Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001IE0238

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Συγκριτικές μελέτες μακροοικονομικών επιδόσεων"

    ΕΕ C 139 της 11.5.2001, p. 51–59 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    52001IE0238

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Συγκριτικές μελέτες μακροοικονομικών επιδόσεων"

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 139 της 11/05/2001 σ. 0051 - 0059


    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Συγκριτικές μελέτες μακροοικονομικών επιδόσεων"

    (2001/C 139/12)

    Στις 2 Μαρτίου 2000, και σύμφωνα με το άρθρο 23 τρίτη παράγραφος του Εσωτερικού Κανονισμού της, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα "Συγκριτικές μελέτες μακροοικονομικών επιδόσεων"

    Το τμήμα "Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 8 Φεβρουαρίου 2001 με βάση την εισηγητική έκθεση της κ. Konitzer.

    Κατά την 379η σύνοδο ολομέλειας, της 28ης Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου 2001 (συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, υιοθέτησε με 91 ψήφους υπέρ, 3 κατά και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1. Ιστορικό

    1.1. Οι οικονομικές προϋποθέσεις για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην Ευρώπη, βελτιώθηκαν αισθητά κατά τα τελευταία έτη. Η επιτυχία αυτή οφείλεται, αφενός, στις αδιάλειπτες προσπάθειες που καταβλήθηκαν στον τομέα της διαρθρωτικής πολιτικής για τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εμπορευμάτων και υπηρεσιών καθώς και των αγορών εργασίας και κεφαλαίων. Από την άλλη πλευρά ενισχύθηκαν σε καθοριστικό βαθμό και οι μακροοικονομικοί όροι για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η μείωση των ελλειμμάτων των κρατικών προϋπολογισμών, η επίτευξη χαμηλών ρυθμών πληθωρισμού, μια μακροοικονομική εξέλιξη των μισθών με την οποία διευκολύνθηκε η μείωση του πληθωρισμού και η αισθητή αύξηση της αποδοτικότητας των επενδύσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης, συνέβαλαν στη δημιουργία νομισματικών προϋποθέσεων ευνοϊκών για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Σκοπός είναι να σταθεροποιηθεί η πρόοδος που σημειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε η μικρή (και κατά κανόνα παροδική) άνοδος του πληθωρισμού, η οποία προκαλείται από τις διακυμάνσεις των τιμών πετρελαίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, να μην οδηγήσει σε δευτερεύουσες επιπτώσεις στην εσωτερική εξέλιξη του κόστους.

    1.2. Η υλοποίηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης συνέβαλε ουσιαστικά στην πρόοδο αυτή. Η διαπίστωση αυτή αφορά και τις χώρες οι οποίες δεν έχουν ακόμη προσχωρήσει στην ΟΝΕ, διότι οι προσπάθειές τους για την επίτευξη σύγκλισης στέφθηκαν με επιτυχία. Η ΟΝΕ θα αποτελεί και στο μέλλον εγγύηση ότι οι διεθνείς κρίσεις δεν θα προκαλέσουν εσωτερικές νομισματικές διαταραχές, οι οποίες κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες αναστάτωσαν ή καθυστέρησαν την αναπτυξιακή διαδικασία. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξαλείφεται ένα σημαντικό αναπτυξιακό εμπόδιο μακροοικονομικού χαρακτήρα. Επιπλέον, η ΟΝΕ συμβάλλει στον περιορισμό του κινδύνου να προκληθούν αντιθέσεις μεταξύ της δημοσιονομικής, μισθολογικής και νομισματικής πολιτικής και προσφέρει το πλαίσιο σταθερότητας για υγιείς μακροοικονομικές πολιτικές και εξελίξεις. Συνεπώς θα μπορούν και στο μέλλον να αποφευχθούν ευκολότερα τα λάθη που αναχαίτισαν επανειλημμένα κατά το παρελθόν την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Η ΟΝΕ προσφέρει μια νέα ευκαιρία για μια υγιή μακροοικονομική πολιτική.

    1.3. Προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως η ευκαιρία αυτή, είναι αναγκαίο να αυξηθεί η κατανόηση των μακροοικονομικών δεδομένων και μεγεθών εκ μέρους των σημαντικότερων οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων, ώστε να διευκολυνθεί ο αντικειμενικός διάλογος μεταξύ των ενδιαφερομένων και συνεπώς να βελτιωθεί η συναίνεση σχετικά με την κατάλληλη μακροοικονομική προσέγγιση. Η απαραίτητη διαδικασία "εκμάθησης" προϋποθέτει μια γενικώς αποδεκτή πολιτική προσέγγιση καθώς και μια εμπειρική και, ει δυνατόν, ποσοτική παράσταση.

    Πολυάριθμα έγγραφα της Επιτροπής, κυρίως μετά την δημοσίευση της Λευκής Βίβλου "Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση" (ιδιαίτερα το μακροοικονομικό της κεφάλαιο), αλλά και διάφορα έγγραφα του Συμβουλίου, όπως οι "Γενικές Γραμμές της Οικονομικής Πολιτικής", που εκδίδεται ετησίως, αποτελούν πλούσιες πηγές για την ανεύρεση μιας ευρέως αποδεκτής προσέγγισης της οικονομικής πολιτικής(1).

    Η εμπειρική και, στο μέτρο του δυνατού, ποσοτική παράσταση μακροοικονομικών μεγεθών δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη ικανοποιητικά. Ενδείκνυται η χρονική σύγκριση και η σύγκριση κατά χώρα. Πράγματι, η ανάλυση μακρών σειρών και η σύγκριση μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, αλλά και μεταξύ των κρατών μελών, έφερε στο φως σημαντικές διαφορές όχι μόνο όσον αφορά την ανεργία και την απασχόληση αλλά και όσον αφορά σημαντικές μακροοικονομικές παραμέτρους, που καθορίζουν το βαθμό ανάπτυξης και απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί επίσης να καταστεί σαφής ο βαθμός στον οποίο σε ορισμένες χώρες τα θεσμικά δεδομένα επηρεάζουν την μακροοικονομική πολιτική και ανάπτυξη. Η σύγκριση και η ανάλυση των παραγόντων αυτών διευκολύνει την κατανόηση των προβλημάτων, προωθεί τον αντικειμενικό διάλογο και επιτρέπει, κάτω από ορισμένες συνθήκες να εξαχθούν μεγέθη αναφοράς ή μεγέθη που πρέπει να επιτευχθούν (συγκριτική μελέτη).

    1.4. Οι προσπάθειες για την καλύτερη κατανόηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και για την επίτευξη μεγαλύτερης συναίνεσης στα πλαίσια της μακροοικονομικής πολιτικής έχουν συνεπώς καθοριστική σημασία για την πλήρη αξιοποίηση των βελτιωμένων συνθηκών για την προαγωγή της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Μόνο με την προϋπόθεση ότι η σημερινή συγκυριακή αναθέρμανση της οικονομίας θα δρομολογηθεί προς μια αειφόρο εξέλιξη, παρά την αύξηση των τιμών πετρελαίου, θα είναι εφικτή η επίλυση του προβλήματος της απασχόλησης στην Ευρώπη εντός μιας εύλογης μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης προοπτικής. Παρόμοια εξέλιξη είναι όμως αναγκαία και προκειμένου να υλοποιηθούν οι φιλόδοξοι στόχοι που χάραξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας(2).

    1.5. Η παρούσα γνωμοδότηση δεν μπορεί βέβαια να μετατραπεί σε εκτεταμένη μελέτη η οποία θα συγκρίνει λεπτομερώς και θα αναλύει τα επιμέρους στοιχεία των κρατών μελών και τις διάφορες οικονομικές παραμέτρους. Αντιθέτως, μπορεί, και αυτός είναι ένας από τους στόχους της, να επεξεργαστεί σημαντικά μακροοικονομικά μεγέθη και αιτιώδεις συνάφειες (κεφάλαιο 2) και να συμπεριλάβει τη σημαντικότερη συμβολή των οικονομικών παραγόντων (κεφάλαιο 3) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερα σε μελέτες της Επιτροπής και να αναπτυχθούν περαιτέρω σε μελλοντικές γνωμοδοτήσεις της ΟΚΕ. H OKE αποφάσισε να εκδώσει αυτή τη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας προκειμένου να προαγάγει έναν αντικειμενικό διάλογο μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, πέρα από τον θεσμοθετημένο "μακροοικονομικό διάλογο" (διαδικασία της Κολωνίας), μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, καθώς και προκειμένου να προβάλει τη θέση της σχετικά με αυτά τα σημαντικά θέματα έναντι του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

    2. Σημαντικά μεγέθη και αιτιώδεις συνάφειες

    2.1. Το πλαίσιο και τα μέσα

    Τα μεγέθη και οι συσχετισμοί που αναλύονται στο κεφάλαιο αυτό αποσκοπούν στη διευκόλυνση ενός αντικειμενικού διαλόγου μεταξύ των επιμέρους οικονομικών και κοινωνικών ομάδων για τα μακροοικονομικά ζητήματα. Στηρίζονται σε παλαιότερες αναλύσεις της Επιτροπής και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν και σε μελλοντικές αναλύσεις της Επιτροπής αλλά και να αναπτυχθούν με εμπεριστατωμένο τρόπο σε μελλοντικές γνωμοδοτήσεις της ΟΚΕ. [Το παράρτημα σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Ιρλανδίας στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ για την Οικονομική κατάσταση στην ΕΕ το 1999 μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα(3).]

    2.2. Το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό

    2.2.1. Παρατηρήσεις σχετικά με τους δείκτες μέτρησης της ανεργίας και της απασχόλησης

    Το ποσοστό ανεργίας αποτελεί τον απλούστερο και τον πιο εύχρηστο δείκτη για την εκτίμηση της κατάστασης της απασχόλησης σε μια δεδομένη χώρα. Ωστόσο, ακόμη και αν εφαρμοστεί ο εναρμονισμένος δείκτης της Εurostat, οι μετρήσεις με τον δείκτη αυτό έχουν περιορισμένη αξία τόσο όσον αφορά τη χρονική σύγκριση όσο και τη σύγκριση μεταξύ χωρών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις διαφορές όσον αφορά την έκταση της παράνομης απασχόλησης, της εργασίας με μερική απασχόληση καθώς και ορισμένες μορφές επιδοτούμενης απασχόλησης. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να εξετάζεται η σύνθεση της ανεργίας ανάλογα με τις ηλικίες, το φύλο, την κατάρτιση, τη διάρκεια της ανεργίας, κ.λπ. αλλά επιπλέον να συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυση και στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας, του ποσοστού του ενεργού πληθυσμού, του χρόνου εργασίας και ιδιαίτερα της εργασίας με μερική απασχόληση καθώς και σχετικά με τον αριθμό διακινούμενων εργαζομένων. Μια ιδιαίτερα σημαντική και σύνθετη πηγή πληροφόρησης αποτελεί η εξέλιξη του αριθμού του ενεργού πληθυσμού που αντιστοιχεί στις θέσεις εργασίας με πλήρη απασχόληση. Όταν, π.χ., η μείωση της ανεργίας συνοδεύεται από μία άνοδο του αριθμού των θέσεων εργασίας με πλήρη απασχόληση, τότε μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η κατάσταση της απασχόλησης στην συγκεκριμένη χώρα βελτιώνεται με υγιή τρόπο και δεν οφείλεται στη μείωση του αριθμού του ενεργού πληθυσμού είτε μέσω της αποθάρρυνσης των ενδεχόμενων εργαζομένων είτε μέσω της ανακατανομής της εργασίας. Παρόμοια θετική εξέλιξη σημειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 στην Ιρλανδία αλλά εν μέρει και στη Δανία. Οι εκθέσεις της Επιτροπής για την απασχόληση περιλαμβάνουν λεπτομερή ανάλυση των εξελίξεων αυτών.

    2.2.2. Το μέγεθος του αποθέματος σε εργατικό δυναμικό

    Η εμπεριστατωμένη ανάλυση της εξέλιξης των αριθμών για την απασχόληση και την ανεργία καθιστά σαφές ότι το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό στην Κοινότητα υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό την στατιστικά εξακριβωμένη ανεργία. Όταν δημιουργούνται στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης νέες θέσεις απασχόλησης εισέρχονται σε μεγάλο βαθμό στην αγορά άτομα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν έως τώρα στις στατιστικές των ανέργων. Αυτό σημαίνει ότι ταυτόχρονα με το ποσοστό των απασχολουμένων (απασχολούμενοι σε ποσοστά του ενεργού πληθυσμού) αυξάνεται και το ποσοστό της απασχόλησης (ενεργός πληθυσμός(4) σε ποσοστά του πληθυσμού σε απασχολήσιμη ηλικία) και επιπλέον αυξάνονται τα κίνητρα για διακίνηση.

    Η Επιτροπή, στηριζόμενη στις παρατηρήσεις αυτές και λαμβάνοντας υπόψη ένα εύλογο ποσοστό ενεργού πληθυσμού ανά ηλικία και φύλο, εκτιμά ότι το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό στα 15 κράτη μέλη της Κοινότητας ανέρχεται σήμερα σε περίπου 30-35 εκατ. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο διπλάσιο του αριθμού των ανέργων καθώς και στο συνολικό αριθμό του ενεργού πληθυσμού στη Γερμανία. Η ένταξη του αποθέματος αυτού στην ενεργό επαγγελματική ζωή σε μια περίοδο 10 ετών απαιτεί την αύξηση της απασχόλησης κατά 1,8 έως 2 % ετησίως· σε μία περίοδο 15 ετών χρειάζεται ποσοστό αύξησης της τάξης του 1,2 έως 1,4 % ετησίως. Πρόκειται για σημαντικά μεγέθη τα οποία ωστόσο είναι απόλυτα εφικτά. Ενόψει της διεύρυνσης της Κοινότητας καθώς και με την προοπτική των εντονότερων ρευμάτων διακίνησης μέσω των εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων της Κοινότητας καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να ενταχθεί το συντομότερο δυνατό και στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό στην Κοινότητα στην ενεργό επαγγελματική ζωή.

    2.2.3. Είναι διαθέσιμο το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό;

    Συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι το μεγάλο απόθεμα σε εργατικό δυναμικό δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί πλήρως στην επαγγελματική ζωή λόγω της ανεπάρκειας της κατάρτισης των ενδιαφερόμενων ατόμων. Η ειδίκευση των εργαζομένων, η δια βίου κατάρτιση αλλά και η κινητικότητα των εργαζομένων και η προθυμία τους να δεχθούν πράγματι τις θέσεις απασχόλησης που τους προσφέρονται αποτελούν σημαντικά θέματα της πολιτικής για την αγορά εργασίας. Από την άλλη πλευρά τα φορολογικά συστήματα και τα συστήματα εισφορών μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τη διαθεσιμότητα των εργαζομένων. Η ΟΚΕ έχει εκδώσει επανειλημμένα γνωμοδοτήσεις για τα θέματα αυτά(5). Στην προκειμένη περίπτωση έχει ωστόσο κυρίως σημασία να εντοπισθούν τα κυριότερα προβλήματα της μακροοικονομικής ανάπτυξης. Με βάση μια μελέτη που δημοσίευσε η Επιτροπή ήδη το 1995 (στη επιθεώρηση "Εuropäische Wirtschaft" (Ευρωπαϊκή οικονομία) αριθ. 59, μελέτη αριθ. 3 - βλ. ιδιαίτερα σχεδιάγραμμα 3) μπορούν να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:

    Οι εργαζόμενοι που εισέρχονται για πρώτη φορά στην επαγγελματική ζωή (νέοι και το αφανές "απόθεμα") διαθέτουν συνήθως ικανοποιητική βασική κατάρτιση η οποία πρέπει ωστόσο να ολοκληρωθεί στην επαγγελματική τους ζωή. Το κυριότερο εμπόδιο δεν είναι ωστόσο η ειδίκευση αλλά ο μικρός αριθμός νέων θέσεων απασχόλησης ο οποίος έχει σαν αποτέλεσμα να μην μπορούν πολλοί εργαζόμενοι να αναπτύξουν περαιτέρω τη βασική τους κατάρτιση με την επαγγελματική δραστηριότητα ανάλογα με τις απαιτήσεις της οικονομικής και τεχνικής εξέλιξης.

    Το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων βρίσκεται ακόμη στην αγορά εργασίας. Και πάλι το πρόβλημα δεν είναι κυρίως η "διαθεσιμότητα" αλλά το γεγονός ότι ο αριθμός των διατιθέμενων θέσεων δεν αρκεί για όλους. Αυτό δεν αφορά μόνο τη σχετικά χαμηλή συγκυριακή ανεργία η οποία απορροφάται με τη συγκυριακή οικονομική ανάπτυξη, διότι σ' αυτή την περίπτωση οι εργαζόμενοι είναι διαθέσιμοι και υπάρχουν συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης. Το ίδιο ισχύει επίσης και για ένα σημαντικό μέρος της μη συγκυριακής ανεργίας: πολλοί από τους ανέργους αυτούς είχαν ακόμα πριν από λίγους μήνες απασχόληση. Θα μπορούσαν να ενταχθούν και πάλι στην ενεργό επαγγελματική ζωή (ενδεχομένως με μια μικρή συμπληρωματική κατάρτιση) εάν υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός πραγματικών θέσεων απασχόλησης.

    Αλλά ακόμη και το 4-5 % των εργαζομένων που ανήκουν στους μακροχρόνια άνεργους της Κοινότητας δεν πρέπει αναγκαστικά να "διαγραφούν". Βέβαια σ' αυτές τις περιπτώσεις οι ελλείψεις είναι διττές: δεν υπάρχουν συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης και εν μέρει δεν υπάρχει και η απαραίτητη ειδίκευση. Ωστόσο, στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι όταν στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης δημιουργείται ικανοποιητικός αριθμός θέσεων απασχόλησης μπορούν να απορροφηθούν οι μακροχρόνια άνεργοι μέσω της μετεκπαίδευσης ή άλλων μέτρων.

    Το σκεπτικό αυτό δεν αντιτίθεται βέβαια στην περαιτέρω επαγγελματική κατάρτιση και επιμόρφωση, η οποία είναι απαραίτητη για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα επόμενα έτη. Κατ' αυτόν τον τρόπο δεν θα βελτιωθεί μόνο γενικά η οικονομική παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα αλλά και οι επαγγελματικές δυνατότητες των επιμέρους εργαζομένων. Οι εν μέρει πολυδάπανες αυτές προσπάθειες θα αποδώσουν αποτελέσματα μόνον εφόσον η οικονομία δημιουργήσει τον απαραίτητο αριθμό θέσεων απασχόλησης στα πλαίσια μιας αειφόρου αναπτυξιακής διαδικασίας, σε βαθμό ώστε να εξαντληθεί το δυναμικό της απασχόλησης. Συνεπώς, η ειδίκευση των εργαζομένων και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης πρέπει να συνδυασθούν στα πλαίσια μιας μακροπρόθεσμης διαδικασίας.

    2.2.4. Σε ποιους τομείς μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις απασχόλησης;

    Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται συχνά είναι επίσης ότι το απόθεμα εργαζομένων της Κοινότητας δεν μπορεί ποτέ να εξαντληθεί γιατί η τεχνική πρόοδος και η παγκοσμιοποίηση καταστρέφουν διαρκώς θέσεις απασχόλησης. Το επιχείρημα είναι υπερβολικά γενικό και δεν οδηγεί προς μια εποικοδομητική λύση.

    Αντιθέτως είναι σωστή η διαπίστωση ότι η τεχνική πρόοδος και η παγκοσμιοποίηση δημιουργούν στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης μια διαρκή αναδιάρθρωση. Η πίεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην αύξηση της παραγωγικότητας και την μείωση των εργαζομένων είναι πολύ μεγάλη. Σε ορισμένους τομείς με μεγάλη πρόοδο όσον αφορά την παραγωγικότητα ο έντονος διεθνής και ενδοκοινοτικός ανταγωνισμός συνεπάγεται πτώση των σχετικών (και σε ορισμένες περιπτώσεις των απόλυτων) τιμών. Στους τομείς αυτούς συχνά απολύονται εργαζόμενοι και η απασχόληση αυξάνεται είτε μόνο στους ιδιαίτερα καινοτόμους τομείς (π.χ. παραγωγή και διανομή νέων ηλεκτρονικών προϊόντων όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κ.λπ.) οι οποίοι δημιουργούν εκ του μηδενός το επίπεδο απασχόλησης είτε όταν η γενική οικονομική ανάπτυξη είναι τόσο μεγάλη ώστε ακόμη και οι παραδοσιακοί βιομηχανικοί τομείς (π.χ. βιομηχανία αυτοκινήτων) να αναγκάζονται να αυξήσουν την απασχόληση. Ωστόσο η πτώση των σχετικών τιμών αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των τομέων αυτών με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της προόδου της παραγωγικότητας να μεταφέρεται και στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας μέσω των μηχανισμών των τιμών. Η εκτεταμένη αυτή μεταφορά της αγοραστικής δύναμης, η οποία προκαλείται από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς, επιτρέπει την αύξηση των σχετικών τιμών σε τομείς με χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και χαμηλό βαθμό ανταγωνιστικής πίεσης στους οποίους όμως χάρη στη διαδικασία της ανάπτυξης σημειώνεται αύξηση της ζήτησης με αποτέλεσμα να μπορούν να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης στους τομείς αυτούς, διότι καθίστανται αποδοτικές. (π.χ. παροχή προσωπικών υπηρεσιών, εστιατόρια κ.λπ. Αλλά και υπηρεσίες που σχετίζονται με νέα προϊόντα και μέσα).

    Σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται για μία αιωνόβια μακροχρόνια διαρθρωτική διαδικασία η οποία μπορεί να αποδειχθεί στατιστικά. Προϋπόθεση για τη διαδικασία αυτή είναι να λειτουργεί ο μηχανισμός των τιμών. Η προϋπόθεση αυτή πληρείται λόγω του ανοίγματος των αγορών. Προκειμένου όμως η διαδικασία αυτή να δημιουργήσει ικανοποιητικό αριθμό θέσεων απασχόλησης πρέπει επίσης να πληρούνται και άλλες προϋποθέσεις:

    - Η κλαδική αναδιάρθρωση θα πρέπει να ολοκληρωθεί απρόσκοπτα και να είναι από κοινωνική άποψη αποδεκτή.

    - Ο συνολικός ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλός ώστε η διαφορά μεταξύ του αριθμού των νέων θέσεων απασχόλησης και της κατάργησης θέσεων απασχόλησης να είναι θετική και το υπόλοιπο αρκετά ικανοποιητικό ώστε να σημειωθεί μείωση της ανεργίας.

    Οι δύο αυτές προϋποθέσεις αλληλεξαρτώνται. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των νέων θέσεων απασχόλησης που δημιουργούνται χάρη στην οικονομική ανάπτυξη τόσο λιγότερο οδυνηρή είναι η διαδικασία της αναδιάρθρωσης και τόσο καλύτερα μπορούν να αμβλυνθούν οι κοινωνικές συνέπειες.

    Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας οι νέες θέσεις απασχόλησης δημιουργούνται τόσο στους τομείς στους οποίους οι νέες τεχνολογίες μετατρέπονται σε προϊόντα και εφαρμόζονται όσο και σε τομείς παροχής υπηρεσιών υψηλού επιπέδου με ανάλογα υψηλή αξία, οι οποίες υπηρεσίες χάρη στο μηχανισμό των σχετικών τιμών καθώς και χάρη στην αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων στην οικονομία γενικά καθίστανται αποδοτικές και μπορούν να διατεθούν στην αγορά (βλέπε σχέδιο γνωμοδότησης της ΟΚΕ με θέμα "νέες γνώσεις, νέες δυνατότητες απασχόλησης")(6).

    Όσο αποτελεσματικότερα λειτουργεί ο μηχανισμός αυτός ο οποίος στηρίζεται στην ανάπτυξη και στην μεταβολή των σχετικών τιμών τόσο μικρότερη θα είναι και η πίεση που ασκούν οι δυνάμεις της αγοράς προς την πτώση της ψαλίδας των μισθών η οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης κυρίως σε τομείς παροχής υπηρεσιών με χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας και αμοιβής. Το φαινόμενο αυτό διαπιστώθηκε στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του '70 και του 1980 (λιγότερο στη δεκαετία του '90). Το γεγονός αυτό εξηγεί το χαμηλό ρυθμό της οικονομίας και της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1970 και 1980.

    2.2.5. Οι πιθανές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ενσωμάτωσης του αποθέματος σε εργατικό δυναμικό

    Η ενσωμάτωση του αποθέματος σε εργατικό δυναμικό στην επαγγελματική δραστηριότητα είναι απόλυτα δυνατή στα πλαίσια μιας μεσοπρόθεσμης έως μακροπρόθεσμης διαδικασίας η οποία θα διαρκέσει 10 έως 15 έτη(7) και η οποία θα πρέπει να αρχίσει ήδη κατά τη διάρκεια της σημερινής οικονομικής ανάπτυξης.

    Η ενσωμάτωση του αποθέματος σε εργατικό δυναμικό σημαίνει σύμφωνα με τον ορισμό (ευρωπαϊκό συμβούλιο της Λισσαβόνας) την επιστροφή στην πλήρη απασχόληση ή την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο 2 της συνθήκης ΕΟΚ. Αυτό σημαίνει χαμηλό ποσοστό ανεργίας και υψηλό ποσοστό απασχολουμένων.

    Μολονότι είναι πιθανόν να μην μπορεί να επαναληφθεί το χαμηλό επίπεδο ανεργίας της περιόδου 1960-1973 (Ευρώπη των 15: 2,4 %· Γερμανία: 0,7 %), λόγω του υψηλότερου βαθμού ανεργίας τριβής (σημείωση της μετάφρασης ανεργία η οποία οφείλεται στην σύγχυση που επικρατεί στην αγορά εργασίας με αποτέλεσμα να μην ενημερώνονται πλήρως οι ενδιαφερόμενοι) η υπόθεση ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ποσοστό ανεργίας της τάξης του 3 % φαίνεται βάσιμη. (Κάτω Χώρες 2000: 2,4 %!). Το ποσοστό των απασχολουμένων θα μπορούσε να αυξηθεί σταδιακά από 61 έως 62 % που σημειώνεται σήμερα σε ένα ποσοστό συγκρίσιμο με αυτό που επικρατεί στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία της τάξης του 70 έως 75 % του πληθυσμού σε απασχολήσιμη ηλικία. Η αύξηση αυτή θα οφείλεται ουσιαστικά στην αύξηση της απασχόλησης των γυναικών καθώς και γενικά των ηλικιών άνω των 50 έως 55 ετών και κάτω των 30 ετών.

    Παρόμοια αύξηση της απασχόλησης και των δυνατοτήτων ανεύρεσης θέσης απασχόλησης θα περιορίσει αισθητά τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού ευρύτερων κατηγοριών του πληθυσμού. Επιπλέον, παρόμοια εξέλιξη θα βελτίωνε ουσιαστικά την κατάσταση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας(8):

    - ως προς την ασφάλεια κατά της ανεργίας: αύξηση του αριθμού των εισφερόντων, έντονη μείωση του αριθμού των δικαιούχων·

    - στην περίπτωση της ασφάλειας κατά της ασθενείας: αύξηση του αριθμού των εισφερόντων με πιθανώς στάσιμη εξέλιξη του αριθμού των δικαιούχων·

    - στην περίπτωση της ασφάλειας γήρατος: αύξηση του αριθμού των εισφερόντων με πιθανώς αργό ρυθμό αύξησης των δικαιούχων (λόγω του μικρότερου βαθμού πρόωρης συνταξιοδότησης).

    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συγκριτικές μελέτες ιδιαίτερα όσον αφορά τις επιπτώσεις της έντονης αύξησης των απασχολουμένων για τα συστήματα ασφάλισης γήρατος.

    Φυσικά, η ενσωμάτωση του αποθέματος των εργαζομένων στην αγορά εργασίας επιδρά καθοριστικά στην ανάπτυξη και την ευμάρεια στην Κοινότητα. Όταν η απασχόληση αυξηθεί κατά 30 έως 35 εκατ. άτομα, σε περίπτωση σταθερού αριθμού πληθυσμού ή περισσότερο από 20 % του σημερινού επιπέδου απασχόλησης ή κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, όχι μόνο θα προκύψει ένα πολύ υψηλότερο ΑΕΠ, το οποίο θα υπερβεί μάλιστα το ΑΕΠ των ΗΠΑ, αλλά και η ευμάρεια με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα προσεγγίσει αισθητά το επίπεδο ευμάρειας των ΗΠΑ(9).

    2.3. Οι μακροοικονομικές προϋποθέσεις και μια αειφόρο αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης

    2.3.1. Ορισμένα απλά σημεία επαφής μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης της παραγωγικότητας και της απασχόλησης

    Συνεπώς το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό στην Κοινότητα αποτελεί σημαντικό δυναμικό ανάπτυξης και ευμάρειας. Προκειμένου να αξιοποιηθεί το δυναμικό αυτό θα πρέπει στα πλαίσια μιας πολυετούς διεργασίας να αυξάνεται το ΑΕΠ ταχύτερα από ό,τι η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο. Αύξηση της απασχόλησης σημαίνει αύξηση του ΑΕΠ κατά ένα ποσοστό μεγαλύτερο από ό,τι η αύξηση της παραγωγικότητας. Όταν η αύξηση της απασχόλησης συνοδεύεται από μείωση της ανεργίας και αύξηση του ποσοστού απασχολουμένων (σε απόλυτους αριθμούς εργατικού δυναμικού με πλήρη απασχόληση) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο. Συνεπώς, η επαναφορά συνθηκών πλήρους απασχόλησης θα οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο απόθεμα ευμάρειας στην Κοινότητα, απόθεμα το οποίο οι ΗΠΑ έχουν σχεδόν εξαντλήσει. Ωστόσο και εντός της Κοινότητας υπάρχουν σημαντικές διαφορές οι οποίες θα πρέπει να αναλυθούν (βλέπε την κατάσταση που επικρατεί στο Λουξεμβούργο, στην Ιρλανδία και στην Ισπανία). Οι διαφορές είναι ακόμη μεγαλύτερες αν η σύγκριση συμπεριλάβει και τις υποψήφιες χώρες.

    Η αύξηση της παραγωγικότητας εξακολουθεί να αποτελεί πηγή της ανταγωνιστικότητας και της ευμάρειας. Προϋπόθεση για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι η αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου από την οικονομία (συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης κατάρτισης του εργατικού δυναμικού) καθώς και η υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο. Η έννοια της παραγωγικότητας είναι ωστόσο εξαιρετικά πολύπλοκη και χρησιμοποιείται συχνά με ανακρίβεια. Π.χ. πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών επίπεδο της παραγωγικότητας, εξέλιξη της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο και ανά ώρα εργασίας κ.λπ. Οι διαφορές που υφίστανται σχετικά μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σημαντικές. Θα ήταν ενδιαφέρον να εκπονηθούν έρευνες σχετικά με τον προσδιορισμό των αιτιών της ύπαρξης διαφορετικών επιπέδων παραγωγικότητας καθώς και των λόγων επιτάχυνσης που σημειώνεται όσον αφορά την παραγωγικότητα στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία έτη και την αντίστοιχη επιβράδυνση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    Κάθε επιτάχυνση της αύξησης της παραγωγικότητας είναι ευπρόσδεκτη αλλά συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος της απασχόλησης μόνον εφόσον αυξάνεται σε μεγαλύτερο βαθμό ταυτόχρονα το ΑΕΠ! Ο υψηλός βαθμός ανάπτυξης της απασχόλησης είναι αναγκαίος σε δύο περιπτώσεις: πρώτον όταν ο ενεργός πληθυσμός αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό (ΗΠΑ) ή δεύτερον όταν πρέπει να ενταχθεί μεγάλο απόθεμα εργατικού δυναμικού στην οικονομική διαδικασία (Ευρωπαϊκή Ένωση). Τα οικονομικά κριτήρια προσδιορισμού της αύξησης της παραγωγικότητας και της απασχόλησης διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Χρειάζεται γι' αυτό να διεξαχθούν πρόσθετες αναλύσεις και διευκρινίσεις.

    Σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της απασχόλησης είναι η εξέλιξη των επεκτατικών επενδύσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης. Προκειμένου όμως να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις αυτές σε ένα ικανοποιητικό μέγεθος χρειάζεται ένα υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας και μια ευνοϊκή εξέλιξη της ζήτησης (χωρίς πληθωριστική ένταση). Σ' αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξεταστεί επίσης και το ακόλουθο σκεπτικό: οι επεκτατικές επενδύσεις είναι αγωγοί τεχνικής τεχνολογικής προόδου· παρατηρήσεις που έγιναν σχετικά (Ευρωπαϊκή Ένωση: 1986-1990· Ιρλανδία: 1994-2000), δείχνουν ότι οι επενδύσεις αυτές συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας όλων των παραγόντων συνολικά και συγχρόνως αναχαιτίζουν την υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο.

    2.3.2. Ένα παραστατικό σενάριο αναφοράς για την επόμενη πενταετία (2001-2005)

    Η ανάπτυξη και η απασχόληση δεν μπορούν να αναπτυχθούν δια νόμου. Ωστόσο η πολιτική μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αυτή. Για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμο να υπάρχει ένα σχέδιο σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί σταδιακά το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό χωρίς να δημιουργηθούν στη διαδικασία αυτή πληθωριστικές εντάσεις.

    Σχετικά με την προσφορά παρατηρούνται τα εξής: σήμερα το ΑΕΠ αυξάνεται στη ζώνη του ευρώ αλλά και στην Ένωση γενικά με ένα ποσοστό της τάξης του 3,5 % περίπου. Το δυναμικό της παραγωγής αυξάνεται κατά περίπου 2,5 % ενώ το ανεκμετάλλευτο παραγωγικό δυναμικό μειώνεται κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ(10). Και όμως η επίτευξη μιας ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 3 έως 3,5 % ετησίως φαίνεται απόλυτα εφικτή εφόσον αυξηθούν οι επενδύσεις για τον εξοπλισμό επιχειρήσεων κατά περίπου 7 έως 8 % ετησίως (2000 ευρώ 11:8,1 %). Εάν συνεχιστεί η εξέλιξη αυτή η ανάπτυξη του δυναμικού παραγωγής θα αυξηθεί κατά 0,2 έως 0,3 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Δηλαδή το αργότερο μετά από μια πενταετία το δυναμικό της παραγωγής θα έχει αυξηθεί κατά 3,5 %. Συνεπώς είναι δυνατό να επιτευχθεί μια αειφόρος αναπτυξιακή τάση της τάξης του 3,5 % χωρίς πληθωριστικές τάσεις. Έως τότε μπορεί να επιτευχθεί μια ανάπτυξη της τάσης του 3 έως 3,5 % ετησίως με την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθούν τα περιθώρια των ικανοτήτων και δεν θα προκληθεί από την πλευρά της δημοσιονομικής και μισθολογικής πολιτικής επιτάχυνση του πληθωρισμού οφειλόμενη στο κόστος. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό η απασχόληση θα αυξηθεί, με μια δεδομένη τάση παραγωγικότητας της τάξεως του 2 % ετησίως, (1 έως 1,5 %) 1,3 % ετησίως (αργότερα ίσως κατά 1,5 % ετησίως ή και περισσότερο). Η εξέλιξη αυτή θα αποτελούσε μια θετική βάση για την επανένταξη του αποθέματος σε εργατικό δυναμικό σε μια περίοδο 10-15 ετών.

    Σχετικά με την ζήτηση παρατηρούνται τα εξής: Παρόμοια ανάπτυξη είναι βέβαια εφικτή μόνον εφόσον στηρίζεται σε ανάλογη αύξηση της ζήτησης χωρίς αυτό να προκαλέσει πληθωριστική ένταση. Ο στόχος αυτός φαίνεται απόλυτα εφικτός και λογικός. Μετά τη διεθνή κρίση του 1998 και του 1999, η αύξηση της ζήτησης των εξαγωγών που σημειώθηκε κατά το 2000 (συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, ανάπτυξη στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου) προκάλεσε ορισμένη αναζωογόνηση. Ωστόσο, η επίδραση των καθαρών εξαγωγών στη ζήτηση θα μπορούσε να εξουδετερωθεί κατά τα επόμενα έτη, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να στηρίζεται στην καταναλωτική ζήτηση (πραγματικοί μισθοί συν αύξηση της απασχόλησης) και στην επενδυτική δραστηριότητα, η οποία αποτελεί και η ίδια σημαντική συνιστώσα της ζήτησης.

    Κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί μια δυναμική ισορροπία στα πλαίσια της οποίας το ΑΕΠ θα ανέρχεται σε 3-3,5 % ετησίως με ταυτόχρονη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,7-3 % ετησίως και των επενδύσεων εξοπλισμού κατά 7-8 % ετησίως.

    Με ένα παρόμοιο σενάριο το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μεταβληθεί σε ένα περιορισμένο πλεόνασμα, το ποσοστό των επενδύσεων θα αυξηθεί σαφώς και θα διατηρηθεί ταυτόχρονα η ισορροπία του εξωτερικού εμπορίου. (Βλέπε την εξέλιξη στην Ιρλανδία κατά τα τελευταία 10-15 έτη.) Η νομισματική πολιτική δεν θα έχει κανένα λόγο να διακόψει αυτή την αναπτυξιακή διαδικασία μέσω μιας περιοριστικής πολιτικής όσο δεν έχει επιταχυνθεί ο ρυθμός του πληθωρισμού μέσω της υπερβολικής αύξησης της ζήτησης ή της υπερβολικά ταχείας εξέλιξης του κόστους.

    2.3.3. Υπέρβαση των αναπτυξιακών εμποδίων ή όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αναχαίτισή τους

    Μολονότι το σενάριο αναφοράς που σκιαγραφείται ανωτέρω αποτελεί το κατώτατο όριο των μέτρων που απαιτούνται για την επίλυση του προβλήματος της απασχόλησης στην Κοινότητα, φαίνεται αρκετά αισιόδοξο υπό το φως των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν στην Κοινότητα κατά τη δεκαετία του '90. Ωστόσο, ορισμένοι λόγοι συνηγορούν υπέρ της δυνατότητας υλοποίησης του σεναρίου αυτού εφόσον υπάρξει κατάλληλη οικονομική πολιτική καθώς και κατάλληλη συμπεριφορά των κυριότερων παραγόντων και ιδιαίτερα των κοινωνικών εταίρων. Στην αρχή της γνωμοδότησης αυτής επισημαίνεται η αισθητή βελτίωση των οικονομικών προϋποθέσεων για περισσότερη ανάπτυξη και απασχόληση στην Ευρώπη. Ωστόσο, και η ανάλυση των τιμών των παρελθόντων ετών στηρίζει την υπόθεση ότι η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί κατά ένα ποσοστό της τάξης του 3 % ετησίως εφόσον υπερβληθούν ορισμένα αναπτυξιακά εμπόδια.

    Κατά την περίοδο 1986-1990 ήδη υλοποιήθηκε μια ανάπτυξη του ΑΕΠ (3,3 % ετησίως), της απασχόλησης (1,3 % ετησίως) και των επενδύσεων για εξοπλισμό (7,3 % ετησίως) που προσεγγίζει τις τιμές του σεναρίου αναφοράς. Αλλά επίσης κατά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης 1994/95, 1997/98 και 1999/2000 οι επενδύσεις στον εξοπλισμό αυξήθηκαν με 7,8 ή ακόμη και 9 % ετησίως σε συνδυασμό με μια επιτάχυνση της αύξησης του ΑΕΠ κατά 3 % ετησίως ή ακόμα περισσότερο.

    Ουσιαστικά, η διακοπή των περιόδων οικονομικής ανάπτυξης και αναζωογόνησης οφείλεται σε γεγονότα μακροοικονομικού χαρακτήρα:

    - ανεπαρκής ρυθμός ανάπτυξης του δυναμικού της παραγωγής σε σύγκριση με την τάση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με λανθασμένους χειρισμούς της μακροοικονομικής πολιτικής οδήγησαν σε περιορισμό των δυνατοτήτων και σε επιτάχυνση του πληθωρισμού (1989-1991)·

    - οι δυσχέρειες όσον αφορά την επίτευξη σταθερότητας (1988-1992) (τρόπος χρηματοδότησης της ενοποίησης της Γερμανίας) μεταξύ της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής (1989-1991), και της εξέλιξης των μισθών (1990-1992) οδήγησαν σε οικονομική ύφεση 1992/93·

    - η έλλειψη αξιοπιστίας για τη σταθεροποίηση του προϋπολογισμού σε ορισμένα κράτη μέλη ενίσχυσε ή προκάλεσε ενδοκοινοτικές διαταραχές στο νομισματικό τομέα (1995 αλλά και κατά την δεκαετία του '70 και '80).

    Σε αυτό προστέθηκαν ωστόσο και εξωκοινοτικά γεγονότα όπως π.χ. η κρίση στην Ασία το 1999 και (ενδεχομένως) η αύξηση των τιμών πετρελαίου το 2000 με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί πρόσφατα ο ρυθμός ανάπτυξης και απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    Οι δυνατότητες να υπερβληθούν ή να αναπτυχθούν τα αναπτυξιακά εμπόδια μακροοικονομικού χαρακτήρα έχουν αυξηθεί σημαντικά χάρη στην υλοποίηση της ΟΝΕ (βλέπε ανωτέρω σημεία 1.1 και 1.2).

    Στο μέλλον πρέπει να επιτευχθούν τα εξής:

    - να αποφευχθεί ο περιορισμός των δυνατοτήτων του παραγωγικού μηχανισμού καθώς και η ένταση πληθωριστικού χαρακτήρα που συνεπάγεται (επενδύσεις των επιχειρήσεων, αποδοτικότητα, δημόσιες επενδύσεις)·

    - να αποφευχθούν τα εμπόδια σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση του εργατικού δυναμικού (ενθάρρυνση της κατάρτισης του ανθρώπινου κεφαλαίου - όσο το δυνατό πλησιέστερα στην αγορά και χωρίς επενδυτικά λάθη)·

    - να παρακολουθηθεί ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται η ισορροπία μεταξύ των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων (Υψηλότερο ποσοστό επενδύσεων - υψηλότερο ποσοστό αποταμιεύσεων, σταθερές ιδιωτικές αποταμιεύσεις απαιτούν υψηλότερες δημόσιες αποταμιεύσεις και σχηματισμό δημοσίων κεφαλαίων), να συνεκτιμηθεί το σύμφωνο για τη σταθερότητα και να αποφευχθούν οι πιέσεις επί του ισοζυγίου τρεχουσών πληρωμών και των μακροπρόθεσμων επιτοκίων·

    - να αποφευχθούν νέες κρίσεις όσον αφορά την οικονομική σταθερότητα (σύμφωνο για τη σταθερότητα, κατάλληλη εξέλιξη των μισθών στην ΟΝΕ και μακροοικονομικός διάλογος)·

    - να ληφθεί μέριμνα ώστε να συμβιβάζονται με το περιβάλλον η απασχόληση και η οικονομική ανάπτυξη.

    Σε όλους αυτούς τους τομείς υφίστανται δυσεπίλυτα προβλήματα, ωστόσο οι προϋποθέσεις για την επίλυσή τους έχουν βελτιωθεί αισθητά.

    3. Η συμβολή των παραγόντων της οικονομικής πολιτικής

    3.1. Οι μακροοικονομικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την απασχόληση και οι παράγοντες της μακροοικονομικής πολιτικής

    Αν ο συνδυασμός μακροοικονομικών πολιτικών ("Policymix") επιδράσει γενικά θετικά στην ανάπτυξη και στην απασχόληση στα πλαίσια της Νομισματικής Ένωσης, τούτο θα εξαρτηθεί ουσιαστικά από τη μια πλευρά από την αλληλεπίδραση μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και την μέση εξέλιξη της δημοσιονομικής και μισθολογικής πολιτικής των κρατών μελών που συμμετέχουν. Συνήθως διακρίνονται τρεις βασικοί παράγοντες ανάλογα με την ευθύνη που φέρει ο καθένας για μια από αυτές τις μεταβλητές της πολιτικής:

    1. η Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών για τη νομισματική πολιτική,

    2. οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που συμμετέχουν για τη δημοσιονομική πολιτική,

    3. οι κοινωνικοί εταίροι για την μισθολογική και εισοδηματική πολιτική.

    Ο διάλογος που διοργανώθηκε στα πλαίσια της λεγόμενης "διαδικασίας της Κολωνίας" σε κοινοτικό επίπεδο μεταξύ αυτών των τριών ομάδων (συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής ως εκπροσώπου των κοινοτικών συμφερόντων) στηρίζεται στις επιτυχημένες προσπάθειες ορισμένων κρατών μελών για την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης σε σημαντικά θέματα της οικονομικής πολιτικής (το οικονομικό "θαύμα" που πραγματοποιήθηκε στην Ιρλανδία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά δεν θα ήταν εφικτό χωρίς παρόμοια συναίνεση).

    Ο κυριότερος στόχος αυτού του μακροοικονομικού διαλόγου είναι η βελτίωση της αλληλεπίδρασης των τριών μεγάλων μεταβλητών της μακροοικονομικής πολιτικής.

    Γενικά ισχύει ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο όσο καλύτερα στηριχθεί η σταθερότητα που επιδιώκει η νομισματική πολιτική μέσω μιας κατάλληλης δημοσιονομικής και μισθολογικής πολιτικής τόσο ευνοϊκότερη για την ανάπτυξη και την απασχόληση θα είναι η εξέλιξη των νομισματικών συνθηκών, των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.

    Φυσικά η παράσταση αυτή περιέχει μια σειρά απλουστεύσεων: ο ρυθμός του πληθωρισμού δεν πρέπει να είναι ίδιος σε όλα τα κράτη και τις περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, οι δυνάμεις της αγοράς χρειάζονται τις αποκλίσεις των ρυθμών πληθωρισμού εντός ορισμένων ορίων. Η αξιολόγηση των συνεπειών καθώς και η ανάγκη αποκλίνουσας εξέλιξης μεταξύ των κρατών (και των περιφερειών) της Νομισματικής Ένωσης αποτελεί ένα ευρύ πεδίο για την διεξαγωγή συγκριτικής έρευνας μεταξύ των χωρών.

    Επίσης, η σύνοψη των μακροοικονομικών παραγόντων σε τρεις (επιπλέον μη ομοιογενείς) ομάδες αποτελεί απλούστευση από ορισμένη άποψη. Μολονότι οι τρεις προαναφερθείσες ομάδες είναι πράγματι υπεύθυνες για τις τρεις μεγάλες μεταβλητές της μακροοικονομικής πολιτικής, οι όροι για την ανάπτυξη και την απασχόληση εξαρτώνται γενικά και από το οικονομικό και κοινωνικό κλίμα το οποίο διαμορφώνεται από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές ομάδες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την υπέρβαση της βαθιά ριζωμένης (από 25ετίας) αναπτυξιακής απαισιοδοξίας που επικρατεί στην Ευρώπή η οποία μπορεί να θεωρηθεί και ως αυτόνομο εμπόδιο για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η ΟΚΕ, ως εκπρόσωπος των ομάδων αυτών, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό.

    Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, στη συνέχεια του κεφαλαίου αυτού θα διατυπωθούν προτάσεις για τη διεξαγωγή εμπεριστατωμένων και συγκριτικών μελετών ανά χώρα, σχετικά με τις τρεις μεγάλες μεταβλητές της μακροοικονομικής πολιτικής.

    3.2. Οι κλασικοί τομείς της μακροοικονομικής πολιτικής

    Τα κεφάλαια που ακολουθούν περιλαμβάνουν προτάσεις σχετικά με τις πτυχές που θα μπορούσαν να εξετασθούν στα πλαίσια των συγκριτικών μελετών αλλά και του αντικειμενικού δημόσιου διαλόγου.

    3.2.1. Νομισματική πολιτική και νομισματικές εξελίξεις

    Οι αναλύσεις στον τομέα αυτό θα πρέπει να διεξαχθούν με σεβασμό της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την αντικειμενική συζήτηση σχετικά με το ερώτημα με ποιο τρόπο η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να διασφαλίσει καλύτερα τη σταθερότητα και πώς μπορεί ταυτόχρονα με το στόχο της σταθερότητας να στηρίξει τους γενικούς στόχους της κοινοτικής οικονομικής πολιτικής (Άρθρα 105-1 της Συνθήκης).

    Αντικείμενο της έρευνας και της συζήτησης μπορεί να είναι για παράδειγμα:

    α) Η σύγκριση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη με αυτήν των ΗΠΑ κατά τη συγκυριακή εξέλιξη πριν και μετά την υλοποίηση της ΟΝΕ.

    β) Είναι κατάλληλη η τιμή αναφοράς που χρησιμοποιείται για την εξέλιξη του όγκου κυκλοφορίας του ευρώ λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης του δυναμικού της παραγωγής και των ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων της παραγωγής;

    γ) Πώς εξελίσσονται οι νομισματικές συνθήκες συνολικά και ποιες αποκλίνουσες εξελίξεις σημειώνονται στις συμμετέχουσες χώρες; πώς αξιολογούνται οι τελευταίες;

    δ) Με ποιο τρόπο μπορεί να αντιδράσει η Κεντρική Τράπεζα στις εξελίξεις στο δημοσιονομικό και μισθολογικό τομέα στην ΟΝΕ γενικά και στα επιμέρους κράτη; Πρέπει και μπορεί να επηρεάσει την επίρριψη της αύξησης των τιμών πετρελαίου στην εξέλιξη των μισθών και των κρατικών προϋπολογισμών;

    ε) Ποιες είναι η διαφορές ως προς το ρυθμό του πληθωρισμού μεταξύ των κρατών που συμμετέχουν στην ΟΝΕ και κατά πόσο μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι αποτέλεσμα αναγκαίων εξελίξεων της οικονομίας της αγοράς; (βλ. Ιρλανδία, Κάτω Χώρες);

    3.2.2. Η δημοσιονομική πολιτική και η εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών

    Ο τομέας αυτός αποτελεί ευρύ πεδίο για τη διεξαγωγή συγκριτικών μακροοικονομικών μελετών. Τόσο οι μελέτες με απλές πραγματικές πληροφορίες για τις εξελίξεις και τα μεγέθη όσο και η παρουσίαση πολιτικών επιλογών και των ποσοτικών συνεπειών τους μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αντικειμενικότητα του διαλόγου για την οικονομική πολιτική.

    Αντικείμενο έρευνας και συζήτησης θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα ακόλουθα θέματα:

    α) Με ποιο τρόπο μειώθηκε το δημοσιονομικό έλλειμμα στα επιμέρους κράτη μέλη από την αρχή της δεκαετίας του 1990: περιορισμός των δαπανών, αύξηση της φόρων και εισφορών, επιπτώσεις τεχνικού χαρακτήρα όπως π.χ. η μείωση των δανειακών επιβαρύνσεων που προκάλεσε η ίδια η ΟΝΕ, συγκυριακή αύξηση των εσόδων από φόρους· πώς αξιολογούνται οι εξελίξεις αυτές;

    β) Το ποσοστό των δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ μειώθηκε αισθητά στα πλαίσια της σταθεροποίησης· ποια προβλήματα στατιστικού χαρακτήρα αντιμετωπίζονται στον τομέα αυτό; Πώς πρέπει να εξελιχθούν οι δημόσιες επενδύσεις προκειμένου να αναλάβει η Κοινότητα μια αναπτυξιακή κατεύθυνση επαρκή ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα της απασχόλησης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα;

    γ) Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα στα κράτη μέλη κατά τα επόμενα έτη θα είναι σχεδόν μηδενικό ή ότι θα προκύψει μάλιστα μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα; Επαρκεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ο στόχος αυτός προκειμένου να κατευθυνθεί η Κοινότητα προς ένα πολύ ανώτερο αναπτυξιακό επίπεδο στηριζόμενο στις επενδύσεις επίπεδο το οποίο προϋποθέτει αισθητή αύξηση του ποσοστού επενδύσεων (Αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων κατά τη δεκαετία του 1990 στις ΗΠΑ: κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ· στην Ιρλανδία: κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ);

    Αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι το ποσοστό των ιδιωτικών αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ (ιδιωτικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις) στο ΑΕΠ της Κοινότητας είναι συνήθως πολύ σταθερό (περίπου 21 % του ΑΕΠ) και ότι η Κοινότητα θα πρέπει να αποφύγει κάθε εκτεταμένο και διαρκές έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών (ισοζύγιο πληρωμών στις ΗΠΑ: - 4,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, στην ΕΕ των 15: + 0,1 % του ΑΕΠ).

    δ) Ποια ήταν στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη τα πραγματικά αίτια για την έντονη αύξηση των δαπανών και παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας σε % του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 1970 και μετά: η αύξηση των παροχών των συστημάτων αυτών ή η μείωση του αριθμού των εισφερόντων και η αύξηση του αριθμού των δικαιούχων παροχών σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό; Ποια θα είναι ceteris paribus η εξέλιξη των εισφορών και παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας σε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αν υλοποιήσει η Κοινότητα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τις ποσοστώσεις εργαζομένων που όρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνης ως τιμές αναφοράς;

    ε) Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Κοινότητας έχουν αρχίσει εν μέρει εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο δημοσιονομικό τομέα οι οποίες αφορούν τόσο τη διάρθρωση των εισφορών όσο και τη διάρθρωση των δαπανών αλλά και το ύψος της κρατικής συμμετοχής στο ΑΕΠ. Πώς θα μπορούσαν να παρουσιαστούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνοπτικά; Συμβιβάζονται με τις "γενικές γραμμές της οικονομικής πολιτικής"; Ποια επιχειρήματα δικαιολογούν και ποια δεν δικαιολογούν έναν μεγαλύτερο συντονισμό αυτών των μεταρρυθμίσεων σε κοινοτικό επίπεδο;

    3.2.3. Μισθολογική πολιτική και η εξέλιξη του κόστους των μισθών και των εισοδημάτων

    Το σύνολο του μισθολογικού κόστους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως μακροοικονομική μεταβλητή με την έννοια του συστήματος εθνικών λογαριασμών έχει, με περίπου 50 % του ΑΕΠ, σχεδόν την ίδια βαρύτητα όπως και ο δημόσιος προϋπολογισμός. Συγχρόνως όμως η εξέλιξη των μισθών αποτελεί σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει καθοριστικά τη συνολική ζήτηση και ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση. Η εξέλιξή τους καθορίζεται ουσιαστικά από ανεξάρτητους κοινωνικούς εταίρους, με ορισμένες διαφορές από κράτος σε κράτος. Λόγω του μακροοικονομικού χαρακτήρα αυτής της μεταβλητής καθώς και της αλληλεξάρτησης της με την νομισματική και δημοσιονομική πολιτική αλλά και με τον πληθωρισμό, την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, η παρακολούθηση και η αποτίμηση της εξέλιξης της έχει ιδιαίτερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο. Μολονότι οι κοινωνικοί εταίροι επέτυχαν κατά τα τελευταία 10 έως 15 χρόνια ευρεία συναίνεση σχετικά με την εξέλιξη των μισθών στα πλαίσια της εθνικής οικονομίας και παρά το γεγονός ότι οι γενικές γραμμές της κοινοτικής οικονομικής πολιτικής συμπεριλαμβάνουν και γενικές συστάσεις για την μακροοικονομική εξέλιξη των μισθών συχνά κατά την εξέταση της οικονομικής πολιτικής επικρατεί άγνοια σχετικά με τα δεδομένα, τα μεγέθη τις συνάφειες και τα υφιστάμενα προβλήματα.

    Παραδείγματα ενημερωτικής παράστασης και ανάλυσης των προβλημάτων:

    α) Σύνθεση και πρακτική παράσταση των στοιχείων της μακροοικονομικής προσαρμογής των μισθών από την αρχή της δεκαετίας του 1960 έως την αρχή της δεκαετίας του 1980 (αντίδραση στην πετρελαϊκή κρίση, επιβράδυνση του ρυθμού παραγωγής, συναλλαγματικές διαταραχές). Αυτό ισχύει και για την προσαρμογή σε χαμηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού, μετατόπιση του αυξημένου κόστους εργασίας στους καθαρούς μισθούς, διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους και αισθητή αύξηση της αποδοτικότητας κατά τη δεκαετία του 1980 και 1990. Η έκταση της μακροοικονομικής μισθολογικής προσαρμογής υπερβαίνει την έκταση της σταθεροποίησης του προϋπολογισμού κατά τη δεκαετία του 1990, σε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (για την ΕΕ των 15: 5-10 %του ΑΕΠ, για την Ιρλανδία:15-20 % του ΑΕΠ).

    β) Συγκριτική ανάλυση της εξέλιξης της αποδοτικότητας στην ΕΕ, στα κράτη μέλη, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία από το 1960 έως το 2000· ανάλυση των καθοριστικών λόγων (πραγματικό κόστος ανά μονάδα εργασίας, αποδοτικότητα του κεφαλαίου), της σύγκλισης σε κοινοτικό επίπεδο (εξαίρεση η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο), και όσον αφορά τη σύγκριση με τις ΗΠΑ, εξέταση των επιχειρημάτων που συνηγορούν ή δεν συνηγορούν υπέρ μιας περαιτέρω αισθητής αύξησης της οικονομικής αποδοτικότητας στην Κοινότητα.

    γ) Περιγραφή και ποσοτική παράσταση ενός απλού σχεδιαγράμματος για την αξιολόγηση της μακροοικονομικής εξέλιξης των μισθών στην ΟΝΕ (δαπάνη μισθοδοσίας ανά εργαζόμενο, κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος για την εξέλιξη των τιμών, εξέλιξη των πραγματικών μισθών (συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης και του ποσοστού αποταμίευσης), για την καταναλωτική ζήτηση, σχετικό ονομαστικό κόστος μισθοδοσίας ανά μονάδα προϊόντος για την ανταγωνιστικότητα, πραγματικό κόστος μισθοδοσίας για την αποδοτικότητα).

    δ) Ποιες διαφορές μπορεί να προκύψουν όσον αφορά τη μακροοικονομική εξέλιξη των μισθών μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στην ΟΝΕ και κατά πόσο είναι δικαιολογημένες από οικονομική άποψη (παραδείγματα· διαφορές ως προς την εξέλιξη της παραγωγικότητας, απαραίτητη προσαρμογή του τιμάριθμού και του κόστους των επιμέρους κρατών της ΟΝΕ, πραγματική διαδικασία κάλυψη της καθυστέρησης και σχετική τιμή των υπηρεσιών (Ιρλανδία). Ποιες είναι ενδεχομένως οι συνέπειες αδικαιολόγητων αποκλίσεων όσον αφορά την εξέλιξη των μισθών;

    ε) Έρευνα σχετικά με το ερώτημα πώς επιδρούν τα συστήματα προσαρμογής των μισθών και ο τρόπος οργάνωσης των κοινωνικών εταίρων στην μακροοικονομική εξέλιξη των μισθών και πορεία της συζήτησης σχετικά με τη ανάγκη μεγαλύτερης διαφοροποίησης των μισθών ανά περιφέρεια, ειδίκευση και κλάδο. Παραδείγματα από την ΕΕ και τις ΗΠΑ.

    3.3. Η αντιμετώπιση της γενικής απαισιοδοξίας σχετικά με την ανάπτυξη και την απασχόληση

    Η ΟΚΕ, ως εκπρόσωπος όλων των σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών κατηγοριών μπορεί να συμβάλει σε αυτό σημαντικά και με αυτόνομο τρόπο. Τα αίτια της απαισιοδοξίας ως προς την οικονομική ανάπτυξη:

    - Δικαιολογημένη απαισιοδοξία ως προς την ανάπτυξη: όσο δεν έχει επιλυθεί το ένα ή το άλλο βασικό πρόβλημα δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη. (Ισχύει αυτό ακόμη; Όχι απόλυτα!)

    - Αφελής απαισιοδοξία: Πώς μπορεί να επιτευχθεί εντός μιας δεκαετίας κάτι που δεν επιτεύχθηκε κατά τα τελευταία 25 χρόνια; (παρόμοια αντίδραση είναι λογική;)

    - Σκεπτικισμός ως προς το περιβάλλον

    Πως μπορεί να εξαλειφθεί η απαισιοδοξία αυτή:

    - με τη διαπίστωση ότι τα κυριότερα εμπόδια έχουν παραμεριστεί·

    - με την αναγνώριση των δυνατοτήτων που ανοίγονται τόσο για την κοινωνία συνολικά όσο και για τις επιμέρους οικονομικές και κοινωνικές ομάδες (καθήκοντα των επιμέρους ομάδων: ΜΜΕ, ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών, κ.λπ.)·

    - προκειμένου να εξαλειφθεί ο περιβαλλοντικός σκεπτικισμός είναι πολύ σημαντικό να εφαρμοστεί αποφασιστικά και αξιόπιστα η Αgenda 21 (Ρίο)· άλλωστε η μελλοντική οικονομική ανάπτυξη η οποία θα στηρίζεται στις υπηρεσίες και στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών επιβαρύνει πολύ λιγότερο το περιβάλλον απ' ότι η παραδοσιακή βιομηχανική ανάπτυξη.

    4. Οι συστάσεις της ΟΚΕ

    Στα πλαίσια της κοινοτικής οικοδόμησης η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποτελεί τον χώρο στον οποίο εκφράζονται τα συμφέροντα των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων και επιτυγχάνεται μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση. Η ΟΚΕ επειδή δεν εκπροσωπεί μόνο τους εργοδότες και τους εργαζόμενους αλλά και ένα ευρύ φάσμα της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών που συγκεντρώνεται στην τρίτη ομάδα, διαθέτει τη δυνατότητα να διαδραματίσει έναν ευρύτερο και ενοποιητικό ρόλο.

    Η δραστηριότητα της ΟΚΕ προσανατολίζεται προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελών της έναντι των κοινοτικών οργάνων όπως έναντι της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου και δεύτερον μεταφέρει την προβληματική, τη συζήτηση και τις κοινές ιδέες που εκφράζονται σε κοινοτικό επίπεδο στις επιμέρους οργανώσεις και οργανισμούς.

    Η παρούσα γνωμοδότηση περιέχει πολυάριθμες προτάσεις για την συγκριτική μελέτη των μακροοικονομικών επιδόσεων, οι οποίες μπορούν να ενταχθούν στην γενική προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής. Η πραγματοποίηση των μελετών αυτών θα ενισχύσει την κατανόηση των μακροοικονομικών σχέσεων και μεγεθών, θα συμβάλλει σε έναν αντικειμενικότερο διάλογο μεταξύ και εντός των επιμέρους ομάδων καθώς και στη βελτίωση της συναίνεσης σχετικά με την από μακροοικονομική άποψη κατάλληλη συμπεριφορά και πολιτική. (Βλέπε σημείο 1.3.)

    Η πρόοδος που θα σημειωθεί προς αυτή την κατεύθυνση όχι μόνον θα συμβάλλει στη περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και της σημασίας των γνωμοδοτήσεων της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής αλλά επιδράσει ευνοϊκά και στο γενικότερο κλίμα για την εφαρμογή μιας υγιούς μακροοικονομικής πολιτικής στην Κοινότητα.

    Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή θα καταβάλλει στο μέλλον προσπάθειες προκειμένου να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη οι πτυχές αυτές στις γνωμοδοτήσεις της για τη γενικότερη οικονομική πολιτική και την μακροοικονομική πολιτική. Καλεί γι' αυτό την Επιτροπή να ζητεί τακτικά και έγκαιρα τη γνωμοδότηση της ΟΚΕ για τα σημαντικότερα έγγραφά της σχετικά με την οικονομική πολιτική ώστε να μπορούν να διαβιβασθούν και στο Συμβούλιο.

    Η ΟΚΕ προτίθεται να διαβουλεύεται σε τακτικά διαστήματα με την Επιτροπή σχετικά με την προτεραιότητα που θα δοθεί στο πρόγραμμα εργασίας των επιμέρους υπηρεσιών της Επιτροπής στις συγκριτικές μελέτες μακροοικονομικών επιδόσεων.

    Επιπλέον, η ΟΚΕ προτίθεται να διοργανώσει σχετικά με τα θέματα αυτά ακροάσεις εμπειρογνωμόνων και σεμινάρια στα οποία θα προσκληθούν εκτός από εκπροσώπους της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και εμπειρογνώμονες υψηλού επιπέδου των κοινωνικών εταίρων αλλά και του ακαδημαϊκού τομέα.

    Η ΟΚΕ είναι της γνώμης ότι η δημόσια και επαγγελματική συζήτηση σχετικά με μακροοικονομικά θέματα αυξάνει τις δυνατότητες για την επίτευξη αειφόρου ανάπτυξης υψηλότερης ευμάρειας και τέλος πλήρους απασχόλησης στα πλαίσια της σταθερότητας που προσφέρει η ΟΝΕ, με αποτέλεσμα να προκληθούν συγχρόνως ευρύτερες θετικές επιπτώσεις στον τομέα της κοινωνικής και της γενικότερης πολιτικής.

    Βρυξέλλες, 1η Μαρτίου 2001.

    Ο Πρόεδρος

    της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Göke Frerichs

    (1) Η ΟΚΕ καταρτίζει επί του παρόντος γνωμοδότηση σχετικά με τις γενικές γραμμές της οικονομικής πολιτικής κατά το 2000.

    (2) Σε συνάρτηση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας, η ΟΚΕ εξέδωσε γνωμοδότηση με τίτλο "Απασχόληση, οικονομική μεταρρύθμιση και κοινωνική συνοχή - προς μια Ευρώπη της καινοτομίας και της γνώσης" (βλ. ΕΕ C 117 της 26.4.2000, σ. 62).

    (3) ΕΕ C 140 της 18.5.2000, σ. 44.

    (4) Ενεργός πληθυσμός = απασχολούμενα άτομα συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων.

    (5) Η ΟΚΕ εκδίδει τακτικά γνωμοδοτήσεις σχετικά με τα θέματα της αγοράς εργασίας και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση. Ορισμένες από αυτές είναι οι εξής: ΕΕ C 14 της 16.1.2001 και ιδιαίτερα το σημείο 3.1.2.2; ΕΕ C 209 της 22.7.1999, σ. 60; ΕΕ C 368 της 20.12.1999, σ. 31; ΕΕ C 19 της 21.1.1998, σ. 108; ΕΕ C 355 της 21.11.1997, σ. 64.

    (6) ΕΕ C 14 της 16.1.2001.

    (7) Για λόγους απλούστευσης η υπόθεση αυτή μεταφέρεται στην σημερινή Κοινότητα των 15. Οι σκέψεις αυτές ισχύουν όμως αντίστοιχα και τη διευρυμένη Κοινότητα.

    (8) H OKE εξέδωσε πρόσφατα γνωμοδότηση για τη δημογραφική εξέλιξη (ΕΕ C 14 της 16.1.2001) και σχετικά με το πρόβλημα των ηλικιωμένων εργαζομένων.

    (9) Το μέγεθος της ψαλίδας μεταξύ των σχετικών επιπέδων ευμάρειας με ταυτόχρονη έντονη αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης καταδεικνύει το παράδειγμα της Ιρλανδίας: κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες της αγοραστικής δύναμης: 1986: 65,3· 2000: 114,3· Ευρώπη των 15 = 100.

    (10) Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να σημειωθεί ότι η στατιστική εκτίμηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων είναι πολύ δύσκολη. Η παρακολούθηση διαφόρων εξελίξεων (π.χ. στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990) και μελέτες πιθανότητας ("Νew economy"),εξέλιξη του τομέα των υπηρεσιών, καλύτερη προσαρμογή της οικονομίας, αυξανόμενη παραγωγικότητα του κεφαλαίου κ.λπ.) έδειξαν ότι η ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας είναι πιθανόν μεγαλύτερη απ' ό,τι νομίζουμε. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να επιτευχθεί μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ χωρίς να προκληθούν πληθωριστικές τάσεις. Η ΟΚΕ κρίνει ότι θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διεξαχθούν συγκριτικές μελέτες σχετικά με το θέμα αυτό.

    Top