This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52002AE0026
Opinion of the Economic and Social Committee on "New impetus for a plan for plant protein crops in the Community"
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Προώθηση σχεδίου φυτικών πρωτεϊνών στην Κοινότητα"
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Προώθηση σχεδίου φυτικών πρωτεϊνών στην Κοινότητα"
ΕΕ C 80 της 3.4.2002, p. 26–34
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Προώθηση σχεδίου φυτικών πρωτεϊνών στην Κοινότητα"
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 080 της 03/04/2002 σ. 0026 - 0034
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Προώθηση σχεδίου 'φυτικών πρωτεϊνών' στην Κοινότητα" (2002/C 80/06) Στις 12 Ιουλίου 2001 και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει πρόσθετη γνωμοδότηση στη γνωμοδότηση "Αροτραίες καλλιέργειες" με το ανωτέρω τίτλο Το τμήμα "Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε την γνωμοδότησή του στις 4 Δεκεμβρίου 2001, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Sabin. Κατά την 387η σύνοδο ολομέλειάς της 16ης και 17ης Ιανουαρίου 2002 (συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 95 ψήφους υπέρ (3 αποχές) την ακόλουθη γνωμοδότηση. Με την ευκαιρία της γνωμοδότησης για την καλλιέργεια ψυχανθών χορτονομής, η ΟΚΕ αποφάσισε να εξετάσει σε βάθος το θέμα του εφοδιασμού σε φυτικές πρωτεΐνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της κτηνοτροφίας. Η εν λόγω πρόσθετη γνωμοδότηση μελετά τους διάφορους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να τεθεί εκ νέου σε εφαρμογή ένα σχέδιο προώθησης των "φυτικών πρωτεϊνών" σε κοινοτική κλίμακα. Καθώς η επιτροπή "Γεωργία" του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξεδήλωσε το ενδιαφέρον της για τις παρατηρήσεις που θα υποβάλει η ΟΚΕ, πραγματοποιήθηκε συνεργασία ανάμεσα στους εισηγητές των δύο οργάνων. Η συνεργασία οδήγησε στην πραγματοποίηση δημόσιας ακρόασης την οποία διοργάνωσε η ΟΚΕ στις 4 Δεκεμβρίου 2001 (για περισσότερες πληροφορίες: www.esc.eu.int). 1. Εισαγωγή 1.1. Το ιστορικό του φακέλου των ελαιοπρωτεϊνούχων καλλιεργειών στις διεθνείς σχέσεις είναι πλούσιο σε διδάγματα για το μέλλον: - οι παραγωγές αυτές δεν θεωρήθηκαν στρατηγικής σημασίας από τους Ευρωπαίους διαπραγματευτές κατά τον "γύρο του Dillon", το 1962. Οκτώ χρόνια αργότερα η σόγια επιβλήθηκε, στις διεθνείς συναλλαγές, ως η μόνη πηγή φυτικών πρωτεϊνών με προορισμό τη διατροφή των ζώων· - μολονότι η ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών θα εξασφάλιζε κανονικά τον εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μειωμένο κόστος, το 1973 σημειώθηκε σημαντική διάσταση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, πράγμα που οδήγησε σε σημαντική αύξηση των τιμών σε διεθνή κλίμακα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν τότε εμπάργκο στις πωλήσεις σόγιας, γεγονός που είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην Ευρώπη· - έχοντας αποκομίσει πολύτιμη πείρα από την εμπειρία της αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε, ήδη από το 1973, ότι μπορούσε να βελτιώσει το ποσοστό αυτοεφοδιασμού της παγιώνοντας την κοινή οργάνωση της αγοράς των ελαιούχων και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ανάπτυξης των πρωτεϊνούχων· - η συμφωνία "Blair House" που ακολούθησε τις επιθέσεις που οι Ηνωμένες Πολιτείες (επιτροπές ΓΣΔΕ) εξαπέλυσαν κατά του κανονισμού για τις "ελαιούχες" καλλιέργειες είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ευρωπαϊκής παραγωγής. Αν και αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής, η συμφωνία είχε το πλεονέκτημα ότι δεν έθεσε σε αμφισβήτηση το επίπεδο σποράς στην ΕΕ. Ωστόσο, οκτώ χρόνια μετά, η μεταρρύθμιση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής προκαλεί εκ νέου την συρρίκνωση του τομέα. 1.2. Διαπιστώνεται για μία ακόμη φορά σημαντική διάσταση ανάμεσα στις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε φυτικές πρωτεΐνες και στο δυναμικό παραγωγής της. Επιπλέον, η ανάπτυξη του τομέα των ελαιοπρωτεϊνούχων καλλιεργειών υπερβαίνει το πλαίσιο των προκλήσεων του αγροτικού τομέα. Ο τομέας αυτός καλείται να αντιμετωπίσει πολλές σημαντικές προκλήσεις σε επίπεδο κοινωνίας. 1.3. Ο τρόπος με τον οποίο το καταναλωτικό κοινό αντιλαμβάνεται την ασφάλεια των τροφίμων έχει πλέον πρωταρχική σημασία. Η νέα ολοκληρωμένη κοινοτική πολιτική στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων επιβάλλει την ύπαρξη, σε κάθε κρίκο της τροφικής αλυσίδας, υψηλού επιπέδου ασφάλειας. Ο ρόλος των πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης στη διατροφή των ζώων πρέπει να αναλυθεί με βάση το σκεπτικό αυτό. 1.4. Τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής του Γκέτεμποργκ, της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001, επέτρεψαν την υιοθέτηση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης, στην οποία διευκρινίζεται ότι η Κοινή Γεωργική Πολιτική "θα πρέπει, μεταξύ των άλλων στόχων, να συμβάλει στην επίτευξη αειφόρου ανάπτυξης δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ενθάρρυνση (...) των ανανεώσιμων πρώτων υλών". Ειδικότερα, οι προσπάθειες που καταβάλλονται προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αλλαγής του κλίματος, καθώς και η εκπλήρωση των δεσμεύσεων στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Κιότο, καθιστούν αναγκαία την ενθάρρυνση της αντικατάστασης του ορυκτού άνθρακα με άνθρακα ανανεώσιμης προέλευσης. 1.5. Τέλος, στα πλαίσια των πορισμάτων των Ευρωπαϊκών Συνόδων Κορυφής του Βερολίνου, τον Μάρτιο του 1999, και της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000, ζητείται από την Επιτροπή να παρακολουθήσει με προσοχή τις εξελίξεις στον τομέα των ελαιούχων καλλιεργειών στην Ευρώπη, καθώς και να εξακολουθήσει να μελετά, κατά περίπτωση, τις δυνατότητες επιλογής που προσφέρονται σε ό,τι αφορά την προώθηση της καλλιέργειας των φυτικών πρωτεϊνών. Τούτο αποτέλεσε το αντικείμενο της δημοσίευσης της ανακοίνωσης της Επιτροπής(1). 1.5.1. Η ΟΚΕ παρατηρεί ότι, μετά από τις δύο τελευταίες μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ και τις συμφωνίες στα πλαίσια του ΠΟΕ, ο βαθμός αυτοεφοδιασμού της ΕΕ σε φυτικές πρωτεΐνες μειώθηκε εκ νέου φθάνοντας, πέρυσι, σε ποσοστό μικρότερο του 25 %. Το ποσοστό αυτό, το οποίο μειώνεται συνεχώς, θέτει το ζήτημα μίας εξάρτησης η οποία παρουσιάζει κινδύνους στο επίπεδο των αναγκών της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας σε φυτικές πρωτεΐνες. 1.6. Η ΟΚΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο μέλλον της παραγωγής των ελαιοπρωτεϊνούχων προϊόντων στην Ευρώπη. Η παρούσα γνωμοδότηση στόχο έχει να προτείνει τις κύριες γραμμές ενός σχεδίου φυτικών πρωτεϊνών σε κοινοτική κλίμακα το οποίο να ανταποκρίνεται σε τέσσερις μείζονες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. 2. Πρώτη πρόκληση: οι ευρωπαϊκές φυτικές πρωτεΐνες - ένας σημαντικός παράγοντας για την ασφάλεια των τροφίμων 2.1. Η Επιτροπή υιοθέτησε ένα Λευκό Βιβλίο με θέμα την ασφάλεια των τροφίμων, το οποίο επανεξετάζει εκ θεμελίων την τρέχουσα πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εξέτασε το Λευκό Βιβλίο και προέβη στην έκδοση γνωμοδότησης(2), η οποία υιοθετήθηκε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία τον Μάιο του 2000. 2.2. Η πρόσφατη υγειονομική κρίση, που οφείλεται στη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών, έφερε στο προσκήνιο το γεγονός ότι απαιτείται σύνεση κατά την καθιέρωση αλυσίδων ανακύκλωσης πρώτων υλών, πράγμα που οδήγησε στην απαγόρευση της χρήσης ζωικών αλεύρων στις ζωοτροφές. 2.3. Αν και το 1999, το 5 % των πλούσιων σε πρωτεΐνες υλών δεν είχε φυτική προέλευση, την υγειονομική κρίση ακολούθησε μία κρίση εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού απέναντι στην αγορά βοείου κρέατος. Αυτό είχε επιπτώσεις στην διατροφή των ζώων αφού οι κτηνοτρόφοι χρειάστηκε να καταφύγουν, σε μεγάλο βαθμό, στις φυτικές πρωτεΐνες. 2.3.1. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε να ενθαρρύνεται, από την περίοδο 2001/2002 και μετά, η βιολογική καλλιέργεια οσπριοειδών για ζωοτροφή σε εκτάσεις που έχουν τεθεί σε αγρανάπαυση. Εντούτοις, οι παραγωγές αυτές προορίζονται αποκλειστικά για την σύνθεση ζωοτροφών για τα μηρυκαστικά. 2.3.1.1. Η ΟΚΕ εξέδωσε γνωμοδότηση(3) για την πρόταση αυτή, η οποία, κατά την ΟΚΕ, βαίνει μεν προς την σωστή κατεύθυνση, δεν είναι όμως σε θέση να ανταποκριθεί σε όλο το εύρος των προσδοκιών του καταναλωτικού κοινού για την υγειονομική ασφάλεια των ζωοτροφών και δεν λύνει το πρόβλημα που αφορά τους τομείς παραγωγής λευκού κρέατος. 2.4. Η χορήγηση πρωτεϊνών στα ζώα εξασφαλίζεται πλέον με ύλες φυτικής προέλευσης και ιχθυάλευρα, τα τελευταία όμως χορηγούνται σε αμελητέες ποσότητες. Για να διασφαλισθεί ο αβλαβής χαρακτήρας των πρακτικών αυτών, είναι σκόπιμο να εξεταστούν οι τρόποι διαχείρισης των κινδύνων που ενδέχεται να προκύψουν για την υγεία από τις πίτες ελαιοπρωτεϊνούχων φυτών. Οι πιθανοί αυτοί κίνδυνοι μπορούν να αφορούν: - την ενδεχόμενη παρουσία μολυσματικών προϊόντων· - τις επιπτώσεις της παρουσίας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. 2.5. Σε ό,τι αφορά την παρουσία μολυσματικών προϊόντων, υφίσταται πλήρης ευρωπαϊκή νομοθεσία για τον έλεγχο ανεπιθύμητων ουσιών στις ζωοτροφές (Οδηγία 2001/46/ΕΚ). Η οδηγία αυτή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις παραλείψεις κατά τις διαδικασίες παραγωγής, διότι η παρουσία ή όχι μολυσματικών προϊόντων έχει να κάνει με σφάλματα κατά τη διαδικασία παρασκευής. Εξάλλου, στο στάδιο της επανεξέτασης βρίσκεται και το ζήτημα της εμπορίας των σύνθετων ζωοτροφών (79/373/ΕΟΚ)(4). Αυτό θα επιτρέψει την καλύτερη αναγνωσιμότητα των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στις φυτικές πίτες. 2.6. Σε ό,τι αφορά την παρουσία γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, η ΕΕ προσανατολίζεται προς το παρόν προς μια προσωρινή αναστολή κατά την οποία θα απαγορεύεται η χρήση νέων ΓΤΟ είτε στην ανθρώπινη, είτε στη ζωική διατροφή. Ωστόσο, στο τελικό στάδιο της νομοθετικής επεξεργασίας εισήλθε και μια συνεκτική κοινοτική νομοθεσία που επιτρέπει τη διαχείριση αυτού του υγειονομικού κινδύνου. Όσο για την οδηγία 2001/18/ΕΚ, αυτή εξασφαλίζει στις κοινοτικές αρχές και στα κράτη μέλη τρόπους παρακολούθησης των πιθανών μακροπρόθεσμων επιπτώσεων των ΓΤΟ στο περιβάλλον. 2.7. Η Επιτροπή παρουσίασε στις 25 Ιουλίου 2001 ένα σχέδιο κανονισμού για τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές(5). Χωρίς να προδικάζει τη γνώμη της ΟΚΕ για την σχετική πρόταση, το σχέδιο βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές του Λευκού Βιβλίου για την ασφάλεια των τροφίμων: - σε μία ενιαία αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία και την υγεία των ζώων, - σε μία διαχείριση των κινδύνων που να προβλέπει την παρέμβαση της Επιτροπής και των κρατών μελών, - στην καλύτερη ενημέρωση του καταναλωτή μέσω της κατάλληλης επισήμανσης. 2.8. Σε ό,τι αφορά τους ΓΤΟ στις εισαγόμενες πρώτες ύλες, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε το σχετικό με την βιοασφάλεια πρωτόκολλο της Καρταχένα. Το πρωτόκολλο αυτό ρυθμίζει αποκλειστικά τη διακρατική διακίνηση ζωντανών γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Για το λόγο αυτό, η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορέσει να διατηρήσει για καιρό ακόμη την αντίφαση που συνίσταται στο να εισάγονται πρώτες ύλες που κατά ένα μέρος περιέχουν ΓΤΟ, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται η χρήση ΓΤΟ που έχουν παραχθεί στο ευρωπαϊκό έδαφος. 2.8.1. Ωστόσο το πρόβλημα των ΓΤΟ στις πίτες από ελαιούχα φυτά πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά τρόπο λιγότερο απόλυτο, διότι πρέπει να σημειωθεί ότι το DΝΑ που προϋπάρχει στις πίτες, κατά το τέλος της παραγωγικής διαδικασίας έχει ήδη καταστραφεί εξαιτίας του βρασμού που ακολουθεί αμέσως μετά το άλεσμα των σπόρων και την αφαίρεση των ελαίων. Από την πλευρά του, το έλαιο δεν περιέχει το DΝΑ του ΓΤΟ. Ύστερα από περισσότερα από 6 χρόνια κατανάλωσης παρόμοιων ειδών πίτας, δεν διαπιστώθηκε κανένα περιστατικό οποιασδήποτε φύσεως, ωστόσο στο θέμα αυτό χρειάζεται επαγρύπνηση. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη παραγωγών στις οποίες δεν θα ανιχνεύονται ΓΤΟ, το κόστος των οποίων είναι υψηλότερο. Οι παραγωγές αυτές θα μπορούσαν να αυξηθούν εάν ο καταναλωτής δεχθεί να καταβάλλει το πρόσθετο κόστος. 3. Δεύτερη πρόκληση: η ασφάλεια του εφοδιασμού σε πρωτεΐνες που προορίζονται για τη διατροφή των ζώων Α. Η κατάσταση σε διεθνή κλίμακα 3.1. Κατά την περίοδο 1999/2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε 34,3 εκατομμύρια τόνους πίτες ελαιούχων φυτών, εκ των οποίων τα 26,3 εκατομμύρια τόνοι ήταν πίτες σόγιας. Καθώς αντιπροσωπεύει το 40 % της παγκόσμιας αγοράς, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σήμερα τον πρώτο εισαγωγέα ελαιούχων προϊόντων. 3.2. Οι σχέσεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι κατά περιόδους τεταμένες και για το λόγο αυτό υφίσταται ο κίνδυνος περιορισμού της προσφοράς. 3.3. Σε διάστημα 15 ετών (1985-2000), η παγκόσμια παραγωγή υλών πλούσιων σε πρωτεΐνες αυξήθηκε κατά 60 %. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι διεθνείς συναλλαγές αναπτύχθηκαν, αφού έφθασαν να αντιπροσωπεύουν το 53 % της παγκόσμιας παραγωγής, όταν το ποσοστό για τα σιτηρά ήταν μόλις14 %. 3.3.1. Οι διεθνείς συναλλαγές ελαιούχων προϊόντων έφθασαν πλέον σχεδόν να ισοδυναμούν σε αξία με αυτές των σιτηρών, με τζίρο 55 περίπου δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο(6). Η προσφορά αυτή επικεντρώθηκε γεωγραφικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία και την Αργεντινή, τρεις χώρες που αντιπροσωπεύουν από μόνες τους το 80 % της παγκόσμιας παραγωγής. 3.4. Η γεωγραφική αυτή συγκέντρωση της προσφοράς συνοδεύτηκε από έναν περιορισμό του αριθμού των παραγόντων που κινούνται στην αγορά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, που αντιπροσωπεύουν το 45 % της παγκόσμιας παραγωγής, μόλις 5 βιομηχανικοί όμιλοι κατέχουν το 90 % της ικανότητας άλεσης. Η εξέλιξη είναι παρόμοια με αυτή του τομέα των προς σπορά σπόρων. 3.5. Η σόγια επιβλήθηκε πολύ γρήγορα ως η κυριότερη πηγή υλών πλούσιων σε πρωτεΐνες. Εάν αφαιρεθεί η σόγια, το μερίδιο των πλούσιων σε πρωτεΐνες υλών μειώνεται σταθερά στις διεθνείς συναλλαγές. Από 27 % το 1985, το 2000 κατέβηκε στο 22 %. 3.6. Η παγκόσμια ζήτηση έχει διαφοροποιηθεί ιδιαίτερα και αυξάνεται κατά 4 % έως 5 % το χρόνο. Σε σύγκριση με την παγκόσμια αγορά των δημητριακών, που βρίσκεται σε στασιμότητα από την δεκαετία του 1980, ο δυναμισμός αυτός είναι σημαντικός. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσώπευε, ως τα μέσα της δεκαετίας του '80, πάνω από το 64 % των εισαγωγών. Σήμερα, αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 40 % των διεθνών συναλλαγών αφού έχουν παρουσιαστεί νέοι αγοραστές και συγκεκριμένα η Κίνα η οποία αντιπροσωπεύει σήμερα πάνω από το 10 % των συναλλαγών. Εξάλλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βραζιλία ανέπτυξαν τους δικούς τους κλάδους λευκού κρέατος και κατά συνέπεια κάνουν μεγαλύτερη χρήση της παραγωγής τους. 3.7. Επιπλέον, πρέπει να σημειώσουμε ότι η κάλυψη των ανθρώπινων καταναλωτικών αναγκών στις οικονομικά ανερχόμενες χώρες εξασφαλίζεται καταρχάς με φυτικές πρωτεΐνες οι οποίες απορροφώνται άμεσα. Μόλις αποκτήσουν τα μέσα, οι πληθυσμοί αυτοί καταναλώνουν προοδευτικά πρωτεΐνες με τη μορφή λευκού ή ερυθρού κρέατος. Καθώς όμως χρειάζονται δύο με τρεις μονάδες φυτικών πρωτεϊνών (από ύλες πλούσιες σε πρωτεΐνες) για την παραγωγή μίας μονάδας ζωικών πρωτεϊνών (με τη μορφή λευκού κρέατος)(7), είναι προφανές ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται, και μάλιστα με ταχύτητα, η κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών. Συνεπώς, οι νέες αναδυόμενες οικονομίες σε χώρες, για παράδειγμα, της Ασίας, είναι δυνατόν να προκαλέσουν εκ νέου στην παγκόσμια αγορά μια διάσταση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, κάτι που είχε ήδη παρατηρηθεί το 1973. Τέτοια είναι η περίπτωση της Κίνας η οποία αυξάνει τακτικά τις εισαγωγές της σε πίτες σόγιας. 3.8. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι η κατάσταση που επικράτησε μετά τη λήξη του εμπάργκο του 1973, είχε οδηγήσει την Ευρώπη στην λήψη ορισμένων μέτρων που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της εξάρτησής της, προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι που θα είχε να αντιμετωπίσει τόσο στο επίπεδο της οικονομίας, όσο και στο επίπεδο του εφοδιασμού της σε τρόφιμα. Η κατάσταση αυτή, η οποία στη συνέχεια βελτιώθηκε αισθητά, χάρη σε μία πολιτική που τέθηκε τότε σε εφαρμογή, επιδεινώνεται ξανά εξαιτίας των αποφάσεων που ελήφθησαν στο πλαίσιο του προγράμματος "Ατζέντα 2000". Πράγματι, η αισθητή μείωση των ενισχύσεων αποθαρρύνει την παραγωγή ελαιοπρωτεϊνούχων προϊόντων, με συνέπεια η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαρκώς να επιδεινώνεται. Για τους παραπάνω λόγους, η ΟΚΕ δείχνει να αμφισβητεί την άποψη που θέλει τις επιχειρήσεις να αποκομίζουν μόνο οφέλη και να μην αντιμετωπίζουν κινδύνους, όταν εφοδιάζονται αποκλειστικά σχεδόν από την παγκόσμια αγορά των πλούσιων σε πρωτεΐνες υλών. 3.9. Η συγκέντρωση της προσφοράς σε ορισμένες χώρες συνεπάγεται αναπόφευκτα κλιματικούς κινδύνους, οι οποίοι, όταν εκδηλωθούν, ενδέχεται να είναι μακροπρόθεσμοι και να αναγκάσουν τους γεωργούς αυτών των χωρών να τροποποιήσουν την παραγωγή τους (μείωση των εκτάσεων). Οι κλιματικοί αυτοί κίνδυνοι, που είναι σαφώς πραγματικοί (υπήρξαν το κίνητρο της απόφασης για το εμπάργκο του 1973), δεν ελήφθησαν ποτέ υπόψη από την Επιτροπή, ούτε στις αναλύσεις που διεξήγαγε, αλλά ούτε και στις επιλογές της. Εξάλλου, πρέπει να υπενθυμισθεί ότι, ως προς την αξία, η αγορά φυτικών πρωτεϊνών από το εξωτερικό αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα του κοινοτικού εμπορικού ελλείμματος. Β. Ανάγκες της ΕΕ σε φυτικές πρωτεΐνες που αποτελούν συνάρτηση της εξέλιξης της κατανάλωσης κρέατος 3.10. Η κρίση εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού καταναλωτικού κοινού είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ταχύτερη μετατόπιση μερίδας της κατανάλωσης ερυθρού κρέατος προς το λευκό κρέας, τάση που μακροπρόθεσμα έχει αρχίσει να επιβεβαιώνεται. 3.10.1. Η Γενική Διεύθυνση "Γεωργία" της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δημοσίευσε, τον Ιούλιο του 2001, μία μελέτη προοπτικών(8) Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η αναπαραγωγή χοίρων και πουλερικών θα γνωρίσει την μεγαλύτερη αύξηση: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3.11. Οι παραπάνω κλάδοι ζωικής παραγωγής καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες υλών πλούσιων σε πρωτεΐνες και ενεργειακών υλών. Η μεταρρύθμιση, ωστόσο, της ΚΓΠ στην οποία προέβη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βασίστηκε ακριβώς στο επίπεδο ανταγωνιστικότητας των σιτηρών σε σχέση με τα υποκαταστάσιμα προϊόντα που εισήχθησαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η προβλεπόμενη ζήτηση σε ζωοτροφές. 3.11.1. Το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής(9) που αναφέρεται στην προσφορά και τη ζήτηση πλούσιων σε πρωτεΐνες φυτών στην ΕΕ, διευκρινίζει ότι η ζήτηση μονάδων χορτονομής αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,5 εκατομμύρια τόνους, κατά την περίοδο 2000/2001, εξαιτίας του σωρευτικού αποτελέσματος της κατάργησης των ζωικών αλεύρων και της μετατόπισης της κατανάλωσης στα λευκά κρέατα. Η αύξηση θα έχει τη μορφή μίας επιπλέον προσθήκης σιτηρών ύψους 4 εκατ. τόνων, ενώ η αύξηση των αναγκών σε πίτες σόγιας προβλέπεται να είναι της τάξεως των 1-1,5 εκατ. τόνων. Μακροπρόθεσμα η εσωτερική ζήτηση σε ζωοτροφές αναμένεται να μετατοπισθεί προς τα σιτηρά και ειδικότερα το σιτάρι (+ 17 % μεταξύ 2001 και 2008)(10). 3.12. Η ΟΚΕ ωστόσο αντικρούει το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από την κατανάλωση λευκού κρέατος και την κατάργηση των ζωικής προέλευσης αλεύρων θα επηρέαζε σημαντικά την ζήτηση των σιτηρών (ενεργειακές ανάγκες) και, σε μικρότερο βαθμό, την ζήτηση των πλούσιων σε πρωτεΐνες υλών. Με βάση τους υπάρχοντες ζωοτεχνικούς περιορισμούς και εάν δεν υπάρξει σημαντική εξέλιξη στον τεχνολογικό τομέα, οι μηχανικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση των σιτηρών θα επηρεάσουν ανάλογα και τη ζήτηση των πλούσιων σε φυτικές πρωτεΐνες υλών. Γ. Προβλεπόμενη εξέλιξη των εκτάσεων με ελαιοπρωτεϊνούχες καλλιέργειες μετά την "Ατζέντα 2000" 3.13. Η αναμενόμενη αυτή αύξηση της ζήτησης πλούσιων σε φυτικές πρωτεΐνες υλών, έρχεται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της Επιτροπής(11), η οποία προβλέπει μια αρνητική εξέλιξη σε ό,τι αφορά τη σπορά ελαιούχων φυτών (από 4,8 εκατ. εκτ. το 2002 σε 4,6 εκατ. εκτ. το 2008). Έτσι, μία ενδεχόμενη αύξηση του όγκου της παραγωγής θα οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας των φυτών. 3.13.1. Από συγκυριακή άποψη, η σταθεροποίηση των σπαρμένων με ελαιούχους σπόρους εκτάσεων στην ΕΕ κατά την περίοδο 2000/2001 (5260000 εκτ., εκτίμηση του ΕΓΑΟ/ΓΕΓΣ) δεν επιτρέπει την επιστροφή στα προϋπάρχοντα του προγράμματος "Ατζέντα 2000" επίπεδα. Μία ανάλυση αυτής της εξέλιξης οδηγεί στη διαπίστωση ότι το φαινόμενο της μείωσης των εκτάσεων που έχουν σπαρθεί με ελαιοπρωτεϊνούχους σπόρους έχει γενικευτεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με εξαίρεση τα νέα κρατίδια της Γερμανίας, τα οποία, κατά την ενσωμάτωσή τους στην ΕΕ, είχαν εφαρμόσει μείωση του παραγωγικού τους δυναμικού. Το όριο αυτό δεν ισχύει πλέον από την περίοδο εμπορίας 2000/2001. Αν εξαιρέσουμε αυτήν την τοπική αναπροσαρμογή, η γενική τάση είναι να μειώνονται οι σπαρμένες εκτάσεις: στη Γαλλία - 7,5 %, στην Ιταλία - 1,5 %, στην Ισπανία 0 %. 3.14. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι οι προοπτικές σποράς για την περίοδο 2001-2008 στην ΕΕ παραμένουν κατώτερες κατά 0,4 εκατ. εκτ. σε σχέση με την επιτρεπόμενη, από τις συμφωνίες του "Blair Ηοuse", δυνατότητα παραγωγής. Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται σε αντίφαση με την προβλεπόμενη εξέλιξη της ζήτησης πλούσιων σε φυτικές πρωτεΐνες υλών. Επιπλέον, ενισχύει την άποψη ότι μια ενδεχόμενη ελάττωση του συντελεστή αυτοεφοδιασμού της ΕΕ σε φυτικές πρωτεΐνες, στο πλαίσιο του προγράμματος "Ατζέντα 2000", θα αποδυναμώσει τους τομείς του κρέατος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει μια ιδιάζουσα κατάσταση, διότι εφαρμόζει σύστημα αγρανάπαυσης σε καλλιέργειες στις οποίες είναι ιδιαίτερα ελλειμματική. Η κατάργηση της "ειδικής ενίσχυσης" υπέρ των ελαιούχων καλλιεργειών, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα της "Ατζέντας 2000", θα έπρεπε να είχε επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αποκτήσει νέα περιθώρια ελιγμού κατά τις διεθνείς διαπραγματεύσεις και να καταστήσει άκυρες τις συμφωνίες του "Blair Ηοuse". 4. Τρίτη πρόκληση: πρόκειται η ένταξη των ΧΚΑΕ να αλλάξει τα δεδομένα; 4.1. Μπορεί αυτή η ανάλυση να τροποποιηθεί, αν ληφθεί υπόψη η κατάσταση των υποψήφιων χωρών; Στο μέτρο που τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων θα προκύψουν στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι το 2003, μπορούμε δικαιολογημένα να υποθέσουμε ότι το 2008 τα περισσότερα υποψήφια κράτη θα έχουν ενταχθεί στην ΕΕ. 4.2. Ο βαθμός αυτάρκειας των υποψήφιων χωρών είναι ανώτερος από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού το 2000 πλησίαζε το 80 %. Τα κράτη αυτά παραμένουν ωστόσο εξαγωγείς ελαιούχων σπόρων εξαιτίας των απηρχαιωμένων εργαλείων άλεσης που διαθέτουν. Εισάγουν επίσης πίτες σόγιας σε μεγάλες ποσότητες για τις κτηνοτροφικές τους μονάδες. Με την εφαρμογή του προγράμματος "Ατζέντα 2000", οι εξαγωγές τους σε ελαιούχους σπόρους προβλέπεται να παραμείνουν σταθερές. 4.3. Εάν η ένταξη των υποψήφιων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση επιτρέψει κάποια βελτίωση του επιπέδου αυτοεφοδιασμού της σε φυτικές πρωτεΐνες κατά τρόπο που να φθάσει στο 28 %, η Επιτροπή(12) προβλέπει μείωση της παραγωγής τους, από το 2008 και μετά, προς όφελος της παραγωγής σιτηρών. 4.4. Θα ήταν σημαντικό να προσφέρουμε στις υποψήφιες χώρες της ΕΕ με έντονο αγροτικό χαρακτήρα την δυνατότητα να αναπτύξουν την καλλιέργεια ελαιούχων και πρωτεϊνούχων φυτών, τόσο για την εσωτερική τους αγορά, όσο και για την ευρωπαϊκή αγορά που προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες. Αν δεν ακολουθήσουμε την κατεύθυνση αυτή, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να αναπτυχθεί επιπλέον η παραγωγή σιτηρών. Στην περίπτωση αυτή, είτε θα πρέπει να βρεθούν τρόποι διοχέτευσής τους στην παγκόσμια αγορά, η οποία είναι ήδη κορεσμένη, είτε θα πρέπει να επιβληθεί ένα καταλληλότερο για την περίπτωση ποσοστό αγρανάπαυσης. Την πρώτη έκφραση μιας κοινής πολιτικής στις χώρες αυτές που έχουν πραγματικές δυνατότητες παραγωγής (κραμβόσπορους και πρωτεϊνούχα φυτά στο βορρά, ηλίανθους και σόγια στο νότο) θα μπορούσε να αποτελέσει η ενθάρρυνση της παραγωγής ελαιούχων φυτών. Έτσι, μπορούμε ταυτόχρονα να βελτιώσουμε τη θέση της Ευρώπης στον τομέα των φυτικών πρωτεϊνών και να παράσχουμε στις υποψήφιες χώρες μια αληθινή ευκαιρία ανάπτυξης της οικονομίας τους και των αγορών τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να φανεί προσεκτική και στον τομέα αυτόν κατά τις διαπραγματεύσεις που πρόκειται να διεξαγάγει στο πλαίσιο του ΠΟΕ προκειμένου οι υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χώρες να μπορέσουν να επωφεληθούν από ένα ευρύ δυναμικό παραγωγής, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι θα αναθεωρηθούν τα στοιχεία αναφοράς που έχουν βασιστεί στα προηγούμενα έτη, τα οποία δεν τις ευνοούν. 5. Τέταρτη πρόκληση: ένταξη σε μία στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης Α. Τί απέδωσε η στήριξη των ελαιούχων και πρωτεϊνούχων φυτών 5.1. Η διατήρηση ενός δυναμικού παραγωγής ελαιοπρωτεϊνούχων φυτών έχει επίσης σχέση και με τις προκλήσεις που συνδέονται με το περιβάλλον και την ισορροπία των δραστηριοτήτων στις επιμέρους περιφέρειες. Η εφαρμογή του προγράμματος "Ατζέντα 2000" οδήγησε σε αύξηση της σποράς σιτηρών, επειδή το σύνολο των άμεσων ενισχύσεων υπέρ των μεγάλων καλλιεργειών εξισώθηκε. Πράγματι, η κατάργηση της ειδικής ενίσχυσης υπέρ των ελαιούχων καλλιεργειών, η σημαντική μείωση των ενισχύσεων υπέρ των πρωτεϊνούχων, καθώς και η απουσία δικλίδας ασφαλείας σε περίπτωση μείωσης των τιμών, καθιστούν τις εν λόγω καλλιέργειες λιγότερο ενδιαφέρουσες και περισσότερο αβέβαιες από την άποψη του εισοδήματος. Η κατάσταση αυτή, εάν συνεχιστεί, ισοδυναμεί με προώθηση των μονοκαλλιεργειών. 5.2. Από γεωπονική άποψη, οι καλλιέργειες των ελαιούχων και πρωτεϊνούχων φυτών είναι ευεργετικές για την διατήρηση της δομής του εδάφους. Περιορίζουν την ευαισθησία στην τάση για στερεοποίηση της επιφάνειας του εδάφους, έναν παράγοντα που επιταχύνει τη διάβρωσή του. Αυτός είναι και ο λόγος που οι καλλιέργειες αυτές επιλέγονται συνήθως για την αρχή του κύκλου εναλλαγής καλλιεργειών. 5.3. Οι καλλιέργειες αυτές απαιτούν λιγότερα μέσα παραγωγής. Σε ό,τι αφορά τα λιπάσματα, οι ανάγκες τους σε μεταλλικό άζωτο είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Έτσι, η συμμετοχή των φυτών αυτών στους κύκλους εναλλασσόμενων καλλιεργειών μειώνει συνολικά την δόση του αζώτου. Σε ό,τι δε αφορά τη χρήση φυτοϋγειονομικών προϊόντων, αυτή παραμένει μικρότερη από τη χρήση που απαιτείται για άλλες καλλιέργειες. 5.4. Ορισμένα πρωτεϊνούχα φυτά (όπως τα ανοιξιάτικα πρωτεϊνούχα μπιζέλια) καταλαμβάνουν το έδαφος για μικρότερο διάστημα. Για το λόγο αυτό, υπάρχει ο κίνδυνος μετά την συγκομιδή να αυξηθεί η ευαισθησία των εδαφών στην απόπλυση. Στην πράξη ωστόσο δεν τίθεται τέτοιο θέμα διότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, την καλλιέργεια μπιζελιών διαδέχεται η καλλιέργεια σιτηρών τα οποία σπέρνονται στις αρχές του φθινοπώρου. Συνεπώς, στις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες η εμφύτευση της επόμενης καλλιέργειας γίνεται την άνοιξη, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί μία καλλιέργεια ενδιάμεσης εποχής η οποία να εξασφαλίσει την κάλυψη του εδάφους και την συγκέντρωση επιπλέον οργανικών υλών. 5.5. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι, από περιβαλλοντική άποψη, η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ το 1999 ευνόησε την ανάπτυξη των μονοκαλλιεργειών, η οποία δεν ευνοεί την αειφόρο ανάπτυξη. Πρέπει να ενθαρρυνθεί με την παροχή κινήτρων μια μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ των ελαιοπρωτεϊνούχων φυτών και των σιτηρών ή του αραβοσίτου, διότι με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιστεί η διατήρηση ισορροπημένων εναλλαγών καλλιεργειών, οι οποίες αποτελούν καλλιεργητικές πρακτικές που σέβονται το περιβάλλον. Β. Ο τομέας των μη εδώδιμων προϊόντων: ένα πλεονέκτημα για το περιβάλλον και μια αγορά σε άνθηση 5.6. Η παραγωγή ελαιούχων φυτών αποδίδει δυο συμπαράγωγα προϊόντα: το φυτικό έλαιο και τις πίτες (που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές). Η αγορά, ωστόσο, του βρώσιμου φυτικού ελαίου δεν βρίσκεται σε οικονομική άνθηση όπως αυτή των πρωτεϊνών. Για το λόγο αυτό, η ανάπτυξη του τομέα των προϊόντων που δεν προορίζονται για τρόφιμα στο πλαίσιο των καλλιεργειών σε αγρανάπαυση παρουσιάζει ένα διόλου αμελητέο οικονομικό ενδιαφέρον. Το 2000, 836000 εκτ. είχαν αφιερωθεί σε παρόμοια προϊόντα στην Ευρώπη. 5.7. Η ανάπτυξη της χημείας των λιπών οδήγησε στη δημιουργία πολυάριθμων βιοαποδομήσιμων προϊόντων (τασιενεργά, λιπαντικά, διαλυτικά και χημικά διάμεσα). Η βιομηχανική ζήτηση στον τομέα των απορρυπαντικών είναι σήμερα πολύ έντονη. Η αγορά των λιπαντικών τώρα εξελίσσεται. Το προϊόν αυτό φαίνεται να αποτελεί μία πολλά υποσχόμενη αγορά για τους τετράχρονους κινητήρες. Η ΟΚΕ σημειώνει ότι το σύνολο των προαναφερθέντων προϊόντων εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη. Η προαγωγή των τρόπων διάθεσης, καθώς και των δράσεων επίδειξης, αναμένεται να διευκολύνει την ανάκαμψη αυτού του τομέα. 5.8. Η δεύτερη αγορά για τα φυτικά έλαια που δεν προορίζονται για τρόφιμα είναι η παραγωγή μεθυλικού εστέρα ή ντίζελ βιολογικής προέλευσης ή διεστέρα. Αυτό το προϊόν μπορεί να αντιμετωπίσει δύο σημαντικές προκλήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καταρχάς, τίθεται το θέμα της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από τα πετρελαιοειδή. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην τιμή του βαρελιού πετρελαίου κατέδειξαν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι ευαίσθητη στο κόστος που έχει ο εφοδιασμός σε αυτή τη μορφή ενέργειας. Επομένως, η ανάπτυξη του συνόλου των βιοκαυσίμων μπορεί να αποβεί μια από τις λύσεις που θα περιόριζαν αυτήν την εξάρτηση. 5.9. Επιπλέον, το προϊόν αυτό διαδραματίζει έναν ρόλο στο πλαίσιο των προσπαθειών καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μελέτη της οικολογικής συμπεριφοράς του διεστέρα φανερώνει ότι ένα εκτάριο ελαιούχου καλλιέργειας που προορίζεται για τον σκοπό αυτό, επιτρέπει την εξοικονόμηση 2,71(13) τόνων ισοδύναμου CO2 (δεν συνυπολογίζεται η χρήση των συμπαράγωγων προϊόντων). Επιπλέον, η συνολική ενέργεια που παράγεται από τον μεθυλικό εστέρα και τα συμαπαράγωγά του είναι κατά 2,65 φορές μεγαλύτερη από την ενέργεια που απαιτείται για να παραχθεί. 5.10. Μέχρι τώρα, η ανάπτυξη του τομέα των ελαιούχων φυτών που δεν προορίζονται για τρόφιμα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μίας "εξαίρεσης" στις καλλιέργειες που είχε επιτραπεί να τεθούν σε αγρανάπαυση. Η ΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της που το θεσμικό πλαίσιο που διέπει αυτήν την παραγωγή δεν είναι το κατάλληλο. Πράγματι, το σύστημα διοικητικού ελέγχου λειτουργεί αποτρεπτικά για τους παραγωγούς που επιθυμούν να παράγουν προϊόντα που δεν προορίζονται για τρόφιμα σε εκτάσεις που προσωρινά βρίσκονται σε αγρανάπαυση. Από τη στιγμή που οι αγορές αυτές (της χημείας των λιπών και των βιοκαυσίμων) παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την ΕΕ αφού, μολονότι παρουσιάζουν μειονεκτήματα κανονιστικής φύσεως, έχει αποδειχθεί ότι αποδίδουν, η Επιτροπή πρέπει να αλλάξει τακτική και να προτείνει αποφασιστικά το κατάλληλο νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο. 6. Κύριες γραμμές ενός σχεδίου για τις πρωτεΐνες σε κοινοτική κλίμακα Α. Υπενθύμιση του γενικού πλαισίου 6.1. Μετά από τα πορίσματα της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της Νίκαιας, στα πλαίσια των οποίων ζητήθηκε από την Επιτροπή να εξετάσει την πιθανή προώθηση της καλλιέργειας των ελαιούχων και πρωτεϊνούχων φυτών, η Επιτροπή εξέδωσε, το Μάρτιο του 2001, μια ανακοίνωση που παρουσίαζε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να προωθηθεί η καλλιέργεια φυτών πλούσιων σε φυτικές πρωτεΐνες. Οι διάφορες δυνατότητες που παραθέτει είναι οι ακόλουθες: - μια ειδική οικονομική ενίσχυση 12 EUR/τόνο για την παραγωγή ελαιούχων θα είχε δημοσιονομικό κόστος ύψους 474 εκατ. EUR· - μια ειδική οικονομική ενίσχυση 6 EUR/τόνο για την παραγωγή πρωτεϊνούχων θα είχε δημοσιονομικό κόστος ύψους 47 εκατ. EUR· - η προσαύξηση κατά 10 % της μεγίστης εγγυημένης ποσότητας για ξηρά χορτονομή θα είχε δημοσιονομικό κόστος ύψους 13,7 εκατ. EUR. 6.1.1. Στα συμπεράσματά της, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα κονδύλια που ενδέχεται να εγκριθούν δεν θα εξασφαλίσουν, απαραίτητα, και μια αγορά για τις παραγωγές αυτές, διότι το ευκαιριακό τους κόστος είναι κατώτερο από το κόστος που έχουν οι πίτες σόγιας στη διεθνή αγορά. 6.2. Καταρχάς, η ΟΚΕ θα ήθελε να διευκρινίσει τα όρια της ανάλυσης της Επιτροπής. Το ευκαιριακό κόστος των παραγωγών που, ανεξάρτητα από την πρωτεϊνική τους αξία, έχουν μεγάλη οικονομική αξία, έχει σαφώς υπερεκτιμηθεί. Πράγματι, τα ελαιούχα φυτά παράγουν επίσης και έλαιο (40 % για τον κραμβόσπορο και το ηλιέλαιο). Η αξία αυτή πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του ευκαιριακού κόστους, πράγμα που θα μείωνε τουλάχιστον κατά το ήμισυ το κόστος που παρατίθεται στο έγγραφο της Επιτροπής. 6.2.1. Οι διερευνητικές μελέτες που βασίστηκαν στην παγκόσμια τιμή παραμένουν συζητήσιμες. Η αγορά αυτή είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητη και, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του εφετινού καλοκαιριού, θα μπορούσαμε, ανάλογα με την περίοδο, να καταλήξουμε σε συμπεράσματα αισθητά διαφορετικά. 6.2.2. Η Επιτροπή δεν ανέλυσε τον πιθανό τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να παραχθούν πίτες πλούσιες σε πρωτεΐνες: με την ανάπτυξη των βιοκαυσίμων. Τα συμπαράγωγα προϊόντα που συνδέονται με τον τομέα αυτό χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές. Εάν ευνοηθεί αυτός ο τομέας, η παραγωγή σε ό,τι αφορά τις πίτες θα πρέπει να αναλυθεί με διαφορετικό τρόπο διότι λαμβάνεται υπόψη σε έναν συνολικό υπολογισμό που χρησιμοποιεί έναν μεγάλο αριθμό δεδομένων. 6.2.3. Τέλος, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ούτε έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, εξαιτίας της εξάρτησης της ΕΕ από τις εισαγόμενες φυτικές πρωτεΐνες, αλλά και της αστάθειας που παρουσιάζουν οι τιμές στη διεθνή αγορά, ο τομέας της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας εκτίθεται σε κίνδυνο. Αν μελετήσουμε το ιστορικό αυτής της αγοράς διαπιστώνουμε ότι στο μείζον ατύχημα του 1973, έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι το κόστος των πρωτεϊνών παραμένει ιδιαίτερα αυξημένο για μεγάλο διάστημα. 6.3. Είναι συνεπώς φανερό ότι, κατά τη δημοσιονομική ανάλυση που πραγματοποίησε η Επιτροπή, θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη και η κριτική που διατυπώθηκε πιο πάνω. Εξάλλου, η ΟΚΕ δεν μπορεί να εγκρίνει τα πορίσματα της Επιτροπής τη στιγμή κατά την οποία ο όλος προσανατολισμός της στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο κριτήριο του ευκαιριακού κόστους. Μία τέτοια έκθεση, όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, αλλά δεν ανταποκρίνεται και στις αρχές που υποστηρίζονται στο πλαίσιο των μελλοντικών διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ (συνυπολογισμός του κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους). 6.4. Γι' αυτό η ΟΚΕ προτείνει το κοινοτικό σχέδιο προώθησης των καλλιεργειών που είναι πλούσιες σε πρωτεΐνες να δώσει λύσεις στις αδυναμίες που οφείλονται στην εφαρμογή του προγράμματος "Ατζέντα 2000" σε ό,τι αφορά τρεις κύριες πτυχές που είναι: η ενθάρρυνση των ορθών γεωπονικών πρακτικών, ένα λογικό δημοσιονομικό κόστος και, τέλος, η τήρηση των διεθνών συμφωνιών. Το σχέδιο αυτό αποσκοπεί στη διατήρηση και ανάπτυξη μίας ποικιλίας καλλιεργειών με φυτά πλούσια σε πρωτεΐνες. Η ποικιλία αυτή ανταποκρίνεται επίσης στις δυνατότητες της ευρωπαϊκής γεωργίας η οποία παρουσιάζει ευρύ φάσμα γεωργικών και κλιματικών συνθηκών. Ανταποκρίνεται επίσης στις ανάγκες της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας και επιτρέπει την ανάπτυξη περιορισμένων τομέων, καθώς και την πλήρη ανιχνευσιμότητα των τροφίμων. 6.4.1. Το παρόν σχέδιο προώθησης των φυτικών πρωτεϊνών σε κοινοτικό επίπεδο θα κινητοποιήσει αναγκαστικά επιπλέον δημοσιονομικούς πόρους. Η ΟΚΕ ωστόσο, τάσσεται, κατά προτίμηση, υπέρ της ανάπτυξης των παραγωγών εκείνων που έχουν τη δυνατότητα να διατεθούν στην ευρωπαϊκή αγορά και επομένως μπορούν να αξιοποιηθούν από οικονομική άποψη περισσότερο από ό,τι οι παραγωγές που προορίζονται αποκλειστικά για τη διεθνή αγορά, με όλα τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η λύση αυτή. Β. Ανάπτυξη των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών 6.5. Η "Ατζέντα 2000" περιλαμβάνει, εκτός από την ενιαία ενίσχυση, και μία ειδική ενίσχυση υπέρ των πρωτεϊνούχων, το σύνολο ωστόσο των συνδρομών υπέρ των εν λόγω παραγωγών έχει σημαντικά μειωθεί· αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ενδιαφέρον για τις καλλιέργειες αυτές να έχει ατονήσει. Έτσι, η συνολική επιφάνεια που σπάρθηκε το 2000 είναι κατώτερη κατά 11 % εκείνης του 1990. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή η οποία επίσης μειώθηκε κατά 2 % μέσα σε 10 χρόνια. Συνεπώς, φαίνεται να έχει βασική σημασία να επιτευχθεί εκ νέου, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, το δυναμικό παραγωγής που είχε τη δυνατότητα εμπορικής διεξόδου πριν από την μεταρρύθμιση της ΚΓΠ. 6.6. Στο μέτρο που οι συμφωνίες του "Blair House" δεν αφορούν αυτές τις παραγωγές, η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η διατήρηση, στον τομέα των ενισχύσεων, μίας απόκλισης της τάξεως των 20 EUR/τόνο θα αποτελούσε νέο κίνητρο για τους γεωργούς. Θα μπορούσε να συνίσταται σε αύξηση της ειδικής ενίσχυσης υπέρ των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών της τάξεως των 11 EUR/τόνο. Η ενίσχυση αυτή θα μπορούσε επίσης να βασιστεί στον συνυπολογισμό του γεωπονικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν αυτά τα φυτά στον κύκλο εναλλαγής των καλλιεργειών. Θα μπορούσε δε να ενταχθεί στον δεύτερο πυλώνα της ΚΓΠ. 6.7. Από δημοσιονομική άποψη, οι δυο υποθέσεις της Επιτροπής παρουσιάζουν επιπλέον κόστος που περιλαμβάνεται μεταξύ 47 εκατομμυρίων EUR, για την περίπτωση αύξησης της ενίσχυσης κατά 6 EUR/τόνο, και 220 εκατομμυρίων EUR για την περίπτωση αύξησης της ενίσχυσης κατά 27,5 EUR/τόνο. Η πρόταση της Επιτροπής θα οδηγούσε επομένως σε επιπλέον κόστος της τάξεως των 100 εκατομμυρίων EUR για επιπρόσθετη επιφάνεια 150000 εκταρίων. 6.8. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η ποικιλία "lupinus luteus" θα πρέπει να τύχει της ίδιας στήριξης με τις ποικιλίες "lupinus alba" και "lupinus anhustifolia". Το εν λόγω φυτό έχει προσαρμοστεί πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα χάρη στην ανθεκτικότητά του στην ξηρασία και στις κρυπτογαμικές νόσους. Διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην βελτίωση της δομής του εδάφους, μπορεί δε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στην πρόληψη των πυρκαγιών στα δάση, ενώ ευνοεί επίσης την εκτατική κτηνοτροφία. 6.9. Η ΟΚΕ υπενθυμίζει ότι στη γνωμοδότησή της για την καλλιέργεια ψυχανθών χορτονομής που παράγονται με βιολογικές μεθόδους(14), είχε εκφράσει τη λύπη της που η πρόταση της Επιτροπής είχε περιορισμένη εμβέλεια. Η ΟΚΕ προτείνει να επιτραπούν οι εν λόγω καλλιέργειες στο σύνολο των γεωργικών εκμεταλλεύσεων δίχως περιορισμούς ως προς τον τρόπο παραγωγής δεδομένου ότι είναι προσαρμοσμένες στο ξηρό κλίμα και παρουσιάζουν ενδιαφέρον από οικολογική άποψη. Γ. Ανάπτυξη των τομέων των μη εδώδιμων προϊόντων 6.10. Η ποικιλία των πηγών εφοδιασμού σε ύλες πλούσιες σε πρωτεΐνες μπορεί επίσης να διασφαλιστεί χάρη στην ποικιλία της προέλευσης είτε των διαφόρων ειδών πίτας για τα ελαιούχα, είτε των στεμφύλων κριθής μετά τη ζυθοποιία για την παραγωγή αιθυλικής αλκοόλης. Σε ό,τι αφορά την αγορά λιπαρών ουσιών φυτικής προέλευσης, αυτή συνδέεται στενά με την εξέλιξη του φοινικέλαιου. Επομένως, όλα δείχνουν ότι η ανάπτυξη αγορών εκτός των τροφίμων είναι η μόνη δυνατή λύση. Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθούν τα συμπαράγωγα προϊόντα που μπορούν χρησιμοποιηθούν στη διατροφή των ζώων. Κατά συνέπεια, η αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων συμβάλλει, αφενός, στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και, αφετέρου, στον περιορισμό της εξάρτησης της ΕΕ από τις φυτικές πρωτεΐνες (η συμβολή στη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να εκτιμηθεί και να τονιστεί). 6.11. Σήμερα, η ανάπτυξη της χρήσης του διεστέρα εξαρτάται, κυρίως, από το ισχύον φορολογικό καθεστώς για τα βιοκαύσιμα. Γι' αυτό, είτε πρέπει το φορολογικό καθεστώς των βιοκαυσίμων να ενοποιηθεί σε κοινοτική κλίμακα, είτε να συμπεριληφθεί στην τιμή των καυσίμων ένας ελάχιστος φόρος. Είναι εξάλλου απαραίτητο να αναθεωρηθεί ο κανονισμός που αφορά αυτές τις παραγωγές, έτσι ώστε να προσλάβει προτρεπτικό χαρακτήρα, και όχι αποτρεπτικό, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Δ. Διατήρηση ενός επιπέδου σχετικής ανταγωνιστικότητας με τις πίτες σόγιας 6.12. Ενώ η έναρξη της ισχύος του προγράμματος "Ατζέντα 2000" επιτρέπει σε αυτόν τον τομέα να μην υφίσταται πλέον, ήδη από την περίοδο 2002/2003, τους περιορισμούς της συμφωνίας "Blair House", η εφαρμογή του επέφερε μείωση της στήριξης των ελαιούχων προϊόντων. Εξάλλου, η ΟΚΕ υπογραμμίζει τα σημαντικά αποτελέσματα που προέκυψαν από την εγκατάλειψη των μέτρων περιφερειακής κατανομής των ενισχύσεων υπέρ της παραγωγής ελαιούχων προϊόντων τα οποία είχαν υιοθετηθεί από ορισμένα κράτη μέλη. Το γεγονός αυτό μετέβαλε την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων περιφερειών σε ό,τι αφορά τις γεωργικές δραστηριότητες. 6.13. Επιπλέον, οι παραγωγές αυτές βρίσκονται επίσης αντιμέτωπες με έναν εξωτερικό ανταγωνισμό εξαιτίας της αύξησης των ενισχύσεων που οι ΗΠΑ παρέχουν στον εν λόγω τομέα. Πράγματι, οι αμερικανοί παραγωγοί εισπράττουν μια ενίσχυση ανά εκτάριο και τους εξασφαλίζεται μία ελάχιστη εγγυημένη τιμή, χάρη σε μια συνδυασμένη επιχορήγηση: το marketing loan (διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής και της τιμής της παγκόσμιας αγοράς). Το καθεστώς των ενισχύσεων που εφαρμόζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζει το μεγάλο μειονέκτημα ότι αλλοιώνει την ισορροπία της διεθνούς αγοράς (υπενθυμίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν το 45 % της διεθνούς παραγωγής ελαιούχων φυτών). Πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η απόδοση της σόγιας είναι σαφώς κατώτερη από την απόδοση του καλαμποκιού και γι' αυτό το λόγο η τιμή της σόγιας θα έπρεπε να είναι 2 με 2,5 φορές μεγαλύτερη της τιμής του καλαμποκιού. Αν η τιμή της σόγιας ισοδυναμεί με το διπλάσιο της τιμής του καλαμποκιού, τότε το καλαμπόκι αναπτύσσεται σε βάρος της σόγιας. Αντίθετα, εάν ο συντελεστής είναι 2,5, τότε αναπτύσσεται η σόγια σε βάρος του καλαμποκιού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, κρίνοντας ότι η αγορά της σόγιας είναι πιο αποδοτική, ασκούν πολιτική που ευνοεί την ανάπτυξή της. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ, με την εφαρμογή του προγράμματος "Ατζέντα 2000", κάνει το ακριβώς αντίθετο. 6.14. Όσο το σύστημα αυτό θα διαρκεί, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι αναγκασμένη να υιοθετήσει ένα σύστημα που να μπορεί να λάβει δύο διαφορετικές μορφές. Θα πρέπει δηλαδή: - να προβλεφθεί, όπως ήδη συμβαίνει στον τομέα των σιτηρών, αλλά όχι στον τομέα των ελαιούχων, μία ασφαλιστική δικλίδα: (θα μπορούσε να βασίζεται στο καθεστώς που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, όταν οι τιμές είναι χαμηλές θα μπορούσε να παρέχεται συμπληρωματική ενίσχυση ανά τόνο, όχι όμως όταν οι τιμές είναι υψηλές. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η πρόταση αυτή είναι αντίθετη προς τις συμφωνίες του Μαρακές, το ίδιο όμως ισχύει και στην περίπτωση του καθεστώτος που ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι σκόπιμο το θέμα αυτό να διευκρινιστεί κατά τις επόμενες διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ)· - να εξεταστεί ένα σύστημα διασφάλισης του εισοδήματος, λύση η οποία αποτελεί σήμερα αντικείμενο μελέτης σε πολλές τρίτες χώρες και η οποία θα μπορούσε να δοκιμαστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα των ελαιοπρωτεϊνούχων καλλιεργειών. Ε. Αξιοποίηση του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ 6.15. Η αξιοποίηση του δεύτερου πυλώνα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής θα μπορούσε να λειτουργήσει ενθαρρυντικά για τους γεωργούς που εφαρμόζουν ισορροπημένη εναλλαγή των καλλιεργειών, με βάση την οποία τους παραχωρείται ένα ποσοστό έκτασης σπαρμένης με ελαιούχα και πρωτεϊνούχα φυτά. Η συμπληρωματική αυτή ενίσχυση, που θα μπορούσε να ονομαστεί "ενίσχυση στην εναλλαγή καλλιεργειών", παρουσιάζει, εξάλλου, το πλεονέκτημα ότι δεν δημιουργεί ειδικά προβλήματα ως προς τους κανόνες του ΠΟΕ. Η λύση αυτή έχει συνεπώς το προσόν ότι ευνοεί την τήρηση των ορθών καλλιεργητικών πρακτικών ενώ αυξάνει, ταυτόχρονα, την καλλιεργήσιμη επιφάνεια που αφιερώνεται στις ελαιοπρωτεϊνούχες καλλιέργειες. Το θέμα αυτό αποτελεί αυτή τη στιγμή αντικείμενο μελέτης στην Επιτροπή. Θα προϋποθέτει την ανάληψη μίας συμβατικής δέσμευσης εκ μέρους των παραγωγών, ελπίζεται ωστόσο ότι οι υποχρεώσεις διοικητικής φύσεως, ενώ είναι απαραίτητες, δεν θα είναι αποθαρρυντικές. Η εν λόγω πρόταση δεν αποτελεί εξειδικευμένη λύση στο πρόβλημα του εφοδιασμού της ΕΕ σε φυτικές πρωτεΐνες, συμβάλλει ωστόσο έμμεσα στην επίλυσή του αφού καθιστά ελκυστικότερες τις καλλιέργειες αυτές στο πλαίσιο του κύκλου εναλλαγής των καλλιεργειών. 6.16. Οι ερευνητικές προσπάθειες που καταβάλλονται για την μελέτη των ελαιοπρωτεϊνούχων φυτών αποτελούν πρόσφατο φαινόμενο, είτε αυτές έχουν ως αντικείμενο την δημιουργία νέας ποικιλίας, είτε τις γεωπονικές πρακτικές, είτε, ακόμη, την χρήση τους στην διατροφή των ζώων. Ο εν λόγω τομέας θα πρέπει να ευνοηθεί κατά προτεραιότητα στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων της ΕΕ. 7. Συμπεράσματα 7.1. Εξαιτίας της διατροφικής εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα φυτικά έλαια, η Κοινή Γεωργική Πολιτική ευνόησε, ως τα μέσα της δεκαετίας του 70, τις ελαιούχες καλλιέργειες, καθώς οι ανάγκες σε πλούσιες σε πρωτεΐνες ύλες για τις ζωοτροφές δεν θεωρούντο στρατηγικής σημασίας. Έκτοτε η σημασία που προσέλαβε η ασφάλεια των τροφίμων, η καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και η κατανόηση του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν οι γεωργικές δραστηριότητες, τοποθετούν εκ νέου τον τομέα των ελαιοπρωτεϊνούχων καλλιεργειών σε στρατηγικό, για την ΕΕ, επίπεδο. 7.2. Εξάλλου, η αύξηση της ευρωπαϊκής κατανάλωσης κρέατος επιτείνει το έλλειμμα των φυτικών πρωτεϊνών στην ΕΕ. Το ποσοστό αυτοεφοδιασμού μειώθηκε και πάλι από το 1992 και μετά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ΟΚΕ επισημαίνει τις αδυναμίες μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής που βασίζεται, κατ' ουσία, στον εφοδιασμό από την διεθνή αγορά. Πράγματι, ο συσχετισμός μεταξύ προσφοράς και ζήτησης γίνεται όλο και πιο ανισόρροπος, πράγμα που σαφώς ευνοεί τις κύριες παραγωγούς χώρες (γεωγραφική και οικονομική συγκέντρωση της παραγωγής σόγιας με κλιματικούς κινδύνους, επικράτηση της σόγιας στις διεθνείς συναλλαγές και εμφάνιση νέων κρατών που είναι μεγάλοι καταναλωτές σόγιας). 7.3. Η ΟΚΕ θέλει να επισημάνει ότι, στο πλαίσιο της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υποψήφιες χώρες παρουσιάζουν επίσης έλλειμμα σε φυτικές πρωτεΐνες. Για τον λόγο αυτό, η ΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να μεριμνήσει ιδιαίτερα για την ανάπτυξη της παραγωγής τους σε φυτικές πρωτεΐνες, πράγμα το οποίο θα ωφελούσε, καταρχάς, την ίδια την αγορά τους, αλλά και την ευρωπαϊκή αγορά, η οποία προσφέρει απεριόριστες εμπορικές δυνατότητες. Αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τις πρώτες βάσεις μιας κοινής πολιτικής που να εφαρμόζεται σε αυτές τις χώρες. 7.4. Η ανάπτυξη των ελαιούχων τομέων στις υποψήφιες χώρες δεν θα πρέπει ωστόσο να συγκαλύψει την αυξανόμενη ευαισθησία των ευρωπαϊκών κλάδων του λευκού κρέατος, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το ποσοστό αυτοεφοδιασμού της ΕΕ βρίσκεται σε σταθερή πτώση από το 1992. Για το λόγο αυτό, η ΟΚΕ συνιστά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόσει ένα "σχέδιο για τις φυτικές πρωτεΐνες", σε κοινοτική κλίμακα, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αναθεώρησης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, με τις ακόλουθες συνιστώσες: - τη λήψη μέτρων υπέρ των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών: το ζητούμενο είναι οι εν λόγω παραγωγές να αποφέρουν εκ νέου ένα δίκαιο εισόδημα έτσι ώστε να πάψουν να βρίσκονται σε παρακμή και να μπορέσουν πάλι να αναπτυχθούν· - τη διασφάλιση της ανάπτυξης των τομέων παραγωγής μη εδώδιμων προϊόντων(15): η ανάπτυξη των διαφόρων χρήσεων των ελαιούχων για σκοπούς άσχετους με τη διατροφή έχει πολλούς στόχους: - να τηρούνται οι συμφωνίες του Κιότο, - να αναπτυχθούν νέα προϊόντα τα οποία να σέβονται σε μεγαλύτερο βαθμό το περιβάλλον, - να παραχθούν φυτικές πρωτεΐνες χάρη στις πίτες που αποτελούν συμπαράγωγα προϊόντα των ελαιούχων φυτών· - την καθιέρωση μίας ασφαλιστικής δικλίδας που να ευνοεί τους παραγωγούς ελαιοπρωτεϊνούχων προϊόντων: η έλλειψη ρυθμίσεων που να παρέχουν στους παραγωγούς μία ελάχιστη ασφάλεια αποτελεί το κύριο στοιχείο που συμβάλλει στον περιορισμό του ενδιαφέροντος για τις εν λόγω παραγωγές. Πράγματι, η αγορά είναι ιδιαίτερα ασταθής. Εξάλλου, υφίσταται στρεβλώσεις από την κύρια, διεθνώς, παραγωγό χώρα οι γεωργοί της οποίας προστατεύονται από τις σημαντικές διακυμάνσεις των τιμών. Οι προτεινόμενες λύσεις θα ήταν σκόπιμο να αποτελέσουν αντικείμενο διεξοδικής ανάλυσης προκειμένου να καταστούν συμβατές με τις διεθνείς συμφωνίες. - την αξιοποίηση του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ: - οι ανισορροπίες μεταξύ των φυτικών παραγωγών τονίζονται με την "Ατζέντα 2000" (έλλειψη ασφαλιστικής δικλίδας για τις ελαιοπρωτεϊνούχες παραγωγές). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μονοκαλλιεργειών σιτηρών ή αραβοσίτου. Προτείνεται η διόρθωση αυτής της τάσης με μέτρα που να ενθαρρύνουν την κατάλληλη εναλλαγή καλλιεργειών. Προτείνεται επίσης να διατηρηθεί, στις μεσογειακές ζώνες, η καλλιέργεια του lupinus lutens ως πρωτεϊνούχου φυτού εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του στην ξηρασία και να επεκταθεί το μέτρο της χορήγησης αδείας για την καλλιέργεια μικρόκοκκων οσπριοειδών σε εκτάσεις που βρίσκονται σε αγρανάπαυση, δίχως περιορισμούς σε ό,τι αφορά τον τρόπο παραγωγής τους· - πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα ειδικό ερευνητικό πρόγραμμα δεδομένου ότι οι παραγωγές αυτές εξακολουθούν να είναι "νέες". Για το λόγο αυτό αξίζει να καταβληθούν ιδιαίτερες ερευνητικές προσπάθειες. 7.5. Η δέσμη αυτή μέτρων που προτείνει η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ενδέχεται να δώσει την εντύπωση ότι δεν είναι αρκετά φιλόδοξη. Το ζητούμενο δεν είναι να γεννάται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και στην διευρυμένη, το σύνολο των αναγκών - αντίθετα. Η σχετική αγορά θα παραμείνει μία διαθέσιμη και σημαντική αγορά για την Αμερική και την Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur). Καθώς το πρόβλημα παρουσιάζει πολλές πτυχές (ασφάλεια των τροφίμων και του εφοδιασμού, κάλυψη νέων αναγκών που σχετίζονται ή όχι με την διατροφή, προώθηση μίας αειφόρου γεωργίας), ο στόχος είναι να ληφθούν υπόψη τα μαθήματα ενός πρόσφατου παρελθόντος και, στη συνέχεια, να προσφερθούν στους ευρωπαίους γεωργούς νέες προοπτικές: να παράγουν προϊόντα που είναι απαραίτητα και να τα παράγουν με βάση τις ορθές πρακτικές, αποκομίζοντας ένα δίκαιο εισόδημα. 7.6. Κατά την λήξη του προγράμματος "Ατζέντα 2000" αποφασίστηκε να επανεξεταστεί το θέμα των ελαιοπρωτεϊνούχων παραγωγών κατά την μεσοπρόθεσμη αναθεώρηση της ΚΓΠ. Η ΟΚΕ είναι υποχρεωμένη ωστόσο να τονίσει το επείγον πρόβλημα της προσεχούς σοδιάς και ζητεί να διατηρηθεί σχετικά, εν είδει μεταβατικού μέτρου, το ίδιο καθεστώς που ίσχυσε για το 2001. Βρυξέλλες, 16 Ιανουαρίου 2002. Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Göke Frerichs (1) COM(2001) 148 τελικό/2. (2) ΕΕ C 204 της 18.7.2000, σ. 21. (3) EE C 193 της 10.7.2001, σ. 42. (4) ΕΕ C 140 της 18.5.2000, σ. 12. (5) COM(2001) 425 τελικό. (6) Ο αριθμός αντιστοιχεί σε εκτίμηση που έγινε με βάση τις παγκόσμιες συναλλαγές ελαιούχων καλλιεργειών κατά την περίοδο 1999/2000 και τις μέσες τιμές αγοράς για τις διάφορες ύλες. (7) Η εν λόγω αναλογία αφορά την παραγωγή κρέατος πουλερικών και χοίρων ή αυγών με τη βοήθεια ζωοτροφών που προέρχονται από ύλες πλούσιες σε πρωτεΐνες. Σε ό,τι αφορά τα μηρυκαστικά, η αναλογία είναι μεγαλύτερη στο μέτρο που τα ζώα έχουν εκτραφεί σε βοσκότοπους ή έχουν διατραφεί με χορτονομή. (8) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2001, Προοπτικές των γεωργικών αγορών 2001-2008, Βρυξέλλες. (9) SEC(2001) 431. (10) Ευρωπαϊκή επιτροπή, 2001, Προοπτικές των γεωργικών αγορών 2001-2008, Βρυξέλλες. (11) Ευρωπαϊκή επιτροπή, 2001, Προοπτικές των γεωργικών αγορών 2001-2008, Βρυξέλλες. (12) Ευρωπαϊκή επιτροπή, 2001, Προοπτικές των γεωργικών αγορών 2001-2008, Βρυξέλλες. (13) Πηγή PROLEA, μελέτη που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1991 και 1993 από την εταιρεία Εcobilan. (14) Γνωμοδότηση της ΟΚΕ με θέμα την "Πρόταση Κανονισμού του Συμβουλίου για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1251/1999 περί θεσπίσεως καθεστώτος στήριξης των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών" (COM(2001) 87 τελικό - 2001/0043 CNS), - 2001/0043 CNS της 25ης Απριλίου 2001, η οποία δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C 193 της 10.7.2001, σ. 42-44. (15) Οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις που σχετίζονται με την απαλλαγή ή όχι των εν λόγω τομέων από την υποχρέωση ένταξής τους στο φορολογικό σύστημα βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας.