This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 51997AR0316
Opinion of the Committee of the Regions on 'Towards an urban agenda in the European Union'
Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση"»
Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση"»
CdR 316/97 fin
ΕΕ C 251 της 10.8.1998, p. 11
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση"» CdR 316/97 fin -
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 251 της 10/08/1998 σ. 0011
Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση"» (98/C 251/04) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ, έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση» () 7 έχοντας υπόψη την απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 1997 να ζητήσει γνωμοδότησή της, σύμφωνα με το άρθρο 198 Γ, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 7 έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Προεδρείου της της 30ής Μαρτίου 1997 και της 18ης Φεβρουαρίου 1998 να αναθέσει στην επιτροπή 4, «Χωροταξία, αστικές πολιτικές, ενέργεια, περιβάλλον», την κατάρτιση της σχετικής γνωμοδότησης 7 έχοντας υπόψη την έκθεση με θέμα «Η Ευρώπη των Πόλεων - Μέτρα της Κοινότητας στις αστικές περιοχές» 7 έχοντας υπόψη την ανακοίνωση «Πρόγραμμα δράσης 2000: για μία ισχυρότερη και ευρύτερη Ευρώπη» 7 έχοντας υπόψη το πρώτο επίσημο σχέδιο με θέμα «Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου», που καταρτίσθηκε ενόψει της άτυπης συνάντησης των υπουργών χωροταξίας τον Ιούνιο του 1997 7 έχοντας υπόψη τις εξής γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής των Περιφερειών: - «Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία για την περιφερειακή ανάπτυξη της Ευρώπης - Ευρώπη 2000+» (CdR 233/95) (), - «Αξιολόγηση των δημοσιονομικών και διοικητικών επιπτώσεων της νομοθεσίας της ΕΕ στις τοπικές και περιφερειακές αρχές» (CdR 368/95) (), - «Πράσινο Βιβλίο για το Δίκτυο των Πολιτών» (CdR 42/96 fin) (), - «Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (CdR 47/96 fin) (), - «5ο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης» (CdR 142/96 fin) (), - «Ο ρόλος των τοπικών και περιφερειακών αρχών στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών» (CdR 148/96 fin) (), - «Η αστική ανάπτυξη και η Ευρωπαϊκή Ένωση» (CdR 235/95) (), - «Η χωροταξία στην Ευρώπη» (CdR 340/96 fin) (), - «Ο ρόλος των τοπικών και περιφερειακών αρχών για τη σύνδεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των ιδρυμάτων κατάρτισης με τις επιχειρήσεις» (CdR 346/96 fin) (), - «Πράσινο Βιβλίο για τη μελλοντική πολιτική προστασίας από το θόρυβο» (CdR 436/96 fin) (), - «Έγγραφο εργασίας για τις επιπτώσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων στις αστικές περιοχές» (CdR 8/97 fin), - «Τοπικές και περιφερειακές πτυχές του 5ου προγράμματος-πλαίσιο» (CdR 158/97 fin) (), - «Διαπολιτισμική εκπαίδευση» (CdR 194/97 fin) () 7 έχοντας υπόψη τις προπαρασκευαστικές εργασίες της ομάδας μελέτης (η οποία αποτελείτο από τον κ. Berger, τον κ. Frau, την κ. Freehill, τον κ. Pentillδ, τον κ. Peper (εισηγητή), την κ. Powell και την κ. Tilberg) για την κατάρτιση της παρούσας γνωμοδότησης 7 έχοντας υπόψη το σχέδιο γνωμοδότησης (CdR 316/97 rιv. 2) που υιοθέτησε η επιτροπή 4 στις 14 Ιανουαρίου 1998 (εισηγητής: ο κ. Peper), υιοθέτησε ομόφωνα κατά την 23η σύνοδο ολομέλειάς της της 13ης και 14ης Μαΐου 1998 (συνεδρίαση της 14ης Μαΐου) την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Εισαγωγή 1.1. Η Επιτροπή των Περιφερειών επικροτεί τη δημοσίευση του εγγράφου συζήτησης της Επιτροπής με θέμα «Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Μετά τη δημοσίευση του «Πράσινου Βιβλίου για το Αστικό Περιβάλλον» το 1990, την εφαρμογή του σχεδίου για τη δημιουργία αειφόρων πόλεων, και την εφαρμογή της κοινοτικής πρωτοβουλίας Urban, η αναγνώριση της ζωτικής σημασίας των πόλεων για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των περιφερειών και της Ευρώπης είναι ένα σημαντικό επόμενο βήμα. Στο έγγραφο συζήτησης περιλαμβάνονται πολλές από τις απόψεις που διατύπωσε η ΕΤΠ στη γνωμοδότησή της με θέμα «Η αστική ανάπτυξη και η Ευρωπαϊκή Ένωση», στην οποία τονίζεται η ανάγκη της ανάπτυξης μίας ολοκληρωμένης αστικής προσέγγισης με στόχο τόσο την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πόλεις όσο και την αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών. Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση μιας τέτοιας ολοκληρωμένης προσέγγισης θα έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων κοινοτικών πολιτικών που αφορούν τις αστικές περιοχές. 1.2. Η ανακοίνωση της Επιτροπής εμφανίζεται σε μια κρίσιμη εποχή κατά την οποία δίδεται όλο και περισσότερη προσοχή στον ρόλο των ευρωπαϊκών πόλεων. Αυτό είναι αποτέλεσμα πολυετούς συνειδητής προσπάθειας, κυρίως από πλευράς των τοπικών και περιφερειακών αρχών και των αντιπροσωπευτικών τους οργανώσεων. Η ΕΤΠ συνέβαλε, από τη στιγμή της ίδρυσής της, στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να δοθεί αστική προοπτική στις κοινοτικές πολιτικές και στα κοινοτικά προγράμματα. Αρχικά, αυτή η συνειδητοποίηση ήταν πολύ περιορισμένη αλλά, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, ο βαθμός της αυξήθηκε σημαντικά. Οι εθνικές κυβερνήσεις επέδειξαν σημαντικό ενδιαφέρον για τα ζητήματα που αφορούν τις αστικές περιοχές και προέβησαν στην ανάπτυξη ειδικών αστικών πολιτικών ή στο συντονισμό των τομεακών πολιτικών τους που αφορούν τις πόλεις. 1.3. Η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον ρόλο των πόλεων εκδηλώνεται τώρα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το Φόρουμ Συνοχής, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1997 και στο οποίο συζητήθηκε το θέμα της αναθεώρησης των διαρθρωτικών ταμείων, προσδιόρισε ως στόχο καθοριστικής σημασίας την επίτευξη διαρθρωτικών μεταβολών στις αστικές περιοχές. Κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών, που διοργάνωσε η ΕΤΠ στο Άμστερνταμ τον Μάιο, διατυπώθηκε έντονη έκκληση για την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής αστικής πολιτικής. Τον Ιούνιο του 1997, αυτή η ανάγκη αναγνωρίσθηκε και από το άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Περιφερειακής Πολιτικής και Χωροταξικής Ανάπτυξης, οι οποίοι, στα πλαίσια της παρουσίασης του πρώτου επίσημου σχεδίου για την ανάπτυξη του κοινοτικού χώρου, καταρχήν διαπίστωσαν ότι υπάρχει έντονη ανάγκη να αναπτυχθεί ένα πιο ισόρροπο και πολυκεντρικό σύστημα πόλεων και αφιέρωσαν για πρώτη φορά στην αστική πολιτική ειδικό σημείο της ημερήσιας διάταξης. Η ενίσχυση του ενδιαφέροντος για τις πόλεις είναι, επίσης, εμφανής στο «Πρόγραμμα δράσης 2000», όπου οι διαρθρωτικές μεταβολές στις αστικές περιοχές τοποθετούνται στον κορμό των μελλοντικών διαρθρωτικών δράσεων. 2. Γενικές παρατηρήσεις 2.1. Η ΕΤΠ υποστηρίζει πλήρως την ανάλυση της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο «Προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πόλεις της Ευρώπης». Στο κεφάλαιο αυτό καταδεικνύεται η ευρεία ποικιλία του αστικού τοπίου της Ευρώπης και τονίζεται ο ρόλος των πόλεων και των αστικών περιοχών ως κέντρων οικονομικής δραστηριότητας, καινοτομίας, και ευημερίας για την ΕΕ. Εξάλλου, αναγνωρίζονται, επίσης, τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένες πόλεις, είτε λόγω της κατακόρυφης μείωσης των θέσεων απασχόλησης στον βιομηχανικό τομέα είτε διότι αποτελούν μέρος μίας ευρύτερης περιφέρειας έντονα εξαρτημένης από τον γεωργικό τομέα. Ορισμένα από τα κοινά προβλήματα που προσδιορίζονται είναι τα απαράδεκτα υψηλά ποσοστά ανεργίας, ο αυξανόμενος αριθμός ατόμων που πλήττονται από το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού, η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, και τα αυξανόμενα προβλήματα κυκλοφοριακής συμφόρησης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Η πόλη δεν αποτελεί πλέον, σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, επιθυμητό τόπο διαβίωσης, αναψυχής ή ανατροφής παιδιών. Αυτή η διάβρωση του ρόλου της πόλης είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή για το ευρωπαϊκό αναπτυξιακό και κοινωνικό πρότυπο και ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να εξετασθεί διεξοδικά» (). 2.2. Σήμερα, υπάρχουν ποικίλα κοινοτικά μέσα που έχουν επιπτώσεις στην αστική ανάπτυξη. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής αυτά τα μέσα διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: - πολιτικές προώθησης της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης (όπως οι πολιτικές που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, οι πολιτικές Ε& ΤΑ, και τα περιφερειακά σύμφωνα για την απασχόληση) 7 - πολιτικές υπέρ της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής (δηλ. τα διαρθρωτικά ταμεία) 7 - πολιτικές που συμβάλλουν στην ένταξη των πόλεων στα διευρωπαϊκά δίκτυα (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών στον τομέα των δημόσιων μεταφορών και του καθορισμού των τιμών στον εν λόγω τομέα) 7 - πολιτικές που συμβάλλουν στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και της ποιότητας της ζωής στις πόλεις (το σχέδιο για τη δημιουργία αειφόρων πόλεων, η ένταξη των περιβαλλοντικών πτυχών στα διαρθρωτικά ταμεία και τα διάφορα προγράμματα Ε& ΤΑ). Στο πρόσφατο έντυπό της με τίτλο «Η Ευρώπη των πόλεων - Μέτρα της Κοινότητας στις αστικές περιοχές» (1997), η Επιτροπή δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού στις πόλεις και την προαγωγή της τοπικής οικονομίας και των πολιτιστικών δράσεων. 2.3. Η ΕΤΠ αναγνωρίζει ότι αυτά τα κοινοτικά μέτρα αναμφισβήτητα συμβάλλουν στην αστική ανάπτυξη. Εντούτοις, θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι όλες οι ανωτέρω πολιτικές δεν στοχεύουν τις αστικές περιοχές, με αποτέλεσμα, αν και οι τοπικές και περιφερειακές αρχές μπορούν να έχουν λόγο στον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών αυτών, συχνά να μην έχουν καμία απολύτως επιρροή. Κατά συνέπεια, η ΕΤΠ τονίζει ότι το άθροισμα των κοινοτικών μέτρων που επηρεάζουν τις αστικές περιοχές δεν ισοδυναμεί με μία αστική πολιτική. 2.4. Για το λόγο αυτό, η ΕΤΠ επικροτεί θερμά την πρόσκληση για διατύπωση συστάσεων με στόχο τη «μεγαλύτερη ολοκλήρωση των πολιτικών της Κοινότητας που αφορούν την αστική ανάπτυξη, προκειμένου να διασφαλισθεί ο πλήρης συντονισμός τους με δράσεις που αναλαμβάνονται σε άλλα επίπεδα και ιδιαίτερα η ικανοποίηση των αναγκών των πόλεων» (). Ειδικότερα, επικροτεί το αίτημα της Επιτροπής να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή: - στην ένταξη μιας αστικής οπτικής στις πολιτικές της ΕΕ, - στις υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος και την αστική ανάπτυξη, - στη συμβολή των διαρθρωτικών ταμείων, - στην αύξηση των γνώσεων και την προώθηση της ανταλλαγής εμπειριών μεταξύ των πόλεων. 2.5. Βάσει του άρθρου 198 Γ, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, απαιτείται γνωμοδότηση της ΕΤΠ στους τομείς των διευρωπαϊκών δικτύων, της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης, της νεολαίας, του πολιτισμού, και της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, η ΕΤΠ έχει λάβει την πρωτοβουλία να εκδώσει γνωμοδοτήσεις και για άλλους τομείς που έχουν αντίκτυπο στις πόλεις και τις περιφέρειες. Έτσι, έχουν ήδη εκδοθεί πλείστες γνωμοδοτήσεις σχετικά με την καλύτερη ενσωμάτωση της τοπικής και περιφερειακής πτυχής στις πολιτικές και τα προγράμματα της Κοινότητας, μια επισκόπηση των οποίων παρέχεται στο Παράρτημα. Επί του παρόντος, καταρτίζονται αρκετές γνωμοδοτήσεις που αφορούν ειδικά θέματα των αστικών περιοχών. Τέλος, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ θα ανατεθεί στην ΕΤΠ ένα νέο φάσμα αρμοδιοτήτων, που θα καλύπτει τους τομείς της απασχόλησης, της κοινωνικής πολιτικής, της εφαρμογής των μέτρων στον τομέα της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος, της επαγγελματικής κατάρτισης, και των μεταφορών. 2.6. Η ΕΤΠ επικροτεί την ευκαιρία που της δίδεται να παρουσιάσει τη γνωμοδότηση και τις ιδέες της στο Φόρουμ για τις Αστικές Περιοχές που θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο του 1998. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι η παρούσα γνωμοδότηση θα αποτελέσει τη βάση για ευρύτερη συζήτηση στους κόλπους των επιτροπών της. Μαζί με τις γνωμοδοτήσεις που επικεντρώνονται περισσότερο σε ειδικά (τομεακά) θέματα πολιτικής, η παρούσα γνωμοδότηση θα συμβάλει σημαντικά στην κατάρτιση ενός Λευκού Βιβλίου για την αστική ανάπτυξη. 3. Πόλεις και περιφέρειες: ανάλυση 3.1. Οι πόλεις και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός 3.1.1. Οι πόλεις και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε σε αυτές αποτέλεσαν το θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε διάφορα έγγραφα που αναφέρονται στην αστική προοπτική των πολιτικών της ΕΕ, η Ευρώπη διαθέτει μακρόχρονη παράδοση στον τομέα του αστικού πολιτισμού. Κατά την περίοδο που ακολούθησε τη ρωμαϊκή κυριαρχία και ιδιαίτερα μετά την Αναγέννηση, στο τέλος του Μεσαίωνα, οι πόλεις γνώρισαν ταχύτατη ανάπτυξη. Οι αστικές οικονομίες οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και προϊόντων. Σήμερα, οι περισσότεροι επιστήμονες, πολιτικοί και διαμορφωτές της κοινής γνώμης συμφωνούν ότι ο πολιτισμός, το κοινωνικό πρότυπο και το οικονομικό σύστημα της Ευρώπης πρέπει να θεωρούνται κατά βάση αστικά. Το 80 % του ευρωπαϊκού πληθυσμού ζει σε πόλεις. Περίπου το 20 % των Ευρωπαίων ζει σε ευρύτερα αστικά κέντρα άνω των 250 000 κατοίκων, ένα άλλο 20 % σε πόλεις μεσαίου μεγέθους 50 000-250 000 κατοίκων και το 40 % σε πόλεις 10 000-50 000 κατοίκων (). 3.1.2. Οι πόλεις αποτελούν σήμερα, επίσης, πηγές προόδου, ελευθερίας και πολιτισμού. Ωστόσο, κατά τα τελευταία 20 χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι πολλές ευρωπαϊκές πόλεις αντιμετωπίζουν όλο και πιο σοβαρές απειλές σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Τα προβλήματα ορισμένων αστικών συνοικιών με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας ενδέχεται να είναι τόσο σοβαρά, που να επηρεάζουν έντονα το σύνολο της αστικής περιοχής. Οι αρνητικές εξελίξεις στις πόλεις θα έχουν αναπόφευκτα αρνητικές συνέπειες στο σύνολο της ευρωπαϊκής κοινωνίας και οικονομίας. Για πολλές πόλεις, το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η ανεργία. Πολλές πόλεις έχουν να αντιμετωπίσουν ποσοστά ανεργίας υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Αυτά τα υψηλά ποσοστά ανεργίας αποτελούν την αιτία πολλών κοινωνικών προβλημάτων. 3.1.3. Στο μέλλον, ο ρόλος των πόλεων στην Ευρώπη θα παραμείνει κρίσιμος, και ιδίως ο ρόλος των αστικών και μητροπολιτικών δικτύων. Ως αποτέλεσμα της Ενιαίας Αγοράς, η σημασία των εθνικών οικονομιών περιορίζεται όχι μόνο προς όφελος των περιφερειών, αλλά και των μητροπολιτικών περιοχών και των αστικών κέντρων που συνδέονται σε δίκτυα διεθνούς και ενίοτε ευρωπαϊκής κλίμακας. Ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις που καταδεικνύουν τη μεταβαλλόμενη θέση των πόλεων στο πλαίσιο των διεθνών δικτύων είναι η Βαρκελώνη, η Λίλλη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Παρίσι. Αλλά και οι μικρότερες πόλεις εντάσσονται προοδευτικά σε ευρύτερα αστικά δίκτυα, είτε σε εθνικό και περιφερειακό είτε σε διεθνές επίπεδο. Κατά συνέπεια, ο ρόλος των πόλεων και των μητροπολιτικών περιοχών παραμένει πολύ σημαντικός για την ευρωπαϊκή οικονομία. 3.1.4. Οι πόλεις μπορούν να έχουν οποιαδήποτε μορφή ή μέγεθος και κάθε πόλη της Κοινότητας αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα και προκλήσεις. Οι πόλεις παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς το μέγεθος, την οικονομική διάρθρωση, και τη θέση τους στο ευρωπαϊκό οικονομικό δίκτυο. Δεν ανήκουν όλες οι πόλεις στο ευρωπαϊκό δίκτυο, ούτε διαθέτουν την ίδια κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση, ούτε και βρίσκονται όλες σε παρακμή. Θα πρέπει, επομένως, να καταταχθούν σε διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με τη θέση τους στα λειτουργικά δίκτυα και τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, και όχι μόνο ανάλογα με το μέγεθός τους. Σύμφωνα με την «Προοπτική της χωροταξικής ανάπτυξης στην Ευρώπη» (πρώτο σχέδιο), υπάρχουν οχτώ τύποι πόλεων, σε τρία επίπεδα. Κάθε επίπεδο αντιστοιχεί στη υψηλότερη κλίμακα του δικτύου με το οποίο είναι συνδεδεμένη η πόλη: - στο διεθνές επίπεδο: 1. διεθνείς πόλεις, 2. μητροπολιτικές περιφέρειες, 3. πρωτεύουσες κρατών, - στο εθνικό επίπεδο: 4. «παλαιότερες βιομηχανικές πόλεις», 5. «περιφερειακές πόλεις», - στο περιφερειακό επίπεδο: 6. πόλεις εντός της κύριας ζώνης, 7. πόλεις εκτός της κύριας ζώνης, 8. μεσαίου μεγέθους πόλεις σε αγροτικές, κατά κύριο λόγο, περιφέρειες. 3.1.5. Καθένας από αυτούς τους οχτώ τύπους πόλεων αντιστοιχεί σε έναν τρόπο σύνδεσης της πόλης με ένα αστικό δίκτυο, σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της οικονομικής της βάσης και σε συγκεκριμένη σχέση με την περιφέρεια που την περιβάλλει και/ή τις κοντινές πόλεις. Καμία ευρωπαϊκή πόλη δεν είναι ίδια με καμία άλλη και αυτή η κατάταξη καταδεικνύει ήδη το ευρύ φάσμα των ευρωπαϊκών πόλεων και των χαρακτηριστικών τους. Οι πόλεις ποικίλλουν από σχετικά μικρούς συνοικισμούς σε συμπλέγματα εκατομμυρίων κατοίκων, από παραδοσιακές οικονομίες βασισμένες στις υπηρεσίες σε βιομηχανικά κέντρα, από κέντρα σχεδόν άδειων περιφερειών σε τμήματα εκτενών πυκνοκατοικημένων αστικών περιοχών. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προκατασκευασμένες λύσεις που να μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη. 3.2. Η ευρωπαϊκή πόλη και η ευρύτερη περιφέρειά της: μια επισφαλής ισορροπία 3.2.1. Από τότε που υπάρχουν οι πόλεις, εξαρτώνται άμεσα για την επιβίωσή τους από την ευρύτερη περιφέρειά τους. Όχι μόνο για νερό, είδη διατροφής και πρώτες ύλες, αλλά και για την εξεύρεση εργατικού δυναμικού. Καμία πόλη, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την υποστήριξη των γειτονικών της περιφερειών. Αυτό συνέβαινε τόσο στον Μεσαίωνα όσο και σήμερα, αν και σήμερα οι πόλεις εξαρτώνται και από οικονομικούς δεσμούς που εκτείνονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις, σε εθνική ή και σε διεθνή ακόμη κλίμακα. Από την άλλη πλευρά, και οι περιφέρειες εξαρτώνταν ανέκαθεν από τις κεντρικές τους πόλεις. Οι πόλεις προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες σε διάφορους τομείς (όπως στον τομέα του εμπορίου, της αναψυχής, της εκπαίδευσης, των τεχνών, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.λπ.) και, επίσης, αποτελούν πηγή απασχόλησης και εισοδήματος για πολλούς κατοίκους των γύρω περιφερειών. Σύμφωνα με την «Προοπτική της χωροταξικής ανάπτυξης στην Ευρώπη», η αλληλεξάρτηση των αστικών και των αγροτικών περιοχών σήμερα αυξάνεται, λόγω της προαστειοποίησης, των έργων υποδομής, της αλληλεξάρτησης των οικονομιών, των κοινών περιβαλλοντικών προβλημάτων, και της αυξανόμενης σημασίας της υπαίθρου για ψυχαγωγία και αναψυχή. 3.2.2. Επομένως, για τη μελέτη των αστικών προβλημάτων και της αστικής πολιτικής, η ΕΤΠ τάσσεται υπέρ μιας οπτικής στο επίπεδο της λεγόμενης «λειτουργικής αστικής ζώνης» (ΛΑΖ): δικτύων πόλεων και γύρω περιοχών, μεταξύ των οποίων υπάρχει στενή διασύνδεση από άποψη τοπικής και περιφερειακής οικονομίας, (καθημερινής) κινητικότητας των πολιτών τους. Οι ΛΑΖ συχνά υπερβαίνουν τα διοικητικά όρια της κεντρικής πόλης. Περιλαμβάνουν προαστειακούς οικισμούς που σχετίζονται με τις κεντρικές πόλεις. Ωστόσο, οι ΛΑΖ μπορούν να παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με τον τύπο και το μέγεθος της κεντρικής πόλης, την κλίμακα και τον αριθμό των κατοίκων της: από ΛΑΖ γύρω από πόλεις μικρού και μεσαίου μεγέθους σε αγροτικές κατά βάση περιοχές μέχρι μητροπολιτικές περιφέρειες. Η έννοια της ΛΑΖ παρέχει δυνατότητες θεώρησης των αστικών φαινομένων πέρα από τα όρια της κεντρικής πόλης και μπορεί επίσης να παράσχει λύσεις για τα αστικά προβλήματα στην κατάλληλη κλίμακα. Η έννοια της ΛΑΖ θα πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω στο μέλλον, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την αστική ανάλυση και την αστική πολιτική, με άλλα λόγια για τη σημασία της αστικής διάστασης. 3.2.3. Αν και η αλληλεξάρτηση των πόλεων και των γειτονικών περιφερειών διαρκώς αυξάνεται, παράλληλα καθίσταται και πιο προβληματική και ρευστή. Καταρχάς, το φαινόμενο της προαστειοποίησης προξενεί πολλά προβλήματα στους τομείς του περιβάλλοντος, των μεταφορών και της ασφαλείας σε πολλές αστικές περιοχές της Ευρώπης. Όπως δηλώνεται στην «Προοπτική της χωροταξικής ανάπτυξης στην Ευρώπη», τα χωριά, οι κωμοπόλεις, και οι πόλεις συνεχίζουν να επεκτείνονται, συχνά ανεξέλεγκτα, λόγω της αυξανόμενης ανάγκης των ευρωπαϊκών πληθυσμών για ζωτικό χώρο. Οι ομάδες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος συχνά μετακομίζουν στα προάστια, αλλά συνεχίζουν να εργάζονται στην πόλη, η οποία παραμένει η κύρια εστία παροχής υπηρεσιών και εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου. Ως αποτέλεσμα, οι αρχές της κεντρικής πόλης έρχονται αντιμέτωπες με οικονομικά προβλήματα εξαιτίας του περιορισμού, αφενός, των εσόδων τους από τη φορολογία του εισοδήματος και, αφετέρου, των δαπανών που πραγματοποιούνται στις πόλεις. Αυτή η διεργασία της προαστειοποίησης πρωτοεμφανίσθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 στις χώρες της ΒΔ Ευρώπης, όπου αποτελεί πλέον καθιερωμένο οικιστικό πρότυπο. Αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται προαστειακοί οικισμοί, λόγω της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, της αυξανόμενης χρήσης του αυτοκινήτου, και της βελτίωσης των δρόμων. Μεγάλες πράσινες εκτάσεις γύρω από τις πόλεις έχουν μεταβληθεί σε εκτενείς προαστιακές ζώνες, όπου οι καθημερινές μετακινήσεις από και προς τον τόπο εργασίας προξενούν σημαντικά κυκλοφοριακά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Αυτή η λεγόμενη εξάπλωση της πόλης είναι αποτέλεσμα της επιδίωξης ευημερίας, αποκέντρωσης και ανάπτυξης, αλλά αυξάνει το κόστος των αστικών υποδομών, την κυκλοφορία και την κατανάλωση ενέργειας και συχνά έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα της υπαίθρου. 3.2.4. Κατά δεύτερον, πολλές αγροτικές περιοχές έχουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του περιορισμού της σημασίας της παραδοσιακής γεωργικής τους βάσης. Ως αποτέλεσμα της ελευθέρωσης της αγοράς, παράλληλα με περικοπές των κρατικών επιχορηγήσεων, οι αγροτικές περιοχές ή θα αλλάξουν ή θα υποκύψουν στον ανταγωνισμό άλλων αγροτικών περιοχών, της ίδιας χώρας ή άλλων χωρών της ΕΕ. Οι παραδοσιακές αγροτικές περιοχές διανύουν, επομένως, μια περίοδο διαρθρωτικής αλλαγής. Ορισμένες περιοχές, π.χ. στη Νότια Ευρώπη, εγκαταλείπουν μερικώς την παραγωγή τους ή την επεκτείνουν σε μεγαλύτερη επιφάνεια. Άλλες, πάλι, εντατικοποιούν την παραγωγή τους με τη χρήση νέων τεχνικών. Όλες αυτές οι διεργασίες μεταβολής έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων απασχόλησης και τη μείωση του πληθυσμού. Χρειάζεται, επομένως, να αναπτυχθούν νέες στρατηγικές για να διατηρηθεί ζωντανή η οικονομική δραστηριότητα των εν λόγω περιφερειών. Οι στρατηγικές αυτές θα πρέπει να αντανακλούν τις εντελώς νέες λειτουργικές σχέσεις των πόλεων και των περιφερειών που προκύπτουν από τις μεταβολές της αγροτικής δραστηριότητας. Ιδίως στα σχετικά πυκνοκατοικημένα τμήματα της Ευρώπης, οι αγροτικές περιοχές αποκτούν μεγαλύτερη σημασία ως χώροι αναψυχής και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων για τους κατοίκους των πόλεων. Όπου εξασθενεί η παραδοσιακή οικονομική βάση, αποκτούν επίσης μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση από τον αστικό πληθυσμό. Είναι δύσκολο να επιτευχθούν ταυτόχρονα διατήρηση της ποιότητας του τοπίου και διασφάλιση της επιβίωσης των τοπικών κοινοτήτων. 3.2.5. Πολλές ευρωπαϊκές πόλεις διανύουν ένα μεταβατικό στάδιο προς μια οικονομία βασισμένη στις υπηρεσίες. Η κατηγορία των παλαιών βιομηχανικών πόλεων, ειδικότερα, πρέπει να κάνει στροφή πολλών μοιρών προς μία σχεδόν εντελώς νέα οικονομική διάρθρωση βασισμένη στις υπηρεσίες, στη γνώση, στην αναψυχή και στον τουρισμό. Οι νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται στην πόλη δεν μπορούν πάντοτε να εξασφαλίσουν εργασία για τους ανέργους που υπήρξαν θύματα της παρακμής της παραδοσιακής βιομηχανίας. Η βιομηχανία των υπηρεσιών και η οικονομία που βασίζεται στη γνώση απαιτούν προσωπικό με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και εξειδίκευσης, ενώ πολλοί από αυτούς τους ανέργους έχουν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και δεν διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση. Με τις ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας των πληροφοριών και των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, αυτή η διεργασία επιταχύνεται 7 και μπορεί κανείς να προβλέψει για το εγγύς μέλλον ορισμένες θεμελιακές κοινωνικές αλλαγές. Η τεχνολογία των πληροφοριών θα μεταβάλει δραματικά τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν, μαθαίνουν και συναλλάσσονται άνθρωποι και οργανισμοί. 3.2.6. Οι οικονομικές, δημογραφικές και χωροταξικές αλλαγές ενδέχεται να είναι πολύ δραστικές. Πολλές πόλεις είναι ανίκανες να προσαρμοσθούν αρκετά γρήγορα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Οι απαιτούμενες επενδύσεις είναι υπερβολικά υψηλές, οι προϋπολογισμοί υπερβολικά πιεσμένοι για να αντέξουν το αναπόφευκτο κοινωνικό κόστος. Όταν οι προσπάθειες αποβαίνουν ανεπαρκείς, η πόλη ενδέχεται να χάσει τον δυναμισμό της και να υποπέσει σε ένα σενάριο αστικής κρίσης. Οι επενδύσεις για το μέλλον θα δώσουν κατ' ανάγκη τη θέση τους στην αντιμετώπιση των άμεσων οξείων κοινωνικών αναγκών, αφήνοντας την πόλη ακόμη πιο πίσω. Για πολλές πόλεις, συνεπώς, απαιτείται μια διεργασία διαρθρωτικής μεταβολής. Αυτή η διεργασία διαρκεί πολλά χρόνια και πρέπει να συνοδευτεί με μακροπρόθεσμα διαρθρωτικά μέτρα. 3.2.7. Η προσεκτικότερη εξέταση των αποκαλούμενων αστικών προβλημάτων, όπως η ανεργία, ο κοινωνικός κατακερματισμός, η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, τα κυκλοφοριακά και μεταφορικά προβλήματα, αποκαλύπτει ότι αποτελούν απόληξη σύνθετων διεργασιών, οι οποίες συντελούνται στην κλίμακα της λειτουργικής αστικής περιφέρειας. Για παράδειγμα, οι διεργασίες επιλεκτικής μετεγκατάστασης από την πόλη στις γύρω περιοχές δεν ευθύνονται μόνο για την καθημερινή κυκλοφοριακή συμφόρηση, αλλά και για μια υψηλή αναλογία χαμηλότερων εισοδηματικών ομάδων στις πόλεις. Οι δαπανηρές ευκολίες που προσφέρει η πόλη, όπως τα νοσοκομεία, τα λύκεια, τα θέατρα και τα μουσεία, συχνά λαμβάνουν μεγάλες επιδοτήσεις από τις τοπικές αρχές, αλλά χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους μιας εκτενούς περιφερειακής ζώνης, κατά πολύ ευρύτερης των διοικητικών ορίων της πόλης. Το γεγονός αυτό επιτείνει τα οικονομικά προβλήματα της πόλης. 3.2.8. Παρόλα αυτά, διεργασίες της κλίμακας της λειτουργικής αστικής περιφέρειας συχνά προκαλούν προβλήματα σε πολύ τοπική κλίμακα: ορισμένες συνοικίες, είτε της πόλης είτε άλλου τμήματος της αστικής περιφέρειας, πλήττονται από υψηλό ποσοστό ανεργίας 7 άλλες έχουν πρόβλημα βαριάς οδικής κυκλοφορίας ή θορύβου από παρακείμενα αεροδρόμια ή βιομηχανίες. Η ποιότητα και η μελλοντική αξία ορισμένων αστικών συνοικιών είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Σ' αυτές τις προβληματικές αστικές περιοχές, τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τα υλικά προβλήματα συσσωρεύονται, καταλήγοντας στην έλλειψη κοινωνικής συνοχής και κοινωνικό αποκλεισμό του πληθυσμού. Η επικέντρωση στην αποκατάσταση της συνεκτικότητας της οικονομίας οδηγεί σε έναν διαφορετικό τρόπο θεώρησης αυτών των συνοικιών, κατά τον οποίο δεν επισημαίνονται μόνο τα προβλήματα, αλλά και οι δυνατότητες. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να είναι ποτέ κοντόφθαλμη, αφού στοχεύει σε μια θεμελιακή διαρθρωτική μεταβολή. Με άλλα λόγια, η διεργασία της θετικής περιφερειακής ανάπτυξης πολύ συχνά απαιτεί τη λήψη μέτρων στην τοπική κλίμακα της συνοικίας ή της γειτονιάς. 3.2.9. Λόγω της μεγάλης ανεργίας, που σημείωσε δραστική αύξηση κατά τη δεκαετία του «90», όλο και περισσότεροι άνεργοι δεν καλύπτονται από τα ταμεία ανεργίας. Υπάρχει επίσης μεγάλος αριθμός ανέργων που δεν έχουν εργασθεί ποτέ και, κατά συνέπεια, δεν καλύπτονται από τα εθνικά συστήματα ασφάλισης κατά της ανεργίας. Τα άτομα αυτά εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε πολλά κράτη μέλη, από τα κοινωνικά επιδόματα των δήμων για την εξασφάλιση των προς το ζην. Η παθητική αυτή λήψη κοινωνικών επιδομάτων έχει αρνητικές συνέπειες για την αυτοπεποίθηση των ατόμων και αποβαίνει εις βάρος των οικονομικών των δήμων. Το φαινόμενο αυτό έχει, επίσης, ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται τα φορολογικά έσοδα των δήμων για τη χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων αντί για την παροχή υπηρεσιών με τη μορφή εκπαίδευσης, αρωγής, μέριμνας κ.λπ. Ένα άλλο επακόλουθο είναι να προκύπτουν εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των διάφορων κατηγοριών στις αστικές περιοχές. Η εξέλιξη του κόστους των κοινωνικών επιδομάτων σε ορισμένες χώρες παρουσιάζει ανοδική τάση, επειδή το κράτος παρέχει ελάχιστη ενίσχυση για τα μεταναστευτικά κύματα των τελευταίων ετών, που σε μεγάλο βαθμό κατευθύνονται προς τις πόλεις. 3.3. Προς μια πολυτομεακή αστική θεώρηση των τομεακών θεμάτων 3.3.1. Οι πόλεις είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται από σημαντικές διαφορές μέσα σε μια πολύ περιορισμένη έκταση. Αποτελούν κατά παράδοση πολυπολιτισμικά κέντρα ανεκτικότητας και πνευματικής ελευθερίας. Όσο μεγαλύτερες διαφορές υπάρχουν, τόσο πιο πολύ το αστικό κέντρο αποτελεί πόλη. Οι πόλεις είναι εστίες συγκέντρωσης γνώσεων, πληροφοριών και εξειδικευμένων υπηρεσιών. Η πολυπλοκότητα των αστικών διεργασιών και προβλημάτων απαιτεί συχνά μια πολυτομεακή οπτική. Σε πολλές πόλεις, μια ευρεία ποικιλία λειτουργιών και μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων συνυπάρχουν συνωστισμένοι σε ελάχιστες αποστάσεις, ενίοτε κυριολεκτικά στοιβαγμένοι στους διαφορετικούς ορόφους του ίδιου κτιρίου. Αυτό το θετικό, εμπνευστικό, φαινόμενο της συνύπαρξης διάφορων λειτουργιών παρέχει πραγματικές οικονομικές και πολιτισμικές δυνατότητες, τις οποίες μπορούν να αξιοποιήσουν οι τοπικές αρχές για τη βελτίωση της αστικής συνοχής. 3.3.2. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολυπλοκότητας των αστικών κέντρων, τα μέτρα που λαμβάνονται σε ένα τομέα έχουν σημαντικές επιδράσεις σε άλλους τομείς. Αντί για τυποποιημένα προβλήματα με τυποποιημένες λύσεις, οι πόλεις καλούνται συχνά να αντιμετωπίσουν πολύπλοκα προβλήματα, που απαιτούν πολυτομεακές και τοπικά προσαρμοσμένες λύσεις. Παραδείγματος χάρη, για να παρασχεθεί στέγαση κοντά σε κέντρα αναψυχής ή οικονομικής δραστηριότητας, οι δημόσιες εκτάσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν πιο εντατικά από ό,τι αλλού, καθώς, επίσης να βρεθούν πρωτότυπες λύσεις για τα προβλήματα της πυκνής κυκλοφορίας και της στάθμευσης. 3.3.3. Η επίδραση που έχουν τα μέτρα που στοχεύουν σε έναν τομέα σε άλλους τομείς είναι μεγαλύτερη στις πόλεις από ό,τι στις αγροτικές περιοχές. Η αύξηση της οδικής κυκλοφορίας και των πραγματοποιούμενων μεταφορών επηρεάζει την ποιότητα ζωής περισσότερο στις πόλεις παρά στις αγροτικές περιοχές. Τα μέτρα που λαμβάνονται σε ένα τομέα είναι δυνατόν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε έναν άλλο. Παραδείγματος χάρη, η κατασκευή νέων υποδομών για τη σύνδεση των ευρωπαϊκών πόλεων ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής ορισμένων συνοικιών. Οι ιδέες που σχετίαζονται νε την αειφορία αρμόζουν περισσότερο και, ως εκ τούτου, μπορεί να αξιολογηθούν ευκολότερα στις νεόδμητες πόλεις και συνοικίες των μητροπολιτικών περιοχών παρά στις υπάρχουσες συνοικίες. ιδίως όταν διασχίζονται από αρτηρίες πυκνής κυκλοφορίας. 4. Ένα πλαίσιο για τις τοπικές αστικές πολιτικές 4.1. Η ολοκλήρωση σε τοπικό επίπεδο 4.1.1. Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των προβλημάτων και των προκλήσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πόλεις οδήγησε στη διενέργεια μελετών σχετικά με τον ρόλο των πόλεων στην Ευρώπη και στην κατάρτιση αρκετών προγραμμάτων δράσης, από τα οποία θα ωφεληθούν ιδιαίτερα οι πόλεις. Επίσης, ορισμένα από τα υφιστάμενα μέσα προσαρμόσθηκαν (εν μέρει), ούτως ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις αστικές ανάγκες. Στη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της με θέμα την «Αξιολόγηση των δημοσιονομικών και διοικητικών επιπτώσεων της νομοθεσίας της ΕΕ στις τοπικές και περιφερειακές αρχές» η ΕΤΠ επεσήμανε την ανάγκη να εξετάζονται οι επιπτώσεις των νέων ευρωπαϊκών μέτρων στις τοπικές και περιφερειακές αρχές. Η ανάγκη αυτή αναγνωρίσθηκε πρόσφατα από το Συμβούλιο του Άμστερνταμ και πρόκειται να περιληφθεί στο πρωτόκολλο για την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας. 4.1.2. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή βασίζεται κυρίως στις τομεακές πολιτικές και δεν συνδέεται με τα υπόλοιπα μέτρα. Θα πρέπει, επομένως, να εξετάζεται επίσης η ενδεχόμενη επίδραση των νέων ευρωπαϊκών μέτρων στα ήδη υπάρχοντα μέτρα που επηρεάζουν τις πόλεις και να εξακριβώνεται κατά πόσο μπορούν να αποτελέσουν τμήμα μιας ολοκληρωμένης αστικής πολιτικής. Βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη μιας αστικής πολιτικής που να συντονίζει τις υφιστάμενες τομεακές, ad hoc και άκρως κατακερματισμένες πολιτικές, για να φθάσει σε μια συνεκτική, ολοκληρωμένη και επομένως αποτελεσματική προσέγγιση. 4.1.3. Οι τρέχουσες συζητήσεις για αυτή τη μελλοντική αστική πολιτική έχουν όλες τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: βασίζονται σε μια προσέγγιση «εκ των άνω προς τη βάση». Εντούτοις, το κλειδί για μια αστική πολιτική συνίσταται στον συνδυασμό αυτής της προσέγγισης με μια προσέγγιση «από τη βάση προς τα άνω». Λόγω της ίδιας τους της φύσης, οι πολιτικές των τοπικών και περιφερειακών αρχών πρέπει να είναι ολοκληρωμένες, συντονισμένες και συνεκτικές. Αυτή η προσέγγιση «από τη βάση προς τα άνω» θα παράσχει σημαντικές συμβολές εκ των έσω για τη μελλοντική ευρωπαϊκή αστική πολιτική. 4.1.4. Κάθε πόλη χαρακτηρίζεται από ένα μοναδικό συνδυασμό προβλημάτων και δυνατοτήτων, ενώ οι υποκείμενες τάσεις είναι εν πολλοίς σε όλες οι ίδιες. Πολλές πόλεις εντοπίζουν τις δυνατότητες και τα προβλήματά τους και καταστρώνουν στρατηγικές για την ενίσχυση του δυναμισμού τους. Οι τοπικές αστικές πολιτικές μπορούν να ομαδοποιηθούν με διάφορους τρόπους. Ο κατωτέρω αντικατοπτρίζει τη διττή πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η αστική πολιτική σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής («...θα πρέπει να διατηρηθούν οι πόλεις της Ευρώπης στο προσκήνιο μίας ολοένα και περισσότερο ανταγωνιστικής και παγκόσμιας οικονομίας και να αντιμετωπισθούν τα αστικά προβλήματα που συσσωρεύονται...») () και την ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις ανάγκες των πολιτών: - ανάπτυξη δυναμικών πόλεων, - δημιουργία βιώσιμων συνοικιών, - βελτίωση της συμμετοχής των πολιτών. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό είναι μόνο ένα πρότυπο και ότι, στην πραγματικότητα, οι πολιτικές μιας ομάδας δεν επηρεάζουν μόνο τις άλλες πολιτικές της ομάδας αυτής, αλλά και τις πολιτικές των άλλων δύο. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι αυτά τα παραδείγματα τοπικών πολιτικών δεν εφαρμόζονται από όλες τις πόλεις στον ίδιο βαθμό ή με το ίδιο μίγμα. 4.2. Ανάπτυξη δυναμικών πόλεων 4.2.1. Από την ανωτέρω ανάλυση καθίσταται σαφές ότι οι πόλεις αντιμετωπίζουν την απειλή της προαστειοποίησης και της φυγής προς την ύπαιθρο. Οι πόλεις χάνουν κατοίκους και επιχειρήσεις, υφίστανται συνεχή επιλεκτική μετανάστευση και πλήττονται από τη μείωση των αστικών λειτουργιών. Οι τοπικές αρχές προσπαθούν να αναστρέψουν αυτή την τάση με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της ενίσχυσης του δυναμισμού των πόλεων. 4.2.2. Η λύση για τη δημιουργία δυναμικών πόλεων είναι η επαναστικοποίηση. Οι πολιτικές των πόλεων στοχεύουν στη δημιουργία πολυμορφίας, την παροχή υποστήριξης και την ανάπτυξη ενός ελκυστικού περιβάλλοντος για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Από τη μία πλευρά, οι πολιτικές αυτές αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη χρήση των αστικών περιοχών αναπτύσσοντας μια συμπαγή πόλη. Από την άλλη, η βιωσιμότητα μιας πόλης εξαρτάται σαφώς από την ποιότητα των δημοσίων χώρων της. Με μια ισορροπημένη προσέγγιση της αστικοποίησης, οι πόλεις δίδουν προτεραιότητα στην οικοδόμηση νέων κτιρίων στις υπάρχουσες αστικές περιοχές, προτού προβούν στην επέκταση των περιοχών δόμησης. Βεβαίως, και τα δύο είναι αναγκαία, αλλά θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τρόπο που να ενισχύει την πόλη ως σύνολο. 4.2.3. Η δημιουργία μιας δυναμικής πόλης εξαρτάται από την ύπαρξη μίας ισχυρής οικονομίας, αναγκαίας προϋπόθεσης για την απασχόληση. Πριν από όλα, απαιτείται η δημιουργία θέσεων απασχόλησης μέσω της αγοράς. Λόγω της αυξανόμενης τάσης μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων, στόχος των υιοθετούμενων πολιτικών είναι η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών εγκατάστασης για την προσέλκυση επιχειρήσεων. Οι εμπορικοί χώροι και τα παλιά κτιριακά συγκροτήματα γραφείων ανακαινίζονται, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζονται νέα κτίρια και δημιουργούνται νέοι εμπορικοί χώροι, για να προσελκυσθούν νέες επιχειρήσεις και να μπορέσουν οι υπάρχουσες να αναπτυχθούν. Σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα, γίνεται μια διαφορετική αξιολόγηση των επιδράσεων που θα ασκήσουν τα κέντρα αυτά επί της ανάπτυξης των γειτονικών αστικών κέντρων. Η κατάσταση θα μπορούσε να διασαφηνιστεί με τη διεξαγωγή μελέτης με αντικείμενο τις θετικές και τις αρνητικές επιδράσεις αυτών των μεγάλων εμπορικών κέντρων. Σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των κέντρων αυτών πρέπει να είναι η άποψη ότι πρέπει να ενισχύουν το σύνολο της οικονομίας των πόλεων ούτως ώστε τα εμπορικά καταστήματα και οι επιχειρήσεις να τεθούν στην υπηρεσία των πόλεων και να διατηρηθούν ή να επιστραφούν σ'αυτές. 4.2.4. Οι προσπάθειες των πόλεων μοιάζουν να επικεντρώνονται στην προσέλκυση λίγων και μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά συχνά πιο σημαντικές είναι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που εξυπηρετούν την τοπική ή την περιφερειακή αγορά. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι θεμελιώδεις για την οικονομική ανάπτυξη. Οι τοπικές αρχές μπορούν να παράσχουν το δυναμικό περιβάλλον για την προαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της καινοτομίας υποστηρίζοντας τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και φροντίζοντας για τη διατήρηση των υφισταμένων. Επίσης, δίδεται ολοένα μεγαλύτερη σημασία στο επιχειρηματικό πνεύμα και την ανάπτυξη νέων επιχειρήσεων στις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές. Έτσι, η τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη θα πρέπει να δημιουργηθεί κατά πρώτο λόγο εκ των έσω. 4.2.5. Όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις υιοθετούν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική της οικονομικής ανάπτυξης. Κατά πρώτο λόγο, επικεντρώνονται στη βελτίωση του γενικού οικονομικού κλίματος και, ειδικότερα, στην άρση των ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων της πόλης ή της περιφέρειας. Οι αρνητικές συνέπειες της κυβερνητικής δράσης είναι το πρώτο που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Οι σχετικές στρατηγικές θα πρέπει να βασισθούν στις δυνατότητες που υπάρχουν στην πόλη ή την ευρύτερη περιφέρεια. Κύριο χαρακτηριστικό των εν λόγω στρατηγικών είναι ολοένα και περισσότερο η στοχοθετημένη ανάπτυξη. Με την εξειδίκευση αυτή, επιτυγχάνεται καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων. Επίσης, ενισχύεται η υφιστάμενη υποδομή και η δημόσια εικόνα της πόλης. Δεν μπορούν όλες οι πόλεις να γίνουν Silicon Valley ή να κατασκευάσουν αεροδρόμια. Οι εν λόγω στρατηγικές έχουν, συνεπώς, σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες για τις υπάρχουσες επιχειρήσεις και να προσελκύσουν νέες. 4.2.6. Οι υποδομές είναι ένας βασικός παράγοντας χωροθέτησης, ο οποίος δεν μπορεί να ελεγχθεί εντελώς από τις τοπικές πολιτικές. Οι μείζονες υποδομές είναι αρμοδιότητα της εθνικής κυβέρνησης και με την ανάπτυξη των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών και των δικτύων τηλεπικοινωνιών (ΔΤ) καθίστανται διεθνές ζήτημα. Έχει καθοριστική σημασία για τις πόλεις και τις περιφέρειες, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, η άμεση ή έμμεση σύνδεσή τους με τα ΔΤ μέσω των εθνικών δικτύων. 4.2.7. Εξίσου σημαντική είναι και η εσωτερική δυνατότητα πρόσβασης της αστικής περιφέρειας. Η αύξηση της κινητικότητας έχει οδηγήσει σε απαράδεκτα επίπεδα συμφόρησης. Η χρήση των ιδιωτικών αυτοκινήτων για μετακινήσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο πρέπει να αντικατασταθεί από άλλα μεταφορικά μέσα και να κατασκευασθούν περιφερειακοί δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας. Οι τοπικές πολιτικές πρέπει, λοιπόν, να έχουν σκοπό να καταστήσουν ελκυστικότερες τις δημόσιες συγκοινωνίες, να μεταφέρουν αλλού την κυκλοφορία που περνά μέσα από την πόλη, να αποθαρρύνουν τη χρήση των ιδιωτικών αυτοκινήτων και να αναπτύξουν ειδικές διευκολύνσεις για τα ποδήλατα. Οι πολιτικές αυτές αναπτύσσονται όλο και περισσότερο σε περιφερειακή κλίμακα, ιδίως στις πιο αστικοποιημένες περιφέρειες. Οι απαραίτητες υποδομές στις πυκνοκατοικημένες περιοχές θα πρέπει να ενταχθούν στον αστικό ιστό με όσο το δυνατόν μικρότερη ενόχληση για τις κοντινές συνοικίες. 4.2.8. Η προσπάθεια αναζωογόνησης των πόλεων μέσω της μεγαλύτερης αστικοποίησης εντός των ορίων της πόλης και της μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης ενδέχεται να βλάψει το αστικό περιβάλλον, πράγμα που με τη σειρά του ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στον δυναμισμό της πόλης. Η ποιότητα του περιβάλλοντος αποτελεί και η ίδια όλο και συχνότερα σημαντικό παράγοντα επιλογής θέσης. Η λύση για την αστική ανάπτυξη είναι, συνεπώς, η διατήρηση της ισορροπίας. Οι τοπικές αρχές προσπαθούν να επιτύχουν αυτήν την ισορροπία με μια βιώσιμη προσέγγιση της αστικής ανάπτυξης, η οποία αντιμετωπίζει κατά ολοκληρωμένο τρόπο τα οικονομικά, τα κοινωνικά, και τα περιβαλλοντικά προβλήματα. 4.2.9. Η εικόνα της πόλης καθίσταται όλο και πιο σημαντική για την προσέλκυση κατοίκων, επισκεπτών και επιχειρήσεων στην πόλη. Η εικόνα αυτή είναι σημαντική τόσο για μια ιστορική πόλη όσο και για μια πόλη με σύγχρονη αρχιτεκτονική, τόσο για ένα τουριστικό όσο και για ένα επιχειρηματικό κέντρο. Μία πτυχή μιας πιο στρατηγικής προσέγγισης της αστικής ανάπτυξης είναι, λοιπόν, η αξιοποίηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα και της ιδιαίτερης εικόνας της πόλης. Οι τοπικές αρχές προωθούν την εικόνα της πόλης τους με την κατάλληλη προβολή της στην αγορά. Δεν αρκεί μόνο να υφίστανται πλεονεκτήματα. Θα πρέπει και να προβάλλονται κατάλληλα. 4.3. Δημιουργία βιώσιμων συνοικιών 4.3.1. Για τη δημιουργία μιας συμπαγούς πόλης είναι άκρως σημαντικό να δημιουργηθεί μια πόλη όπου οι άνθρωποι χαίρονται να ζουν, να εργάζονται και να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Επιπλέον, η κοινωνία των πληροφοριών θα αυξήσει τον αριθμό των ατόμων που εργάζονται στο χώρο κατοικίας τους. Ορισμένες πόλεις πετυχαίνουν να συγκρατήσουν τον πληθυσμό τους καλύτερα από άλλες, ενώ άλλες προσελκύουν περισσότερους νέους κατοίκους. Η βάση για μια δυναμική πόλη είναι, επομένως, η διαφοροποίηση του πληθυσμού τους. Οι άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει την πόλη λόγω της έλλειψης ασφάλειας, καθαριότητας και υγεινών συνθηκών πρέπει να πεισθούν να επιστρέψουν. Οι τοπικές αρχές αποσκοπούν, συνεπώς, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής προσπαθώντας να εξασφαλίσουν βασικές συνθήκες καθαριότητας, ασφάλειας και υγείας, αλλά και επενδύοντας στο πνευματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο του πληθυσμού. 4.3.2. Για την προσέλκυση νοικοκυριών με ισχυρή κοινωνικο-οικονομική βάση, απαιτείται να βελτιωθεί η ποιότητα της στέγασης σε πολλές πόλεις. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κατασκευή νέων κτιριακών συγκροτημάτων, αλλά κυρίως με τη δημιουργία πιο διαφοροποιημένης στέγασης στις υπάρχουσες αστικές περιοχές και, ιδιαίτερα, στις πλέον υποβαθμισμένες από αυτές. Βεβαίως, η προσπάθεια αυτή θα επιτύχει μόνο αν βελτιωθεί η γενική ποιότητα ζωής σ' αυτές τις συνοικίες. 4.3.3. Η βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις συχνά απαιτεί βελτίωση των δημόσιων χώρων, των χώρων πρασίνου και των κέντρων αναψυχής. Κατά συνέπεια, οι πόλεις πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις στην ποιότητα αυτών των δημόσιων χώρων και να προβαίνουν σε καλύτερη χρήση των χώρων πρασίνου που διαθέτουν. Όπου είναι δυνατό, αναπτύσσονται νέοι χώροι πρασίνου, όπως αστικά πάρκα και ειδικοί «πράσινοι» δρόμοι για πεζούς και ποδήλατα. Επίσης, οι πόλεις επενδύουν όλο και περισσότερο στις δασικές περιοχές, αναπτύσσοντας την απαραίτητη σύνδεσή τους με δημόσιες συγκοινωνίες. 4.3.4. Οι πόλεις είναι συχνά βρώμικες. Τα σκουπίδια, τα περιττώματα σκύλων, η ρύπανση των τοίχων και τα φαινόμενα βανδαλισμού ενοχλούν τους πολίτες και αποθαρρύνουν τους επισκέπτες και τους επίδοξους νέους κατοίκους. Η διατήρηση της καθαριότητας των πόλεων αποτελεί σημαντική ευθύνη των πολιτών. Οι τοπικές αρχές πρέπει, πρώτα απ' όλα, να παράσχουν επαρκείς δυνατότητες για την αποκομιδή των απορριμμάτων. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι και η ενημέρωση των πολιτών και η λήψη αυστηρών μέτρων για τους παραβάτες. Για τη διατήρηση του περιβάλλοντος, απαιτείται, επίσης, προαγωγή της ανακύκλωσης, με την παροχή του απαραίτητου εξοπλισμού για τον διαχωρισμό των απορριμμάτων. 4.3.5. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν ανασφαλείς στις πόλεις, ιδίως στις μεγαλύτερες. Κλοπές, διαρρήξεις, βία, χουλιγκανισμός και εγκλήματα που συνδέονται με τη χρήση ναρκωτικών κάνουν τις πόλεις να αποπνέουν ανασφάλεια. Η αρνητική εικόνα της πόλης ως βασιλείου του εγκλήματος αυξάνει το υποκειμενικό αίσθημα έλλειψης ασφάλειας. Ιδίως, η έλλειψη ευκαιριών για τη νεολαία στις υποβαθμισμένες γειτονιές με υψηλή ανεργία μπορεί να καταλήξει σε αποδιοργανωμένους τρόπους ζωής, όπως η διακίνηση ναρκωτικών και η διάπραξη άλλων εγκλημάτων. Η καταπολέμηση και η πρόληψη του εγκλήματος, με ιδιαίτερη προσοχή στα εγκλήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, αποτελούν ύψιστη προτεραιότητα. Εξίσου σημαντική είναι η ανάγκη βελτίωσης των ευκαιριών στις υποβαθμισμένες γειτονιές. Ωστόσο, η μείωση της εγκληματικότητας δεν αρκεί για να αισθάνονται οι άνθρωποι ασφαλέστεροι. Χρειάζονται, επίσης, περισσότεροι αστυνομικοί στους δρόμους, υπάλληλοι ασφαλείας στα δημόσια μέσα μεταφορών και βελτίωση του φωτισμού και της συντήρησης των δημόσιων χώρων. Οι πολιτικές των πόλεων απευθύνονται, συνεπώς, στην ανάκτηση των δημόσιων χώρων. Τούτο απαιτεί μακροπρόθεσμη προσέγγιση και στενή παρακολούθηση, ώστε να αποφευχθεί η μεταφορά των προβλημάτων σε άλλες συνοικίες. 4.3.6. Κάθε πόλη προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο την αστική αναζωογόνηση. Οι προσεγγίσεις του κυμαίνονται από την αστική ανανέωση (κατεδάφιση ολόκληρων συνοικιών) και την καταπολέμηση της υποβάθμισης μέχρι διάφορες μορφές κοινωνικής ανανέωσης (δηλ. προαγωγής της ατομικής πρωτοβουλίας και ευθύνης) και τόνωσης της τοπικής οικονομίας. Ορισμένες τοπικές αρχές προέβησαν πρόσφατα στον πειραματικό συνδυασμό των διαφορετικών αυτών στρατηγικών σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση κατά περιοχή, που δίδει έμφαση περισσότερο στην ανάκαμψη του οικονομικού δυναμικού και και την παροχή νέων ευκαιριών παρά στα προβλήματα. 4.4. Βελτίωση της συμμετοχής των πολιτών 4.4.1. Πολλές πόλεις γνώρισαν εκτεταμένη υλική ανανέωση και, ταυτόχρονα, κοινωνική παρακμή. Η πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι η περαιτέρω προώθηση αυτής της «κοινωνικής ανανέωσης». Έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σημαντικές προσπάθειες σε πολλούς τομείς, όπως η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η ένταξη των νέων κατοίκων, η ολοκληρωμένη πολιτική ασφαλείας και η πολιτική για τη νεολαία. Παρόλα αυτά, οι πόλεις δεν έχουν καταφέρει ακόμη να αναστρέψουν την τάση. Οι βραχυπρόθεσμες, ad hoc πολιτικές δεν είναι επιθυμητές. Το μόνο που θα επιτύχουν είναι η πολιτική κουλτούρα προσωρινών πολιτικών με έλλειψη συνέχειας. Οι τοπικές αρχές προτιμούν να εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην αποκατάσταση του κοινωνικού ιστού με την τόνωση του ενδιαφέροντος και της συμμετοχής των πολιτών στην κοινωνία. 4.4.2. Η ανεργία είναι ίσως ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των πόλεων. Το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας είναι πολύ δύσκολο να λυθεί. Η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης αποτελεί κατά πρώτο λόγο αρμοδιότητα του τομέα της αγοράς. Εντούτοις, η αγορά δεν καταφέρνει να παράσχει αρκετές θέσεις για το τοπικό εργατικό δυναμικό. Οι πολιτικές των τοπικών αρχών στοχεύουν στην ενσωμάτωση των ανέργων στην κοινωνία. Σημαντικές δυνατότητες για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης υπάρχουν στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών. Πρόκειται για πραγματικά πρόσθετη εργασία, η οποία προορίζεται για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις, αλλά δεν είναι εμπορικά βιώσιμη. Παραδείγματα τέτοιων θέσεων είναι, μεταξύ άλλων, οι οδοκαθαριστές, οι υπάλληλοι ασφαλείας στις δημόσιες μεταφορές, και οι βοηθοί της αστυνομίας. Η επιτυχία των πολιτικών αυτού του τύπου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διαθέσιμες πιστώσεις. Μπορεί να δημιουργηθεί ένας σημαντικός αριθμός θέσεων απασχόλησης, ιδίως με τη χρησιμοποίηση των παροχών κοινωνικών ασφαλίσεων, αλλά όχι αρκετός για τη δημιουργία πλήρους απασχόλησης. Όσοι παραμένουν άνεργοι ενθαρρύνονται να αναλαμβάνουν εθελοντικές εργασίες, προκειμένου να συνεχίσουν να συμμετέχουν στην κοινωνία. 4.4.3. Παράγοντες καθοριστικής σημασίας για τη μελλοντική απασχόληση είναι η εκπαίδευση, η κατάρτιση, και η κινητικότητα. Οι αστικές πολιτικές προσπαθούν να ενθαρρύνουν τους πολίτες να βελτιώσουν το επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισής τους και έχουν στόχο τη δημιουργία ευπρόσιτων εκπαιδευτικών διαρθρώσεων σε τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στα άτομα με ανεπαρκή εκπαίδευση να ευθυγραμμίσουν το επίπεδό τους με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Εξίσου σημαντικές είναι οι πολιτικές που αποσκοπούν στην αποθάρρυνση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Ιδίως, οι νέοι χρειάζονται εντατική επίβλεψη, ενώ ειδική προσοχή δίδεται, επίσης, στους νέους κατοίκους που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τόσο γλωσσικά όσο και πολιτισμικά προβλήματα. Επιπλέον, οι αστικές πολιτικές προσπαθούν να οικοδομήσουν γέφυρες μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων, για μεγαλύτερη ευθυγράμμιση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ειδικά προβλήματα των μακροχρόνιων ανέργων και, ιδιαίτερα, των άνω των 50 ετών. Οι άνεργοι αυτής της κατηγορίας πρέπει να έχουν δυνατότητα επιλογής μεταξύ της επαγγελματικής κατάρτισης και της κατάρτισης με προοπτική τη δραστηριοποίησή τους σε μη επαγγελματικούς κοινωνικούς τοπικούς οργανισμούς. Αυτή η «κοινωνική επένδυση» θα περιορίσει το αίσθημα του κοινωνικού πλεονασμού, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ποιότητα της κοινωνικής υποδομής. 4.4.4. Οι πόλεις δεν είναι μόνο οικονομικά συστήματα. Αντιπροσωπεύουν - εκτός από πολιτικές ιδεολογίες - ένα κοινωνικό πρότυπο που συνενώνει ευρείες ομάδες πολύ διαφορετικών ανθρώπων, συχνά ξένων μεταξύ τους. Με τόσο πολλούς ανθρώπους σε τόσο μικρή έκταση, οι αστικές κοινωνίες μπορούν να λειτουργήσουν μόνο όταν είναι, ως ένα ορισμένο βαθμό, προβλέψιμες και ελέγξιμες. Οι τοπικές κοινωνίες και οι πολίτες θέτουν πολλούς κανόνες, τυπικούς ή άτυπους και συμμορφώνονται με αυτούς, επομένως, προκειμένου να διασφαλίσουν την εύτακτη λειτουργία της αστικής ζωής σε κοινωνικό, κανονιστικό, οικονομικό και χωροταξικό επίπεδο. 4.4.5. Οι μεταβολές του πληθυσμού, η αστική ανάπλαση, ο ατομικισμός της κοινωνίας και τα αισθήματα ανασφάλειας έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη συμπεριφορά των πολιτών. Οι κοινωνικοί κανόνες δεν είναι πλέον αυτονόητοι για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Οι αστικές πολιτικές προσπαθούν να αποκαταστήσουν αυτόν τον κοινωνικό ιστό σε συνοικιακό επίπεδο. Οι κοινωνικές επενδύσεις αφιερώνουν συνειδητά χρόνο, προσπάθειες, και χρήματα στην κοινωνική ποιότητα της πόλης και τη βελτίωση της ικανότητας των πολιτών να δρουν ανεξάρτητα, μέσω της βελτίωσης του πνεύματος της κοινότητας και των τοπικών πρωτοβουλιών. Η συνοικιακή προσέγγιση ενθαρρύνει τους πολίτες να συνεργασθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους. 4.4.6. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στις ανάγκες ορισμένων κοινωνικά ευάλωτων ομάδων, όπως είναι οι νέοι, οι ηλικιωμένοι και οι μετανάστες. Στις πόλεις, τα ποσοστά εγκληματικότητας και εγκατάλειψης των σπουδών μεταξύ των νέων είναι πολύ υψηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο. Οι νέοι χρειάζονται εντατική καθοδήγηση και παρακολούθηση, τόσο στο σχολείο όσο και κατά τον ελεύθερο χρόνο, και ενθάρρυνση της συμμετοχής τους σε αθλητικές ή άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, θα πρέπει να τους περιμένει εγγυημένη (επιδοτούμενη) απασχόληση και όχι ανεργία. Οι μετανάστες αποτελούν ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού, συχνά συγκεντρωμένο σε υποβαθμισμένες συνοικίες. Έχει ζωτική σημασία η ένταξή τους στην κοινωνία μας, παρέχοντάς τους εκπαίδευση (τόσο εκμάθηση της εθνικής γλώσσας όσο και απόκτηση επαγγελματικών προσόντων), στέγαση και απασχόληση. Η ένταξη των νέων κατοίκων στο κοινωνικό σύνολο αποτελεί ευθύνη τόσο των ιδίων όσο και της υπάρχουσας αστικής κοινωνίας. Έντονη αύξηση σημειώνει, επίσης, το ποσοστό των ηλικιωμένων επί του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Αν και αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα των πόλεων, ο μεγάλος αριθμός των ηλικιωμένων στις πόλεις απαιτεί, ωστόσο, ειδικές εγκαταστάσεις, εύκολη πρόσβαση και ασφαλείς συνοικίες. 4.4.7. Οι άνθρωποι που ζουν σε υποβαθμισμένες γειτονιές ή συνοικίες αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα υγείας. Υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης, του εισοδήματος, της ποιότητας ζωής, της απασχόλησης κ.λπ. Οι αστικές πολιτικές μπορούν, συνεπώς, να επηρεάσουν σημαντικά τη δημόσια υγεία, μέσω της βελτίωσης αυτών των παραγόντων. Τα σχετικά μέτρα στήριξης στοχεύουν στην παρακολούθηση των επιπτώσεων των αστικών πολιτικών στη δημόσια υγεία και τον εντοπισμό των ανθυγιεινών τοπικών συνθηκών που χρειάζονται κοινή δράση. Επιπλέον, οι αστικές πολιτικές στοχεύουν στην παροχή εκπαίδευσης στον τομέα της υγείας και την πρόληψη σε τοπικό επίπεδο. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στην εκπαίδευση σχετικά με την υγεία «προς και από» τους ηλικιωμένους και τους μετανάστες. 5. Μια νέα προσέγγιση της αστικής πολιτικής 5.1. Η ανάγκη για μια νέα προσέγγιση 5.1.1. Στη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της με θέμα «Αστική ανάπτυξη και Ευρωπαϊκή Ένωση», η Επιτροπή των Περιφερειών υπογράμμιζε την έλλειψη ειδικής μνείας των αστικών περιοχών στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, γεγονός το οποίο δεν διορθώθηκε στη νέα Συνθήκη. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει στρατηγικό όραμα για την αστική ανάπτυξη, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση ασυντόνιστων μέτρων. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ρητές διατάξεις για τον αποτελεσματικό συντονισμό των κοινοτικών πολιτικών για τις μεταφορές, το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την οικονομική ανάπτυξη στις αστικές περιοχές, αν και υπάρχει μια υποδηλούμενη βάση για την ευρωπαϊκή αστική πολιτική στο άρθρο 2 της Συνθήκης. Το άρθρο αυτό δηλώνει ότι μία από τις αποστολές της Κοινότητας είναι «...να προάγει την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας...», «...την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών». 5.1.2. H ανάλυση του ρόλου των πόλεων δείχνει ότι, στο παρελθόν, οι πόλεις διαδραμάτιζαν ζωτικό ρόλο στην επίτευξη αυτών των «βασικών αρχών» του άρθρου 2. Γι' αυτό, τα συχνά σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πόλεις αποτελούν σοβαρή απειλή για τη μελλοντική ευημερία της Ευρώπης. Αν δεν αντιστραφεί η τάση, η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να επιτύχει τον πρωταρχικό της στόχο της συνοχής. Για διάφορους λόγους, οι τοπικές αρχές δεν έχουν κατορθώσει να αντιμετωπίσουν επαρκώς αυτά τα προβλήματα. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι αστικές πολιτικές πρέπει να αποτελούν εθνική αρμοδιότητα. Πολλά κράτη μέλη έχουν αναπτύξει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αστικές πολιτικές. Η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας δεν σημαίνει την απαλλαγή των άλλων βαθμίδων εξουσίας από τις ευθύνες τους. Αυτό ισχύει και σε άλλα πεδία πολιτικής, στα οποία ασκεί δράση η ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προβεί στον συντονισμό και την ολοκλήρωση όσων μέτρων της επηρεάζουν τις αστικές περιοχές, για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και την απόδοσή τους. H EΤΠ καλεί, επομένως, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναπτύξει μια ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία να είναι συμπληρωματική των εθνικών αστικών πολιτικών και να αποσκοπεί στη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής στις αστικές περιοχές. Αυτή παρουσιάζει και ευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, αυτή η ευρωπαϊκή αστική πολιτική θα πρέπει να δρά ως κίνητρο για την αύξηση της διαρθρωτικής συνεργασίας στο επίπεδο της λειτουργικής αστικής περιφέρειας μεταξύ των τοπικών αρχών. 5.1.3. Με τα αστικά θέματα σήμερα τόσο ευκρινώς στην ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη, αφενός με την ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς ένα πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και, αφετέρου, με τις προτάσεις του «Προγράμματος δράσης 2000», δεν τίθεται πλέον θέμα για την «ύπαρξη ή μη αστικής πολιτικής». Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει μια ολοκληρωμένη αστική πολιτική στο προσεχές μέλλον και αυτό που πρέπει τώρα να προσεχθεί είναι το περιεχόμενό της. Όταν στην ΕΕ δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην αστική πολιτική και αυτή καταστεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο επίσης, επιχειρησιακά εμφανέστερη, θα πρέπει να προστεθεί ένα σχετικό εδάφιο και στη Συνθήκη. 5.1.4. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε ιδιαίτερα εκτεθειμένες περιοχές μεγάλων πόλεων αποτελούν ένα εντελώς νέο στοιχείο της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής πολιτικής. Συνεπώς, η εφαρμογή των κανόνων για τις ενισχύσεις () αποτελεί ακατάλληλο μέσο σε χώρες με μικρό και αραιό πληθυσμό, όπου οι κανόνες αυτοί ήταν προσαρμοσμένοι στις περιοχές και όχι στις αστικές ζώνες. Η ΕΤΠ ζητεί, επομένως, από την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη, κατά τις αιτήσεις για χορήγηση ενίσχυσης σε αστικές περιοχές, τις ειδικές περιφερειακές περιστάσεις. Για ορισμένες αραιοκατοικημένες περιοχές, η ΕΤΠ ζητεί από την Επιτροπή να βρει τρόπους εξαίρεσης από το πλασματικό κριτήριο των 100 000 κατοίκων. 5.2. Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση 5.2.1. Η σημερινή προσέγγιση των αστικών περιοχών είναι κατά πρώτο λόγο τομεακή. Αρκετά μέτρα της ΕΕ έχουν αντίκτυπο στις πόλεις, πολύ λίγα όμως έχουν άμεσο στόχο τα αστικά θέματα και, όταν συμβαίνει αυτό, οι τοπικές αρχές δεν έχουν πάντοτε λόγο στον τρόπο εφαρμογής τους. Στην πραγματικότητα, σε πολλά κράτη μέλη, οι τοπικές αρχές δεν έχουν καν την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα, επειδή πολλές από τις παραδοσιακές τους λειτουργίες αναθέτονται όλο και περισσότερο σε μη αιρετές υπηρεσίες. Εκτός από αυτά τα κοινοτικά μέτρα, οι πόλεις αποτελούν επίσης αντικείμενο πολιτικών και προγραμμάτων των περιφερειακών και των εθνικών κυβερνήσεων και εναπόκειται στην τοπική αυτοδιοίκηση να εφαρμόσει τα μυριάδες αυτά ετερόκλητα και συχνά αλληλοσυγκρουόμενα μέτρα στην πολιτική της. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι η ολοκλήρωση των πολιτικών για τα αστικά θέματα σε όλα τα διοικητικά επίπεδα. Με άλλα λόγια, απαιτείται αποτελεσματική ευρωπαϊκή αστική πολιτική, η οποία θα συμπληρώσει τις ολοκληρωμένες εθνικές αστικές πολιτικές. 5.2.2. Η λύση για μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική είναι μια εθνική αστική πολιτική, δηλαδή μια προσέγγιση «από τη βάση προς τα άνω», από τη σκοπιά των τοπικών αρχών. Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές βρίσκονται στην καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν ένα πλήθος θεμάτων, προβλημάτων, οργανώσεων και πολιτικών, που απαιτούν πολυτομεακή και συγκροτημένη προσέγγιση. Επιπλέον, οι πόλεις (ιδίως του «διεθνούς επιπέδου») είναι μεταξύ των πρώτων που βιώνουν τόσο τα προβλήματα όσο και τις ευκαιρίες που θα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης. Είναι, επίσης, απαραίτητο οι πολιτικές που αναπτύσσονται προς όφελος των πόλεων να ικανοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τοπικές ανάγκες. Γι' αυτό η ΕΤΠ πιστεύει ότι η πείρα της τοπικής αυτοδιοίκησης θα πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα της ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αστικής πολιτικής. 5.2.3. Για να αναπτυχθεί μια πραγματικά ολοκληρωμένη αστική πολιτική, χρειάζεται ένα σαφές πλαίσιο βασισμένο σε ένα ευρωπαϊκό όραμα και μια στρατηγική για την κοινωνικοοικονομική λειτουργία του ευρωπαϊκού αστικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι αστικές περιοχές λειτουργούν όλο και περισσότερο ως τμήματα ενός κοινού, αλληλεξαρτώμενου συστήματος και να αντανακλώνται οι διάφοροι τύποι πόλεων της Ευρώπης, από τις μεγαλουπόλεις στο κέντρο της Ευρώπης ως τις πιο περιφερειακές πόλεις, ιδίως εκείνες που κατευθύνουν εκτενείς περιφερειακές οικονομίες. Το σύστημα αυτό προάγεται περαιτέρω με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την ευρωπαϊκή υποδομή και την ανάγκη χωροταξικής εξειδίκευσης, αλλά θα πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζει την ανάγκη για περισσότερη ισορροπία και για ισχυρότερες σχέσεις μεταξύ των πόλεων και των ευρύτερων περιφερειών τους. Η έλλειψη επαρκούς οράματος για την επιθυμητή ανάπτυξη των πόλεων στην Ευρώπη αναγκαστικά θα οδηγήσει σε αποφάσεις κατώτερες των βέλτιστων και σε εξελίξεις ανεπιθύμητες από ευρωπαϊκή οπτική. Το Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου είναι ένα πρώτο βήμα για την αναγνώριση αυτού του γεγονότος. 5.2.4. Ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο αστικής ανάπτυξης θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι πόλεις, ιδίως οι μητροπόλεις και οι πρωτεύουσες, δρουν ως κινητήριες δυνάμεις της περιφερειακής, της εθνικής και της ευρωπαϊκής ανάπτυξης και ως διεθνείς γέφυρες που συνδέουν την Ευρώπη με την παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, θα πρέπει να παρέχει λύσεις για πανευρωπαϊκά ζητήματα όπως η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η αποκατάσταση των αστικών κέντρων, η βιωσιμότητα και η κινητικότητα, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η νεολαία, οι ηλικιωμένοι, οι μετανάστες, η ασφάλεια και η δημόσια υγεία. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνει υπόψη πώς αλληλεπιδρούν όλα αυτά τα ζητήματα σε τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις πρακτικές ιδέες που πηγάζουν από το τοπικό επίπεδο, όπως η συμμετοχή της τοπικής κοινότητας. 5.2.5. Αυτό το πλαίσιο θα πρέπει, έτσι, να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για την πλήρη ανάπτυξη του αστικού δυναμικού της Ευρώπης. Θα πρέπει, επίσης, να είναι αρκετά ευέλικτο, ώστε να λαμβάνει υπόψη τα μέτρα εθνικής πολιτικής και τις περιφερειακές διαφορές, για να εξασφαλίζει τη συμπληρωματικότητα και να μπορεί να εφαρμόζεται ανάλογα με τις κατά τόπους ανάγκες. 5.2.6. Αφ' ης στιγμής θεσπισθεί ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για την αστική ανάπτυξη, είναι σχετικά εύκολο να αναπτυχθεί μια αστική οπτική στις πιο τομεακές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δηλώνει η Επιτροπή, οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να διαδραματίζουν συμπληρωματικό ρόλο και να ανταποκρίνονται πλήρως στις δράσεις των άλλων επιπέδων εξουσίας. Τα υφιστάμενα μέτρα για τις πόλεις θα πρέπει, επομένως, να προσαρμοσθούν στο γενικότερο όραμα και τη συνολική στρατηγική, με την οποία θα πρέπει άλλωστε να αντιπαραβάλλονται οι νέες πολιτικές και τα προγράμματα. Το αποτέλεσμα θα είναι μια πολύ πιο στοχοθετημένη εφαρμογή των τομεακών μέτρων και, επομένως, μια αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη χρήση των κοινοτικών πόρων. 5.3. Μια προσέγγιση βασισμένη στη γνώση 5.3.1. Η Επιτροπή των Περιφερειών αναγνωρίζει ότι «υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη για σημαντικές και συγκρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τις πόλεις, ιδιαίτερα από πλευράς των τοπικών και άλλων δημόσιων αρχών» (). Πραγματικά, μια ολοκληρωμένη περιφερειακή και αστική ενημέρωση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επαρκή διαχείριση των πόλεων. Αρκετές τοπικές αρχές έχουν ήδη αναπτύξει τέτοια «βαρόμετρα» που μετρούν την ποιότητα ζωής σε μια πόλη, συχνά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες. Τα συστήματα αυτά προσδιορίζουν τις ανάγκες και τις τάσεις και επιτρέπουν την αξιόπιστη παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των διάφορων πολιτικών. Ωστόσο, η «Δήλωση της Βαρκελώνης σχετικά με την ανάγκη δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού συστήματος τοπικών δεικτών ποιότητας ζωής» () επισημαίνει επίσης ότι «επί του παρόντος ο όγκος και τα χαρακτηριστικά των στατιστικών στοιχείων και των διαθέσιμων συγκρίσιμων δεικτών είναι εμφανώς ανεπαρκή» (σημείο 2). Γι' αυτό είναι αναγκαίο ένα «ευρωπαϊκό σύστημα τοπικών και περιφερειακών δεικτών της ποιότητας ζωής» (σημείο 3). 5.3.2. Η ΕΤΠ έχει τονίσει την ανάγκη για συγκρίσιμα πρότυπα: «Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διενεργήσει έναν έλεγχο των πόλεων στο εγγύς μέλλον αποτελεί ένα πρώτο συγκεκριμένο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση». Ο έλεγχος αυτός επικεντρώνεται σε 58 πόλεις, 8 αστικά συγκροτήματα, και 21 ευρύτερες μητροπολιτικές περιοχές. Βασίζεται σε ένα απλό, αρκετά γενικό, σύνολο δεικτών που αποσκοπούν κατά πρώτο λόγο στη στάθμιση της ποιότητας ζωής στην πόλη. Η ΕΤΠ πιστεύει, ωστόσο, ότι, για να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, το προτεινόμενο σύστημα θα πρέπει να είναι πιο λεπτομερειακό και να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες τοπικές και περιφερειακές συνθήκες. Επίσης, οι πληροφορίες θα πρέπει να αντανακλούν τη λειτουργική αστική περιφέρεια, όπως προτείνεται στο κεφάλαιο 3 της παρούσας γνωμοδότησης, αντί να βασίζονται στα διοικητικά σύνορα. Οι αρχές αυτές θα είναι και τα κύρια στοιχεία της μελέτης της ΕΤΠ για την παρούσα κατάσταση των δεικτών στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις και τον συσχετισμό τους σε περιφερειακό επίπεδο. 5.3.3. Όσο σημαντικά και αν είναι τα επαρκή στατιστικά στοιχεία και οι δείκτες για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, οι τοπικές αρχές δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τις πολιτικές και τα σχέδια των ομολόγων τους. Γι' αυτό η ΕΤΠ προτείνει να αξιοποιηθούν οι ορθές πρακτικές των τοπικών αρχών και να προαχθεί ενεργά η ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο και των υπευθύνων για τη διαχείριση των πόλεων. Οι ίδιες οι τοπικές αρχές πρέπει να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο σ' αυτές τις διαδικασίες. Η ΕΤΠ θέλει να τονίσει επ' αυτού ότι η διεθνική ανταλλαγή απόψεων στον τομέα της ανάπτυξης των πόλεων πρέπει να στηριχθεί στην ενεργό συναίνεση και συμμετοχή των πόλεων και - όπου είναι σκόπιμο - των συμπράξεων πόλεων που μετέχουν σ' αυτήν την ανταλλαγή. 5.3.4. Αυτή η ανταλλαγή εμπειριών είναι ο κύριος λόγος που κρύβεται πίσω από την ίδρυση πολυάριθμων αστικών δικτύων, τα οποία κυμαίνονται από την απλή «αδελφοποίηση» πόλεων μέχρι άκρως πολύπλοκες μορφές συνεργασίας επί συγκεκριμένων θεμάτων. Η ΕΤΠ επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να παράσχει υποστήριξη και κίνητρα σ' αυτές τις διεθνείς συμπράξεις πόλεων. Η ΕΤΠ πιστεύει, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητο να προαχθεί μια εντονότερη επικέντρωση και ένας στενότερος συντονισμός αυτών των δραστηριοτήτων δικτύωσης. Έχει ζωτική σημασία να αξιοποιηθεί η πείρα και η εμπειρογνωμοσύνη που έχουν αποκτηθεί μέχρι στιγμής και οι διαρθρώσεις που έχουν ήδη συσταθεί. Η ΕΤΠ, ιδίως με τις επαυξημένες αρμοδιότητές της, είναι το ιδεώδες όργανο για την επίτευξη αυτού του στόχου. 5.3.5. Η ΕΤΠ συμφωνεί πλήρως με την Επιτροπή όσον αφορά την ανάγκη βελτίωσης της συνεργασίας τοπικών αρχών από διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτός ο τύπος δικτύωσης πρέπει να υποστηριχθεί έντονα, καθότι συμβάλλει στην ανάπτυξη της αλληλοβοήθειας, στη στήριξη της τοπικής δημοκρατίας, αλλά και στην ανταλλαγή εμπειριών με άλλες αναπτυγμένες τοπικές αρχές. 5.3.6. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι αστικοί δείκτες δεν θα χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο επιλογής για στήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία. Ταυτόχρονα, υποδηλώνει ότι σε ένα δεύτερο στάδιο οι ίδιοι αυτοί δείκτες θα μπορούσαν «...να παρέχουν τη δυνατότητα καλύτερης αξιολόγησης των επιπτώσεων των διαφόρων εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών στην ανάπτυξη των αστικών περιοχών». Η ΕΤΠ έχει τονίσει ότι ένα μελλοντικό ευρωπαϊκό σύστημα τοπικών και περιφερειακών δεικτών θα μπορούσε πράγματι να «αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του προσιδιορισμού ειδικών πολιτικών στόχων για τις πόλεις και τις περιφέρειες και της ανάπτυξης, της εφαρμογής και της παρακολούθησης των δράσεων που αναλαμβάνονται για την επίτευξη αυτών των στόχων». Πρέπει, ωστόσο, να διασφαλισθεί ότι οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας για στήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία είναι διαφορετικοί από εκείνους που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή και παρακολούθηση των επιλεγόμενων προγραμμάτων. 5.3.7. Η ΕΤΠ θεωρεί ότι είναι ουσιώδες να αναληφθούν έρευνες σχετικά με τον μελλοντικό χαρακτήρα των πόλεων σε σχέση με τις συνέπειες της κοινωνίας των πληροφοριών, τη μεταβαλλόμενη φύση της εργασίας, τις εξελίξεις στις μεταφορές και την αυξημένη οικολογική συνειδητοποίηση. Από αυτήν την άποψη, επικροτεί τη συμπερίληψη του στόχου «Η πόλη του αύριο» στο 5ο πρόγραμμα-πλαίσιο και κάνει έκκληση για περισσότερες έρευνες επί παρόμοιων θεμάτων στο ευρωπαϊκό επίπεδο. 5.4. Ο ρόλος των διαρθρωτικών ταμείων 5.4.1. Η έρευνα για τις «Περιφερειακές και τοπικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση» δείχνει ότι η πιο σημαντική πηγή εισοδήματος των τοπικών αρχών είναι τα έσοδα από τους τοπικούς και περιφερειακούς φόρους και τα γενικά εισοδήματα που προκύπτουν από τις εθνικές πολιτικές. Οι εθνικές πολιτικές αφορούν προγράμματα για την αντιμετώπιση γενικών κοινωνικών προβλημάτων. Ωστόσο, η συγκέντρωση και συσσώρευση αυτών των κοινωνικών προβλημάτων στις ευρύτερες πόλεις και αστικές περιφέρειες απαιτεί πιο στοχοθετημένη εφαρμογή των προγραμμάτων. Τα προγράμματα ανάπλασης, που περιλαμβάνουν πολιτικές χωροταξίας και υποδομών για την οικοδόμηση και την ανοικοδόμηση ζωνών κατοικιών, επιχειρηματικών κέντρων, και υποδομών, εξαρτώνται από τις εθνικές προτεραιότητες και τους πόρους που διατίθενται για την ενίσχυση της θέσης των οικονομικών κέντρων σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Χρειάζεται εντονότερος αστικός προσανατολισμός αυτών των γενικών πολιτικών. Έτσι, τα προβλήματα και οι δυνατότητες των πόλεων θα αντιμετωπίζονται με διαρθρωτικές βελτιώσεις τόσο στο μακροοικονομικό όσο και στο μικροοικονομικό επίπεδο. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές θα πρέπει να συμπληρώνουν αυτές τις εθνικές πολιτικές. Εστιαζόμενα στο μικροοικονομικό επίπεδο, δηλ. στις πιο υποβαθμισμένες αστικές συνοικίες, αυτά τα συμπληρωματικά μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να παράσχουν την απαραίτητη στήριξη και τα κίνητρα για την ανάπτυξη ενός νέου προσανατολισμού προς την αστική και περιφερειακή ανάπτυξη της Ευρώπης. 5.4.2. Οι σημαντικότερες συνεκτικές πολιτικές της ΕΕ στις πόλεις, τουλάχιστον από οικονομική άποψη, οφείλονται στα διαρθρωτικά ταμεία. Στο πλαίσιο αυτών των ταμείων, όμως, δεν αναγνωρίζονται επαρκώς οι ιδιαίτερες ανάγκες των αστικών περιοχών. Η ΕΤΠ υποστηρίζει, συνεπώς, την επισήμανση της Επιτροπής ότι «μια μεγαλύτερη προσοχή στην αστική ανάπτυξη κατά τη χάραξη των στρατηγικών και την κατάρτιση προγραμμάτων στο μέλλον θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μία ολοκληρωμένη στρατηγική των ενεργειών στις αστικές περιοχές και τις ευρύτερες περιφέρειές τους, καθώς και από την άποψη της ανάπτυξης των οικονομικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού» (). 5.4.3. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, εξακολουθεί να επικεντρώνεται στη συνοχή περιφερειών. Η «Πρώτη Έκθεση για τη Συνοχή» (1996) τόνιζε την ανάγκη για μεγαλύτερη συνοχή εντός και μεταξύ των πόλεων: «Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος περαιτέρω κατάτμησης εντός των ευρωπαϊκών πόλεων, ενώ η αύξηση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού θα συνοδευτεί από μια βαθύτερη διχοτόμηση μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Σε ορισμένα κράτη μέλη, το αστικό πρόβλημα ήδη θεωρείται ως η μεγαλύτερη πρόκληση για την εθνική συνοχή. ... Μια πιο εστιασμένη προσέγγιση ίσως να είναι απαραίτητη και σε επίπεδο Ένωσης» (). 5.4.4. Η ΕΤΠ επικροτεί, συνεπώς, το «Πρόγραμμα δράσης 2000», στα πλαίσια του οποίου «οι αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες» θεωρούνται ως ένα από τα τέσσερα κύρια στοιχεία ενός νέου Στόχου 2, που θα προωθεί την «οικονομική διαφοροποίηση», ακόμη και «στις περιφέρειες που εξαρτώνται έντονα από έναν μόνο οικονομικό τομέα σε παρακμή. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενισχυθεί η στήριξη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την καινοτομία, να δοθεί προτεραιότητα στην επαγγελματική κατάρτιση, το τοπικό δυναμικό ανάπτυξης, την προστασία του περιβάλλοντος και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, ιδίως στις αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες». Εξάλλου, η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού ορίσθηκε ως ένας από τους τέσσερις άξονες δράσεις εντός του οριζόντιου Στόχου 3. Δεδομένου ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός πλήττει τις αστικές περιοχές, ο νέος Στόχος 3 πρέπει, συνεπώς, να περιλαμβάνει την αστική διάσταση (). Από την άλλη πλευρά, το «Πρόγραμμα δράσης 2000» δεν προβαίνει στον τονισμό της ανάγκης για εντονότερη αστική επικέντρωση των περιφερειακών προγραμμάτων του Στόχου 1. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι μια ισορροπημένη ευρωπαϊκή αστική πολιτική πρέπει να καλύπτει τις πόλεις και τις αστικές περιφέρειες τόσο του Στόχου 1 όσο και του Στόχου 2 και να ενισχύει την κοινοτική στήριξη σε διάφορες περιφέρειες που δεν είναι επιλέξιμες για στήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία. 5.4.5. Το «Πρόγραμμα δράσης 2000» προτείνει να μην συνεχισθεί η πολύ επιτυχημένη κοινοτική πρωτοβουλία Urban αλλά, αντίθετα, να ενσωματωθεί σε άλλα γενικότερα προγράμματα. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να αξιοποιηθεί η επιτυχία του Urban και, παράλληλα, να δοθεί πρόσθετη έμφαση στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. Η ΕΤΠ επιθυμεί να τονίσει επιπλέον τη σημασία των προγραμμάτων που απευθύνονται στις νέες ανάγκες των πόλεων. Τα αστικά πειραματικά σχέδια του άρθρου 10 και, σε μεγαλύτερη έκταση, η κοινοτική πρωτοβουλία Urban έχουν ήδη αποδειχθεί επιτυχή όσον αφορά την αντιμετώπιση αυτών των νέων αναγκών. Τα παραδοσιακά προγράμματα των διάφορων Στόχων επικεντρώνονται σε περιφέρειες, ενώ το Urban απευθύνεται σε υποβαθμισμένους θύλακες και αποσκοπεί στη βελτίωση της αστικής συνοχής. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι ο αντίκτυπος αυτών των πρωτοβουλιών, οι οποίες υπήρξαν ευεργετικές για πολλές πόλεις, πρέπει να μελετηθεί και να εξετασθεί ειδικότερα πώς μπορούν να δράσουν ως καταλύτες για την αστική ανάπτυξη. Η ΕΤΠ πιστεύει ακράδαντα ότι αυτή η πρωτοβουλία πρέπει να συνεχισθεί, ανεξάρτητα από τις προτάσεις για ανακαθορισμό του Στόχου 2. 5.4.6. Η ΕΤΠ υποστηρίζει πλήρως τις προτάσεις της Επιτροπής για μεγαλύτερη συγκέντρωση. Σήμερα, οι Στόχοι 1, 2, 5β και 6 καλύπτουν το 51 % του πληθυσμού της Ένωσης. Τα μελλοντικά διαρθρωτικά ταμεία θα πρέπει να είναι στοχοθετημένα προς εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που αντιμετωπίζει τις δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες 7 και σε αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι κάτοικοι των πιο υποβαθμισμένων αστικών συνοικιών της Ευρώπης. Αυτός ο τύπος γεωγραφικής στοχοθέτησης ακολουθείται, επίσης, από το Urban και έχει αποδειχθεί ότι συνιστά αποτελεσματική χρήση των κοινοτικών πόρων. 5.4.7. Η πρόταση να απλουστευθεί το σύστημα χρηματοδότησης μέσω ενός ενιαίου προγράμματος για κάθε περιφέρεια κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητική. Οι τοπικές αρχές, ιδιαίτερα, έρχονταν συχνά αντιμέτωπες με τους αλληλοσυγκρουόμενους κανονισμούς των διάφορων ευρωπαϊκών ταμείων και μερικές φορές συνέβαινε ένα πρόγραμμα επιλέξιμο από ένα ταμείο να μην είναι επιλέξιμο από ένα άλλο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν συχνά η απόσυρση σχεδίων με δυνατότητες επιτυχίας. Αυτές οι ανακολουθίες στους κανονισμούς των διαρθρωτικών ταμείων αποτελούν ένα εμπόδιο στην ολοκληρωμένη προσέγγιση, το οποίο θα πρέπει να αρθεί. 5.4.8. Στο «Πρόγραμμα δράσης 2000» προτείνονται, επίσης, απλούστερα και πιο διαφανή κριτήρια επιλεξιμότητας για την κάθε κατηγορία περιοχών που καλύπτεται από τον νέο Στόχο 2. Στα κριτήρια αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια κάθε περιοχής, τα επίπεδα ανεργίας και ο βαθμός κοινωνικού αποκλεισμού. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι τα κριτήρια για τις αστικές περιοχές που αποσκοπούν στην κοινωνική συνοχή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν κριτήρια σχετικά με την ποιότητα ζωής και τη βιωσιμότητα. Τέλος, τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να αναγνωρίζουν τη δυναμική και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των πόλεων στα διάφορα μέρη της Ένωσης. 5.5. Θεσμικές πτυχές 5.5.1. Αυτή η νέα προσέγγιση της αστικής πολιτικής πρέπει να αντικατοπτριστεί πλήρως από τα ευρωπαϊκά όργανα. Αυτό αφορά κυρίως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που είναι πρακτικά υπεύθυνη για τη χάραξη και την εφαρμογή της ευρωπαϊκής αστικής πολιτικής. Ωστόσο, επί του παρόντος υπάρχει μόνο μία άτυπη ομάδα εργασίας για τα αστικά θέματα, που αποτελείται από εκπροσώπους των αμέσως ενδιαφερομένων ΓΔ. Αυτή η άτυπη διάρθρωση στηρίζεται περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε σε ένα αίσθημα καλής προαίρεσης, ενώ στο νέο σύστημα η αστική πολιτική πρέπει να καταστεί καίρια ευθύνη. 5.5.2. Η τρέχουσα «Πολιτική Εκσυγχρονισμού της Διοίκησης και του Προσωπικού» (ΜΑΡ 2000) παρέχει τη δυνατότητα να επιτευχθεί μια πιο ενδεδειγμένη και πιο επισημοποιημένη διάρθρωση. Η ΕΤΠ συνιστά να επιτευχθεί αυτό με τη σύσταση μιας διεπιστημονικής ομάδας, κατά προτίμηση στη Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Πολιτικής και Συνοχής. Αυτή η ομάδα θα είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη του προτεινόμενου στρατηγικού πλαισίου για τις πόλεις. Επιπλέον, θα μπορούσε, επίσης, να αναλάβει την ευθύνη για την αντιπαραβολή των (νέων) τομεακών πολιτικών και προγραμμάτων με αυτό το πλαίσιο. 5.5.3. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι αυτή η επίσημη διοικητική διάρθρωση θα πρέπει, εν τέλει, να συμπληρωθεί με τον ορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως γενικού υπεύθυνου για την αστική πολιτική και τα απαραίτητα κονδύλια. Ο προτεινόμενος νέος Στόχος 2 - για τις αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες - και 3 καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού - και τα καινοτόμα προγράμματα όπως το Urban και τα πειραματικά αστικά σχέδια του άρθρου 10 είναι τα πλέον προφανή προγράμματα που θα πρέπει να περιληφθούν. 5.5.4. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι η αύξηση του ενδιαφέροντος για τα αστικά θέματα και η προτεινόμενη πιο επισημοποιημένη διάθρωση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να έχουν δημοκρατική υποστήριξη. Σήμερα, τα αστικά θέματα εξετάζονται κυρίως από την Επιτροπή Περιφερειακής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως όταν υπάρχει ανάμιξη των διαρθρωτικών ταμείων. Ωστόσο, με τα ίδια θέματα ασχολούνται και άλλες Επιτροπές του Κοινοβουλίου, από πιο τομεακή σκοπιά. Στο παρελθόν, υπήρχε μία Διακομματική Ομάδα Τοπικών και Περιφερειακών Εκπροσώπων των Πολιτικών Ομάδων, η οποία έχει διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο για την υπαγωγή των αστικών θεμάτων στην ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη. 5.5.5. Πριν από την εφαρμογή της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η ΕΤΠ θα ήθελε να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να μελετήσει το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός πιο διαρθρωμένου βήματος συζήτησης των αστικών θεμάτων. Ιδεωδώς, το βήμα αυτό θα μπορούσε να πάρει τη μορφή μιας νέας Επιτροπής Αστικής Πολιτικής. Προς το παρόν, η ΕΤΠ επιθυμεί να δηλώσει την πρόθεσή της να συνεργασθεί στενά με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προετοιμασία του Αστικού Φόρουμ και της Λευκής Βίβλου για την Αστική Ανάπτυξη. 5.5.6. Τα δύο συμβουλευτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ήδη εξοπλισμένα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αστικών θεμάτων. Η ΕΤΠ επιθυμεί να υποστηρίξει την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στη συνέχιση των εργασιών της για τα αστικά θέματα που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της ΕΕ. Όσο για την ίδια την ΕΤΠ, θα συνεχίσει να επεξεργάζεται τα τρέχοντα αστικά θέματα στο πλαίσιο της επιτροπής της 4 «Χωροταξία, αστικές πολιτικές, ενέργεια, περιβάλλον». 5.5.7. Τέλος, η προτεινόμενη νέα προσέγγιση της αστικής πολιτικής θα πρέπει να αντικατοπτριστεί και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η ΕΤΠ ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη από την πρωτοβουλία της ολλανδικής προεδρίας και τα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Noordwijk για την Αστική Πολιτική. Επικροτεί, επίσης, θερμά τη βούληση για περαιτέρω ανάπτυξη του προγράμματος εργασιών, για πρόσθετη ενθάρρυνση της ανταλλαγής εμπειριών και για τη σύγκληση μιας δεύτερης συνεδρίασης κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ΕΤΠ επιθυμεί να συστήσει στο Συμβούλιο να συνεχίσει αυτές τις εργασίες με διαρθρωμένο τρόπο, κατά προτίμηση συνεχίζοντας τις συνεδριάσεις του για την αστική πολιτική σε ετήσια βάση. 5.5.8. Για την πλήρη αξιοποίηση των συζητήσεων που θα αναπτυχθούν εντός των διάφορων οργάνων, η ΕΤΠ θα ήθελε να προτείνει τη σύγκληση διοργανικών συνεδριάσεων επί τακτικής βάσεως. Επιπλέον, θα μπορούσε να πραγματοποιείται μια φορά το χρόνο μια συνάντηση με τις σχετικές ομάδες συμφερόντων. Το προτεινόμενο Αστικό Φόρουμ θα μπορούσε να είναι η πρώτη από αυτές τις συναντήσεις. 5.5.9. Η ΕΤΠ εκτιμά την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συστήσει μια Ομάδα Εμπειρογνωμόνων, για να τη βοηθήσει στην προετοιμασία μιας Λευκής Βίβλου για την Αστική Ανάπτυξη. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι αυτή η ομάδα δεν θα πρέπει να αποτελείται μόνο από εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και έμπειρους ερευνητές ειδικευμένους σε αστικά θέματα, και ότι εξίσου σημαντική είναι και η συμμετοχή εμπειρογνωμόνων των τοπικών αρχών. 5.5.10. Η ανάγκη για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή αστική πολιτική δεν σημαίνει ότι τα άλλα επίπεδα εξουσίας δεν θα πρέπει πλέον να αποσκοπούν στην περαιτέρω ολοκλήρωση της πολιτικής. Οι εθνικές πολιτικές, ιδιαίτερα, έχουν βαθύ αντίκτυπο στις πόλεις. Οι τοπικές αρχές εξαρτώνται οικονομικά από τις εθνικές τους κυβερνήσεις για την εκπλήρωση των ευθυνών τους. Εξαιτίας των περιορισμών του προϋπολογισμού καθίσταται όλο και πιο απαραίτητος ο στενότερος συντονισμός των γενικότερων τομεακών πολιτικών. Γι' αυτό η ΕΤΠ επιθυμεί να ενθαρρύνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προωθήσει μια βαθύτερη ολοκλήρωση των πολιτικών και γνήσιες εθνικές αστικές πολιτικές. 5.5.11. Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές θα ωφεληθούν από την ολοκλήρωση των πολιτικών στο εθνικό και το ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ολοκλήρωση αυτή θα μειώσει κατά πολύ το βάρος του συντονισμού της ευρείας ποικιλίας περιφερειακών, εθνικών και κοινοτικών πολιτικών και πρωτοβουλιών που υπάρχει σήμερα. Ωστόσο, οι τοπικές αρχές θα πρέπει και από την πλευρά τους να εντείνουν την προσπάθεια για μια όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη χρήση των διαθέσιμων πόρων. 5.5.12. Οι τοπικές αρχές πρέπει να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους και να αξιοποιούν τις ευκαιρίες τους στο πλέον κατάλληλο επίπεδο, δηλ. όσο το δυνατόν πλησιέστερα στους πολίτες. Πολλά από τα προβλήματα των πόλεων είναι επικεντρωμένα σε συγκεκριμένες γειτονιές, οπότε πρέπει να αναζητηθούν λύσεις και σε αυτό το επίπεδο. Η δημόσια υγεία, η κοινωνική ενσωμάτωση, η εκπαίδευση και η δημόσια ασφάλεια απαιτούν λύσεις προσαρμοσμένες στις συγκεκριμένες συνθήκες. Αντίθετα, οι πολιτικές για την τόνωση της οικονομίας, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και τη βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών πρέπει να αναπτυχθούν σε επίπεδο πόλεως ή και ευρύτερου αστικού συγκροτήματος. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένες συνοικίες μπορούν να λυθούν μόνο σε επίπεδο περιβάλλουσας περιφέρειας ή ευρύτερου αστικού συγκροτήματος. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλισθεί η ικανότητα αυτών των προβληματικών περιοχών να ωφεληθούν πλήρως από τις εξελίξεις στις πιο ευημερούσες γειτονικές τους περιφέρειες. Η στήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμο κίνητρο για τη βελτίωση της αστικής συνοχής σ' αυτές τις περιπτώσεις. 5.5.13. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων στο επίπεδο της συνοικίας θα πρέπει να αποτελεί αρμοδιότητα των τοπικών αρχών. Ωστόσο, για πολλές πόλεις, αυτή είναι η επιθυμητή και όχι η πραγματική κατάσταση. Επιπλέον, τα συνήθως διοικητικά όρια των τοπικών αρχών δεν συμπίπτουν με τη λειτουργική αστική περιφέρειά τους. Θα πρέπει, όπου είναι δυνατό, να επιδιωχθούν ενεργά πιο μόνιμες και πιο δεσμευτικές μορφές συνεργασίας των τοπικών αρχών και να δημιουργηθούν οι απαραίτητες σχετικές διαρθρώσεις. 5.5.14. Ταυτόχρονα, οι τοπικές αρχές θα πρέπει να επικεντρωθούν στις κύριες αρμοδιότητές τους, να παρέχουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, αντάξιες των σχετικών δαπανών, και να αντικατοπτρίζουν ανά πάσα στιγμή τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανησυχίες. Πρέπει να βελτιώσουν την ενίοτε διαβρωμένη σχέση με τους πολίτες τους, σχέση που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπιστοσύνη. Οι πολίτες θα πρέπει να καταστούν μέτοχοι της αστικής κοινωνίας. 5.5.15. Για να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα προβλήματα, οι πόλεις πρέπει να οργανωθούν. Οι τοπικές αρχές πρέπει, πρώτα απ' όλα, να συνενώσουν τις τοπικές οργανώσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, για να συνδυάσουν τις γνώσεις, τις ικανότητες και την ενέργειά τους. Η συνεργασία εντός των ευρύτερων αστικών περιφερειών απαιτεί ισχυρές συμπράξεις των τοπικών αρχών. Εξίσου σημαντικές είναι και οι σχέσεις με τις περιφερειακές και εθνικές κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αστικές πολιτικές και τα προγράμματα πρέπει να καταρτίζονται, να εφαρμόζονται και να παρακολουθούνται σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές, ώστε να λαμβάνεται πραγματικά υπόψη η εμπειρογνωμοσύνη και η γνώση που υπάρχει στο τοπικό επίπεδο. Αυτή η οργανωτική ικανότητα των τοπικών αρχών προϋποθέτει, επίσης, ένα νέο ύφος αστικής διαχείρισης, ικανό να χαράσσει στρατηγικές αστικής ανάπτυξης και να δημιουργεί τους απαραίτητους συνασπισμούς. 6. Συμπεράσματα 6.1. Η ΕΤΠ επικροτεί θερμά την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία λαμβάνει την πρωτοβουλία να ξεκινήσει δημόσια συζήτηση για ένα μελλοντικό πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανακοίνωση αυτή αντικατοπτρίζει πλήρως το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις πόλεις μας και την ανάγκη να έρθει η Ευρώπη πλησιέστερα στους πολίτες της. Είναι ένα σημαντικό βήμα προς την αύξηση της συνειδητοποίησης του γεγονότος ότι οι αστικές περιοχές της Ευρώπης είναι πράγματι οι κινητήρες της οικονομικής ανάπτυξης, της ευημερίας και του πολιτισμού, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν και τα πιο σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι είναι πλέον καιρός για μια πανευρωπαϊκή σχετική συζήτηση και, συνεπώς, υποστηρίζει έντονα την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου Υπουργών να ιδρύσουν ένα Αστικό Φόρουμ το 1998. Τα συμπεράσματα αυτής της συζήτησης θα πρέπει στη συνέχεια να αναπτυχθούν περαιτέρω σε ένα Λευκό Βιβλίο για την αστική ανάπτυξη. 6.2. Οι πόλεις είναι πολύπλευρες και πολυδιάστατες. Από τη μία πλευρά, είναι οι μηχανές της περιφερειακής και της εθνικής οικονομίας. Από την άλλη, οι ίδιες αυτές πόλεις, και ιδιαίτερα ορισμένες συνοικίες τους, πάσχουν από σοβαρό μαρασμό εξαιτίας κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Υψηλά επίπεδα ανεργίας, φτώχεια, κακές συνθήκες διαβίωσης και έλλειψη ασφάλειας έχουν ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό αποκλεισμό και διαχωρισμό. Το γεγονός αυτό απειλεί όλο και περισσότερο τον κοινωνικό και οικονομικό δυναμισμό και τη συνοχή της κοινωνίας μας. Η ΕΤΠ πιστεύει ακράδαντα ότι αυτή η διαδικασία πρέπει να αντιστραφεί. Η πόλη πρέπει να ξαναγίνει το μέρος όπου θέλουμε να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να περνάμε τον ελεύθερο χρόνο μας. 6.3. Η ΕΤΠ έχει την πεποίθηση ότι υπάρχει έντονη ανάγκη για βελτίωση των σχέσεων των πόλεων με τις ευρύτερες περιφέρειές τους. Αυτή η ισχυρή αλληλεξάρτηση αντικατοπτρίζεται στην έννοια της λειτουργικής αστικής ζώνης (ΛΑΖ). Αυτή η έννοια θα πρέπει να ισχύει παντού, ανεξάρτητα από το μέγεθος των πόλεων, και να αποτελέσει την αφετηρία για μια μελλοντική ευρωπαϊκή πολιτική. Η κύρια πρόκληση είναι να αναπτυχθεί μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική που να καλύπτει τις πόλεις και τις περιφέρειες όλων των μεγεθών και των χαρακτήρων. Το Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου αποτελεί μια πρώτη απάντηση στην πρόκληση αυτή, απάντηση η οποία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο των διεθνών σεμιναρίων που διοργανώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 6.4. Η ΕΤΠ συμφωνεί ότι πολλά κοινοτικά μέσα ασκούν ήδη σημαντική επίδραση στην αστική ανάπτυξη. Όμως αυτό δεν είναι το ίδιο με μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική που να συντονίζει και να ολοκληρώνει τις κοινοτικές δράσεις και να στοχεύει ειδικά στις πόλεις και τους κατοίκους τους. Η ΕΤΠ έχει ήδη περιγράψει, σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, πώς ακριβώς θα πρέπει να συμπεριληφθεί η τοπική και περιφερειακή οπτική στις συγκεκριμένες τομεακές κοινοτικές πολιτικές και προγράμματα. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια νέα, συνολική προσέγγιση των αστικών περιοχών. Η ευθύνη για αυτό θα πρέπει να ανήκει κατά πρώτο λόγο στις τοπικές αρχές, με την υποστήριξη, και τη σύμπραξη, των περιφερειακών και των εθνικών. Η ΕΤΠ τονίζει την ανάγκη ολοκλήρωσης των πολιτικών για τα αστικά θέματα σε όλα τα διοικητικά επίπεδα. Προς τούτο, η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης εθνικής αστικής πολιτικής σε όλα τα κράτη μέλη αποτελεί υψηλή προτεραιότητα. Για να επιτύχει το στόχο της συνοχής, τον οποίο έχει θέσει ως αρχή, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αναπτύξει μια αστική πολιτική, η οποία να συμπληρώνει τις αντίστοιχες εθνικές, να αντανακλά την ανάγκη στενότερης ευθυγράμμισης των υφιστάμενων κοινοτικών πολιτικών κα σχεδίων δράσης που έχουν αντίκτυπο στις πόλεις με τις ανάγκες των πόλεων και να σέβεται την αρχή της επικουρικότητας. 6.5. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι μια νέα προσέγγιση των αστικών θεμάτων απαιτεί, πρώτα απ' όλα, ένα σαφές πλαίσιο για την αστική ανάπτυξη. Αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να βασισθεί σε συγκεκριμένο όραμα και στρατηγική για τον ρόλο των πόλεων στο μέλλον. Θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις χωρικές συνέπειες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την εξειδίκευση και τα διευρωπαϊκά δίκτυα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να παρέχει απάντηση σε μια ποικιλία ζητημάτων πανευρωπαϊκής κλίμακας, τα οποία σχετίζονται με την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την αστική ανάπλαση, την αειφορία, την κινητικότητα, την ασφάλεια, την εκπαίδευση, τη νεολαία και τη δημόσια υγεία. Για να εξασφαλισθεί η συμπληρωματικότητά του, το πλαίσιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εθνική πολιτική και, επίσης, να είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να καλύπτει και τις περιφερειακές διαφορές που χρειάζονται ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Όταν καταρτισθεί αυτό το πλαίσιο, οι σημερινές (τομεακές) πολιτικές και τα προγράμματα που επηρεάζουν τις πόλεις θα πρέπει να προσαρμοσθούν και τα νέα κοινοτικά μέσα να αντιπαραβληθούν μαζί του. Η ΕΤΠ έχει την πεποίθηση ότι έτσι θα βελτιωθεί σημαντικά τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η απόδοση των κοινοτικών μέσων, επιπροσθέτως της διαφάνειας των πολιτικών της ΕΕ. 6.6. Η ΕΤΠ συνιστά ένα ευρωπαϊκό αστικό πρόγραμμα, το οποίο βασίζεται στις εμπειρίες των τοπικών αρχών, αφού στο τοπικό επίπεδο ακριβώς πρέπει να εφαρμόζονται σε καθημερινή βάση πολλά τομεακά μέτρα. Επιπλέον, οι πόλεις (και ιδίως οι μεγαλύτερες πόλεις και οι αστικές περιφέρειες) είναι οι πρώτες που έρχονται αντιμέτωπες τόσο με τα προβλήματα όσο και με τις δυνατότητες της σύγχρονης κοινωνίας. Οι εμπειρίες του τοπικού επιπέδου δείχνουν ότι η ενίσχυση της οικονομικής διάρθρωσης πρέπει να αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά κάθε αστικής πολιτικής. Ωστόσο, είναι επίσης πολύ σαφές ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με παράλληλες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της κοινωνικής υποδομής: εκπαίδευση και κατάρτιση, ποιότητα ζωής, ασφάλεια και περίθαλψη, ειδικά προς όφελος των κοινωνικά αποκλεισμένων. Με άλλα λόγια, «ανάπτυξη δυναμικών πόλεων, δημιουργία βιώσιμων συνοικιών και βελτίωση της συμμετοχής των πολιτών». 6.7. Μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική θα πρέπει να διευκολύνει μια ολοκληρωμένη, συνδυασμένη και πιο στοχοθετημένη, προσέγγιση των αστικών θεμάτων. Επιπλέον, θα πρέπει να βασίζεται στη γνώση, για να προσδιορίζει τις ανάγκες και τις τάσεις και να επιδέχεται αξιόπιστη παρακολούθηση, όντας έτσι ανεξάρτητη από τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την χορήγηση χρηματοδότησης. Εκτός από τις στατιστικές, θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες για συγκεκριμένες πολιτικές και σχέδια, για τη βελτίωση της χάραξης πολιτικής στις αστικές περιοχές. Η ΕΤΠ πιστεύει, επίσης, ότι υπάρχει έντονη ανάγκη σύμπραξης των διάφορων επιπέδων διακυβέρνησης, αλλά και με τον ιδιωτικό τομέα, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και διάφορους άλλους φορείς σε επίπεδο πόλης. Η σύμπραξη αυτή θα πρέπει να υποστηρίζεται από την ουσιαστική συμμετοχή όλων αυτών των φορέων σε αστικά δίκτυα, τα οποία θα αξιοποιούν την εμπειρία τους και τις δοκιμασμένες διαρθρώσεις. Η σύμπραξη αυτή απαιτεί, επίσης, εντονότερη επικέντρωση και συντονισμό των δραστηριοτήτων των δικτύων, ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της Επιτροπής των Περιφερειών. 6.8. Η ΕΤΠ πιστεύει ακράδαντα ότι το πρόγραμμα Urban θα πρέπει να δώσει έμφαση στη μακροπρόθεσμη κοινωνικοοικονομική ανάκαμψη και να συνδεθεί με το εγγενές δυναμικό των αστικών συνοικιών, ώστε να ξαναδώσει ζωή σ' αυτές τις περιοχές. Αυτή η εκ των έσω αναζωόγονηση απαιτεί, πρώτα απ' όλα, καλύτερη στοχοθέτηση, τόσο γεωγραφικά όσο και θεματικά, με επικέντρωση στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες των πόλεων, όπως έχει ήδη τονισθεί και στην Πρώτη Έκθεση για τη Συνοχή. Η ΕΤΠ υποστηρίζει, συνεπώς, την πρόταση του «Προγράμματος δράσης 2000» να συμπεριληφθούν τα αστικά θέματα στον κορμό των διαρθρωτικών ταμείων, με τον επανορισμό του Στόχου 2 και τον προσανατολισμό του προς την οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση. Θα μπορέσουν έτσι να αξιοποιηθούν οι επιτυχίες του Urban και, παράλληλα, να δοθεί πρόσθετη έμφαση στην αντιμετώπιση της ανεργίας και την ενθάρρυνση της κοινωνικής συνοχής. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι εξίσου σημαντική είναι και μια εντονότερη αστική επικέντρωση των περιφερειακών προγραμμάτων του Στόχου 1. Ταυτόχρονα, μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική πρέπει να περιλαμβάνει και τις αστικές περιοχές που δεν εμπίπτουν στους στόχους των διαρθρωτικών ταμείων. Με τη συμπερίληψη, π.χ., προγραμμάτων για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού στο πλαίσιο του νέου οριζόντιου Στόχου 3. Η ΕΤΠ επιθυμεί, να υπογραμμίσει τη σημασία των προγραμμάτων που αφορούν τις νέες ανάγκες των πόλεων. Η επιτυχία των καινοτόμων προσεγγίσεων που θεσπίσθηκαν με τα αστικά πειραματικά σχέδια του άρθρου 10 και το πρόγραμμα Urban απαιτεί τη διατήρηση ενός σημαντικού προγράμματος για την αστική ανάπτυξη. Οι αποκτηθείσες εμπειρίες στα πλαίσια των καινοτόμων προσεγγίσεων (PPU και Urban) παρέχουν σήμερα στις πόλεις, στους εμπειρογνώμονες και στους εκπροσώπους των σωματείων τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν την τεχνογνωσία τους, αλλά και τις γνώσεις τους σχετικά με όσα συμβαίνουν σε άλλα κράτη της Ένωσης, γνώσεις που είναι σήμερα απαραίτητες. Η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να πραγματοποιείται διαρθρωμένα και αδιάλειπτα. Η Επιτροπή των Περιφερειών προτείνει στην Επιτροπή να ενθαρρύνει αυτήν την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, στην οποία να συμμετάσχουν εμπειρογνώμονες, ενώσεις και σύλλογοι, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και επιστήμονες. Η ανταλλαγή αυτή θα επιτρέψει την προετοιμασία των ενδιαφερόμενων παραγόντων, ώστε να χειρίζονται καλύτερα την ευρωπαϊκή αστική πολιτική. Οι παράγοντες αυτοί ασκούν πολύμορφα καθήκοντα και αποτελούν βασικό στοιχείο της επιτυχίας μιας ευρωπαϊκής αστικής πολιτικής. Προοιωνίζουν τα επαγγέλματα του μέλλοντος. Η μελέτη και οι δράσεις σχετικά με την κατάρτιση των παραγόντων της πόλης πρέπει να συνδυάζουν την ατομική με την συλλογική ειδίκευση και να καταλήγουν στη σύσταση μιας ομάδας που να απαρτίζεται από εκπροσώπους πολλών ειδικοτήτων, από τους αιρετούς αντιπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης και τα στελέχη των σωματείων. 6.9. Η υλοποίηση και η εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής αστικής πολιτικής απαιτεί, επίσης, αλλαγές στα κοινοτικά όργανα. Η ΕΤΠ προτείνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συστήσει μια διυπηρεσιακή ομάδα στη Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Πολιτικής και Συνοχής και να αναθέσει τη γενική ευθύνη σε έναν Επίτροπο. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι αυτή η διάρθρωση θα πρέπει να υποστηρίζεται από μια Ομάδα Αστικών Εμπειρογνωμόνων, η οποία θα αποτελείται από εμπειρογνώμονες όλων των κρατών μελών και ερευνητές ειδικευμένους στα αστικά θέματα και θα περιλαμβάνει την εμπειρογνωμοσύνη των τοπικών αρχών. Αυτή η διάρθρωση απαιτεί τη δημοκρατική υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η επιτροπή 4 «Χωροταξία, αστικές πολιτικές, ενέργεια, περιβάλλον» της ΕΤΠ και το τμήμα περιφερειακής ανάπτυξης, χωροταξίας και πολεοδομίας της ΟΚΕ θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πρότυπα για αυτή την ομάδα. Επιπλέον, η ΕΤΠ πιστεύει ότι πρέπει να συνεχισθεί με διαρθρωμένο τρόπο η πρωτοβουλία του Συμβουλίου Αστικών Θεμάτων, προκειμένου να επιτευχθεί ολοκλήρωση των πολιτικών, αποδιαμερισματοποίηση και πραγματικές αστικές πολιτικές σε όλα τα διοικητικά επίπεδα. Η ΕΤΠ πιστεύει ότι μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη στενή συνεργασία όλων των κοινοτικών οργάνων και των συμβουλευτικών τους συνελεύσεων. 6.10. Μια ευρωπαϊκή αστική πολιτική απαιτεί, επίσης, ορισμένες αλλαγές σε τοπικό επίπεδο. Η ΕΤΠ επιθυμεί να παροτρύνει τις τοπικές αρχές να ανανεώσουν την προσπάθειά τους για καλύτερη και περισσότερο στοχοθετημένη χρήση των διαθέσιμων πόρων. Τα αστικά θέματα πρέπει να αντιμετωπίζονται στο επίπεδο που είναι πλησιέστερα στον πολίτη. Συχνά, αυτό είναι το επίπεδο της γειτονιάς, αλλά ορισμένα προβλήματα και δυνατότητες απαιτούν απαντήσεις σε επίπεδο πόλης ή ευρύτερου αστικού κέντρου. Για πολλές πόλεις, αυτό σημαίνει αναδιάρθρωση του διοικητικού συστήματος, ώστε να αναπτυχθούν πιο μόνιμες και δεσμευτικές μορφές συνεργασίας στην αντίστοιχη περιφέρεια. Ωστόσο, η ΕΤΠ πιστεύει ότι αυτό απαιτεί, επίσης, ένα νέο ύφος αστικής διαχείρισης, το οποίο να κινητοποιεί τις γνώσεις, τις αρμοδιότητες και την ενέργεια όλων των οργανισμών, ιδιωτικών και δημόσιων, και να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως μετόχους της αστικής κοινωνίας. 6.11. Η επιλογή της ανάπτυξης δυναμικών και αειφόρων πόλεων για τον 21ο αιώνα δεν είναι ένα μέλημα μόνο αστικό, αλλά και αποφασιστικής εθνικής και ευρωπαϊκής σημασίας. Η ενίσχυση της αστικοποίησης απαιτεί εγκαρτέρηση. Η αντιμετώπιση των αστικών θεμάτων - η οποία αποτελεί ιδιαίτερα πρόσφατο πεδίο πολιτικής - κατά το παρελθόν έπασχε από υπερβολικές αλλαγές πολιτικής και προσωρινότητα. Σήμερα απαιτείται μια νέα, συντονισμένη και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση βασισμένη στις πόλεις, στον περιφερειακό τους περίγυρο και στους πολίτες τους. Η Ευρώπη των Πολιτών αρχίζει από τις πόλεις μας. Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 1998. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής των Περιφερειών Manfred DAMMEYER () COM(97) 197 τελικό. () ΕΕ C 100 της 2.4.1996 σ. 65. () ΕΕ C 126 της 29.4.1996 σ. 1. () ΕΕ C 337 της 11.11.1996, σ. 20. () Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ. () ΕΕ C 34 της 3.2.1997, σ. 12. () ΕΕ C 116 της 14.4.1997, σ. 52. () ΕΕ C 100 της 2.4.1996, σ. 78. () ΕΕ C 116 της 14.4.1997, σ. 1. () ΕΕ C 116 της 14.4.1997, σ. 98. () ΕΕ C 215 της 16.7.1997, σ. 44. () ΕΕ C 379 της 15.12.1997, σ. 26. () ΕΕ C 215 της 16.7.1997, σ. 21. () COM(97) 197 τελικό, σ. 8. () COM(97) 197 τελικό, σ. 14. () COM(97) 197 τελικό, σ. 15. () ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9 (άρθρο 3.10.3). () COM(97) 197 τελικό, σ. 19. () CdR 138/97 fin. () COM(97) 197 τελικό, σ. 18. () COM(97) 542 τελικό. () COM(97) 2000 τελικό, σ. 22.