουν ότι υπάρχει περιθώριο για μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε ό,τι αφορά την υγειονομική περίθαλψη και τη μακροχρόνια μέριμνα. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο δεδομένης της προοπτικής για μεγαλύτερη διασυνοριακή κινητικότητα των ασθενών καθώς και της διεύρυνσης. Το πρόγραμμα δράσης της Κοινότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας, που θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2003, θα βοηθήσει την ανάπτυξη εργαλείων για αξιολόγηση της ποιότητας.

    Σε ό,τι αφορά την οικονομική βιωσιμότητα, τα κράτη μέλη επισημαίνουν την πρόκληση να εξασφαλίζεται ότι οι πόροι και ιδίως οι νέες τεχνολογίες αναπτύσσονται με γνώμονα την αποδοτικότητα και τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας και να εξασφαλίζεται επίσης ότι οι επαγγελματίες στον τομέα της υγείας και οι ασθενείς ενσωματώνουν τη συνιστώσα του κόστους στις αποφάσεις τους.

    Συνιστώμενα επόμενα βήματα

    Η Επιτροπή καλεί το Συμβούλιο, με βάση την παρούσα ανακοίνωση, να εγκρίνει την κοινή έκθεση που ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Βαρκελώνη και να την υποβάλει στο εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2003.

    Μια διαδικασία αμοιβαίας μάθησης και ανταλλαγής συνεργασίας πρέπει να συνεχιστεί με βάση τα θέματα που προσδιορίστηκαν στην κοινή έκθεση. Το φθινόπωρο του 2003, η Επιτροπή θα παρουσιάσει περαιτέρω προτάσεις για τη συνέχιση αυτής της συνεργασίας. Η ανακοίνωση πρέπει επίσης να καλύπτει τις ειδικές πλευρές αυτών των ζητημάτων που συνδέονται με τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να επικεντρωθεί στην ανταλλαγή εμπειριών και κορυφαίων πρακτικών σε ό,τι αφορά καθέναν από τους τρεις ευρείς στόχους. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στη βελτίωση της βάσης των πληροφοριών και στους δείκτες ως βάση της συνεργασίας αυτής, αξιοποιώντας την υπάρχουσα στενή συνεργασία μεταξύ της Eurostat και του ΟΟΣΑ στον τομέα. Θα ήταν επίσης σκόπιμο να δοθεί ιδιάζουσα προσοχή σε θέματα απασχόλησης.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

    Παραρτημα 1: Πινακεσ και διαγραμματα

    Διάγραμμα 1α:

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Διάγραμμα 1β:

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πηγή: EUROSTAT Διάγραμμα 1γ: Προβολή του μεγέθους του πληθυσμού της ΕΕ σε ηλικία εργασίας και των ηλικιωμένων (εκατομμύρια)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σημείωση: Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας αναφέρεται σε άτομα ηλικίας 15 - 64 ετών.

    Ο όρος ηλικιωμένοι αναφέρεται σε άτομα 65 ετών και άνω

    Πηγή: Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής (2001) "Δημοσιονομικές προκλήσεις που θέτει η γήρανση του πληθυσμού",Eurostat και προβολές της ομάδας εργασίας της EPC για τη γήρανση του πληθυσμού.

    Διάγραμμα 2α: Ηλικιακά προφίλ για τις δημόσιες δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σημειώσεις:

    (1) Tα ηλικιακά προφίλ που εκφράζονται ως μερίδιο του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ, είναι εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση της προβολής της δαπάνης για υγειονομική περίθαλψη. Το έτος που χρησιμοποιήθηκε ως βάση διαφέρει ελαφρά μεταξύ των κρατών μελών, και για τον λόγο αυτό τα προφίλ του παραπάνω διαγράμματος αναφέρονται σε διαφορετικά έτη για διαφορετικά κράτη μέλη: το 1997 για τη Γαλλία, το 1998 για το Βέλγιο, τη Δανία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το 1999 για την Ιταλία και το 2000 για τη Γερμανία, τη Φινλανδία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και τη Σουηδία. (Τα προφίλ για την Πορτογαλία δεν παρουσιάζονται εδώ γιατί χρησιμοποιείται διαφορετική ηλικιακή ταξινόμηση.)

    (2)Tα προφίλ της δαπάνης εδώ αφορούν τη δημόσια δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη μόνο. Χαρακτηριστικά, δεν περιλαμβάνουν τις ιδιωτικές δαπάνες και τη δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια μέριμνα. Βλέπε τον ορισμό των δαπανών για τις προβολές στο Παράρτημα 4.

    (3) Όταν το ηλικιακό προφίλ είναι μηδενικό στο τέλος της γραμμής κατανομής ανά ηλικία, αυτό γενικά οφείλεται στο ότι στα σχετικά κράτη μέλη δεν ήταν διαθέσιμη η ανάλυση κατά ηλικιακή ομάδα στις μεγαλύτερες ηλικίες.

    Πηγή: Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής (2001) "Δημοσιονομικές προκλήσεις που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού"

    Διάγραμμα 2β: Ηλικιακά προφίλ ως προς τη δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια μέριμνα

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σημειώσεις:

    (1) Tα ηλικιακά προφίλ που εκφράζονται ως μερίδιο του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ, είναι εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση της προβολής της δαπάνης για μακροχρόνια μέριμνα. Το έτος που χρησιμοποιήθηκε ως βάση διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών, και για τον λόγο αυτό τα προφίλ του παραπάνω διαγράμματος αναφέρονται σε διαφορετικά έτη για διαφορετικά κράτη μέλη: το 1998 για το Βέλγιο και τη Δανία. το 1999 για την Ιταλία. και το 2000 για την Αυστρία, τη Φινλανδία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία.

    (2)Tα προφίλ της δαπάνης εδώ αφορούν τη δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια μέριμνα μόνο. Χαρακτηριστικά, δεν περιλαμβάνουν τις ιδιωτικές δαπάνες.

    (3) Όταν το ηλικιακό προφίλ είναι μηδενικό στο τέλος της γραμμής κατανομής ανά ηλικία, αυτό γενικά οφείλεται στο ότι στα σχετικά κράτη μέλη δεν ήταν διαθέσιμη η ανάλυση κατά ηλικιακή ομάδα στις μεγαλύτερες ηλικίες.

    Πηγή: Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής (2001) "Δημοσιονομικές προκλήσεις που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού"

    Πίνακας 3: Συνολική δημόσια δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα

    Eκφράζεται ως μερίδιο του ΑΕγχΠ. Κεντρική δημογραφική μεταβλητή,

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σημειώσεις: // (1) Τα αποτελέσματα ως προς τη δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια μέριμνα δεν είναι ακόμη διαθέσιμα σε ορισμένα κράτη μέλη.

    // (2) Τα αποτελέσματα για την Ιρλανδία εκφράζονται ως μερίδιο του ΑΕΠ.

    // (3) Οι σταθμίσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τα κράτη μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα αποτελέσματα. Επομένως, για την υγειονομική περίθαλψη υπάρχει στάθμιση για τα 14 κράτη μέλη της ΕΕ, και για τη μακροχρόνια μέριμνα και τη συνολική δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα ο μέσος όρος αφορά 10 κράτη μέλη.

    Πηγή: Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής (2001) "Δημοσιονομικές προκλήσεις που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού"

    Υποσημείωση 13/11/2002: Nέα προβολή, με βάση νέες δημοσιονομικές προβλέψεις, από την Αυστριακή Στατιστική Υπηρεσία το 2002.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Πίνακας 4 α: Δημόσια δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη ως μερίδιο του ΑΕγχΠ (%)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πίνακας 4 β: Δημόσια δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη ως μερίδιο του ΑΕγχΠ (%)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πηγή: Στοιχεία του ΟΟΣΑ για την Υγεία 2002, © OΟΣΑ, Aύγ. 2002

    Top