EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000DC0645

Έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Κυβέρνησης του Καναδά σχετικά με την εφαρμογή των νομοθεσιών τους περί ανταγωνισμού - 17 Ιουνίου 1999 έως 31 Δεκεμβρίου 1999

/* COM/2000/0645 τελικό */

52000DC0645

Έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Κυβέρνησης του Καναδά σχετικά με την εφαρμογή των νομοθεσιών τους περί ανταγωνισμού - 17 Ιουνίου 1999 έως 31 Δεκεμβρίου 1999 /* COM/2000/0645 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης του Καναδά σχετικά με την εφαρμογή των νομοθεσιών τους περί ανταγωνισμού, 17 Ιουνίου 1999 έως 31 Δεκεμβρίου 1999

1. Εισαγωγή

Στις 17 Ιουνίου 1999 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνήψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Καναδά σχετικά με την εφαρμογή των νομοθεσιών τους περί ανταγωνισμού [1] (στο εξής: «η συμφωνία»), σκοπός της οποίας είναι η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των αρχών ανταγωνισμού. Η συμφωνία εγκρίθηκε με κοινή απόφαση του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 1999 [2]. Η συμφωνία ήταν εφαρμοστέα από την ημερομηνία υπογραφής της. Η ανταλλαγή επιστολών που αναφέρεται στη συμφωνία θεωρήθηκε ότι έγινε σιωπηρά με την πράξη υπογραφής, καθότι οι εν λόγω επιστολές αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συμφωνίας.

[1] Συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης του Καναδά σχετικά με την εφαρμογή των νομοθεσιών τους περί ανταγωνισμού, ΕΕ L 175 της 10.07.1999, σελ. 50-60.

[2] Απόφαση του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 1999, ΕΕ L 175 της 10.07.1999, σελ. 49.

Η περίοδος που καλύπτει η πρώτη έκθεση είναι σχετικά μικρή και, ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν σημαντικές τάσεις ή να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.

Πολλές από τις υποθέσεις που κοινοποιήθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο είναι ακόμη εκκρεμείς, ιδιαίτερα τα θέματα που υπάγονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αναπτυχθούν λεπτομερώς ή ακόμη και να κατονομαστούν οι εμπλεκόμενοι, εκτός εάν ήδη έχουν αποτελέσει αντικείμενο δήλωσης ή ανακοίνωσης της Επιτροπής.

Παράλληλα, οι υποθέσεις συγκεντρώσεων, οι οποίες υπήρξαν θέμα των κοινοποιήσεων και της συνεργασίας στο πλαίσιο της συμφωνίας, κατά το πλείστον έχουν πλέον ολοκληρωθεί λόγω των αυστηρών προθεσμιών που τηρούνται βάσει του κανονισμού περί συγκεντρώσεων [3] και έτσι μπορούν να συζητηθούν στην παρούσα έκθεση.

[3] Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ΕΕ L 395, 30.12.1989, σελ.1, όπως διορθώθηκε στην ΕΕ L 257, 21.9.1990, σελ.13 και όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1310/97 του Ιουνίου 1997.

Επιπλέον, λόγω της εμπιστευτικότητας που τηρείται στο πλαίσιο των καναδικών διαδικασιών και της υποχρέωσης τήρησης της εμπιστευτικότητας που υπέχουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες δυνάμει του άρθρου X της συμφωνίας, ακόμη και σε περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ολοκληρώσει την έρευνά της και έχει θέσει υποθέσεις στο αρχείο, αναγκαστικά είναι περιορισμένες οι αναφορές σε συγκεκριμένες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των καναδικών αρχών ή καλύπτονται για άλλους λόγους από την υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας.

Παρά τους ανωτέρω περιορισμούς, σκοπός της πρώτης έκθεσης ήταν να δοθεί ένα δείγμα της φύσης και του βαθμού της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και της Καναδικής Υπηρεσίας Ανταγωνισμού.

2. Η συμφωνία

Στη συνέχεια παρατίθενται συνοπτικά οι βασικές διατάξεις της συμφωνίας:

* κοινοποίηση των υποθέσεων που εξετάζονται από τις αρχές ανταγωνισμού του ενός συμβαλλομένου μέρους, όταν οι υποθέσεις αυτές αφορούν σημαντικά συμφέροντα του άλλου συμβαλλομένου μέρους (άρθρο II), και ανταλλαγή πληροφοριών επί γενικών θεμάτων σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού (άρθρο III).

* συνεργασία και συντονισμός των ενεργειών των αρχών ανταγωνισμού αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών (άρθρο IV).

* διαδικασία «παραδοσιακής αβροφροσύνης» στο πλαίσιο της οποίας κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να συνεκτιμά τα σημαντικά συμφέροντα του άλλου μέρους όταν λαμβάνει μέτρα για την εφαρμογή των κανόνων του στον τομέα του ανταγωνισμού (άρθρο VI).

* διαδικασία «θετικής αβροφροσύνης» στο πλαίσιο της οποίας κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καλέσει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος να λάβει, βάσει της νομοθεσίας του τελευταίου, κατάλληλα μέτρα σχετικά με συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό που εκδηλώνεται στο έδαφός του και θίγει σημαντικά συμφέροντα του αιτούντος συμβαλλόμενου μέρους (άρθρο V).

Επιπλέον, η συμφωνία καθιστά σαφές ότι καμία από τις διατάξεις της δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που δεν συμβιβάζεται με την ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά (άρθρο XΙ). Ειδικότερα, οι αρχές ανταγωνισμού εξακολουθούν να δεσμεύονται από τους εσωτερικούς κανόνες τους που αφορούν την προστασία της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που συγκεντρώνονται από αυτές κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων ερευνών τους (άρθρο X).

3. Κοινοποιήσεις

3.1. Αριθμός κοινοποιηθεισών υποθέσεων [4]: 4 (ΕΕ); 3 (Καναδάς)

[4] Τα αναφερόμενα στοιχεία αφορούν τον αριθμό των υποθέσεων που κοινοποιήθηκαν βάσει του άρθρου ΙΙ της συμφωνίας. Οι κοινοποιήσεις μπορούν να γίνουν σε διάφορα, συγκεκριμένα στάδια των ερευνών και της επίσημης διαδικασίας σε κάθε υπόθεση. Συνεπώς, ο αριθμός των κοινοποιήσεων ενδέχεται να είναι υψηλότερος..

Η Επιτροπή προέβη σε κοινοποίηση για τέσσερις υποθέσεις κατά την περίοδο από 17 Ιουνίου 1999 έως 31 Δεκεμβρίου 1999. Κατά την ίδια περίοδο, η Επιτροπή έλαβε κοινοποιήσεις από την Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού για τρεις υποθέσεις. Μολονότι ο αριθμός των κοινοποιήσεων δεν φαίνεται ίσως πολύ υψηλός, λαμβάνοντας υπόψη το βραχύ χρονικό διάστημα ισχύος της συμφωνίας και την φύση των θεμάτων, οι κοινοποιήσεις έθεσαν τη βάση της συνεργασίας. Όσον αφορά τις παρατηρούμενες τάσεις, οι κοινοποιήσεις της Επιτροπής που αφορούν υποθέσεις συγκεντρώσεων αυξάνονται γρηγορότερα από τις υποθέσεις ανταγωνισμού που δεν αφορούν συγκεντρώσεις.

3.2. Πρακτικά μέτρα

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Επιτροπή έλαβε ορισμένα πρακτικά μέτρα για να εξασφαλίσει την τήρηση των υποχρεώσεών της βάσει της νεοσυναφθείσας συμφωνίας και ειδικότερα για να εξασφαλίσει ότι πράγματι κοινοποιούνται οι υποθέσεις που πληρούν τα κριτήρια κοινοποίησης.

Για να παρακολουθούνται οι κοινοποιήσεις βάσει της συμφωνίας, η βάση δεδομένων στην οποία καταχωρίζονται οι κοινοποιήσεις τροποποιήθηκε προκειμένου να καταγράφονται λεπτομέρειες, σύμφωνα με την πολιτική μηχανογράφησης της εργασίας της ΓΔ Ανταγωνισμού, όποτε τούτο είναι αποτελεσματικότερο. Έτσι οι αρμόδιοι των λειτουργικών μονάδων για κάθε υπόθεση μπορούν να καταχωρίζουν στη βάση δεδομένων τις απαραίτητες πληροφορίες για την υποβολή κοινοποίησης. Ωστόσο, η βάση δεδομένων σχετικά με τις κοινοποιήσεις δεν περιέχει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που συγκεντρώσει η ΓΔ Ανταγωνισμού κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες περιλαμβάνονται σε φάκελο στον οποίο η πρόσβαση είναι περιορισμένη.

3.3. Κοινοποιήσεις προς τα κράτη μέλη

Όλες οι κοινοποιήσεις που προέρχονται από την Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού αποστέλλονται σε αντίγραφα στο κράτος μέλος ή στα κράτη μέλη των οποίων τα συμφέροντα θίγονται ενδεχομένως, ενώ παράλληλα διαβιβάζονται στις αρμόδιες μονάδες της ΓΔ Ανταγωνισμού. Επίσης, ταυτόχρονα με τις κοινοποιήσεις στις οποίες προβαίνει η ΓΔ Ανταγωνισμού προς την Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού, αποστέλλονται αντίγραφα στο κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη των οποίων θίγονται τα συμφέροντα.

4. Συνεργασία

Η εμπειρία της Επιτροπής από τη συνεργασία της με τις ομόλογες καναδικές υπηρεσίες επί μεμονωμένων υποθέσεων από τις 17 Ιουνίου 1999 ήταν πολύ θετική. Ωστόσο, όπως προαναφέρεται, πολλές υποθέσεις για τις οποίες έγιναν επαφές τελούν ακόμη υπό έρευνα, από τη μία ή την άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συζητηθούν.

Η φύση της συνεργασίας εξαρτάται από τις επί μέρους υποθέσεις και μπορεί να λάβει τη μορφή απλών ερωτήσεων σχετικά με το χρόνο των διαδικασιών ή και να φθάσει μέχρι το συντονισμό των σχεδιαζόμενων μέτρων αποκατάστασης σε μια υπόθεση.

Επιπλέον, η Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού και η ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής πραγματοποίησαν την πρώτη διμερή συνεδρίαση βάσει της συμφωνίας στις 30 Σεπτεμβρίου 1999. Οι διμερείς συνεδριάσεις αποτελούν σημαντικό μέτρο εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο VIII της συμφωνίας. Η σύσκεψη έγινε σε φιλικό κλίμα και επιβεβαίωσε την ύπαρξη μιας σταθερής βάσης για την περαιτέρω ανάπτυξη της αμοιβαίας συνεργασίας. Η ημερήσια διάταξη περιλάμβανε τα μέτρα εφαρμογής που έλαβε κάθε μέρος μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας. Οι πρώτες κοινοποιήσεις και η επακόλουθη συνεργασία αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο μιας σύντομης εκτίμησης. Συζητήθηκαν επίσης διεξοδικά θέματα πολιτικής ανταγωνισμού κοινού ενδιαφέροντος. Όσον αφορά την προώθηση της συνεργασίας, οι δύο πλευρές υπέβαλαν ορισμένες προτάσεις και συμφώνησαν ότι οι προτάσεις αυτές θα αναπτυχθούν στην πορεία με βάση την εμπειρία που θα αποκτηθεί από την εφαρμογή της συμφωνίας.

5. Ορισμένες υποθέσεις

Η πρώτη κοινοποίηση του Καναδά έγινε στις 30 Ιουνίου 1999 και αφορούσε έρευνα στην αγορά βιταμινών και συναφών προϊόντων. Όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη διμερής συνεδρίαση, η Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού είχε ανακοινώσει ότι ο πρώην Αντιπρόεδρος - Υπεύθυνος Πωλήσεων της εταιρείας Chinook Group Ltd. του Τορόντο είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση εννέα μηνών για τη συμμετοχή του σε εκτεταμένη διεθνή συνωμοσία για τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή ή τον επιμερισμό των αγορών χλωριούχου χολίνης.

Ένα θέμα που έλαβε σημαντικές διαστάσεις στον Καναδά ήταν η ανακοίνωση της συγχώνευσης μεταξύ των εταιρειών Onex/ Canada Airlines/ Air Canada, η οποία είχε επίσης κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Η ίδια η Επιτροπή κοινοποίησε την υπόθεση στην Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού στις 23 Σεπτεμβρίου 1999. Στη συνέχεια η Καναδική Αρχή Ανταγωνισμού υπέβαλε αίτηση συνεργασίας. Όταν υπεβλήθη η αίτηση η Καναδική Υπηρεσία Ανταγωνισμού δεν είχε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως, καθότι η εφαρμογή της νομοθεσίας της περί ανταγωνισμού είχε ανασταλεί. Πέραν αυτού, διεξήχθησαν συζητήσεις με στόχο την παροχή συμβουλών στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού για την καλύτερη δυνατή προώθηση του ανταγωνισμού στον τομέα των αερομεταφορών στον Καναδά. Εν τέλει η κοινοποίηση της συγκέντρωσης στην Επιτροπή αποσύρθηκε, όταν κατέστη σαφές ότι η πράξη δεν επρόκειτο να προχωρήσει.

6. Συμπέρασμα

Η έναρξη της συμφωνίας ήταν επιτυχής. Η συμφωνία εφαρμόστηκε στην πράξη μόλις ένα δεκαπενθήμερο μετά την υπογραφή και την έναρξη ισχύος της. Οι υποθέσεις επί των οποίων υπήρξε συνεργασία αποδείχθηκε ότι είχαν σημαντικό ενδιαφέρον τουλάχιστον για ένα από τα δύο μέρη.

Top