Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001PC0521

    Πρόταση Απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

    /* COM/2001/0521 τελικό - CNS 2001/0217 */

    ΕΕ C 332E της 27.11.2001, p. 300–304 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    52001PC0521

    Πρόταση Απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας /* COM/2001/0521 τελικό - CNS 2001/0217 */

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 332 E της 27/11/2001 σ. 0300 - 0304


    Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Η τρομοκρατία αποτελεί μία από τις σοβαρότερες απειλές για τη δημοκρατία, την ελεύθερη άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η τρομοκρατία δεν είναι ποτέ δικαιολογημένη, ανεξάρτητα από το στόχο της και τον τόπο στον οποίο προετοιμάζεται ή διαπράττεται το αδίκημα.

    Αυτό κατέστη σαφέστερο από ποτέ μετά τις τρομακτικές συνέπειες των χωρίς προηγούμενο, τραγικών και δολοφονικών τρομοκρατικών επιθέσεων που διαπράχθηκαν εις βάρος του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Αυτές οι άνανδρες επιθέσεις τονίζουν την ανάγκη αποτελεσματικής απάντησης στην τρομοκρατία στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ορίσει ως στόχο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση να εξασφαλίσει στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η παρούσα πρόταση σε συνδυασμό με την πρόταση που αποβλέπει στην αντικατάσταση της διαδικασίας έκδοσης, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αποτελεί στοιχείο κλειδί της συμβολής της Επιτροπής στην επίτευξη αυτού του στόχου στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Είναι ζωτικής σημασίας για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαθέτουν αποτελεσματική ποινική νομοθεσία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και πρέπει να ληφθούν μέτρα για να ενισχυθεί η διεθνής συνεργασία κατά της τρομοκρατίας.

    Η παρούσα πρόταση δεν καλύπτει μόνο τις τρομοκρατικές πράξεις που στρέφονται κατά των κρατών μελών. Εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές που υιοθετούνται στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στην διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων σε τρίτες χώρες. Αυτό αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της Επιτροπής να καταπολεμήσει την τρομοκρατία τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη και με τις τρίτες χώρες για να καταπολεμήσει τη διεθνή τρομοκρατία στο πλαίσιο των διεθνών οργανώσεων και των υφιστάμενων μηχανισμών διεθνούς συνεργασίας, ιδιαίτερα με τα Ηνωμένα Έθνη και τις χώρες G8, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή όλων των σχετικών διεθνών νομικών μέσων.

    Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της βασίζονται στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, στην κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην προστασία αυτών των δικαιωμάτων, τόσο όσον αφορά τα άτομα όσο και τους θεσμούς. Επιπλέον, το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ακεραιότητα του προσώπου, το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια και το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, έκφρασης και πληροφόρησης περιλαμβάνονται στα άρθρα 2, 3, 6, 10 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1] (Νίκαια, 7 Δεκεμβρίου 2000).

    [1] ΕΕ C 364, 18.12.2000, σ.1.

    Η τρομοκρατία αποτελεί απειλή για αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία χώρα στην Ευρώπη που να μην έχει θιγεί, άμεσα ή έμμεσα, από αυτήν. Οι τρομοκρατικές πράξεις μπορούν να υποσκάψουν το σύστημα δικαίου και τις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες βασίζονται οι συνταγματικές παραδόσεις και οι νομοθεσίες των δημοκρατιών των κρατών μελών. Διαπράττονται κατά μίας ή περισσοτέρων χωρών, των θεσμών τους ή του πληθυσμού τους, με σκοπό τον εκφοβισμό τους και τη σοβαρή προσβολή ή την καταστροφή των πολιτικών, οικονομικών ή κοινωνικών δομών αυτών των χωρών.

    Η τρομοκρατία λαμβάνει διάφορες μορφές όπως η δολοφονία, οι σωματικές βλάβες, οι απειλές κατά των ανθρώπινων ζώων και η απαγωγή, η καταστροφή περιουσιακών αγαθών και οι ζημίες που δημιουργούνται σε δημόσιες ή ιδιωτικές εγκαταστάσεις. Η τρομοκρατία είναι πηγή οδύνης για τα θύματα και τους οικείους τους. Καταστρέφει τις ελπίδες και τις προσωπικές τους προσδοκίες και την υλική βάση της ζωής τους, τραυματίζοντάς τους και προκαλώντας ψυχική οδύνη και θάνατο.

    Η τρομοκρατία έχει μακρά ιστορία πίσω της, αλλά αυτό που καθιστά τη σύγχρονη τρομοκρατία ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις τρομοκρατικές πράξεις του παρελθόντος, τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματα των ένοπλων επιθέσεων είναι ολοένα και περισσότερο καταστροφικά και θανατηφόρα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην αυξημένη πολυπλοκότητα και στις στυγνές φιλοδοξίες των ίδιων των τρομοκρατών, όπως καταδεικνύουν πρόσφατα τα τρομακτικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ην. Πολιτείες. Αυτό μπορεί επίσης να οφείλεται στην τεχνολογική εξέλιξη που παρατηρείται (και στην εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν αυτή την εξέλιξη) τόσο στον τομέα των παραδοσιακών όπλων και εκρηκτικών όσο και στους ακόμα φρικτότερους τομείς των χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων. Επιπλέον, εμφανίζονται νέες μορφές τρομοκρατίας. Σε πολλές πρόσφατες περιπτώσεις, οι εντάσεις στις διεθνείς σχέσεις οδήγησαν σε σειρά επιθέσεων κατά των συστημάτων πληροφορικής. Πιο σοβαρές επιθέσεις μπορούν να προξενήσουν όχι μόνο σοβαρές ζημίες αλλά εξίσου, σε ορισμένες περιστάσεις, την απώλεια ανθρώπινων ζωών.

    Οι βαθιές μεταβολές του χαρακτήρα των τρομοκρατικών αδικημάτων καταδεικνύουν την ανεπάρκεια των παραδοσιακών μορφών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία προκύπτει ολοένα και περισσότερο από δραστηριότητες δικτύων που δρουν σε διεθνές επίπεδο, τα οποία έχουν την έδρά τους σε πολλές χώρες, εκμεταλλεύονται τα νομικά κενά που προκύπτουν από τα γεωγραφικά όρια των ανακρίσεων και επωφελούνται ενίοτε σημαντικής οικονομικής και τεχνικής υποστήριξης. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σύνορα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων είναι κατοχυρωμένο, πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

    Οι τρομοκράτες μπορούν να επωφεληθούν από οποιαδήποτε διαφορά νομικής μεταχείρισης στα διάφορα κράτη μέλη. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας καταρτίζοντας νομοθετικές προτάσεις με σκοπό την κύρωση τέτοιων πράξεων και την ενίσχυση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας.

    Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να ενισχύσει τα μέτρα ποινικού δικαίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Προς το σκοπό αυτό, υποβάλλεται πρόταση απόφασης πλαισίου. Στόχος της είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα τρομοκρατικά αδικήματα, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, εδάφιο β) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

    2. ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ

    Τα πρώτα μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ελήφθησαν υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, στο πλαίσιο των οποίων θεσπίστηκε η Σύμβαση περί παραβάσεων και άλλων τινών πράξεων τελούμενων επί αεροσκαφών (Τόκιο, 14-9-1963). Μετά από αυτή τη Σύμβαση εκδόθηκαν και άλλες συμβάσεις και πρωτόκολλα σχετικά με τις τρομοκρατικές πράξεις. Οι πιο αξιομνημόνευτες είναι οι εξής:

    - Η σύμβαση για την καταστολή της παράνομης υφαρπαγής αεροσκαφών [Σύμβαση για την αεροπειρατεία] (Χάγη, 16-12-1970).

    - Η σύμβαση για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (Μόντρεαλ, 23-9-1971).

    - Η σύμβαση για την πρόληψη και την τιμωρία εγκλημάτων που στρέφονται κατά των διεθνώς προστατευομένων προσώπων συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών αντιπροσώπων (Νέα Υόρκη, 14-12-1973).

    - Η διεθνής σύμβαση κατά της σύλληψης ομήρων (Νέα Υόρκη, 17-12-1979).

    - Η σύμβαση για την φυσική προστασία του πυρηνικού υλικού (Βιέννη, 3-3-1980).

    - Το πρωτόκολλο για την καταστολή των παράνομων πράξεων βίας στα αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη διεθνή αεροπορία που συμπληρώνει τη σύμβαση για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (Μόντρεαλ, 24-2-1988).

    - Η σύμβαση για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας (Ρώμη, 10-3-1988).

    - Το πρωτόκολλο για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας σταθερών εξεδρών που ευρίσκονται στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα (Ρώμη, 10-3-1988).

    - Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή των τρομοκρατικών επιθέσεων με εκρηκτικές ύλες (Νέα Υόρκη, 15-12-1997).

    - Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Νέα Υόρκη, 9-12-1999).

    Αυτές οι δύο τελευταίες συμβάσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Το άρθρο 2 της σύμβασης για την καταστολή των τρομοκρατικών επιθέσεων με εκρηκτικές ύλες προβλέπει ότι διαπράττει αξιόποινη πράξη οποιοσδήποτε παρανόμως και εκ προθέσεως προμηθεύει, τοποθετεί ή προκαλεί την έκρηξη εκρηκτικού μηχανισμού ή άλλου δολοφονικού μηχανισμού εντός ή κατά δημόσιου χώρου, κυβερνητικής εγκατάστασης ή άλλη δημόσιας εγκατάστασης, δημόσιου συστήματος μεταφορών ή υποδομής με σκοπό να προκαλέσει τον θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες ή με σκοπό να προκαλέσει μαζικές καταστροφές αυτού του τόπου, αυτής της εγκατάστασης, αυτού του συστήματος ή αυτής της υποδομής, όταν αυτές οι καταστροφές προξενούν ή μπορούν να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές ζημίες. Σύμφωνα με τη σύμβαση για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η χορήγηση ή η συγκέντρωση πόρων, άμεσα ή έμμεσα, παρανόμως και εκ προθέσεως, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ή γνωρίζοντας ότι θα χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη οποιασδήποτε πράξης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των αναφερόμενων συμβάσεων (εξαιρουμένης της σύμβασης περί παραβάσεων και άλλων τινών πράξεων τελουμένων επί αεροσκαφών, η οποία δεν περιλαμβάνεται) αποτελεί αξιόποινη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν οι όροι "τρομοκρατία" ή "τρομοκρατικές πράξεις" δεν αναφέρονται στις περισσότερες από αυτές τις συμβάσεις, αυτές αφορούν τα τρομοκρατικά αδικήματα.

    Εν τούτοις, όσον αφορά τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις, η πιο σημαντική προσπάθεια για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας έχει γίνει με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας (Στρασβούργο, 27-1-1977) σύμφωνα με την εντολή του Συμβουλίου της Ευρώπης [2]. Αυτή είναι η πρώτη σύμβαση η οποία εξετάζει γενικά την τρομοκρατία, τουλάχιστον κατά την έννοια ότι περιλαμβάνει κατάλογο τρομοκρατικών πράξεων. Δεν θεωρεί αυτό το είδος αδικημάτων ως πολιτικά αδικήματα, αδικήματα συναφή με πολιτικό αδίκημα ή αδικήματα που εμπνέονται από πολιτικά κίνητρα, γεγονός που είναι σημαντικό για την εφαρμογή των συμβάσεων περί εκδόσεως.

    [2] ΣΕΣ αριθ. 90.

    Τα άρθρα 1 και 2 περιλαμβάνουν κατάλογο αδικημάτων που θεωρούνται ως τρομοκρατικές πράξεις. Το άρθρο 1 κάνει μνεία των αδικημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης για την καταστολή της παράνομης υφαρπαγής αεροσκαφών (Χάγη, 1970) και της σύμβασης για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (Μόντρεαλ, 1971), οι οποίες αναφέρονται σε ορισμένες τρομοκρατικές πράξεις. Επιπλέον, συμπεριλαμβάνονται στον ίδιο κατάλογο οι αξιόποινες πράξεις που συνεπάγονται προσβολή κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας προσώπων που δικαιούνται διεθνούς προστασίας (συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών αντιπροσώπων), οι αξιόποινες πράξεις που συνίστανται στην απαγωγή, σύλληψη ομήρων, παράνομη κατακράτηση, χρήση βομβών, χειροβομβίδων, πυραύλων, αυτόματων πυροβόλων ή βομβιστικών επιστολών ή δεμάτων, στο μέτρο που αυτή η χρήση θέτει σε κίνδυνο τη ζωή προσώπων. Το άρθρο 2 διευρύνει την έννοια της τρομοκρατικής πράξης σε άλλα αδικήματα όπως αυτά που περιλαμβάνουν πράξη βίας, πέραν εκείνων που καλύπτονται από το άρθρο 1, τα οποία στρέφονται κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας προσώπων (παράγραφος 1) και κατά περιουσιακών αγαθών, όταν η πράξη δημιουργεί συλλογικό κίνδυνο για τα πρόσωπα (παράγραφος 2).

    Οι περισσότερες εξ αυτών των συμβάσεων έχουν υπογραφεί και επικυρωθεί από την πλειοψηφία των κρατών μελών, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν να τις εφαρμόσουν. Η παρούσα πρόταση θα διευκολύνει την εφαρμογή αυτών των συμβάσεων στο μέτρο που αυτές αφορούν το ποινικό δίκαιο επειδή έχουν τον ίδιο στόχο, δηλαδή τα τρομοκρατικά αδικήματα.

    Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 29 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρεται ειδικά στην τρομοκρατία ως σοβαρή μορφή εγκληματικότητας που πρέπει να προληφθεί και να καταπολεμηθεί αναλαμβάνοντας κοινή δράση με τρεις διαφορετικούς τρόπους: πιο στενή συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων, των τελωνειακών αρχών και άλλων αρμοδίων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπόλ. πιο στενή συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών και άλλων αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. προσέγγιση, όπου χρειάζεται, των κανόνων ποινικού δικαίου των κρατών μελών.

    Όσον αφορά την αστυνομική συνεργασία (άρθρο 30 της ΣΕΕ), πρέπει να αναφερθεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, της σύμβασης για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας [3], η οποία περιλαμβάνει την τρομοκρατία στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης, και η απόφαση του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1998 [4], η οποία αναθέτει στην Ευρωπόλ την εξέταση αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται ή μπορούν να διαπραχθούν στο πλαίσιο τρομοκρατικών δραστηριοτήτων οι οποίες στρέφονται κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας των ατόμων, καθώς και των περιουσιακών αγαθών, η οποία θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφος 2, της συγκεκριμένης σύμβασης. Επιπλέον, η Κοινή Δράση του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1996 [5] αποφάσισε την κατάρτιση και τήρηση ευρετηρίου ειδικών δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, για να διευκολυνθεί η αντιτρομοκρατική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    [3] ΕΕ C 316, 27.11.1995, σ.1.

    [4] ΕΕ C 26, 30.01.1999, σ.22.

    [5] ΕΕ L 273, 25.10.1996, σ.1.

    Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, το άρθρο 31 της ΣΕΕ προβλέπει ότι η κοινή δράση στο συγκεκριμένο τομέα αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να διευκολύνει και να επιταχύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων υπουργείων και των δικαστικών ή αντίστοιχων αρχών των κρατών μελών σε σχέση με τη διαδικασία και την εκτέλεση αποφάσεων (παράγραφος Α) και να διευκολύνει την έκδοση μεταξύ κρατών μελών (παράγραφος Β). Στο συγκεκριμένο τομέα υπάρχουν δύο σημαντικά νομικά μέσα: η σύμβαση για την απλουστευμένη διαδικασία έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ [6] (10 Μαρτίου 1995) και η σύμβαση σχετικά με την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ [7] (27 Σεπτεμβρίου 1996), της οποίας το άρθρο 1 ορίζει ότι η σύμβαση έχει ως στόχο να διευκολύνει την εφαρμογή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας. Επιπλέον, η Κοινή Δράση της 21ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της ΕΕ [8] αναφέρεται στα τρομοκρατικά αδικήματα στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

    [6] ΕΕ C 78, 30.03.1995, σ.1.

    [7] ΕΕ C 313, 23.10.1996, σ.11.

    [8] ΕΕ L 351, 29.12.1998, σ.1.

    Φαίνεται εν τούτοις απαραίτητο να βελτιωθούν αυτά τα νομικά μέσα για να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία πιο αποτελεσματικά. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ειδικής συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου [9] του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, θα πρέπει να καταργηθεί η τυπική διαδικασία έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών για τα άτομα που επιχειρούν να διαφύγουν της δικαιοσύνης αφού έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα και να αντικατασταθεί από απλή μεταγωγή αυτών των ατόμων (συμπέρασμα 35).

    [9] http://ue.eu.int/en/Info/eurocouncil/index.htm

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέσπισε, στις 5 Σεπτεμβρίου 2001, ψήφισμα για το ρόλο της ΕΕ στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, καλώντας το Συμβούλιο να θεσπίσει απόφαση-πλαίσιο για να καταργήσει την τυπική διαδικασία έκδοσης, να θεσπίσει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών ποινικών αποφάσεων που αφορούν τρομοκρατικά αδικήματα, να θέσει σε εφαρμογή το "ευρωπαϊκό ένταλμα έρευνας και σύλληψης" και να προσεγγίσει τις νομοθετικές διατάξεις που θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την αντικειμενική υπόσταση της τρομοκρατίας και τις επιβαλλόμενες κυρώσεις.

    Τέλος, όσον αφορά την προσέγγιση των ποινικών κανόνων στα κράτη μέλη, το άρθρο 31, παράγραφος ε) [10] της ΕΕ προβλέπει την θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της τρομοκρατίας, η οποία αναφέρεται επίσης στο σημείο 46 του σχεδίου δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης [11] (3 Δεκεμβρίου 1998). Αυτός είναι ο στόχος της παρούσας απόφασης πλαισίου: να θέσει σε εφαρμογή το άρθρο 31, παράγραφος ε) της ΣΕΕ, προσεγγίζοντας τις νομοθεσίες των κρατών μελών στον τομέα των τρομοκρατικών αδικημάτων.

    [10] Η οργανωμένη εγκληματικότητα και η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών αναφέρονται επίσης στο συγκεκριμένο άρθρο και η Ένωση ενεργεί και στους δύο αυτούς τομείς. Όσον αφορά την οργανωμένη εγκληματικότητα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κοινή δράση της 21ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της ΕΕ. Όσον αφορά την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση απόφασης- πλαισίου του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (COM (2001) 259 τελικό, της 23ης Μαΐου 2001).

    [11] ΕΕ C 19, 23.01.1999, σ.1.

    Πέραν του τίτλου VI της ΣΕΕ, ο οποίος προβλέπει τα κατάλληλα μέσα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο επίπεδο της Ένωσης και για το συντονισμό της δράσης σε διεθνές επίπεδο, η δέσμευση της Ένωσης να συμβάλλει στην ανάπτυξη ισχυρής, συνεκτικής και συνολικής δράσης κατά της τρομοκρατίας μπορεί να καταστήσει αναγκαία τη διεξαγωγή πολιτικού διαλόγου ή την ανάληψη δράσης σε σχέση με τρίτες χώρες καθώς και τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ κρατών μελών στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών και διασκέψεων. Υπό την επιφύλαξη των μέτρων που λαμβάνονται στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, η αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων ασφάλειας μπορεί να απαιτήσει συμπληρωματική δράση στον τομέα, για παράδειγμα, της κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, προκειμένου να βελτιωθεί η επίπτωση και η συνοχή των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης.

    3. ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

    Η κατάσταση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφέρει όσον αφορά τη νομοθεσία στον τομέα της τρομοκρατίας. Σε ορισμένα εξ αυτών, δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για την τρομοκρατία. Σε αυτά οι τρομοκρατικές πράξεις τιμωρούνται ως αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Άλλα διαθέτουν ειδική νομοθεσία ή νομικά μέσα στον τομέα της τρομοκρατίας στα οποία αναφέρονται ρητά οι όροι "τρομοκρατία" ή "τρομοκράτης" και χαρακτηρίζονται ρητά ορισμένα τρομοκρατικά αδικήματα. Πρόκειται για τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

    Οι περισσότερες από τις τρομοκρατικές πράξεις είναι βασικά αδικήματα του κοινού δικαίου, τα οποία λαμβάνουν τρομοκρατικό χαρακτήρα λόγω των κινήτρων του δράστη τους: αν αυτό το κίνητρο είναι να θιγούν σοβαρά ή να καταστραφούν οι θεμελιώδεις αρχές και βάσεις του κράτους και να απειληθεί ο πληθυσμός, τότε πρόκειται για τρομοκρατικό αδίκημα. Αυτή είναι η ιδέα στην οποία βασίζονται οι νομοθεσίες των κρατών μελών όσον αφορά την τρομοκρατία. Παρά το γεγονός ότι η διατύπωση τους είναι διαφορετική, είναι ουσιαστικά αντίστοιχες.

    Ο ελληνικός ποινικός κώδικας και ο κώδικας ποινικής δικονομίας τροποποιήθηκαν πρόσφατα με την ψήφιση του νόμου 2928 της 27ης Ιουνίου 2001. Ο γαλλικός ποινικός κώδικας [12] αναφέρεται στις τρομοκρατικές πράξεις ως πράξεις που μπορούν να διαταράξουν σοβαρά τη δημόσια τάξη μέσω εκφοβισμού ή τρομοκρατίας. Ο πορτογαλικός ποινικός κώδικας [13] αναφέρει την προσβολή των εθνικών συμφερόντων, τη μεταβολή ή τη διατάραξη της λειτουργίας των εθνικών θεσμών, τον εξαναγκασμό των δημοσίων αρχών σε δράση ή αδράνεια και την απειλή ατόμων ή ομάδων. Ο ισπανικός ποινικός κώδικας [14], όπως και ο γαλλικός και πορτογαλικός ποινικός κώδικας, αναφέρεται στο στόχο που συνίσταται στην ανατροπή της συνταγματικής τάξης και στη σοβαρή προσβολή της δημόσιας τάξης. Ο ιταλικός ποινικός κώδικας [15] περιλαμβάνει παρόμοια μνεία, όσον αφορά την ανατροπή της δημοκρατικής τάξης.

    [12] Άρθρο 421-1: «Constituent des acts de terrorism, lorsqu'elles sont intentionnellement en relation avec une enterprise individuelle ou collective ayant pour but the troubler gravement l'ordre public par l'intimidation ou la terreur...».

    [13] Άρθρο 300: « ...visem prejudicar a integridade ou a independκncia nacionais, impedir, alterar ou subverter o funcionamiento das instituηυes do Estado previstas na Constituiηγo, forηar a autoridade pϊblica a praticar um acto, a abster-se de o praticar ou a tolerar que se pratique, ou ainda intimidar certas pessoas, grupo de pessoas ou a populaηγo em geral...».

    [14] Άρθρο 571: « ...cuya finalidad sea la de subvertir el orden constitucional o alterar gravemente la paz pϊblica... ».

    [15] Άρθρα 270 α), 280, 289 α): «eversione dell'ordine democratico».

    Η βρετανική νομοθεσία, η Terrorism Act 2000, [16] αποτελεί την πιο σημαντική νομοθεσία για την τρομοκρατία στα κράτη μέλη της ΕΕ. Ορίζει την τρομοκρατία ως δράση ή απειλή δράσης που "στοχεύει να επηρεάσει την κυβέρνηση ή να εκφοβίσει το σύνολο ή μέρος του πληθυσμού". "η δράση ή η απειλή δράσης έχει ως στόχο να προωθήσει πολιτικό, θρησκευτικό ή ιδεολογικό σκοπό" και ορίζει ότι η δράση περιλαμβάνει κυρίως "σοβαρή βία κατά προσώπου" ή "σοβαρές ζημίες περιουσιακών αγαθών" ή "συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια του συνόλου ή μέρους του πληθυσμού".

    [16] Terrorism Act 2000 : www.uk-legislation.hmso.gov.uk/acts/acts2000/20000011.htm

    4. ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

    Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 31, εδάφιο ε), της ΣΕΕ, το προαναφερόμενο νομικό πλαίσιο και το γεγονός ότι μόνο έξι κράτη μέλη διαθέτουν νομικά μέσα στον τομέα της τρομοκρατίας, η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου για την εναρμόνιση του δικαίου των κρατών μελών είναι εμφανώς απαραίτητη. Προβλέπει το αξιόποινο και κυρώσεις στον τομέα της τρομοκρατίας εξασφαλίζοντας ότι τα τρομοκρατικά αδικήματα τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές. Ως άμεσο αποτέλεσμα διευκολύνει την αστυνομική και δικαστική συνεργασία, επειδή η ύπαρξη κοινών ορισμών των αδικημάτων θα επιτρέψει να ξεπεραστούν τα εμπόδια της αξίωσης του διπλού αξιόποινου που αποτελεί προϋπόθεση ορισμένων μορφών δικαστικής συνδρομής. Επιπλέον, η ύπαρξη κοινού πλαισίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην ΕΕ θα διευκολύνει τη στενότερη συνεργασία με τρίτες χώρες.

    Η έννοια κλειδί στην οποία βασίζεται η παρούσα πρόταση είναι αυτή του τρομοκρατικού αδικήματος. Τα τρομοκρατικά αδικήματα μπορούν να ορισθούν ως αδικήματα που διαπράττονται εκ προθέσεως από άτομο ή ομάδα κατά μίας ή περισσοτέρων χωρών, των θεσμών τους ή του πληθυσμού τους, με σκοπό τον εκφοβισμό τους και τη σοβαρή προσβολή ή καταστροφή των πολιτικών, οικονομικών ή κοινωνικών δομών τους. Αυτό σημαίνει ότι τα εκ του νόμου δικαιώματα που θίγονται από αυτό το είδος αξιόποινης πράξης δεν είναι τα ίδια με τα δικαιώματα που θίγονται από αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Πράγματι, οι τρομοκρατικές πράξεις προσβάλουν γενικά τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα ατόμων ή ομάδων, τα περιουσιακά τους αγαθά ή την ελευθερία τους, κατά τον ίδιο τρόπο με τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά τα τρομοκρατικά αδικήματα έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις επειδή υποσκάπτουν τις προαναφερόμενες δομές. Για το λόγο αυτό, τα τρομοκρατικά αδικήματα και τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου είναι διαφορετικά και θίγουν διαφορετικά εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιώματα. Ως εκ τούτου φαίνεται ενδεδειγμένο να στοιχειοθετούνται διαφορετικά και να προβλέπονται διαφορετικές ποινές για αδικήματα τέτοιας βαρύτητας.

    Από την άλλη πλευρά, η διεύθυνση, η δημιουργία, η υποστήριξη ή η συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα πρέπει να θεωρούνται ως ανεξάρτητα αξιόποινα γεγονότα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικά αδικήματα. Προκειμένου να καθορισθεί η έννοια της τρομοκρατικής ομάδας, πρέπει αν ληφθεί υπόψη η Κοινή Δράση της 21.12.1998 που καθιστά αξιόποινη τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία αναφέρεται ρητά η τρομοκρατία [17]. Το άρθρο 1 ορίζει την εγκληματική οργάνωση ως εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις, οι οποίες επισύρουν τις ποινές που εξειδικεύονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό, μπορεί να ειπωθεί ότι η τρομοκρατική ομάδα είναι η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη οργάνωση περισσοτέρων των δύο προσώπων που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν τρομοκρατικές πράξεις.

    [17] ΕΕ L 351, 29.12.1998, σ.1: "Εκτιμώντας ότι το Συμβούλιο θεωρεί ότι η σοβαρότητα και η εξέλιξη ορισμένων μορφών οργανωμένης εγκληματικότητας καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: διακίνηση ναρκωτικών, εμπορία ανθρώπων, τρομοκρατία..."

    Η παρούσα απόφαση πλαίσιο καλύπτει όλα τα τρομοκρατικά αδικήματα που προετοιμάζονται ή διαπράττονται στο εσωτερικό των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανεξαρτήτως του στόχου τους, συμπεριλαμβανομένων των τρομοκρατικών πράξεων που διαπράττονται στο εσωτερικό της ΕΕ κατά των συμφερόντων τρίτων χωρών.

    Προτείνονται κοινοί ορισμοί των αδικημάτων και ποινές. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης διατάξεις σχετικά με την ευθύνη των νομικών προσώπων και τις ποινές που προβλέπονται γι' αυτά, κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, μέτρα που αφορούν τα θύματα και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών.

    5. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

    Δυνάμει του άρθρου 29 της ΣΕΕ, στόχος της Ένωσης είναι να παρέχει στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με την ανάπτυξη από κοινού δράσης μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, και με την πρόληψη και καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Το ίδιο άρθρο προβλέπει την προσέγγιση, όπου είναι αναγκαίο, των κανόνων σε ποινικές υποθέσεις στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 στοιχείο ε). Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρει ότι η από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει την προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιοποίνων πράξεων και τις ποινές στον τομέα, μεταξύ άλλων αξιοποίνων πράξεων, της τρομοκρατίας.

    Το άρθρο 34, παράγραφος 2, σημείο β) της ΣΕΕ αναφέρει τις αποφάσεις πλαίσιο ως μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Οι αποφάσεις πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Η παρούσα πρόταση δεν έχει οικονομικές επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    6. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΑΡΘΡΑ

    Άρθρο 1 (Στόχος)

    Η απόφαση πλαίσιο έχει σαν στόχο να θέσει σε εφαρμογή το άρθρο 31, σημείο ε) της ΣΕΕ, δυνάμει του οποίου η από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει την θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αξιοποίνων πράξεων και τις ποινές στον τομέα της τρομοκρατίας.

    Θα συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου της Ένωσης, που ορίζεται στο άρθρο 29 της ΣΕΕ, ο οποίος είναι να παρασχεθεί στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

    Άρθρο 2 (Πεδίο εφαρμογής)

    Το άρθρο 2 ορίζει τέσσερα κριτήρια για τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της απόφασης πλαισίου. Πέραν της αρχής της εδαφικότητας (το αδίκημα διαπράττεται ή προετοιμάζεται εν όλω ή εν μέρει στο έδαφος κράτους μέλους) και της αρχής της προσωπικότητας (το αδίκημα διαπράττεται από υπήκοο κράτους μέλους ή προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος) εμπίπτουν επίσης στη συγκεκριμένη απόφαση πλαίσιο αδικήματα τα οποία διαπράττονται κατά των θεσμών ή του πληθυσμού κράτους μέλους.

    Άρθρο 3 (Τρομοκρατικά αδικήματα)

    Το άρθρο 3 περιλαμβάνει έναν ευρύ κατάλογο τρομοκρατικών αδικημάτων, προσδιορίζοντας τις περιπτώσεις στις οποίες αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως τρομοκρατικά αδικήματα ή τρομοκρατικά αδικήματα που έχουν σχέση με τρομοκρατικές ομάδες. Το άρθρο 3 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν μέτρα ώστε αυτά τα αδικήματα να τιμωρούνται ως τρομοκρατικά αδικήματα.

    Η παράγραφος 1 περιλαμβάνει κατάλογο των πλέον σοβαρών τρομοκρατικών αδικημάτων. Πολλά εξ αυτών θα ρυθμίζονται πιθανόν ως αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου στους ποινικούς κώδικες των κρατών μελών. Η απόφαση πλαίσιο προβλέπει ότι όταν αυτά διαπράττονται εκ προθέσεως από άτομο ή ομάδα κατά μίας ή περισσοτέρων χωρών, των θεσμών τους ή του πληθυσμού τους (η έννοια του πληθυσμού καλύπτει όλα τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων), με σκοπό να τα εκφοβίσει ή να προσβάλλει σοβαρά τις πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές αυτών των χωρών ή να τις καταστρέψει, αυτά τα αδικήματα πρέπει να θεωρούνται ως τρομοκρατικά αδικήματα. Πρόκειται κυρίως για τη δολοφονία, τις σωματικές βλάβες, την απαγωγή, τη σύλληψη ομήρων, τον εκφοβισμό, τον εκβιασμό, την κλοπή ή τη ληστεία. την κατασκευή, κατοχή, αγορά, μεταφορά ή προμήθεια όπλων ή εκρηκτικών. την παράνομη κατάληψη δημόσιων εγκαταστάσεων, δημόσιων συγκοινωνιακών μέσων, υποδομών, δημόσιων χώρων και αγαθών (ιδιωτικών ή δημόσιων) ή τις ζημίες που προξενούνται σε αυτά. Αυτό θα μπορούσε να καλύπτει για παράδειγμα τις πράξεις αστικής βίας.

    Παρά το γεγονός ότι τα τρομοκρατικά αδικήματα που διαπράττονται με τη χρήση υπολογιστή ή με ηλεκτρονικά συστήματα είναι εμφανώς λιγότερο βίαια, μπορούν να αντιπροσωπεύουν εξίσου σοβαρή απειλή όπως και τα προαναφερόμενα αδικήματα αποτελώντας κίνδυνο όχι μόνο για τη ζωή, την υγεία, την ασφάλεια προσώπων, αλλά εξίσου για το περιβάλλον. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι το αποτέλεσμά τους παράγεται εκ προθέσεως σε απόσταση από τους δράστες, αλλά οι συνέπειές τους μπορούν εξίσου να είναι πολύ πιο εκτεταμένες. Κατά συνέπεια, τα τρομοκρατικά αδικήματα που συνίστανται στην απελευθέρωση μολυσματικών ουσιών ή στην πρόκληση πυρκαγιών, πλημμύρων ή εκρήξεων, στη διαταραχή ή τη διακοπή του εφοδιασμού σε ύδωρ, ηλεκτρική ενέργεια ή οποιουδήποτε άλλου βασικού πόρου και στη διαταραχή συστήματος πληροφορικής, καλύπτονται από την παράγραφο 1, στοιχεία στ), ζ) και η).

    Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης πλαισίου, ως "δημόσια συγκοινωνιακά μέσα" νοούνται όλοι οι εξοπλισμοί και εγκαταστάσεις, ιδιωτικοί ή δημόσιοι, που χρησιμοποιούνται από ή για τις διατιθέμενες στο κοινό υπηρεσίες μεταφοράς προσώπων ή αγαθών. Αυτός είναι επίσης ο ορισμός του δημόσιου συστήματος μεταφορών που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της Διεθνούς σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή των τρομοκρατικών επιθέσεων με εκρηκτικές ύλες. Ο όρος "σύστημα πληροφόρησης" αναφέρεται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στα ηλεκρονικά δίκτυα επικοινωνίας καθώς και στα ηλεκτρονικά δεδομένα που αποθηκεύονται, επεξεργάζονται, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από αυτά για τους σκοπούς της λειτουργίας, χρήσης, προστασίας και συντήρησης τους.

    Τέλος, η παράγραφος 1, στοιχεία λ) και μ) αναφέρεται στις τρομοκρατικές πράξεις που διαπράττονται σε σχέση με τρομοκρατική ομάδα, όπως η διεύθυνση, η ενθάρρυνση, η υποστήριξη και η συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα, τα οποία θεωρούνται ως τρομοκρατικά αδικήματα.

    Η παράγραφος 2 περιλαμβάνει τον ορισμό της "τρομοκρατικής ομάδας" ως εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη οργάνωση περισσοτέρων των δύο προσώπων, που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν τα τρομοκρατικά αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α) έως κ).

    Η διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίσουν, στην εθνική νομοθεσία τους, ακριβή ορισμό των αδικημάτων, με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    Άρθρο 4 (Υποκίνηση, συνδρομή, συνεργία και απόπειρα)

    Το άρθρο 4 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η υποκίνηση, η συνδρομή, η συνεργία και η απόπειρα διάπραξης τρομοκρατικών αδικημάτων τιμωρούνται.

    Άρθρο 5 (Ποινές και κυρώσεις)

    Το άρθρο 5 αφορά τις ποινές. Η παράγραφος 1 ορίζει ότι τα αδικήματα και οι συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 τιμωρούνται με πραγματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές.

    Το πεδίο εφαρμογής των ποινών (παράγραφος 2) είναι αρκετά ευρύ ενόψει των διαφορετικών τρομοκρατικών αδικημάτων και των ποινών που προβλέπονται για αυτά στα κράτη μέλη. Η πιο σοβαρή κύρωση είναι περίοδος στερητική της ελευθερίας ελάχιστης διάρκειας είκοσι ετών (δολοφονία) και η πιο ελαφρά είναι περίοδος στερητική της ελευθερίας ελάχιστης διάρκειας δύο ετών (εκβιασμός, κλοπή ή ληστεία, απειλή διάπραξης ορισμένων αδικημάτων). Η δυνατότητα να επιβληθούν συμπληρωματικές ή εναλλακτικές κυρώσεις όπως η εργασία προς το κοινό συμφέρον, ο περιορισμός ορισμένων αστικών ή πολιτικών δικαιωμάτων ή η δημοσίευση του συνόλου ή μέρους καταδικαστικής απόφασης για τα αδικήματα και τις συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 προβλέπεται εξίσου στην παράγραφο 3.

    Η παράγραφος 4 ορίζει ότι μπορούν επίσης να επιβληθούν χρηματικές ποινές.

    Άρθρο 6 (Επιβαρυντικές περιστάσεις)

    Το άρθρο 6 προβλέπει επιβαρυντικές περιστάσεις στην περίπτωση που το αδίκημα έχει ιδιαίτερα στυγνό χαρακτήρα, πλήττει μεγάλο αριθμό προσώπων ή έχει ιδιαίτερα σοβαρό και επίμονο χαρακτήρα ή στρέφεται κατά αρχηγού κράτους, μελών της κυβέρνησης, οποιουδήποτε διεθνώς προστατευόμενου προσώπου, εκλεγμένων μελών κοινοβουλευτικών συνελεύσεων, μελών περιφερειακών ή τοπικών κυβερνήσεων, δικαστών, υπαλλήλων του δικαστικού ή σωφρονιστικού συστήματος και αστυνομικών δυνάμεων. Τα διεθνώς προστατευόμενα πρόσωπα έχουν την ίδια έννοια με αυτήν του άρθρου 1 της Σύμβασης του 1973 για την πρόληψη και την τιμωρία εγκλημάτων που στρέφονται κατά των διεθνώς προστατευομένων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών αντιπροσώπων.

    Άρθρο 7 (Ελαφρυντικές περιστάσεις)

    Το άρθρο 7, λαμβάνοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1996 περί των συνεργαζομένων με τη δικαιοσύνη ατόμων για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος [18], αναφέρεται σε ελαφρυντικές περιστάσεις όταν ο δράστης παραιτείται από τις εγκληματικές του δραστηριότητες και παρέχει πληροφορίες στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές και τη βοήθειά του για την έγκαιρη πρόβλεψη των αποτελεσμάτων του αδικήματος κατά τρόπον ώστε να μπορεί ακόμα να αποτραπεί το σχεδιαζόμενο αδίκημα, το οποίο αυτός γνωρίζει, για τον εντοπισμό ή την σύλληψη άλλων δραστών τρομοκρατικών αδικημάτων, για την εξεύρεση αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τρομοκρατικά αδικήματα ή για την αποτροπή άλλων τρομοκρατικών αδικημάτων.

    [18] ΕΕ C 10, 11.01.1997, σ.1.

    Άρθρο 8 (Ευθύνη νομικών προσώπων)

    Σύμφωνα με την προσέγγιση ορισμένων νομικών μέσων που έχουν θεσπισθεί σε κοινοτικό επίπεδο για να καταπολεμηθούν διάφορα είδη εγκληματικότητας, είναι εξίσου απαραίτητο να καλυφθεί η περίπτωση κατά την οποία νομικά πρόσωπα ενέχονται στη διάπραξη τρομοκρατικών αδικημάτων. Το άρθρο 8 περιλαμβάνει συνεπώς διατάξεις που επιτρέπουν τη θεμελίωση της ευθύνης νομικού προσώπου για τα αδικήματα ή τις συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, όταν αυτά τα αδικήματα διαπράττονται ή αυτές οι συμπεριφορές υιοθετούνται για λογαριασμό τους από πρόσωπο που κατέχει διευθυντική θέση, το οποίο δρα είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου. Ο όρος "ευθύνη" πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να καλύπτει τόσο την ποινική όσο και την αστική ευθύνη.

    Επιπλέον, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, η παράγραφος 2 προβλέπει ότι το νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο όταν η απουσία εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους προσώπου εξουσιοδοτημένου να ασκεί έλεγχο κατέστησε δυνατή τη διάπραξη αδικημάτων για λογαριασμό του νομικού προσώπου. Η παράγραφος 3 ορίζει ότι η διαδικασία που κινείται κατά νομικού προσώπου δεν αποκλείει την παράλληλη κίνηση διαδικασίας κατά φυσικού προσώπου.

    Άρθρο 9 (Κυρώσεις επιβαλλόμενες σε νομικά πρόσωπα)

    Δυνάμει του άρθρου 9, μπορούν να προβλεφθούν κυρώσεις για τα νομικά πρόσωπα που κηρύσσονται υπεύθυνα για αδικήματα ή συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4. Αυτές οι κυρώσεις πρέπει να είναι πραγματικές, ανάλογες κα αποτρεπτικές, όπου ελάχιστη υποχρέωση αποτελεί η επιβολή χρηματικών ποινών ή προστίμων. Αναφέρονται επίσης και άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν σε νομικά πρόσωπα.

    Άρθρο 10 (Διεθνής δικαιοδοσία)

    Το άρθρο 10 περιλαμβάνει διαδικαστικές διατάξεις που αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία.

    Η παράγραφος 1 ορίζει σειρά κριτηρίων απονομής της δικαιοδοσίας με σκοπό την άσκηση διώξεων και την εξέταση υποθέσεων που αφορούν τα αδικήματα και τις συμπεριφορές που προβλέπονται από την παρούσα απόφαση πλαίσιο. Ένα κράτος μέλος θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του σε τέσσερις περιπτώσεις:

    α) όταν το αδίκημα διαπράττεται εν όλω ή εν μέρει στην επικράτειά του, ανεξάρτητα από το καθεστώς ή την υπηκοότητα του ενεχομένου προσώπου (αρχή της εδαφικότητας),

    β) όταν ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους (αρχή της προσωπικότητας),

    γ) όταν το αδίκημα διαπράττεται για λογαριασμό νομικού προσώπου εγκατεστημένου στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους,

    δ) όταν το αδίκημα διαπράττεται κατά των θεσμών του ή του πληθυσμού του.

    Δεδομένου ωστόσο ότι οι νομικές παραδόσεις των κρατών μελών δεν αναγνωρίζουν όλες την ετερόδικη δικαιοδοσία για όλα τα είδη ποινικών αδικημάτων, η παράγραφος 2 τους επιτρέπει να μην εφαρμόζουν τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που ορίζονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τις καταστάσεις που καλύπτονται από την παράγραφο 1, σημείο β), γ) και δ).

    Η παράγραφος 3 ορίζει ότι τα κράτη μέλη ενημερώνουν τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου όταν αποφασίζουν να εφαρμόσουν την παράγραφο 2.

    Άρθρο 11 (Έκδοση και δίωξη)

    Αυτό το άρθρο δεν θα ισχύει μόλις θεσπισθεί η πρόταση της Επιτροπής για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο θα αντικαταστήσει την έκδοση στο εσωτερικό της ΕΕ. Ειδικότερα, η πρόταση για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν προβλέπει ότι η ιθαγένεια μπορεί να αποτελεί λόγο άρνησης.

    Το άρθρο 11 λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν εκδίδουν τους υπηκόους τους και επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι τα άτομα που θεωρούνται ύποπτα για τη διάπραξη τρομοκρατικών αδικημάτων δεν διαφεύγουν της δίωξης επειδή απορρίπτεται η έκδοσή τους λόγω του ότι είναι υπήκοοι ενός εκ των συγκεκριμένων κρατών μελών.

    Ένα κράτος μέλος το οποίο δεν εκδίδει τους υπηκόους του οφείλει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του σε σχέση με τα συγκεκριμένα αδικήματα και, κατά περίπτωση, να ασκήσει δίωξη, εφόσον αυτά τα τελευταία έχουν διαπραχθεί από τους υπηκόους του στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ή κατά των θεσμών ή του πληθυσμού άλλου κράτους μέλους.

    Αυτό το άρθρο δεν αφορά εν τούτοις τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, οι οποίες διέπονται από χωριστές διεθνείς πράξεις.

    Άρθρο 12 (Συνεργασία μεταξύ κρατών μελών)

    Το άρθρο 12 επιδιώκει να επωφεληθεί από τα διεθνή μέσα δικαστικής συνεργασίας στα οποία συμμετέχουν τα κράτη μέλη και τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται στα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση πλαίσιο. Για παράδειγμα, ορισμένες διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες, καθώς και συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τη δικαστική αλληλοβοήθεια και την έκδοση.

    Η παράγραφος 1 καλεί τα κράτη μέλη στη μέγιστη δυνατή αλληλοβοήθεια στο πλαίσιο των δικαστικών και αστυνομικών διαδικασιών που αφορούν αδικήματα που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Η παράγραφος 2 ορίζει ότι, αν υπάρχει δικαιοδοσία περισσοτέρων κρατών μελών, αυτά διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να συντονίσουν τη δράση τους και, κατά περίπτωση, να ασκήσουν αποτελεσματική δίωξη. Αυτή η παράγραφος ορίζει επίσης ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι υφιστάμενοι μηχανισμοί συνεργασίας, δικαστικοί και άλλοι, όπως η Ευρωπόλ, η ανταλλαγή δικαστικών συνδέσμων, το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και προσωρινή μονάδα δικαστικής συνεργασίας.

    Άρθρο 13 (Ανταλλαγή πληροφοριών)

    Το άρθρο 13, παράγραφος 1, τονίζει ότι είναι σημαντικό να ορισθούν σημεία επαφής με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Η παράγραφος 2 προβλέπει τη διάδοση των πληροφοριών που αφορούν τα σημεία επαφής τα οποία έχουν διορισθεί για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών για τα συγκεκριμένα αδικήματα.

    Η παράγραφος 3 προβλέπει την ανταλλαγή, μεταξύ κρατών μελών, πληροφοριών για μελλοντικά τρομοκρατικά αδικήματα για να δοθεί η δυνατότητα να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα και να αποτραπεί η διάπραξη αυτών των αδικημάτων.

    Άρθρο 14 (Προστασία και βοήθεια των θυμάτων)

    Στην προσέγγισή της για την τρομοκρατία, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προστασία και την παροχή βοήθειας στα θύματα. Το Συμβούλιο θέσπισε απόφαση πλαίσιο, στις 15 Μαρτίου 2001, για το καθεστώς των θυμάτων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Επιπλέον, η Επιτροπή επεξεργάζεται μία Πράσινη Βίβλο για την αποζημίωση των θυμάτων αξιοποίνων πράξεων.

    Τα θύματα ορισμένων ειδών τρομοκρατικών αδικημάτων (π.χ. απειλές, εκβιασμός) είναι ευάλωτα. Κατά συνέπεια, κάθε κράτος μέλος πρέπει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε η ανάκριση ή η δίωξη να μην εξαρτώνται από την καταγγελία ή την κατηγορία προσώπου το οποίο έχει πέσει θύμα αξιόποινης πράξης.

    Άρθρο 15 (Εφαρμογή και εκθέσεις)

    Το άρθρο 15 αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση της παρούσας απόφασης πλαισίου.

    Η παράγραφος 1 καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση πλαίσιο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002.

    Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ανακοινώνουν, εντός των ίδιων προθεσμιών, στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων, οι οποίες μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους ανατίθενται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση πλαίσιο. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης πλαισίου. Τέλος, το Συμβούλιο επαληθεύει το κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση πλαίσιο.

    Άρθρο 16 (Έναρξη ισχύος)

    Το άρθρο 16 ορίζει ότι η παρούσα απόφαση πλαίσιο αρχίζει να ισχύει τρεις ημέρες μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    2001/0217 (CNS)

    Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 29, το άρθρο 31 στοιχείο ε) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),

    την πρόταση της Επιτροπής [19],

    [19] ΕΕ C , , σ. .

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [20],

    [20] ΕΕ C , , σ. .

    εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Η τρομοκρατία συνιστά μία από τις σοβαρότερες παραβιάσεις των αρχών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και των κανόνων δικαίου, αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη.

    (2) Το σύνολο των κρατών μελών ή ορισμένα εξ αυτών συμμετέχουν σε ορισμένες συμβάσεις που αφορούν την τρομοκρατία. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας [21] της 27ης Ιανουαρίου 1977 ορίζει ότι τα εγκλήματα τρομοκρατίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πολιτικά εγκλήματα, εγκλήματα συναφή με πολιτικό αδίκημα ή εγκλήματα εμπνεόμενα από πολιτικά κίνητρα. Αυτή η Σύμβαση αποτέλεσε το αντικείμενο της σύστασης 1170 (1991) που εκδόθηκε από τη Μόνιμη Επιτροπή εξ ονόματος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις 25 Νοεμβρίου 1991. Τα Ηνωμένα Έθνη θέσπισαν τη σύμβαση για την καταστολή των τρομοκρατικών επιθέσεων με εκρηκτικές ύλες στις 15 Δεκεμβρίου 1997 και τη διεθνή σύμβαση για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στις 9 Δεκεμβρίου 1999.

    [21] ΣΕΣ αριθ. 90.

    (3) Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο θέσπισε, στις 3 Δεκεμβρίου 1998, το πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης [22]. Η τρομοκρατία αναφέρθηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε [23] της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Santa Marνa da Feira [24] της 19ης και 20ής Ιουνίου 2000. Αναφέρεται επίσης στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την εξαμηνιαία ενημέρωση του πίνακα αποτελεσμάτων για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά τη δημιουργία χώρου ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (δεύτερο εξάμηνο 2000) [25]. Η διακήρυξη της Gomera που θεσπίστηκε κατά την άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου της 14ης Οκτωβρίου 1995 καταδικάζει την τρομοκρατία ως απειλή της δημοκρατίας, της ελεύθερης άσκησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

    [22] ΕΕ C 19, 23.01.1999, σ.1.

    [23] http://ue.eu.int/en/Info/eurocouncil/index.htm

    [24] http://ue.eu.int/en/Info/eurocouncil/index.htm

    [25] COM (2000) 782 τελικό.

    (4) Στις 30 Ιουλίου 1996 υποστηρίχθηκαν εικοσιπέντε μέτρα καταπολέμησης της τρομοκρατίας από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες (G7) και τη Ρωσία που συνήλθαν στο Παρίσι.

    (5) Η σύμβαση για την ίδρυση ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας [26] (σύμβαση Ευρωπόλ), δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρεται κυρίως στο άρθρο 2, στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της συνεργασίας των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

    [26] ΕΕ C 316, 27.11.1995, σ.1.

    (6) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε τα ακόλουθα μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας: απόφαση του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, με την οποία εξουσιοδοτείται η Ευρωπόλ να αντιμετωπίζει διαπραχθείσες ή δυνάμενες να διαπραχθούν αξιόποινες πράξεις στα πλαίσια τρομοκρατικών δραστηριοτήτων που θίγουν τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία των προσώπων ή την περιουσία τους [27]. Κοινή Δράση 96/610/ΔΕΥ της 15ης Οκτωβρίου 1996 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αφορά την κατάρτιση και τήρηση ευρετηρίου αντιτρομοκρατικών ειδικών δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων, προς διευκόλυνση της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης [28]. Κοινή Δράση 98/428/ΔΕΥ της 29ης Ιουνίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου [29], το οποίο έχει αρμοδιότητες στον τομέα των τρομοκρατικών εγκλημάτων (ιδιαίτερα το άρθρο 2). Κοινή Δράση 98/733/ΔΕΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [30]. σύσταση του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τη συνεργασία για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης τρομοκρατικών ομάδων [31].

    [27] ΕΕ C 26, 30.1.1999, σ.22.

    [28] ΕΕ L 273, 25.10.1996.

    [29] ΕΕ L 191, 7.7.1998, σ. 4.

    [30] ΕΕ L 351, 29.12.1998, σ.1.

    [31] ΕΕ C 373, 23.12.1999, σ.1.

    (7) Οι συμπληρωματικές προσπάθειες που καταβάλλονται από τις διεθνείς οργανώσεις, κυρίως τα Ηνωμένα Έθνη και το Συμβούλιο της Ευρώπης, πρέπει να συμπληρωθούν από συμπληρωματική προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βαθιά μεταβολή του χαρακτήρα της τρομοκρατίας, η ακαταλληλότητα των παραδοσιακών μορφών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τα υφιστάμενα νομικά κενά πρέπει να καταπολεμηθούν με νέα μέτρα, κυρίως με την θέσπιση ελάχιστων κανόνων σχετικά με την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων και τις κυρώσεις στον τομέα της τρομοκρατίας.

    (8) Στο μέτρο που αυτοί οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης δεν μπορούν να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη μονομερώς και μπορούν ως εκ τούτου να υλοποιηθούν καλύτερα, λόγω της απαραίτητης αμοιβαιότητας, στο επίπεδο της Ένωσης, αυτή μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ. Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή καθορίζεται στο τελευταίο άρθρο, η παρούσα απόφαση πλαίσιο δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων.

    (9) Πρέπει να θεσπισθούν μέτρα και να εφαρμοσθούν όχι μόνο σε τρομοκρατικές πράξεις που διαπράττονται στα κράτη μέλη, αλλά εξίσου σε εκείνες που θίγουν τα κράτη μέλη κατ' άλλο τρόπο. Τα μέτρα αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας αποτελούν ενδεδειγμένο τρόπο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην Ένωση και σε διεθνές επίπεδο, αλλά μπορούν παράλληλα να θεσπισθούν συμπληρωματικά μέτρα για να ενισχυθεί ο αντίκτυπος της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και να εξασφαλισθεί η συνοχή των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης.

    (10) Ο καθορισμός των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης της τρομοκρατίας πρέπει να είναι ο ίδιος σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των αξιοποίνων πράξεων σε σχέση με τις τρομοκρατικές ομάδες. Από την άλλη πλευρά, ποινές και κυρώσεις που να αντιστοιχούν στη σοβαρότητα αυτών των αξιοποίνων πράξεων πρέπει να προβλεφθούν κατά φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν διαπράξει ή είναι υπεύθυνα για τέτοιες πράξεις.

    (11) Το γεγονός ότι το αδίκημα έχει ιδιαίτερα στυγνό χαρακτήρα, θίγει μεγάλο αριθμό ατόμων, έχει ιδιαίτερα σοβαρό και επίμονο χαρακτήρα, διαπράττεται εις βάρος προσώπων που αποτελούν στόχο για τους τρομοκράτες λόγω του αντιπροσωπευτικού ρόλου τους ως μέλων της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των διεθνώς προστατευομένων προσώπων, ή επειδή ευρίσκονται σε επαφή με τους τρομοκράτες στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, θα πρέπει να θεωρείται ως επιβαρυντική περίσταση.

    (12) Το γεγονός ότι οι τρομοκράτες εγκαταλείπουν τις τρομοκρατικές τους δραστηριότητες και παρέχουν στις δικαστικές ή διοικητικές αρχές χρήσιμες πληροφορίες που τους επιτρέπουν να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία πρέπει να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση.

    (13) Πρέπει να θεσπισθούν κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας για να κατοχυρωθεί η δυνατότητα δίωξης της αξιόποινης πράξης.

    (14) Η ευρωπαϊκή σύμβαση περί εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957 λαμβάνεται υπόψη για να διευκολυνθεί η δίωξη όταν η αξιόποινη πράξη διαπράττεται σε κράτος μέλος το οποίο δεν εκδίδει τους υπηκόους του.

    (15) Με σκοπό να βελτιωθεί η συνεργασία και σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων, κυρίως τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 για την προστασία των προσώπων έναντι της ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [32], τα κράτη μέλη πρέπει να χορηγούν αμοιβαία τη μεγαλύτερη δυνατή νομική αρωγή. Πρέπει να δημιουργηθούν σημεία επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών ή να γίνει προς το σκοπό αυτό κατάλληλη χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας.

    [32] Σειρά Ευρωπαϊκών Συνθηκών - ΣΕΣ - αριθ. 108.

    (16) Τα θύματα ορισμένων ειδών τρομοκρατικών εγκλημάτων όπως οι απειλές και ο εκβιασμός, είναι ενδεχομένως ιδιαίτερα ευάλωτα. Κάθε κράτος μέλος πρέπει, κατά συνέπεια, να πράξει τα απαραίτητα ώστε η έρευνα και η δίωξη να μην εξαρτώνται από την καταγγελία ή την κατηγορία προσώπων που υφίστανται αυτές τις αξιόποινες πράξεις.

    (17) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδιαίτερα από το Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως το κεφάλαιο VI .

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ:

    Άρθρο 1 - Αντικείμενο

    Αντικείμενο της παρούσας απόφασης πλαισίου είναι ο καθορισμός ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αξιοποίνων πράξεων και τις ποινές που επιβάλλονται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν διαπράξει ή θεωρούνται υπεύθυνα για τρομοκρατικά αδικήματα, οι οποίες αντανακλούν τη σοβαρότητα αυτών των αδικημάτων.

    Άρθρο 2 - Πεδίο εφαρμογής

    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στα τρομοκρατικά αδικήματα τα οποία:

    (α) διαπράττονται ή προετοιμάζονται πλήρως ή εν μέρει σε κάποιο κράτος μέλος. ή

    (β) διαπράττονται από υπηκόους κράτους μέλους. ή

    (γ) διαπράττονται για λογαριασμό νομικού προσώπου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος. ή

    (δ) διαπράττονται κατά των θεσμών ή του πληθυσμού κράτους μέλους.

    Άρθρο 3 - Τρομοκρατικά αδικήματα

    1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι τα ακόλουθα αδικήματα, που ορίζονται σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τα οποία διαπράττονται εκ προθέσεως από άτομο ή ομάδα κατά μίας ή περισσοτέρων χωρών, των θεσμών τους ή του πληθυσμού τους, με σκοπό τον εκφοβισμό τους και τη σοβαρή μετατροπή ή καταστροφή των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών μίας χώρας, τιμωρούνται ως τρομοκρατικά αδικήματα:

    (α) Δολοφονία.

    (β) Σωματικές βλάβες.

    (γ) Απαγωγή ή σύλληψη ομήρων.

    (δ) Εκβιασμός.

    (ε) Κλοπή ή ληστεία.

    (στ) Παράνομη κατάληψη ή φθορά κρατικών ή κυβερνητικών εγκαταστάσεων, δημόσιων συγκοινωνιακών μέσων, εγκαταστάσεων υποδομής, δημόσιων χώρων και άλλων δημόσιων αγαθών.

    (ζ) Κατασκευή, κατοχή, αγορά, μεταφορά ή προμήθεια όπλων ή εκρηκτικών.

    (η) Απελευθέρωση μολυσματικών ουσιών ή πρόκληση πυρκαγιών, εκρήξεων ή πλημμυρών, έκθεση σε κίνδυνο προσώπων, περιουσιακών αγαθών, ζώων ή του περιβάλλοντος.

    (θ) Διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού ύδατος, ηλεκτρικής ενέργειας ή άλλου σημαντικού πόρου.

    (ι) Επιθέσεις μέσω της διαταραχής συστήματος πληροφόρησης.

    (κ) Απειλή διάπραξης μιας εκ των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων.

    (λ) Διεύθυνση τρομοκρατικής ομάδας.

    (μ) Ενθάρρυνση, υποστήριξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα.

    2. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης πλαισίου, ως "τρομοκρατική ομάδα" νοείται η εγκαθιδρυμένη για ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων που δρουν από κοινού προκειμένου να διαπράξουν τα τρομοκρατικά αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α) έως κ).

    Άρθρο 4 - Υποκίνηση, συνδρομή, συνεργία και απόπειρα

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η υποκίνηση, η συνδρομή, η συνεργία και η απόπειρα διάπραξης τρομοκρατικού αδικήματος να τιμωρούνται.

    Άρθρο 5 - Ποινές και κυρώσεις

    1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε τα τρομοκρατικά αδικήματα και οι τρομοκρατικές συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 να τιμωρούνται με ποινές αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

    2. Τα. κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε τα τρομοκρατικά αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 να τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές, των οποίων η ελάχιστη διάρκεια έχει ως εξής:

    (α) το αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχείο α): είκοσι έτη.

    (β) το αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχείο λ): δεκαπέντε έτη.

    (γ) τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχεία γ), ζ), η) και θ): δέκα έτη.

    (δ) το αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχείο μ): επτά έτη.

    (ε) τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχεία στ) και ι): πέντε έτη.

    (στ) το αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχείο β): τέσσερα έτη

    (ζ) τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγρ. 1, στοιχεία δ), ε) και κ) : δύο έτη.

    3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μπορούν να επιβάλλονται συμπληρωματικές ή εναλλακτικές κυρώσεις, όπως εργασία προς το κοινό όφελος, περιορισμός ορισμένων αστικών ή πολιτικών δικαιωμάτων ή συνολική ή μερική δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης, για τα τρομοκρατικά αδικήματα και συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4.

    4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μπορούν επίσης να επιβληθούν χρηματικές ποινές για τα τρομοκρατικά αδικήματα και τις συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4.

    Άρθρο 6 - Επιβαρυντικές περιστάσεις

    Με την επιφύλαξη άλλων επιβαρυντικών περιστάσεων καθοριζόμενων από το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι ποινές και οι κυρώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 αυξάνονται όταν το τρομοκρατικό αδίκημα:

    α) έχει ιδιαίτερα στυγνό χαρακτήρα. ή

    β) πλήττει μεγάλο αριθμό ατόμων ή έχει ιδιαίτερα σοβαρό και εμμένοντα χαρακτήρα. ή

    γ) διαπράττεται κατά αρχηγών κρατών, μελών της κυβέρνησης, οποιουδήποτε άλλου διεθνώς προστατευόμενου προσώπου, εκλεγμένων μελών κοινοβουλευτικών συνελεύσεων, μελών περιφερειακών ή τοπικών κυβερνήσεων, δικαστών, υπαλλήλων του δικαστικού ή σωφρονιστικού συστήματος και αστυνομικών δυνάμεων.

    Άρθρο 7 - Ελαφρυντικές περιστάσεις

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποινές και οι κυρώσεις που αναφέρονται στον άρθρο 5 να μειώνονται όταν ο δράστης του αδικήματος:

    (α) παραιτείται από τις τρομοκρατικές δραστηριότητές του και

    (β) χορηγεί πληροφορίες στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές και τις βοηθά

    (i) να προβλέψουν ή να περιορίσουν τα αποτελέσματα του αδικήματος,

    (ii) να προσδιορίσουν ή να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη άλλους δράστες του αδικήματος,

    (iii) να εξεύρουν αποδεικτικά στοιχεία ή

    (iv) να εμποδίσουν τη διάπραξη άλλων τρομοκρατικών αδικημάτων.

    Άρθρο 8 - Ευθύνη νομικών προσώπων

    1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα υπέχουν ευθύνη για τα τρομοκρατικά αδικήματα και τις τρομοκρατικές συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 που διαπράττονται ή υιοθετούνται για λογαριασμό τους από οποιοδήποτε πρόσωπο, ενεργώντας είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, το οποίο κατέχει εντός του νομικού προσώπου ιθύνουσα θέση, βασιζόμενη:

    (α) σε εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου,

    (β) σε εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή

    (γ) σε εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

    2. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι ένα νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη σε περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους ενός εκ των αναφερομένων στην παράγραφο 1 προσώπων έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη των τρομοκρατικών αδικημάτων ή την υιοθέτηση των τρομοκρατικών συμπεριφορών που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 προς όφελος του συγκεκριμένου νομικού προσώπου από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του.

    3. Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων τα οποία διαπράττουν τα τρομοκρατικά αδικήματα ή υιοθετούν τις συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4.

    Άρθρο 9 - Κυρώσεις νομικών προσώπων

    1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη για αδίκημα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, καθώς και σε άλλες κυρώσεις όπως:

    (α) αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις,

    (β) προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας,

    (γ) επιβολή δικαστικής εποπτείας,

    (δ) δικαστική απόφαση διάλυσης,

    (ε) προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.

    2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι το νομικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη για τρομοκρατικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 2, τιμωρείται με αποτελεσματικές ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις ή μέτρα.

    Άρθρο 10 - Διεθνής δικαιοδοσία

    1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους για τα τρομοκρατικά αδικήματα και τις συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 όταν το αδίκημα έχει διαπραχθεί ή η συμπεριφορά έχει υιοθετηθεί:

    (α) εν όλω ή εν μέρει στην επικράτειά τους.

    (β) από έναν εκ των υπηκόων τους, υπό τον όρο ότι η νομοθεσία τους επιβάλλει ότι η πράξη τιμωρείται εξίσου στη χώρα στην οποία διεπράχθη.

    (γ) για λογαριασμό νομικού προσώπου, το οποίο έχει την έδρα του στην επικράτειά τους.

    (δ) κατά των θεσμών τους ή του πληθυσμού τους.

    2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας που ορίζονται στην παράγραφο 1, στοιχείο β), γ) ή δ) δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις ή περιστάσεις.

    3. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή προσδιορίζοντας, κατά περίπτωση, τις ειδικές περιπτώσεις ή περιστάσεις στις οποίες εφαρμόζεται η απόφαση.

    Άρθρο 11 - Έκδοση και δίωξη

    1. Ένα κράτος μέλος το οποίο, βάσει της νομοθεσίας του, δεν προβαίνει σε έκδοση των υπηκόων του λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του για τα τρομοκρατικά αδικήματα ή τις συμπεριφορές που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 όταν αυτά διαπράττονται από υπήκοο του στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ή κατά των θεσμών και του πληθυσμού άλλου κράτους μέλους.

    2. Όταν ένας εκ των υπηκόων του εικάζεται ότι υπήρξε δράστης, σε άλλο κράτος μέλος, τρομοκρατικού αδικήματος ή συμπεριφοράς που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, και δεν εκδίδει αυτό το άτομο στο άλλο κράτος μέλος με μόνο αποκλειστικό λόγο την υπηκοότητά του, το κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές του προκειμένου, κατά περίπτωση, να ασκηθεί δίωξη.

    Για να μπορέσει να ασκηθεί δίωξη, το κράτος μέλος στο οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα ή η συμπεριφορά διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους το σύνολο των φακέλων, πληροφοριών και πειστηρίων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957. Το κράτος μέλος που ζητεί την έκδοση ενημερώνεται για την ασκηθείσα δίωξη και την έκβασή της.

    3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος "υπήκοος" κράτους μέλους ερμηνεύεται σύμφωνα με οποιαδήποτε δήλωση αυτού του κράτους δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β) και γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί εκδόσεως.

    Άρθρο 12 - Συνεργασία μεταξύ κρατών μελών

    1. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβάσεις, πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς, τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή στον ευρύτερο δυνατό βαθμό στο πλαίσιο των διαδικασιών που αφορούν τρομοκρατικά αδικήματα ή συμπεριφορές που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4.

    2. Όπου περισσότερα του ενός κράτη θεμελιώνουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά αυτά τα αδικήματα, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προβαίνουν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους προς συντονισμό των ενεργειών τους με σκοπό την αποτελεσματική δίωξη. Γίνεται πλήρης χρήση της δικαστικής συνεργασίας και άλλων μηχανισμών.

    Άρθρο 13 - Ανταλλαγή πληροφοριών

    1. Κάθε κράτος μέλος διορίζει λειτουργικά σημεία επαφής, το οποίο μπορεί να είναι μία υφιστάμενη λειτουργική διάρθρωση ή μία νέα διάρθρωση που δημιουργείται προς το σκοπό αυτό, για την ανταλλαγή πληροφοριών και για άλλα είδη επαφών μεταξύ κρατών μελών για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας απόφασης πλαισίου.

    2. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή για το ορισθέν σημείο επαφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η Γενική Γραμματεία ανακοινώνει αυτή την πληροφορία στα άλλα κράτη μέλη.

    3. Όταν ένα κράτος μέλος διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τρομοκρατικό αδίκημα το οποίο πρόκειται να διαπραχθεί εις βάρος άλλου κράτους μέλους, παρέχει αυτές τις πληροφορίες στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Τα λειτουργικά σημεία επαφής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται προς το σκοπό αυτό.

    Άρθρο 14 - Παροχή προστασίας και βοήθειας στα θύματα

    Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι η έρευνα και η δίωξη σχετικά με τρομοκρατικά αδικήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του δεν εξαρτώνται από την καταγγελία ή την κατηγορία του θύματος της αξιόποινης πράξης, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 1 στοιχείο α).

    Άρθρο 15 - Εφαρμογή και εκθέσεις

    Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαισίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

    Ανακοινώνουν στην Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που θεσπίζουν και πληροφορίες για οποιοδήποτε άλλο μέτρο λαμβάνουν για τη μεταφορά της παρούσας απόφασης πλαισίου.

    Στη συγκεκριμένη βάση, η Επιτροπή υποβάλει, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης πλαισίου, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετικές προτάσεις.

    Το Συμβούλιο επαληθεύει το κατά πόσον τα κράτη μέλη έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση πλαίσιο.

    Άρθρο 16 - Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα απόφαση πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Έγινε στις Βρυξέλλες,

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Top